Το παρόν ιστολόγιο θα συνεχίσει μονότονα να διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι, εάν δεν υπάρξει φρόνημα θυσίας στον Ελληνικό λαό, δεν θα μπορέσει να ενωθεί και να διώξει τους θανάσιμους για την πατρίδα προδότες!!! Και φρόνημα τέτοιο πηγάζει μόνο από τη Σταυρική θυσία του Χριστού και επομένως το διαθέτουν μόνον όσοι έχουν αληθινή και βαθειά πίστη στό Χριστό, όπως ακριβώς οι αγωνιστές του '21.
Και επειδή κάποιοι αμφισβητούν ότι οι αγωνιστές του '21 προέτασσαν την πίστη του Χριστού στον αγώνα για την ελευθερία της Πατρίδας, χρησιμοποίησαν δε ως επιχειρήματα και κάποιες γραφικές ταχυδακτυλουργίες του μπαρμπα Γιάννη του Σκαρίμπα, ότι ο Γέρος του Μωριά εμψύχωνε τάχα τους Έλληνες με τα κατορθώματα των αρχαίων κι όχι με την πίστη στο Χριστό, σήμερα θα δώσουμε ένα μικρό δείγμα γραφής από τα Άπαντα του ίδιου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που έχουν εκδοθεί το 1977 από τις ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 1821 με εισαγωγή της Έλλης Αλεξίου και παρουσίαση από τους Γ. Τερτσέτη και Α. Πολυζωΐδη.
"Ο Θεός, έλεγε, έδωσε την υπογραφή Του δια την ελευθερίαν της Ελλάδος, δεν την παίρνει πίσω".
Ανέκδοτα του Κολοκοτρώνη ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ Τόμος 1ος σελ. 171
"Αφού παρέλαβε τ΄Ανάπλι, τράβηξε πρώτα στον Άι-Γιώργη, που ήτανε τζαμί και μόλις του είχανε κάμη τα εγκαίνια οι χριστιανοί κι ενώ κλήρος και λαός έλεγε το "Δόξα εν υψίστοις", ο νστρατηγός έστησε την πιό καλή τουρκική σημαία στο μέσον της εκκλησιάς, μαζί με άλλα λάφυρα προσφορά στην εκκλησιά, γονάτισε και δόξασε μαζί με τους άλλους τον Θεό, που λευτέρωσε τ΄Ανάπλι".
Ανέκδοτα του Κολοκοτρώνη ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ Τόμος 1ος σελ.182
Όταν εις το Βουλευτικόν (δικαστήριον) του ανεγνώσθη η απόφασις θανάτου είπε:
-Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου. Το είπε με φωνήν άτρεμην, έκαμε τον σταυρόν τουκαι επήρε μια πρέζα ταμπάκο.
Ανέκδοτα του Κολοκοτρώνη ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ Τόμος 1ος σελ.196
"Το ψαλτήριτο κτωήχι, ο μηναίος, άλλαι προφητείαι, ήσαν τα βιβλία οπού ανέγνωσα."
Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ Τόμος 1ος σελ. 275
Επ ευκαιρία να δώσει ο γέρος του Μωριά μιαν απάντηση και στα κνώδαλα του ΣΚΑΪ περί του "μύθου" της 25ης Μαρτίου:
"...και τους έλεγα, ότι την ημέρα του Ευαγγελισμού να είναι έτοιμοι, και κάθε επαρχία να κινηθεί εναντίον των Τούρκων των τοπικών, και να τους πολιορκήσουν εις τα διάφορα φρούρια..."
Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ Τόμος 1ος σελ. 277
"Την αυγήν εξημέρωσε εις ταις 25, Ευαγγελισμού...έρηξα καμμιά χιλιάδα τουφέκια, τρείς μπαταριαίς δια να τ΄ακούσει ο κόσμος να σηκωθεί κατά παραγγελίαν. Ακούοντες οι Γαρατζαίοι τα τουφέκια, εσκότωσαν τους κεχαγιάδες -αυτοί ήθελαν να φύγουν-και έγινε αρχή του σκοτωμού."
Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ Τόμος 1ος σελ. 279
Αυτά τα ολίγα από τον Στρατηγό του Αγώνα και διάλεξα αυτόν γιατί ο Μακρυγιάννης είναι γνωστός και χαρακτηρισμένος ως θρησκόληπτος από τον Βλαχογιάννη και στα γραφτά του η Πίστη είναι πιό πολλές φορές γραμμένη από την Πατρίδα.
Σήμερα η λαλέουσα παγανοτηλεόραση έχει κάνει τη δουλειά της κι οι δούλοι του ευδαιμονισμού, είναι πολύ δύσκολο να αφήσουν τα δεσμά τους και να εξεγερθούν, διότι δεν εμπνέονται από το φρόνημα του Σταυρού δηλαδή φρόνημα της θυσίας.
Και για να καταλάβετε τί εννοώ θα κλείσω με τις διηγήσεις του Νικηταρά και ενόςΟθωμανού οπλαρχηγού από το υπόμνημά του, διηγήσεις που σώζονται στο φυλλάδιο με τίτλο "ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΙΣ ΤΩΝ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣ ΤΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ" το οποίο τυπώθηκε το 1852 και αναγνώσθηκε επίσημα την 23η Μαρτίου 1858 εορτή των Βαΐων στην Βιβλιοθήκη της Βουλής:
(Η διήγηση του Νικηταρά για το πώς σκότωσαν οι Τούρκοι τον πατέρα του και τον αδελφό του μαζί με κάποιον Αναγνώστη)
"Σκοτώνουν τον Αναγνώστη υβρίζοντάς τον διά τον πατέρα του, εις τον αδελφό μου προβάλλουν να αλλάξει την πίστη του, δέν το στέργει. Του δείχνουν τον πατέρα του σκοτωμένο, ούτε. Θέλω να πάω εκεί που πάει ο πατέρας μου. Έκαμε το σταυρό του, κι απ΄το αίμα του έγινε σταυρός"
Και συνεχίζει ο συγγραφέας του φυλλαδίου:
-Εδώ κύριοι που ηύραμε το σημείον της σωτηρίας μας, ας δεσομε τα χέρια προσευχόμενοι. Όχι ακόμη. Και άλλο ακούσετε:
Ένας οπλαρχηγός Οθωμανός εδιηγήθη εις έναν εκ των σεβαστών ακροατών μου, Ιωάννην Παπαρηγόπουλον, ότι εις μιαν μάχην οι δικοί μας ετσακίσθηκαν: "Ο σημαιοφόρος σας έμεινε κατακαμπίς γονατισμένος εις το γόνα του, λαβωμένο το άλλο, και εφώναζε εις τους συντρόφους του που έφευγαν: Ελάτε να πάρετε την σημαία, το σταυρό' τα βόλια έπεφταν βροχή απάνω του κι αυτός εφώναζε, τον σταυρό, τον σταυρό. Τρείς, οι πλέον γεναίοι, ξέκοψαν από τους άλλους και άρπαξαν από το χέρι του τη σημαία τους, τότε αυτός φωνάζει εις τους εδικούς μου: ελάτε τώρα να με σκοτώσετε. Εχύθηκα να τον γλυτώσω, επειδή με θάμπωσε η ανδρεία του, αλλά τον ηύρα κομματιασμένο από τους εδικούς μου, η σημαία ορθή εις το καταράχι"
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΙΣ ΤΩΝ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣ ΤΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ Τόμος 2ος σελ. 137,138
ΚΑΛΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΟΤΑΝ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΤΑΥΡΙΚΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ
Δεν ξέρω αν είναι κατάρα ή ευλογία να σου έχουν προσωπικά διηγηθεί ιστορίες, όπως οι ίδιοι τις έχουν βιώσει, άνθρωποι σαν τον Μανώλη Γλέζο. Μα τούτες οι μέρες του Αυγούστου –επέτειος της άλλης σφαγής της Κοκκινιάς– φέρανε τέτοιες θύμισες. Ήτανε λέει στο σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του ’44, που οι «προοδευμένοι» και «πλεονασματικοί» –σήμερα– στον προϋπολογισμό τους κατακτητές, εκτελέσανε 200 πατριώτες. Γνωστή η ιστορία σχεδόν σε όλους. Άγνωστη η ΙΣΤΟΡΙΑ, έτσι, με κεφαλαία γράμματα, ενός πιτσιρικά 12 χρονώ, που συνελήφθη με τους υπόλοιπους άνδρες.
Στήθηκαν όλοι στον μεγάλο μαντρότοιχο με αντίκρυ τους τα θηριώδη πολυβόλα. Κι έτσι καθώς ήτανε οργανωμένοι οι κατακτητές –όπως και σήμερα– και δεν ήθελαν τίποτα να αφήνουν στην τύχη, πάκτωσαν τα πυροβόλα σε ψηλές τσιμεντένιες εξέδρες, έτσι που το ύψος βολής να φτάνει ένα αντρίκιο μπόι. Δεν είχε γίνει πρόβλεψη για παιδιά. Στις προοδευμένες δυτικές κοινωνίες τα παιδιά δεν προβλέπεται να στήνονται απέναντι στα αποσπάσματα. Μα, τι κρίμα, σε τούτο τον έρμο τόπο, ένα παιδί, ένα δωδεκάχρονο παλικαράκι που δεν θυμούμαι πια το όνομα του, στάθηκε απέναντι στα πολυβόλα. Εύστροφος ο «μικρός», καθώς έκοβε το μάτι του, πήρε χαμπάρι πως το μπόι του ήταν κάτω από τη γραμμή του θερισμού. Κι ανασηκώθηκε στα ακροδάχτυλα... να μην τη βγάλει καθαρή... να μην κουτσοβολευτεί αυτός δίπλα στους πεθαμένους... ένα δωδεκάχρονο παιδί ανασηκώθηκε στ’ ακροδάχτυλα... και γίνηκαν μεμιάς, αυτοί οι 2-3 πόντοι, χιλιόμετρα ήθους. Όταν αρχίνισαν τα όργανα του θανάτου, όχι μόνο κανείς δεν έσκυψε να φυλαχτεί, μα κι ένα παιδί, ένα παιδί, ανασηκώθηκε για να μην ξεφύγει... Πώς γίνηκε και οι πιτσιρικάδες που μεγάλωσαν από τότε, όσοι γλιτώσανε, όσοι γεννήσανε παιδιά, πώς γίνηκε να φτιάξουνε ένα λαό που σκύβει συνέχεια για να φυλαχτεί... Πώς γίνηκε σε 60 χρόνια δρόμου να κοντύναμε όλοι τόσο πολύ και μας νοιάζει μοναχά να περάσει το κεφάλι μας κάτω απ’ τα μέτρα, να μη μας αγγίξουνε εμάς και τσιμέντο οι άλλοι γύρω μας... Πώς γίνηκε σε δυο γενιές να θάφτηκε τόσο ήθος κάτω από εισαγόμενα μπιχλιμπίδια και πλαστικά πλήκτρα... Τώρα, απέναντι στα ίδια πακτωμένα πυροβόλα, στέκεται βουβός ένας ολόκληρος λαός με την ψυχή του κουρελιασμένη, όλοι «μοιραίοι και άβουλοι αντάμα», θεατές της ζωής μας με μόνη έννοια μη και μας πέσει η σακούλα με το ποπκόρν από τα σφιγμένα ποδάρια μας... Τώρα που πακτώνουν στα τσιμέντα την ίδια τη ζωή και το μέλλον του τόπου μας... Κι αν είναι αλήθεια αυτό που μας διδάξαν οι γιαγιάδες μας, πως ζωντανοί και πεθαμένοι σ’ αυτό τον τόπο είναι της ίδιας κοινότητας «μετέχοντες», αλίμονό μας σαν γυρίσει ο κύρης μας... και θα γυρίσει, είμαι βέβαιος, αργά ή γρήγορα... θα απλώσει ένα μακρύ κόκκινο κορδόνι στο μπόι ενός δωδεκάχρονου πεθαμένου... να δει... να ελέγξει... πόσων το μπόι μίκρυνε και περνά από κάτω... κι αν έμεινε κανείς που να μην χωρά... θα τον γλυκοφιλήσει σταυρωτά στα μάγουλα και θα κάμει τον σταυρό του... ότι το γένος των Ελλήνων δεν εχάθηκε!
«Όταν μου πειράξουν την πατρίδα και τη θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα’ νεργήσω κι’ ό,τι θέλουν ας μου κάνουν»
Τότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας από τις πληγές, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια τις μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν δύο επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη».
Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω: «Αδελφοί, με αδικείτε. Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Μα και να τό’ χα, δεν τό’ δινα κανενός. Κι’ αν πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο».
Έφυγαν αυτοί. Κι’ έκατσα σε μίαν πέτραν μόνος και έκλαιγα. Μισός άνθρωπος καταστάθηκα από το ντουφέκι του Τούρκου, τσακίστηκα εις τις....περιστάσεις του αγώνα και κυνηγιέμαι και σήμερον. Κυνηγιώνται και άλλοι αγωνιστές πολύ καλύτεροί μου, διότι εγώ είμαι ο τελευταίος και ο χειρότερος. Και οι πιο καλύτεροι όλων αφανίστηκαν.
Αυτοί που θυσίασαν αρετή και πατριωτισμόν, για να ειπωθεί ελεύτερη η Ελλάδα κι’ εχάθηκαν φαμελιές ολωσδιόλου, είπαν να ζητήσουν ένα αποδειχτικόν που να λέγει ότι έτρεξαν κι’ αυτοί εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος και Τούρκο δεν άφηκαν αντουφέκιγο.
Πήγε να’ νεργήσει η Κυβέρνηση και βγήκαν κάτι τσασίτες και σπιγούνοι, που δουλεύουν μίσος και ιδιοτέλεια, και είπαν «όχι». Και είπαν και βρισιές παλιές δια τους αγωνιστές. Για να μην πάρουν το αποδειχτικόν, ένα χαρτί που δεν κάνει τίποτες γρόσια.
Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι’ αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα.
Θεέ, συχώρεσε τους παντίδους, που θέλουν να μας πάρουν τον αγέρα που αναπνέομεν και την τιμήν που με ντουφέκι και γιαταγάνι πήραμε. Εμείς το χρέος, το κατά δύναμιν, επράξαμεν. Και αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν. Και την Πατρίδα δεν την θέλουν Μητέρα κοινή. Αμορόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν. Γι’ αυτό περνούν και ρεθίζουν τον κόσμον με τέχνες και καμώματα.
Και καζαντίσαν αυτοί πουγγιά και αγαθά και αφήκαν τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά εις την άκρην. Αυτοί είναι οι ανθρώπινοι λύκοι, που φέραν δυστυχήματα και κίντυνον εις τον τόπον. Ας όψονται.
Τότε που η Τουρκιά εκατέβαινε από τα ντερβένια και ολίγοι έτρεχαν με ολίγα ντουφέκια, με τριχιές δεμένα, να πολεμήσουν, θέλοντας λευτεριάν ή θάνατον, οι φρόνιμοι ασφάλιζαν τις φαμελιές τους εις τα νησιά κι’ αυτοί τρέχαν εις ρεματιές και βουνά, μη βλέποντας ποτέ Τούρκου πρόσωπον. Κι’ όταν ακούγαν τα ντισμπάρκα των Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν δικήν τους την Πατρίδα και κυνηγούν τους αγωνιστές.
Εγίναμε θηρία που θέλουν κριγιάτα (κρέατα) ανθρωπινά να χορτάσουν. Και χωρίζουν τον κόσμον σε πατριώτες και αντιπατριώτες. Αυτοί γίναν οι σημαντικοί της Πατρίδος και οι άλλοι να χαθούν. Δεν ξηγιώνται γλυκότερα να φυλάξωμεν Πατρίδα και να δούμεν λευτερίαν πραγματικήν. Ρωμαίγικον δεν φτιάχνεται χωρίς ούλλοι να θυσιάσουν αρετήν και πατριωτισμόν. Και χωρίς να πάψει η μέσα, η δική μας τυραγνία.
Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ,διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον. Και εκάθησα και έκλαιγα δια τα νέα παθήματα. Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον.
Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα: «Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν. Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας».
Ένας δικός μου αγωνιστής μου έφερε και μου διάβασεν ένα παλαιόν χαρτί, που έγραψεν ο κοντομερίτης μου Άγιος παπάς, ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Τον εκρέμασαν εις ένα δέντρον Τούρκοι και Εβραίοι, διότι έτρεχεν ο ευλογημένος παντού και εδίδασκεν Ελλάδα, Ορθοδοξία και Γράμματα.
Έγραφεν ο μακάριος εκείνος ότι: «Ένας άνθρωπος να με υβρίσει, να φονεύσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου και ύστερα το μάτι να μου βγάλει, έχω χρέος σαν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το να υβρίσει τον Χριστόν μου και την Παναγία μου, δεν θέλω να τον βλέπω».
Το χαρτί του πατέρα Κοσμά έβαλα και μου το εκαθαρόγραψαν. Και το εκράτησα ως Άγιον Φυλαχτόν, που λέγει μεγάλην αλήθειαν. Θα πω να μου γράψουν καλλιγραφικά και τον άλλον αθάνατον λόγον του, «τον Πάπαν να καταράσθε ως αίτιον». Θέλω να το βλέπω κοντά στα’ κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ανάξιοι λέγουν ότι αν τα φτιάξουμε με τον δικέρατον Πάπαν, θα ολιγοστέψουν οι κίντυνοι, τα βάσανα και η φτώχεια μας, τρομάρα τους.
Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας να μη μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί. Και βγήκαν ακόμη να’ ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες.
Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε. Μας έδωσε την νίκη και έχασε (οδήγησε σε ήττα) τον άπιστον Τούρκον. Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον σωτήρα μας!
Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους. Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον δια να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας σαν λεοντάρια. Ντροπή Έλληνες!
Σαν σήμερα, 10 Απριλίου του 1821 (Κυριακή του Πάσχα), απαγχονίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄.
Το αφοριστικόν «Ο Κλήρος ήταν και ο οδηγός της Φυλής και το στήριγμά της» Διον. Κόκκινος
Και ερχόμαστε στον αφορισμό. Ο Σουλτάνος όταν έμαθε τα γεγονότα στις ηγεμονίες και το Μωριά, αποφάσισε γενική σφαγή των Χριστιανών. Ήθελε, ευκαιρίας δοθείσης, να ξεμπερδεύει με το Χριστιανικό στοιχείο. Όταν ελήφθη η απόφαση αυτή, ο Γρηγόριος επισκέφθηκε τον Σεϊχουλισλάμη (Τούρκο θρησκευτικό αρχηγό), που ήταν ο μόνος αρμόδιος να πάρει μια τέτοια φοβερή απόφαση, και τον παρεκάλεσε να λυπηθεί το Γένος του. Ο Τούρκος - προς τιμήν του! - όντας τίμιος άνθρωπος δεν υπόγραψε το διάταγμα. Πλήρωσε την άρνησή του με εξορία και με τη ζωή του. Κατά διαταγή τού Σουλτάνου δολοφονήθηκε. Στη θέση του πήγε άλλος, που υπόγραψε το διάταγμα (φετφά). Επομένως η γενική σφαγή των Χριστιανών είχε αποφασισθεί. Ο κίνδυνος ήταν μέγας και επί θύραις για το Γένος. Ας έλθουμε στα επί μέρους γεγονότα.
1. Το φερμάνι που διάβασε ο κεσεδάρης (αρχιδήμιος) στο Πατριαρχείο, παρόντος και τού Γρηγορίου, έγραφε πως ο Γρηγόριος φάνηκε «αχάριστος και άπιστος προς την Πύλην και ραδιούργος...».1 Στη συνέχεια μετέφεραν τον Πατριάρχη στις φυλακές τού Μποσταντζήμπαση. Εκεί μέσα βέβαια δεν τού πρόσφεραν... πορτοκαλάδα. Εκεί τον βασάνισαν.2 Και γεννιέται το ερώτημα: τι σόι προδότης ήταν ο Γρηγόριος, αφού η Υψηλή Πύλη τον χαρακτηρίζει άπιστο και ραδιούργο; Ποιος προδότης υπομένει τα βασανιστήρια; Η ψυχολογία τού προδότη δεν αντέχει στο μαρτύριο. Ας μη γελιόμαστε...
2. Όταν το συμβούλεψαν να φύγει απάντησε (ο Γ. Τερτσέτης μας διαφύλαξε τους λόγους του): «Μη με προτρέπετε να φύγω... Όχι, δε θα φύγω... Ο θάνατος μου θα ωφελήσει περισσότερο παρά η ζωή μου. Οι Έλληνες μαχητές θα πολεμήσουν με μεγαλυτέραν μανίαν. Και τούτο φέρει ως δώρον την νίκην...».3 Ποιος προδότης μίλησε ποτέ έτσι; Ποιος ποτέ πέθανε γι' αυτό που πρόδωσε;
3. Το αφοριστικό, είναι ολοφάνερο, δεν έγινε με την πρόθεση και τη θέληση τού Πατριάρχη. Εκδόθηκε για να σωθεί το Γένος από τη σφαγή και για να κερδίσει χρόνο η επανάσταση. Και είναι γεγονός πως το αφοριστικό δεν ενόχλησε εκείνους για τους οποίους και εκδόθηκε, εννοώ τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τους άλλους επαναστάτες. Μάλιστα ο Αλ. Υψηλάντης στις 29 τού Γενάρη τού 1821 έστειλε την παρακάτω επιστολή στο Γέρο τού Μωριά: «Φιλογενέστατε και ανδρείε καπετάν Θεοδωράκη Κολοκοτρώνη!... Ο μεν Πατριάρχης βιαζόμενος παρά της Πόρτας (ο Σουλτάνος), σάς στέλλει αφοριστικά και εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν, και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου...».4 Τα ίδια βεβαιώνουν και άλλοι περιφανείς άνδρες τού Αγώνα, όπως ο Μ. Οικονόμου και ο Ν. Σπηλιάδης5. Μήπως και στις μέρες μας μερικές ενέργειες τού Πατριαρχείου δε μας προξενούν κατάπληξη! Τα πρόσωπα που κατέχουν θέσεις, δεν πρέπει να κρίνονται ποτέ επιφανειακά και αποσπασματικά, από μια «διπλωματική» τους ενέργεια. Η αλήθεια βρίσκεται πέρα από τα φαινόμενα. Είναι εύκολο σε μας, μέσα στη ζεστασιά τού γραφείου μας, και ενώ πίνουμε το καφεδάκι μας, να κρίνουμε τις πράξεις ανδρών που βρέθηκαν αντιμέτωποι μπροστά σε αδυσώπητα Ιστορικά διλήμματα, όπως αυτό του Πατριάρχη.
4. Στο έγγραφο που αναρτήθηκε στο στήθος τού Πατριάρχη, ήταν γραμμένα και τούτα τα λόγια: «... Άλλ' ο άπιστος Έλλην πατριάρχης... δεν ηδυνήθη να μη συμμεθέξη (να λάβει μέρος) εις τας στάσεις και την επανάστασιν τού Έθνους αυτού... κατά πάσαν πιθανότητα, αυτός ο ίδιος μετέσχε κρυφίως ως αρχηγός της επαναστάσεως... αυτός ο άπιστος υπήρξε υπέρ πάντα άλλον ο άξων πασών των αταξιών... επείσθημεν... ότι συμμετέσχε πασών των βιαίων πράξεων, τας οποίας υπήκοοι πεπλανημένοι έπραξαν εκεί και εις την επαρχίαν Καλαβρύτων...».6 Μα, τόσο ανόητοι στάθηκαν οι Τούρκοι, ώστε σε μια τόσο κρίσιμη ώρα να θυσιάσουν έναν τόσο πολύτιμο συνεργάτη τους; Ήταν λοιπόν ο Γρηγόριος Τουρκόφιλος; Τότε γιατί τον κρέμασαν οι Τούρκοι;; Η αγχόνη είναι απόδειξη των αποδείξεων... Ο Ιστορικός Gordon υποστηρίζει πως ο Γρηγόριος γνώριζε την ύπαρξη της Φιλικής Εταιρείας και ότι δεν ήταν απόλυτα αθώος της συνωμοσίας.7 Ο Ολλανδός επιτετραμμένος στην Πόλη, Τέστα, σε έκθεση του στο Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του, γράφει πως ο Γρηγόριος ήταν ο κύριος συνένοχος και υποκινητής της συνωμοσίας των Ελλήνων και ότι επιστοποιήθηκε με σαφείς αποδείξεις και έγγραφα η συνενοχή του.8 Η Ιστορικός Ο. Μπ. Σπαρό αναφέρεται σε ισχυρισμούς των Τούρκων σύμφωνα με τους οποίους βρέθηκαν πάνω στο Γρηγόριο έντεκα γράμματα προς τους Μωραΐτες επαναστάτες.9 Ο Τούρκος ιστορικός Σανί Ζαντέ υποστηρίζει πως το Πατριαρχείο ήταν σε γνώση των σχεδίων της Φιλικής Εταιρείας.10 Και ο Τούρκος ιστορικός Ντζιβντέτ πασάς αναγνωρίζει πως ο αφορισμός «συνετέλεσε να σωθεί η ζωή των χριστιανών».11 Πράγματι ο Σουλτάνος εγκατέλειψε το σχέδιο της γενικής σφαγής και έτσι σώθηκε το Γένος. Στο μεταξύ είχε γίνει προσπάθεια από τον Μητροπολίτη Δέρκων, να σωθεί ο Γρηγόριος δια φυγής στην Πελοπόννησο. Ο Γρηγόριος όμως αρνείται! Μένει εκεί περιμένοντας το μαρτύριο!! Αν ήταν προδότης, όπως τον κατηγορούν, πως εξηγείται αυτή η στάση του;
5. Έχουμε ερευνητές που μας δίδουν την πληροφορία πως ο Γρηγόριος με εξ (6) μέλη της Συνόδου κατέκαυσε τον αφορισμόν. Τα γεγονότα έχουν ως εξής: Την Μ. Δευτέρα το πρωΐ, 4-4-1821, καρατομήθηκε ο Μέγας Διερμηνέας, Κων/νος Μουρούζης. Την 3η λοιπόν ώρα μετά το μεσονύχτιον της ιδίας αυτής ημέρας, ο Γρηγόριος μαζί με τους Μητροπολίτες Καισαρείας, Δέρκων, Εφέσου, Χαλκηδόνος, Νικομήδειας και Νικαίας κατήλθεν εις τον Ι. Ναόν του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, αφού εκλείδωσε από μέσα την θύρα. Αφού ενεδύθησαν όλοι τα ιερά τους άμφια ο Γρηγόριος τους είπε: «επιθέσατε τας χείρας ημών επί του αφορισμού» και ανέπεμψε αυτοσχέδιον ευχήν λύσεως του αφορισμού και μεταξύ άλλων είπεν: «Θεέ Παντοκράτωρ... συγχώρησον πρώτον ημίν τοις ημαρτηκόσι Σοι. Καθ' α δέδωκας ημίν εντολήν του δεσμείν και λύειν, καταλύομεν τον αφορισμόν τούτον, ον ακουσίως (χωρίς την θέληση μας) απευθύναμεν κατά πιστών δούλων Σου. Ναι, Κύριε Βασιλεύ, επάκουσον ημών και ενίσχυσον και σώσον αυτούς, τω βραχίονί Σου τω υψηλώ...».12 Κατόπιν ο Γρηγόριος έλαβε λαμπάδα αναμμένη και κατεύκασε τον αφορισμόν, τον ποδοπάτησε και εσκόρπισε την στάχτη του. Τουρκόφιλος και προδότης ο Γρηγόριος (!)
6. Την Κυριακήν των Βαΐων, 3 Απριλίου 1821, συντρώγοντας ο Γρηγόριος με γνωστούς του ανθρώπους της Ρωσικής Πρεσβείας, καθώς και με άλλους ομογενείς, το πατροπαράδοτο φαγητό με ψάρια έλεγε προφητικώς: «Σήμερον εσθίομεν ημείς το οψάρια και αύριον εσθίουσι τα οψάρια ημάς». Προσβλέπων δε και προαισθανόμενος τον επικείμενον θάνατον του ερώτησε ατάραχος, απτόητος, και ανδρείος πάντοτε: Ποιος θάνατος είναι προτιμότερος, ο δια καρατομήσεως ή δι' αγχόνης; Και ενώ οι άνθρωποι της Ρωσικής Πρεσβείας τον επίεζαν να φύγει με καράβι για την Οδησσό, ο Γρηγόριος τους είπε τα παρακάτω λόγια, που φανερώνουν το μεγαλείον της ψυχής του: «Είμαι Πατριάρχης και πρέπει να σώσω τον λαόν μου και όχι να τον ρίψω εις τα μαχαίρια των Γενιτσάρων.... Ο θάνατος μου θα επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν παρ' όσον η ζωή μου.... Θα υπάγω εκεί όπου με καλεί η μεγάλη μοίρα του Έθνους και ο Θεός, ο έφορος των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων...».13 Εδώ φαίνεται καθαρά η καρδιά τού Γρηγορίου! Προχωρεί, βαδίζει προς το μαρτύριο διψώντας το! Μα είναι δυνατόν να έχει τέτοια δίψα και τέτοια στάση ένας προδότης; Μπορεί ένας τέτοιος χαρακτήρας να είναι φιλοτομαριστής;
7. Άλλωστε δεν υπάρχει θρησκευτική και εκκλησια¬στική - θεολογική βάση που να στηρίζεται ο αφορισμός. Από την Εκκλησία επιβάλλεται ο αφορισμός για διδασκαλίες και κηρύγματα πλάνης που αλλοιώνουν την Ευαγγελική Αλήθεια. Στην προκειμένη περίπτωση τού αφορισμού, που εξέδωσε ο Γρηγόριος Ε' και η Πατριαρχική Σύνοδος τού 1821, δεν συντρέχουν οι πιο πάνω λόγοι. Επομένως ο αφορισμός ήταν ένα τέχνασμα και τίποτε άλλο. Αυτό όμως το τέχνασμα πρόλαβε τεραστίας εκτάσεως σφαγές τού Ελληνικού στοιχείου, ενώ δεν είχε κανένα δυσμενές για το Γένος αποτέλεσμα. Γράφει σχετικώς ο Διον. Κόκκινος: «Η πράξη αυτή τού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' δεν ήταν αποτέλεσμα ολιγοπιστίας από αδυναμία, αλλά πράξη συνέσεως και σκληρή προσπάθεια για αποτροπή τού μεγάλου κακού, των σφαγών».14
8. Διαβάζοντας με προσοχή τον γιαφτά, το σουλτανικό έγγραφο - κατηγορητήριο που αναρτήθηκε στο στήθος τού Γρηγορίου, θα διαπιστώσει κανείς ότι τρεις είναι οι αιτίες που οδήγησαν τον Γρηγόριον στην αγχόνη. Η πρώτη είναι ότι ο Πατριάρχης δεν εκίνησε τα πνευματικά του όπλα κατά των αποστατών. Η δεύτερη ότι ήταν συμμέτοχος της αποστασίας - Επαναστάσεως και η τρίτη ήταν μυημένος στην Φιλική Εταιρεία. Μήπως το κατηγορητήριον με τις αιτίες που διαλαμβάνει, αποτελεί αποστομωτική απάντηση στους κατηγόρους τού Γρηγορίου; Αλήθεια, είναι όλα ψεύδη τα όσα γράφει ο γιαφτάς; Κάτω από το φως τόσων γεγονότων, μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα πως ο Πατριάρχης με το αφοριστικό ένα σκοπό είχε και αυτός ήταν να σώσει το Γένος από τον αφανισμό. Δεν είχε σκοπό να σώσει το τομάρι του, όπως άλλοι υποστηρίζουν. Μπορούσε να το κάνει και αυτό. Είχε καιρό. Μα διάλεξε το μαρτύριο. Και είναι γεγονός πως η είδηση τού μαρτυρίου έφθασε στους επαναστατημένους ραγιάδες πιο πρώτα από τον αφορισμό. Και όπως είχε προβλέψει, οι Έλληνες εκδικήθηκαν τον άδικο μα μαρτυρικό του θάνατο. Ο Τερτσέτης τον εννοεί ως άξιον τού Γένους αγωνιζομένων Ελλήνων και της ελεύθερης Ελλάδος οδηγόν και γράφει: «εις την κόψην τού Ελληνικού σπαθιού ήτο γραμμένον το όνομα τού Πατριάρχου και εθέριζε».15 Ο Σουλτάνος δεν τον κρέμασε επειδή ήταν Πατριάρχης (εξέλεξε αμέσως άλλον), αλλά επειδή ήταν ο πιο επικίνδυνος για την Πύλη Εθνάρχης των Ραγιάδων. Αυτή είναι η αλήθεια. «Η αγχόνη που πήρε τη ζωή του, αντί ν' απελπίσει το αγωνιζόμενο Έθνος, αντίθετα χαλύβδωσε την απόφασή του να ζήσει ελεύθερο ή να πεθάνει».16 Η εθελοθυσία του Πατριάρχη συνέβαλε αποφασιστικά στην Εθνεγερσία του 1821, και απέβη κατά τον Παύλον Καρολίδην, η «ευνοϊκότερη διακήρυξη του Δικαίου της Επαναστάσεως του 1821 που συγκίνησε συνειδήσεις».17 Ακόμη εδημιούργησε Ευρωπαϊκόν ρεύμα υπέρ των επαναστατημένων Ελλήνων και αφύπνισε συμπάθειες σε όλη την χριστιανοσύνη υπέρ του Ελληνικού Έθνους, όπως γράφει ο Γερμανός ιστορικός Γερβίνος.18
1. Διον. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. Α', σελ. 268. 2. Στο ίδιο, σελ. 268. 3. Διον. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις τόμ.τ Α', σελ. 266. 4. Ιωάν. Φιλήμονος, Δοκίμιον Ιστορικόν της Ελληνικής Επαναστάσε¬ως, τόμ. Α', σελ. 310. 5. Τιμ. Κιλίφη, Μιλούν τα γεγονότα, σελ. 9. 6. Ζ. Γκενάκου - Μουρούτη, Γρηγόριος ο Ε', προδότης ή εθνομάρτυρας; σελ. 14. 7. Ιω. Παπαϊωάννου, Ιστορικές γραμμές τόμ. Α', σελ. 208. 8. Ζ. Γκενάκου - Μουρούτη, Γρηγόριος ο Ε', σελ. 14-15. 9. Ιω. Παπαϊωάννου. Ιστορικές γραμμές, τόμ. Α', σελ. 208. 10. Στο ίδιο, σελ. 208. 11. Νικηφόρου Μοσχοπούλου, ιστορία της Έλλην. Επαναστάσεως κατά τους Τούρκους Ιστοριογράφους, σελ. 146. 12. Π. Αγγελοπούλου, Τα κατά τον Πατριάρχην Γρηγόριον, σελ. 300, και Ιω. Βώκου, Γρηγόριος Ε', σελ. 20-22. 13.Ιω. Βώκου, Γρηγόριος Ε', Ζωή έργα και το μαρτυρικό τέλος, σελ. 18-20. * Να προστεθεί εδώ ότι ο Γρηγόριος δεν αφόρισε τους Πελοποννησίους επα¬ναστάτες! 14. Διον. Κόκκινου, Ιστορία της Έλλην. Επαναστάσεως, τόμ. Α', σελ. 15. Ιω. Παπαϊωάννου, Ιστορικές γραμμές, τόμ. Γ', σελ. 68. 16 Δημ. Φωτιάδη. Η Επανάσταση του '21, τόμ. Α', σελ. 410. 17. Παν. Παπαθεοδώρου ο Γρηγόριος Ε' και η Επανάσταση του 1821, σελ. 79. 18. Στο ίδιο, σελ. 86.
Πρόλογος - η Βοιωτία επαναστατεί (27 Μαρτίου 1821) Το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821 υπήρχαν πολλές ενδείξεις και διάσπαρτες φήμες ότι οι Έλληνες θα επαναστατούσαν με κύρια εστία την Πελοπόννησο. Στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, στην περιοχή της Λιβαδειάς καπετάνιος στο αρματολίκι της περιοχής ήταν ο Αθανάσιος Διάκος γεννημένος στην Μουσουνίτσα Φωκίδος και μυημένος στην Φιλική Εταιρεία ήδη από το 1818, όταν ήταν πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Όταν μέσω του αγγελιοφόρου και υπαρχηγού στο αρματολίκι Βασίλη Μπούσγου μαθεύτηκε η γενική εξέγερση στην Πελοπόννησο, ο Διάκος αποφάσισε να υψώσει την σημαία της Επανάστασης κάμπτοντας τους όποιους δισταγμούς και των προκρίτων της περιοχής (Λογοθέτης, Λάμπρος Νάκος, Φίλων).
Σύντομα έφτασαν στην περιοχή και τα νέα για την εξέγερση των Ελλήνων και την πολιορκία των Τούρκων στα Σάλωνα εκφοβίζοντας τους ντόπιους Τούρκους ότι κάτι τέτοιο έμελλε να συμβεί και στην επαρχία τους.
Με ένα τέχνασμα ο Διάκος έπεισε τον Τούρκο βοεβόδα δήθεν ότι θα πολεμούσε τους εξεγερμένους και έτσι κατάφερε με τουρκική επίσημη γραπτή έγκριση να στρατολογήσει και να εξοπλίσει 5.000 χωρικούς.
Στις 27 Μαρτίου ξεκίνησαν οι σποραδικές εχθροπραξίες και οι μεμονωμένες δολοφονίες Τούρκων, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς κατέφυγαν στο κάστρο της Λιβαδειάς.
Η απελευθέρωση της Λιβαδειάς ( 1η Απριλίου 1821) Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου οι επαναστάτες υπό τον Διάκο κατέλαβαν τον λόφο του Προφήτη Ηλία έναντι της πόλης της Λιβαδειάς και από εκεί έστειλε ομάδες οπλοφόρων και απέκλεισε τους δρόμους που οδηγούσαν στην πόλη.
Απεικόνιση της σημαίας του Διάκου
Στις 30 και 31 Μαρτίου οι επαναστάτες υπό την σημαία του Διάκου (ο Άγιος Γεώργιος με την επιγραφή "Ελευθερία η Θάνατος") προήλασαν με τόλμη και κατέλαβαν την κυρίως πόλη συντρίβοντας την μικρή τουρκική αντίσταση που συνάντησαν. Οι κάτοικοι της πόλης ήταν περίπου 10.000 και έχοντας ξεχωριστή σημαία από κάθε συνοικία (Παναγιά, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Δημήτριος) της πόλης, ενώθηκαν με τους επαναστάτες. Οι Τούρκοι περιορίστηκαν στο κάστρο της πόλης που λεγόταν "Ώρα" η "ρολόι".
Μετά από συνεννοήσεις με τον Διάκο οι Αρβανίτες παρέδωσαν την εξωτερική πύλη του κάστρου που υπερασπίζονταν και αποχώρησαν αβλαβείς διατηρώντας τα όπλα τους. Μετά από αυτή την εξέλιξη οι Τούρκοι περιήλθαν σε δεινή θέση και παραδόθηκαν την 1η Απριλίου.
Οι Έλληνες φέρθηκαν με μεγαλοψυχία στους Τούρκους τους οποίους απλώς αφόπλισαν και τους επέτρεψαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι στην πόλη, ενώ ο χρυσός και τα πολύτιμα αντικείμενα τους έμειναν στην κατοχή τους. Μάλιστα οι επισημότεροι των Τούρκων για την ασφάλεια τους, φιλοξενήθηκαν σε σπίτια Ελλήνων.
Ιωάννης Δυοβουνιώτης
Εκείνη την Ιστορική ημέρα σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Λιβαδειάς, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου.
Ο Διάκος εκείνη την κρίσιμη στιγμή για την επανάσταση έδειξε πατριωτισμό παραμερίζοντας κάθε υλικό προσωπικό συμφέρον. Μάζεψε όλα τα όπλα που παραδόθηκαν από τους Τούρκους όπως και όλα τα λάφυρα και τα παρέδωσε στους προεστούς ώστε να χρησιμοποιηθούν για αγορά τροφών και εφοδίων για τον νεοσύστατο επαναστατικό στρατό.
Στην συνέχεια ο Διάκος συνεργαζόμενος με τον Δυοβουνιώτη απελευθέρωσαν εύκολα το Ταλάντι και την Θήβα ενώ είχαν πρόθεση να καταλάβουν την Λαμία (Ζητούνι), που ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, καθώς και την Υπάτη. Όλοι οι επαναστάτες μαζεύτηκαν στους Κομποτάδες ζητώντας την σύμπραξη του ισχυρού αρματολού Μήτσου Κοντογιάννη της περιοχής Πατρατσικίου για να επιτεθούν στο Ζητούνι (Λαμία). Ο Κοντογιάννης όμως δίσταζε να αποστατήσει και δεν απαντούσε στις δραματικές εκκλήσεις για βοήθεια. Μετά από οκτώ κρίσημες μέρες παρασυρόμενος από τους συγγενείς του, ο Κοντογιάννης ενώθηκε με τους επαναστάτες και όλοι μαζί επιτέθηκαν στην επαρχία Πατρατσικίου. Οι Έλληνες όμως δεν πρόλαβαν να καταλάβουν την πόλη καθώς την νύχτα είδαν να έρχονται από το Λιανοκλάδι χιλιάδες Τούρκοι κρατώντας αναμμένες δάδες και έτσι υποχώρησαν για να μην παγιδευτούν μέσα στην πόλη.
Η μάχη της Αλαμάνας (Θερμοπυλών) (23 Απριλίου 1821)
Ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε στα Ιωάννινα τον Αλή πασά, έστειλε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη με 8.000 πεζικό και 900 ιππείς να καταπνίξουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και έπειτα να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο, για να ματαιώσουν τα σχέδια του Κολοκοτρώνη για την Τριπολιτσά.
Ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν μεγάλος. Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές οπλαρχηγούς Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στα στενά των Θερμοπυλών όπου οι Τούρκοι δεν θα είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν το ιππικό τους και την αριθμητική τους υπεροχή.
Μετά από σύσκεψη στο χωριό Κομποτάδες, στις 20 Απριλίου 1821, η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν την γέφυρα του Γοργοποτάμου με 600 άνδρες, ο Πανουργιάς το Μουσταφάμπεη με 500 άνδρες, και ο Διάκος την γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες.
Πανουργιάς Πανουργιάς Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους, επιτιθέμενοι αιφνιδιαστικά το πρωί της 23ης Απριλίου, χωρίς να επιτρέψουν στους Έλληνες να οργανωθούν.
Η κύρια τούρκικη δύναμη υπό τον ικανότατο στρατηγό Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκε στον Διάκο. Ένα άλλο τμήμα Τούρκων υπό τον Χασάν Τομαρίτσα επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση λόγω της αριθμητικής υπεροχής του αντιπάλου, ενώ έτερη δύναμη επιτέθηκε με σφοδρότητα στις θέσεις του Πανουργιά, οι άντρες του οποίου έδωσαν σκληρή μάχη αλλά υποχώρησαν όταν τραυματίστηκε σοβαρά ο αρχηγός τους που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή.
Στην μάχη αυτή βρήκε ηρωικό θάνατο ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαίας, καθώς και ο αδερφός του. Μετά τις δύο αυτές πολύ σημαντικές νίκες που απογύμνωσαν τα άκρα της Ελληνικής αμυντικής διάταξης, ο Ομέρ Βρυώνης συγκέντρωσε όλη την επιθετική του ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας.
Ο Διάκος είχε τάξει 200 άνδρες υπό τους οπλαρχηγούς Μπακογιάννη και Καλύβα πάνω στη γέφυρα της Αλαμάνας, ενώ ο ίδιος με 300 άνδρες κατείχε την θέση Ποριά από όπου με αντεπιθέσεις ανακούφιζε τους συμπολεμιστές του στη γέφυρα. Όταν όμως οι δυνάμεις του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη κατέρρευσαν οι Τούρκοι ξεκίνησαν να σφίγγουν τον κλοιό γύρω από τους αμυνόμενους. Ενώ η κατάσταση γινόταν κρισιμότερη σύμφωνα με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη, πρότειναν στον Διάκο να διαφύγει, ενώ ο ψυχογιός του, του έφερε το άλογο του προτρέποντας τον να σωθεί όσο ήταν καιρός.
Αυτός όμως απάντησε "ο Διάκος δεν φεύγει" και δεν εγκατέλειψε την θέση του.
Η άνιση μάχη συνεχίζεται κι απ’ τους πρώτους νεκρούς που πέφτουν μπροστά του, είναι ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μασαβέτας, τον οποίο ο Διάκος χρησιμοποιεί πλέον σαν ασπίδα στις επιθέσεις που δέχεται. Με μόνο 10 αγωνιστές που του έχουν απομείνει, μεταβαίνει στην εκ φύσεως οχυρή θέση Μανδροστάματα της μονής Δαμάστας, όπου οχυρώνεται και πολεμά εκεί για μια ώρα περίπου.
Τα πυρομαχικά όμως είναι περιορισμένα, ο ένας μετά τον άλλο οι περισσότεροι σύντροφοί του σκοτώνονται και ο ίδιος ο Διάκος συλλαμβάνεται ζωντανός. και οδηγείται ενώπιον του Ομέρ Βρυώνη. Ο τελικός απολογισμός της μάχης της ημέρας εκείνης, ήταν περίπου 300 Έλληνες κι ελάχιστοι Τούρκοι νεκροί, ενώ αρκετοί ήταν και οι τραυματίες. Το τραγικό τέλος του Αθανασίου Διάκου (24 Απριλίου 1821) Ο Ομέρ Βρυώνης σεβάσθηκε αρχικά τον ήρωα και δεν άφησε να τον σκοτώσουν επί τόπου. Την νύχτα της 23ης Απριλίου 1821, αφού έφτασαν στη Λαμία, τον ανέκριναν, παρόντος και του Χαλήλ Μπέη, σημαίνοντα Τούρκου της Λαμίας και του πρότειναν να ασπαστεί τον Μωαμεθανισμό με την υπόσχεση ότι θα τον έχρηζαν αξιωματικό του Οθωμανικού στρατού.
Ο Διάκος όμως αρνήθηκε επίμονα όλες τις δελεαστικές προτάσεις που του έγιναν για να γλυτώσει την ζωή του, αρνούμενος κατηγορηματικά να απαρνηθεί τον χριστιανισμό και απαντώντας με περιφρόνηση στις απειλές των Τούρκων.
Την επόμενη μέρα, την 24η Απριλίου, ημέρα Κυριακή και κατόπιν επίμονης απαιτήσεως του Χαλήλ μπέη, εκδόθηκε απόφαση για θανατική ποινή με ανασκολοπισμό (σούβλισμα), καθώς όπως υποστήριζε, ο Διάκος είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους και θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Ο Διάκος εξαναγκάστηκε να κουβαλήσει με τα ίδια του τα χέρια το σύνεργο της φρικτής τιμωρίας του και μαρτύρησε με καρτερία για αρκετές ώρες πριν εκπνεύσει.
Μετά τον μαρτυρικό του θάνατο (για την περιγραφή του οποίου υπάρχει μια ποικιλία από ανατριχιαστικές εκδοχές), οι Τούρκοι έρριψαν το λείψανο του νεκρού σε ένα χαντάκι της περιοχής.
Οι χριστιανοί της περιοχής κρυφά την νύχτα βρήκαν το νεκρό σώμα του Διάκου και το έθαψαν σε μυστικό σημείο στην πόλη. Τον τάφο του Διάκου βρήκε τυχαία ο αντισυνταγματάρχης Ρούβαλης το 1881.
Το 1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνο για τον Αθανάσιο Διάκο και τοποθετήθηκε η προτομή του που σώζεται ως σήμερα. Επίσης στην οδό Καλύβα Μπακογιάννη (πλησίον της πλατείας Λαού) στην πόλη της Λαμίας, υπάρχει σήμερα ένα κενοτάφιο για να μας θυμίζει αυτόν τον μεγάλο και πραγματικό ήρωα.
Ένα εκ των χωριών που τον διεκδικεί ως τόπος γεννήσεώς του, το χωριό Άνω Μουσουνίτσα, μετονομάστηκε αργότερα Αθανάσιος Διάκος προς τιμήν του, ενώ υπάρχει άγαλμα του Αθανασίου Διάκου στην Εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας κοντά στο ύψος των Θερμοπυλών δίπλα στο άγαλμα του προγόνου του Λεωνίδα.
Πηγές
Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, εκδόσεις Σταμούλη
Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως, εκδόσεις "Γιοβάνης"
Δημήτριος Μπόμπης, Αθανάσιος Διάκος ο πρώτος μάρτυρας του Αγώνα, περιοδικό "Στρατιωτική Ιστορία" Αθανάσιος Διάκος (1788-1821) – Ο μάρτυρας της Επανάστασης
Αυτά τα χαρακτηριστικά πλέον εξώφυλλα, τα διαχρονικά πραγματικά, φέρνουν στο νου στους μεγαλύτερους σκηνές από τις στολισμένες αίθουσες των Δημοτικών μας σχολείων κάποτε… Έχουν πολλές αναμνήσεις μαζί τους, όπως και διδαχές που σαν απόηχοι έρχονται στα αυτιά μας, όταν μια μελωδία από την μπάντα αρχίζει να απλώνεται πάνω από τους παρελαύνοντες… Όλα αυτά μπορεί να τα βρει κανείς και στις σελίδες εκείνων των τευχών, με τα πανέμορφα εξώφυλλα και τα σκίτσα των Ελλήνων δημιουργών. Κείμενα από τον αξέχαστο Βασίλη Ρώτα(και τον Ξένο), σκίτσα από τους Γραμματόπουλο και Καστανάκη. Κολοκοτρώνης, Ανδρούτσος, Κανάρης, Μιαούλης, Φεραίος, Μπουμπουλίνα, Παπαφλέσσας, Καραϊσκάκης… Ονόματα που άφησαν το δικό όνομα στις ματαιωμένες κορφές των βουνών και στις παλικαρίσιες μάχες. Κι αν όλα αυτά σας φαντάζουν τόσο μακριά πια, σκεφτείτε πόσο επίκαιρες είναι κουβέντες από τα στόματα τους, όπως αυτή του μέγα πατριώτη Κολοκοτρώνη όταν είδε το πρόσωπο της προδοσίας κατάματα… «…εγώ φεύγω – εσείς να είστε μονιασμένοι…» καλοί οι αδριάντες και οι προτομές, αλλά ακόμη καλύτερο είναι να γνωρίζουμε και ποιοί ήταν αυτοί που εικονίζονται στα άψυχα μάραμαρα… Αυτό που θα συμπληρώσει σαν εικόνα τούτες τις γραμμές, δεν είναι άλλα από μερικά εξώφυλλα της έκδοσης αυτής των Κλασσικών Εικονογραφημένων, που ευτυχώς εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να διανέμουν τα πρακτορεία τύπου Πανελλαδικά, δίνοντας και στους νεότερους την ευκαιρία να διαβάσουν αυτά τα άξια θαυμασμού έργα των εκδόσεων Ατλαντίς.
"Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες.".
Tότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας από τις πληγές, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια τις μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν δύο επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη».
Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω: «Αδελφοί, με αδικείτε. Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Μα και να τό 'χα, δεν τό 'δινα κανενός. Κι’ αν πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο».
Έφυγαν αυτοί. Κι’ έκατσα σε μίαν πέτραν μόνος και έκλαιγα. Μισός άνθρωπος καταστάθηκα από το ντουφέκι του Τούρκου, τσακίστηκα εις τις περιστάσεις του αγώνα και κυνηγιέμαι και σήμερον. Κυνηγιώνται και άλλοι αγωνιστές πολύ καλύτεροί μου, διότι εγώ είμαι ο τελευταίος και ο χειρότερος. Και οι πιο καλύτεροι όλων αφανίστηκαν.
Αυτοί που θυσίασαν αρετή και πατριωτισμόν, για να ειπωθεί ελεύτερη η Ελλάδα κι’ εχάθηκαν φαμελιές ολωσδιόλου, είπαν να ζητήσουν ένα αποδειχτικόν που να λέγει ότι έτρεξαν κι’ αυτοί εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος και Τούρκο δεν άφηκαν αντουφέκιγο.
Πήγε να’ νεργήσει η Κυβέρνηση και βγήκαν κάτι τσασίτες και σπιγούνοι, που δουλεύουν μίσος και ιδιοτέλεια, και είπαν «όχι». Και είπαν και βρισιές παλιές δια τους αγωνιστές. Για να μην πάρουν το αποδειχτικόν, ένα χαρτί που δεν κάνει τίποτες γρόσια.
Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι’ αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα.
Θεέ, συχώρεσε τους παντίδους, που θέλουν να μας πάρουν τον αγέρα που αναπνέομεν και την τιμήν που με ντουφέκι και γιαταγάνι πήραμε. Εμείς το χρέος, το κατά δύναμιν, επράξαμεν. Και αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν. Και την Πατρίδα δεν την θέλουν Μητέρα κοινή. Αμορόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν. Γι’ αυτό περνούν και ρεθίζουν τον κόσμον με τέχνες και καμώματα.
Και καζαντίσαν αυτοί πουγγιά και αγαθά και αφήκαν τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά εις την άκρην. Αυτοί είναι οι ανθρώπινοι λύκοι, που φέραν δυστυχήματα και κίντυνον εις τον τόπον. Ας όψονται.
Τότε που η Τουρκιά εκατέβαινε από τα ντερβένια και ολίγοι έτρεχαν με ολίγα ντουφέκια, με τριχιές δεμένα, να πολεμήσουν, θέλοντας λευτεριάν ή θάνατον, οι φρόνιμοι ασφάλιζαν τις φαμελιές τους εις τα νησιά κι’ αυτοί τρέχαν εις ρεματιές και βουνά, μη βλέποντας ποτέ Τούρκου πρόσωπον. Κι’ όταν ακούγαν τα ντισμπάρκα των Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν δικήν τους την Πατρίδα και κυνηγούν τους αγωνιστές.
Εγίναμε θηρία που θέλουν κριγιάτα (κρέατα) ανθρωπινά να χορτάσουν. Και χωρίζουν τον κόσμον σε πατριώτες και αντιπατριώτες. Αυτοί γίναν οι σημαντικοί της Πατρίδος και οι άλλοι να χαθούν. Δεν ξηγιώνται γλυκότερα να φυλάξωμεν Πατρίδα και να δούμεν λευτερίαν πραγματικήν. Ρωμαίγικον δεν φτιάχνεται χωρίς ούλλοι να θυσιάσουν αρετήν και πατριωτισμόν. Και χωρίς να πάψει η μέσα, η δική μας τυραγνία.Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον. Και εκάθησα και έκλαιγα δια τα νέα παθήματα. Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον. Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα:
«Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν. Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας».
Ένας δικός μου αγωνιστής μου έφερε και μου διάβασεν ένα παλαιόν χαρτί, που έγραψεν ο κοντομερίτης μου Άγιος παπάς, ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Τον εκρέμασαν εις ένα δέντρον Τούρκοι και Εβραίοι, διότι έτρεχεν ο ευλογημένος παντού και εδίδασκεν Ελλάδα, Ορθοδοξία και Γράμματα. Έγραφεν ο μακάριος εκείνος ότι:
«Ένας άνθρωπος να με υβρίσει, να φονεύσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου και ύστερα το μάτι να μου βγάλει, έχω χρέος σαν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το να υβρίσει τον Χριστόν μου και την Παναγία μου, δεν θέλω να τον βλέπω».
Αυτά που θα διαβάσετε δεν έχουν ημερομηνία λήξης και δεν είναι λόγια "εθνικιστικής" προπαγάνδας ή μίσους, αλλά λόγια γραμμένα με αίμα απο την καρδιά ενός τίμιου ανθρώπου, που αγωνίστηκε και δεν έβαλε στη ζυγαριά ούτε του κοσμικού αλλά και ούτε του "θεολογικού" ορθολογισμού τα μαλάματα της πίστης και της παράδοσής του.
Φόρος τιμής καί διαβεβαίωση στον Στρατηγό Μακρυγιάννη ότι δεν χάσαμε ακόμα τον δρόμο μας και ότι τόσο εκείνος όσο και τα εκατομμύρια των αγωνιστών , των Μαρτύρων και Ομολογητών του χθές και του σήμερα εξακολουθούν να είναι για μας οι μόνοι ασφαλείς οδοδείκτες.
Στρατηγού Μακρυγιάννη απομνημονεύματα
Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι’ αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα.
Θεέ, συχώρεσε τους παντίδους, που θέλουν να μας πάρουν τον αγέρα που αναπνέομεν και την τιμήν που με ντουφέκι και γιαταγάνι πήραμε. Εμείς το χρέος, το κατά δύναμιν, επράξαμεν. Και αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν. Και την Πατρίδα δεν την θέλουν Μητέρα κοινή. Αμορόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν. Γι’ αυτό περνούν και ρεθίζουν τον κόσμον με τέχνες και καμώματα. ...
... Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία , διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον.
Και εκάθησα και έκλαιγα δια τα νέα παθήματα.
Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον. Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα: «Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν. Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας».
13 Μαρτίου του 1957 Κύπρος, Λευκωσία. Ο 19χρονος μαθητής του Ελληνικού Γυμνασίου Πάφου, Ευαγόρας Παλληκαρίδης οδηγείται από τους Άγγλους δήμιους, στην αγχόνη. Παρά τις απεγνωσμένες εκκλήσεις για απονομή χάριτος, η αγγλοβασίλισσα Ελισάβετ και το δολοφονικό όργανό της στην Κύπρο, ο Κυβερνήτης Χάρτινγκ, αρνούνται πεισμόνως. Ο εθνομάρτυρας ανεβαίνει γαλήνιος τα σκαλοπάτια της θυσίας και της δόξας. Το εικονοστάσι του Γένους, το Συναξάρι της πατρίδας λαμπρύνεται μ’ έναν ακόμη ήρωα. Στις 5-12-1955ο Ευαγόρας άφηνε τα μαθητικά θρανία και ανέβαινε «κλέφτης στα βουνά» προσχωρούσε στην θρυλική Ε.Ο.Κ.Α. Γράφει ο πατέρας του Μιλτιάδης Παλληκαρίδης: «Φεύγοντας από το σπίτι ο Ευαγόρας, κατά τις 4 μ.μ. επέρασεν από το Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου, και αφήνει επί της έδρας το εγερτήριο σάλπισμά του. Και γράφει προς τους συμμαθητές του, και γράφει προς τους φίλους, γράφει σε κάθε τίμιο μαθητή, γράφει σε κάθε Κύπριο:
«Παλιοί συμμαθηταί:
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας∙ κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγον ελεύθερο αέρα∙ κάποιος που μπορεί να μην το ξαναδείτε, παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό μονάχα».
Και στη συνέχεια γράφει στον μαυροπίνακα ο ήρωας – ποιητής τον «Θούριο» του: «Θα πάρω μιαν ανηφοριά/ θα πάρω μονοπάτια…».
Το ποίημα αποτελούμενο από 8 στροφές τελειώνει με την εξής προφητική για την ζωή του:
«- Κόρη πανώρια θα της πω άνοιξε τα φτερά σου και πάρε με κοντά σου μονάχα αυτό ζητώ». (Από το βιβλίο: «Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο έφηβος ποιητής και ηρωομάρτυρας», Π. Στυλιανού, Λευκωσία 1986).
Σήμερα το μνήμα του, κενό γιατί οι Άγγλοι έκαιγαν με ασβέστη τα λείψανα των αγωνιστών, βρίσκεται στα «Φυλακισμένα Μνήματα» της Λευκωσίας, μαζί με τους άλλους αντρειωμένους που ο θάνατός τους θάνατος δε λογιέται.
Οι Άγγλοι κατακτητές εξαφάνιζαν τα ιερά κόκαλα των αγωνιστών του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., διότι αγνοούν ως γνήσια δυτικά περικαθάρματα, ότι η μνήμη δεν αλυσοδένεται. Η μνήμη είναι το πιο ισχυρό αμυντήριο ενός έθνους. Κι αν σήμερα κάποιοι τσαρλατάνοι της ιστοριογραφίας παλεύουν να την εξαλείψουν ματαιοπονούν.
Έγραφε ο Σεφέρης τον Οκτώβρη του 1954 στην αδελφή του Ιωάννα από την Κύπρο για τους Κύπριους:
«Ένας πιστός λαός, πεισματάρικα και ήπια σταθερός. Για σκέψου πόσοι και πόσοι πέρασαν από πάνω τους. Σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι – 900 χρόνια. Είναι αφάνταστο πόσοι πιστοί στον εαυτό τους έμειναν και πόσο ασήμαντα ξέβαψαν οι διάφοροι αφεντάδες πάνω τους. Και τώρα γράφουν στους τοίχους των χωριών τους: «Θέλωμεν την Ελλάδα μας κι ας τρώγωμεν πέτρες…». (Ν. Ορφανίδη, «Η πολιτική διάσταση της ποίησης του Γ. Σεφέρη», εκδ. «ΑΣΤΗΡ», σελ. 171).
Πώς άλλαξαν τα πράγματα;Σήμερα «τρώγωμεν» την Ελλάδα, χωρίς το «μας» και τις πέτρες τις «θέλομεν» για να τις εκσφενδονίζουν, οι μπουχτισμένοι από καλοπέραση και τεμπελιά γόνοι των βορείων προαστίων, κατά των εχθρών του λαού: των καταστηματαρχών που οδεύουν σε λουκέτο. Παρένθεση: Οι δολοφονίες των δυο αστυνομικών, όπως και πριν από ενάμιση περίπου χρόνο των τριών υπαλλήλων τράπεζας, οι οποίες καταπώς φαίνεται θα μείνουν ατιμώρητες, προμηνύουν το κακό που έρχεται. Ελπίζουμε να προφτάσει ο λαός και όχι οι ψυχανώμαλοι κουκουλοφόροι ή οι χιλιάδες λαθροβιούντες μουσουλμάνοι κατακτητές που μας μισούν.
Επανέρχομαι:να αναπνεύσουμε λίγο από τον αέρα που φτέρωνε τον Ευαγόρα, τον Αυξεντίου, τον Μάτση.«Θέλει μελτέμι γερό, γεννημένο στην Τήνο, που να ‘ρθει με την ευχή της Παναγίας και να καθαρίσει τον τόπο απ’ όλων των λογιών της Τουρκιάς και της γηραιάς Ευρώπης τ’ απομεινάρια». (Ελύτης)
Στο άκουσμα του θανάτου του Ευαγόρα Παλληκαρίδη ο Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης έγραψε ένα εξαίσιο ποίημα, το οποίο ο ραδιοσταθμός της Λευκωσίας το μετέδωσε τότε ως δημοτικό κυπριακό τραγούδι. Το παραθέτω: «Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας. Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας. Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος, οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν, η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι. Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα. Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα. Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο, ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης, και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει. Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας. Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η Τρίτη που διαβάζει, μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα. - Παρόντες όλοι; - Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει. - Παρόντες, λέει ο δάσκαλος∙ και με φωνή που τρέμει: - Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία. Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι, αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη. - Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος, στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης, συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι, και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία. Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ σα κλαμένα νιάτα, που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία, έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο».
Αυτό το αριστούργημα περιεχόταν στο παλιό - προ του 2006 - βιβλίο Γλώσσας της Στ΄ Δημοτικού, στο γ΄ τεύχος.
Δεν άρεσε στα κνώδαλα του πολυπολιτισμού. Τους φάνηκε προφανώς «εθνικιστικό». Για ηρωισμούς θα μιλάμε τώρα στους μαθητές. Ο ηρωισμός είναι μια «παρωχημένη στάσις ζωής». Αίματα και κόκαλα, θα δημιουργήσουν ψυχολογικά προβλήματα στα παιδιά, δεν θα κοιμούνται, θα βλέπουν εφιάλτες.
Ενώ «οι συνταγές μαγειρικής», «οι οδηγίες χρήσης καφετιέρας», «η Σόνια, η γάτα που έγινε ήρωας» ανταποκρίνονται πλήρως στην υψηλή αποστολή της διά βίου….βλακείας.
Να βγαίνει ο Παλληκαρίδης από τα βιβλία και να μπαίνει στη θέση του συνταγή για μακαρόνια με κιμά.
Αχ, δυστυχισμένη πατρίδα «εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια». Και πώς να μη θυμηθείς και πάλι τα λόγια του Σεφέρη που εξεικονίζουν αριστοτεχνικά αυτό που βιώνουμε σήμερα. «Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονότερο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά, δεν είναι ο τόπος μας, αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα με μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό». Στις κρίσιμες ώρες που περνάμε, όσοι Έλληνες, πρέπει να βροντοφωνάξουμε: «Σήκω Ευαγόρα, σήκω Γρηγόρη, σήκω Παύλε, σήκω Μάρκο, σήκω Διάκο, να μας πείτε ελληνική ιστορία….
Ανάμεσα στις ηγετικές μορφές που ανέδειξε ο εθνικός αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία του 1821 ξεχωρίζει αυτή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το όνομα του αγνού αυτού πολεμιστή πέρασε στο πάνθεον των αθανάτων της Ιστορίας μας όχι μόνο εξαιτίας της ηρωικής του συνεισφοράς στον ένοπλο ξεσηκωμό εναντίον των Τούρκων, αλλά και για την γενικότερη παρουσία του στα μετεπαναστατικά χρόνια, όταν το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος επιχειρούσε τα πρώτα του άρρυθμα βήματα.
ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ “ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΩΝ “
Όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, είδε το φως της ζωής «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής… εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο από κάτω, εις την παλαιά Μεσσηνία, ονομαζόμενο Ραμαβούνι». Η περιοχή βρίσκεται στο ακατοίκητο σήμερα χωριό Λιμποβίσι του Δήμου Φαλάνθου, σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από την Τρίπολη. Κατά την τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας το Λιμποβίσι διοικητικά ανήκε στο Βιλαέτι της Καρύταινας, αλλά με την λήξη της επανάστασης του 1821 οι κάτοικοί του μεταφέρθηκαν στην Κατσίμπαλη. Στο επίσης εγκαταλελειμμένο σήμερα χωριό Αρκουδόρεμα οι Κολοκοτρωναίοι διατηρούσαν προεπαναστατικά τα λημέρια τους.
Στο Λιμποβίσι λοιπόν είχε καταφύγει τον 16ο αιώνα ο Τριανταφυλλάκος Τζεργίνης (κατ’ άλλους Τσεργίνης), όταν οι Τούρκοι έκαψαν το χωριό του, το Ρουπάκι Αρκαδίας. Αυτός θεωρείται και ο γενάρχης των Κολοκοτρωναίων. Ο γιος του, Δημητράκης, απέκτησε 3 γιους: τον Χρόνη, τον Λάμπρο και τον Δήμο. Μετά από πόλεμο 12 ετών με τους Τούρκους της Ρούμελης, οι γιοι του επέστρεψαν στην Πελοπόννησο. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Χρόνης ήταν ο προπάππους του. Κάποια στιγμή ο Δήμος άλλαξε το όνομά του σε Μπότσικας, που στα αρβανίτικα σημαίνει μαυριδερός (ο ίδιος ήταν πράγματι μικρόσωμος και μελαψός). Όταν ένας ντόπιος Αρβανίτης είδε το παιδί που απέκτησε ο Δήμος, τον Γιάννη, το αποκάλεσε “μπιθεκούρα”, δηλαδή με πισινό σαν πέτρα. Έτσι έμεινε το επίθετο Κολοκοτρώνης.
Η περικεφαλαία και το σελαχλίκι του Κολοκοτρώνη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
Ο Γιάννης απέκτησε 5 γιους: τον Αναγνώστη, τον Κωνσταντή, τον Βασίλη, τον Αποστόλη και τον Γιώργη. Όλοι τους ακολούθησαν το παράδειγμα των προγόνων και καταπιάστηκαν με τον αγώνα εναντίον των κατακτητών, αλλά περισσότερο από όλους διακρίθηκε ο Κωνσταντής, μετέπειτα πατέρας του Θεόδωρου, που αναδείχθηκε ηγέτης των Αρματολών της Κορινθίας. Η δράση του υπήρξε τόσο φοβερή, ώστε οι Τουρκαλβανοί ορκίζονταν με την φράση “να μην σώσω από του Κολοκοτρώνη το σπαθί!”
Το καλοκαίρι του 1769, κι ενώ μαινόταν ο Ρωσο-τουρκικός πόλεμος του 1768 – 1774, η Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας διέταξε 14 πλοία με 600 στρατιώτες να αναχωρήσουν από το λιμάνι της Κρονστάνδης για την Πελοπόννησο, με σκοπό να αναπτύξουν πολεμική δράση σε βάρος των Τούρκων, υποκινώντας ταυτόχρονα επανάσταση. Αυτή ήταν η πρώτη ναυτική μοίρα των Ρώσων που στάλθηκε στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, η οποία ενεργοποίησε άμεσα την ανταπόκριση των τοπικών προκρίτων και του κλήρου. Ο Κωνσταντής ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν στην Μάνη για να παραθέσουν τα όπλα τους στον κοινό αγώνα για την ανεξαρτησία. Όταν στις αρχές του 1770 αφίχθη στο Οίτυλο της Μάνης η δεύτερη ρωσική ναυτική μοίρα με επικεφαλής τον Θεόδωρο Ορλόφ και τον ναύαρχο Σπυριδόφ, ο Κωνσταντής ήδη βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Τούρκους της Μάνης. Η σύζυγός του, Ζαμπία ή Ζαμπέτα (το γένος Κωτσάκη), κρυβόταν στο βουνό για λόγους ασφαλείας. Ουσιαστικά αυτός ήταν ο λόγος που ο γιος του, Θεόδωρος, γεννήθηκε κατ’ αυτόν τον άβολο και οδυνηρό τρόπο (μολονότι το να γεννούν οι γυναίκες στις ερημιές εκείνη την εποχή δεν ήταν και τόσο ασύνηθες).
Ο ερχομός των “Μοσχόβων”, του “ξανθού γένους”, όπως αποκαλούσαν τους Ρώσους, είχε αναθαρρέψει τι ελπίδες του υπόδουλου γένους και οι κληρικοί έτρεχαν να τους προϋπαντήσουν με εικονίσματα και σταυρούς στα χέρια, διακηρύσσοντας πως είχε φτάσει η ώρα που ο Θεός θα ελευθέρωνε το χριστιανικό βασίλειο των Ελλήνων και θα αναβίωνε το θρυλικό Βυζάντιο! Η αποτυχία εκείνης της πρόωρης επανάστασης έμελλε να σημαδέψει βαθιά την ζωή του Θεόδωρου. Ο πατέρας του συνέχισε τον πόλεμο για 10 ολόκληρα χρόνια, ώσπου το 1780 φονεύθηκε σε συμπλοκή με δυνάμεις του πασά Χασάν Τζεζαερλή, κατά την πολιορκία των πύργων της Καστάνιτσας. Μαζί του σκοτώθηκαν και δυο από τους αδελφούς του, όπως επίσης ο Κλέφτης Παναγιώταρος με πολλούς ακόμη πατριώτες. Ο Αναγνώστης επέζησε και φρόντισε για την ασφάλεια της χήρας του αδερφού του και των δύο ορφανών (τα άλλα τέσσερα παιδιά πέθαναν), φυγαδεύοντάς τους στο χωριό Μηλιά της Μάνης, όπου έμειναν τρία χρόνια. Κατόπιν πήγαν στην Αλωνίσταινα της Μαντινείας, στα Σαμπάζικα, από όπου κρατούσε η καταγωγή της μητέρας του Θεόδωρου.
ΠΡΩΤΟΠΑΛΙΚΑΡΟ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ – ΖΑΧΑΡΙΑ
Τα χρόνια που ήρθαν ήταν γεμάτα φόβο και υποψίες. Η οικογένεια έπρεπε να φυλάγεται, κρυβόταν συνέχεια, “στεκόταν στο πόδι, πλάγιαζε με το μάτι ανοιχτό και τ’ αφτί στο πορτί.” Οι Τούρκοι ποτέ δεν λησμόνησαν το όνομα Κολοκοτρώνης. Σε ηλικία 15 ετών ο Θεόδωρος έγινε Αρματολός, μα σύντομα βγήκε Κλέφτης στο βουνό.
Το 1790, σε ηλικία 20 ετών, νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Καρούζου, κόρη προεστού του Λεονταρίου. Από τον γάμο τους γεννήθηκαν 3 αγόρια (ο Πάνος, που σκοτώθηκε το 1825, ο Γιάννης ο Γενναίος και ο Κωνσταντίνος) και 3 κορίτσια, τα οποία φρόντισε να παντρέψει νωρίς, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής. Είχε ήδη αποκτήσει την δική του κλέφτικη ομάδα, που γρήγορα έγινε τρόμος των Τούρκων και “κακό σπυρί” των Κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου. Χτυπούσε κι αμέσως κρυβόταν στα “απάτητα”, προκαλώντας το τρελό μίσος των εχθρών του. Δυο χρόνια έμεινε Κλέφτης, κατά την διάρκεια των οποίων διακρίθηκε για την ανδρεία του και ονομάστηκε πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Τις πρώτες σημαντικές μάχες τις έδωσε στο πλευρό του Ανδρούτσου (πατέρα του Οδυσσέα), τον οποίο μάλιστα βοήθησε να διαφύγει στην Στερεά Ελλάδα, όταν σε κάποια φάση το 1792 κινδύνεψε η ζωή του. Κατόπιν, χρίστηκε “τέσσερις πέντε χρόνους Αρματολός”, έχοντας στην επίβλεψή του το Λεοντάρι και την Καρύταινα.
Από τον πρώτο κιόλας καιρό ο Θεόδωρος ξεχώρισε για την ευφυΐα του στην στρατηγική και την ωριμότητα κατά την λήψη των αποφάσεων. Έχαιρε όχι μόνο της αποδοχής των ανδρών του, αλλά και της εκτίμησης των παλαιότερων οπλαρχηγών και των κατοίκων των χωριών που τύγχανε να τον γνωρίζουν. Στο άκουσμά του ακόμη και οι πιο υποτακτικοί ξεσπάθωναν. Οι Τούρκοι, που στο μεταξύ είχαν βάλει σκοπό να αφανίσουν τους αντάρτες των βουνών, ορκίστηκαν να “χαλάσουν” τους Κολοκοτρωναίους. Προς τούτο προσέγγισαν τους Κοτζαμπάσηδες (που έβλεπαν με φθόνο την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος, γιατί μια τυχόν επιτυχία του θα διακινδύνευε τα προνόμιά τους) και κατάφεραν να εξαγοράσουν αρκετούς.
Πίνακας του Διονυσίου Τσόκου, όπου αναπαρίσταται όρκος αγωνιστή στα ιδανικά της Φιλικής Εταιρίας (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
Το 1802 ο Βοεβόδας (διοικητής) της Πάτρας έστειλε φιρμάνι στους προεστούς και τους Κοτζαμπάσηδες να δολοφονήσουν τον Κολοκοτρώνη και τον αγωνιστή πατριώτη Νικόλαο Πετιμεζά. Τον τελευταίο ήδη τον είχε “στριμώξει” ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, γιός του προεστού των Καλαβρύτων, ενώ ο ισχυρός πρόκριτος της Γορτυνίας, Ιωάννης Δεληγιάννης, όρκισε δυο προεστούς να δολοφονήσουν τον πρώτο. Μετά από καταγγελία του Δεληγιάννη, τον Σεπτέμβριο του 1803, ότι ο Κολοκοτρώνης είναι Αρματολός, οι Τούρκοι αρμάτωσαν 400 άνδρες τους και τον Μάρτιο του 1804 προσπάθησαν να αποκλείσουν τους Κολοκοτρωναίους σε κάποιο χωριό. Μετά από μάχη δύο ημερών αυτοί κατάφεραν να διαφύγουν κάνοντας έξοδο. Τόπο δεν είχαν να σταθούν. Έτσι κατέφυγαν στην Τσακωνία ζητώντας βοήθεια από τους εκεί προεστούς, αλλά αυτοί απάντησαν πως “για τα τομάρια σας έχουμε μόνο βόλια!” Ακολούθησε μακελειό. Οι Κολοκοτρωναίοι κατέσφαξαν τους προεστούς και όσους είχαν ταχθεί με το μέρος τους. Κάποιοι που κατάφεραν να σωθούν διέφυγαν στην Τρίπολη, καταγγέλλοντας τα συμβάντα στον Τούρκο διοικητή. Αυτός προθυμοποιήθηκε να συγκεντρώσει ένα ισχυρό σώμα εκστρατείας και να ριχτεί στο κυνήγι των επαναστατών.
ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
Το 1805 ο Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ζάκυνθο, όπως και πολλοί Ρουμελιώτες, Σουλιώτες και συμπατριώτες του Πελοποννήσιοι. Κάποια στιγμή οι Έλληνες πατριώτες θεώρησαν σκόπιμο να απευθύνουν έκκληση βοηθείας προς τον τσάρο Αλέξανδρο, αλλά η Αγία Πετρούπολη απέφυγε να δεσμευτεί και αντιπρότεινε την κατάταξή τους στον Ρωσικό Στρατό με σκοπό να μεταφερθούν στην Ιταλία και να πολεμήσουν εναντίον του Ναπολέοντα. Κάποιοι πείστηκαν και πήγαν πράγματι στην Νάπολη. Ο Κολοκοτρώνης φυσικά αρνήθηκε.
Απογοητευμένος, το 1806 επέστρεψε στην Πελοπόννησο, ακριβώς στην κρισιμότερη περίοδο των τουρκικών βιαιοτήτων κατά των επαναστατημένων πατριωτών, ιδίως των Κλεφτών και των Κολοκοτρωναίων (τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς είχε βγει διάταγμα δίωξής του). Η πίεση του Σουλτάνου είχε εξαναγκάσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αφορίσει τους αγωνιστές, προσδίδοντας στην προδοτική στάση των προεστών μιαν επίφαση νομιμότητας και εθνικοφροσύνης. Πολλοί Κολοκοτρωναίοι βρήκαν τότε τραγικό θάνατο, αλλά και παλιοί σύντροφοι του βουνού, όπως ο Πετιμεζάς και ο Ζαχαριάς. Συγκεντρωμένοι γύρω από τον Θεόδωρο, οι 150 περίπου εναπομείναντες Κολοκοτρωναίοι ορκίστηκαν “καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο” και χωρίστηκαν σε ομάδες διαφυγής. Ο Θεόδωρος απέμεινε με 19 συγγενείς του κι έναν ονόματι καπετάν Γιώργη. Ήταν οι μόνοι που τελικά σώθηκαν. Μετά από δραματική καταδίωξη από τους Τούρκους και τους Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, πέρασαν από την Λακωνία στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα, με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από εκεί έφτασε στην Ζάκυνθο, όπου ήρθε σε επαφή με τον στρατηγό του Ρωσικού Στρατού Παπαδόπουλο. Για άλλη μια φορά αρνήθηκε να ενταχθεί στις τσαρικές δυνάμεις, υποστηρίζοντας πως σκοπός του ήταν η επιστροφή στον Μοριά για να εκδικηθεί τον χαμό των συγγενών και φίλων του.
Οι Μαμελούκοι Τούρκοι υπήρξαν ο πυρήνας του Αιγυπτιακού Στρατού την περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 1821. Ο Ιμπραήμ, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα του σουλτάνου της Κωνσταντινούπολης, αποβιβάστηκε με χιλιάδες από αυτούς στην Πελοπόννησο προκειμένου να καταπνίξει την επανάσταση (πίνακας του L. Dupré)
Το καλοκαίρι του 1807 παρευρέθη στην σύσκεψη, που έλαβε χώρα στην Λευκάδα υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια προκειμένου να αποφασιστεί η στάση ων Ελλήνων έναντι της απειλής των Ιονίων νησιών από τον Αλή πασά. Την ίδια χρονιά, όταν η ναυτική ρωσική μοίρα υπό τον ναύαρχο Σενιάβιν αναχώρησε από την Κέρκυρα με σκοπό την υποκίνηση εξέγερσης των νησιών του Αιγαίου εναντίον των Τούρκων, ο Κολοκοτρώνης για διάστημα 10 μηνών δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή μεταξύ Σκιάθου και Αγίου Όρους με το πλοίο του Γεωργίου Αλεξανδρή. Την άνοιξη του 1808, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Τουρκαλβανού πατρικού φίλου του, Αλή Φαρμάκη, να συνδράμει στον αγώνα εναντίον του διοικητή της Πελοποννήσου, Βελή πασά. Κατόπιν επέστρεψε στην Ζάκυνθο και κατατάχθηκε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα, που με παρακίνηση και επίβλεψη των Άγγλων είχε οργανωθεί για την αντιμετώπιση των Γάλλων. Κατόρθωσε να φτάσει μέχρι τον βαθμό του ταγματάρχη (για τον λόγο αυτό συχνά απεικονίζεται με την χαρακτηριστική περικεφαλαία των Άγγλων αξιωματικών με τον λευκό σταυρό), υπηρετώντας στο σώμα μέχρι την διάλυσή του (1817). Στο διάστημα αυτό απεκόμισε σημαντική πείρα στις πολεμικές επιχειρήσεις, καταλήγοντας ταυτόχρονα στο συμπέρασμα πως η Ελλάδα θα έπρεπε μόνη να κερδίσει την ελευθερία της, δίχως να υπολογίζει στην βοήθεια καμιάς ξένης δύναμης.
ΣΤΗΝ ΦΩΤΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ: Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ
Την 1η Δεκεμβρίου 1818 πραγματοποιήθηκε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της Ζακύνθου η σεμνή τελετή μύησης του Κολοκοτρώνη στην Φιλική Εταιρία. Κατόπιν ο Κολοκοτρώνης συναντήθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια στην Κέρκυρα και συνομίλησε μαζί του για θέματα της επανάστασης. Ο μελλοντικός κυβερνήτης της Ελλάδας γνώριζε για αυτήν πολύ πριν ο Εμμανουήλ Ξάνθος τον επισκεφθεί στην Πετρούπολη για να τού προσφέρει την ηγεσία της Φιλικής Εταιρίας. Στα τέλη του 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ειδοποίησε τον Κολοκοτρώνη να βρίσκεται σε ετοιμότητα. Η αποφασιστική μέρα ήταν η 25η Μαρτίου.
Στις 6 Ιανουαρίου 1821 η κινητοποίηση στην Μάνη έγινε εντονότερη, αλλά ακόμη οι διαφορές που κατέτρωγαν τα “μεγάλα τζάκια” δεν είχαν ξεπεραστεί. Ο Κολοκοτρώνης φρόντισε να μονιάσει τις οικογένειες και κατάφερε να συσπειρώσει γύρω του ονομαστές προσωπικότητες, όπως ο Μούρτζινος, ο Νικηταράς, ο Παπαφλέσσας, ο Ανανγωσταράς, ο Παπαφλέσσας, οι Καπετανάκηδες και οι Κουμουνδούροι. Στις 22 Μαρτίου αυτός και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τέθηκαν επικεφαλής ομάδας 2.000 ενόπλων και επιτέθηκαν στην τουρκική φρουρά της Καλαμάτας. Την επόμενη μέρα η απελευθερωμένη πόλη ύψωνε την σημαία της επανάστασης. Στις 24 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας έφτασαν στην Σκάλα Αρκαδίας, όπου προσπάθησαν να εμψυχώσουν τους ντόπιους, αναφερόμενοι στην ηρωική καταγωγή των Ελλήνων και στο θέλημα του Θεού για μια ελεύθερη Ελλάδα. Υποσχέθηκαν μάλιστα ότι μέσα στις επόμενες μέρες οι ίδιοι θα ενίσχυαν τις προσπάθειές τους με 10.000 μαχητές! Ακόμη και οι πλέον διστακτικοί τότε εντάχθηκαν στο πλευρό τους και πήραν τα άρματα.
Η άμεση αντίδραση των Τούρκων ήταν να ενισχύσουν τα κάστρα στα παράλια της Πελοποννήσου, ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα ενίσχυσης των επαναστατών με απόβαση ξένου στρατού (πιθανόν της Ρωσίας) ή άλλων Ελλήνων από την Ρούμελη και τα νησιά. Οι οπλαρχηγοί υποστήριξαν την άποψη να χτυπήσουν αυτά τα φρούρια (π.χ. της Πάτρας, του Νεοκάστρου, της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναυπλίου), αλλά ο Κολοκοτρώνης πρότεινε την άλωση της Τρίπολης ως ενδεδειγμένη επόμενη κίνηση. Τα παράκτια κάστρα, εξήγησε, βρίσκονταν σε τοποθεσίες δύσβατες και διέθεταν ισχυρές οχυρώσεις, ώστε η ελληνική πλευρά θα αναγκαζόταν να χύσει πολύ αίμα σε αλλεπάλληλες μετωπικές εφόδους -και πάλι η κατάληψή τους ήταν αμφίβολη. Αντίθετα, η “Τριπολιτσά” ήταν το σημαντικότερο διοικητικό κέντρο του εχθρού και ορμητήριό του. Η πτώση της θα ήταν σωστή συμφορά για τους Τούρκους, ακόμη και για λόγους ψυχολογικούς. Όλοι συμφώνησαν και ο Κολοκοτρώνης όρισε την διάταξη του στρατοπέδου των πολιορκητών, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην οχύρωσή του, φοβούμενος επέμβαση των Τούρκων από άλλα μέρη της χώρας για βοήθεια.
Ο Χουρσίτ πασάς, Καυκάσιος χριστιανικής καταγωγής που εξισλαμίστηκε, μετά την επιτυχή καταστολή της επανάστασης των Σέρβων διορίστηκε Βαλής (διοικητής) Πελοποννήσου το 1820. Όταν το 1822 περιέπεσε στην δυσμένεια του σουλτάνου αυτοκτόνησε (λιθογραφία του Bouvier)
Πράγματι, ο Χουρσίτ πασάς, που την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Ήπειρο για την καταστολή της εξέγερσης του Αλή πασά εναντίον της Πύλης, απέσπασε μια σημαντική δύναμη και την έστειλε στην Πελοπόννησο με επικεφαλής τον Μουσταφά πασά. Αυτός κατέκαψε την Βοστίτσα Αχαΐας, προχώρησε προς την Ακροκόρινθο και διέλυσε τους Έλληνες πολιορκητές του κάστρου και μέσω του Άργους κατευθύνθηκε προς Τρίπολη. Μπήκε στην πόλη στις 6 Μαΐου, αναγκάζοντας τον Κολοκοτρώνη να οχυρωθεί στο Βαλτέτσι, από όπου αντιμετώπισε επιτυχώς όλες τις προσπάθειες εξόδου των έγκλειστων Τούρκων. Μετά από πολιορκία 6 μηνών, η Τρίπολη έπεσε στις 23 Σεπτεμβρίου. Οι επαναστάτες προέβησαν σε πράξεις αντεκδίκησης κατά του άμαχου τουρκικού πληθυσμού, αλλά ο Κολοκοτρώνης μπόρεσε να τους συγκρατήσει σώζοντας κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή τους Αλβανούς υπερασπιστές από καθολική σφαγή. Φάνηκε τότε το ηθικό μεγαλείο του ηγέτη.
Μετά από αυτήν την πρώτη σημαντική νίκη οι έριδες μεταξύ προκρίτων και στρατιωτικών, που από τα πρώτα κιόλας βήματα της επανάστασης δοκίμαζαν την τύχη της, αναζωπυρώθηκαν. Στις αρχές Ιουνίου έφτασε στην Πελοπόννησο ο Δημήτριος Υψηλάντης με σκοπό την πολιτική οργάνωση του αγώνα. Οι πρόκριτοι αντέδρασαν προς τις απόψεις του, εξαιτίας κυρίως του περιορισμού των προνομίων τους που αυτές συνεπάγονταν, ενώ ο Κολοκοτρώνης με τους περισσότερους στρατιωτικούς τις αποδέχθηκαν. Ο ίδιος μεσολάβησε επιτυχώς στο να αποτραπεί μια ολέθρια για την επανάσταση σύγκρουση μεταξύ προκρίτων και Υψηλάντη, αλλά δεν κατάφερε να αποτινάξει από πάνω του τον φθόνο που έτρεφαν για αυτόν τον ίδιο. Όταν πρότεινε την επανάληψη της πολιορκίας της Πάτρας, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Ανδρέας Ζαΐμης δεν τον υποστήριξαν. Τελικά το Πολεμικό Συμβούλιο ενέκρινε την εισήγησή του, αλλά στην κρίσιμη φάση δεν τον υποστήριξε με ενισχύσεις, αφήνοντάς τον με 600 περίπου άνδρες. Έτσι, στις 23 Ιουνίου 1822 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να αποσυρθεί στην Γαστούνη. Έπρεπε να αναδιοργανώσει τις δυνάμεις του για να αντιμετωπισθεί ο νέος κίνδυνος από την άφιξη του Δράμαλη.
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΑΣΗ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ
Στις αρχές Ιουλίου 1822, μετά από επιτυχή πορεία στην Ρούμελη, ο Δράμαλης καθηλώθηκε στην Κόρινθο. Ύστερα από πρόταση του Κολοκοτρώνη στο συμβούλιο των οπλαρχηγών της 10ης Ιουλίου στον Αχλαδόκαμπο, Οι Έλληνες είχαν καταλάβει τα βασικά περάσματα στην Αργολίδα, ακινητοποιώντας ουσιαστικά τις ισχυρές δυνάμεις του εχθρού. Η προσπάθεια του Δράμαλη να προελάσει προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου ναυάγησε στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου 1822, όπου η στρατιά του αποδεκατίστηκε. Σε επίπεδο στρατηγικής, η ελληνική νίκη οφειλόταν καθαρά στην αξία κρίση του Κολοκοτρώνη, που πλέον ονομάστηκε αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου.
Κατόπιν ο Κολοκοτρώνης έστρεψε την προσοχή του σε άλλα σημεία του αγώνα, καθώς οι εσωτερικές αντιθέσεις των Ελλήνων έπαιρναν ανησυχητικές διαστάσεις. Προκειμένου να αποφευχθεί εμφύλιος πόλεμος, αποδέχθηκε την θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού σώματος με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και γενικό γραμματέα τον αντίπαλό του, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Τελικά το κακό δεν αποφεύχθηκε. Οι Κοτζαμπάσηδες και οι νησιώτες, ιδίως οι Υδραίοι, βρέθηκαν απέναντί του. Στις 13 Νοεμβρίου 1824 οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη οργάνωσαν την δολοφονία του γιου του, Πάνου, συζύγου της κόρης της Μπουμπουλίνας. Ο Θεόδωρος φυλακίζεται από τους συμπατριώτες του στην Ύδρα.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει την επανάσταση, ο σουλτάνος της Κωνσταντινούπολης ζήτησε βοήθεια από τον πασά της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλί. Αυτός ανταποκρίθηκε στέλνοντας ισχυρές δυνάμεις με επικεφαλής τον γιο του, Ιμπραήμ πασά. Τον Φεβρουάριο του 1825 τα αιγυπτιακά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Μεθώνη και κατευθύνθηκαν προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου. Στις 18 Μαΐου η ελληνική κυβέρνηση, που για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ είχε διορίσει αρχιστράτηγο τον Υδραίο ναυτικό Κυριάκο Σκούρτη, ύστερα από τις επιτυχίες του εχθρού υποχρεώθηκε να χορηγήσει αμνηστία στον Κολοκοτρώνη και να αναθέσει σε αυτόν και στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη την αρχηγία των ελληνικών δυνάμεων. Σε συνεργασία με τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Μακρυγιάννη και άλλους καπεταναίους, συγκεντρώθηκαν 6.000 άνδρες και με τον Κολοκοτρώνη στην αρχηγία προσπάθησαν μάταια να αναχαιτίσουν τον υπέρτερο σε αριθμό και οπλισμό εισβολέα. Μέχρι το φθινόπωρο οι ελεύθερες περιοχές της Πελοποννήσου ήταν ελάχιστες και το ηθικό των Ελλήνων καταρρακωμένο. Η επανάσταση σώθηκε τότε χάρη στο ψυχικό σθένος του Κολοκοτρώνη. Όταν ο Ιμπραήμ κάλεσε του Μεσσήνιους σε “προσκύνημα”, αυτός του απάντησε: ” Πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνούμε. Μόνον ένας Έλληνας να μείνει εμείς θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πώς την γην μας θα την κάμεις δικήν σου”. Μέχρι την λήξη του αγώνα ο Κολοκοτρώνης συνέχισε τον κλεφτοπόλεμο με τον Ιμπραήμ, ο οποίος ηττήθηκε τελικά στην ναυμαχία του Ναβαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827) από τις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ: ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΑΝΤΙΔΡΑ
Ο Κολοκοτρώνης, παρά το ότι είχε λάβει στοιχειώδη μόνο παιδεία, διέθετε βαθύ πολιτικό ένστικτο και κριτική σκέψη. Πολλές αποφάσεις της Τρίτης Εθνοσυνέλευσης του 1826 – 1827 (αρχικά στην Ερμιόνη και κατόπιν στην Τροιζήνα) είχαν την δική του σφραγίδα. Στήριξε την εκλογή του Καποδίστρια και συνέχισε να είναι με το μέρος του ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές του, όταν η αντιπολίτευση είχε στρέψει εναντίον του τα πιο φαρμακερά της βέλη. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, οι Κολοκοτρώνης, Ανδρέας Μεταξάς, Ιωάννης Κωλέττης, Ανδρέας Ζαΐμης και Δημήτρης Μπουντούρης ορίστηκαν από την Εθνική Συνέλευση ως κυβερνητική ομάδα της χώρας μέχρι την άφιξη του Όθωνα. Αλλά ο Κολοκοτρώνης παραιτήθηκε σχεδόν αμέσως λόγω διαφωνιών του με τον Κωλέττη.
Παρά τον αρχικό του ενθουσιασμό για την άφιξη του Όθωνα, σύντομα απογοητεύτηκε από την άστοχη διακυβέρνηση της Αντιβασιλείας (ο Όθων ανήλθε στον θρόνο ανήλικος), δηλαδή των Βαυαρών αριστοκρατών της Αυλής του, ώστε άρχισε εναντίον τους σκληρή κριτική. Ως αποτέλεσμα της στάσης του ήταν η καταδίκη του σε θάνατο με βασικό κατηγορητήριο την συμμετοχή δήθεν σε συνωμοσία κατά της Αντιβασιλείας. Η αλήθεια ήταν πως ο Κολοκοτρώνης είχε απευθύνει επιστολή ανησυχίας στον υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσίας, Νέσελροντ. Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1833 συνελήφθησαν για τον ίδιο λόγο, εκτός από τον ίδιο, οι Δημήτριος Πλαπούτας, Θεόδωρος Γρίβας και άλλοι πατριώτες, αλλά στην τελική φάση μόνο ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας θεωρήθηκαν προδότες. Τους έκλεισαν επί σειρά μηνών στις φυλακές Ιτς Καλέ του Ναυπλίου, σε αυστηρή απομόνωση, και όταν πραγματοποιήθηκε η δίκη -μια παρωδία με χρήση δεκάδων ψευδομαρτύρων- κανέναν στοιχείο ενοχής τους δεν βρέθηκε. Παρ’ όλα αυτά, στις 25 Μαΐου 1834 καταδικάστηκαν σε θάνατο, όμως ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Αναστάσιος Πολυζωίδης, και ο δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης αρνήθηκαν να υπογράψουν την απόφαση. Υπό την πίεση της αγανάκτησης του ελληνικού λαού και την ευαισθησία του Όθωνα η ποινή και των δύο μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Όταν ο νεαρός βασιλιάς ενηλικιώθηκε απένειμε χάρη στον κλονισμένο ηγέτη της επανάστασης, τον ονόμασε αντιστράτηγο και τον διόρισε Σύμβουλο της Επικρατείας. Ο περίφημος Γέρος του Μοριά έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα, στο ιδιόκτητο σπίτι του στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Αυτήν την περίοδο υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματα του, που εκδόθηκαν το 1846 με τίτλο “Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836″, και αποτελούν μια από τις σημαντικότερες πηγές της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης του ’21, γιατί εκθέτουν τα γεγονότα χωρίς εμπάθειες και υστεροβουλίες. Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843, μετά το γλέντι για τον γάμο του μικρού του γιου. Η πατρίδα αναμφίβολα χρωστά ευγνωμοσύνη σε αυτόν τον μεγάλο άνδρα, του οποίου η δράση υπήρξε ευλογία για τα ελληνικά όπλα και ο εμψυχωτικός ρόλος του στις δύσκολες στιγμές του αγώνα καταλυτικός.
_______________________
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία τεύχος 24, τον Μάρτιο – Απρίλιο του 2008
Δείτε τώρα ένα συγκλονιστκό βίντεο:Πηγαίνετε στο 0:50 του βίντεο, να δείτε κάτι συγκλονιστικό, που μάς κρύβουν επιμελώς στα σχολεία: Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θάφτηκε (Φλεβάρης 1843) έχοντας κάτω από τα τσαρούχια του την Τουρκική Σημαία, για να θυμούνται οι Έλληνες πόσο μισούσε τους Τούρκους. «Κολοκοτρώνης φώναξε, κι όλη η Τουρκιά ετρόμαξε», που λέει και το γνωστο Δημοτικό Τραγούδι.