05 Ιουλίου 2010

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η πνευματική διάσταση του έργου του

Αφού ευχαριστήσω θερμά όσους είχαν την ευγένεια να καλέσουν την ταπεινότητά μου στον αποψινό εσπερινό επετειακής μνημοσύνης θα εισέλθω αμέσως στο θέμα μου, γιατί δεν θέλω να χασομερώ με μακρούς προλόγους. Συμπληρώνονται εφέτος 160 έτη από τη γέννηση και 100 από την κοίμηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Παρά τις τόσες δεκαετίες η μνήμη του μένει ζωντανή. Συνεχώς γράφουν γι' αυτόν. Δε υπάρχει για άλλο λογοτέχνη μας τόσο πλούσια βιβλιογραφία. Εμείς θα προσπαθήσουμε στον λίγο χρόνο που έχουμε να δείξουμε τη θρησκευτικότητα, την ορθόδοξη πνευματικότητα του Αλ. Παπαδιαμάντη, η οποία σαφώς είναι πηγαία, ανυπόκριτη και θερμή.

Ο Παπαδιαμάντης σπούδασε φιλόλογος αλλά είναι θεολόγος, γιατί θεολόγος δεν είναι αυτός που έχει ανάλογο πτυχίο, αλλά αυτός που αληθινά προσεύχεται, κατά τον όσιο Νείλο τον Ασκητή. Θεολόγος ουσιαστικά είναι ο πιστός που ζει αυθεντική χριστιανική ζωή, ο φίλος του Θεού, ο κοινωνός του Θεού, ο άγιος, ο λυτρωμένος και σεσωσμένος. Μέσα στην Ορθοδοξία μας κανείς ποτέ δεν σώζεται ατομικά, αλλά περνώντας η ζωή του μέσα από των άλλων, συνδράμοντας με διάφορους τρόπους στη σωτηρία κι εκείνων. Ο Θεός του Παπαδιαμάντη είναι ο Δημιουργός του Σύμπαντος, ο πλάστης του ανθρώπου, ο Παντοδύναμος, ο προνοητής, ο φιλόστοργος πατέρας. Πιστεύει στο θέλημα του Θεού, στη θεία Πρόνοια, στη θεία Χάρη, στη θεία μισθαποδοσία και δικαιοκρισία.

Κατά τον Παπαδιαμάντη η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό είναι να τον υπακούει, να τηρεί τις εντολές του, να τον διακονεί θυσιαστικά στο πρόσωπο του κάθε πλησίον. Οι σχέσεις του ανθρώπου διαταράσσονται διά της αμαρτίας. Το παπαδιαμαντικό έργο είναι γεμάτο από αμαρτωλούς. Μέσα από τα μυθιστορήματα και διηγήματά του περιδιαβαίνουν άσωτοι, άθεοι, βλάσφημοι, κλέφτες, φιλόδοξοι, τοκογλύφοι, λαίμαργοι, μέθυσοι, άδικοι, υποκριτές φθονεροί, ακόμη και ιερόσυλοι, αυτόχειρες και φονιάδες. Παρ' όλ' αυτά όλους αυτούς τους αμαρτωλούς ήρωές του τελικά τους συμπαθούμε. Στα πρόσωπά τους συναντούμε τα φιλάμαρτα πρόσωπά μας, αλλά και γιατί συνήθως μετανοούν για τις πράξεις τους. Ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει το ευόλισμο της ανθρώπινης φύσεως, αλλά και τη θεραπεία στο θεραπευτήριο της εκκλησίας διά ειλικρινούς μετανοίας και εξομολογήσεως. Για τον Παπαδιαμάντη η Εκκλησία όπως γράφει είναι η "φιλόστοργη μητέρα και η πηγή πάσης παραμυθίας".

Πιστεύει ακράδαντα ότι ο Νεοέλληνας δεν μπορεί εύκολα να μη πιστεύει. Μέσα στην Εκκλησία το έμφυτο θρησκευτικό αίσθημα και συναίσθημα δυναμώνει. Πρέπει να κάνει μεγάλο αγώνα ο Έλληνας για να μη πιστεύει καθόλου και σε τίποτε. Εν τούτοις την απομάκρυνση του κόσμου τη δικαιολογεί ως κλονισμό της αγάπης του στην ελληνορθόδοξη παράδοση, κάτι που συνέτεινε η απώλεια μέρους της αξιοπιστίας, λόγω σκανδάλων εκπροσώπων της Εκκλησίας. Για τον Παπαδιαμάντη παράδοση είναι όπως λέγει "ζην κατά τον θείον νόμον". Τελικά ομολογεί: "Εγώ είμαι τέκνον γνήσιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκπροσωπουμένης υπό των επισκόπων της". Σε άλλη περίπτωση βέβαια δεν δυσκολεύεται να τους κρίνει αυστηρά για διάφορες προκλήσεις τους.

Ο Παπαδιαμάντης δεν πιστεύει σ' ένα ιδεολογικό ελληνοχριστιανικό νεφέλωμα. Η πίστη του είναι ακράδαντη στη μεγάλη ανάγκη που έχει ο ελληνισμός τον Χριστιανισμό. Θεωρεί κίνδυνο γα την ελληνική κοινωνία τον μιμητισμό, την ξενομανία, "το να χάσκη τις προς τα ξένα", την είσοδο στην πατρίδα μας του δυτικού τρόπου ζωής. Έτσι παρατηρεί με βαθύ πόνο την αλλοίωση των ηθών, τη χαλάρωση της ορθοδόξου πίστεως του λαού, την παραχάραξη της πλούσιας και ωραίας ελληνικής γλώσσας. Δυστυχώς γράφει "κηρύττεται πλέον φανερά η αγραμματωσύνη, και το ανωφελές του ορθώς γράφειν ή ομιλείν", ώστε "κατήντησε να γίνει όλη σχεδόν η γλώσσα νόθον και κίβδηλον κατασκεύασμα". Ακολουθούν οι Έλληνες γράφει "τα της χριστιανικής λατρείας άνευ πίστεως και χρηστού συνειδότος". Το άηθες, η ηθοφθορία, η ανηθικότητα, το μισάδελφο αρχίζουν να κυριαρχούν κι επικρατούν. Τι θα έλεγε για σήμερα, εκατό έτη μετά, ο θεσπέσιος Παπαδιαμάντης;

Λύση στο πρόβλημα κατά τον Παπαδιαμάντη είναι η εν μετανοία άμεση επιστροφή στην ανόθευτη και γνήσια εκκλησιαστική παράδοση. Συγκεκριμένα τονίζει: "Άμωνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα κα εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεωκοπίας". Οι λόγοι του, αγαπητοί μου, όπως αντιλαμβάνεσθε όλοι πολύ καλά έχουν μια σημαντική επικαιρότητα.

Όξυνση του προβλήματος θεωρεί και την απραξία της εκκλησιαστικής αρχής. Την Εκκλησία δεν τη θέλει ούτε εμπορευάμενη ούτε θεατριζόμενη. Η λύση κατ' αυτόν είναι μόνο μία. Επιστροφή εν επιγνώσει στην αγιοτρόφο εμπειρία της Εκκλησίας και βίωσή της. Μέσα στην αγία, σώζουσα και ορθοτομούσα Εκκλησία ο άνθρωπος αναγεννάται, μεταμορφώνεται, οπλίζεται τα όπλα του φωτός και της χάριτος κατά της ποικίλης αμαρτίας και ξανασυναντά τον ζώντα Θεό του ελέους και των οικτιρμών. Στον άνθρωπο ανήκει η μεγάλη επιλογή. Στο πλούσιο έργο του οι πονεμένες μορφές του συνήθως φθάνουν στη λύτρωση διά της ακριβούς μετανοίας και ζουν τότε μια νέα ζωή. Όχι βέβαια πάντοτε. Ορισμένες χρησιμοποιώντας κακώς την ελευθερία τους παραμένουν στο σκοτάδι.

Ο σπουδαίος Σκιαθίτης πεζογράφος μας συχνά περιγράφει "μετ' έρωτος" τη φύση, αλλά δεν είναι ένας φαντασμένος οικολόγος ή ένας ονειροπόλος φυσιολάτρης. Αναφερόμενος και περιγράφοντας περίτεχνα την ωραία φύση πορεύεται προς τον Δημιουργό της και τον μεγαλύνει για την πανσοφία του. Γράφει για κάποιους τέτοιους σ' ένα του διήγημα. "Μικροί ακούσιοι ειδωλολάτραι, διασώζοντες κατόπιν τόσων αιώνων ασυνείδητον την λατρείαν της φύσεως". Λυπάται πολύ βέβαια όταν καταστρέφεται το κάλλος του φυσικού περιβάλλοντος και γράφει με πόνο ψυχής: "το μιαρόν πνεύμα εισέβαλεν εις τα έργα του Θεού". Μελετώντας το όλο έργο του παρατηρούμε πως όχι ήξερε να γράφει, να περιγράφει, να ηθογραφεί, να κρίνει και να προτείνει λύσεις, αλλά ο ίδιος είχε μια ακέραια στάση, επιλογή φιλόθεης ζωής, φιλάρετου βίου, έντιμης εργασίας, φιλότιμης αδολεσχίας, πορεία, στόχο, λόγο και αξία. Από νωρίς είχε συνειδητοποιήσει καλά τη ματαιότητα της εγκοσμιότητος, είχε αφοβία θανάτου, θερμή πίστη. Θέλησε να ζήσει απλά, λιτά, απόμερα, ήσυχα, γαλήνια και νηφάλια. Δεν ψήλωσε ο νους του, δεν υψηλοφρόνησε, στάθηκε πλάι στους ταπεινούς και καταφρονεμένους και τους πέρασε ωραία στο έργο του.

Το έργο του Παπαδιαμάντη διασώζει την αγνή λαϊκή ευσέβεια. Οι ιερείς του έργου του είναι απλοί, φτωχοί, ενίοτε και απλοϊκοί, αλλά βιώνουν υπαρξιακά, ακόμη και όταν δεν μπορούν να το εκφράσουν, το μυστήριο του ζώντος Θεού, τη γνήσια ορθόδοξη βιοτή και λειτουργική παράδοση. Με πλήρη συναίσθηση της αμαρτωλότητάς τους δεν παύουν να δέονται υπέρ ελέους, ζωής, ειρήνης και σωτηρίας των προβάτων του ποιμνίου τους, που τους εμπιστεύθηκε ο ίδιος ο Χριστός. Δεν επιχειρούν "λειτουργικές αναγεννήσεις" αρκούνται και τρέφονται με την υπάρχουσα γνήσια παράδοση, δοξολογώντας συνεχώς τον Ύψιστο κι επικαλούμενοι το άφατο έλεός του.

Ο Παπαδιαμάντης δήλωσε ομολογιακά, χαρακτηριστικά, απερίφραστα και αναντίρρητα: "Το επ' εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε... να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου". Τον πονά η αμαρτία, τον στενοχωρεί η βαβυλωνία της Αθήνας, τον κουράζει το κουτσομπολιό του νησιού του, με τους παρασυρμένους της αμαρτίας, αλλά δεν παύει ν' αγωνίζεται, να ελπίζει, να εμπιστεύεται τον Θεό, να παρουσιάζει κάποιους ήρωές του ως αγίους. Η άτεκνη Σεραϊνώ στον "Γάμο του Καραχμέτη" ο απλός τσομπάνος στον "Φτωχό άγιο", ο ένδοξος νεομάρτυς στο "Η χήρα του Νεομάρτυρος" και άλλοι.

Δεν πρέπει να λησμονάμε ότι ο Παπαδιαμάντης είναι υιός ευλαβούς ιερέως, ακολούθου του γνήσια αναγεννητικού, αγιορειτικού κινήματος των ιεροπρεπών Κολλυβάδων. Μεγαλώνει με τις θείες λειτουργίες, τα ιερά βιβλία, τις άγιες εικόνες, τις απαράβατες εκκλησιαστικές παραδόσεις, τα ωραία έθιμα, τα εξαίρετα ήθη. Μελετούσε τα μυροβόλα συναξάρια, τα πατερικά και νηπτικά κείμενα, την καταπληκτική φιλοκαλία, τις ασματικές ακολουθίες. Ήταν αναγνώστης και ψάλτης. Όλη αυτή η γνώση τον έκανε να πάει να μονάσει στο Άγιον Όρος. Πριν κλείσει όμως χρόνο εκεί στη σκήτη Ευαγγελισμού της Μονής Ξενοφώντος, επέστρεψε στον κόσμο, τρέφοντας πάντοτε μεγάλο σεβασμό για τον μοναχισμό και ιδιαίτερα τον αγιορείτικο.

Το εκκλησιαστικό του ήθος τον κάνει να μην είναι οργίλος και φανατικός κατά των αμαρτανώντων ηρώων του έργου του, αλλά και των συνανθρώπων του γενικά. Ελπίζει στη μετάνοια, πιστεύει στην αγάπη του Θεού, θεωρεί προτιμότερη την ελεημοσύνη από τη δικαιοσύνη. Αγαπά να προβάλλει τη μετάνοια, όχι ως ιεροκήρυκας επαγγελματίας, αλλά ως συμπάσχων αδελφός. Η συμπάθεια στον αδύναμο συνάνθρωπο είναι ίδιον του αληθινού χριστιανού, του ευαγγελικού ανθρώπου.

Ο Παπαδιαμάντης λοιπόν μεγάλωσε με βυζαντινές ψαλμωδίες, καθαρά κεριά και αγιορείτικα λιβάνια. Παρέμεινε προσηλωμένος στην Εκκλησία διά βίου. Πίστευε ακράδαντα στον Θεό, στις πρεσβείες των αγίων και της Παναγίας και τα θαύματά τους. Μια φορά, διηγείται ο καλός εξάδελφός του Α. Μωραϊτίδης, έγινε καλά από ισχυρό πονόδοντο ο Παπαδιαμάντης κι έγραψε ολόκληρη ακολουθία στον Άγιο Αντίπα, που προστατεύει όσους πονούν στα δόντια, για να τον ευχαριστήσει. Δεν ήταν ονειροπόλος του παρελθόντος, αλλά θαυμαστής της αλήθειας, που στήριξε γενεές γενεών και δημιούργησαν έξοχα έργα πολιτισμού και ορθότητα βίου εμπνευσμένη.

Ο Παπαδιαμάντης σαφώς δεν είναι άγιος με φωτοστέφανο. Είναι όμως ένας αγωνιστής. Δεν είναι μονόχνωτος, κακομοίρης, απομονωμένος, κομπλεξικός, μειονεκτικός και διχασμένος. Είναι ένας εκούσιος κοσμοκαλόγερος, ακτήμων, ελεήμων, πένης, απλός, λιτός, μόνος, σεμνός και ταπεινός. Δεν είναι φιλόσαρκος αλλά φυσιολογικώς πειραζόμενος άνθρωπος. Αγαπούσε το κρασάκι, αλλά δεν ήταν μέθυσος. Κάποτε ένας μοναχός πήγε να εξομολογηθεί σ' ένα πνευματικό σε μια σκήτη του Αγίου Όρους. Τον βρήκε τον πνευματικό πιωμένο και κάπως ζαλισμένο. Σκανδαλίστηκε και είπε ως άδικα έκανε τον κόπο να έλθει να εξομολογηθεί σ' ένα πνευματικό πότη. Τότε ο πνευματικός, προς μεγάλη του έκπληξη, του είπε: Ναι, τρεις φόρες ήλθες για εξομολόγηση αλλά την αμαρτία εκείνη δεν μου την είπες! Ας μη γινόμαστε τόσο γρήγορα τόσο αυστηροί κριτές και επιτιμητές των πάντων. Την αυστηρότητα καλύτερα ας κρατήσουμε για μας και την επιείκεια για τους άλλους.

Ο Π. Νιρβάνας τον ονομάζει "κοσμοκαλόγερο", τον περιγράφει να βαδίζει σκυφτός με τα χέρια σταυρωμένα πίσω, να κάθεται σε απόμερα καφενεία, συντροφιά με απλούς ανθρώπους, φιλέρημος, ήταν κακοντυμένος, με ξεφτισμένες πάντα τις άκρες των μανικιών του και όταν του πρότειναν 150 δραχμές για ένα του έργο είπε πως του αρκούν οι 100. Έτσι τον παρουσιάζει ιδιότροπο, παράξενο και κοσμόφοβο. Ο μακαριστός λόγιος Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης στο βιβλίο του γι' αυτόν έχει μια άλλη θέση, με την οποία εδώ και συμφωνούμε. Γράφει: "Εάν εμβαθύνουμε στον τρόπο της ζωή του, θα ανακαλύψουμε γνωρίσματα καλογερικής αγωγής και αρετής και τάσεις για υπέρβαση του κοινώς θεωρούμενου καλού. Τι είναι άλλωστε, η ατημέλητη εμφάνισή του, η τάση συνεχούς φυγής από τους πολλούς, η εκούσια πενία του και οι ασκητικές συνθήκες διαμονής του, παρ' ότι είχε την οικονομική δυνατότητα για βελτίωσή τους -"μου φθάνουν οι εκατό δραχμές"-, οι αγρυπνίες και ψαλμωδίες του, το εκκλησιαστικό ήθος του, η ευαισθησία του σε θέματα εκκλησιαστικών παραδόσεων, οι ελεημοσύνες του από το ορατόν υστέρημά του, η ταπείνωσή του, η αγιότητά του και άλλες αρετές του, αν όχι αντανακλάσεις μοναχικού βίου;". Ότι αποτελεί για τους Σλαύους ο πολύς Ντοστογιέφσκυ είναι, θα πρέπει να είναι, για τους Έλληνες ο Παπαδιαμάντης. Πρόκειται για προφήτη του Γένους. Γράφει: "Μη θρησκευτικά, προς Θεού!".

Το ελληνικόν έθνος δεν είναι βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είναι κατ' ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα, επολιτίσθησαν, επροώδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τα άλλα έθνη... Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή ο,τιδήποτε. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλεται χάριν πολυτελείας την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά Γρακύλος της σήμερον, όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ' άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις το ύψος και να φανή και αυτός γίγας. Γι' αυτό όπως γράφει "τα πλείστα των υπ' εμού γραφέντων διηγημάτων... είναι μάλλον θρησκευτικά". Ξέρει τι κάνει ο εμπνευσμένος Παπαδιαμάντης. Με το έργο του καταξιώνεται ως παιδαγωγός του ορθόδοξου ελληνισμού. Φθάνει με πόνο και ιερή αγανάκτηση να γράφει ευρισκόμενος στην Αθήνα: "Εδώ θεοποιείται φανερά ο Μαμμωνάς. Χιλιάκις καλύτερον θα ήτο εάν υπήρχεν ακόμη η αρχαία ποιητική ειδωλολατρία. Τώρα όμως η πράγματι επικρατούσα θρησκεία είναι ο πλέον ακάθαρτος και κτηνώδης υλισμός. Μόνον κατά πρόσχημα είναι η χριστιανοσύνη"! Τι θα έλεγε σήμερα;

Μίσησε τον πλούτο και αγάπησε την πενία. Από τα λίγα που είχε ποιούσε κρυφά και την ελεημοσύνη. Έγραφε αυτό που ζούσε.: "Πρέπει να μένη τις εν τη τάξει εν η ευρέθη απ' αρχής, όσον ταπεινή, όσον πενιχρά και αν φαίνεται αύτη· αιρετωτέρα δε αείποτε η έντιμος ευτέλεια της αδόξου και κομώσης πολυτελείας και τρυφής". Έζησε και πέθανε φτωχός, σεμνός και ταπεινός. Εκοιμήθη στο ωραίο νησί του πριν εκατό χρόνια κι ένα μήνα τα χαράματα της 3.1.1911, αφού μετάλαβε, ψάλλοντας και κλαίγοντας.

Σήμερα οι πολλοί λογοτέχνες μας, οι διανοούμενοι, οι δημοσιογράφοι περί πολλά τυρβάζουν. Αρκετοί ειρωνεύονται τον Παπαδιαμάντη και τον κακολογούν. Τους χαλάει τα σχέδια. Ο γραικυλισμός, ο αθεϊσμός, ο μηδενισμός, η διαφθορά, η φιλοχρηματία, η φιλοσαρκία και η φιλοδοξία επικρατούν και δεν θέλουν να ενοχλούνται από φωνές ισχυρές και αγνές ως του Παπαδιαμάντη, που ο βίος του και το έργο του τους ελέγχει.

Κοιμήσου κυρ Αλέξανδρε στην αγκαλιά του νησιού σου ήσυχα. Έκανες το χρέος σου ως Ορθόδοξος και ως Έλληνας. Η ζωή σου και το έργο σου φωτίζουν το σκοτάδι. Η Ελλάδα που τόσο πολύ αγάπησες, σκοτισμένη, παγιδευμένη, προδομένη, σαγηνευμένη σε ξένες σειρήνες, πάσχει. Φυλακισμένη στα πικρά αδιέξοδα του ατομισμού, του υλισμού και του αθεϊσμού μελαγχολεί και μαραζώνει. Μακάρι οι σελίδες των έργων σου και το παράδειγμα της ζωής σου να γίνουν παράθυρα ελευθερίας, για την επιστροφή σε μια ζωή χαριτωμένα απλή, γνήσια ταπεινή, αληθινά μετανοημένη, αληθινά χριστιανική.



Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ήταν πάντα προσηλωμένος στην Εκκλησία. Δεν τον κούραζε και δυσκόλευε ποτέ αυτή η σχέση. Ήταν ένας αληθινός χριστιανός. Ήταν ένας πιστός δούλος του Κυρίου. Ήταν αυτός που άκουσε από την αγία Αναστασία "Ύπαγε, ανίατε· ο πόνος θα είναι η ζωή σου...". Μόνο ένας γνήσιος χριστιανός μετά από αυτό το απρόσμενο άκουσμα μπορεί να γράφει: "Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχεν εισακούσει την δέησίν μου". Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι απλά ένας ρωμαντικός νοσταλγός μιας περασμένης ωραίας γραφικότητας που δεν υπάρχει, αλλά νοσταλγός μίας ουσιαστικής, αληθινής και καίριας χριστιανικής ζωής, την οποία αξίζει αγαπητοί μου, να βιώσουμε στο έπακρον. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσέλευσή σας και την προσοχή σας.

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

Ἐθνεγερσία, σύγκρουση δύο ὁραμάτων

«Ἀσκήσεις κριτικῆς σκέψης» (Ραδιοφωνικὴ ἐκπομπὴ στὸν ΣΚΑΪ, 25-3-2007. Ἀπομαγνητοφώνησις ἐξ ἀκοῆς, ἀπὸ τὸν γράφοντα (ΚΡΑΤΥΛΟ). [ἡ ἐκπομπὴ σὲ mp3] [Ραδιοφωνικὲς ἐκπομπὲς τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ στὸν ΣΚΑΪ])


Εἶμαι ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς, στὴν ἐκπομπὴ «Ἀσκήσεις κριτικῆς σκέψης». Τὸ θέμα μας σήμερα, «Ἐθνεγερσία, σύγκρουση δύο ὁραμάτων».

Φίλες ἀκροάτριες, φίλοι άκροατές, ὑπάρχει ἕνας σαφῶς ἀντιεπιστημονικός, θὰ ἔλεγα καὶ βάναυσος τρόπος γιὰ νἀ προσεγγίζει κανεὶς τὴν Ἱστορία: Εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον κρίνουμε τὸ ἱστορικὸ παρελθὸν μὲ κριτήρια τοῦ ἱστορικοῦ παρόντος. Δηλαδή, θέλουμε νὰ ἀποτιμήσουμε αὐτὸ ποὺ κάποτε συνέβη, κρίνοντάς το μὲ σημερινὰ κριτήρια, καὶ ἀγνοῶντας τὸν χρόνο ποὺ ἔχει παρεντεθεῖ ἀνάμεσα στὸ τότε καὶ στὸ σήμερα, στὶς ἐξελίξεις ποὺ ἔχουν συμβεῖ, στὴν ἀλλαγὴ νοοτροπίας ποὺ ἔχει συντελεσθεῖ.

Κλασσικὸ παράδειγμα ἑνὸς τέτοιου βιασμοῦ, θὰ ἔλεγα, τῆς Ἱστορίας , εἶναι ἡ ἀντίρρηση ποὺ πάντοτε προκύπτει ὅταν μιλήσεις γιὰ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Τὸ πρῶτο ποὺ θὰ σοῦ ποῦν, «ναί, λὲς γιὰ τὴν ἀρχαία Άθήνα, τὰ ἐπιτεύγματά της, τὴν δημοκρατία, τὴν πολιτική, τὴν τραγωδία, ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ ἀγνοεῖς τὴν δουλεία. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐκπληκτικὰ ἔργα ποὺ σήμερα θαυμάζουμε στὴν ἀρχαία Ἀθήνα, ἔγινα μὲ τὴν βοήθεια, μὲ τὴν ἐργασία δούλων». Λέω ὅτι εἶναι βάναυσος αὐτὸς ὁ τρόπος, γιατὶ ἡ δουλεία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἕνα πανανθρώπινο φαινόμενο. Ἐπὶ αἰῶνες, πολλοὺς αἰῶνες δυστυχῶς, ἡ δουλεία ἦταν κάτι τὸ αὐτονόητο στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Ὅπως καὶ ἡ πορνεία. Μάλιστα ἡ πορνεία ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ εἶναι αὐτονόητη. Σκεφθεῖτε, ὕστερα ἀπὸ χίλια χρόνια ἂς ποῦμε, ἐὰν μᾶς κατηγοροῦν συλλήβδην τὶς σημερινὲς κοινωνίες, ἐπειδὴ ἀνεχόμασταν στὴν πραγματικότητα νὰ πουλᾶνε ἄνθρωποι τὸ κορμί τους, χαρίζοντάς το γιὰ ἡδονή. Λοιπόν, ὅπως δυστυχῶς, τὸ ξαναλέω τρίτη φορά, λειτουργεῖ ἀκόμα ἡ πορνεία, καὶ μάλιστα στὶς μέρες μας μὲ τρόπους ἀποκρουστικούς, κανονικὴ σωματεμπορία, ἐκείνους τοὺς αἰῶνες, τοὺς ἀρχαίους αἰῶνες, πολὺ πρὶν τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ ἡ δουλεία ἦταν κάτι αὐτονόητο. Ἐπιπλέον, θὰ ἔπρεπε νὰ ξέρουμε, ὅσοι ἀποφαινόμαστε μὲ τὸση εὐκολία γιὰ τὴν σημασία τῆς δουλείας στὴν ἀρχαία Ἀθήνα, ὅτι εἰδικὰ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅταν μιλᾶμε γιὰ δουλεία, νὰ μὴν πηγαίνει ὁ νοῦς μας στὴν καλύβα τοῦ μπαρμπα-Θωμᾶ. Οἱ δοῦλοι στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ἦσαν τραπεζίτες, ἦταν δάσκαλοι, εἶχαν μετοχὴ στὸν κοινωνικὸ βίο, ἀλλὰ δὲν εἶχαν τὴν τιμὴ νὰ εἶναι πολίτες, νὰ μετέχουν κρίσεως καὶ ἀρχῆς, νὰ μετέχουν δυναμικὰ στὴν συγκρότηση τῆς πόλης.

Αὐτὴ ἡ ἐφαρμογὴ κριτηρίων τοῦ παρόντος στὸ παρελθόν, συμβαίνει καὶ μὲ τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς ποὺ γιορτάζουμε σήμερα, τὴν 25η Μαρτίου, δηλαδὴ τὴν Ἐθνεγερσία, ὅπως καθιερώθηκε νὰ τὴν λέμε, τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης τῶν Ἑλλήνων ἐνάντια στοὺς Τούρκους. Πρὶν ἀπὸ κάποιες μέρες, βδομάδες, δὲν θυμᾶμαι καλὰ νὰ σᾶς πῶ, διάβαζα σὲ μιὰ ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα τὸ ἄρθρο ἑνὸς δημοσιογράφου, ὁ ὁποῖος ἤθελε φαίνεται νὰ χτυπήσει -ὄχι «φαίνεται», ἦταν φανερό- ἤθελε νὰ χτυπήσει τὸν Ἀρχιεπίσκοπο. Καὶ αὐτό, μὲ τὸν γνωστὸ μεταπρατικὸ τρόπο, τὴν μεταπρατικὴ νοοτροπία ποὺ ἔχει παγιωθεῖ δυστυχῶς σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τοῦ βίου. Δηλαδὴ ἀναπτύσσεται ἕνας ἀντικληρικαλισμὸς καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀντιγραφὴ τοῦ ἀντικληρικαλισμοῦ τῶν δυτικοευρωπαϊκῶν κοινωνιῶν, χωρὶς νὰ κρίνει καὶ νὰ συγκρίνει κανεὶς τὴν διαφορὰ τῶν ἱστορικῶν ἐμπειριῶν, τὴν διαφορὰ τῶν κοινωνικῶν παραστάσεων καὶ δεδομένων στὶς δύο περιπτώσεις. Στὴν Δύση, πράγματι, ὁ θεσμὸς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας, ειδικὰ στοὺς μέσους αἰῶνες, λειτούρησε μὲ ἕναν αὐταρχισμό, μέχρις ὁλοκληρωτισμοῦ, ποὺ ἔχει καταγραφεῖ ἱστορικά, ἔχει κριθεῖ, ἔχει κατακριθεῖ· στὴν Ἀνατολή, εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε δὲν μᾶς ἀρέσει, εἴτε τὸ δεχόμαστε εἴτε τὸ ἀγνοοῦμε, τέτοια φαινόμενα δὲν ὑπῆρξαν. Ὑπῆρξε πράγματι μία ταύτιση τοῦ κλήρου μὲ τὸ λαϊκὸ σῶμα. Μεγάλο θέμα, δὲν θὰ μείνω σ᾿ αὐτό. Τὸ ἀναφέρω συμπτωματικὰ γιὰ νὰ τονίσω αὐτὴν τὴν ξιπασιά, νὰ θέλουμε ὅ,τι συνέβη στὴν Δύση νὰ τὸ μεταφέρουμε ὁπωσδήποτε καὶ στὴν Ἑλλάδα. Λοιπόν, ὁ δημοσιογράφος αὐτὸς ἔγραφε ὅτι, ναί, τὰ βιβλία Ἱστορίας νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἄποψη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὁ ὁποῖος ζήτησε νὰ ὑπάρχει ὅλη ἡ ἀλήθεια ἡ ἱστορικὴ μέσα στὰ βιβλία τοῦ σχολείου. Ἐπομένως, ἔλεγε ὁ δημοσιογράφος, πρέπει νὰ διδάσκονται τὰ παιδιὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία πολέμησε τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821· ὁ Πατριάρχης τὴν ἀφόρισε· ὅτι ὑπήρξε ἕνα κείμενο, ἡ «Πατρικὴ Διδασκαλία», τοῦ Ἀθανασίου Παρίου, ἡ ὁποία παίνευε καὶ ἐξυμνοῦσε σχεδὸν τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, καὶ ἔτσι ἀντιτασσόταν στὸ ἐθνικὸ κίνημα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέκυψε ἡ Ἐπανάσταση καὶ ἡ ἀπελευθέρωση.

Ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ, ὅτι στὸν χῶρο τῆς Ἱστορίας εἶναι πάρα πολὺ εὔκολες οἱ ὑπερβάσεις καὶ πάρα πολὺ εὐόλισθος ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ, ὅπως εἶπα ἀρχικὰ, σὲ βάναυση κακοποίηση τῶν ἱστορικῶν γεγονότων. Ὄχι συνειδητὴ πάντοτε· αὐτὸ ποὺ συνηθέστερα συμβαίνει εἶναι νὰ ἀποσπᾶμε ἐπὶ μέρους δεδομένα καὶ περιστατικά, καὶ νὰ ἀντλοῦμε μιὰ ἐρμηνευτικὴ πρόταση συνολική, ἡ ὁποία δὲν πατάει γερά, παρὰ μόνο κουτσαίνοντας, πάνω σὲ ἐπιλεγμένα περιστατικά. Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ὑπάρξει ἀντικειμενικότητα στὴν Ἱστορία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ μεγαλύτερος μᾶλλον σήμερα φιλόσοφος, ὁ πιὸ γνωστὸς στὴν Ἀμερική, ποὺ μάλιστα ἐμφανίζεται καὶ ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἀριστερᾶς, στὶς Ἠνωμένες Πολιτεῖες, ὁ Ρίτσαρντ Ρώρτυ, ἔχει πεῖ μιὰ φράση ποὺ νομίζω ὅτι εἶναι πολὺ σημαδιακή. Λέει, ὅτι, ἕνας λαὸς γράφει τὴν Ἱστορία του, ὄχι γιὰ νὰ ἀφηγηθεῖ τὸ παρελθόν του, ἀλλὰ γιὰ νὰ συγκροτήσει ταυτότητα, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὸ μέλλον· μὲ τὴν ὁποία θὰ συγκροτήσει τὸ μέλλον του. Ἐπομένως, εἰδικὰ στὴν σχολικὴ διδασκαλία τῆς Ἱστορίας, ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία ὁ στόχος τὸν ὁποῖον θέτει μιὰ κοινωνία γιὰ τὸ παρόν της καὶ γιὰ τὸ μέλλον της.
Ἐπιτρέψτε μου, σὰν παρένθεση, καὶ σὰν ὀδυνηρὴ ἔκρηξη νὰ πῶ, ὅτι ἡ ὅλη κυβερνητικὴ συμπεριφορὰ μὲ τὸ βιβλίο αὐτὸ τῆς 6ης τάξης τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, γιὰ τὸ ὁποῖο τόσα πράγματα εἰπώθηκαν καὶ τόσος θόρυβος ἔγινε, ἡ κυβερνητικὴ συμπεριφορά, θέλω ἁπλῶς νὰ πῶ, ὅτι ἀντιπροσωπεύει μία στάση ἡ ὁποία δὲν ἔχει κανένα ὅραμα γιὰ τὸ μέλλον τῶν Ἑλλήνων, δὲν ἔχει καμμιὰ φιλοδοξία, κανένα στόχο γιὰ τὴν κοινωνία τῶν Ἑλλήνων. Θέλει τοὺς Ἕλληνες ἔτσι πεπαιδευμένους, ὑποτελεῖς καὶ λακέδες στὴν ἐκάστοτε νέα τάξη πραγμάτων, εἰς τὴν ἐκάστοτε ὑπερδύναμη, ὑπηρέτες οἰκονομικῶν προτεραιοτήτων, δίχως αὐτοσυνειδησία, δίχως αἴσθηση πολιτιστικῆς καταγωγῆς, δίχως συνείδηση δυνατοτήτων γιὰ τὸ μέλλον.

Δὲν ἰσχυρίζομαι ὅτι θὰ σᾶς παρουσιάσω σήμερα μιὰ ἀντικειμενικὴ ὁπτικὴ ἱστορική, θὰ σᾶς καταθέσω κάποια δεδομένα, καὶ θὰ συναγάγω ἀπὸ αὐτὰ μιὰ ἐρμηνευτικὴ πρόταση, ἡ ὁποία ἐπαφίεται στὴν κρίση σας καὶ στὴν ἐκτίμησή σας, κατὰ πόσο ἀφορᾶ τὴν ἡμέρα ποὺ σήμερα γιορτάζουμε -ἂν γιορτάζουμε- καὶ λέγεται 25η Μαρτίου.

Θὰ ἔλεγα ὅτι τὰ χρόνια ἐκεῖνα, καὶ εἰδικὰ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου, ὑπῆρξε στὸν ἑλληνικὸ χῶρο μιὰ ἀντιπαλότητα δύο ὁραμάτων. Ὑπῆρχαν μὲ ἄλλα λόγια δύο τρόποι, μὲ τοὺς ὁποίους ἀντιμετωπιζόταν τὸ μέλλον τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ δύο αὐτοὶ τρόποι, τὰ δύο αὐτὰ ὁράματα, εἶχαν συγκεκριμένους φορεῖς. Τὸν ἕνα τρόπο τὸν ἐκπροσωποῦσαν οἱ Φαναριῶτες καὶ τὸ Πατριαρχεῖο. Ἐκεῖ εἶχε συναχθεῖ, ἤδη ἀπὸ τὴν ἄλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ πνευματική, ὅπως λέγανε, ἐν πολλοῖς ὅμως καὶ πολιτικὴ ἠγεσία τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ, ἀναγνωρισμένη ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς Τούρκους -στὸ πρόσωπο τοῦ Πατριάρχη ἀναγνώριζε ὁ Σουλτάνος πάντοτε τὴν κεφαλὴ τῶν ὑπόδουλων Ὀρθόδοξων Χριστιανῶν, ἐπομένως αὐτῶν οἱ ὁποῖοι ἦσαν καὶ φορεῖς κυρίως τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτὴ ἡ ὁμάδα λοιπὸν ἡ ἡγετικὴ τῆς Κωνσταντινούπολης εἶχε ἕνα πολὺ συγκεκριμένο ὅραμα γιὰ τὸ μέλλον τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Καὶ τὸ ὅραμα αὐτὸ ἀπέβλεπε, ἦταν τὸ πρῶτο του κριτήριο, στὴν διάσωση ὅλων τῶν Ἑλληνικῶν Ὀρθόδοξων πληθυσμῶν ποὺ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων. Δηλαδή, ἦταν πολὺ ἐπιφυλακτικοὶ οἱ Φαναριῶτες ἀπέναντι στὶς καινούργιες ἰδέες, ποὺ μετὰ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση εἶχαν ἀρχίσει νὰ εἰσέρχονται καὶ στὸν ὑπόδουλο ἑλληνικὸ χῶρο, γιὰ τὴν ἴδρυση ἐθνικοῦ κράτους, ἀστικοῦ κράτους, ὅπως λέγανε οἱ φιλόσοφοι τοῦ Διαφωτισμοῦ, δηλαδὴ ἑνὸς κράτους βασισμένου σὲ ἄλλες προτεραιότητες καὶ ἀξίες ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἰδρύει καὶ συγκροτεῖ ἡ ἱστορικὴ συνείδηση καὶ ἡ πολιτιστικὴ συνέχεια. Σὲ στοιχεῖα, ὅπως ὁρίζονται ἀπὸ τὰ ἐγχειρίδια, τὸ ἔθνος-κράτος στηρίχτηκε στὴν κοινὴ γλῶσσα, σὲ μιὰ κοινὴ παράδοση ἠθῶν καὶ ἐθίμων, μιὰ κοινὴ συνείδηση κάποιας ἱστορικῆς συνέχειας - καὶ ὄχι πάντοτε, διότι ὑπάρχουν πολλὲς περιπτώσεις ἐθνῶν-κρατῶν ποὺ ἀποτελοῦνται ἀπὸ περισσότερες ἐθνότητες καὶ ἀπὸ ποικίλες ἱστορικὲς παραδόσεις.

Ἡ ἐμμονὴ αὐτὴ εἶχε κάποιους ρεαλιστικοὺς λόγους, στοὺς ὁποίους βασιζόταν. Μέσα ἀπὸ τὴν διαδρομὴ τῶν αἰώνων τῆς τουρκοκρατίας, σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, τὸ Ἑλληνικὸ στοιχεῖο εἶχε κατορθώσει νὰ εἶναι πραγματικὰ τὸ κυρίαρχο κοινωνικά. Ἀντίθετα, τὸ μουσουλμανικό, τὸ τουρκικὸ στοιχεῖο, εἶχε ἀπωθηθεῖ, θὰ ἔλεγε κανείς, στὶς παρυφὲς τοῦ κοινωνικοῦ γεγονότος, ἐκτελοῦσε τελείως δευτερεύουσες ὑπηρεσίες καὶ ἀσχολίες, βέβαια ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς πασάδες, τοὺς ἀγάδες σὲ κάθε περιοχή, ποὺ εἶχαν τὴν ἰδιοκτησία καὶ τὸν πλοῦτο. Ὅμως ὁ Ἑλληνισμὸς εἶχε κατορθώσει, παρὰ τὴν ἀπαγόρευση, ἐπὶ μακρὲς περιόδους, τῶν σχολείων, τῆς ἐκπαίδευσης, εἶχε κατορθώσει νὰ πετύχει μιὰ ἄνθηση καὶ οἰκονομικὴ καὶ παιδευτική, ἡ ὁποῖα κυριολεκτικὰ μᾶς ἐκπλήττει. Οἱ Ἕλληνες, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τοὺς αἰῶνες τῆς τουρκοκρατίας, καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν 16ο, 17ο καὶ μετά, ὄργωναν τὴν Μεσόγειο ὡς καραβοκυραῖοι, κρατοῦσαν στὰ χέρια τους τὸ ἐμπόριο τῆς Μεσογείου· οἱ Ἕλληνες ἔμποροι εἶχαν ἀνοιχτεῖ στὶς ἀγορὲς τῆς Εὐρώπης· σήμερα μένουμε κατάπληκτοι ὅταν βλέπουμε τὶ κτήρια ἄφησαν πίσω τους αὐτὲς οἱ Ἑλληνικὲς κοινότητες τῆς Τεργέστης, τῆς Βιέννης, τοῦ Μονάχου, τοῦ Παρισιοῦ, τοῦ Λονδίνου· ὄργωναν καὶ αὐτοὶ τὶς ἀγορὲς τῆς Εὐρώπης, οἱ Καστοριανοὶ γουνέμποροι, οἱ ἔμποροι τῶν Ἀμπελακίων, ἀπὸ ὅλον τὸν χῶρο τῆς Ἑλλάδας ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ ζωτικὴ ἔξοδος.
Καὶ θὰ παρακαλοῦσα τοὺς ἀγαπητοὺς ἀκροατές, τὶς ἀγαπητές ἀκροάτριες, νὰ κάνουν τὴν σύγκριση, αὐτῆς τῆς μετανάστευσης τῶν Ἑλλήνων, τότε, τοὺς αἰῶνες τῆς τουρκοκρατίας, μὲ τὸ μεταναστευτικὸ κῦμα ποὺ ἄρχισε μετὰ τὴν ἴδρυση τοῦ ἐλεύθερου, λεγόμενου, ἑλλαδικοῦ κράτους. Τότε, ὅταν οἱ Ἕλληνες ἦταν φτωχοί, ἀγράμματοι, δοῦλοι, καταπιεσμένοι, μετανάστευαν ἀπὸ θέσεως ἰσχύος· ἦταν οἱ ἄρχοντες ποὺ ὄργωναν τὴν Εὐρώπη, καὶ ἄφησαν πίσω τους, ὡς μεγάλοι εὐεργέτες στὴν τελευταία φάση, ἀλλἀ καὶ πιὸ πρίν, ἄν κρίνει κανεὶς ἀπ᾿ τὶς σχολὲς ποὺ ἴδρυαν σὲ κάθε μέρος τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ, - ἦσαν κυρίαρχοι τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀγορᾶς. Ἐνῶ, ὁ μετανάστης ὁ Ἕλληνας μετὰ τὴν ἴδρυση τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους, φεύγει ὅπως μεταναστεύουν σήμερα λαοὶ ὅπως οἱ Ἀλβανοί, γιὰ νὰ ζήσουν μὲ τὴν ἐργασία τῶν χεριῶν τους, τὴν χειρωνακτική· ἡ ἀποδημία γίνεται ἐξορία, γίνεται ξενιτιά, ποὺ τόσο πικρὰ τὴν ἔχει μελωδήσει καὶ ἰχνογραφήσει ἡ ἑλληνικὴ τέχνη.

Ἔλεγα, λοιπόν, ὅτι σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ Ἑλληνικοὶ πληθυσμοὶ ἦταν οἱ κοινωνικὰ κυρίαρχοι. Ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς κατάκτησης τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τὸ τουρκικὸ στοιχεῖο δὲν εἶχε τόσο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ ἐμπόριο. Οὔτε, θὰ ἔλεγα, γιὰ τὶς κατασκευαστικὲς τέχνες. Στὸ πεδίο αὐτὸ οἱ Ἕλληνες εἶχαν νὰ συναγωνιστοῦν μὲ ἄλλες μειονότητες, ὅπως μὲ τοὺς Ἑβραίους ἢ μὲ τοὺς Ἰταλούς, τοὺς Γενοβέζους καὶ ἄλλους. Πάντως, εἶναι γεγονός, νομίζω, ὅτι τὸ Ἑλληνικὸ στοιχεῖο εἶχε φτάσει οἰκονομικὰ καὶ κοινωνικὰ νὰ εἶναι σὲ πολὺ ὑψηλὴ στάθμη. Μιλᾶμε γιὰ ἑκατομμύρια Ἑλλήνων στὴν Μικρὰ Ἀσία, στὸν Πόντο, στὴν Ἀνατολικὴ Ρωμυλία, στὴν Δυτικὴ Μακεδονία, κ.λπ.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ πληθυσμοὶ ἦταν μέσα στὴν ἔγνοια τῶν Φαναριωτῶν καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἂν ἕνα κομμάτι αὐτοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ξεκινοῦσε μιὰ προσπάθεια νὰ αὐτονομηθεῖ ὡς ἔθνος-κράτος, καταλάβαινε κανεὶς ἀμέσως ὅτι ἡ ἐκδίκηση τῶν Τούρκων θὰ ἦταν ἡ σφαγή, ἡ καταδίωξη, ὁ ἀφανισμὸς ὅλων τῶν ὑπόλοιπων αὐτῶν ἀπέραντων ἐκτάσεων ὅπου κατοικοῦσαν οἱ Ἕλληνες, ἀπὸ πανάρχαιες μῆτρες καταγωγῆς ἐκεῖ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ βλέπουμε στὴν ἀρχὴ μιὰ ἀμηχανία ἀπέναντι στὶς καινούργιες ἰδέες ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Δύση -ἀμηχανία τῶν Φαναριωτῶν καὶ τοῦ Πατριαρχείου- καὶ στὴν συνέχεια, πράγματι, μιὰ ἐκφραση ἀποψης καὶ γνώμης, ὅπως αὐτὴ ποὺ ἀποτυπώθηκε στὸ τόσο διαβεβλημένο αὐτὸ κείμενο, «Πατρικὴ Διδασκαλία», γραμμένο ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο Πάριο καὶ ἐκδοθὲν ἀπὸ τὸ τυπογραφεῖο τοῦ Πατριαρχείου, στὸ ὁποῖο λέει ὅτι ἤτανε τύχη, ἦταν ἀγαθὴ συγκυρία γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ὅτι ὑποδουλώθουκε στοὺς Τούρκους καὶ ὄχι στοὺς Φράγκους· διότι ἂν εἶχε ὑποδουλωθεῖ στοὺς Φράγκους, θὰ εἶχε χάσει ἀμέσως καὶ τὸν πολιτισμό του καὶ τὴν ἰδιαιτερότητά του, ἐνῶ χάρις στὸ χαμηλὸ ἐπίπεδο τῶν Τούρκων εἶχε διατηρήσει τὴ συνείδηση τῆς πολιτιστικῆς του ὑπεροχῆς.

[μουσικὸ διάλειμμα]

Ἀγαπητοὶ φίλοι, προσπάθησα νὰ παρουσιάσω στὸ πρῶτο μέρος τῆς ἐκπομπῆς τὸ ἕνα ὅραμα ἀπὸ τὰ δυὸ ποὺ κυριαρχοῦσαν ἀπὸ τὰ δυὸ ποὺ κυριαρχοῦσαν στὴν ἐποχὴ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ '21, τὸ ὅραμα ποὺ ἐκπροσωπήθηκε κυρίως ἀπὸ τοὺς Φαναριῶτες καὶ τὸ Πατριαρχεῖο. Σ᾿ αὐτὸ τὸ ὅραμα, ὁ Ἑλληνισμὸς ἦταν πρωτευόντως μιὰ πραγματικότητα πολιτισμοῦ πέρα ἀπὸ ἐθνοφυλετικὰ σύνορα καὶ ὄχι κατὰ προτεραιότητα ἕνα ἐθνικὸ σύνολο ὅπως σήμερα πιά, ἐκ τῶν ὑστέρων, κατανοοῦμε τὴν ἑλληνικότητα. Σίγουρα, ὁ ἑλληνισμὸς ὡς πολιτιστικὸ γεγονὸς εἶχε καὶ συγκεκριμένη ἐθνοφυλετικὴ καταγωγή, ἀλλά, ὑπῆρχε ἡ αἴσθηση ἀκόμα τότε ζωντανὴ στοὺς κύκλους τοῦ Φαναρίου, καὶ μπορεῖ νὰ τὸ ψηλαφήσει κανεὶς καὶ νὰ τὸ πιστοποιήσει στὰ κείμενα τῶν αἰώνων ἐκείνων, ὅτι ὑπῆρχε μιὰ αἴσθηση ὑπεροχῆς πολιτιστικῆς· μπορεῖ νὰ εἶχε κατακτηθεῖ ὁ Ἑλληνισμός, μπορεῖ νὰ ἦταν σκλάβος, τυραννισμένος, ἔξω ἀπὸ τὰ κέντρα, ἔξω ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, φτωχὸς καὶ βασανισμένος, ἀλλά, μὲ αἰσθηση ἀρχοντικῆς καταγωγῆς, μὲ αἴσθηση πολιτιστικῆς ὑπεροχῆς.

Πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ἡ γλῶσσα ἀκόμα, λειτουργοῦσε ὡς διαβατήριο γιὰ νὰ ταξιδέψεις τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σὲ μιὰ τεράστια περιοχή. Λέει ὁ Ἐλύτης πολὺ ὡραῖα ὅτι, μέχρι καὶ τὸν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶχες γλωσσικὸ διαβατήριο γιὰ νὰ ταξιδέψεις σὲ μιὰ περιοχὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μέχρι τὴν Κάτω Ἰταλία, κι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο μέχρι τὴ Μολδαβία καὶ τὴ Βλαχία ἐπάνω στὸ Δούναβη.
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ἦταν ἡ ζωντάνια τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, ἡ ὁποία ἦταν ἡ πρωτεύουσα, ἡ κυρίαρχη. Ὁ Ἑλληνισμὸς ἔδωσε σάρκα στὴν παράδοση αὐτή, σάρκα πολιτισμοῦ, μὲ τὴν τέχνη, τὴν ζωγραφική, τὴν μουσική, τὴν τέχνη τῆς δραματουργίας, σεβαστὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐκχριστιανισμένους λαοὺς τῆς Βαλκανικῆς καὶ τῆς Ἐγγὺς καὶ Μέσης Ἀνατολῆς.
Εἶπα προηγουμένως λίγα λόγια καὶ γιὰ τὸ οἰκονομικὸ σφρίγος τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ σκεφθεῖτε καὶ τὰ τεκμήρια ποὺ ἄφησε, σὲ μερικὲς περιοχὲς μέχρι σήμερα, αὐτὸ τὸ οίκονομικὸ σφρίγος, συνδυασμένο μὲ παραγωγὴ πολιτισμοῦ. Σήμερα πρέπει νὰ ἔχουμε ἕνα καὶ δυὸ διδακτορικὰ γιὰ νὰ καταλάβουμε τὶ ἴλιγγο ἀρχιτεκτονικῆς ἀρτιότητας εἶχαν τὰ λαϊκὰ χτίσματα τῆς τουρκοκρατίας· τὶ ἦταν ἡ ζωγραφικὴ ἐκείνων τῶν αἰώνων, ἡ Κρητικὴ σχολὴ στὴν ἁγιογραφία· τὶ ἦταν ἡ ποίηση τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τὶ ἦταν ἡ μουσικὴ τῶν χορῶν καὶ τῶν πανηγυριῶν· τὶ ἦταν οἱ λαϊκὲς φορεσιές· δὲν ξέρω πόσοι εἶδαν αὐτὴ τὴν ἔκθεση τῶν κεντημάτων ποὺ εἶχε κάνει πέρισυ τὸ Μουσεῖο Μπενάκη, στὸ καινούργιο του κτήριο στὴν ὁδό Πειραιῶς, μὲ κεντήματα τοῦ 16ου καὶ 17ου αἰώνα, ποὺ μένει κανεὶς ἐνεός· αὐτὸς ὁ λαός, ἐπαναλαμβάνω, ὁ τότε ἀγράμματος, καταπιεσμένος, φτωχός, πῶς εἶχε τέτοια αἴσθηση κάλλους, καὶ πῶς ὅλα αὐτὰ κόπηκαν μὲ τὸ μαχαίρι μόλις ἰδρύθηκε τὸ ἑλλαδικὸ κράτος.

Πρέπει κάποτε νὰ συνειδητοποιήσουμε καὶ νὰ βγάλουμε τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς μυθοποίησης, ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς παύει νὰ παράγει πολιτισμό, μὲ τὴν ἴδρυση τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους. Τὸ ἑλλαδικὸ κράτος ἰδρύεται μὲ τὴν πρόθεση νὰ μὴν εἶναι ἑλληνικό, ἀλλὰ νὰ εἶναι μεταπρατικό, νὰ ἀντιγράψει, νὰ κοπιάρει, τὰ «πεφωτισμένα καὶ λελαμπρυσμένα τῆς Ἐσπερίας γένη καὶ ἔθνη». Ὅ,τι φτιάχθηκε καὶ ὅ,τι παρήχθη μέσα στὸ ἑλλαδικὸ κράτος, ἀπὸ τὴν ἴδρυσή του καὶ μετά, εἶναι μίμηση, εἶναι πιθηκισμός. Πολλὲς φορὲς αὐτὴ ἡ μίμηση δίνει ὑψηλὰ ἐπιτεύγματα, ἀλλὰ δὲν εἶναι πρωτογενὴς παραγωγὴ πολιτισμοῦ μὲ σφραγίδα ἰδιαιτερότητας, μὲ ἰδιοπροσωπεία, μὲ μήνυμα καὶ κατάθεση μαρτυρίας αὐτῆς τῆς συνέχειας ποὺ εἶχε ὁ Ἑλληνισμὸς μέσα σὲ τρεισήμισυ χιλιάδες χρόνια.

Ὅλων αὐτῶν δεδομένων - νὰ προσθέσω καὶ ἕνα ἀκόμα, μὴν ξεχνᾶμε τοὺς λόγιους οἱ ὁποῖοι φεύγοντας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ἀμέσως μετὰ τὴν ἄλωση, γέμισαν τὰ πανεπιστήμια τῆς Ἰταλίας καὶ ἔφεραν ἐκείνη τὴν ἄνθηση ποὺ ὁδήγησε κυρίως στὴν Ἀναγέννηση. Ὑπάρχει μεταφρασμένο ἀπὸ τῆς ἐκδόσεις τοῦ Μορφωτικοῦ Ἰδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης ἕνα θαυμάσιο βιβλίο ἑνός Ἄγγλου, τοῦ Μπάττερφηλντ, «Ἡ καταγωγὴ τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης». Ἐκεῖ, στὸν πρόλογο, θὰ δεῖτε μιὰ λεπτομέρεια ποὺ εἶναι πολὺ χαρακτηριστική: Ὅτι στὴν Ἰταλία, μέχρι καὶ τὸν 18ο αἰώνα, ὅταν ἔφτανε ἕνας Ἕλληνας, ἀπὸ τὶς κατεχόμενες πιὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους περιοχές, λόγιος Ἕλληνας, τὸν ὑποδέχονταν, λέει αὐτὸς ὁ συγγραφέας, περίπου ὅπως ὑποδέχονταν στὴν Ἀμερικὴ τὸν Αϊνστάιν στὴν διάρκεια τοῦ μεσοπολέμου. Πραγματικά, αὐτὸ εἶναι πάρα πολὺ σημαντικὴ εἰκόνα, καὶ νομίζω ὅτι μέσα ἀπὸ τέτοια δεδομένα μπορεῖ νὰ κατανοήσει κανεὶς τὴν ἐμμονὴ τῶν Φαναριωτῶν σ᾿ ἕνα ὅραμα ἔνδοθεν ἄλωσης τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, δηλαδὴ ἑνὸς ἔμμεσου ἐξελληνισμοῦ της.
Δεδομένα ἐπίσης ρεαλιστικὰ γιὰ νὰ πατήσει αὐτὸ τὸ ὅραμα ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ὑψηλὴ Πύλη ἡ λεγόμενη, δηλαδὴ ἡ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἐπὶ αἰῶνες διευθυνόταν καὶ κατευθυνόταν ἀπὸ τοὺς δραγουμάνους τῆς Ὑψηλῆς Πύλης ποὺ ἦσαν ὅλοι Ἕλληνες. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὁ σουλτάνος προσέλαβε Ἕλληνες γιὰ μεταφραστὲς στὶς σχέσεις του μὲ τὶς Εὐρωπαϊκὲς Δυνάμεις. Αὐτοὶ οἱ μεταφραστές, οἱ δραγουμάνοι, ἐξελίχθηκαν σὲ ὑπουργοὶ ἐξωτερικῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Θυμηθεῖτε ἐπίσης τὶς ἑλληνικὲς διοικήσεις ὁλόκληρων περιοχῶν ὅπως ἡ Μολδαβία καὶ ἡ Βλαχία· Ἕλληνες διοικοῦσαν αὐτὲς τὶς περιοχές.

Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα, δὲν ὑπῆρχε βέβαια σαφὴς καὶ διευκρινισμένη πολιτικὴ πρόταση, ὅπως σήμερα θὰ τὴν ἀπαιτοῦσε κανεὶς καὶ θὰ τὴν προγραμμάτιζε· ἀλλὰ ἦταν ἕνα κλίμα· ἡ πρόταση αὐτὴ διαχυνόταν [...πρόβλημα στὸν ἦχο...] ποὺ τὰ ἀνακαλύπτουμε σήμερα καὶ βλέπουμε πόσο ὀξυδερκὴς ἦταν ἡ ὅραση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.

Τὸ ὅραμα λοιπὸν αὐτό, ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ὅραμα ποὺ γεννιόταν σὲ συγκεκριμένη ὁμάδα λογίων Ἑλλήνων, ἐγκατεστημένων στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη. Ἡ πιὸ χαρακτηριστικὴ καὶ ἡγετικὴ φυσιογνωμία αὐτῆς τῆς ὁμάδας, στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, ἀρχὲς τοῦ 19ου, ἦταν ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς. Εἶχε φύγει ἀπὸ 23 ἐτῶν ἀπὸ τὴ Χίο, πῆγε στὴ Γαλλία, σπούδασε ἐκεῖ γιατρός, μᾶλλον δὲν ἄσκησε ποτὲ τὸ ἰατρικό του ἐπάγγελμα, ἀσχολήθηκε μὲ τὴ φιλολογία, ἔζησε ὅλη του τὴ ζωὴ στὴ Γαλλία, δηλαδή, ποὺ σημαίνει, ἀποκομμένος ἀπὸ τὴ λαϊκὴ πραγματικότητα καὶ πράξη τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Κοραῆς, ὅπως εἶναι γνωστό, θαύμαζε ἀπεριόριστα τὸν δυτικὸ κόσμο, ἔτσι ὅπως ξαναγεννιόταν, ἀναγεννιόταν μᾶλλον, ὕστερα ἀπὸ τοὺς μέσους αἰῶνες τῆς ἔκπτωσης καὶ τῆς παρακμῆς, καὶ θαύμαζε ὁτιδήποτε δυτικό. Θαύμαζε ἀκόμα καὶ τὴν πρόσληψη ποὺ εἶχαν προσπαθήσει νὰ κάνουν οἱ δυτικοὶ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς κληρονομιᾶς στοὺς νεώτερους αἰῶνες. Δυστυχῶς, οὔτε ὁ Κοραῆς, οὔτε ἡ σχολή του, οὔτε καὶ ἄλλοι, προηγούμενοι, προγενέστεροι τοῦ Κοραῆ, λόγιοι Ἕλληνες στὴ Δύση, ἔθεσαν ποτὲ τὸ κριτικὸ ἐρώτημα: ἄν, αὐτὸ ποὺ νόμιζε ὅτι προσλαμβάνει καὶ συνεχίζει ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἡ Δύση, εἶχε κάποια οὐσιώδη σχέση μὲ τὴν Ἑλληνικὴ παράδοση ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ μετά· ἐὰν δηλαδὴ εἶχαν ἕνα δυτικὸ διάβασμα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ οἱ δυτικοί, ἢ ἂν εἶχαν πράγματι ἕνα ἑλληνικό, ἔνδοθεν διάβασμα αὐτῆς τῆς παράδοσης.

Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ τὴν προσωπική ἐκτίμηση, ὅτι εἶχε χωρὶς ἀντίσταση παραδοθεῖ στὴν δυτικὴ προπαγανδιστικὴ αὐτάρκεια, ἡ ὁποία καυχιόταν ὅτι συνεχίζει μὲ τὸν σχολαστικισμὸ ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα, καὶ μετὰ μὲ τὴν Ἀναγέννηση, συνεχίζει αὐτὴ καὶ μόνο τὴν κληρονομιὰ τὴν πολιτιστικὴ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Τὸ εἶχε τόσο πολὺ ἀποδεχθεῖ αὐτὸ ὁ Κοραῆς, ποὺ πίστευε ὅτι, ἀντιθέτως, οἱ «Γραικοὶ» στὴν κυρίως Ἑλλάδα, στὴν Μικρὰ Ἀσία καὶ ὅπου άλλοῦ, εἶχαν χάσει τὴν ἑλληνικότητά τους, καὶ ὅτι ἂν ποτὲ ἱδρυόταν ἕνα Ἑλληνικὸ κράτος, θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκδυτικισθεῖ πλήρως αὐτὸ τὸ κράτος, ὥστε νὰ ἐπαναπροσλάβει ἀπὸ τὴν Δύση τὸν ἑλληνισμὸ ποὺ τὸ ἴδιο εἶχε χάσει, ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες εἶχαν χάσει. Αὐτὴ εἶναι ἡ περίφημη θεωρία τῆς «μετακένωσης» τοῦ Κοραῆ. Σκεφθεῖτε, σκεφθεῖτε σύλληψη, ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔχουν πάψει νὰ εἶναι Ἕλληνες, ὅτι οἱ δυτικοὶ εἶναι περισσότερο Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνες, ἐπομένως ἂν οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες θέλουν νὰ ξαναγίνουν Ἕλληνες, πρέπει πρῶτα νὰ γίνουν ἐντελῶς δυτικοί. Κι ὅμως, αὐτὸ τὸ ὅραμα, πέρασε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, δημιούργησε ρεῦμα σὲ ἀρκετοὺς λογίους - ὄχι κυρίαρχο, παρά, κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ Μανουὴλ Γεδεών, τὴν τρομοκρατία ποὺ ἀσκοῦσε ἤδη αὐτὴ ἡ σχολὴ καὶ τάση, στοὺς λογίους τῆς ἐποχῆς, μὲ τὸ περίφημο περιοδικό της, τὸν «Λόγιο Ἑρμῆ».

Σ᾿ αὐτὴν τὴν τάση ἀντιτάχθηκε καὶ ὁ Ἀθανάσιος Πάριος μὲ τὸ βιβλίο ποὺ ἀνέφερα πρίν. Καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν τάση ἀντιτάχθηκε καὶ τὸ Φανάρι, τὸ Πατριαρχεῖο, ἀρχικά, χωρὶς ποτὲ νὰ ξέρουμε ἐὰν ὁ ἀφορισμὸς τῶν ἐπαναστατῶν τὶς πρῶτες μέρες μετὰ τὴν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης, ἦταν πράγματι ἀπὸ πεποίθηση τῶν Φαναριωτῶν τοῦ Πατριαρχείου, ἤ, ἂν ἦταν μιὰ ἀκόμη φορὰ ὑποχώρηση στὴν τουρκικὴ βία, γιὰ νὰ γλυτώσουν οἱ πληθυσμοὶ οἱ ὁποῖοι ἦταν ἕρμαιο, ἐγκαταλελειμμένοι στὸ μαχαίρι τῶν Τούρκων. Ἐκεῖνο τὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς διασώζει μιὰ ἱστορικὴ πληροφορία, εἶναι ὅτι, ὅταν πιὰ ἔχει ξεσπάσει ἡ τουρκικὴ ἀντίδραση γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση στὴν Πελοπόννησο, καὶ ἐπίκειται πιά, εἶναι φανερὸ ὅτι θὰ πληρώσουν ἀντίποινα οἱ ἑλληνικοὶ πληθυσμοί, τουλάχιστον τῆς Κωνσταντινούπολης, ὁ τότε μέγας δραγουμάνος τῆς Ὑψηλῆς Πύλης Κωνσταντῖνος Μουρούζης ἐπισκέπτεται τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε' καὶ τὸν παρακινεῖ νὰ φύγει, νὰ φύγει, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γλυτώσει, γιατὶ οἱ Τούρκοι ἔχει [ὁ Μουρούζης] πληροφορίες, ὅτι θὰ ἀφήσουν τὸν ὄχλο νὰ τὸν ἐκτελέσει. Καὶ ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε' τοῦ ἀπαντάει: «Ἐλπίζω, αὐτὴ τὴ φορά, νὰ τὸ κάνουν.» Ἐλπίζω, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι, ἂν μὲ σκοτώσουν, τότε ἔχουμε ἐλπίδες νὰ ξεσηκωθοῦν οἱ δυτικὲς κοινωνίες, τὰ ἀνακτοβούλια τῆς Εὐρώπης, οἱ φιλελεύθεροι λόγιοι, καὶ νὰ ὑποστηρίξουν τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση.
Βλέπετε, ἡ Ἱστορία ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ μονότροπη ἀνάγνωση. Κάποιες, ἀσήμαντες φαινομενικά, ἱστορικὲς λεπτομέρειες ἀνατρέπουν ριζικὰ τὴν εἰκόνα ποὺ προσπαθοῦν δεκαετίες τώρα νὰ σχηματίσουν γιὰ τὸν Γρηγόριο τὸν Ε' ὁρισμένοι ἱστοριογράφοι στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, ποὺ νομίζουν ὅτι ἔτσι ὑπηρετοῦν ἀντικειμενικότητα, δῆθεν, ἱστορική.

Ἐπανέρχομαι, λοιπόν, στὸ ὅτι τὸ ὅραμα τῶν Κοραϊστῶν ἦταν ἕνα ἔθνος-κράτος στὰ ὅρια τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδος, ἔτσι ὥστε νὰ ἀναστηθεῖ στὰ μάτια τῶν Εὐρωπαίων κάτι τὸ ὁποῖο τοὺς ἦταν καὶ συμπαθὲς καὶ νοσταλγικό. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐρεθίζει μέχρι σήμερα καὶ δημιουργεῖ ἀντιπαλότητα γιὰ τοὺς Εὐρωπαίους, δὲν εἶναι ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα βέβαια, τὴν ὁποία ἔχουν σπεύσει νὰ οἰκειοποιηθοῦν καὶ νὰ καπηλευθοῦν -ἄλλο μεγάλο θέμα ποὺ θὰ ἔπρεπε κάποτε νὰ ἐξετασθεῖ-, εἶναι τὸ λεγόμενο Βυζάντιο, εἶναι ἡ μεσαιωνικὴ περίοδος τοῦ Χριστιανισμοῦ, αὐτὸς ὁ ἰλιγγιώδης πολιτισμὸς ποὺ συνεχίστηκε κάτω ἀπὸ τὴν ὀνομασία τῆς Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπομένως, οἱ πληθυσμοὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τοῦ Πόντου, τῆς Κύπρου, δὲν ἐνδιέφεραν τοὺς Κοραϊστές· τοὺς ἐνδιέφερε ἡ κυρίως Ἑλλάδα, ἡ γεωγραφικὴ περιοχὴ τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας. Καὶ φάνηκε ἀμέσως μετά, ὅταν μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια, οἱ Κοραϊστὲς κλήθηκαν ἀπὸ τοὺς Βαυαροὺς νὰ ὁργανώσουν τὸ νέο κράτος σὲ κράτος εύρωπαϊκό, καὶ ἐπάνδρωσαν, στελέχωσαν ὅλες τὶς θέσεις τὶς διοικητικὲς τῆς ἐποχῆς, τότε, ἀμέσως πρωτεύουσα ἔγινε ἡ Ἀθήνα, τότε ἐπεβλήθη κρατικὰ ἡ καθαρεύουσα, πλαστὴ γλῶσσα ποὺ εἶχε φτιάξει ὁ Κοραῆς ἀπὸ τὸ Παρίσι, γιὰ νὰ καθαρεύουν οἱ Ἕλληνες, νὰ ἀποβάλουν τὰ βαρβαρικὰ στοιχεῖα ποὺ εἶχαν εἰσχωρήσει στὴν γλῶσσα τους, καὶ ὁ κοραϊσμὸς νὰ ἐπιβληθεῖ ὡς κυρίαρχη ἰδεολογία στὸ ἑλλαδικὸ κράτος, σχεδὸν μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Τὸ ὅραμα ἦταν ἕνα μεταπρατικὸ κράτος, τὸ ὅραμα ἦταν ὁ μιμητισμός, μιὰ κοινωνία ἡ ὁποία παύει νὰ παράγει πολιτισμό, τὸ ὅραμα ἦταν τελικὰ καὶ ἡ πολιτικὴ ἀλλοτρίωση. Μὴν ξεχνᾶμε, εἶναι σημαδιακὰ αὐτὰ τὰ γεγονότα, πὼς τὰ πρῶτα πολιτικὰ κόμματα ποὺ δημιουργήθηκαν στὴν Ἑλλάδα εἶχαν ἂν θέλετε ἀπὸ μιὰ ἄποψη τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὸ θάρρος νὰ ὀνομάζονται ὡς αὐτὰ ποὺ ἦσαν, δηλαδὴ τὸ Ἀγγλικόν, τὸ Γαλλικὸν καὶ τὸ Ρωσσικόν. Μετά, μὲ πιὸ ἐπιδέξιες μεθόδους, καλύφθηκαν κάτω ἀπὸ ἄλλες προμετωπίδες, ὅπως καλύπτονται μέχρι σήμερα· γιατὶ καὶ σήμερα νομίζω θὰ ἦταν πολὺ πραγματικότερο, ἐὰν δημιουργοῦντο δύο κόμματα σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, καὶ εὐθαρσῶς ὀνομάζονταν, τὸ ἕνα, τὸ Ἀμερικανικόν, καὶ τὸ ἄλλο, τὸ Εὐρωπαϊκὸν ἢ Ἑλληνοκεντρικόν.

Λέω, λοιπόν, ὅτι ἡ σύγκρουση αὐτῶν τῶν δύο ὁραμάτων ἀπέβη τελικὰ ὄχι εἰς ὄφελος, κανενὸς θὰ ἔλεγα. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὅμως εἶναι δεδομένο, εἶναι ὅτι τὸ ὅραμα τῶν Φαναριωτῶν ἐξαφανίστηκε, συνετρίβη. Διατηρήθηκε γιὰ κάποιες δεκαετίες τὸ ὅραμα τοῦ ἀλυτρωτικοῦ στόχου τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους· καὶ ὑπηρετήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο, μὲ ἀποτέλεσμα, πράγματι, νὰ διπλασιασθεῖ ὁ γεωγραφικὸς χῶρος τοῦ ἀρχικοῦ κρατιδίου. Ἀλλά, στὴν πραγματικότητα, ὅλος ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τοῦ Πόντου, τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, Μοναστήρι κ.λπ., τῆς Βορείου Ἠπείρου, τῆς Κύπρου, παραδόθηκαν κυριολεκτικὰ στὸν ἀφελληνισμό, στὴν ἐξαφάνιση κάθε ἴχνους ἑλληνικῆς παρουσίας. Ἔτσι ὥστε, θὰ ἔλεγε κανείς, τουλάχιστον ἀπὸ συστολὴ καὶ ἀπὸ ὀδύνη, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν σήμερα δημοσιογράφοι, ἢ δῆθεν ἱστορικοί, οἱ ὁποῖοι νὰ θριαμβολογοῦν γιὰ τὸ ὅτι κατατροπώθηκε τὸ ὅραμα καὶ ἡ φιλοδοξία τῶν Φαναριωτῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ποιός ἐπαληθεύθηκε ἱστορικά; Ποιὰ ἀπὸ τὶς δύο πολιτικὲς ἐρμηνεῖς καὶ προτάσεις ἐπαληθεύθηκε; Εἶναι φανερὸ ὅτι ἐπαληθεύθηκαν οἱ Φαναριῶτες, καὶ ὁ Ἑλληνισμός πράγματι ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὶς πανάρχαιες αὐτὲς κοιτίδες καταγωγῆς του.

Ἀγαπητοὶ φίλοι, ἕνα εἶναι γεγονός· ὅτι ἡ Ἱστορία δὲν γυρίζει πίσω· ἡ Ἰσταμποὺλ δὲν ξαναγίνεται Κωνσταντινούπολη· καὶ τὸ μονοτονικὸ εἶναι πιὰ μιὰ δεδομένη ρήξη στὴ γλωσσικὴ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ. [Σ.σ. Αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε, κύριε καθηγητά!] Τὰ ἱστορικὰ προβλήματα τοῦ παρόντος δὲν εἶναι αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα παραμυθιαζόμαστε καὶ ἀκοῦμε συνεχῶς αὐτὴ τὴν ἀτέλειωτη, φλύαρη προπαγάνδα τῶν κομματικῶν συμφερόντων καὶ τῆς κομματικῆς ἰδιοτέλειας. Τὰ πραγματικὰ ἱστορικὰ προβλήματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὸ παρόν, νομίζω ὅτι εἶναι συνειδητὰ στοὺς περισσότερους. Εἶναι τὸ δημογραφικό, ἡ ἀναπόφευκτη ἱστορικὴ ἐξαφάνιση αὐτοῦ τοῦ Γένους, μέσα ἀπὸ τὴ γήρανσή του. Εἶναι ὁ συγκεντρωτισμός, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ μισὸς πληθυσμὸς τοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου εἶναι συγκεντρωμένος στὴν πρωτεύουσα. Δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει ἕνα κράτος, ὅταν ὁ μισὸς πληθυσμὸς εἶναι στὴν πρωτεύουσα. Ἡ ἀγλωσσία, ἡ ἀπώλεια πιὰ τῆς ἐκφραστικῆς δυνατότητας τῶν Ἑλλήνων, ἡ συνέχιση δηλαδὴ τοῦ πιὸ στέρεου ἐδάφους ποὺ διασώζει τὴν ἱστορικότητα ἑνὸς λαοῦ, τῆς γλώσσας. Ἡ ἀγλωσσία, ἀπὸ τὴν ἐκπαιδευτικὴ καταστροφὴ ποὺ ἔχει γίνει τὰ τελευταῖα χρόνια, τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὴν Ἑλλάδα, εἶναι ἕνα δεδομένο ἐφιαλτικό. Γιορτάζουμε μιὰ ἱστορικὴ ἐπέτειο καὶ πρέπει κατάματα νὰ βλέπουμε, συγκεκριμένα, τὶς ἱστορικές μας προοπτικὲς καὶ τὴν ἱστορική μας ἀπελπισία.

Ἦταν ἡ ἐκπομπὴ «Ἀσκήσεις κριτικῆς σκέψης», μὲ τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ. Τὸ θέμα σήμερα, 25 Μαρτίου, ἦταν «Ἐθνεγερσία, σύγκρουση δύο ὁραμάτων».

01 Ιουλίου 2010

Και να χώνεται εκεί, σε μια γωνιά, εφτά μέρες, πρωί - βράδυ.


Οταν μιλάμε για ελληνική παράδοση –τότε που λειτουργούσε– δεν εννοούμε μια συλλογική ιδεοληψία, κυρίαρχη ιδεολογία παρατεινόμενη σε διάρκεια αιώνων. Θα τολμούσα την αποφθεγματική, αλλά όχι αυθαίρετη διατύπωση ότι «παράδοση» για τους Ελληνες ήταν η πείρα που παραδινόταν από γενιά σε γενιά. Και είχε κριτικό χαρακτήρα αυτή η μεταβίβαση πείρας: κάθε γενιά ξεσκαρτάριζε ό, τι περιττό και ανώφελο από τα όσα παραλάμβανε και πρόσθετε τις δικές της εμπειρικές εκτιμήσεις για το αναγκαίο και για την ποιότητα.

Στην ελληνική, λοιπόν, παράδοση ήταν πραγματικά αδιανόητος ο ατομικός, ιδιωτικός χαρακτήρας της μεταφυσικής αναζήτησης. Αυτό συνάγεται καταφανέστατα από τις γραπτές απομνημειώσεις, τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις, τις εθιμικές πρακτικές της παράδοσης. Δυσκολευόμαστε σήμερα να το αντιληφθούμε, γιατί οι δικοί μας εθισμοί, μαζί με τις εντολές «πολιτικής ορθότητας» που μας επιβάλλει η νατοϊκή Νέα Τάξη πραγμάτων, απωθούν τη μεταφυσική αναζήτηση στο πεδίο του αποκλειστικά ιδιωτικού, της στεγανά ατομικής επιλογής. Η μεταφυσική σήμερα είναι εξ ορισμού ιδεολόγημα και ψυχολογική μόνο καταφυγή, επομένως ατομική καθαρά υπόθεση. Η κρατική νομοθεσία αναγνωρίζει την ανάγκη των ατόμων να ικανοποιούν τα θρησκευτικά τους ορμέμφυτα, γι’ αυτό και προστατεύει ως «δικαίωμα» την οποιαδήποτε (αδιαφοροποίητα) θρησκευτική ιδεοληψία.

Με άλλα λόγια, η σημερινή νομοθεσία και νοοτροπία αποκλείουν καισαρικά τον τρόπο οργάνωσης του κοινού βίου με τον οποίο σημάδεψε κάποτε την πανανθρώπινη ιστορία η ελληνική παράδοση: Αποκλείουν την ελληνική «πόλιν», το «κοινόν άθλημα» του «πολιτικού βίου», τη δημοκρατία ως μετοχή όλων των πολιτών στην πραγμάτωση του «αληθούς».

Στον γεωγραφικό χώρο που ορίζουν οι ακτές του Αιγαίου και το ενδιάμεσο αρχιπέλαγος, γεννήθηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η κριτική σκέψη.

Δηλαδή η ανάγκη να επαληθεύεται η γνώση, να διακρίνεται το σωστό από το λάθος, η πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση, την πλάνη, το ψεύδος. Και «κριτήριον αληθείας» για τους Ελληνες ήταν πάντοτε το «κοινωνείν»: η εμπειρική συμμαρτυρία, ο γλωσσικός συντονισμός της εμπειρίας – «όταν πάντες ομοδοξούσι και έκαστος επιμαρτυρεί».

Με την «πόλιν» και το «πολιτικόν άθλημα» έκαναν οι Ελληνες το άλμα μετάβασης από την «κοινωνίαν της χρείας» στην «κοινωνίαν του αληθούς»: Η συλλογική συνύπαρξη να μην αποβλέπει πια μόνο ή πρωτευόντως στη χρεία – στον καταμερισμό της εργασίας για την πληρέστερη κάλυψη των βιοτικών αναγκών. Να αποβλέπει κυρίως στην επιδίωξη μίμησης του «όντως υπαρκτού»: του αθάνατου «τρόπου» της λογικής κοσμιότητας και αρμονίας των υπαρκτών. Και αυτή την επιδίωξη την έκαναν οι Ελληνες «γλώσσα», δηλαδή πράξη αποκαλυπτική του στόχου: Γλώσσα θεσμών της «πόλεως», γλώσσα της τραγωδίας, του αγάλματος, της αρχιτεκτονικής – του Παρθενώνα.

Η μεταφυσική αναζήτηση για τον Ελληνα ήταν μετοχή, εμπειρία συνάθλησης, κοινωνία λογικών ψηλαφήσεων – όχι ατομική επιλογή και ιδιωτικές «πεποιθήσεις». Στην «εκκλησία του δήμου» συνάζονταν οι πολίτες για να συγκροτήσουν και φανερώσουν την «πόλιν» ως «κόσμον» – κόσμημα «κατά λόγον» τάξεως, αρμονίας και κάλλους. Και στην «εκκλησία των πιστών» συνάζονταν στη συνέχεια οι χριστιανοί Ελληνες για να συγκροτήσουν και φανερώσουν την καινούργια τώρα «πόλιν» της αγαπητικής κοινωνίας της ζωής, τον τρόπο του «όντως υπαρκτού» που τώρα τον ψηλαφούσαν στην υπαρκτική ελευθερία της Τριαδικής Αγάπης.

Με άλλα λόγια, το ζητούμενο της μεταφυσικής αναζήτησης, τόσο για τον αρχαίο όσο και για τον εκχριστιανισμένο Ελληνισμό, δεν ήταν μια υπερβατική πληροφορία, αλλά ένας «τρόπος υπάρξεως»: η εμπειρία, η βίωση του «τρόπου» χάριζε τη γνώση της αλήθειας. Και ο «τρόπος» ήταν πάντοτε κοινωνικός, τρόπος κοινωνίας, μετοχής – κοινωνούμενης εμπειρίας, μετοχικής γνώσης. «Κατά μετοχήν του κοινού λόγου και θείου γινόμεθα λογικοί», έλεγε ο Ηράκλειτος. Ο δεδομένος τρόπος της λογικής κοσμιότητας του κόσμου ήταν για τον αρχαίο Ελληνα η οδός για την εμπειρική ψηλάφηση της αλήθειας. Και η ελευθερία του τρόπου της ερωτικής αυθυπέρβασης, η αγάπη όχι ως ατομική αρετή, αλλά ως κατόρθωμα ελευθερίας από τον ατομοκεντρισμό της φύσης και της ανάγκης –κατόρθωμα κοινωνίας της ζωής και της ύπαρξης– είναι για τον χριστιανό Ελληνα η οδός εμπειρίας του αληθούς.

Αν είχαν αρκεστεί και οι Ελληνες στην κατασφάλιση των ορμέμφυτων ατομοκεντρικών αναγκαιοτήτων, αν είχαν εκλάβει τη μεταφυσική αναζήτηση σαν ιδιωτική επιλογή και ατομική αρέσκεια, η ανθρωπότητα δεν θα είχε γνωρίσει την πολιτική και τη δημοκρατία: το κοινόν άθλημα να αληθεύει ο βίος. Δεν θα είχε γνωρίσει η ανθρώπινη ιστορία τον Παρθενώνα και την Αγια-Σοφιά, το αρχαιοελληνικό άγαλμα και την εκκλησιαστική Εικόνα, την τραγωδία και την ορθόδοξη λειτουργική δραματουργία.

Ομως, η ελληνική παράδοση ήταν έκπληξη και η έκπληξη δεν αντέχεται: Η μεσαιωνική (βαρβαρική τότε) Δύση φρόντισε να τη φέρει στα μέτρα του ορμέμφυτου ατομοκεντρισμού, να την παραχαράξει στα καίρια. Και ο Ελληνισμός, περιθωριοποιημένος ιστορικά, υποτάχθηκε μιμητικά στην παραχάραξη, έπαψε να υπάρχει ως πρόταση ή έκπληξη πολιτισμού. Οι άνθρωποι σήμερα λέμε «μεταφυσική» και εννοούμε ατομικές πεποιθήσεις, ιδεολογήματα και ψυχολογήματα. Λέμε «πίστη» και εννοούμε ιδιοκτησία απόψεων, όχι αγώνισμα εμπιστοσύνης. Λέμε «πολιτική» την εμπορευματοποιημένη μαφιόζικη εξουσιολαγνεία, λέμε «δημοκρατία» τα ολιγαρχικά προϊόντα μαγειρέματος των εκλογικών νόμων και «επικοινωνιακής» διαβουκόλησης ανέγνωμων ψηφοφόρων.

Ο Ελληνισμός έχει ιστορικά τελειώσει, η διαιώνιση του ελληνικού ονόματος από το ελλαδικό κρατίδιο είναι μόνο ντροπή: συσκότιση και διασυρμός μιας πρότασης πολιτισμού με πανανθρώπινη εμβέλεια. Σώζεται, ωστόσο, αλλοτριωμένη η πρόταση προκλητικά περιφρονημένη, αλλά ως ενεργός λαϊκή πράξη, στη δραματουργία και στην ποίηση του λατρευτικού εκκλησιαστικού γεγονότος. Και κορύφωμα των εόρτιων κύκλων αυτού του γεγονότος είναι η Μεγάλη Εβδομάδα – από σήμερα ώς και την επόμενη Κυριακή.

Αν κάποιος θέλει να ψηλαφήσει εμπειρικά τη μεταφυσική αναζήτηση ως άθλημα κοινωνίας και όχι ως ιδιωτική αρέσκεια, μπορεί να αξιοποιήσει το λείμμα: Ας ξεχωρίσει μιαν εκκλησιά, όσο γίνεται λιγότερο «εκσυγχρονισμένη». Και να χώνεται εκεί, σε μια γωνιά, εφτά μέρες, πρωί - βράδυ.

Ισως του χαριστεί η εμπειρία και γεύση της μετοχής.

Ανέτειλε το έαρ! η ευωδία της Αναστάσεως

«Το επ’ εμοί, εν όσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω, ιδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστό μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά έθιμα.... Αν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ». (Παπαδιαμάντης).


«Το μοσκοβόλημα που βγάζουνε τα άνθη και τα βότανα, το κελάηδισμα των πουλιών, το λεπτό τ’ αγέρι που σαλεύει χλωρά κλαριά, τ’ αλαφρό κύμα που γλυκομουρμουρίζει στην ακρογιαλιά, στους κάβους, στα νησιά, στα βουνά και τα λαγκάδια, όλα τα νιώθεις να πανηγυρίζουνε μαζί με τα μακάρια πνεύματα την Ανάσταση του Χριστού». (Κόντογλου).

Πάσχα με τους ποιητές της Ρωμιοσύνης και της Ορθοδοξίας επέλεξε ο γράφων. Κόντογλου και Παπαδιαμάντης: από τις πιο έντιμες και αγνές μορφές των γραμμάτων μας. «Ζωγραφούν» σ’ όλη τους τη ζωή «μετ’ έρωτος», την γνησιότητα, ξεσκεπάζουν το κίβδηλο, το ψεύτικο, τους «χαλασοχώρηδες». Επιμένουν και οι δύο στην τήρηση της παράδοσης, όχι ως στείρα τυπολατρία και αναιμική μίμηση, αλλά ως πηγή ζώσα που αρδεύει αδιαλείπτως «το ολόδροσο δέντρο της φυλής μας».

Ο Κόντογλου είναι αυτός που έστρεψε ξανά την αγιογραφία στην βυζαντινή παράδοση. Ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει «δείξε μου τις εικόνες που προσκυνάς για να σου πω τι πίστη έχεις». Μέχρι την εμφάνιση του Κόντογλου είχε επικρατήσει στους ορθόδοξους ναούς η δυτική, η κοσμική, η σαρκική νοοτροπία, με τις καταστολισμένες, γλυκανάλατες Μαντόνες, οι οποίες κρατούν στην αγκαλιά ξανθούς μπέμπηδες, που παριστάνουν το «θείο βρέφος». Όμως, όπως λέει ο Κόντογλου, οι βυζαντινοί αγιογράφοι ζωγραφίζουν με ταπείνωση, χωρίς περιττά ψιμύθια και στολίδια, δίχως καμμιά φιλοδοξία να ξαφνιάσουνε και να κάνουν εντύπωση, ζωγραφίζανε σαν να προσεύχονται. Στα χρόνια, διηγείται, της βασιλείας του Λέοντος του Σοφού κάποιος ζωγράφος θέλησε να ιστορήσει τον Σωτήρα Χριστό, ώστε να μοιάζει με τον θεό Απόλλωνα και αμέσως παρέλυσε, «εξηράνθη η χειρ αυτού».

Για την βυζαντινή μουσική, σφοδρός επικριτής των καινοτομιών είναι ο Παπαδιαμάντης. Γινόταν θηρίο, αν μάθαινε πως κάποιος ιερέας ή ψάλτης μετέφραζε τα ιερά κείμενα στην «δημοτικιά». «Ο πόθος της επιδείξεως, η μανία της καινοτομίας, η υπερηφάνεια και ο εγωισμός» οδηγούν μερικούς σε εκσυγχρονιστικές θεωρίες. Το «ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος» πώς θα αποδοθεί: «θ’ ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίσει πνεύμα και θα βγάλω λόγο;». Τα τροπάρια, τονίζει, γίνονται νεκρά μέχρι νεκροφανείας. «Ποιος Έλληνας», γράφει ο Κόντογλου, «θα νιώσει κατάνυξη από τα μουσικά αυτά μασκαριλίκια και πώς θα κάνει την προσευχή του ακούγοντας τα λόγια των αγίων μελωδών να αλλοιώνονται και να γελοιοποιούνται από τα στόματα ψευτονεωτεριστών;» Ο Παπαδιαμάντης ήταν αρνητικός έναντι της τότε πολιτικής, διότι έβλεπε να διαμορφώνεται ένας πολιτικός βίος έξω από την πνευματική και ηθική παράδοση της εκκλησίας, κάτι που επαναλαμβάνεται εντονότατα στις μέρες μας.

Ο Σπύρος Μελάς στον «Πρόλογο» των «Απάντων», από τον Γ. Βαλέτα (τομ. Α, σελ. 18) παρατηρεί: «είναι ο μόνος που είδε ότι η θρησκεία, με άλλα λόγια η Ορθοδοξία, ήταν η σπονδυλική στήλη του εθνικού σώματος». Απόκλιση από την Ορθόδοξη πολιτική παράδοση για τον Παπαδιαμάντη σήμαινε και σημαίνει πολιτικό θάνατο του Γένους. Και γι’ αυτό ήταν σφόδρα πολέμιος εναντίον αυτών που συκοφαντούσαν την βυζαντινή μας παράδοση, που περισσότερο ίσως κι από πνευματική, είναι παράδοση πολιτική, μέσα από την θρησκευτική της έκφραση. Στο περίφημο διήγημά του «Λαμπριάτικος Ψάλτης», που δημοσιεύτηκε το 1893 στην «Ακρόπολη», γράφει τα ακόλουθα σαρκαστικά, γι’ αυτούς που τον μυκτήριζαν για την εμμονή του να γράφει θρησκευτικά - εορταστικά διηγήματα: «Μη θρησκευτικά προς Θεού! Το ελληνικόν έθνος δεν είναι βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είναι κατευθείαν διάδοχοι των αρχαίων….».

Ο Κόντογλου περισσότερο αιχμηρός, καυτηριάζει τους φθονερούς και ανίκανους «που πιάνουν τα πόστα» και κατατρέχουν του άξιους. Γράφει: «Καθαρίστε από την πνευματική πανούκλα την δυστυχισμένη την Ελλάδα, για να μπορέσουνε να δουλέψουνε οι άξιοι δουλευταράδες. Τα σκουλήκια, για να σώσουνε την τιποτένια ύπαρξή τους, δεν αφήνουνε καμμιά ψυχή άξια να ορθοποδήσει, από συμφέρον κι από φθόνο. Όλοι οι πνευματικοί σαλταδόροι έχουνε πιάσει τα πόστα. Και είναι δεμένοι μεταξύ τους, όπως είναι οι κάμπιες κολλημένες η μια πάνω στην άλλη. Μόλις τις χωρίσει κανένας ψοφάνε. Έτσι πρέπει να γίνει και με τις ανθρωποκάμπιες που μαραζώνουνε το ολόδροσο πνευματικό δέντρο της φυλής μας».

Σε καιρούς, «σακάτικους» σαν τους δικούς μας, όπου νοθεύονται τα καίρια του βίου μας, έλειψαν και οι γενναίες φωνές, οι πολεμήτορες του πρόστυχου, του ανήθικου και του άδικου. Στέρεψε αυτός ο τόπος. Πάσχα έρχεται και βουίζουν τα αυτιά μας από τις τσιρίδες των «γνωμηγητόρων»: «στα ύψη οι τιμές», «αβοήθητοι οι καταναλωτές». Το τηλεοπτικό «σπήλαιο ληστών» μαγαρίζει το πανηγύρι της Ορθοδοξίας. Από κοντά και τα σαπρόφυτα της προοδομανίας, που τσιρίζουν για την λεγόμενη εκκλησιαστική περιουσία. Ποιος αλήθεια εμπιστεύεται σήμερα την περιουσία του στον λυμεώνα που ονομάζεται δημόσιο; Για το σάπισμα του παπισμού, για τα ανατριχιαστικά εγκλήματα της σατανικής παιδεραστίας, ποιούν την νήσσαν. Μόνο Ορθοδοξία όταν ακούν, γυαλίζει το μάτι τους. Είναι οι σύγχρονοι Ιούδες. Πάσχουν και αυτοί από αυτό που έπαθε ο Ιούδας. Δεν μπόρεσαν να αγαπήσουν τον Χριστό. Ο Ιούδας είναι ο φυσικός πρόγονος όλων των ματαιόδοξων διανοητών, όλων των καιρών κι όλου του κόσμου. Υπάρχουν όμως οι δικοί μας, οι άγιοι, οι ταπεινοί τη καρδία, που χωρίς πτωχοαλαζονείες και μωρές επιδείξεις κηρύσσουν και διδάσκουν: «Όλες οι πίστεις είναι ψεύτικες…μόνη η πίστις των Ορθοδόξων είναι καλή και αγία. Τούτο σας λέγω τώρα. Να ευφραίνεσθε όπου είσθε Χριστιανοί». (Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός). Χριστός Ανέστη, αδελφοί!



Νατσιός Δημήτρης

δάσκαλος- Κιλκίς

Ερμηνεία των γεγονότων

Οι οικονομικές εξελίξεις είναι ραγδαίες και ο λαός μας μέσα στο αναστάσιμο κλίμα της χαράς και της ευφροσύνης, το οποίο δεν έγινε παρά ελάχιστα αντιληπτό, ζει την κοσμική αβεβαιότητα, καθώς οι βεβαιότητες του παρελθόντος έχουν καταρρεύσει με πάταγο και ουδείς πλέον υπόσχεται καλύτερες ημέρες. Βέβαια έγινε κάποια απόπειρα να δαιμονοποιηθεί ένα πρόσωπο, η γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ, ως υπεύθυνη για το κλίμα που επικράτησε, οι εχέφρονες όμως καλό θα κάνουν να εμβαθύνουν στην κριτική ανάλυση των γεγονότων. Προς διευκόλυνση θα παραθέσω κάποια αποσπάσματα κειμένου, το οποίο αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, καθρέπτη της σύγχρονης κοινωνίας.
“Η πολιτική είναι κάτι που δεν έχει καμμιά σχέση με την ηθική. Η Κυβέρνηση που κατευθύνεται από ηθικούς συναισθηματισμούς δεν είναι πολιτική και επομένως η εξουσία της είναι εύθραυστη. Αυτός που θέλει να επικρατήση στην πολιτική κονίστρα πρέπει να είναι πονηρός και υποκριτής. Τα μεγάλα λαϊκά προτερήματα –η ειλικρίνεια κι η τιμιότητα- είναι μεγάλα ελαττώματα στην πολιτική”.

“Χωρίς το πολίτευμα της απολυταρχίας πολιτισμός δεν μπορεί να υπάρξη. Ο πολιτισμός δεν είναι έργο της μάζας, αλλά εκείνου που την οδηγεί, όποιος και αν είναι αυτός. Ο όχλος είναι βάρβαρος και τη βαρβαρότητά του τη δείχνει σε κάθε ευκαιρία. Μόλις ο όχλος πάρει στα χέρια του την ελευθερία, τη μετατρέπει αμέσως σε αναρχία, που είναι ο μεγαλύτερος βαθμός της βαρβαρότητας…Οι χριστιανικοί λαοί αποκτηνώθηκαν με τα ισχυρά ποτά, η νεολαία τους αποβλακώθηκε με τις κλασικές σπουδές και με την πρόωρη ακολασία, στην οποία την έχουν προωθήσει και την προωθούν οι πράκτορές μας”.

“Το σύνθημά μας είναι: “Δύναμη και υποκρισία”. …Το δόγμα της βίας μέσα σ’ ένα καλά μελετημένο σχέδιο είναι τόσο αποτελεσματικό, αυτό το ίδιο, όσο και τα μέσα που η εφαρμογή του συνεπάγεται στην πράξη. Θα θριαμβεύσουμε και θα υποδουλώσουμε όλες τις κυβερνήσεις στην υπερκυβέρνησή μας, όχι μονάχα με τα μέσα της βίας, αλλά και μ’ αυτό το ίδιο το δόγμα της αυστηρότητας. Είναι αρκετό να ξέρουν οι άνθρωποι, ότι είμαστε άκαμπτοι, για να σταματήση έτσι κάθε αντίδραση εκ μέρους τους”.

“Είναι για μας απαραίτητο, οι πόλεμοι να μη δίνουν, όσο αυτό είναι δυνατό, εδαφικά πλεονεκτήματα. Η κύρια σημασία του πολέμου πρέπει να μεταφέρεται στο οικονομικό πεδίο. Έτσι τα έθνη θα δουν τη δύναμη και την υπεροχή μας – και τελικά και τα δύο εμπόλεμα μέρη θα πέσουν στα δίχτυα μας με τη δράση των διεθνών πρακτόρων μας, που έχουν ολάνοιχτα τα μάτια τους και κανένα σύνορο δεν τους εμποδίζει”.

“Τα νέα κράτη έχουν στα χέρια τους μεγάλη δημιουργική δύναμη: τον τύπο. Ο προορισμός του τύπου είναι να υποδεικνύη στους αρμοδίους τις δήθεν απαραίτητες ενέργειες, να κάνη γνωστά τα λαϊκά αιτήματα, να δημιουργεί δυσαρεστημένους και να τους δίνη φωνή. Ο τύπος ενσαρκώνη την ελευθερία του λόγου. Όμως τα κράτη δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη αυτή κι’ έτσι αυτή έπεσε στα χέρια μας. Με τη δύναμη αυτή πετυχαίνουμε πλήρη επιρροή και συνάμα μένουμε αφανείς…Η ακατάσχετη φλυαρία έχει μεταβάλει τις συνεδριάσεις των Κοινοβουλίων και τις διάφορες δημόσιες συγκεντρώσεις (όταν γράφηκε το κείμενο δεν είχε ανακαλυφθεί η τηλεόραση) σε ρητορικές παλαίστρες. Θρασείς δημοσιογράφοι χτυπούν κάθε μέρα το κυβερνητικό προσωπικό. Οι καταχρήσεις της εξουσίας θα καταλήξουν τελικά στην πτώση όλων των πολιτευμάτων και τα καθεστώτα θα ανατραπούν από το εξαγριωμένο πλήθος”.

“Οι λαοί σήμερα είναι δεμένοι με τη σκληρή εργασία πιο πολύ παρά όσο ήταν δεμένοι με την αιχμαλωσία και τη σκλαβιά. Τον αιχμάλωτο και τον σκλάβο μπορούσε κανείς να τον ελευθερώση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Με τον δυνάστη του μπορούσε κανείς νάρθη σε κάποια συμφωνία, αλλά με την κοινωνική δουλεία και αθλιότητα που τον περιζώνει δεν μπορεί. Τα δικαιώματα που έχομε περιλάβει στους σχετικούς νόμους είναι εικονικά για τις μάζες, δεν είναι πραγματικά. Όλα αυτά τα δήθεν δικαιώματα του λαού δεν υπάρχουν παρά στη φαντασία. Γράφονται στα χαρτιά, αλλά στην πράξη ποτέ δεν εφαρμόζονται”.

“Με την καθοδήγησή μας ο λαός κατέστρεψε την αριστοκρατία…Τώρα που η αριστοκρατία αυτή καταστράφηκε, ο λαός πέρασε στον ζυγό των διαφόρων τυχάρπαστων και νεοπλούτων λωποδυτών που τον καταπιέζουν χωρίς έλεος…Όταν θα έρθη ο καιρός για τον κοσμοκράτορα ηγεμόνα μας να στεφθή, αυτά τα ίδια τα χέρια των υποχειρίων σε μας λαών θα σαρώσουν κάθε τι που θα μπορούσε να είναι εμπόδιο”.

“…με τη σημερινή βάση της επιστήμης αυτής, όπως εμείς τη διαστρέψαμε, ο λαός, πιστεύοντας τυφλά στον τύπο και με τις άφθονες πλάνες που του σερβίρονται με αυτόν, τρέφει έχθρα προς όλες τις καταστάσεις που τις νομίζει ανώτερές του, γιατί δεν είναι σε θέση να καταλάβη τη σπουδαιότητα της καθεμιάς. Η έχθρα αυτή θα αυξηθή ακόμη περισσότερο με την οικονομική κρίση που σε λίγο θα ξεσπάση και θα σταματήση την κίνηση του χρηματιστηρίου και της βιομηχανίας”.

“…πρέπει να καταστρέψουμε την πίστη, να ξερριζώσουμε από τον νου των χριστιανών την αρχή της θεότητας και του αγίου Πνεύματος και στη θέση της να βάλουμε τους υλικούς υπολογισμούς και τις υλικές ανάγκες”.

“Οι χριστιανοί αριστοκράτες ασυνήθιστοι, από παράδοση, στην ολιγάρκεια και στη λιτότητα, γρήγορα με τη φορολογία θα χρεοκοπήσουν οικονομικά. Συνάμα εμείς θα προστατεύσουμε το εμπόριο, τη βιομηχανία, το χρηματιστήριο και τις τράπεζες που βρίσκονται στα χέρια μας. Η σημασία του χρηματιστικού κεφαλαίου, μέσω του οποίου γίνεται το παιχνίδι της κερδοσκοπίας, είναι τεράστια, γιατί χωρίς κερδοσκοπία η βιομηχανία θα πολλαπλασίαζε τα ιδιωτικά κεφάλαια και θα βελτίωνε την αγροτική ιδιοκτησία, ελευθερώνοντάς την από τα χρέη στις γεωργικές τράπεζες. Πρέπει η βιομηχανία να αφαιρή από τον αγρότη τον καρπό που του δίνει η γη, όπως αφαιρεί κι’ αυτό το κεφάλαιο που επενδύεται σ’ αυτήν (ως δάνειο), το κέρδος, δίνοντάς του ένα μικρό τόκο και, τελικά, μέσω της τραπεζικής και χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας όλο το χρήμα του κόσμου θα πέφτη στα χέρια μας. Αφού μεταφέρουμε όλους τους χριστιανούς στην τάξη των απόρων, θα σκύβουν μπροστά μας σαν ζητιάνοι, για να μπορούν να υπάρχουν”.

Το κείμενο, απ’ όπου και τα παρατεθέντα αποσπάσματα, είδε το φως της δημοσιότητας στη Ρωσία το 1901 με την επιμέλεια του Σεργκέι Νίλους, καθηγητή των ανατολικών γλωσσών. Ο επιμελητής ισχυρίστηκε ότι πρόκειται για τα πρακτικά του πρώτου σιωνιστικού Συμβουλίου στη Βασιλεία της Ελβετίας (1897). Ευθύς εξ αρχής οι σιωνιστές κατήγγειλαν το κείμενο ως τη μεγαλύτερη πλαστογραφία στην ιστορία της ανθρωπότητας. Παράλληλα όμως φρόντισαν να προμηθευθούν πληθώρα αντιτύπων τόσο από την πρώτη, όσο και από μεταγενέστερες εκδόσεις. Αφήνουμε στη διάκριση του αναγνώστη του άρθρου να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα. Εμείς ως κατακλείδα παραπέμπουμε στο βιβλίο της Αποκαλύψεως και στην περί των εσχάτων της ιστορίας θεολογία της Εκκλησίας. Τ
ο οικονομικό “παιχνίδι” δεν έχει μόνο οικονομικές διαστάσεις