20 Μαΐου 2010

Διογένης ο «Κυνικός» (ή Κύων)


Ο Διογένης ο «Κυνικός» (ή Κύων), γνωστός κι ως ο Διογένης ο Σινωπεύς, ήταν Έλληνας φιλόσοφος, που γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου περίπου το 412 π.Χ. (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.) και θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της Κυνικής Φιλοσοφίας. Σύμφωνα με έναν θρύλο, γεννήθηκε την ημέρα που πέθανε ο Σωκράτης.
Λέγεται ότι οι Σινωπείς τον εξόρισαν γιατί παραχάραξε το τοπικό νόμισμα. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι ακολούθησε στην εξορία τον πατέρα του Ικεσία, επόπτη του νομισματοκοπείου της Σινώπης, όταν αυτός κατηγορήθηκε σαν παραχαράκτης. Ο Διογένης λόγω της εξορίας, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ως πολιτικός εξόριστος το 370 π.Χ. Συνήθως, τα καλοκαίρια έμενε στην Κόρινθο και τους χειμώνες στην Αθήνα.

Πολύ γρήγορα εντυπωσιάστηκε από τη διδασκαλία του Αντισθένη, ένας από τους πιο διαπρεπείς μαθητές του Σωκράτη και ζήτησε να γίνει μαθητής του. Λέγεται, ότι εμφανίστηκε μπροστά στον Αντισθένη, σαν τραπεζίτης, παρακαλώντας τον να τον δεχθεί ως μαθητή του. Ο Αντισθένης, φυσικά, αρνήθηκε να διδάξει έναν τραπεζίτη. Ο Διογένης επέμενε για πολύ καιρό. Ο Αντισθένης αποφάσισε να τον δεχθεί μόνο όταν τον είδε να είναι ντυμένος με κουρέλια, να κοιμάται στο χώμα και στις λάσπες, και να περιπλανιέται ζητιανεύοντας μαζί με τους άλλους ζητιάνους. Σύντομα ο Διογένης ξεπέρασε το δάσκαλό του, όχι μόνο σε φήμη, αλλά και στην αυστηρότητα του τρόπου ζωής. Θεωρείται το αρχέτυπο των Κυνικών, και μάλιστα πολλοί του αποδίδουν την καθιέρωση του Κυνικού τρόπου ζωής, αν και ο ίδιος αναγνωρίζει το χρέος του στον Αντισθένη. Η κυνική φιλοσοφία λέγεται έτσι γιατί οι κυνικοί είχαν ως έμβλημά τους τον Κύων (τον σκύλο) και έλεγαν «εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους διότι εμείς δεν δαγκώνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε». Οι κυνικοί φιλόσοφοι πρέσβευαν την απόλυτη αμφισβήτηση των πάντων, απέρριπταν κάθε εξουσία και ήθελαν την απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου.

Ο Διογένης δεν συγκρότησε ένα θεωρητικό σύστημα αξιών, αλλά με τις πράξεις του γελοιοποίησε, εξευτέλισε κυριολεκτικά τις κυρίαρχες κοινωνικές συμβάσεις, σε σημείο που δύσκολα θα έφτανε και ο πιο ριζοσπαστικός αναρχικός της εποχής μας. Το έδαφος είχε ήδη προλειάνει ο Αντισθένης, ο οποίος κήρυττε δημοσίως ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει κυβέρνηση, ατομική ιδιοκτησία, επίσημη θρησκεία, γάμος. Απέρριψε τη φήμη και τις τιμές, αλλά η επίδειξη του ασκητισμού του ήταν τόσο καινούργια για τους Έλληνες ώστε προσήλκυσε μεγάλη προσοχή και πολλοί έφτασαν να τον θεωρούν εξαιρετικά σοφό.

Ο Διογένης έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Η διδασκαλία του ήταν ουσιαστικά επαναστατική και ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε. Προσπάθησε με τα επιχειρήματα του, να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. Αυτό κατά την γνώμη του θα γινόταν δυνατό, αν ο άνθρωπος επέστρεφε στην φύση. Πίστευε δηλαδή πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, την λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί να την εξασφαλίσει. Υπήρξε είρωνας καυστικότατος και ονειδιστείς των ανθρώπινων αδυναμιών, προπάντων δε της ματαιοδοξίας και της υπεροψίας. Τρεφόταν μόνο από προσφορές των θαυμαστών του. Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραθέτει μεγάλο κατάλογο από έργα του Διογένη του Κύνου από τα οποία σώζονται αρκετά δυστυχώς όχι στη Ελληνική.

Ο Διογένης πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη Φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα. Μόνος του δημιουργεί για τον εαυτό του πλήθος τεχνητές ανάγκες και επιθυμίες, που τελικά τον υποδουλώνουν. Για τον Διογένη μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί όλες. Ωστόσο, οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν με την άσκηση, δηλαδή με το να ασκεί κάποιος το σώμα του, ώστε να περιορίζονται οι ανάγκες του στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό θα βοηθήσει τον άνθρωπο να αποκτήσει αυτάρκεια: όσο πιο λίγες και απλές είναι οι ανάγκες του, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να τις ικανοποιεί. Η παράδοση στις σωματικές απολαύσεις συνιστά αδυναμία αλλά και αδικία. Στον ευτραφή ρήτορα Αναξιμένη έλεγε σαρκαστικά ο Διογένης: «Αναξιμένη, δώσε λίγη κοιλιά και στους φτωχούς».

Ο Διογένης και οι μεταγενέστεροί του Κυνικοί απορρίπτουν ό,τι σηματοδοτεί τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο Νόμος δεν έχει καμία απολύτως αξία απέναντι στη φύση, διότι οι νόμοι είναι ανθρώπινα έργα και διαφέρουν από χώρα σε χώρα, επομένως δεν έχουν αντικειμενικό κύρος και είναι ανάξιοι σεβασμού. Για τον λόγο αυτό, ακριβώς, κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις πράξεις κάποιου, ούτε και οποιαδήποτε εξουσία έχει το δικαίωμα να καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων.

Χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, την λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει.Εφαρμόζοντας στην πράξη τις αρχές του κυκλοφορούσε στην Αθήνα ξυπόλυτος, φορώντας χειμώνα καλοκαίρι το ίδιο ρούχο και μόνο στα μεγάλα κρύα δανειζόταν από κάποιο φίλο του ένα μανδύα και είχε στην πλάτη του ένα σακούλι όπου έβαζε τίποτε τρόφιμα και ένα τάσι για να πίνει νερό. Κοιμόταν χωρίς να μεταχειρίζεται στρωσίδια μέσα σε ένα…πιθάρι, με φύλακες τα σκυλιά του, που άλλοτε το κυλούσε στη Βασίλειο Στοά κι άλλοτε στο Μητρώο, κάτω από την Ακρόπολη, αποδεικνύοντας, έτσι, πως και το σπίτι ακόμα ήταν κάτι το περιττό. Απέρριπτε την πολυθεΐα και τις θρησκευτικές λατρείες, ως αυθαίρετους ανθρώπινους θεσμούς.

Περιγελούσε τους ρήτορες που στους λόγους των έκαναν πολύ θόρυβο περί δικαιοσύνης αλλά ουδέποτε την εφάρμοσαν στη ζωή τους. Έλεγε ότι οι άνθρωποι αγωνίζονται να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο σε υλικά αποκτήματα, αλλά κανένας δεν αγωνίζεται να γίνει καλύτερος και αληθινός.

Δε δημιούργησε ποτέ δική του οικογένεια και θεωρούσε τον εαυτό του ως «πολίτη του κόσμου» (κοσμοπολίτης).Οι Αθηναίοι αγαπούσαν τον Διογένη, για την ετοιμότητα και την ευφυΐα του, με τις οποίες απαντούσε σε κάθε ερώτηση που του έκαναν, καθώς και για τον αδυσώπητο και τραχύ τρόπο με τον οποίο έσκωπτε τα κακώς έχοντα στην κοινωνία. Τη σκέψη του την απασχολούσαν αποκλειστικά τα ηθικοκοινωνικά προβλήματα, η δε διδασκαλία του, ουσιαστικά, ήταν επαναστατική και ανατρεπτική της υφισταμένης τάξεως. Γι’ αυτό όταν ένας νεαρός του έσπασε το πιθάρι, μαστίγωσαν τον νεαρό και του έδωσαν άλλο.

Σ’ ένα ταξίδι του στην Αίγινα, ο Διογένης συνελήφθη από πειρατές και στάλθηκε στην Κρήτη όπου και εκτέθηκε για πώληση. Ο Ξενιάδης, εντυπωσιασμένος από το πνεύμα του Διογένη, τον αγόρασε παίρνοντάς τον μαζί του στην Κόρινθο. Εκεί του εμπιστεύτηκε το νοικοκυριό του και του ανέθεσε την ανατροφή των δύο γιων του. Ο Διογένης φέρεται να είπε στον Ξενιάδη, «Πρέπει να με υπακούεις, παρόλο που είμαι σκλάβος· διότι εάν ο γιατρός ή ο καπετάνιος πλοίου βρίσκονταν υπό δουλεία, θα υπακούονταν».
Ο Διογένης εκτελούσε τα καινούργια του καθήκοντα με τέτοια επιτυχία που ο Ξενιάδης συνήθιζε να λέει στους γύρω του, «Ένας έντιμος μεγαλοφυής μπήκε στο σπίτι μου.» Ο Εύβουλος, στο βιβλίο του με τον τίτλο «Η πώληση του Διογένη», μας περιγράφει πώς ο Κυνικός φιλόσοφος διαπαιδαγωγούσε τους γιους του Ξενιάδη. Τους μάθαινε ν’ αποστηθίζουν πολλά χωρία από ποιητές, ιστορικούς και από τα κείμενα του ίδιου του Διογένη. Τους ασκούσε με κάθε τρόπο στο ν’ αποκτήσουν καλή μνήμη. Στο σπίτι τους μάθαινε να αυτοεξυπηρετούνται και να είναι ευχαριστημένοι με λιτό φαγητό και νερό. Τους μάθαινε να κόβουν τα μαλλιά τους κοντά και να μην τα στολίζουν, να σκεπάζονται με ελαφρά σκεπάσματα, να περπατούν ξυπόλητοι, σιωπηλοί, χωρίς να κοιτάζουν γύρω τους στους δρόμους. Τα παιδιά έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για το Διογένη και ζητούσαν χάρες από τους γονείς τους γι’ αυτόν. Επιπλέον ο Διογένης τους δίδαξε ιππασία, σκοποβολή, σφαιροβολία, και ακοντισμό. Αργότερα, όταν έφτασαν σε ηλικία για το σχολείο της παλαίστρας, δεν επέτρεπε στο δάσκαλο να τους δώσει πλήρη αθλητική εκπαίδευση, αλλά μόνο τόση ώστε να τους κρατάει σε καλή φυσική κατάσταση.

Στην Κόρινθο ο Διογένης έζησε το υπόλοιπο της ζωής του, την οποία αφιέρωσε αποκλειστικά στο να κηρύττει τα δόγματα της ενάρετης αυτοκυριαρχίας. Στα Ίσθμια (μια από τις τέσσερις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές του αρχαίου κόσμου) δίδασκε σε μεγάλα ακροατήρια που στράφηκαν προς αυτόν μετά το θάνατο του Αντισθένη.

Ο Διογένης, είχε παντού εχθρούς ή φίλους που διασκέδαζαν μαζί του, εμπαίζοντάς τον, εξορίστηκε από την πατρίδα του, πουλήθηκε ως δούλος, κέρδισε την ελευθερία του, γνώρισε όλες τις πτυχές της ζωής αφού έγινε απο τραπεζίτης μέχρι ζητιάνος, και από φιλόσοφος μέχρι σκύλος (ζώντας σκυλίσια ζωή), στο τέλος κοιμόταν μέσα σε ένα μεγάλο πιθάρι. Δήλωνε ότι ήταν εναντίον του πολιτισμού, αφού «Οι άνθρωποι είναι ζώα και τα ζώα δεν έχουν πολιτισμό, έχουν μόνο φυσικές ανάγκες, αλλά ας γίνουν τα ζώα πρώτα άνθρωποι και έπειτα ας κάνουν και πολιτισμό, πράγμα δύσκολο, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πουθενά, εκτός εάν μιλάμε για χρήματα, για πόλεμο και για θεάματα».

Πολλοί γελούσαν μαζί του επειδή κοιμόταν στο πιθάρι του κι εκείνος γελούσε μαζί τους επειδή δεν χωρούσαν στο πιθάρι του, γιατί ήταν χοντροί. «Η φιλοσοφία δεν έχει σπίτι» έλεγε, «γιατί είναι τόσο μεγάλη που δεν χωράει σε κανένα σπίτι και μπορεί να έχει σαν στέγη της μόνο τον ουρανό».
Έχοντας διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα ζώο, ο Διογένης έκανε την ανάγκη του δημοσίως, και έλεγε ότι απολύτως καμία σωματική ανάγκη δεν θα έπρεπε να θεωρείται ανήθικη ή πρόστυχη αφού η φύση την δημιουργεί. Ο Διογένης, επίσης, αυνανιζόταν δημοσίως, κατά προτίμηση στην αγορά.

Για το θάνατο του Διογένη υπάρχουν διάφορες πληροφορίες. Οι ιστορικοί, όμως, δεν είναι βέβαιοι ούτε για το χρόνο ούτε για τον τρόπο του θανάτου του. Πιστεύεται ότι ο Διογένης πέθανε 323 π.Χ στην Κόρινθο πολύ γέρος και κατά την παράδοση την ίδια μέρα που πέθανε στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος. Οι Κορίνθιοι του έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία και στον τάφο του έστησαν μαρμάρινο κίονα, πάνω στον οποίο έστεκε καμαρωτός ένας σκύλος από μάρμαρο της Πάρου (κύνα). Λέγεται ότι είχε προκύψει διαμάχη μεταξύ των μαθητών του για το ποιος θα τον θάψει. Τελικά, με εισήγηση ανδρών επιρροής, θάφτηκε από τους γιους του Ξενιάδη. Στη συνέχεια συμπατριώτες του από τη Σινώπη τον τίμησαν με ορειχάλκινα αγάλματα, κοντά στη γιγαντιαία κολόνα με το σκύλο, πάνω στα οποία χάραξαν την ακόλουθη επιγραφή: «Ο χρόνος κάνει ακόμη και το χαλκό να παλιώνει· αλλά τη δόξα σου, ω Διογένη, η αιωνιότητα ποτέ δεν θα καταστρέψει. Διότι εσύ μόνος δίδαξες στους θνητούς το μάθημα της αυτάρκειας και το πιο ενάρετο μονοπάτι της ζωής».

Ο Διογένης άφησε πίσω του μαθητές που ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο ζωής και καυτηρίασαν έμπρακτα την αφύσικη και τεχνητή ζωή του πολιτισμού. Από τους πιο γνωστούς συνεχιστές του είναι ο Κράτης o Θηβαίος, που έζησε ως επαίτης, έχοντας μάλιστα στο πλευρό του την Ιππαρχία, κοπέλα από αρχοντική οικογένεια και αδελφή του επίσης Κυνικού Μητροκλή.

Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραθέτει μακρότατο κατάλογο των έργων του φιλοσόφου, από τα οποία όμως τίποτα δεν διασώθηκε. Ο ίδιος συνέλεξε αποφθέγματα, ανέκδοτα και λεπτομέρειες από το βίο του μεγάλου κυνικού. Πολλά όμως απ’ αυτά όμως, ίσως και να είναι επινοήματα των μεταγενεστέρων θαυμαστών του. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα:

* Ο Διογένης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και κατάληξε στα δουλοπάζαρα. Ο δουλέμπορος δεν τον άφηνε να καθίσει, γιατί ήθελε να βλέπει ο κόσμος την «πραμάτεια» του. Ο Διογένης τότε του είπε, «Δεν έχει σημασία γιατί και τα ψάρια όπως και να στέκονται το ίδιο πωλούνται». Ο Ξενιάδης, πλούσιος, αριστοκράτης της εποχής είδε τον Διογένη και θέλησε να τον αγοράσει. Συζήτησε με τον δουλέμπορο και ο δουλέμπορος πλησίασε τον Διογένη και του λέει «αυτός ενδιαφέρεται να σε αγοράσει, τί δουλειά ξέρεις να κάνεις να του πώ;». Ο Διογένης με λογοπαίγνιο απαντά «ανθρώπων άρχειν» και συμπλήρωσε «Φώναξε μήπως κάποιος θέλει δεσπότη». Το λογοπαίγνιο αυτό, ενός δούλου που δήλωνε «άρχειν ανθρώπων» άρεσε στον Ξενιάδη που χαμογέλασε και τον αγόρασε, αφού αντιλήφθηκε τις δύο έννοιες που με οξυδέρκεια έθεσε ο Διογένης. «Διοικώ τους ανθρώπους και διδάσκω στους ανθρώπους αρχές». Ο Ξενιάδης ανάθεσε στον Διογένη την διδασκαλία των παιδιών του, και έτσι ο Διογένης έμεινε στο Κράθειον, ένα προάστειο της Κορίνθου.
* Οι φίλοι του Διογένη θέλησαν να τον ελευθερώσουν (από δούλο του Ξενιάδη) και εκείνος τους απεκάλεσε ανόητους, γιατί, όπως είπε, «τα λιοντάρια δεν είναι δούλοι αυτών που τα τρέφουν, αλλά αυτοί που τρέφουν τα λιοντάρια είναι δούλοι των λιονταριών, αφού ο φόβος χαρακτηρίζει τους δούλους, ενώ τα θηρία προκαλούν φόβο στους ανθρώπους».

* Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν στη Κόρινθο, ήθελε να γνωρίσει τον Διογένη και έστειλε ένα υπασπιστή του να βρει τον Διογένη που ήταν στο Κράθειο και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε: «Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δεί». Ο Διογένης απάντησε «Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει». Και πράγματι, ο βασιλεύς Αλέξανδρος πήγε να δεί τον Διογένη. Τον πλησιάζει ο Αλέξανδρος και του λέει «Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος». Ο Διογένης ατάραχος απαντά «Και γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων».Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και του λέγει «Δεν με φοβάσαι;». Ο Διογένης απαντάει «Και τί είσαι; Καλό ή κακό;». Ο Αλέξανδρος μένει σκέπτικος. Δεν μπορεί ένας βασιλεύς να πει ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ερωτεί εκ νέου «Τί χάρη θές να σου κάνω;» και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά «Αποσκότησων με». Βγάλε με δηλαδή από το σκότος, την λήθη, και δείξε μου την αλήθεια. Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, η απάντηση του μπορεί και να εννοηθεί εώς «Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο», καθώς οι κυνικοί πίστευαν πώς η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη λιτότητα, στη ζεσταςιά του ήλιου και δεν ζητεί τίποτα από τα υλικά πλούτη. Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος είπε το περίφημο: «Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης».
* Ο Πλάτων τιμούσε τον Διογένη, που τον ονόμαζε «Σωκράτη μαινόμενο», εκείνος όμως δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τον ιδρυτή της Ακαδημίας και δεν άφηνε ευκαιρία να τον ειρωνεύεται. Όταν ο Πλάτων διατύπωσε τον γνωστό ορισμό για τον άνθρωπο: «Ζώον δίπουν άπτερον» (ζώο με δύο πόδια και χωρίς φτερά) ο Διογένης μάδησε ένα πετεινό και τον παρουσίασε στην αγορά λέγοντας «Ιδού ο άνθρωπος του Πλάτωνος» κι αυτός τότε συμπλήρωσε τον ορισμό με το «και πλατώνυχον».
* Μια μέρα μπήκε στο πλουσιόσπιτο του Πλάτωνα και με τα ξυπόλυτα (και βρώμικα) πόδια του πατούσε στα χαλιά λέγοντας «πατώ τον του Πλάτωνος τύφον (ματαιοδοξία)».
* Όταν ο Πλάτων τον είδε μια μέρα να γευματίζει μονάχα με ψωμί κι ελιές, δεν κρατήθηκε και τον πείραξε λέγοντας: «Αν είχες πάει στο Διονύσιο, δε θα ‘τρωγες τώρα ελιές». Ο Διογένης όμως δεν του τη χάρισε: «Αν έτρωγες ελιές δε θα χρειαζόταν να πάς στον Διονύσιο» (Σημείωση: Ο Διονύσιος ήταν τύραννος των Συρακουσών ο δε Πλάτων πήγε κοντά του προσπαθώντας να εφαρμόσει στην πράξη τις ιδέες που είχε διατυπώσει στην «Πολιτεία» του).
* Ο Διδύμων, οφθαλμίατρος της εποχής εξετάζει το μάτι μιάς κοπέλας. Ο Διογένης τον βλέπει. Ξέρει ο Διογένης ότι ο Διδύμων είναι τύπος ερωτίλος, κοινώς γυναικάς. Και του λέει «Πρόσεξε Διδύμωνα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, πειράξεις την κόρην».
* Είναι ο Διογένης καλεσμένος σε ένα γεύμα και πηγαίνει στο λουτρό για να πλυνθεί πρίν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, δεν λέει «είναι βρώμικο το λουτρό», και δεν προσβάλει τον οικοδεσπότη αλλά με αστεϊσμό ερωτεί «Οι εδώ λουόμενοι, που πλένονται κατόπιν;».
* Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε που είδε ενάρετους (σύμφωνα με τις αρχές του) άντρες, αποκρίθηκε, «Άντρες πουθενά, στην Σπάρτη όμως, είδα παιδιά».
* Ο Διογένης καυτηρίαζε τον πόλεμο, με τον δικό του, ιδιότυπο τρόπο: Οι Κορίνθιοι προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να πολεμήσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας και για να μη φανεί ότι ο Διογένης μένει άπρακτος, πήρε κι αυτός το πιθάρι του και άρχισε να το τσουλάει πάνω κάτω!
* Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα ευνούχο μοχθηρό τύπο αφού έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι’ αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την θύρα της οικίας τους ένα θυραίο. Αυτό ήταν ένα σύμβολο ή σήμα ή ρητό που διάλεγαν για την οικία τους. Ο μοχθηρός αυτός άνδρας είχε βάλει άνωθεν της οικίας του το εξής ρητό. «Μηδέν εισίτω κακόν» ( Να μην μπει κανένα κακό). Και ο Διογένης κτύπησε την πόρτα και ρώτησε: «Ο οικοδεσπότης από πού μπαίνει;».
* Όταν ρωτήθηκε ποιανού ζώου το δάγκωμα είναι το χειρότερο, λέγεται πως απάντησε: «Ανάμεσα στα άγρια, του συκοφάντη, και ανάμεσα στα ήμερα του κόλακα».
* Μια μέρα, ενώ συζητούσε επί σοβαρού θέματος κι ελάχιστοι τον άκουγαν, άρχισε να σφυρίζει· τότε, καθώς πλήθος μαζεύτηκε αμέσως γύρω του, τους επέπληξε λέγοντας, «Εσείς σπεύδετε με όλη σας τη σοβαρότητα για ν’ ακούσετε ανοησίες, αλλά είστε πολύ αργοί και περιφρονητικοί όταν το θέμα είναι σοβαρό».
* Όταν κάποιος του είπε, «οι περισσότεροι άνθρωποι γελούν μαζί σου», η απάντησή του ήταν, «πολύ πιθανόν οι γάιδαροι να γελούν μ’ αυτούς· αλλά όπως δεν τους νοιάζει για τα γαϊδούρια, ούτε και μένα με νοιάζει γι’ αυτούς».
* Ο Μέγας Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκκαλα. Μετά όταν τον συνάντησε τον Διογένη τον ρώτησε: «Σου άρεσε Κύων το δώρο μου;». Και ο Διογένης του απάντησε «Το έδεσμα ήταν άξιο για κύων, αλλά το δώρο δεν ήταν καθόλου άξιο για βασιλέα».
* Όταν από τα βάθη της Ασίας ο Αλέξανδρος έστειλε στον τοποτηρητή του Αντίπατρο μήνυμα με κάποιον αγγελιοφόρο, που λεγόταν Αθλίας, ο Διογένης σχολίασε: «Αθλίας παρ΄αθλίου δι΄αθλίου προς άθλιον» (Ο άθλιος στέλνει άθλια επιστολή με τον Άθλιο προς ένα άθλιο).
* Τον ρώτησε κάποιος τύραννος ποιος είναι ο καλύτερος χαλκός για να χυτευθεί ένα άγαλμά του και ο Διογένης του είπε «ο δι΄ου Αρμόδιος και Αριστογείτων εχυτεύθησαν» (δηλαδή ο χαλκός από τον οποίο γίνανε τα αγάλματα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα – των τυραννοκτόνων).
* Μια μέρα, παρατήρησε μια τοιχογραφία που εικόνιζε δύο κενταύρους, πανάθλια ζωγραφισμένος και ρώτησε : «Πότερος τούτων Χείρων εστί;», λογοπαικτώντας με το επίθετο χείρων (= χειρότερος) και το όνομα του γνωστού κενταύρου Χείρωνα.
* Όταν κάποιος είπε στον Διογένη, «Γέρασες, κοίτα να ξεκουραστείς», αυτός απάντησε «Αν έπαιρνα μέρος σε αγώνα δρόμου, στο τέλος, θα έπρεπε να χαλαρώσω αντί να επιταχύνω;».
* Μια μέρα παρακολουθούσε μουσική παράσταση κιθάρας. Ο κιθαρωδός ήταν κάποιος ηρακλείων διαστάσεων και πολύ αγριωπός, το δε παίξιμό του είχε τα μαύρα του τα χάλια. Όλοι οι ακροατές αποδοκίμαζαν τον «καλλιτέχνη» και μονάχα ο Διογένης τον χειροκροτούσε. Όταν οι άλλοι τον ρώτησαν απορημένοι «γιατί;», εκείνος απάντησε: «Διότι τηλικούτος ών κιθαρωδεί και ου ληστεύει!» (Επειδή, παρά το μέγεθος του, παίζει κιθάρα και δεν ληστεύει).
* Όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε, «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;».
* Στην αγορά της Αθήνας τον έβρισε ένας φαλακρός. Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ ου λοιδωρώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι κρανίου κακού απηλλάγησαν», δηλαδή «Δεν θα σε βρίσω, αλλά θα παινέψω τις τρίχες που εγκατέλειψαν ένα τέτοιο κρανίο».

* Τον καιρό που ο Διογένης ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαΐς η Κορινθία. Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο «όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της» ενώ ο Αρισταίνετος γράφει πως «τα στήθια της ήταν σαν κυδώνια» και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη. Ήταν πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη, και πάμπλουτη. Φυσικά είχε σχέσεις με τους επιφανέστερους και πλουσιώτερους Έλληνες, που συνέρρεαν στην Κόρινθο για να τη γνωρίσουν (με τη βιβλική σημασία του ρήματος). Ανάμεσα στους «πελάτες» της ήταν και ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, ιδρυτής της ηδονιστικής σχολής. Ο Αρίστιππος ήταν άνθρωπος ρεαλιστής και όταν κάποιοι του είπαν πως η Λαϊς δεν τον αγαπάει, αυτός απάντησε «Και τα ψάρια και το κρασί δε μ΄αγαπάνε αλλά εγώ τα απολαμβάνω». Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαϊδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε «ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν», δηλαδή δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανοιώσω. Η Λαΐς, μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζί της, δωρεάν. Ο Διογένης, τι είχε να χάσει, συμφώνησε. Η Λαΐς όμως τον υποδέχτηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της βρισκόταν μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του υποσχέθηκε η Λαΐς. Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως απτόητος της ανταπέδωσε τα ίσα, λέγοντας «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς» (δηλαδή, στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες).
* Μια φορά ο Διογένης ο Κυνικός βρέθηκε σε μια συντροφιά όπου όλοι έπλητταν θανάσιμα από απαγγελία ενός ποιητή. Βλέποντας να προβάλλει το λευκό στο τέλος του ειληταρίου που κρατούσε ο ποιητής, ο Διογένης είπε «Κουράγιο φίλοι, βλέπω στεριά».
* Όταν ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης είδε μια γυναίκα κρεμασμένη σε μια ελιά αναφώνησε: «Μακάρι να είχαν όλα τα δέντρα τέτοιους καρπούς!».
* Κάποιος καλοτύχιζε τον Καλλισθένη γιατί ζούσε ωραία κοντά στον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Διογένης τότε του απαντά: «Κακότυχος είναι όποιος προγευματίζει και δειπνεί όποτε αρέσει στον Αλέξανδρο».

* Μια φορά άναψε, μέρα μεσημέρι, έναν λύχνο και κρατώντας τον, γύριζε στης αγοράς τους δρόμους. Όταν δε, ρωτήθηκε γιατί το κάνει αυτό, έδωσε τη γνωστή περίφημη απάντησή του: «Άνθρωπον ζητώ».
* Μια μέρα ο Διογένης πήγε στο θέατρο, όταν η παράσταση είχε τελειώσει και ο κόσμος έβγαινε έξω. Αντίθετα στο πλήθος, που έβγαινε έξω, αυτός προσπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμο και να μπει μέσα, και σαν τον ρώτησαν, γιατί πάει αντίθετα, απάντησε: «Σε όλη μου τη ζωή αυτό εξασκούμαι να κάνω».
* Όταν είδε μια μέρα ένα παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του, έβγαλε, καθώς λένε, το κύπελλο, με το οποίο έπινε νερό και το πέταξε αναφωνόντας «παιδίον μὲ νενίκηκεν εὐτελεία!» (ένα παιδί με ξεπέρασε στην απλότητα).
* Ο Διογένης, κάποτε, στέκονταν εμπρός από ένα άγαλμα ζητώντας…ελεημοσύνη. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό, εκείνος απάντησε: «μελετῶ ἀποτυγχάνειν» (μελετώ την αποτυχία).
* Έλεγε ο Διογένης, πως, όταν πεθάνει, θέλει να τον θάψουν μπρούμητα. Τον ρώτησαν γιατί, κι εκείνος απάντησε: «γιατί σε λίγο θα’ ρθουν τα πάνω-κάτω».
* Σε κάποιον που του υπενθύμισε χλευαστικά μια παλαιότερη παρανομία του (παραχάραξη νομίσματος, για την οποία οι συμπολίτες του τον εκδίωξαν από την Σινώπη), ο κυνικός φιλόσοφος δήλωσε «κάποτε ήμουν τέτοιος που εσύ είσαι τώρα, τέτοιος όμως που είμαι εγώ, εσύ δεν θα γίνεις ποτέ». Όταν οι Αθηναίοι τον κορόιδευαν για τον ίδιο λόγο, λέγοντας πώς οι Συνωπείς τον είχανε εξορίσει αυτός με αστεϊσμό απαντούσε «κι εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί».
* Ο Διογένης βγήκε μια μέρα στην αγορά και άρχισε να φωνάζει:«Ε, άνθρωποι που είστε;». Σαν μαζεύτηκαν κάμποσοι, τότε άρχισε να τους κυνηγά και να τους χτυπά με το ραβδί του, λέγοντάς τους: «Ανθρώπους κάλεσα, όχι παλιάνθρωπους».
* Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε «Αν πεθάνεις, ποιος θα φροντίσει την κηδεία σου;», είπε «Αυτός που θα θέλει το σπίτι μου».
* Βλέποντας κάποτε ο Διογένης μια θρησκόληπτη γυναίκα να σκύβει βαθιά στα αγάλματα των θεών, της είπε «Δε φοβάσαι καλή μου γυναίκα, μήπως κανένας θεός από πίσω σου σε δει σε άσεμνη στάση;».
* Όταν ο Διογένης αιχμαλωτίστηκε στη μάχη τις Χαιρώνειας και οδηγήθηκε μπροστά στον Φίλιππο, ρωτήθηκε ποιος είναι, και απάντησε, «κατάσκοπος τις απληστίας σου».
* Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε πότε πρέπει να παντρεύεται κάποιος, είπε, «Τους μεν νέους μηδέπω (όχι ακόμα), τους δε πρεσβυτέρους μηδέπωποτε (ποτέ)».
* Σε κάποιο δείπνο κάποιοι του έριχναν (του Διογένη) κόκκαλα σαν σε σκύλο, τότε εκείνος σηκώθηκε και τους κατούρησε σαν σκύλος.
* Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε γιατί οι άνθρωποι ελεούν τους ζητιάνους αλλά όχι τους φιλοσόφους, είπε, «γιατί κουτσοί και τυφλοί υπάρχει περίπτωση να γίνουν, φιλόσοφοι όμως αποκλείεται».
* Ο Διογένης παρουσιάστηκε σε μια ομιλία του ρήτορα Αναξιμένη κρατώντας ένα παστό ψάρι και απέσπασε την προσοχή των ακροατών, ο ρήτορας αγανάκτησε και ο Διογένης είπε, «Ένα τιποτένιο ψάρι διέλυσε την ομιλία του Αναξιμένη».
* Όταν κατηγόρησαν τον Διογένη ότι τα πίνει στο καπηλειό, απάντησε «και στο κουρείο, κουρεύομαι».
* Ο Διογένης όταν είδε θηλυπρεπή νέο, του είπε «δεν ντρέπεσαι, να έχεις για τον εαυτό σου χειρότερη γνώμη απ’ αυτή που έχει η φύση; Αυτή σε έκανε άντρα κι εσύ αναγκάζεις τον εαυτό σου να γίνει γυναίκα».
* Κάποτε όταν τον ειρωνεύτηκαν πως μπαίνει σε ακάθαρτους χώρους, ο Διογένης, σε απάντηση, τους είπε: «Αλλά και ήλιος και ου μιαίνεται», δηλαδή: «Κι ο ήλιος μπαίνει σε ακάθαρτους τόπους, αλλά δεν μολύνεται από αυτούς».
* Ο Διογένης συχνά αυνανιζόταν δημοσίως μπροστά στο πλήθος που μαζευόταν γύρω από το πιθάρι του. Όταν κάποτε ένας παριστάμενος τον ερώτησε εάν δεν ντρέπεται, αυτός του απάντησε «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πεινήν» (μακάρι να μπορούσα να ανακουφίσω και την πείνα μου, τρίβοντας την κοιλιά μου).
* Βλέποντας ο Διογένης, Μεγαρίτες να χτίζουν μεγάλα τείχη, τους είπε «Μην έχετε έγνοια πόσο μεγάλα θα είναι τα τείχη αλλά πόσο μεγάλοι θα είναι εκείνοι που θα σταθούν επάνω σε αυτά».
* Ρώτησαν κάποτε τον Διογένη, πια στάση πρέπει να κρατά κάποιος απέναντι στην εξουσία απάντησε: «Όποια και απέναντι στην φωτιά: να μην στέκεται ούτε πολύ κοντά, για να μην καεί, ούτε πολύ μακριά για να μην ξεπαγιάσει».
* Ο Διογένης, κουβαλούσε μαζί του ό,τι είχε. Σ’ ένα σακούλι είχε συνήθως ψωμί και ελιές. Μια μέρα λοιπόν κάθεται στο μέσο της Αγοράς, ανοίγει το σακούλι του και αρχίζει να τρώει. «Καλά, τι ώρα είναι αυτή που τρως;» τον ρωτάει κάποιος. Κι ο Διογένης ετοιμόλογος του απάντησε: «Οι πλούσιοι τρώνε όταν θέλουνε, εγώ ο φτωχός, όταν πεινώ!».
* Βλέποντας μιά ημέρα τους αξιωματούχους να οδηγούν στη φυλακή κάποιο ταμία, που είχε κλέψει ένα κύπελο είπε: «Οι μεγάλοι κλέπται τον μικρόν άγουσι».
* Για τις αναθηματικές επιγραφές πιστών που σώθηκαν χάρη σε μια θεότητα, έλεγε «Θα ήταν πολύ περισσότερες, αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί, είχαν κάνει αφιερώσεις».
* Βλέποντας κάποτε έναν ολυμπιονίκη να νέμει τα πρόβατά του, στάθηκε και του είπε: «Ω, βέλτιστε, ταχέως μετέβης από των Ολυμπίων επί τα Νέμεα».

Αποφθέγματα του Διογένη

* Η ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ.

* ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΑ ΑΠΛΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΑΝΟΙΧΤΑ.

* ΤΑ ΑΞΙΟΛΟΓΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΤΟΥΝ ΜΕ ΑΣΗΜΑΝΤΑ ΠΟΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ.

* ΜΕΤΑΞΥ ΦΙΛΩΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΑ.

* ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΣΑΙ ΜΕ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ, ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ, ΣΤΑ ΠΑΘΗ ΜΕ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ.

* Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΣΥΣΤΑΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ.

* ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΙΩΜΑΤΑ ΘΕΩΝ.

* Ο ΕΡΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΣΧΟΛΙΑ ΑΡΓΟΣΧΟΛΩΝ.

* ΑΘΛΙΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΦΤΩΧΟΣ ΓΕΡΟΣ.

* ΑΠ’ ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΘΗΡΙΑ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙ Ο ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ, ΑΠΟ ΤΑ ΗΜΕΡΑ Ο ΚΟΛΑΚΑΣ.

* Η ΚΟΙΛΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΥΒΔΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ.

* Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΝΑ ΖΕΙΣ ΚΑΚΑ.

* ΟΙ ΟΜΟΡΦΕΣ ΕΤΑΙΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΟ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ ΠΙΟΤΟ.

* ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΣΟΥ ΤΥΧΕΙ.

* Ο ΗΛΙΟΣ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΠΑΤΟΥΣ, ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΜΟΛΥΝΕΤΑΙ.

* ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΤΑΓΜΕΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΑΦΕΝΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΣΧΡΟΙ ΣΤΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΤΟΥΣ.

* ΟΙ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ ΑΝΤΛΟΥΝ ΤΗΝ ΗΔΟΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΤΥΧΙΑ.

* Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΣ ΓΙΑΤΙ ΟΤΑΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ.

* Η ΜΟΡΦΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΣΗ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ ΣΤΟΛΙΔΙ.

* Η ΑΣΚΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗ.

* ΧΩΡΙΣ ΕΞΑΣΚΗΣΗ ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΜΕ, ΕΝΩ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΣΚΗΣΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΞΕΠΕΡΑΣΤΕΙ ΚΑΘΕ ΕΜΠΟΔΙΟ.

* ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΛΕΓΟΥΜΕ ΟΧΙ ΤΟΥΣ ΑΧΡΗΣΤΟΥΣ ΚΟΠΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ Η ΦΥΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ.

* ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΥΣΤΥΧΟΥΝ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΟΗΣΙΑΣ ΤΟΥΣ.

* ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ ΝΑ ΖΟΥΝ ΜΕ ΗΔΟΝΕΣ, ΕΝΟΧΛΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΤΟΥΣ, ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ, ΠΕΡΙΦΡΟΝΟΥΝ ΤΙΣ ΗΔΟΝΕΣ.

* Ο ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

* ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ.

* Η ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ, Η ΚΑΛΗ ΦΗΜΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΛΙΔΙΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ.

* Η ΜΟΝΗ ΣΩΣΤΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΕΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ.

* ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΕΣ ΓΙΑ ΟΛΕΣ.

* Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ, Η ΜΟΥΣΙΚΗ, Η ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΧΡΗΣΤΑ ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΑΓΚΑΙΑ.

19 Μαΐου 2010

Η διαθήκη του Μακρυγιάννη


«Eις δόξαν του δίκιου και μεγάλου Θεού.

Kύριε Παντοδύναμε! Eσύ, Kύριε; θα σώσης αυτό το αθώο έθνος. Eίμαστε αμαρτωλοί, είσαι Θεός! Eλέησέ μας, φώτισέ μας και κίνησέ μας εναντίον του δόλου και της απάτης, της συστηματικής τυραγνίας της πατρίδος και της θρησκείας. Eις δόξαν Σου, Kύριε, σηκώνεται απόψε η σημαία της λευτεριάς αναντίον της τυραγνίας! Πατριώτες! Πεθαίνω διά την πατρίδα. Στέκω εις τον όρκον μου τον πρώτον. Δεν μπορώ, πατρίδα, να σε βλέπω τοιούτως και των σκοτωμένων τα παιδιά και οι γριγές να διακονεύουν και τις νιες να τις βιάζουν διά κομμάτι ψωμί εις την τιμή τους οι απατεώνες της πατρίδος. Γιομάτες οι φυλακές από αγωνιστές και στα σοκάκια σου διακονεύουν αυτείνοι οι αγωνισταί, οπού χύσανε το αίμα τους διά να ξαναειπωθή «πατρίδα Eλλάς». Eίτε ελευτερία κατά τους αγώνες μας και θυσίες μας, είτε θάνατος σ’ εμάς! Πεθαίνω εγώ πρώτος απόψε. Έχετε γεια, πατριώτες, και εις την άλλην ζωήν σμίγομεν, εκεί οπούναι και οι άλλοι συναγωνισταί μας, εις τον κόρφον του αληθινού Bασιλέως, του μεγάλου Θεού, του αληθινού. Πατρίδα, σ’ αφήνω ανήλικα παιδιά και γυναίκα, αν τ’ αφήσουνε ζωντανά, τ’ αφήνω εις την προστασίαν σου. Kοίταξε ότ’ είναι παιδιά του τίμιου αγωνιστή Mακρυγιάννη. Ποτές αυτός δεν σε ψύχρανε εις τα δεινά σου και τώρα πρόθυμος να πεθάνη διά σένα για να σε ιδούνε τα παιδιά του ελεύτερη Eλλάδα κι όχι παλιόψαθα της τυραγνίας και των κολάκων της. Διά τα παιδιά μου αφήνω κηδεμόνες τον κύριον Mιχαήλ Σκινά, Mελά, Δόσιον, Kαλλεφουρνά, γυναικάδελφόν μου Σκουζέ και τη γυναίκα μου. Kαι νακολουθήσετε κατά την παλιά μου διαθήκη ό,τι διαλαμβάνει, κι αν αμελήσετε εις την άλλην ζωήν θα μου δώσετε λόγον. Bιαστικός γράφω με τη σημαία μου στο χέρι. Έχετε γεια όλοι και την τυραγνία να μην την αφήσετε να φωλιάση εις την πατρίδα, να μην ντροπιάσετε τόσα αίματα οπού χύθηκαν.

1843 Σεπτεμβρίου 3η

Mακρυγιάνις».

Άθανάσιος Διάκος



Ήτανε νύχτα. Τα βουνά, οι λαγκαδιές, τα δένδρα,οι βρύσες, τ' αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ' αγέρι,στέκουν βουβά ν' ακούσουνε την προσευχή του Διάκου.


«Όταν η μαύρ' η μάνα μου, εμπρός σε μιαν εικόνα, Πλάστη μου, μ' εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέρια καί μώλεγε να δεηθώ για κειούς, που το χειμώνα σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά με χιόνια, μ' αγριοκαίρια, για να μη ζούνε στο ζυγό, ένιωθα τη φωνή μου να ξεψυχάη στα χείλη μου, εσπάραζε η καρδιά μου, μου ετρέμανε τα γόνατα, σα νά 'θελε η ψυχή μου να φύγη με τη δέηση από τα σωθικά μου.
Ύστερα μούλεγε κρυφά να Σου ζητώ τη χάρη και να μ'αξιώσης μια φορά ένα σπαθί να ζώσω και να μην έρθη ο θάνατος να μ'εύρη να με πάρη, πρίν πολεμήσω ελεύθερος, για Σέ πριν το ματώσω.
Πατέρα παντοδύναμε, άκουσες την ευχή μου μου φύτεψες μέσ' στην καρδιά αγάπη, πίστη, ελπίδα, έδωκες μια αχτίδα Σου αθέρα στο σπαθί μου και μού'πες: Τώρα πέθανε για Με, για την Πατρίδα.
Έτοιμος είμαι, Πλάστη μου!
Λίγες στιγμές ακόμα και σβηώνται τ' άστρα Σου για με. Για με θα σκοτειδιάση τ' όμορφο γλυκοχάραμα. Θα μου κλειστή το στόμα, που εκελαηδούσε στα βουνά, στη ρεματιά, στη βρύση θα μαραθούν τα πεύκα μου.
Αραχνιασμέν' η λύρα, που μου ήταν αδερφοποιητή κι όπου μ' εμέ στη φτέρη αγκαλιασμένη επλάγιαζε, τώρα θα μείνη στείρα καί στ' άψυχο κουφάρι της θα να βογγάη τ' αγέρι. Όλα τ' αφήνω με χαρά, χωρίς ν' αναστενάξω.
Και τό'χω περηφάνεια μου, που εδιάλεξες εμένα αυτήν την έρμη την ποριά με το κορμί να φράξω.
Ευχαριστώ Σε, Πλάστη μου!
Δε θα χαθούν σπαρμένα και δε θα μείνουν άκαρπα τ' άχαρα κόκκαλά μου. Ευλόγησέ τηνε τη γη, οπού θα μ' αγκαλιάση και στοίχειωσε κάθε σπειρί από τα χώματα μου, να γένη αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση.
Θέ μου! ξημέρωσέ τηνε την αυριανή τη μέρα! Θα μας θυμάτ' η Αρβανιτιά και θα την τρώ' η ζήλεια. Θα χλιμιντράνε τ' άλογα, θα καίνε τον αγέρα με τ' άγρια τα χνώτα τους γκέκικα καριοφίλια, θα γίνουν πάλι τα Θερμιά λαίμαργη καταβόθρα.
Χιλιάδες ήρθαν θερισταί και Χάρος οργοτόμος, μουγκρίζουν, φοβερίζουνε, πως δε θα μείνη λώθρα σ' αυτήν τη δύστυχη τη γη, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος. Κι εμείς θα πάμε με χαρά σ' αυτόν τον καταρράχτη.
Επάνωθέ μας θά'σαι Σύ, και τα πατήματα μας θα νά'χουνε για στήριγμα τη φοβερή τη στάχτη, πώμεινε σπίθ'ακοίμητη βαθιά στα σωθικά μας.
Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου!
Για ν' ακουστή στη Δύση, πως δεν απονεκρώθηκε και πως θ' ανθοβολήση τώρα με τα Μαγιάπριλα ή δουλωμένη χώρα. Ευλογημέν' η ώρα!»


Έσκυψ' ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη κι εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα. Έβραζε μέσα του η καρδιά και στα ματόκλαδά του καθάριο, φωτοστόλουστο, ξεφύτρωσ' ένα δάκρυ... Χαρά στο χόρτο πώλαχε να πιη σε τέτοια βρύση. Πλαγιάζει ο λεονταρόψυχος!
Τα νιάτα, η θωριά του, τ' αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφήνουν κρυφά το θόλο τ' ουρανού για να διαβούν σιμά του. Μοσχοβολάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει στον κόρφο της η άνοιξη, σα νά'τανε παιδί της
Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπο του.χάνει με μιας την ασχημιά και την ταπεινοσύνη ο έρμος ο αζώηρος, η ποταπή η λαψάνα, γλυκαίνει το χαμαίδρυο, στου χαμαιλειού τη ρίζα αποκοιμιέται ο θάνατος και το περιπλοκάδι, που πάντα κρύβεται δειλό και τ' άπλερο κορμί του αλλού στυλώνει το φτωχό, δυναμωμένο τώρα τρελλό, περηφανεύεται και θέλει να κλαρώση στ'ανδρειωμένο μέτωπο για ν' ακουστή πως ήταν στη φοβερή παραμονή μια τρίχ' απ' τα μαλλιά του.
Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος!
Του ύπνου του οι ώραις όσο κι'αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουν ν'αποστομώσουν το θολό, τ' αγριωμένο κύμα του χρόνου που μας έπνιξε. Μ' εκείνην την ρανίδαπώσταξ' από τα μάτια του θα ξεπλυθή η μαυράδα, που ελέρωνε της μοίρας μας το νεκρικό δεφτέρι.
Ο Διάκος στο κρεββάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη, σαν αητός μες στη φωλιά, ολάκερο ένα γένος έκλωθ' εκείνην την βραδιά. Όταν προβάλ'η μέρα, θα νάβγουν τ' αητόπουλα με τροχισμένα νύχια, με θεριεμμένα τα φτερά, ν'αρχίσουν το κυνήγι...


Πλάστη μεγαλοδύναμε! Αξίωσέ μας όλους, πριν μας σκεπάση η μαύρη γη, στα δουλωμένα πλάγια να κοιμηθούμε μια νυχτιά τον ύπνο του Θανάση!


Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Γρηγόριος Φλέσσας


«Θα πολεμήσω τον Ιμπραήμ και θα πεθάνω ή θα νικήσω…».
Παπαφλέσσας.


Ο Παπαφλέσσας ήταν κληρικός, πολιτικός, φλογερός κι ενθουσιώδης αγωνιστής, ήρωας αλλά και πρωτεργάτης της Eλληνικής Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας το 1788 και ήταν το 28ο παιδί του Δημητρίου Φλέσσα και της Κωνσταντίνας Ανδροναίου, δευτέρας συζύγου του Δημητρίου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Φλέσσας.


Φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, και μόνασε στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς, στην Καλαμάτα. Όταν χειροτονήθηκε ιερομόναχος έλαβε το εκκλησιαστικό όνομα Γρηγόριος (Γρηγόριος Φλέσσας, παπάς=Γρηγόριος Παπαφλέσσας). Εξαιτίας του χαρακτήρα του και επειδή ήρθε σε σύγκρουση με τους Τούρκους, εγκατέλειψε την Πελοπόννησο, απειλώντας (σύμφωνα με τα απομνημονεύματα Φωτάκου) «Βρε κερατάδες Τούρκοι να πάτε πίσω εις τον αφέντην σας τον κερατά, να του ειπείτε ότι εγώ φεύγω δια την Πόλιν, και δεν θα γυρίσω πίσω απλούς καλόγηρος. Ή δεσπότης θα έλθω, ή πασάς».


Μετέβη στην Ζάκυνθο, και αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄και έλαβε το εκκλησιαστικό οφφίκιο του «Δικαίου», που σημαίνει αντιπρόσωπος του Πατριάρχη.


Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως, πως ο ιδιωτικός βίος του Παπαφλέσσα, κάθε άλλο παρά συμβάδιζε με το σχήμα της ιεροσύνης, το οποίο τον περιέλαβε. Κατηγορούνταν -και μάλλον όχι αβάσιμα- ως «έκδοτος στις ηδονές, με μανιώδη ροπή προς τον έκλυτο βίο», άσωτος, ασύδοτος, αλαζών, μέθυσος κι ότι γλεντοκοπούσε και ξόδευε στα φανερά με τις ερωμένες του προκαλώντας την κοινή γνώμη. Αργότερα, ο αγωνιστής Κανέλλος Δεληγιάννης, θα έλεγε χαρακτηριστικά: «Ο Παπαφλέσσας, ένεκα της ασελγείας και της θηλυμανίας του κατήντησε το κατάστημα του υπουργείου του πορνοστάσιον και εσύναξεν όλους τους ασώτους και μπιριμπάντας και έπραττεν εις τους δυστυχείς κατοίκους τα μεγαλύτερα ανοσιουργήματα».


Η μύηση στην Φιλική Εταιρεία
Στην Κωνσταντινούπολη, ο Παπαφλέσσας γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ανήκε στους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας. Είχε και την έγκριση των άλλων να πλησιάσει τον «τρελοπαπά». Ο Παπαφλέσσας ήταν πανάξιος της φήμης που τον ακολουθούσε. Ο φλογερός πατριωτισμός του δεν κρυβόταν. Οι Φιλικοί τον ήθελαν αλλά και φοβόντουσαν μήπως με κάποια από τις συνηθισμένες αποκοτιές του τα τίναζε όλα στον αέρα. Στα 1818, αποφάσισαν να τον ψαρέψουν. Το δύσκολο έργο ανέλαβε ο Αναγνωστόπουλος.


Για μέρες, ο Παπαφλέσσας έκανε τον χαζό. Όταν ο Φιλικός κατάλαβε πως αντί να ψαρέψει τον παπά, τον ψάρευε εκείνος, ήταν πολύ αργά. Μόλις ο αρχιμανδρίτης πείστηκε ότι υπήρχε επαναστατική οργάνωση, έπιασε τον Φιλικό απ´ τον λαιμό. Τον ανάγκασε να του τα πει όλα. Κι έπειτα, τον έβαλε να τον οδηγήσει στην Ανώτατη Αρχή. Έκπληκτοι οι Εμμανουήλ Ξάνθος και Αθανάσιος Τσακάλωφ τον είδαν μπροστά τους. Υπέκυψαν στις απαιτήσεις του. Εκεί έδωσε το όνομα Γρηγόριος Δικαίος από Κόρινθο, για να μην αναγνωριστεί από τους Τούρκους που τον είχαν στον κατάλογο των θανατοποινιτών και στις 21 Ιανουαρίου 1818 έλαβε την κωδική ονομασία «Αρμόδιος». Με το «έτσι θέλω», ο Παπαφλέσσας εγκαταστάθηκε στην Ανώτατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας, περίπου στη θέση του Νικόλαου Σκουφά που είχε πεθάνει τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς.


Επειδή ήταν επικίνδυνο να παραμείνει στην Πόλη, στάλθηκε απ’ τους Φιλικούς στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Μολδαβία και Βλαχία), για να προπαρασκευάσει την Επανάσταση και στην συνέχεια, όταν ο Υψηλάντης αποφάσισε να ξεκινήσει ένοπλο αγώνα από τη Μολδοβλαχία, η Φιλική Εταιρία τον Ιανουάριο του 1821 έστειλε τον Παπαφλέσσα στην Πελοπόννησο για να ξεσηκώσει κι εκεί τον λαό.


Η οργάνωση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο
Ο Παπαφλέσσας, αφού έγραψε του Κολοκοτρώνη να πάει στη Μάνη, εξασφάλισε για τον εαυτό του χαρτιά που τον βάφτιζαν «πατριαρχικό έξαρχο», πέρασε από το Αϊβαλί, φόρτωσε ένα καράβι μπαρούτι και όπλα, το έστειλε κι αυτό στη Μάνη και διέσχισε το Αιγαίο. Μέσα Δεκεμβρίου του 1820, βρισκόταν κι αυτός στη Μάνη. Βρήκε τους Τούρκους του Μοριά ενημερωμένους για την άφιξή του και πρόθυμους να τον διευκολύνουν στις μετακινήσεις του. Χωρίς να ξέρουν για ποιο λόγο ήρθε, οι πρόκριτοι κι ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός τον δέχτηκαν εχθρικά (χαρακτηριστικά, το αποκαλούσε «Άνθρωπο απατεώνα και εξωλέστατο» που φρόντιζε «να ερεθίση την ταραχήν του έθνους»). Στις 6 Ιανουαρίου του 1821, έφτασε στη Μάνη κι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.


Ο «πατριαρχικός έξαρχος» ανέβηκε στην Αχαΐα και διαπίστωσε πως υπήρχαν σοβαρές κτηματικές διαφορές ανάμεσα στα μοναστήρια της Αγίας Λαύρας και των Ταξιαρχών. Οργανώθηκε σύσκεψη στη Βοστίτσα τον Ιανουάριο του 1821, όπου ο Παπαφλέσσας γνωστοποίησε ότι είχε οριστεί κήρυξη της Επανάστασης για τις 25 Μαρτίου 1821, ενώ προσπάθησε με φλογερά λόγια να πείσει τους συντηρητικούς, που δεν πίστευαν στην Επανάσταση. Αυτό δεν άρεσε σε πολλούς συντηρητικούς πρόκριτους και στρατιωτικούς και ειδικά στον Παλαιών Πατρών Γερμανό, που τον κατηγόρησε γι’ αυτό. Αυτοί αποφάσισαν να τον περιορίσουν στη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Αλλά ο φλογερός κληρικός δεν υποχώρησε. Έφυγε για τη Μάνη, αφού πρώτα έβαλε κάποιους Φιλικούς να οργανώσουν επεισόδια που θα εξέθεταν τους πρόκριτους στα μάτια των Τούρκων. Έτσι, θα τους είχε δεμένους.


Στις τάξεις των κοτζαμπάσηδων επικρατούσε εκνευρισμός. Κάποιοι πρότειναν να καταδώσουν τον «τρελόπαπα» στις τουρκικές αρχές. Κάποιοι άλλοι προτίμησαν να τον δολοφονήσουν, ώστε να είναι σίγουροι. Ούτε το ένα ήταν εύκολο ούτε το άλλο. Ο Παπαφλέσσας ποτέ δεν κυκλοφορούσε μόνος, ενώ τα στημένα επεισόδια είχαν κάνει τους Τούρκους ν´ αγριέψουν.


Η Επανάσταση ξεκινά
Εν το μεταξύ, το πλοίο με τα πολεμοφόδια από το Αϊβαλί έφτασε στη Μάνη μέσα του Μάρτη. Με τέχνασμα, ο Παπαφλέσσας έπεισε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να το εκτελωνίσει. Χώρισε τα πολεμοφόδια κι ανέθεσε τη μεταφορά τους σε δυο ομάδες την πρώτη με αρχηγό τον Νικήτα Σταματελόπουλο (τον μετέπειτα Νικηταρά Τουρκοφάγο) και τη δεύτερη με τον Χρήστο Αναγνωσταρά. Ο διοικητής της Καλαμάτας Σουλεϊμάν αγάς Αρναούτογλου έμαθε πως κάποιοι ένοπλοι μετέφεραν κάποια φορτία. Τον καθησύχασαν πως ήταν χωρικοί που κουβαλούσαν λάδι. Τα όπλα, τα είχαν, «επειδή ακούστηκε πως κυκλοφορούσαν ληστές». Ο αγάς πείσθηκε και ζήτησε από τον Πετρόμπεη να στείλει τον γιο του Ηλία, να ενισχύσει τη φρουρά της πόλης! Στις 17 Μαρτίου του 1821, όλα ήταν έτοιμα. Οι αγωνιστές μαζεύτηκαν στο ναό των Ταξιαρχών, στην Αρεόπολη της Μάνης, όπου έγινε δοξολογία κι ευλογήθηκαν τα λάβαρα του Αγώνα. Στις 20 Μαρτίου, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης μπήκε με 150 άνδρες στην Καλαμάτα «να ενισχύσει τη φρουρά». Είπε στον Αρναούτογλου πως οι πληροφορίες μιλούσαν για πολλούς ληστές και καλά θα ήταν να έρθουν κι άλλοι για τη φρουρά. Ο διοικητής δέχτηκε.


Στις 22 Μαρτίου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τους Μούρτζινους και 2.000 άντρες έπιασε τους λόφους προς τη Σπάρτη. Ο Παπαφλέσσας με τον Αναγνωσταρά και τον Σταματελόπουλο έπιασαν την άλλη πλευρά. Ο Αρναούτογλου κάτι κατάλαβε, αλλά ήταν αργά να αντιδράσει. Στις 23 Μαρτίου, οι επαναστάτες μπήκαν στην πόλη. Οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Την ίδια μέρα, έπεφτε κι η Βοστίτσα. Στις 26 Μαρτίου, παραδίδονταν οι Τούρκοι στα Καλάβρυτα. Η Επανάσταση είχε ξεκινήσει.


Ο Παπαφλέσσας δεν έμεινε αργός. Πότε ως επικεφαλής στρατιωτικών αποσπασμάτων, πότε στο πλάι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πότε με τον Δημήτριο Υψηλάντη, πολεμούσε παράτολμα όπου υπήρχε μάχη. Βρίσκεται παντού, εμψυχώνει, διεγείρει τις ψυχές, μαζεύει στρατό κι είναι ο ίδιος αρχηγός δικού του σώματος. Διακρίνεται για την ανδρεία του σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο και στην Αρκαδία, έχοντας ως ορμητήριο τη μονή της Ρεκίτσας κοντά στο Διρράχι. Κι από δω αρχίζει τη δράση του με φοβερή ταχύτητα.


Η πολιτική δράση του Παπαφλέσσα και η εκστρατεία του Ιμπραήμ
Ο Παπαφλέσσας όμως, εκτός από στρατιωτικός ήταν και πολιτικός. Πήρε μέρος στη συγκέντρωση των Καλτετζών και συμφώνησε να συσταθεί η Πελοποννησιακή Γερουσία. Ήταν πληρεξούσιος στην Α’ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου και στη Β’ του Άστρους. Κατά την διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου υποστήριξε αυτούς που καταδίωξαν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολεμιστές και διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας από την κυβέρνηση Κουντουριώτη το 1823.


Όταν το 1825, ο αλβανικής καταγωγής Αιγύπτιος πολέμαρχος Ιμπραήμ καταλάμβανε ακάθεκτος την Πελοπόννησο (ως σύμμαχος των Τούρκων, με αντάλλαγμα την διοίκηση της Κρήτης, της Κύπρου και της Πελοποννήσου) κι απειλούσε με καταστροφή τον ελληνικό αγώνα, το περιβόητο Εκτελεστικό, με πρόεδρο το Γ. Κουντουριώτη και γραμματέα τον Μαυροκορδάτο, άρχισε να συζητά πως ο μόνος τρόπος για ν’ αντιμετωπιστεί ο Ιμπραήμ ήταν να σχηματιστεί, με τα χρήματα του δεύτερου δανείου των δυο εκατομμυρίων λιρών, μισθωτός στρατός στην Αμερική που θα ερχόταν να πολεμήσει στην Ελλάδα! Λες και ο Ιμπραήμ θα περίμενε να φτιαχτεί πριν ο στρατός, να μεταφερθεί, με ιστιοφόρο τότε, από τα πέρατα του κόσμου στον τόπο μας κι έπειτα να μας πολεμήσει. Η εξωφρενική αυτή πρόταση βρίσκει, σωστά, τούτη δω την κριτική του Κόκκινου:
«Το πράγμα φανερώνει μέχρι ποίου σημείου δεν αντελαμβάνοντο την φοβερά πραγματικότητα οι αποκλείοντες την ληψιν σοβαρών στρατιωτικών μέτρων εντός αυτής της Πελοποννήσου δια της χρησιμοποιήσεως των εις την φυλακην ή υπό καταδίωξιν Πελοποννησίων αρχηγών, διότι αυτοί ήσαν οι συζητουντες την μετάκλησιν ξένου στρατού, ανυπάρκτου ακόμη, προς αντιμετώπισιν του Ιμβραήμ».


Ο Παπαφλέσσας, ως υπουργός Εσωτερικών, πρότεινε να δοθεί αμνηστία, να απελευθερωθούν όλοι οι κρατούμενοι οι στρατιωτικοί ηγέτες που ήταν αντίθετοι με την κυβέρνηση Κουντουριώτη και ενωμένος ο λαός να αντιμετωπίσει τον εισβολέα. Οι καρέκλες, όμως, μετρούσαν περισσότερο από τον κίνδυνο. Η πρότασή του απορρίφθηκε. Μάνιασε. Ανέβηκε στο βήμα της Βουλής κι ανήγγειλε ότι θα μαζέψει 10.000 οπλοφόρους, θα αφήσει το Ναύπλιο και θα κατευθυνθεί προς την Τριπολιτσά και εν συνεχεία προς τη Μεσσηνία με σκοπό να αναμετρηθεί με τη στρατιά του Ιμπραήμ, η οποία ήταν εκπαιδευμένη από Γάλλους αξιωματικούς που είχαν πλούσια στρατιωτική εμπειρία από τους ναπολεόντειους πολέμους. Κι όπως χαρακτηριστικά δήλωσε, ή θα πεθάνει ή θα νικήσει. Αν όμως, τα κατάφερνε, υποσχέθηκε να γυρίσει με τον στρατό του και να απελευθερώσει ο ίδιος τους φυλακισμένους. Ο Παπαφλέσσας έδειξε όλο του το μεγαλείο κι εγκαταλείποντας τα αξιώματα, ανέλαβε ο ίδιος ν’ ανακόψει την προέλαση του Ιμπραήμ, μεταβαίνοντας στο Μανιάκι, στις 16 Μαΐου 1825. Η πράξη του αυτή ήρθε σαν επιστέγασμα της όλης μεγάλης προσφοράς του στον Αγώνα. Πίσω απ’ αυτή την πράξη του όμως, υπήρχε και πολιτικό κίνητρο. Ήλπιζε πως με μια ενδεχόμενη νίκη, θα αποκτούσε πολιτική δύναμη, τέτοια έτσι ώστε να ανατρέψει την κυβέρνηση Κουντουριώτη και να σχηματίσει μια κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας.


Η μάχη στο Μανιάκι
Γλαφυρότατη είναι η αφήγηση αυτών που προηγήθηκαν κι αυτών που επακολούθησαν της ηρωικής μάχης, μέσα από τα απομνημονεύματα του Φωτάκου (πρώτου υπασπιστού του Κολοκοτρώνη):


Ο Παπαφλέσσας από τ’ Ανάπλι τράβηξε για την Τριπολιτσά και μέσα στις τρεις μονάχα μέρες που έμεινε σ’ αυτή σχημάτισε τον πυρήνα του εκστρατευτικού του σώματος. Στις εκκλήσεις που έκανε πρόστρεξαν καπεταναίοι κι αγωνιστές από την Αργολίδα, το Λεβίδι, τις Κερασιές κι από τον κάμπο της Τριπολιτσάς. Ήταν ίσαμε εφτακόσιοι.
από την Τριπολιτσά πήγε στο Λεοντάρι, όπου έσμιξαν μαζί του ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας, μ’ εκατόν πενήντα παλικάρια, ο Αναστάσης Κουμουνδούρος, ο Παναγιώτης Μπούρας, ο Αδαμάκης Αποστολόπουλος κι ο Αναστάσης Κουλοχέρας με τους νταϊφάδες τους. Ύστερα από δύο μέρες έφτασε στους Λάκκους. Εκεί δυνάμωσαν το στράτευμά του ο Γιώργης Μπούτος από το Μελιγαλά κι ο Καρακίτσος από το Κατσαρό. Κίνησε για τη Φρουτζάλα. Σ’ αυτή συναντήθηκε με τους άοπλους αγωνιστές του Νιόκαστρου και με τον Μανιάτη Μούρτζινο. Ο τελευταίος, αν και φίλος του, αρνήθηκε να τον βοηθήσει όπως μια ανεψιά του Παπαφλέσσα, η κόρη του Νικήτα, είχε παντρευτεί έναν από τους θανάσιμους τοπικούς εχθρούς του, τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης βρισκόταν στο χωριό Κουφάρι της Μεσσηνίας, κατάκοιτος από ποδάγρα. Σαν έμαθε πως έρχεται με στράτευμα ο Παπαφλέσσας του έγραψε θερμό γράμμα, όπου σ’ αυτό του έλεγε πως ο Ιμπραήμ «είναι άλλος Ναπολέων ή Πύρρος της Ηπείρου, και τέλος, ότι είναι ανάγκη να δυνηθεί κατά πρώτον να τον πολεμήσει, εί δε μή τετέλεσται, το έθνος χάνεται».


Μαθαίνει πως ή κυβέρνηση αποφάσισε ν’ αμνηστέψει τους φυλακισμένους. Κάθεται λοιπόν, στις 14 του Μάη, και γράφει συστήνοντας να τους βγάλουν χωρίς το παραμικρό χασομέρι, και ξέχωρα τον Κολοκοτρώνη, που έπρεπε να του δοθεί αμέσως η αρχιστρατηγία.
από τη Φρουτζάλα τραβά στη Δραίνα, ίσαμε εφτά ώρες δρόμο. Εκεί παίρνει γράμμα από τον αδερφό του Νικήτα όπου σ’ αυτό του έλεγε πως δεν έπρεπε, πριν συγκεντρώσει όσες πιότερες δυνάμεις μπορούσε, να περάσει τα Κοντοβούνια, μα να κράταγε τις ορεινές θέσεις στα βουνά της Καλαμάτας για να ‘χει έτσι πίσω του ανοιχτό δρόμο προς τη Μάνη. Ό Παπαφλέσσας του αποκρίνεται:
«Νικήτα,
Έλαβα την επιστολήν σου και εις απάντησιν σου λέγω ότι δεν είμαι σαν και σε και σαν τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σε ράχη στους Αηλιάδες.
Εγώ άπαξ ωρκίσθην vα χύσω το αίμα μου εις την ανάγκην της πατρίδoς, και αυτή είναι ή ώρα. Εύχομαι δε εις τον Θεόν πρώτη μπάλα τoυ Ίμβραημ να με πάρει εις το κεφάλι, διότι σας γράφω να ταχύνετε τον ερχομόν σας και ‘σεις μου γράφετε κoυρoυφέξαλα.
Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα την να την διαβάζεις καμία φορά να με θυμάσαι και να κλαις.


Παπαφλέσσας»


Είναι φανερό, από το γράμμα αυτό, πως ο Παπαφλέσσας είχε συνείδηση πως τράβαγε στο χαμό του.
Ο στρατός του ανέβαινε τώρα σε 1500 άντρες. Δύναμη βέβαια ολότελα ασήμαντη για ν’ αντιβγεί στ’ ασκέρι του Ιμπραήμ. Μα να, παίρνει ευχάριστες ειδήσεις: από τον Δημήτρη Πλαπούτα από τον Αετό πως έρχεται να τον συντρέξει με 1600 νοματαίους από τους καπεταναίους της Αρκαδίας, από το χωριό Μάλι, εφτά ώρες δρόμο από τη Δραϊνα, πως βρίσκονταν εκεί με 2000 αγωνιστές από τον αδερφό του Νικήτα πως έφτασε στη Φρουτζάλα κι ερχόταν με 700 νοματαίους κι από τον Ηλία Κατσάκο από την Καλαμάτα πως είχε κάτω από τις προσταγές του 1000 πολεμιστές. Όλoι μαζί ίσαμε πέντε χιλιάδες. Όσo κι αν τους αριθμούς αυτούς τους λογαριάσουμε παραφουσκωμένους, στεκόταν σημαντική επικουρία, όπως τα στρατεύματα κι εμπειροπόλεμα ήταν και είχαν και άξιους αρχηγούς. Τι θα έπρεπε λοιπόν να κάνει ο Παπαφλέσσας; O,τι θα έκανε κι όποιος άλλος πολεμάρχης να καρτερέψει στα ορεινά τις δυνάμεις αυτές που ερχόταν σε βοήθειά του. Κι όμως έπραξε τ’ αντίθετο. Μόλις έμαθε πως ξεκίνησε από το Ναβαρίνο ο Ιμπραήμ, ρωτά «τους εντοπίους ποίος τόπος, βουνόν ή χωρίον είναι ύψηλόν ώστε να βλέπει το Νεόκαστρον και όλοι του είπαν, ότι είναι Παιδεμένου και Μανιάκι».
Δίχως να χάσει στιγμή φεύγει στις 18 του Μάη από τη Δραίνα και φτάνει, δύο ώρες πριν από το ηλιοβασίλεμα, στο Μανιάκι.


Η «Λεωνίδειος μάχη»
Τη στιγμή που ο Παπαφλέσσας ετοιμαζόταν να φύγει από τη Δραίνα φτάνουν σε βοήθειά του ο Ηλίας Κέρμας με 120 Κοντοβουνίσιους, ο Θανασούλας Καπετανάκης με 80, ο Π. Κεφάλας με 20, ο Πιέρος Βοϊδής κι ο Τσαλαφατίνος με 120 Μανιάτες, ο Στ. Καπετανάκης με 20, ο Λίβας, ο Μπιτσιάνης κι ο αδερφός του Γιώργης Δικαίος με 80. Έτσι όταν έφτασε στο Μανιάκι ο Παπαφλέσσας είχε μαζί του ίσαμε δύο χιλιάδες άντρες.
Την άλλη μέρα το πρωί έταξε καραούλια στο βουνό Μαμλαβά, πάνω από το χωριό Βλαχόπουλο, απ’ όπου βλέπανε όλο τον κάμπο και προς το Ναβαρίνο. Έπειτα κοίταξε με τους άλλους καπεταναίους τις θέσεις, λίγο πιο ψηλά από το χωριό Μανιάκι, όπου λογάριαζε να ταμπουρωθούν για ν’ αντικρούσουν τον εχθρό. Κατά το δειλινό τα καραούλια κάνανε σημεία πώς ο στρατός του Ιμπραήμ φάνηκε και τράβαγε για τα Χίλια Χωριά. Ο Παπαφλέσσας τότε πρόσταξε ν’ ανάψουν όσες μπορούσαν πιότερες φωτιές για να νομίσει ο εχθρός πώς δυνατό και πολυάριθμο ήταν το στρατόπεδό μας. Πραγματικά ο Ιμπραήμ σταμάτησε και πέρασε τη νύχτα στα Χίλια Χωριά.


Την άλλη μέρα το πρωί, 20 του Μάη, οι δικοί μας άρχισαν να φτιάνουν τρία ταμπούρια. Το πρώτο, το πιο βορινό, θα το έπιανε ο Παπαφλέσσας, το δεύτερο ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας και το τρίτο, το πιο νότιο, ο Πιέρος Βοϊδής με τους Μανιάτες. Ο τόπος όπου έγιναν τα οχυρώματα ταύτα ήσαν πλάγια, και όχι ράχες, ούτε κορυφή, «δια να εμποδίσουν τον έχθρον νά μη συγκεντρούται εκ των όπισθεν», και ήταν ακόμα πιο δυσκολο-υπεράσπιστα όπως ή απόσταση ανάμεσα στα ταμπούρια και στα μέρη που μπορούσε να προστατευτεί ο εχθρός στεκόταν μικρή κι έτσι οι δικοί μας «δεν είχον ουδέ τον άπαιτούμενον χρόνον νά γεμίζουν δις και τρις τα όπλα των».


Κάνει συμβούλιο. Ο ανιψιός του Ηλίας Φλέσσας και ο φίλος του Παναγιώτης Κεφάλας, τον συμβουλεύουν να πιάσουνε ψηλότερα στο βουνό απάνω, που έχουνε ήδη σταθεί οι περισσότεροι απ’ τους άντρες του. Η πρόταση αυτή, που ήταν δείγμα φόβου κι όχι στρατηγικής τακτικής φέρνει την αντίδραση του Παπαφλέσσα:
«Εγώ δεν ήρθα εδώ για να μετρήσω τον στρατό του Ιμπραήμ απ’ τα ψηλώματα. Πρέπει οπωσδήποτε να τον κρατήσω εδώ, στο Μανιάκι, διότι μόνο έτσι θα γλυτώσει ο Μοριάς. Καθίστε όλοι εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες».
Ήταν η πρώτη φορά που τους μίλησε για θάνατο. Η ελπίδα της πραγματικής στρατιωτικής νίκης, είχε σβήσει μέσα του…


Έπειτα από δυο ώρες που βγήκε ο ήλιος τ’ ασκέρι του Ιμπραήμ έφτασε στο βουνό πάνω από το χωριό Σκάρμιγκα, μισή ώρα δρόμο από τα ταμπούρια μας. «Αφού οι Έλληνες είδαν το πολυπληθές στράτευμα των Τούρκων, το οποίον έσκέπασεν όλον τον τόπον, όσον βλέπει το μάτι του άνθρώπου, ενταύθα άρχισαν νά μουρμουρίζουν και κάποιος είπεν ότι:
-Έχετε άλoγoν καβαλάτε ύστερον και φεύγετε !…»
Τ’ ακούει ο Παπαφλέσσας κι αμέσως φωνάζει τον γραμματικό του Τισαμενό και τον προστάζει να πάρει τ’ άλογά του κι όλους τους ψυχογιούς του εξόν από τον Μιχάλη Σταϊκόπουλο και να πάει στην αντικρινή ράχη. Μα να, κάμποσοι στρατιώτες, λογαριάζοντας πώς ήταν χαμένοι αν έμεναν στα πόστα που κράταγαν, πέφτουν στο Κρυόρεμα κι αρχίζουν να λακάνε. Το σκάζει τότε, μ’ όλους τους δικούς του, κι ο Σταυριανός Καπετανάκης. «Τούτον δε βλέποντες και άλλοι φεύγοντα παρεκινήθησαν και αυτοί και εδόθησαν εις φυγήν δια του αυτού ρεύματος. Έφυγαν δε υπέρ τους χιλίους».


Μόλις πρόλαβαν να ξεφύγουν και κινήθηκε ή καβαλαρία του Ιμπραήμ. Μπήκε, από τα δεξιά, στο ρέμα και προχώρησε πέρα από το ταμπούρι πού κράταγε ο Παπαφλέσσας. Από τ’ αριστερά χωρίστηκε σε δύο κολόνες. Εκείνη πού τράβηξε πιο δυτικά είχε σκοπό να εμποδίσει τυχόν επικουρίες που θα ‘φταναν. Οι δικοί μας βρίσκονταν πια κυκλωμένοι. Ο Παπαφλέσσας όμως «νόμισε τούτο μεγάλον ευτύχημα, δια να συνέλθουν όλοι ομού οι Έλληνες και να πολεμούν καλλίτερα και αποφασιστικότερα, και να μη λιποτακτούv».


Διατάζει να μετρήσουν πόσοι είχαν απομείνει και βρίσκονται λιγότεροι από χίλιοι. Καθώς ήταν συναγμένοι τούς βγάζει φλογερό λόγο θυμίζοντάς τους τις νίκες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στη Γράνα, στα Βέρβενα και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη.
«Όπου να ‘ναι φτάνουν, δεκαπέντε χιλιάδες πατριώτες σε βοήθειά μας ο Πλαπούτας κι όλοι οι Αρκαδινοί, ο αδερφός μου Νικήτας, ο Κατσάκος κι άλλοι Μανιάτες. Σε μια ώρα θάναι εδώ. Θα τριγυρίσουν τ’ ασκέρι του Ιμπραήμ και θα το χτυπάνε από τις πλάτες. Αδέρφια! ή πατρίδα καρτεράει από μας να δοξαστεί ξανά από τη νίκη μας!».


Μα πριν καλά-καλά τελειώσει την ομιλία του, μερικοί από τούς καπεταναίους «ιδόντες τον προφανή κίνδυνον» παρακινούσαν τον ανεψιό του Δημήτρη να του πει να κάνουνε γιουρούσι και διασπώντας τις γραμμές της εχθρικής καβαλαρίας να γλιτώσουν όσοι τούς ευνοήσει ή τύχη. «Κανείς», όμως, «δεν ετόλμα να του εκστόμιση τοιούτον τι κατά πρόσωπον».


Τον σιμώνουν τέλος ο Κεφάλας κι ο παπα-Γιώργης, γνωστοί και οι δύο για την παλικαριά τους, και του λένε, από μέρος όλων των καπεταναίων, πως αυτή στεκόταν ή τελευταία τους ευκαιρία να σωθούν. Τότε ο Παπαφλέσσας αποκρίνεται στον Κεφάλα:
- Έχασα τις ελπίδες που στήριζα πάνω σου. Και μαζί μ’ αυτές και την υπόληψη που είχα για σένα.
Έπειτα γυρνά, πιάνει τον παπα-Γιώργη από τα γένια και τραβώντας τα του λέει:
- Μου τα ντρόπιασες, παπα-Γιώργη!
Σταματά μια στιγμή και ύστερα του ξαναλέγει:
- Που να πάμε να φύγουμε; Έχουμε τακτικό στράτευμα όπου, όταν θα βγει από τα ταμπούρια, θ’ αποτραβηχτεί με τάξη πολεμώντας; Δεν ξέρεις τάχα πως οι άτακτοι άμα βγουν από τα ταμπούρια σκορπίζουν κι ο καθένας παίρνει δικό του δρόμο; Τότε πέντε καβαλαραίοι του Ιμπραήμ θα μας σφάξουν όλους. Και θ’ ακολουθήσει μεγάλο κακό για το έθνος όπως θα ψυχωθούν οι εχθροί και θα δειλιάσουν οι δικοί μας. Τι φοβάσαι, Παπαγιώργη; Εσύ ξέρεις τα γράμματα που έγραψα και πήρα. Σε ρωτώ, έχεις αμφιβολίες πως μέσα σε δύο ώρες πέντε χιλιάδες δικοί μας δε θα χτυπάνε απέξω τον Ιμπραήμ; Ακόμα κι άλλοι να μην έρθουν ο Πλαπούτας δε θα λείψει. Είμαι βέβαιος πως θα νικήσουμε. Aν όμως, ο μη γένοιτο, νικηθούμε, θ’ αδυνατίσουμε τη δύναμη του εχθρού και ή ιστορία θα ονομάσει τούτον τον πόλεμο Λεωνίδειον μάχην, παπα-Γιώργη!


Ίσως ή τελευταία αυτή φράση να κρύβει όλο το μυστικό της υποσυνείδητης παρόρμησής του ν’ αντιμετωπίσει, κάτω από τόσο απελπιστικές συνθήκες, τον εχθρό. Έταξε στον εαυτό του να νικήσει ή να πεθάνει. Η Ρούμελη είχε το «νέο Λεωνίδα της», τον Αθανάσιο Διάκο, που κάτω από παρόμοιες συνθήκες δεν πισωδρόμησε στην Αλαμάνα. Τώρα, στο πρόσωπο τούτον Παπαφλέσσα, θ’ αποχτούσε στο Μανιάκι κι ο Μοριάς τον Λεωνίδα του.
Όταν έπαψε να μιλάει ο Παπαφλέσσας, ο Μανιάτης Βοϊδής είπε τα αξιομνημόνευτα τούτα λόγια: «Πάμε στα ταμπούρια μας κι όποιος θα μείνει γιαμά, ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια!…»


Και τράβηξαν στα ταμπούρια τους ξέροντας πως το μόνο που τους απόμενε ήταν να θυσιαστούν. Μόλις πρόλαβαν να φτάσουν σ’ αυτά κι ο Ιμπραήμ ξαπολά την επίθεσή του. Τα τάγματα τούτον τακτικού στρατού του προχωρούσαν χωρίς να λογαριάζουν το θάνατο που σκόρπιζαν τα καριοφίλια των Ελλήνων. Ο Παπαφλέσσας, καθώς είπαμε, κράταγε το βορινό ταμπούρι «το μάλλον αδύνατον και επικίνδυνον». Φορώντας την περικεφαλαία του στεκόταν όρθιος πάνω σε μια πέτρα πιο ψηλή από τις άλλες, που «είχε προσέτι και μίαν μικράν αχράδα (γκορτζούλα), από εκεί διεύθυνε τον αγώνα, δίνοντας με το παράδειγμά του θάρρος στους δικούς μας. Δίπλα του στεκόταν ο νεαρός Γάλλος εθελοντής που, είχε κατέβει πριν από λίγο καιρό στην Ελλάδα μαζί με τον στρατηγό Ρος. Καμία βέβαια ευγνωμοσύνη δεν τρέφει ή πατρίδα μας για το στρατηγό Ρος. Αντίθετα όμως με σεβασμό μνημονεύει τον ανώνυμο νεαρό Γάλλο, που πολεμώντας παλικαρίσια βρήκε το θάνατο κείνη τη μέρα δίπλα στον Παπαφλέσσα.


Το μεσημέρι κάλεσαν οι σάλπιγγες του εχθρού τον αιγυπτιακό στρατό να πάψει την επίθεσή του και ν’ αποσυρθεί για να κολατσίσει. Όσο που «οι νεροκουβαλητάδες επήγαινον και ηρχοντο δίδοντες νερόν εις τους διψώντας στρατιώτας», οι καπεταναίοι μας τρέξανε να βρούνε τον Παπαφλέσσα.
- Καλό είναι, να φύγουμε τώρα που οι Τούρκοι ξαποσταίνουν και τρώνε ψωμί. Να τραβήξουμε κατά την Αγιά, γιατί, καθώς θαχουμε βοηθό το βουνό, οι καβαλαραίoι τους λίγους θα σκοτώσουνε. Το πολύ θα φάνε πενήντα ως εκατό από μας, μα οι άλλοι θα σωθούνε και θα σώσουμε κι εσένα για να φανείς, σ’ άλλη περίσταση, χρήσιμος στην πατρίδα.
Ο Παπαφλέσσας τους αποκρίθηκε:
- Εγώ σας είπα και πρώτα και τώρα σας το λέγω τη φευγάλα να μην τη βάζετε διόλου στο νου σας, γιατί εμείς χανόμαστε άδικα αν πέσουμε πάνω στη φωτιά του εχθρού. Όχι, δε θα παραδώσω τους Έλληνες μόνος μου στ’ αδιάκοπο ντουφέκι του τακτικού! Έπειτα εμείς καρτεράμε τη βοήθεια πού, καθώς γνωρίζετε, θα φτάσει ώρα την ώρα. Παγαίνετε τώρα στα πόστα σας!


Γύρισαν στα ταμπούρια τους και σε λίγο εξαπολύθηκε το γενικό γιουρούσι του εχθρού. Δυο φορές έφτασαν ίσαμε τις θέσεις που κράταγαν οι Έλληνες, μ’ αναγκάστηκαν να πισωδρομήσουν. Κι ενώ ετοιμάζονταν να ξεχυθούν σε τρίτο γιουρούσι, ακούστηκε βορινά μια μπαταρία. Ήταν ο Πλαπούτας που έφτανε με χίλια πεντακόσια παλικάρια. Ο Ιμπραήμ τότε, γυρεύοντας να προλάβει τη βοήθεια που ερχόταν, ρίχνει όλες του τις δυνάμεις πάνω στους δικούς μας. Οι εχθροί πάτησαν πρώτο το ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Ο ανεψιός του Δημήτρης παρατάει το πόστο του και τρέχει να βοηθήσει το θείο του. Τον βλέπει ο Παπαφλέσσας και τον προστάζει να γυρίσει πίσω και να υπερασπιστεί τη δική του θέση. Μα όταν έφτασε σ’ αυτή βρήκε να την έχουν πατήσει οι εχθροί. «Εκεί κτυπών και κτυπούμενος υπό πολλών Τούρκων εχάθη και αυτός και οι στρατιώται του».


Στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα ανακατώθηκαν Τούρκοι κι Έλληνες και γίνηκαν όλοι ένα. Όπως οι εχθροί φόραγαν κόκκινες στολές, «ο τόπος όλος εκοκκίνισεν από αυτές κι από τα αίματα». Ο σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα, ο Δημήτρης από τη Χίο, για να μην πέσει η σημαία στα χέρια του εχθρού την σκίζει, τη χώνει στο στήθος του, σπάζει και το σταυρό του κονταριού και τον βάζει στο σελάχι του, και με το σπαθί στο χέρι σαν αστραπή χιμά πάνω στο τούρκικο ασκέρι και φεύγει. «Ή παλικαριά του είναι αμίμητος», γράφει ο Φωτάκος.


Τελευταίο έπεσε το ταμπούρι του Πιέρου Βοϊδη, που κράταγαν οι Μανιάτες, καθώς ήταν το πιο δυνατό απ’ όλα. Όσοι από τους δικούς μας απόμεναν ακόμα ζωντανοί ρίχνονται μέσα στο ρέμα και κάνουνε να φύγουν κατά την Ανδρούσα. Τίποτ’ άλλο δεν ακουγόταν πια «από τα λιανίσματα των σπαθιών και των γιαταγανιών».
Στην έξοδο της ρεματιάς ένα τάγμα του εχθρού καρτέραγε τους εκατόν πενήντα δικούς μας που ήταν ακόμα ζωντανοί. Δεν τους απόμενε παρά ν’ ανοίξουν δρόμο με το σπαθί στο χέρι. Το κατόρθωσαν μα οι πιότεροι απόμειναν για πάντα εκεί. Σιγά σιγά σκόρπαγε ο καπνός της μάχης. Οι νικητές τότε βάλθηκαν να σκυλεύουν τους σκοτωμένους. Ύστερα άρχισαν να κόβουν τ’ αυτιά τους, να τα πάνε στον Ιμπραήμ να πάρουνε μπαξίσι. Τότε τσακώθηκαν «μεταξύ των ποίος από αυτούς να έχει περισσότερα».


Το φιλί του Ιμπραήμ
Κατέβηκε τέλος κι ο Ιμπραήμ στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Αφού έκανε ντουάδες στον Αλλάχ για τη νίκη, πρόσταξε το στρατό του να ρίξει τρεις νικητήριες μπαταριές. Μετά παράγγειλε να του φέρουν το κουφάρι του Παπαφλέσσα. Βρήκαν το ακέφαλο κορμί του. Δίπλα του κείτονταν νεκρός ο νεαρός Γάλλος κι ολόγυρα πλήθος τα κουφάρια των εχθρών. Λίγο πιο πέρα πέτυχαν και το κεφάλι τούτον ήρωα. Το έφεραν στον Ιμπραήμ τους είπε να χώσουν στη γη ένα ψηλό παλούκι και να στήσουν όρθιο τον σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σ’ αυτό. Ύστερα στερέωσαν στο κορμί και το κεφάλι, αφού πριν πλύνανε τα αίματα από τα γένια του. Τότε «ο νεκρός εφαίνετο ως να ήτο ζωντανός»
Ο Ιμπραήμ, αφού «ακίνητος κι άφωνος τον παρετήρησεν ολίγον», θαυμάζοντας το επιβλητικό του παράστημα,γυρνά και λέει αυθόρμητα στους αξιωματικούς του:
«Πραγματικά, στάθηκε ένας ικανός και γενναίος άνθρωπος. Και καλύτερο θα ήταν, κι ας παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, να τον πιάναμε ζωντανό, γιατί πολύ θα μας χρησίμευε». Και συνέχισε «Εάν η Ελλάδα είχε κι άλλους σαν τον Παπαφλέσσαν δεν θα μπορούσα ν’ αναλάβω αυτήν την εκστρατείαν».
Έπειτα, σύμφωνα με λαϊκές αφηγήσεις, έμεινε πολλή ώρα να κοιτά τον νεκρό Παπαφλέσσα του και κάποια στιγμή, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και τον φίλησε στο μέτωπο, αναγνωρίζοντας έτσι εμπράκτως την γενναιότητα του Παπαφλέσσα και θέλοντας έτσι να τιμήσει τον άξιο αντίπαλό του.


Η Λεωνίδειος μάχη είχε τελειώσει. Το Μανιάκι πήρε τη θέση του, στις σελίδες της Ιστορίας μας, δίπλα στις Θερμοπύλες και στην Αλαμάνα.
Τώρα, ανατολικά από το χωριό Μανιάκι, στο ξωκλήσι «Aγιά Ανάσταση», βρίσκονται τα κόκαλα εκείνων που πέσανε σε τούτη τη μάχη, θυμίζοντας, σ’ εμάς τους μεταγεγέστερους, πως ή λευτεριά μας, καθώς λέει στον εθνικό μας ύμνο ο Σολωμός, είναι «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα Ιερά»…
Με τον ηρωικό του θάνατο, επισφράγισε την ανεκτίμητη προσφορά του στην πατρίδα ο αγνός πατριώτης, ο ενθουσιώδης αγωνιστής, ο Παπαφλέσσας.


Εν τω μεταξύ η ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από λαϊκή απαίτηση, είχε χορηγήσει γενική αμνηστία στους Πελοποννήσιους «αντάρτες» (17 Μαΐου 1825), οι οποίοι ωστόσο δεν πρόλαβαν να βοηθήσουν στο Μανιάκι. Εβδομάδες μετά τη μάχη στο Μανιάκι κυκλοφόρησε στο Παρίσι λιθογραφία με φανταστική σύνθεση που απεικονίζει την κορύφωση της σύγκρουσης, στην οποία αναγράφεται η φράση: «Η εν Μανιακίω της Πυλίας μάχη, καθ’ ην ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας, ηρωικώς μαχόμενος, έπεσε ως νέος Λεωνίδας».


Μια αυθεντική μαρτυρία
Ένα κείμενο του πολεμιστή του Μανιακίου Μ. Σταυριανόπουλου που επέζησε αν και τραυματισμένος σοβαρά (τον νόμισαν για νεκρό, γιατί ήταν σκεπασμένος με τα πτώματα των συμπολεμιστών του) και έζησε έως το 1896 χάθηκε δυστυχώς. Σε αναφορές που έγιναν αργότερα από οπλαρχηγούς, πολλοί ισχυρίζονταν ότι έλαβαν μέρος και ότι σώθηκαν από θαύμα αλλά οι ισχυρισμοί τους είναι αμφισβητήσιμοι. Οι ισχυρισμοί φέρεται να έγιναν μόνο και μόνο, γιατί η συμμετοχή σε αυτή την μάχη ήταν τίτλοι τιμής και δόξας για όσους κονταροκτυπήθηκαν με τις ορδές του Ιμπραήμ.


Από το Μανιάκι είναι ιστορικά βέβαιο ότι σώθηκαν κάποιοι που έφυγαν λίγο πριν αρχίσει η μάχη και μάλιστα αρκετοί οπλαρχηγοί. Για να μετριάσουν τις εντυπώσεις που δημιούργησε η λιποταξία τους, αργότερα διέδιδαν ότι έλαβαν μέρος, και έδιναν φανταστικές περιγραφές. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, υπάρχει μία αναφορά αγωνιστή από την Κυπαρισσία που υπογράφει με το ψευδώνυμο Κυπαρίσσιος την οποία υποβάλλει στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και με την οποία ζητούσε υλική βοήθεια για να ζήσει την οικογένεια του, η οποία ήταν σε άθλια οικονομική κατάσταση. Η αναφορά είναι ολιγόλογη αλλά πολύ περιγραφική και είχε συνταχθεί από κάποιον που γνώριζε ανάγνωση και γραφή. Θεωρείται έγκυρη γιατί γράφτηκε βάσει αφηγήσεως του ακρωτηριασμένου αγωνιστή που χωρίς πόδια έφθασε στο Πόρο για να την επιδώσει.


Η αναφορά έχει ως εξής:


«Εξοχώτατε Κυβερνήτα της Ελλάδος


Ίδετε την αθλιότητα εις την οποία κατήντησα διά την πατρίδα.Αφού επολέμησα εις διάφορα μέρη της Πελοποννήσου με τα στρατεύματα τα Αρκάδια έτη πέντε, τέλος ευρέθην και εις την μάχην την γενομένην ανά μέσον Σαπρίκης και Μανιάκης ομόρων χωρίων Αρκαδίας και Νεοκάστρου, έν ή έπεσεν ο αοίδημος Γρηγόριος Δικαίος ο Φλέσσας. Έν ώ Κυβερνήτα είμεθα τρείς χιλιάδες τον αριθμόν εις την θέσιν εκείνην, Έλληνες οι περισσότεροι, ιδόντες το σμήνος των πολεμίων έφυγον, εμείναμεν επτακόσιοι περίπου στρατιώται, διήρκεσε δε η μάχη ώρας δέκα.


Έκ των επτακοσίων δε, μόλις εύρον οι πολέμιοι εξήκοντα ζωντανούς μέν, αλλά πληγωμένους απήγον εις το Νεόκαστρον, ένθα όσους έκ των εξήκοντα εγνώρισαν ότι ήσαν εκ των εν Ναυαρίνοις ηττηθέντων, τούτους ακρωτηρίασαν κατά διάφορα μέλη.


Ηκρωτηρίασαν δε και εμέ κατά τους πόδας και τρόπω άσπλαχνο, ως ο μάγειρος όταν κόπτη το κρέας αλύπως όταν θέλη να κάμη λεπτόν ψητόν. Και έκτοτε άχρι του εμπρησμού του εχθρικού στόλου περιφερόμην εις Νεόκαστρον ένθα κακείτε ελεεινώς.


Αφανισθέντος δε του στόλου έγινε σύγχυσις, έλαβα καιρόν και έφυγα με αυτά τα ποδάρια. Διασωθείς δε εύρον τρία μου τέκνα αιχμαλωτισμένα, και τα άλλα εις αθλίαν κατάστασιν, ώστε οι άθλιοι παρ΄αθλιωτάτου προσδοκώσι κηδεμονίαν. Εις τοιαύτην λοιπόν κατάστασιν ευρισκόμενος προτρέχω προς Σε, τον κοινόν πατέρα, όστις ενεμπιστεύθης την ολικήν παρακαταθήκην του Έθνους, να δείξης προς την ταλαίπωρον οικογενειά μου την πατρική σου κηδεμονία, ήτις παρ΄αξίαν στερουμένη του επιούσιου άρτου επαιτεί.


Υποσημειούμαι δε με σέβας τα΄οφειλόμενον


Τη 5 Μαρτίου 1828 Ο Ευπειθής και τεθλιμμένος πολίτης


Εν Πόρω Γιώργης Αρκαδινός


( Γ.Α.Κ. Γεν.Γραμμ. φακ. 25 )»




Μοιρολόι για το Μανιάκι


Κει στο Μανιάκι κείτονται όλοι οι Καπεταναίοι.
Ο Παπαφλέσσας, ο Κορμάς και ο Μαυρομιχάλης.
Μπιτσάνης από την Πολιανή, μαζί με τον Κεφάλα.
Στρώμα έχουνε την μαύρη Γη, προσκέφαλο μια πέτρα,
και από πάνω σκέπασμα του φεγγαριού την λάμψη.

29 Απριλίου 2010

Opportunity

 
They do me wrong who say I come no more
When once I knock and fail to find you in;
For every day I stand outside your door,
And bid you wake, and rise to fight and win.
Wail not for precious chances passed away,
Weep not for golden ages on the wane!
Each night I burn the records of the day-
At sunrise every soul is born again!
Laugh like a boy at splendors that have sped,
To vanished joys be blind and deaf and dumb;
My judgements seal the dead past with its dead,
But never bind a moment yet to come.


Though deep in mire, wring not your hands and weep;
I lend my arm to all who say "I Can!"
No shame-faced outcast ever sank so deep,
But yet might rise and be again a man.


Dost thou behold thy lost youth all aghast?
Dost reel from righteous Retribution's blow?
Then turn from blotted archives of the past,
And find the future's pages white as snow.
Art thou a mourner? Rouse thee from thy spell;
Art thou a sinner? Sins may be forgiven;
Each morning gives thee wings to flee from hell,
Each night a star to guide thy feet to heaven.


Walter Malone

Ευκαιρία

Με αδικούν όσοι λένε ότι δεν έρχομαι πια,
Όταν κτυπώ μία φορά και δεν σε βρίσκω μέσα.
Γιατί κάθε μέρα στέκομαι στην πόρτα σου μπροστά,
Και σε καλώ να ξυπνήσεις, να πολεμήσεις και να νικήσεις.
Μην κλαις για πολύτιμες ευκαιρίες που χάθηκαν,
Μη θρηνείς για χρυσές εποχές που σβήνουν!
Κάθε νύχτα καίω τα αρχεία της μέρας που πέρασε,
Και κάθε ψυχή γεννιέται ξανά την αυγή.

Να γελάς σαν παιδί για τα περασμένα μεγαλεία,
Και για τις χαμένες χαρές τυφλός, κουφός και άλαλος να είσαι.
Οι κρίσεις μου σφραγίζουν το νεκρό παρελθόν με τους νεκρούς,
Αλλά ποτέ δε δεσμεύουν ούτε μία στιγμή από το μέλλον.
Κι αν στον βούρκο βρεθείς μη σφίξεις τις γροθιές σου και μην κλάψεις,
Το χέρι μου απλώνω για να βοηθήσω όσους λένε «Μπορώ!»
Κανένας απόκληρος δε βυθίστηκε ποτέ τόσο βαθιά
Ώστε να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια του ξανά.
Υπάρχει λόγος άναυδος τα χαμένα σου νιάτα να θωρείς;
Να τρεκλίζεις από το κτύπημα της δίκαιας ανταπόδοσης;
Ξέχνα τα μουτζουρωμένα αρχεία του παρελθόντος
Και άνοιξε τις λευκές σαν χιόνι σελίδες του μέλλοντος
Θρηνείς για κάποιον; Αποτίναξε από πάνω σου τη θλίψη·
Αμάρτησες; Οι αμαρτίες μπορούν να συγχωρηθούν·
Κάθε πρωινό φτερά σού δίνει για να φύγεις από την κόλαση
Κάθε νύχτα ένα αστέρι για να σε οδηγήσει στον παράδεισο.

03 Μαρτίου 2010

Ποιος είναι ο αληθινός εαυτός μας, το πραγματικό μας «πρόσωπο»;










Kάθε άνθρωπος βλέμμα μοναδικό, μοναδικό χαμόγελο. Mιλάει, σκέφτεται, αγαπάει όπως κανένας άλλος, ούτε πριν, ούτε μετά. Tραγουδάει τον έρωτα άκρη στη θάλασσα, βουτάει στο κύμα όλος αλκή. Bγαίνει στον βράχο, λούζεται το ηλιοβασίλεμα, χαίρεται τον φλοίσβο. Pουφάει το τώρα με την αμεριμνησιά του αθάνατου. Aνυποψίαστος για την προδοσία της σάρκας του που κάθε χρόνο μαραίνεται και κάποτε θα σαπίσει στο χώμα. Aσχετος με τον θάνατο που θα τον θερίσει.
Hλιοκαμένο αγόρι, με το ζαρκαδίσιο κορμί και τα αλατισμένα ματόκλαδα, τι σχέση έχεις εσύ με τον αυριανό εαυτό σου, τον γέροντα που σέρνεται με τρεμάμενα μέλη, κυρτωμένος, εύθραυστος, κι αδύναμο φως στα σακουλιασμένα του μάτια; Kαι συ κορίτσι ολόδροσο, σπαρταριστό κορμί ηδονικού λεόπαρδου, πώς μεταλλάζεις το διάφανο δέρμα το ολόφωτο βλέμμα, το κρουστό στήθος, τα ζωντανά μαλλιά όπου ανασαίνει ο άνεμος; Πώς μεταλλάζεις σε μαραμένη κίτρινη γεροντική σάρκα, στρεβλές αρθρώσεις, μελανιασμένες φλέβες, κομπιαστή ανάσα; Ποιος είναι ο αληθινός εαυτός μας, το πραγματικό μας «πρόσωπο»; Πότε και πού σαρκώνεται η αληθινή μας ταυτότητα, ποιος ο «πυρήνας» της ύπαρξής μας, το πραγματικό «υποκείμενο» τόσο του κάλλους όσο και της φθοράς;

ΕΡΩΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΟΣ



Έρωτας: Αλλά κι αν έφταιξα σε κάτι, Δία, συγχώρεσέ με γιατί είμαι ένα μικρό παιδάκι και ακόμη δεν κόφτει το μυαλό μου.


Δίας: Εσύ ο Έρωτας είσαι παιδάκι, εσύ που είσαι πιο αρχαίος κι από τον Ιαπετό; Ή επειδή δεν έχεις γένια ούτε και άσπρες τρίχες, απαιτείς να σε παίρνουν οι άλλοι για μωρό, ενώ είσαι γέρος και πανούργος;




Έρωτας: Και τι μεγάλο κακό σου έκανα εγώ ο γεροντάκος όπως λες, και σκέφτεσαι να με συμμαζέψεις;


Δίας: Άκουσέ τα, καταραμένε, και πες μου αν είναι μικρά. Με δουλεύεις σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν έμεινε τίποτα που να μη με μεταμόρφωσες: μ’ έκανες σάτυρο, ταύρο, χρυσαφένιο, κύκνο, αετό. Κι όμως δεν έκανες καμμιά να μ’ ερωτευθεί. Ούτε κατάφερα καμμιά, γιατί εσύ μ’ έκανες ν’ αρέσω στις γυναίκες, αλλά να είμαι αναγκασμένος να τις ξεγελώ με ένα σωρό τερτίπια και να μεταμορφώνομαι. Έτσι αυτές αγαπάνε μεν τον ταύρο ή τον κύκνο, εμένα όμως, άμα τύχει και με δουν, πεθαίνουν από την τρομάρα τους.


Έρωτας: Και που το βρίσκεις το περίεργο. Είναι θνητές και δεν μπορούν να αντικρίσουν τη μορφή σου.


Δίας: Τον Απόλλωνα όμως πώς τον αγαπάνε ο Βράγχος και ο Υάκινθος;


Έρωτας: Μα και τον Απόλλωνα δεν ήθελε να τον πλησιάσει η Δάφνη αν και έχει ωραία μαλλιά και δεν έχει γένια. Αν θέλεις όμως ν’ αρέσεις στις γυναίκες να μη κουνάς την αιγίδα και να μη κουβαλάς μαζί σου τον κεραυνό, αλλά φρόντιζε να φαίνεσαι όσο μπορείς πιο όμορφος. Φτιάχνε τα μαλλιά σου έτσι που να κρέμονται μπούκλες κι απ΄ τις δυο μεριές του προσώπου σου, που να είναι πιασμένες στο πάνω μέρος από το διάδημα.
Να φοράς κόκκινη χλαμύδα και χρυσά πέδιλα. Να περπατάς ρυθμικά με συνοδεία σουραυλιών και τυμπάνων. Τότε να δεις πως θα σε ακολουθήσουν πιο πολλές γυναίκες απ’ όσες Μαινάδες τρέχουν πίσω από τον Διόνυσο.


Δίας: Βρε δε με παρατάς. Ποτέ δεν θα επιχειρήσω να ρίξω τις γυναίκες ντυμένος έτσι.


Έρωτας: Ε τότε να πάψεις να λιγουρεύεσαι τα θηλυκά, γιατί αυτό είναι και πιο εύκολο.


Δίας: Όχι-όχι , μ΄ αρέσει ο έρωτας, αλλά να μη μου βγαίνει η ψυχή για να το πετυχαίνω. Άντε τώρα πήγαινε στο καλό και φρόντισε οι ερωτοδουλειές μου να γίνονται όπως σου τις εξήγησα.

08 Φεβρουαρίου 2010

Το χρώμα του φεγγαριού ...



- Τι χρώμα έχει η λύπη; Ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;

- Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στη αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλε.

- Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;

- Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.

- Τι χρώμα έχει η χαρά;

- Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.

- Και η μοναξιά;

-Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.

- Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.

- Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο φράκτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.

- Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;

- ...;Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.

- Τι χρώμα έχει ο έρωτας;

- Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.

- Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τo αστέρι ...; Κοίταξε μακριά στο κενό ...; Και δάκρυσε ...;
Ζω ...;

- Δε φοβάσαι που θα πεθάνεις;

- Σήμερα πάντως ζω! Σου σφίγγω τα χέρια, σε κοιτάζω στα μάτια. Μην αφήνεις ποτέ σου το σήμερα να μαραίνεται. Μην αφήνεις τη ζωή να χάνεται σαν την άμμο μέσα από τα δάχτυλα σου. Ζήσε. Κατάλαβες; Ζήσε! Μη βάζεις το σήμερα ενέχυρο σ' αυτό που εννοούνε μερικοί μουχλιασμένο Αύριο. Το Σήμερα είναι δικό σου, φίλε. Αγάπησε το!

Συγχωρώ!

- Δίνε το χέρι σου στον άλλο χωρίς να κρίνεις. Κάνε του λίγο χώρο μέσα σου να ξαποστάσει. Να πιει μια γουλιά νερό. Σ' αυτό τον κόσμο, παλικάρι, όλοι έχουμε μερίδιο σε όλα. Μερίδιο στη χαρά, στα λάθη στην απόγνωση. Κι εσύ, θα 'ρθουν φορές που θα τα κάνεις θάλασσα στη ζωή σου. Ε! Δε θα σημάνει ποτέ γι' αυτό το τέλος του κόσμου! Εγώ είμαι γέρος, κι ακόμα κάποιες φορές τα κάνω θάλασσα. Δε βγαίνει με συνταγές η ζωή. Άντε στην υγειά σου!

Ελπίζω!

- Μην πικραίνεσαι, είπε. Και βούρκωσε. Είναι όμορφη η ζωή. Πίστεψε με. Αξίζει να τη ζεί κανείς, έστω κι αν κάποτε γεμίζει πληγές. Σε νιώθω. Λες να μην τα ξέρω όλ' αυτά; Μα να θυμάσαι πάντα, φιλαράκο, πως αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Δε σταματάει πουθενά η ζωή. Μη σε μπερδέψουνε κάτι κακομοίρηδες, που σφίγγουν σαν το παραδοσάκουλο της ψυχής τους. Κι ο άνθρωπος σαν τα δέντρα είναι. Ανθίζει, κάνει καρπούς, μαδάει, και πάλι από την αρχή. Τώρα έχεις φουρτούνα εσύ, και δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Φύλαξε τα όμως στο μυαλό σου αυτά που ακούς. Δεν σου κάνω το δάσκαλο. Ένας γερο-ξεκούτης είμαι. Μα αυτά τα πράγματα έτσι γίνονται. Το ξέρω καλά. Αν θέλεις να φύγεις, φύγε. Κανείς δεν μπορεί να σε κρατήσει. Προχώρα όρθιος όμως. Έτσι;.

- Aυριο θα 'ναι μια καινούρια μέρα, αγόρι μου. Πλύσου, χτενίσου, ψιθύρισε ένα τραγουδάκι και ξεκίνα. Δεν ξέρω τιποτ' άλλο να σου πω, Έζησα τόσα χρόνια σ'αυτή τη γη. Δεν αρνήθηκα ποτέ τα λάθη μου. Δε γουστάρω τους ανθρώπους που είναι ατσαλάκωτοι. Αξίζει να ζείς μέσα στη γυάλα, απο φόβο μην πληγωθείς; Ζήσε τη ζωή σου ελεύθερα. Κι όταν τσακίζεσαι, να 'χεις το θάρρος να λές: Με γεια μου με χαρά μου. Φτου κι από την αρχή τώρα. Όχι κακομοιριές και κλαψούρες. Η ζωή είναι όμορφη, παλικάρι μου, μόνο όταν την ζείς. Όταν κυλιέσαι μαζί της. Πότε σε λασπουριές και πότε σε ροδοπέταλα. Κράτα της αναμνήσεις σου και προχώρα ...; Μια περιπλάνηση είναι το διάβα μας σ' αυτό το κόσμο. Μια περιπλάνηση ανάμεσα ουρανού και γής. Aντε να πιούμε και το τελευταίο. Έχω να σηκωθώ νωρίς αύριο. Πρέπει να κλαδέψω τις τριανταφυλλιές. Αλλιώς, πώς θα θυμάμαι το χαμόγελο αυτηνής της κακούργας της Μελπομένης;
Ποιός έιναι ο δυνατός;

- Ποιός είναι ο δυνατός; Ρώτησε ξαφνικά το δέντρο.

- Αυτός που περπατά μέσα στη νύχτα μόνος του. Κι όμως, φοβάται τόσο το σκοτάδι. Αυτός που περιμένει στην πλαγιά τους λύκους. Κι ας τρέμει σαν το λαγό ακούγοντας τα ουρλιαχτά τους. Αυτός που γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει λάσπες. Που χώνεται στο θολό ποτάμι ως το λαιμό. Και μια στιγμή,μέσα στο χαλασμό, απλώνει τα παγωμένα χέρια του, κόβει κίτρινες μαργαρίτες και στολίζει τα μαλιά του. Αυτός είναι ο δυνατός.
Ένα κουκούλι έπεσε κείνη την ώρα στο χώμα κι έσπασε. Μια πολύχρωμη πεταλούδα πήδηξε από μέσα. Ξεδίπλωσε τα φτερά της και πέταξε γύρω από τις μυρτιές. Ύστερα κοντοστάθηκε, κοίταξε μια στιγμή στα μάτια το Θεό, και ψιθύρισε:

- Γειά σου! Τι όμορφος που είναι ο κόσμος σου!
«Προσεξε μην ξεχάσεις ποτέ πως η ζωή αγαπά αυτούς που την περιμένουν στη γωνία του δρόμου μ' ένα λουλούδι στο χέρι. Μπορεί να γονατίζεις, να σερνεσαι, να ματώνεις. Ωραία! Δε χαλασε ο κόσμος. Έτσι συμβαίνει με τους ανθρώπους. Έχεις πάντα το καιρό να σηκωθείς. Τ' αγαλματα μόνο δε λυγάνε».

Ονειρεύονται ...; και ελπίζουν ...;

- Πες μου ένα χαρούμενο τραγούδι για την ζωή, είπε το δέντρο στ' αστέρι του.

- Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα, όταν ανοίγει και μπαίνει κάποιος που αγαπάς.

- Δείξε μου ένα ακριβό στολίδι.

- Τα καράβια και τους Ινδιάνους με τα βέλη και τα πολύχρωμα φτερά, που είναι ζωγραφισμένα στους άσπρους τοίχους μιας καμαρούλας.

- Όμορφη βραδιά απόψε. Aκου, πως τραγουδάει το τριζόνι!
Σε λίγο θα βγεί ο Αυγερινός. Σε λίγο θα ξημερώσει. Κοίτα που ξεχάστηκε μια ξελογιασμένη καρδερίνα. Και ξαγρυπνά. Κοιτάζει το φεγγάρι. Και ονειρεύεται ...;

- Σε λίγο θα ξημερώσει ...; Κοίτα που ξεχάστηκαν κάποιοι ξελογιασμένοι άνθρωποι. Και ξαγρυπνούν. Κοιτάζουν το φεγγάρι. Κι ονειρεύονται ...;

Ονειρεύονται και ελπίζουν ...;

ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ



«Εἶπε ὅτι θὰ χόρευε μαζί μου ἂν τῆς ἔφερνα κόκκινα τριαντάφυλλα,» φώναξε ὁ νεαρὸς Φοιτητής· «ἀλλὰ σ᾿ ὅλο τὸν κῆπο μου δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο.»
Ἀπὸ τὴν φωλιά της στὴ βελανιδιὰ ἡ Ἀηδόνα τὸν ἄκουσε, καὶ κοίταξε ἔξω μέσα ἀπὸ τὰ φύλλα, καὶ ἀπόρησε.
«Οὔτε ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο σ᾿ ὅλο τὸν κῆπο μου!» αὐτὸς φώναξε, καὶ τὰ ὄμορφα μάτια τοῦ γέμισαν δάκρυα.
Ἄχ, ἀπὸ τί μικρὰ πράγματα ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία! Ἔχω διαβάσει ὅλα ὅσα οἱ σοφοὶ ἔχουν γράψει, καὶ ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς φιλοσοφίας εἶναι κτῆμα μου, κι ὅμως γιὰ νὰ θέλω ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο ἔχει γίνει ἡ ζωή μου δυστυχισμένη.
«Ἐπιτέλους νὰ ἕνας πραγματικὰ ἐρωτευμένος,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα. «Νύχτες ὁλόκληρες κι᾿ ἂν ἔχω τραγουδήσει γιὰ αὐτόν, ἂν καὶ δὲν τὸν ἤξερα: νύχτες ὁλόκληρες ἔχω διηγηθεῖ τὴν ἱστορία του στ᾿ ἀστέρια, καὶ τώρα τὸν ἀντικρίζω.
Τὰ μαλλιά του εἶναι σκοῦρα σὰν τὸν ἀνθὸ τοῦ ὑάκινθου, καὶ τὰ χείλη του κόκκινα σὰν τὸ τριαντάφυλλο τοῦ πόθου του· ἀλλὰ τὸ πάθος ἔχει κάνει τὸ πρόσωπό του σὰν ὠχρὸ ἐλεφαντόδοντο, καὶ ἡ θλίψη ἔχει βάλει τὴν σφραγῖδα της πάνω στὸ μέτωπό του.»
«Ὁ Πρίγκιπας κάνει ἕνα χορὸ αὔριο τὸ βράδυ,» μουρμούρισε ὁ νεαρὸς φοιτητής, «καὶ ἡ ἀγάπη μου θὰ εἶναι καλεσμένη. Ἂν τῆς φέρω ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο θὰ χορέψει μαζί μου μέχρι τὴν αὐγή.
Ἂν τῆς φέρω ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο θὰ τὴν κρατήσω στὰ χέρια μου, καὶ θὰ γείρει τὸ κεφάλι της πάνω στὸν ὦμο μου, καὶ τὸ χέρι της θὰ εἶναι πιασμένο στὸ δικό μου.
Μὰ δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο στὸν κῆπο μου, κι ἔτσι θὰ κάθομαι μόνος, καὶ ἐκείνη θὰ μὲ προσπεράσει. Δὲν θὰ μοῦ δώσει καμία σημασία, καὶ ἡ καρδιά μου θὰ σπάσει.»
«Αὐτὸς ὄντως εἶναι ὁ ἀληθινὰ ἐρωτευμένος,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα. «Γιὰ ὅ,τι ἐγὼ τραγουδάω, ἐκεῖνος ὑποφέρει -ὅ,τι γιὰ μένα εἶναι χαρά, γιὰ ἐκεῖνον εἶναι πόνος.
Σίγουρα ὁ Ἔρωτας εἶναι ἕνα ὑπέροχο πρᾶγμα. Εἶναι πιὸ πολύτιμος ἀπὸ σμαράγδια, καὶ πιὸ ἀκριβὸς ἀπὸ φίνες ὀπαλίνες.
Τὰ μαργαριτάρια καὶ τὰ πετράδια δὲν μποροῦν νὰ τὸν ἀγοράσουν, οὔτε καὶ πουλιέται στὴν ἀγορά. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀγοραστεῖ ἀπὸ τοὺς πραματευτάδες, οὔτε μπορεῖ νὰ μετρηθεῖ στὴ ζυγαριὰ γιὰ χρυσάφι.»
«Οἱ μουσικοὶ θὰ κάθονται στὸν ἐξώστη τους,» εἶπε ὁ νεαρὸς Φοιτητής, «καὶ θὰ παίζουν τὰ ἔγχορδα ὄργανά τους, καὶ ἡ ἀγάπη μου θὰ χορεύει στοὺς ἤχους τῆς ἅρπας καὶ τοῦ βιολιοῦ.
Θὰ χορεύει τόσο ἀνάλαφρα ποὺ τὰ πόδια της δὲν θὰ ἀγγίζουν τὸ δάπεδο, καὶ οἱ αὐλικοί με τὶς χαρούμενες ἐνδυμασίες τους θὰ συνωστίζονται γύρω της.
Ἀλλὰ μὲ μένα δὲν θὰ χορέψει, γιατὶ δὲν ἔχω κόκκινο τριαντάφυλλο νὰ τῆς προσφέρω»· καὶ σωριάστηκε κάτω στὸ γρασίδι, καὶ ἔχωσε τὸ πρόσωπό του μέσα στὰ χέρια του, καὶ ἔκλαψε.
«Γιατί κλαίει;» ρώτησε μία μικρὴ Πράσινη Σαύρα, καθὼς τὸν προσπερνοῦσε μὲ τὴν οὐρά της στὸ ἀέρα. «Γιατί, στ᾿ ἀλήθεια;» εἶπε μία Πεταλούδα, ποὺ πετάριζε ὁλόγυρα κυνηγώντας μία ἡλιαχτίδα.
«Γιατί, στ᾿ ἀλήθεια;» ψιθύρισε μία Μαργαρίτα στὸ γείτονά της, μὲ ἁπαλή, χαμηλὴ φωνή. «Κλαίει γιὰ ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα.
«Γιὰ ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο;» φώναξαν· «μὰ πόσο γελοῖο!» καὶ ἡ μικρὴ Σαύρα, ποὺ ἦταν κάπως κυνική, γέλασε ἀπερίφραστα.
Ὅμως ἡ Ἀηδόνα κατάλαβε τὸ μυστικὸ τῆς θλίψης τοῦ φοιτητῆ, καὶ κάθισε σιωπηλὴ στὴ βελανιδιά, καὶ σκέφτηκε σχετικὰ μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Ἔρωτα.
II
Ξαφνικὰ ἅπλωσε τὰ καστανὰ φτερά της γιὰ πτήση, καὶ ὑψώθηκε στὸν ἀέρα. Πέρασε μέσα ἀπὸ τὸ δασύλλιο σὰ σκιά, καὶ σὰ σκιὰ διέσχισε τὸν κῆπο.
Στὸ μέσο του μικροῦ λιβαδιοῦ στεκόταν μία ὄμορφη Τριανταφυλλιά, καὶ ὅταν τὴν εἶδε πέταξε πρὸς τὸ μέρος της, καὶ κάθισε πάνω σὲ ἕνα κλαδάκι. «Δῶσε μου ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε, «καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω τὸ πιὸ γλυκό μου τραγούδι.»
Ἀλλὰ τὸ Δένδρο κούνησε τὸ κεφάλι του. «Τὰ τριαντάφυλλά μου εἶναι ἄσπρα,» ἀπάντησε· «τόσο ἄσπρα ὅσο ὁ ἀφρὸς τῆς θάλασσας, καὶ πιὸ ἄσπρα ἀπὸ τὸ χιόνι πάνω στὰ βουνά. Ἀλλὰ πήγαινε στὸν ἀδελφό μου ποὺ φυτρώνει γύρω ἀπὸ τὸ παλιὸ ἡλιακὸ ρολόι, καὶ ἴσως θὰ σοῦ δώσει αὐτὸ ποὺ ζητᾷς.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα πέταξε στὴν Τριανταφυλλιὰ ποὺ φύτρωνε γύρω ἀπὸ τὸ παλιὸ ἡλιακὸ ρολόι. «Δῶσε μου ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε, «καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω τὸ πιὸ γλυκό μου τραγούδι.»
Ἀλλὰ τὸ Δένδρο κούνησε τὸ κεφάλι του. «Τὰ τριαντάφυλλά μου εἶναι κίτρινα,» ἀπάντησε· «τόσο κίτρινα ὅσο τὰ μαλλιὰ τῆς γοργόνας ποὺ κάθεται πάνω σὲ ἕναν κεχριμπαρένιο θρόνο, καὶ πιὸ κίτρινα ἀπὸ τὸν ἀσφόδελο ποὺ ἀνθίζει στὸ λιβάδι πρὶν ὁ θεριστῆς ἔρθει μὲ τὸ δρεπάνι του.
Ἀλλὰ πήγαινε στὸν ἀδελφό μου ποὺ φυτρώνει κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ Φοιτητῆ, καὶ ἴσως θὰ σοῦ δώσει αὐτὸ ποὺ ζητᾷς.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα πέταξε στὴν Τριανταφυλλιὰ ποὺ φύτρωνε κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ Φοιτητῆ. «Δῶσε μου ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε, «καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω τὸ πιὸ γλυκό μου τραγούδι.»
Ἀλλὰ τὸ Δένδρο κούνησε τὸ κεφάλι του. «Τὰ τριαντάφυλλά μου εἶναι κόκκινα,» ἀπάντησε, «τόσο κόκκινα ὅσο τὰ πόδια τοῦ περιστεριοῦ, καὶ πιὸ κόκκινα ἀπὸ τὶς μεγάλες βεντάλιες τοῦ κοραλλιοῦ ποὺ κυματίζουν καὶ κυματίζουν στὰ σπήλαια τοῦ ὠκεανοῦ.
Ἀλλὰ ὁ χειμῶνας ἔχει παγώσει τὶς φλέβες μου, καὶ ἡ παγωνιὰ ἔχει κάψει τὰ μπουμπούκια μου, καὶ ἡ θύελλα ἔχει σπάσει τὰ κλαριά μου, καὶ δὲν θὰ ἔχω καθόλου τριαντάφυλλα αὐτὸ τὸ χρόνο.»
«Ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο εἶναι τὸ μόνο ποὺ θέλω,» φώναξε ἡ Ἀηδόνα, «μόνο ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο! Δὲν ὑπάρχει κανένας τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο νὰ μπορέσω νὰ τὸ ἀποκτήσω;»
«Ὑπάρχει ἕνας τρόπος,» ἀπάντησε τὸ Δένδρο· «ἀλλὰ εἶναι τόσο τρομερὸς ποὺ δὲν τολμῶ νὰ σοῦ τὸν πῶ.» «Πές τον μου,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα, «Δὲν φοβᾶμαι.»
«Ἂν θέλεις ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο,» εἶπε τὸ Δένδρο, «πρέπει νὰ τὸ δημιουργήσεις ἀπὸ τὴ μουσικὴ στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, καὶ νὰ τὸ βάψεις μὲ τὸ αἷμα τῆς ἴδιας σου τῆς καρδιᾶς. Πρέπει νὰ μοῦ τραγουδήσεις μὲ τὸ στῆθος σου πάνω σὲ ἕνα ἀγκάθι.
Ὅλο τὸ βράδυ πρέπει νὰ μοῦ τραγουδήσεις, καὶ τὸ ἀγκάθι πρέπει νὰ τρυπήσει τὴν καρδιά σου, καὶ τὸ αἷμα τῆς ζωῆς σου πρέπει νὰ τρέξει μέσα στὶς φλέβες μου, καὶ νὰ γίνει δικό μου.»
«Ὁ Θάνατος εἶναι μεγάλο τίμημα νὰ πληρώσει (κάποιος) γιὰ ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε ἡ Ἀηδόνα, «καὶ ἡ Ζωὴ εἶναι πολὺ ἀκριβῆ γιὰ ὅλους. Εἶναι εὐχάριστο νὰ κάθεσαι στὸ πράσινο δάσος, καὶ νὰ παρακολουθεῖς τὸν Ἥλιο στὸ ἅρμα του ἀπὸ χρυσό, καὶ τὴ Σελήνη στὸ ἅρμα της ἀπὸ μαργαριτάρια.
Γλυκὸ εἶναι τὸ ἄρωμα τοῦ κράταιγου, καὶ γλυκοὶ εἶναι οἱ ἄγριοι ὑάκινθοι ποὺ κρύβονται στὴν κοιλάδα, καὶ ἡ ἐρείκη ποὺ ἀνθίζει στὸ λόφο. Ὡστόσο ὁ ἔρωτας εἶναι καλύτερος ἀπὸ τὴν Ζωή, καὶ τί εἶναι ἡ καρδιὰ ἑνὸς πουλιοῦ συγκρινόμενη μὲ τὴν καρδιὰ ἑνὸς ἀνθρώπου;»
Ἔτσι ἅπλωσε τὰ καστανὰ φτερά της γιὰ πτήση, καὶ ὑψώθηκε στὸν ἀέρα. Πέρασε πάνω ἀπὸ τὸν κῆπο σὰ σκιά, καὶ σὰ σκιὰ διέσχισε τὸ δασύλλιο.
Ὁ νεαρὸς Φοιτητὴς ἀκόμα κείτονταν στὸ γρασίδι, ὅπου τὸν εἶχε ἀφήσει, καὶ τὰ δάκρυα δὲν εἶχαν ἀκόμη στεγνώσει στὰ ὄμορφα μάτια του.
«Νὰ εἶσαι εὐτυχισμένος,» φώναξε ἡ Ἀηδόνα, «νὰ εἶσαι εὐτυχισμένος· θὰ τὸ ἔχεις τὸ κόκκινό σου τριαντάφυλλο. Θὰ τὸ φτιάξω ἀπὸ μουσικὴ στὸ φεγγαρόφωτο, καὶ θὰ τὸ βάψω μὲ τῆς ἴδιας της καρδιᾶς μου τὸ αἷμα.
Τὸ μόνο ποὺ ζητῶ ἀπὸ σένα σ᾿ ἀντάλλαγμα εἶναι νὰ εἶσαι ἕνας ἀληθινὸς ἐραστής, γιατὶ ὁ Ἔρωτας εἶναι σοφότερος ἀπὸ τὴν Φιλοσοφία, ἂν καὶ εἶναι σοφή, καὶ δυνατότερος ἀπὸ τὴν Ἰσχύ, ἂν καὶ εἶναι ἰσχυρή.
Στὸ χρῶμα τῆς φωτιᾶς εἶναι τὰ φτερά του, καὶ βαμμένο σὰν φλόγα εἶναι τὸ σῶμα του. Τὰ χείλη του εἶναι γλυκὰ σὰν μέλι, καὶ ἡ ἀνάσα του εἶναι (μεθυστική) σὰν λιβάνι.»
Ὁ Φοιτητὴς ὕψωσε τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸ γρασίδι, καὶ ἀφουγκράστηκε, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει τί τοῦ ἔλεγε ἡ Ἀηδόνα, γιατὶ ἤξερε μόνο τὰ πράγματα ποὺ εἶναι γραμμένα σὲ βιβλία.
Ἀλλὰ ἡ Βελανιδιὰ κατάλαβε, καὶ ἔνοιωσε θλίψη, γιατὶ πολὺ συμπαθοῦσε τὴ μικρὴ Ἀηδόνα ποὺ εἶχε φτιάξει τὴ φωλιά της μὲς τὰ κλαδιά της. «Τραγούδησέ μου ἕνα τελευταῖο τραγούδι,» ψιθύρισε· «Θὰ νοιώσω πολὺ μοναχικὰ ὅταν θὰ ἔχεις φύγει.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα τραγούδησε στὴ Βελανιδιά, καὶ ἡ φωνή της ἦταν σὰν νερὸ ποὺ κελάρυζε ἀπὸ ἀσημένια κανάτα. Ὅταν εἶχε τελειώσει τὸ τραγούδι της ὁ Φοιτητὴς σηκώθηκε, καὶ ἔβγαλε ἕνα σημειωματάριο καὶ ἕνα μολύβι ἀπὸ τὴν τσέπη του.
«Ἔχει μορφή,» εἶπε στὸν ἑαυτό του, καθὼς ἀπομακρύνθηκε μέσα στὸ δασύλλιο -«αὐτὸ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τῆς τὸ ἀρνηθεῖ· ἀλλὰ ἔχει αἰσθήματα; Φοβᾶμαι πὼς ὄχι. Στὴν πραγματικότητα, εἶναι σὰν τοὺς περισσότερους καλλιτέχνες· εἶναι μόνο ὕφος, χωρὶς καμία εἰλικρίνεια.
Δὲν θὰ θυσίαζε τὸν ἑαυτό της γιὰ τοὺς ἄλλους. Σκέφτεται μοναχὰ γιὰ τὴ μουσική, καὶ ὅλοι ξέρουν ὅτι οἱ τέχνες εἶναι ἐγωιστικές. Ὅμως, πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι ἔχει κάποιες ὄμορφες νότες στὴ φωνή της. Τί κρῖμα εἶναι ποὺ δὲν σημαίνουν τίποτε, ἢ δὲν ἔχουν κανένα πρακτικὸ ὄφελος.»
Καὶ πῆγε στὸ δωμάτιό του, καὶ ξάπλωσε στὸ μικρό του ξυλοκρέβατο, καὶ ἄρχισε νὰ σκέφτεται τὴν ἀγάπη του· καί, μετὰ ἀπὸ κάποια ὥρα, ἀποκοιμήθηκε.
III
Καὶ ὅταν ἡ Σελήνη ἔλαμψε στοὺς οὐρανοὺς ἡ Ἀηδόνα πέταξε στὴν Τριανταφυλλιά, καὶ ἔβαλε τὸ στῆθος της πάνω στὸ ἀγκάθι.
Ὅλο τὸ βράδυ τραγουδοῦσε μὲ τὸ στῆθος της πάνω στὸ ἀγκάθι, καὶ ἡ ψυχρὴ κρυστάλλινη Σελήνη ἔσκυψε καὶ ἀφουγκράστηκε.
Ὅλη νύχτα τραγουδοῦσε, καὶ τὸ ἀγκάθι ἔμπαινε ὅλο καὶ βαθύτερα στὸ στῆθος της, καὶ τὸ αἷμα τῆς ζωῆς τῆς ἄδειαζε ἀπὸ μέσα της.
Τραγούδησε πρῶτα γιὰ τὴ γέννηση τῆς ἀγάπης στὴν καρδιὰ ἑνὸς ἀγοριοῦ καὶ ἑνὸς κοριτσιοῦ. Καὶ στὸ πιὸ ψηλὸ κλαδάκι τῆς Τριανταφυλλιᾶς ἄνθισε ἕνα θαυμάσιο τριαντάφυλλο, πέταλο μὲ τὸ πέταλο, τραγούδι μὲ τὸ τραγούδι.
Ὠχρὸ ἦταν, στὴν ἀρχή, ὅπως ἡ καταχνιὰ ποὺ κρέμεται πάνω ἀπὸ τὸ ποτάμι -ὠχρὸ σὰν τὰ πόδια τοῦ πρωινοῦ, καὶ ἀσημένιο σὰν τὰ φτερὰ τῆς αὐγῆς.
Σὰν τὴ σκιὰ ἑνὸς τριαντάφυλλού σε καθρέφτη ἀπὸ ἀσῆμι, σὰν τὴ σκιὰ ἑνὸς τριαντάφυλλού σε λίμνη νεροῦ, ἔτσι ἦταν τὸ τριαντάφυλλο ποὺ ἄνθισε στὸ ψηλότερο κλαδάκι τοῦ Δένδρου.
Μὰ τὸ Δένδρο φώναξε στὴν Ἀηδόνα νὰ πιέσει περισσότερο πάνω στὸ ἀγκάθι. «Πίεσε περισσότερο, μικρὴ Ἀηδόνα», φώναξε τὸ Δένδρο, «ἀλλιῶς ἡ Μέρα θά ῾ρθει πρὶν νὰ τελειώσει τὸ τριαντάφυλλο.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα πίεσε περισσότερο πάνω στὸ ἀγκάθι, καὶ ὁλοένα καὶ δυνατότερο ἔγινε τὸ τραγούδι της, καθὼς τραγούδαγε γιὰ τὴ γέννηση τοῦ πάθους στὴν ψυχὴ ἑνὸς ἄνδρα καὶ μιᾶς κόρης. Καὶ μία ἁπαλὴ ἀπόχρωση ἀπὸ ρὸζ ἦρθε στὰ φύλλα τοῦ τριαντάφυλλου, σὰν τὸ ἀναψοκοκκίνισμα στὸ πρόσωπο τοῦ γαμπροῦ ὅταν φιλᾷ τὰ χείλη τῆς νύφης.
Ἀλλὰ τὸ ἀγκάθι δὲν εἶχε ἀκόμα φτάσει στὴν καρδιά της, κι ἔτσι ἡ καρδιὰ τοῦ τριαντάφυλλου παρέμενε λευκή, καθὼς μόνο τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς ἑνὸς Ἀηδονιοῦ μπορεῖ νὰ κοκκινίσει τὴν καρδιὰ ἑνὸς ρόδου.
Καὶ τὸ Δένδρο φώναξε στὴν Ἀηδόνα νὰ πιέσει περισσότερο πάνω στὸ ἀγκάθι. «Πίεσε περισσότερο, μικρὴ Ἀηδόνα», φώναξε τὸ Δένδρο, «ἀλλιῶς ἡ Μέρα θὰ ῾ρθει πρὶν νὰ τελειώσει τὸ τριαντάφυλλο.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα πίεσε περισσότερο πάνω στὸ ἀγκάθι, καὶ τὸ ἀγκάθι ἄγγιξε τὴν καρδιά της, καὶ μία ἄγρια σουβλιὰ πόνου τὴ διαπέρασε.
Πικρός, πικρὸς ἦταν ὁ πόνος, καὶ ὅλο καὶ πιὸ ξέφρενο γινόταν τὸ τραγούδι της, καθὼς τραγουδοῦσε γιὰ τὸν Ἔρωτα ποὺ τελειοποιεῖται μὲ τὸ Θάνατο, γιὰ τὸν Ἔρωτα ποὺ δὲν πεθαίνει στὸ μνῆμα.
Καὶ τὸ θαυμάσιο ρόδο ἔγινε βαθυκόκκινο, σὰν τὸ ροδόχρωμα τοῦ οὐρανοῦ τῆς ἀνατολῆς. Βαθυκόκκινη ἦταν ἡ γιρλάντα ἀπὸ πέταλα, καὶ πορφυρὴ σὰ ρουμπίνι ἦταν ἡ καρδιά.
Μὰ τῆς Ἀηδόνας ἡ φωνὴ γινόταν ὅλο καὶ πιὸ ἀχνή, καὶ τὰ μικρὰ φτερά της ἄρχισαν νὰ τρέμουν, καὶ μία λεπτὴ μεμβράνη σκέπασε τὰ μάτια της. Ὅλο καὶ πιὸ ἀδύναμο γινόταν τὸ τραγούδι της, καὶ ἔνοιωσε κάτι νὰ τὴν πνίγει στὸ λαιμό.
Τότε ἔβγαλε ἕνα τελευταῖο ξέσπασμα μουσικῆς. Ἡ λευκὴ Σελήνη τὸ ἄκουσε, καὶ ξέχασε τὴν αὐγή, καὶ παρέμεινε στὸν οὐρανό. Τὸ κόκκινο ρόδο τὸ ἄκουσε, καὶ τρεμούλιασε σύγκορμο ἀπὸ ἔκσταση, καὶ ἄνοιξε τὰ πέταλά του στὸν κρύο πρωινὸ ἀέρα.
Ἡ ἠχὼ τὸ μετέφερε στὶς πορφυροβαμμένες τῆς σπηλιὲς στοὺς λόφους, καὶ ξύπνησε τοὺς κοιμισμένους τσοπάνηδες ἀπὸ τὰ ὄνειρά τους. Ἀρμένισε μέσα ἀπὸ τὰ καλάμια τοῦ ποταμοῦ, καὶ αὐτὰ μετέφεραν τὸ μαντάτο του στὴ θάλασσα.
«Κοίτα, κοίτα!» φώναξε τὸ δένδρο, «τὸ τριαντάφυλλο εἶναι ἕτοιμο τώρα»· μὰ ἡ Ἀηδόνα δὲν ἔδωσε καμία ἀπάντηση, γιατὶ κειτόταν νεκρὴ στὸ ψηλὸ χορτάρι, μὲ τὸ ἀγκάθι στὴν καρδιά της.
IV
Καὶ τὸ μεσημέρι ὁ Φοιτητὴς ἄνοιξε τὸ παράθυρό του καὶ κοίταξε ἔξω. «Τί ἔκπληξη, τί θαυμάσια τύχη!» Ξεφώνησε· «νὰ ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο!
Δὲν ἔχω ποτὲ δεῖ τριαντάφυλλο σὰν κι αὐτὸ σὲ ὅλη μου τὴ ζωή. Εἶναι τόσο ὄμορφο ποὺ εἶμαι σίγουρος ὅτι ἔχει ἕνα μακρὺ Λατινικὸ ὄνομα»· καὶ ἔσκυψε καὶ τὸ ἔκοψε.
Μετὰ φόρεσε τὸ καπέλο του, καὶ ἔτρεξε μέχρι τὸ σπίτι τοῦ Καθηγητῆ μὲ τὸ τριαντάφυλλο στὸ χέρι του. Ἡ κόρη τοῦ Καθηγητῆ καθόταν στὴν ἐξώπορτα τυλίγοντας μπλὲ μετάξι σὲ μιὰ κουβαρίστρα, καὶ τὸ σκυλάκι της ἦταν ξαπλωμένο στὰ πόδια της.
«Εἶπες ὅτι θὰ χόρευες μαζί μου ἂν σοῦ ἔφερνα ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε ὁ Φοιτητής. «Ὁρίστε τὸ πιὸ κόκκινο τριαντάφυλλο σ᾿ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Θὰ τὸ φορέσεις σήμερα τὸ βράδυ δίπλα στὴν καρδιά σου, καὶ καθὼς θὰ χορεύουμε μαζὶ θὰ σοῦ λέει πόσο σὲ ἀγαπῶ.»
Μὰ τὸ κορίτσι κατσούφιασε. «Φοβᾶμαι ὅτι δὲν θὰ ταιριάζει μὲ τὸ φόρεμά μου,» ἀπάντησε· «καί, ἐκτὸς αὐτοῦ, ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Αὐλάρχη μοῦ ἔχει στείλει μερικὰ ἀληθινὰ πετράδια, καὶ ὅλοι ξέρουν ὅτι τὰ πετράδια κοστίζουν πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὰ λουλούδια.»
«Λοιπόν, στὸ λόγο μου, εἶσαι πολὺ ἀχάριστη,» εἶπε ὁ Φοιτητὴς θυμωμένα· καὶ πέταξε τὸ τριαντάφυλλο στὸ δρόμο, κι ἐκεῖνο ἔπεσε μέσα στὸ ρεῖθρο, καὶ ὁ τροχὸς μιᾶς ἅμαξας πέρασε ἀπὸ πάνω του.
«Ἀχάριστη!» εἶπε τὸ κορίτσι. «Γιὰ νὰ σοῦ πῶ, εἶσαι πολὺ ἀναιδής· Καί, ἔπειτα, ποιὸς εἶσαι ἐσύ; Ἕνας φοιτητάκος.
Γιατὶ, δὲν πιστεύω ὅτι οὔτε κἂν ἔχεις ἀσημένιες ἀγκράφες στὰ παπούτσια σου ὅπως ἔχει ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Αὐλάρχη»· καὶ σηκώθηκε ἀπὸ τὴν καρέκλα της καὶ μπῆκε μέσα στὸ σπίτι.
«Τί ἀνόητο πρᾶγμα ποὺ εἶναι ὁ Ἔρωτας,» εἶπε ὁ φοιτητὴς καθὼς ἔφευγε. «Δὲν εἶναι οὔτε κατὰ τὸ ἥμισυ τόσο χρήσιμος ὅσο ἡ Λογική, καθὼς δὲν ἀποδεικνύει τίποτε, καὶ πάντοτε σοῦ τάζει πράγματα ποὺ δὲν πρόκειται νὰ συμβοῦν, καὶ σὲ κάνει νὰ πιστεύεις πράγματα ποὺ δὲν εἶναι ἀληθινά.
Στὴν πραγματικότητα, δὲν εἶναι διόλου πρακτικός, καί, καθὼς στὴν ἐποχή μας τὸ νὰ εἶσαι πρακτικὸς εἶναι τὸ πᾶν, θὰ ἐπιστρέψω στὴν Φιλοσοφία καὶ θὰ μελετήσω Μεταφυσική.» Ἔτσι ἐπέστρεψε στὸ δωμάτιό του καὶ τράβηξε ἕνα μεγάλο σκονισμένο βιβλίο, καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει.


διήγημα του Όσκαρ Ουάιλντ