Όσο κι αν είναι εξελιγμένη μια θρησκεία, απαλαγμένη από προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες και καθυστεριμένες αντιλήψεις, πάντα, στα χέρια του λαού, θα υποστεί τόσες αλλαγές, που σίγουρα κάτι θα χάσει από την αρχικήν ιδανική μορφή της. Αυτό διδάσκει η ιστορία των θρησκειών.
Απ' τη στιγμή, που κάθε μεγάλη ιδέα θα ξεφύγει από τον κύκλο της θεωρίας και θα κατεβεί στην πράξη, ώσπου ν' αφομοιωθεί από τον λαό, γίνεται μια πάλη μεταξύ του υποκειμενικού και αντικειμενικού παράγοντα- πάλη προσαρμογής των νέων αρχών προς το ψυχικό και πνευματικό «κλίμα» της εποχής.
Μοιραία λοιπόν, και το περιεχόμενο κάθε θρησκείας νοθεύεται από τους οπαδούς της με ξένα στοιχεία, με λογής- λογής δοξασίες, άσχετες προς την ουσία της.
Αυτή τη μεταμόρφωση δεν μπόρεσε να την αποφύγει κ' η Χριστιανική θρησκεία. 'Ετσι, παρεξηγήθηκε το πνεύμα του Ευαγγελίου, επικρατήσανε τύποι και θεσμοί επηρεασμένοι από προηγούμενες θρησκείες, κ' ένα σωρό δεισιδαιμονίες κυριαρχήσανε στη συνείδηση του λαού.
Η σχετική φιλογολία ενδιαφέρει, φυσικά, τον ερευνητή του λαογραφικού μας υλικού. Γι' αυτό κ' οι «καλαντζάροι», ή «σκαλαπούνταροι», μπορούνε να πάρουνε μια θέση εδώ πέρα.
*«αλαβροστοιχοιώτες» είναι οι δεισιδαίμονες, που έχουν ιδιαίτερη ευπάθεια κι ευαισθησία στο φόβο των «στοιχιών».
Δωδεκάμερα. Χριστούγεννα, πρωτοχρονιά, κάλαντα και Φώτα. Μέρες ιστορικές, μέρες γλεντιού και χαρτοπαιξίας. Αλλά και μέρες, που εξορμούνε από τα σκοτεινά τους βάθη τα στοιχειά, οι βρυκόλακες, τα δαιμόνια. Τα πονηρά «πνεύματα» δεν χάνουνε καμιά ευκαιρία, για να ταράξουν τη γαλήνη των καλών Χριστιανών. Κι΄οι «Σκαλαπούνταροι», που δεν είναι διόλου «αχρωμάτιστα» πνεύματα- «ούτε καλά, ούτε κακά», όπως λένε μερικοί- αφού τρομοκρατούν τόσες απλοϊκές ψυχές, τα δωδεκάμερα στήνουν τ' αόρατο τσαντήρι τους στις στέγες των σπιτιών και κυνηγούν τους «ελαφροστοιχοιώτες*».
*«αλαβροστοιχοιώτες» είναι οι δεισιδαίμονες, που έχουν ιδιαίτερη ευπάθεια κι ευαισθησία στο φόβο των «στοιχιών».
Το σούρουπο, όταν η νύχτα απλώνει το μυστήριο και το δέος της, οι «σκαλαπούνταροι» κόβουνε βόλτες στα στενά δρομάκια, στα περιβόλια, στα πηγάδια, πίσω από δέντρα ή τις πέτρες, στα σταυροδρόμια, στους γκρεμούς, στις λαγκαδιές, περιφέροντας παντού τη φανταστική τους ύπαρξη- σκιάχτρα στις ευερέθιστες κι άρωστημένες φαντασίες.
Η κοπέλλα, που ξεκινάει για τη βρύση του χωριού, ποτισμένη από μικρή με την εφιαλτικήν ιδέα του «σκαλαπούνταρου», σε κάθε βήμα της θαρρεί πως κ' ένας από αυτούς ξεπροβάλλει απ΄αντίκρυ. Τότε, κατά παλιά συνήθεια λέει δυό-τρείς φορές το «Πάτερ ημών», ησυχάζει κάπως, και τραβάει το δρόμο της, με την καρδιά σφιγμένη, ταραγμένη.
Έτσι, και όλοι οι προληπτικοί- προπάντων οι θεοφοβούμενες γρηούλες- δώδεκα μέρες τις περνάνε «με την ψυχή στη χούφτα», όταν τα βράδια κάθουνται στα τζάκι ή βγένουν έξω από το σπίτι. Κάποτε μάλιστα, κι ο πιο ασήμαντος θόρυβος ή κρότος τους μεταδίδουν ρίγη φρίκης και αγωνίας. Τ΄αθώα παιγνίδια του φωτός, οι σκιές των δέντρων, του βοριά το σφύριγμα έξω απ΄τα κατάκλειστα παραθυρόφυλλα και τους φεγγίτες του σπιτιού, μηνούν και προμηνούν τους «σκαλαπούνταρους».
* τηγανίτες
«Τιτσίν*, τιτσίν, λουκάνικον,
Αλλά... τί ανυπέρβλητη χαρά όταν περάσουν πια τα δωδεκάμερα! Το διώξιμό τους γίνεται με τρόπο πανηγυρικό. Η νοικοκυρά στο μαγειριό της ψήνει τα «ξεροτή(γ) ανα*», που αρέσουνε πολύ στους οχληρούς κι ανεπιθύμητους εκείνους ξένους.
* τηγανίτες
Στα πρόσωπα των παιδιών, σπιθοβολά η χαρά. Οι εφιάλτες της λαϊκής φαντασίας, είν' ευτυχώς ολιγαρκείς. Με μόνο λίγα «ξεροτήανα» και μένα κομματάκι λουκάνικο, εξασφαλίζεται η φευγάλα τους.
«Τιτσίν*, τιτσίν, λουκάνικον,
-μασιαίριν μαυρομάνικον*-
καμμάτιν ξεροτήανον,
να φάμεν τζ΄ εν να φύουμεν»
* τιτσίν = κομματάκι (Παιδική λέξη)
* τιτσίν = κομματάκι (Παιδική λέξη)
*μαυρομάνικον = μαχαίρι με μαύρη λαβή. Αυτός ο στίχος φαίνεται παρείσακτος για να γίνει ομιοκαταληξία με το «λουκάνικον». Δεν είναι όμως άσχετος με το περιεχόμενο. Σα «μαχαίρι μαυρομάνικο» θα πλήξει τους καλικάντζαρους το ασήμαντο δώρο του λαού, που εξαγοράζει τη φυγή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου