03 Μαρτίου 2010

Ποιος είναι ο αληθινός εαυτός μας, το πραγματικό μας «πρόσωπο»;










Kάθε άνθρωπος βλέμμα μοναδικό, μοναδικό χαμόγελο. Mιλάει, σκέφτεται, αγαπάει όπως κανένας άλλος, ούτε πριν, ούτε μετά. Tραγουδάει τον έρωτα άκρη στη θάλασσα, βουτάει στο κύμα όλος αλκή. Bγαίνει στον βράχο, λούζεται το ηλιοβασίλεμα, χαίρεται τον φλοίσβο. Pουφάει το τώρα με την αμεριμνησιά του αθάνατου. Aνυποψίαστος για την προδοσία της σάρκας του που κάθε χρόνο μαραίνεται και κάποτε θα σαπίσει στο χώμα. Aσχετος με τον θάνατο που θα τον θερίσει.
Hλιοκαμένο αγόρι, με το ζαρκαδίσιο κορμί και τα αλατισμένα ματόκλαδα, τι σχέση έχεις εσύ με τον αυριανό εαυτό σου, τον γέροντα που σέρνεται με τρεμάμενα μέλη, κυρτωμένος, εύθραυστος, κι αδύναμο φως στα σακουλιασμένα του μάτια; Kαι συ κορίτσι ολόδροσο, σπαρταριστό κορμί ηδονικού λεόπαρδου, πώς μεταλλάζεις το διάφανο δέρμα το ολόφωτο βλέμμα, το κρουστό στήθος, τα ζωντανά μαλλιά όπου ανασαίνει ο άνεμος; Πώς μεταλλάζεις σε μαραμένη κίτρινη γεροντική σάρκα, στρεβλές αρθρώσεις, μελανιασμένες φλέβες, κομπιαστή ανάσα; Ποιος είναι ο αληθινός εαυτός μας, το πραγματικό μας «πρόσωπο»; Πότε και πού σαρκώνεται η αληθινή μας ταυτότητα, ποιος ο «πυρήνας» της ύπαρξής μας, το πραγματικό «υποκείμενο» τόσο του κάλλους όσο και της φθοράς;

ΕΡΩΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΟΣ



Έρωτας: Αλλά κι αν έφταιξα σε κάτι, Δία, συγχώρεσέ με γιατί είμαι ένα μικρό παιδάκι και ακόμη δεν κόφτει το μυαλό μου.


Δίας: Εσύ ο Έρωτας είσαι παιδάκι, εσύ που είσαι πιο αρχαίος κι από τον Ιαπετό; Ή επειδή δεν έχεις γένια ούτε και άσπρες τρίχες, απαιτείς να σε παίρνουν οι άλλοι για μωρό, ενώ είσαι γέρος και πανούργος;




Έρωτας: Και τι μεγάλο κακό σου έκανα εγώ ο γεροντάκος όπως λες, και σκέφτεσαι να με συμμαζέψεις;


Δίας: Άκουσέ τα, καταραμένε, και πες μου αν είναι μικρά. Με δουλεύεις σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν έμεινε τίποτα που να μη με μεταμόρφωσες: μ’ έκανες σάτυρο, ταύρο, χρυσαφένιο, κύκνο, αετό. Κι όμως δεν έκανες καμμιά να μ’ ερωτευθεί. Ούτε κατάφερα καμμιά, γιατί εσύ μ’ έκανες ν’ αρέσω στις γυναίκες, αλλά να είμαι αναγκασμένος να τις ξεγελώ με ένα σωρό τερτίπια και να μεταμορφώνομαι. Έτσι αυτές αγαπάνε μεν τον ταύρο ή τον κύκνο, εμένα όμως, άμα τύχει και με δουν, πεθαίνουν από την τρομάρα τους.


Έρωτας: Και που το βρίσκεις το περίεργο. Είναι θνητές και δεν μπορούν να αντικρίσουν τη μορφή σου.


Δίας: Τον Απόλλωνα όμως πώς τον αγαπάνε ο Βράγχος και ο Υάκινθος;


Έρωτας: Μα και τον Απόλλωνα δεν ήθελε να τον πλησιάσει η Δάφνη αν και έχει ωραία μαλλιά και δεν έχει γένια. Αν θέλεις όμως ν’ αρέσεις στις γυναίκες να μη κουνάς την αιγίδα και να μη κουβαλάς μαζί σου τον κεραυνό, αλλά φρόντιζε να φαίνεσαι όσο μπορείς πιο όμορφος. Φτιάχνε τα μαλλιά σου έτσι που να κρέμονται μπούκλες κι απ΄ τις δυο μεριές του προσώπου σου, που να είναι πιασμένες στο πάνω μέρος από το διάδημα.
Να φοράς κόκκινη χλαμύδα και χρυσά πέδιλα. Να περπατάς ρυθμικά με συνοδεία σουραυλιών και τυμπάνων. Τότε να δεις πως θα σε ακολουθήσουν πιο πολλές γυναίκες απ’ όσες Μαινάδες τρέχουν πίσω από τον Διόνυσο.


Δίας: Βρε δε με παρατάς. Ποτέ δεν θα επιχειρήσω να ρίξω τις γυναίκες ντυμένος έτσι.


Έρωτας: Ε τότε να πάψεις να λιγουρεύεσαι τα θηλυκά, γιατί αυτό είναι και πιο εύκολο.


Δίας: Όχι-όχι , μ΄ αρέσει ο έρωτας, αλλά να μη μου βγαίνει η ψυχή για να το πετυχαίνω. Άντε τώρα πήγαινε στο καλό και φρόντισε οι ερωτοδουλειές μου να γίνονται όπως σου τις εξήγησα.