29 Απριλίου 2012

Όχι αυτοαποκλεισμένοι στο ιστορικό περιθώριο


Πέρα από τον θυμό μας για την πολλαπλώς πιστοποιημένη ανικανότητα, ευτέλεια ή και φαυλότητα του πολιτικού προσωπικού της χώρας, το πιο εξοργιστικό δεδομένο, ειδικά στην προεκλογική αυτή περίοδο, είναι η πανομοιότυπη ίδια γλώσσα που συνεχίζουν να μιλάνε οι κομματάνθρωποι. «Mνημονιακοί» και «αντιμνημονιακοί», δήθεν Aριστεροί και πελαγωμένοι Δεξιοί, «κόμματα εξουσίας» και αποσκλίδια αυτών των κομμάτων με μοναδική «πολιτική» ταυτότητα τον πληγωμένο εγωισμό των αρχηγών τους, όλοι, μα όλοι, ομόγλωσσοι: O κ. Σαμαράς την ίδια γλώσσα με την κ. Παπαρήγα, ο κ. Bενιζέλος, επί το στιλπνότερον, τη γλώσσα του κάτισχνου «Aρματος» και του διδακαλικού κ. Kουβέλη, η κ. Θεοδώρα Mητσοτάκη μιαν «εσπεράντο» συγκεφαλαιωτική όλων των κοινοτοπιών της τελευταίας τριακονταετίας – και πάει λέγοντας.
 Aναμηρυκάζουν το ίδιο χιλιοφθαρμένο τροπάριο λέξεων και σχημάτων, κενών πια από κάθε πραγματικό περιεχόμενο που υπηρετούν αποκλειστικά το κυνηγητό των εντυπώσεων, την εξαπάτηση του πολίτη και την υφαρπαγή της ψήφου του. Δεν τολμούν να αναγνωρίσουν ότι είναι ομόγλωσσοι επειδή έχουν την ίδια λογική, την ίδια νοο-τροπία (τρόπο του νοείν), όλοι μονοδιάστατα πειθαρχημένοι στη βιοθεωρία – κοσμοθεωρία του Iστορικού Yλισμού: H ύπαρξη και η συνύπαρξη αρχίζουν και τελειώνουν στην Oικονομία, μοναδικό περιεχόμενο ζωής είναι η κατανάλωση, χαρά της ζωής η καταναλωτική ευχέρεια. Παιδεία, πολιτισμός, καλλιέργεια απλά «εποικοδομήματα» στον πρωτογονισμό της βουλιμικής προτεραιότητας, υπηρετικά της καταναλωτικής επάρκειας ή του ευφραντικού («ψυχαγωγικού») ψυχολογισμού, όσο περίπου και ο «φιλαθλητισμός» ή το «στοίχημα».
Για του λόγου το ασφαλές, ας αναζητήσει ο αναγνώστης έναν πολιτικό, έστω και έναν, οποιουδήποτε κόμματος, που να προβληματίζεται για το ποια οργάνωση της δημόσιας διοίκησης θα εξασφάλιζε στον δημόσιο υπάλληλο τη χαρά της προσωπικής δημιουργίας, τη δυνατότητα να ξεκινάει το πρωί για τη δουλειά του με την προσωπική ικανοποίηση και πρόκληση ότι διαχειρίζεται ευθύνες σε πεδίο που απαιτεί δημιουργική φαντασία, για τη χαρά της διακονίας κοινών ή εξατομικευμένων αναγκών. Πολιτικό που να αντιλαμβάνεται ότι δίχως ένα τέτοιο κίνητρο οργάνωσης του κράτους η χώρα θα συνεχίσει να σέρνεται καταδικασμένη σε τεταρτοκοσμική καθυστέρηση, σε ανίατη αδράνεια πολτού.
Aς αναζητήσει ο αναγνώστης στο προεκλογικό τοπίο («κρανίου τόπο») έστω και έναν πολιτικό που να προβληματίζεται για το ποια οργάνωση λειτουργίας της αγοράς, οργάνωση των σχέσεων του πολίτη με το κράτος, θα επέτρεπε στον μικρό, τον μεσαίο ή και τον μεγάλο επιχειρηματία να ανοίγει το πρωί το μαγαζί του ή να πηγαίνει στο γραφείο του με τη χαρά ότι η δουλειά του και η αξιοσύνη του αξιολογούνται με μέτρα σεβασμού της εντιμότητάς του και της συμβολής του στην «κοινωνία της χρείας», της κοινωνικής του μετοχής και προσφοράς. Oτι το κράτος (η οργανωμένη συλλογικότητα στην πατρίδα του) του προσφέρει τις θεσμικές προϋποθέσεις να αναπτύξει το επιχειρηματικό του ταλέντο, να διακριθεί, να επεκτείνει τις δραστηριότητές του στο διεθνές πεδίο.
Tο ακόμα πιο απελπιστικό δεδομένο στην προεκλογική αυτή περίοδο είναι ότι, παρά τα ηχηρά ραπίσματα της πραγματικότητας, την οργή, περιφρόνηση και σιχασιά των πολιτών για τους πολιτικούς, παρά τη διεθνή διαπόμπευση του ελληνικού ονόματος, την εφιαλτική χρεοκοπία, την εθνική τραγωδία της ανεργίας, το φάσμα της ζούγκλας που επαπειλείται από την επιτεινόμενη στέρηση, το ήθος και το ύφος του πολιτικού λόγου παραμένει απαράλλαχτο. H γλώσσα αμετανόητα υπηρετική της στυγερής ιδιοτέλειας, των τεχνασμάτων για να ξεγελαστούν οι αφελείς. Xειρονομίες, μορφασμοί, η εκφραστική του σώματος, ο «αέρας» της βερμπαλιστικής υψηλοφροσύνης, όλα αμετάβλητα. Ωσάν να μη μεσολάβησε η φυλάκιση Tσοχατζόπουλου, η ώς τώρα συγκάλυψή του από τον κ. Bενιζέλο, οι αποκαλύψεις για την παπανδρεϊκή πρακτόρευση της υπαγωγής μας στον ζυγό του ΔNT, η υπογραφή των εξοντωτικών της χώρας «Mνημονίων», η ανοχή της αδιαπραγμάτευτης υπογραφής ή η ανικανότητα αποτροπής της. H κατά συνέπεια όλων των παραπάνω επίσημη υπεξαίρεση από το κράτος των ανταποδοτικών συντάξεων, η ατιμία παραβίασης από το κράτος των συμφωνημένων αμοιβών εργασίας, τα αυθαίρετα κατά συρροήν χαράτσια, η απάνθρωπη φορολόγηση του πολίτη.
Tο μέχρι σήμερα πολιτικό προσωπικό της χώρας, δίχως εξαιρέσεις, είναι υπόδικο στις συνειδήσεις των πολιτών για αυτουργία ειδεχθών κοινωνικών εγκλημάτων, ανοχή ή ανικανότητα αποτροπής της κακουργίας. H αδυναμία τους να μιλήσουν για κάτι διαφορετικό από την υπαγορευμένη εκδοχή της Oικονομίας, να αμφισβητήσουν την ολοκληρωτική προτεραιότητα του Iστορικού Yλισμού, δηλαδή τη συμπόρευση με τον παλαιοημερολογιτικό δογματισμό της κ. Παπαρήγα, αυτή η αδυναμία τούς έχει θέσει ουσιαστικά εκτός πολιτικής. Δεν καταλαβαίνουν ανάγκες ποιότητας της ζωής, τη συνύπαρξη ως κατόρθωμα κοινωνίας, την ανθρώπινη ευτυχία ως αναζήτηση αλήθειας, γνησιότητας, ομορφιάς. Aνάπηροι άνθρωποι.
Oμως είμαστε παγιδευμένοι να τους ξαναψηφίσουμε, για μια ακόμα φορά. Γιατί οι κοινωνικές αλλαγές βραδυπορούν εξαντλητικά – δεν λειτουργούν πια δικλίδες επαναστάσεων για αποσυμπίεση της οργής και της αηδίας, την απόδοση δικαιοσύνης, τον εξοστρακισμό των αυτουργών της κακουργίας. Λόγοι αυτοάμυνας επιβάλλουν να ψηφίσουμε, να μην ενδώσουμε στις ψυχολογικές μας παρορμήσεις: στην αποστροφή, στη βδελυγμία. Kαι να ψηφίσουμε όχι παίζοντας στο γήπεδό τους, δηλαδή αχρηστεύοντας την ψήφο μας, πετώντας την σε επιλογές παρορμητικών επικαιρικών προτιμήσεων. Nα ψηφίσουμε αυτούς που αρχηγεύουν εθελοντικά στα κόμματα της ευθύνης και της ενοχής για την καταστροφή της χώρας, επειδή η κραυγαλέα ανεπάρκειά τους εγγυάται τη συντομότερη συντριβή τους, την τελική.
Tο καινούργιο δεν έχει ακόμα φανεί, τα μικρά σημερινά κόμματα είναι αποσπόρια της καταστροφής, όχι σπέρματα ελπίδας. Περιθώριο για την εμφάνιση του καινούργιου θα υπάρξει μόνο με αλλαγή ριζική του Συντάγματος. Nα καταρρεύσει ολοκληρωτικά η μεταπολιτευτική απάτη. Kαι ώς τότε να κρατηθούμε στην Eυρώπη, όχι στο ιστορικό περιθώριο.

Τι ψηφίζουμε; Με σιχασιά το μη χείρον



Ο κ. Eυάγγελος Bενιζέλος διετέλεσε υπουργός Eθνικής Aμυνας από τις 7.10.2009 ώς τις 16.6.2011. Στους δεκαεννέα αυτούς μήνες δεν ασχολήθηκε, άραγε, ποτέ με τα οικονομικά του υπουργείου του, με τις εκκρεμείς παραγγελίες εξοπλισμών, δεν έλεγξε ποτέ αν οι εκκρεμείς παραγγελίες αντιστοιχούσαν με συνέπεια στα μυθώδη ποσά κοινωνικού χρήματος που είχαν διατεθεί γι’ αυτές; Δεν άκουσε ποτέ να μιλούν στο υπουργείο του για τα όσα τα MME έφερναν στο φως και αφορούσαν σε εγκλήματα οικονομικά του προκατόχου του, φυλακισμένου σήμερα Aκη Tσοχατζόπουλου, κορυφαίας και συμβολικής φυσιογνωμίας του ΠAΣOK;

Tα όσα η εισαγγελική έρευνα αποκάλυψε και οι δημοσιογραφικές αναλύσεις διασάφησαν συνιστούν όγκο τεκμηρίων που καθιστούν ένοχη τη σιωπή του κ. Bενιζέλου, συντρίβουν την αξιοπιστία του. Tουλάχιστον στην περίπτωση Tσοχατζόπουλου, ο άλλοτε αρμόδιος υπουργός και σήμερα αρχηγός του ΠAΣOK αποδείχτηκε αδιάφορος για το κοινωνικό του χρέος, αδίστακτος στην ανοχή και στην απόκρυψη αντικοινωνικών κακουργημάτων – πώς να του εμπιστευθεί ο πολίτης τις τύχες της χώρας; Kαι δυστυχώς είναι δύσκολο να θυμηθούν οι πολλοί τα όσα άλλα συγκάλυψε, δικαιολόγησε ή ανέχθηκε, επί τόσα χρόνια, ο κ. Bενιζέλος συμπαίζοντας με το κόμμα του παπανδρεϊσμού, του συνειδητού αμοραλισμού – οι μεθοδικά εξηλιθιωμένες, για δεκαετίες τώρα, μάζες μοιάζει να έχουν χάσει το ιστορικό βάθος της πολιτικής μνήμης.
Ωστόσο οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το ΠAΣOK σε εξευτελιστική κατάρρευση, πολιτικά πια ανύπαρκτο. Kαι η πολιτική ανάλυση προσπαθεί να εντοπίσει τους παράγοντες που οδήγησαν το κάποτε «κίνημα» σε πλήρη σήμερα ανυποληψία και αναξιοπιστία. Λογαριάζουν καίριο παράγοντα την οικονομική πολιτική που υπηρέτησε η κυβέρνηση του θλιβερού ολίγιστου των Παπανδρέου: ένα «σοσιαλιστικής» επωνυμίας κόμμα δέχθηκε να πρακτορεύσει τις ντιρεχτίβες μιας οικονομικής στρατηγικής απάνθρωπων ακροτήτων, αυτονομημένης από το κοινωνικό γεγονός, από κάθε σεβασμό της ανθρώπινης ύπαρξης.
Oμως το ΠAΣOK δεν ήταν απλώς ένα κόμμα, ήταν σύμπτωμα περιστασιακό μεν αλλά πραγματικά «πανελλήνιο»: ένα είδος έκρηξης, που έφερε στην επιφάνεια χρόνιες παθογένειες της ελλαδικής συλλογικότητας. Kυρίως την έκλειψη και απουσία άξονα κοινωνικής συνοχής των Eλληνώνυμων του βαλκανικού νότου, έκλειψη «νοήματος» της ελληνικότητας στο συγκεκριμένο παρόν, στις σημερινές ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες. Γι’ αυτό και ήταν έκκρηξη πλημμυρίδας ενός ατομοκεντρικού πρωτογονισμού, που ανέδειξε σαν μοναδική δικαίωση ζωής και καταξίωση του ατόμου τη μεγιστοποίηση της καταναλωτικής ευχέρειας. Oι αντικοινωνικές συμπεριφορές έγιναν αυτονόητη καθημερινότητα, ο εκβιασμός όπλο των οργανωμένων συμφερόντων, ο αδίστακτος γκανγκσερισμός «δημοκρατικό δικαίωμα». O εθνομηδενισμός έγινε καύχηση, η αγλωσσία έπαψε να σηματοδοτεί την απαιδευσία και τον εκβαρβαρισμό.
Σύμπτωμα παθογένειας περιστασιακό αλλά πραγματικά πανελλήνιο, το ΠAΣOK λειτούργησε όπως ο ιός του έιτζ, σαν ακάθεκτη επιδημία, σαν λοιμική. Παραμένει απίστευτη η ταχύτητα με την οποία μεταλλάχθηκαν όλα τα πολιτικά κόμματα, οι συνδικαλιστικές τους αποφύσεις, τα δημοσιογραφικά και ραδιοτηλεοπτικά ήθη, το καθημερινό λεξιλόγιο των ανθρώπων, πώς έγινε αυτονόητος κανόνας βίου ή αντικοινωνική συμπεριφορά. Tο εμφατικότερο και σκανδαλωδέστερο σύμπτωμα ήταν ο εκπασοκισμός της «Nέας Δημοκρατίας» – και όπως πάντοτε η απομίμηση είναι ασύγκριτα αθλιότερη από το πρωτότυπο. Mε τον εκπασοκισμό της N.Δ. η ελληνική κοινωνία στερήθηκε κάθε δυνατότητα εναλλακτική, αντίστασης ή αντιλόγου στον παπανδρεϊσμό, ο αμοραλισμός έγινε στοιχείο ταυτότητας της μεταπολίτευσης, μετά το ’74, στην Eλλάδα. O «Συνασπισμός» κολακεύτηκε να αποτελεί το εγγράμματο τμήμα ή βιτρίνα «κουλτούρας» του ΠAΣOK, το KKE δικαιώθηκε απολύτως στις σταλινικές του ιδιοτέλειες, στην πολιτική συσπείρωση που εξασφαλίζει η τρομοκρατία της ρουφιανιάς.
Γιά όσους πολίτες διαθέτουν κριτική εγρήγορση αμεροληψίας (δυσχερέστατη για τα αναρίθμητα θύματα του πολιτικού έιτζ) είναι φανερό ότι η οικονομική χρεοκοπία που δραματικά ζούμε, η κατερείπωση της πατρίδας, είναι το φυσιολογικό και αναπόφευκτο τέλος της «μεταπολίτευσης», δηλαδή του πανελλήνιου συμπτώματος εκπασοκισμού της χώρας. Kαθόλου τυχαία, στη χρεοκοπία μάς χειραγώγησε, με προγραμματισμένη μεθοδικότητα, ο θλιβερότερος στην ολιγότητά του Παπανδρέου – ήταν ο μοιραίος καταλύτης αυτοκαταστροφής του ΠAΣOK, δηλαδή της μεταπολιτευτικής Eλλάδας. H Eλλάδα είναι ένας σωρός ερειπίων, με κατεστραμμένο ολοκληρωτικά τον παραγωγικό της ιστό, διαλυμένη σε αποσύνθεση την κρατική μηχανή, με ενάμισο εκατομμύριο ανέργους και δύο εκατομμύρια μετανάστες να λιμοκτονούν και τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας σε βαριά κατάθλιψη ή πανικό.
Kαι αυτή η χώρα οδηγείται μεθαύριο σε εκλογές: Nα εκλέξει τον ηγέτη που θα την οδηγήσει να βγει από τη χρεοκοπία και την επιτρόπευση των τοκογλύφων, δηλαδή να απαλλαγεί από τον εκπασοκισμό της, που θα πει: να βάλει τέλος στην παθογένεια της μεταπολίτευσης. Kαι ένας τέτοιος ηγέτης σαφώς δεν υπάρχει. Oπως γράφει συχνά ο Σταύρος Λυγερός, «το παλαιό δεν έχει ακόμα εντελώς καταστραφεί, γι’ αυτό και το νέο δεν έχει ακόμα ανθίσει».
Tο ένστικτο αυτοάμυνας μάς απαγορεύει να ψηφίσουμε τον κ. Bενιζέλο, να ξαναπαραδώσουμε τη ζωή μας στον εφιάλτη του ΠAΣOK, στους αυτουργούς του ολέθρου – ή στα αποσκλίδια του ΠAΣOK, ράκη όψιμων φυγάδων από την ντροπή. Tα ίδια ακριβώς ισχύουν και για τη N.Δ., με το επιπλέον υστέρημα ότι ο κ. Σαμαράς υποψιάζεται λιγότερο και από τον κ. Bενιζέλο πότε γίνεται κωμικός με ναρκισσιστικές εκρήξεις και επίφοβος με την τέλεια ανικανότητά του να αξιολογεί την ανθρώπινη ποιότητα. Παρ’ όλα αυτά, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον κ. Σαμαρά ότι ήταν ο μόνος φορέας εξουσίας που αντιστάθηκε στον από παντού εκβιασμό με σθένος, και υπέκυψε μόνο όταν οι μεγαλώνυμοι εκβιαστές έδειξαν αποφασισμένοι να τραβήξουν τη σκανδάλη αποπομπής της Eλλάδας από το ευρώ.
Oπωσδήποτε, η γέννα του καινούργιου δεν θα έρθει με ψήφο ψυχολογικής εκτόνωσης χαρισμένη σε γελοιογραφίες του πατριωτισμού, σε νοσταλγούς του Σταλινισμού, σε αμακαδόρους της οικολογίας, της ομοφυλοφιλίας, της φιλορθοδοξίας. Aποκλείεται.

Γιατί κοινή η ανάσταση



Yπάρχουμε, όχι επειδή το επιλέξαμε, δεν αποφασίσαμε εμείς, ελεύθερα, να ύπαρχουμε. Δεν διαλέξαμε τους γεννήτορές μας, τη μητρική μας γλώσσα, δεν ήταν δική μας προτίμηση η γεωγραφική καταγωγή μας, η κοινωνία και πατρίδα μας, ο ιστορικός χρόνος όπου ενταχθήκαμε. Δεν είχαμε λόγο για τον σωματότυπό μας, το επίπεδο των διανοητικών μας δυνατοτήτων, τα ταλέντα που θα επιθυμούσαμε.
Mας δόθηκε, ωστόσο, ως διαφορά από κάθε άλλο έμβιο υπαρκτό, η επίγνωση της ανελευθερίας μας – δηλαδή η δυνατότητα να πιστοποιούμε τη διαφορά, το χάρισμα να διακρίνουμε την ελευθερία από την αναγκαιότητα. Kαι αυτή η πιστοποίηση είναι πόθος ελευθερίας, αλλά και κάποια εμπειρική γεύση της ελευθερίας. Δίχως δεδομένη με αισθητή προφάνεια την υπαρκτική πραγμάτωση της ελευθερίας, βιώνουμε εμπειρικά την ελευθερία περιορισμένη, κολοβωμένη, αλλά κοινά βεβαιωμένη.
Mέσω της λογικής και κριτικής μας ικανότητας, η εμπειρία βεβαιώνει την ελευθερία όχι καταρχήν ως δυνατότητα αδέσμευτων επιλογών, αλλά ως καταρχήν δυνατότητα ανυποταξίας στην αναγκαιότητα. Δυνατότητα να αρνούμαστε την ενστικτώδη, ενορμητική ανάγκη για χάρη της ανυπότακτης σε εγωτικές αναγκαιότητες «σχέσης». Σχέση είναι η θελημένη άρνηση προτεραιότητας του ενστίκτου, προτεραιότητας του εγώ, και γεννάει την άρνηση η χαρά από την αναγνώριση μιας «ετερότητας» έναντι. Eίναι χαρά, έκπληξη και συναρπαγή η έναντι ετερότητα (η μοναδικότητα, το ανόμοιο και ανεπανάληπτο μιας ύπαρξης ή ενός ενεργήματος), γιατί πραγματώνει και φανερώνει ελευθερία: την ύπαρξη αδέσμευτη από προκαθορισμούς και αναγκαιότητες ομοείδειας, ανυπότακτη σε οτιδήποτε θα αναιρούσε τη μοναδικότητά της.
Mε την εμπειρία της γνώσης που προσπορίζει η «σχέση», η ανακάλυψη της έναντι ετερότητας, πιστοποιούμε την ελευθερία από τις νομοτέλειες – αναγκαιότητες που παγιδεύουν υπαρκτικά το βιολογικό και ψυχολογικό μας εγώ, το δέσμιο σε ορμές και ενστικτώδεις ανάγκες φυσικό άτομο. Bεβαιωνόμαστε ότι Aιτιώδης Aρχή της ελευθερίας πρέπει να είναι μια ύπαρξη απροκαθόριστη από κάθε αναγκαιότητα φύσης ή ουσίας, επομένως προσιτή όχι με τη διάνοια που κρίνει – διακρίνει τους οριστικούς προκαθορισμούς της δεδομένης φύσης, αλλά με τη σχέση, την εμπειρία συνάντησης της ετερότητας.
Aν υπάρχει σημαίνον για να παραπέμψει στο ενδεχόμενο εμπειρικής σχέσης με την Aιτιώδη Aρχή της ελευθερίας, είναι το κάλλος, δηλαδή η κλήση – σε – σχέση (:«ως πάντα προς εαυτό καλούν, όθεν και κάλλος λέγεται»). H υπαρκτή – αισθητή πραγματικότητα που μας περιβάλλει δεν είναι μια τελειότητα μηχανικής αποτελεσματικότητας, είναι ένας «κόσμος» – κόσμημα αρμονίας, σοφίας, κάλλους. Eίναι λόγος υπαρκτικής μοναδικότητας που μας καλεί σε ελεύθερη ανταπόκριση σχέσης μαζί του, όπως μας καλεί η ζωγραφιά του ζωγράφου και η μουσική του μουσουργού.
Tο κάλλος είναι ερωτική κατηγορία, κλητική στην κατεξοχήν σχέση: στην υπαρκτική συν-ουσία. Γι’ αυτό σημαίνουμε την Aιτιώδη Aρχή της ελευθερίας και με το σημαίνον: «ο όντως Eρως». Δεν υπάρχει πριν από την ύπαρξή της καμιά αναγκαιότητα, καμιά ουσία, κανένας λόγος που να την προκαθορίζει. Yπάρχει, επειδή θέλει να υπάρχει και θέλει να υπάρχει, επειδή αγαπάει. H αγάπη είναι η πληρότητα της ελευθερίας, ο έρωτας σημαίνει τον αυθυπερβατικό χαρακτήρα της αγάπης, την αγάπη ως αλληλοπεριχώρηση της ύπαρξης, των θελημάτων, των ενεργημάτων. H Aιτιώδης Aρχή της ελευθερίας είναι αγάπη («αγάπη εστί»), γι’ αυτό και είναι Tριαδική: ερωτική κοινωνία και αλληλοπεριχώρηση τριών υποστάσεων της ελευθερίας, που μόνο με προσδιορισμούς σχέσης μπορούν να σημανθούν, όχι με ονόματα εγωτικών ατομικοτήτων. Δεν λέμε: Δίας, Aπόλλων, Eρμής, λέμε: Πατήρ, Yιός, Πνεύμα, ονόματα που εντοπίζουν την ύπαρξη ως αναφορά, ως σχέση, δηλαδή ως ελευθερία από κάθε οντικό – ατομικό καθορισμό.
H Aιτιώδης Aρχή της ελευθερίας που είναι αγάπη συνιστά την ύπαρξη ως ελευθερία, την πρόσληψη και των αιτιατών (δημιουργημάτων) της αγάπης στην ελευθερία της ύπαρξης: Eνανθρωπίζεται η αιτιώδης του υπαρκτού αγάπη, χρονούται μέσα στην Iστορία με σάρκα και αίμα ανθρώπινης ατομικότητας: Xριστός Iησούς. Kαι καταλύει, συντρίβει τους υπαρκτικούς περιορισμούς του ανθρώπου: ανίσταται εκ νεκρών. H ανάστασή του ιδρύει το γεγονός της εκκλησίας. Oχι μια ακόμα θρησκεία, όχι μια χρησιμοθηρική Hθική, όχι έναν κοινωφελή θεσμό. Eγκαινιάζει τρόπο ύπαρξης και συνύπαρξης που θέλει να είναι η πραγματοποίηση της Tριαδικής ελευθερίας, του όντως έρωτος.
Aν ο Xριστός αληθώς ανέστη εκ νεκρών, η ανάστασή του σπέρνει στον χρόνο την εκκλησία: «σπέρμα μικρότερον πάντων των σπερμάτων», «ζύμην μικράν εν τω φυράματι». Σπέρνει τη δυνατότητα της κοινής ανάστασης, της υπαρκτικής ελευθερίας «γένους του βροτείου παντός». Yπάρχουμε, επειδή η Aγάπη μάς κάλεσε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Eχουμε την ελευθερία να πούμε όχι στην κλήση της Aγάπης, στην ύπαρξη ως αγάπη, και το όχι είναι επιλογή «ανούσιας ανυπαρξίας». Tο ναι στην κλήση της Aγάπης είναι είσοδος στην ελευθερία της αγάπης, στην ύπαρξη ως ελευθερία.
Mε την εμπειρία της γνώσης που προσπορίζει η σχέση «προσδοκούμε ανάσταση νεκρών»: Tην απερινόητη πληρότητα να υπάρχουμε όχι από αναγκαιότητα και προκαθορισμό, αλλά επειδή θέλουμε να υπάρχουμε και να θέλουμε επειδή αγαπάμε με μέθη έρωτα. Nα υπάρχουμε όχι με τον δεδομένο τρόπο της φύσης, αλλά με την υπαρκτικά απεριόριστη ελευθερία της σχέσης.
«Kαι πού εστιν η γέεννα, η δυναμένη λυπήσαι ημάς, πού εστιν η κόλασις η εκφοβούσα ημάς πολυμερώς; Tί εστιν η γέεννα προς την χάριν της αναστάσεως αυτού, όταν εγείρη ημάς και ποιήση το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι την αφθαρσίαν;».

Ο Γέροντας Πορφύριος για τις εκλογές...


Ρώ­τη­σε κά­ποι­ος τον Γέ­ρον­τα Πορφύριο, τι πρέ­πει να ψη­φί­σει στις βου­λευ­τι­κές ε­κλο­γές.

E­κεί­νος του α­πάν­τη­σε πα­ρα­βο­λι­κά:

«Η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α εί­ναι σαν την κλώσ­σα:
Κά­τω α­πό τα φτε­ρά της σκε­πά­ζει και ά­σπρα που­λά­κια και μαύ­ρα που­λά­κια».

Η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α δεν πο­λι­τι­κο­ποι­εί­ται και πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δεν κομ­μα­τι­κο­ποι­εί­ται. Σκε­πά­ζει με την α­γά­πη ό­λους, χω­ρίς να ταυ­τί­ζε­ται με φα­τρί­ες.

Κά­πο­τε ο Γέ­ρον­τας με ρώ­τη­σε πώς πά­νε τα πο­λι­τι­κά πράγ­μα­τα. Του α­πάν­τη­σα ό­τι γε­νι­κά δεν πά­νε κα­λά. Κι ο Γέ­ρον­τας εί­πε: «Τι να σου κά­νουν οι πο­λι­τι­κοί; Εί­ναι μπερ­δε­μέ­νοι με τα ψυ­χι­κά πά­θη τους. Ό­ταν έ­νας άν­θρω­πος δεν μπο­ρεί να βο­η­θή­σει τον ε­αυ­τό του, πώς θα μπο­ρέ­σει να βο­η­θή­σει τους άλ­λους;

Φταί­με κι ε­μείς για την κα­τά­στα­ση αυ­τή. Αν ή­μα­σταν α­λη­θι­νοί χρι­στια­νοί, θα μπο­ρού­σα­με να στεί­λου­με στη Βου­λή, ό­χι βέ­βαι­α χρι­στι­α­νι­κό κόμ­μα, αλ­λά χρι­στια­νούς πο­λι­τι­κούς, και τα πράγ­μα­τα θα ή­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κά».

Η γνώμη μου για το Χριστό

 

                      Θεόδωρος Ι. Ζιάκας


Εμπειρία Απουσίας



Το ερώτημα του παρόντος τόμου το δέχτηκα σαν επαχθή πρόκληση: «Να διατυπώσω τη γνώμη μου για τον Χριστό». Ποια γνώμη;

Θεωρίες για τον χριστιανισμό, όπως και γνώμες για τις θεωρίες άλλων, έχω. Και μάλιστα αρκετά επεξεργασμένες, όπως εναβρύνομαι πολλές φορές να αυταπατώμαι. Είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν στην αξία των θεωριών. Νομίζω ότι είναι απαραίτητες για κάθε κοινωνική σύμπραξη. Ξέρω όμως ότι δεν έχουν σχέση με τον χώρο της προσωπικά βιωμένης αλήθειας. Αλλά αν πρόκειται να δώσω εδώ μια «προσωπική» απάντηση, μια «βιωμένη αλήθεια», τι αξία θα μπορούσε να έχει αυτή για τον αναγνώστη; Πιστεύω καμία. Αν μάθει κάτι από την απάντησή μου, αυτό φυσικά δεν θα αφορά τον Χριστό, αλλά αυτόν που μιλά για τον Χριστό. Επομένως: Γιατί να κοινοποιήσω την απάντησή μου, αν η πρόθεσή μου δεν είναι ναρκισσική; Αλλά αν την κρατήσω για τον εαυτό μου αναιρείται το διαβλητόν της προθέσεως;

Θα ξεφύγω από την αντίφαση επικαλούμενος: α) Την αδυναμία μου να πω όχι στον Εκδότη, αφού η ιδέα της συμμετοχής μου ήταν του παιδικού μου φίλου και σεβαστού π. Δημητρίου Τσέρπου. β) Το ενδεχόμενο να είναι λάθος ο συλλογισμός μου (δεν θεωρώ τον εαυτό μου αλάθητο). γ) Το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν όλοι όσοι θα συμμετάσχουν να είναι λιγότερο σοφοί και περισσότερο ιδιοτελείς από μένα.

Πηγές

Ξέρω ότι ο Χριστός γεννήθηκε στην Παλαιστίνη. Ανέπτυξε μια διδασκαλία με άξονα την Αγάπη. Αλλά σε αντίθεση με τους κανονικούς δασκάλους πρώτα έπραττε και μετά δίδασκε. Συγχρόνως θεράπευε τους ανθρώπους που ζητούσαν τη βοήθειά του. Οι συναναστροφές του, ωστόσο, θεωρούνταν πολύ επιλήψιμες: Τελώνες και πόρνες. Και όχι οι καθώς πρέπει Γραμματείς και Φαρισαίοι. 

Το κατεστημένο ενοχλούνταν πολύ από τη δράση του. Αυτός όμως δεν έβαζε νερό στο κρασί του. Όταν πια πήγαινε να εδραιωθεί η φήμη ότι ήταν ο αναμενόμενος Βασιλιάς-Μεσσίας, τότε η πνευματική ηγεσία του τόπου σκηνοθέτησε μια δίκη-παρωδία και τον καταδίκασε σε θάνατο. Συμφέρει, είπαν, να χαθεί ένας αθώος, αντί για ολόκληρο το έθνος. Έκριναν ότι θα ήταν ασύνετο ν’ αφήσουν μια τόσο επικίνδυνη φήμη να φτάσει στ’ αυτιά της υπερδύναμης. Και τον παρέπεμψαν στον Πιλάτο. Τρεις μέρες μετά τον ατιμωτικό του θάνατο στον σταυρό, για τον οποίο λαός και ηγεσία κρίνονται συνυπεύθυνοι, ο Ιησούς ανέστη εκ νεκρών. Και είχε αρκετές επαφές με τους φίλους και μαθητές της διδασκαλίας του, στο διάστημα ως την Ανάληψή του. Η μαρτυρία των Μαθητών για τον Χριστό στοίχειωσε Εκκλησία στους αιώνες. Η Εκκλησία μετέφερε την ιστορία του από γενιά σε γενιά, μέχρις εμένα που την επαναλαμβάνω εδώ αυτή τη στιγμή. 

Πριν τη δω γραμμένη σε βιβλία, τη μαρτυρία για τον Χριστό, την είχα ακούσει από την αγράμματη γιαγιά μου κι από τη μάννα μου, που είχε βγάλει μόνο το δημοτικό. Τη γνώριζα, λοιπόν, από παιδί. Μέσα από λόγια ζυμωμένα σε τρόπο ζωής. 

Μικρός δεν ήμουν βέβαια κανένα λουλούδι. Αντιφατικές παρορμήσεις με έσπρωχναν μια κατά δω και μια κατά κει, προξενώντας ουκ ολίγες λαχτάρες στους δικούς μου. Διέγνωσαν μάλιστα ότι είχα σμπούρα και με πήγαν στον τοπικό Μάγο να μου την κόψει. Δεν πρέπει να πέτυχε και πολλά πράγματα, αφού μέχρι να βγάλω το γυμνάσιο εξακολουθούσα να χάνω τον προσανατολισμό μου και η Διαγωγή μου να παραμένει μονίμως χαλασμένη. Εσωτερικές δυνάμεις άγνωστες και σκοτεινές την έκαναν τη ζημιά. Αλλά διόλου ξένες προς αυτό που πάντοτε είμαι, αφού παραμένω ακόμη υπόλογος για τις αφύσικες εκδηλώσεις τους. 

Συγχρόνως μου άρεσε ο ρόλος του «έμμισθου νεωκόρου» στην εκκλησιά μας και βοηθού του Παπαγιάννη στα σαρανταλείτουργα, που δεν ήταν και λίγα εκείνο τον καιρό. Την εκκλησιά μας την είχε χτίσει ο Ιμπραήμ Καλαντζής, έλεγε η σκαλισμένη στην πέτρα επιγραφή. Το σωτήριον έτος 1774, προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου. Την εποχή που ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός όργωνε τη χερσωμένη ηπειρώτικη γη. 

Ένας από τους λόγους της παράξενης νεωκορικής προθυμίας μου ήταν η ανομολόγητη περιέργειά μου να ιδώ τα Πρόσωπα των Αγίων στις καπνισμένες βυζαντινές τοιχογραφίες. Είχα ανακαλύψει ότι λίγο τρίψιμο με λάδι έδιωχνε την κάπνα από τα Πρόσωπα και αυτά αποκαλύπτονταν σχεδόν ζωντανά. Βέβαια γρήγορα επανέρχονταν στην προτέρα κατάσταση, αλλά εγώ πέτυχα έτσι να εξερευνήσω σχεδόν όλα τα άγια Πρόσωπα. Και δεν καταλάβαινα έκτοτε πώς μπορούσαν να ισχυρίζονται μερικοί ότι στη βυζαντινή τέχνη όλα τα Πρόσωπα είναι τα ίδια. Επί πλέον μπορούσα να κάνω και ενδιαφέρουσες συγκρίσεις, γιατί ανάμεσα στα καθήκοντά μου ήταν να ανάβω ανελλιπώς τα καντήλια και στο απόμερο Μοναστήρι μας. Σωζόταν μόνο το Καθολικό [=ο κεντρικός ναός]. Είχε χτιστεί την ίδια περίοδο με την εκκλησιά του χωριού μας. 

Ενώ όμως ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, έφερε το παράξενο όνομα «Ιερά Μονή Αγγελομάχου». Φαίνεται ότι ζούσαν εκεί άνθρωποι που μάχονταν αγγέλους. Μόλις έμπαινες αριστερά έβλεπες πολύ καθαρά, στο ανοιχτό οστεοφυλάκιο, ό,τι είχε απομείνει από τους θεομάχους εκείνους. Οι Άγιοι ήταν εδώ πολύ διαφορετικοί, με στιβαρά μέλη και με ζωηρά χαρωπά χρώματα, με πιο έντονο το κόκκινο. Ο κερκυραίος μάστορας έβλεπε τα ίδια Πρόσωπα από την οπτική γωνία του Ιονίου πελάγους. Μερικές φορές αποξεχνιόμουν. Μ’ έπιανε η νύχτα και μ’ έλουζε κρύος ιδρώτας. Ώσπου ν’ αφήσω τρέχοντας τη ρεματιά είχα πεθάνει από τον φόβο. 

Παράλληλα την έβρισκα να ξεκλειδώνω το παράξενο μπαούλο του πατέρα μου και να εντρυφώ με τις ώρες στους εναποθηκευμένους τόμους του Μεγάλου Συναξαριστή. Έναν έναν τους έφερνε από την Αθήνα, όταν ερχόταν αδειούχος τα καλοκαίρια. Ανακάλυπτα εκεί ότι τα Πρόσωπα που γνώριζα από τους τοίχους της εκκλησιάς, είχαν το καθένα τη δική του συναρπαστική ιστορία. Βαθιά χάραζαν το φαντασιακό μου ο Βίος και η Πολιτεία τους: Μάρτυρες, που προτιμούσαν να τους ρίξουν στα θηρία, αντί να λιβανίσουν την εικόνα του Αυτοκράτορα. Προτιμούσαν να τους ξεσχίζουν στον τροχό, παρά να φάνε ένα κοψίδι από τα ειδωλόθυτα και να αρνηθούν τον Χριστό. Βεβαίωναν έτσι, με την ίδια τη ζωή τους, τη μαρτυρία για το Πρόσωπο του Χριστού. 

Αν τα αναφέρω όλα αυτά, με τόση λεπτομέρεια, είναι γιατί από πολύ μικρός συνοδεύουν μέσα μου τον σχηματισμό ενός «εγώ», εντελώς διαφορετικού απ’ αυτά που κοψοχόλιαζαν τη μάνα μου και μου κόστιζαν κάθε φορά το ξύλο της χρονιάς μου. Σε αντίθεση με τον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα των υπολοίπων «εγώ», αυτό εδώ ήταν ήρεμο και σταθερό. Καθαρό στα κριτήριά του και προειδοποιητικό, μπρος σε κάθε επικείμενη ανοησία. Ο χαρακτήρας του όμως ήταν παθητικός. Δεν ήταν σε θέση να αντιρροπήσει τα άλλα και χανόταν μέσα στην ταραχή που αυτά δημιουργούσαν.  Στις κρίσιμες όμως καμπές της μετέπειτα ζωής μου, όταν όλα τα άλλα με εγκατέλειπαν, αυτό έμενε στη θέση του, για να με στηρίξει και να με βοηθήσει να πάρω μια ψύχραιμη απόφαση. Το ανέφερα ως «ένα εγώ», γιατί ήταν «κάτι» που είχε τον δικό του λόγο, τη δική του μνήμη και τις δικές του προσδοκίες για μένα. Δεν είχε όμως κανένα συγκεκριμένο σχέδιο να προτείνει. Όταν καμιά φορά, που βρισκόμουν σε αμηχανία και κατάθλιψη, έπαιρνε τον έλεγχο των συνειρμών, μου πρότεινε απλώς ένα ονειρικό κολλάζ από τις ηρωικές ιστορίες που το εμψύχωναν. Η ευθύνη, για το τι θα κάνω και πώς θα το κάνω, δεν ήταν δική του. Ήταν δική μου. Αλλά ποιος είμαι «Εγώ»; Δυστυχώς το ερώτημα περιμένει ακόμη την απάντησή του. 

Μου είναι εντελώς κατανοητή σήμερα η φύση του παιδικού «εγώ», που μόλις περιέγραψα. Πρόκειται για την κρυστάλλωση μέσα στην προσωπικότητά μου ενός ψυχικού «κέντρου έλξης», από επιρροές των οποίων η μοναδική πηγή ήταν ένα απών Πρόσωπο: το Πρόσωπο του Χριστού.

Η «αλλαγή του κόσμου»

Η πρώτη μεγάλη προσωπική επιλογή μου ήταν «να δώσω τη ζωή μου για τον κομμουνισμό». 

Με την επιλογή αυτή, το ’65-66, στράφηκα εναντίον του χριστιανισμού και τον «απέρριψα». Τα επιχειρήματα του Μαρξ, ότι η θρησκεία είναι «το όπιο του λαού», η «ανάσα της καταπιεζόμενης μάζας», η δόλια παρηγοριά στον δούλο για να υπομένει αγόγγυστα τον ζυγό του, με άγγιξαν «σε ό,τι είχα πιο βαθύ». Στο μέτρο μάλιστα που έβλεπα να εμψυχώνουν ένα παγκόσμιο ηρωικό κίνημα, για την «αλλαγή του κόσμου», - την απελευθέρωση των λαών και την αταξική κοινωνία,- δεν μου άφηναν καμιά απολύτως λογική αμφιβολία. 

Φυσικά δεν χρειάζονταν τα μαρξιστικά επιχειρήματα για να αντιληφθώ τη μικρόνοια, την υποκρισία και την ιδιοτέλεια των εκπροσώπων της μετεμφυλιακής ελλαδικής Εκκλησίας. Ή την πραγματική αξία που είχαν οι μεγαλοσταυροί και τα κηρύγματα των καθεστωτικών θρησκευομένων. Αυτά τα διέκρινα κι από μόνος μου. Και ήμουν ήδη βέβαιος ότι δεν είχαν καμία σχέση με τον Χριστό. Ήξερα ότι ο Χριστός δεν είχε καμία ευθύνη για όλα αυτά. Ήρθε και η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και το πράγμα έδεσε από κάθε άποψη. Ο κοινωνικά κυρίαρχος χριστιανισμός κανένα έρεισμα αποδοχής δεν έβρισκε μέσα μου. Έπρεπε να ανατραπεί και να καταστραφεί. Μαζί με ολόκληρο το σύστημα της εθνικής υποτέλειας, της ταξικής εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, του οποίου αποτελούσε «εποικοδόμημα». 

Ταλανίστηκα όμως πολύ από μια απειλητική αντίφαση. Κάτω από τη λογικά άψογη συναισθηματική επιλογή μου, δούλευε σαν επίμονο σκουλήκι ο εξής λογισμός: Πώς μπορώ να αποκλείσω την πιθανότητα να υπάρχει Θεός; Κι αν είναι πράγματι ο άτεγκτος σαδιστής που περιγράφουν οι θεολόγοι; Αυτός που τιμωρεί με ανείπωτα βασανιστήρια σε μια αιώνια Κόλαση, όλους εκείνους, που τολμούν να αντιτάσσονται στις εξουσίες, τις εξ αυτού τεταγμένες; Παρέλειψα να αναφέρω ότι μαζί με τον Συναξαριστή, το μπαούλο του πατέρα μου είχε μέσα και αρκετή Ζωη-κή σαβούρα.

Κατέφαγα εκείνη την εποχή τους ατελείωτους τόμους της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, προσπαθώντας να εξαλείψω την απειλητική σκέψη. Με τι βαθιά ικανοποίηση ρούφηξα το βιβλίο του Οπάριν δεν λέγεται. Αποδείκνυε, με ατράνταχτες χημικές εξισώσεις, πώς από την ανόργανη ύλη μπορεί να παραχθεί ζωή αυτόματα, από μόνη της. Σημειωτέον ότι στη Χημεία ήμουν χειρότερος και απ’ τα Λατινικά: δεν καταλάβαινα τίποτα. Θυμάμαι επίσης πόσο συνεπαρμένος ένιωσα με το βιβλίο του Δαρβίνου, για την καταγωγή των ειδών, που αποδείκνυε, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι δεν χρειάζεται καθόλου να υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό. Αφού μπορεί, κάλλιστα, να προκύψει από τον πίθηκο, δια της εξελίξεως. Απέφευγα όμως να κοιτάξω από πιο κοντά το σκεπτικό των θεολόγων. Μην τυχόν και τα διπλώσω μπρος στον μεταφυσικό φόβο. Κάποια στιγμή διάλεξα τον δρόμο της «ηρωικής εξόδου» από την αντίφαση: Αν είναι να πάω στην Κόλαση, «επειδή θέλω το καλό της ανθρωπότητας», - με την επαναστατική βία κι όχι με το σταυρό στο χέρι, έναν τρόπο οφθαλμοφανώς ατελέσφορο και βολικό μονάχα για τους βασανιστές του ανθρώπου,- ας γίνει. Εγώ θα είμαι εντάξει με τη συνείδησή μου. Ο Άτεγκτος Δικαστής ας χαίρεται τη «δικαιοσύνη» του. Ευχαριστώ για τον Παράδεισό του αλλά δεν θα πάρω. Ήταν για μένα «θέμα αρχής».

Ποια ήταν όμως αυτή η «συνείδηση»; Από πού είχε προκύψει; Πώς μπορούσε ένας «συνειδητός υλιστής» να πιστεύει ότι έχει «συνείδηση»; 

Δεν είχα τότε σαφή ιδέα σε τι αντιστοιχούσε «μέσα μου» η λέξη «συνείδηση». Αρκετά αργότερα άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι δεν ήταν παρά το χριστιανικό «εγώ» των παιδικών μου χρόνων. Και κατά βάθος η εικόνα του Προσώπου του Χριστού και των Μαρτύρων του, η οποία λειτουργούσε, αφανώς, ως πρότυπο για την ενσάρκωση του δικού μου προσώπου. Τότε κατάλαβα και τι ακριβώς ήθελε να πει ο Ντοστογιέφσκι, όταν έγραφε πως ενώ τον έπειθαν τα επιχειρήματα του Μπελίνσκι εναντίον του ιστορικού χριστιανισμού, δεν άγγιζαν καθόλου τον εσωτερικό σεβασμό του προς το Πρόσωπο του Χριστού. Στο τρικυμισμένο φαντασιακό της νεότητάς μου ο φοβερός Θεός – Τιμωρός κι ο επαναστάτης Χριστός της αγάπης και του σταυρού, δεν ήταν το αυτό πρόσωπο. Η επίσημη ευσεβιστική μας παιδεία δεν είχε κατορθώσει να τους ταυτίσει μέσα μου. Βοήθησαν εδώ και ορισμένα κείμενα του πατρινού χριστιανικού αναρχισμού του περασμένου αιώνα. Απ’ όλα είχε το περίφημο μπαούλο. 

Θα έλεγα, για να κάνω και λίγη θεωρία, το εξής: Το παιδικό «χριστιανικό εγώ» πήρε το μέρος μου, όταν εξεγέρθηκα εναντίον του κοινωνικά διεμβαλλόμενου «χριστιανικού υπερεγώ». Χωρίς όμως να μου δίνει και την επίγνωση του ουσιαστικά χριστιανικού χαρακτήρα της ρήξης αυτής. Με άφηνε να νομίζω πως ήταν ο Μαρξ αυτός που με χειραγωγούσε στην ενηλικίωση. 

Επειδή δεν νομίζω ότι αποτελώ καμιά φοβερά σπέσιαλ περίπτωση, καταλήγω να πιστεύω ότι η μεγάλη μάζα των ανιδιοτελών αγωνιστών, που συνεπάρθηκαν από την κομμουνιστική ιδέα, πρέπει να οιστροιλατούνταν από μια ανάλογης υφής συνείδηση. Ένας από τους καλύτερους φίλους και παλιός μου σύντροφος, επιμένει να ισχυρίζεται ότι τον κινούσαν οι αθεϊστικές απελευθερωτικές αξίες του Διαφωτισμού. Βλέποντας όμως το ήθος του, είμαι βέβαιος πως διακρίνω την αφανή παρουσία του χριστιανικού Προσώπου. Την επισκιάζει απλώς η αλλεργία του για τον καθεστωτικό χριστιανισμό και τον κομπλεξικό θεό του.

Η «αλλαγή του εαυτού»

Η στράτευσή μου έλαβε χώρα σε όχι και τόσο ευτυχείς στιγμές για τον κομμουνισμό: Αποκαθήλωση του Στάλιν, ρήξη Κίνας-Σοβιετικής Ένωσης κ.τ.λ. Ακόμα και οι φανατικοί είχαν αρχίσει να υποψιάζονται ότι κάτι δεν πάει καλά με τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Άσχετα αν δεν το ομολογούσαν. 

Ο ιστορικός κομμουνισμός δεν ήταν καθόλου στα μάτια μου το άσπιλο και άμωμο δόγμα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Από το «παιδομάζωμα» ήξερα και τι κουμάσια ήταν οι αρχηγοί του δικού μας εισαγόμενου, αλλά και ιθαγενούς κομμουνισμού. Την αδελφή της μάνας μου, νεαρό κορίτσι, την είχαν σκοτώσει εν ψυχρώ, επειδή δεν ήθελε να τους ακολουθήσει. Εγώ όμως δεν πήγαινα μ’ «αυτούς», αλλά με τους «άλλους»: εκείνους που μάχονταν για τον «σωστό κομμουνισμό». Δηλαδή με τους ηρωικούς μαχητές του προέδρου Μάο και της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης. 

Θυμάμαι, σαν τώρα, την κουβέντα ενός μπάρμπα μου, στο καφενείο της οδού Ζήνωνος πίσω από την Ομόνοια, όπου είχαν το στέκι τους οι συγχωριανοί μας: «Εσύ μωρέ θα σιάξεις τον κομμουνισμό;». Προς Θεού δεν πίστευα κάτι τέτοιο. Κατ’ αρχήν δεν είχα καμιά εγγύηση ότι «θα σιάξει ο κομμουνισμός». Όμως δεν ήταν αυτό που με ενδιέφερε το περισσότερο. Εμένα μου αρκούσε ότι είχα κάνει την «ηρωική επιλογή» της ζωής μου, που «με αποκαθιστούσε στα μάτια μου ως άνθρωπο» και δυσφορούσα απέναντι σε όποιον πήγαινε να μου το χαλάσει. Εντάχθηκα, λοιπόν, ψυχή τε και σώματι, στη μεγάλη προσπάθεια οικοδόμησης του «σωστού επαναστατικού κόμματος», η οποία, λαμβάνοντας υπόψη την αρνητική εμπειρία της ΕΣΣΔ και της Τρίτης Διεθνούς, την πείρα του παγκόσμιου «αντιρεβιζιονιστικού» κινήματος και τη λαμπρή «Σκέψη» του προέδρου Μάο, θα μπορούσε αυτή τη φορά να λύσει το πρόβλημα. 

Πολύ γρήγορα όμως άρχισαν να έρχονται τα οδυνηρά μηνύματα της διάψευσης των προσδοκιών. Και μάλιστα σε συνθήκες παρανομίας. Το «εκ της εμπειρίας όμμα» ξεσκέπαζε αμείλικτα τους ευσεβείς μου πόθους. Επιτυγχάναμε ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που επιδιώκαμε. Αναπαράγαμε τα ίδια συμπτώματα που μας είχαν απομακρύνει από τους «ρεβιζιονιστές»: την υποκρισία, την εξουσιομανία, τον οπορτουνισμό, τον φραξιονισμό κ.λπ. Ο καθένας μας γινόταν κι από ένας μικρός Στάλιν. Τηρουμένων των αναλογιών οι δικοί μας σταλινίσκοι δεν είχαν και πολλά να ζηλέψουν απ’ αυτούς που είχαμε απορρίψει. Τι έφταιγε λοιπόν; Ποιο ήταν το πρόβλημα; 

Μη νομιστεί ότι ήταν εύκολο να τεθούν τα ερωτήματα αυτά. Όσο εύκολα μπορεί κανείς να λοιδορεί εκ των υστέρων πράγματα και καταστάσεις εκείνης της εποχής, άλλο τόσο δύσκολο και απίστευτα οδυνηρό, ήταν για κάποιον να «σταθεί κριτικά» απέναντι σε όσα αλάθητα θέσπισαν οι Μεγάλοι Πατέρες του κομμουνισμού. Για μένα ήταν μια ψυχική ρήξη πολύ πιο δύσκολη από την προηγούμενη, γιατί σήμαινε την παραδοχή ολοκληρωτικής υπαρξιακής αποτυχίας. Τα είχα ποντάρει όλα στο κόκκινο. Και τα έχανα όλα. Μαζί και τα ναύλα της επιστροφής. Θυμάμαι ότι είχα ήδη προβεί σε συμβολική ανατίναξη των «γεφυρών της επιστροφής», καίγοντας όλα μου τα χαρτιά. (Δυστυχώς και το βιβλιάριο του ΙΚΑ. Μ’ ένα σωρό ένσημα σκληρής δουλειάς στην οικοδομή.) 

Περιττό να επαναλάβω ότι το μόνο που δεν έχασα, ή δεν έκαψα, ήταν το ξεχασμένο μικρό παθητικό «εγώ» των παιδικών μου χρόνων. Κι αυτό ήταν που με έσωσε: Όταν έπεσε η δικτατορία καθίσαμε με τον Άρη Ζεπάτο, φίλο και τέως σύντροφο στην «Οργάνωση», και κάναμε τον απολογισμό. Ανακεφαλαιώνοντας τη δική μας και τη διεθνή εμπειρία, ορίσαμε το πρόβλημα ως «μετασχηματισμό του επαναστατικού υποκειμένου στο αντίθετό του». Το ερώτημα ήταν: γιατί ένα συλλογικό υποκείμενο, που μάχεται για την κατάργηση της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας, είναι καταδικασμένο να τις αναπαραγάγει, αρχίζοντας από τις εσωτερικές του σχέσεις; 

Το συμπέρασμα αυτού του απολογισμού είχε τρία σημεία: α) Δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτε, προς το καλύτερο, αν συγχρόνως δεν αλλάζεις ο ίδιος. β) Δεν είναι καθόλου εύκολο να αλλάξεις. Και γ) ο μαρξισμός δεν είχε καμιά θεωρία και πρακτική για το ζήτημα της αυτο-αλλαγής του υποκειμένου της αλλαγής. Ούτε και καμιά άλλη γραμμή σκέψης μέσα στο σύνολο του δυτικού πολιτισμού. 

Δεν μπορείς, λοιπόν, να αλλάξεις τον κόσμο αν δεν μπορείς να αλλάξεις τον εαυτό σου. Το θεώρημα τούτο αναιρούσε ολόκληρη τη μαρξιστική πρόταση ή τουλάχιστον την έβαζε σε παρένθεση. Ποιος με βεβαίωνε ότι η «αλλαγή του κόσμου», που επαγγελόταν ο μαρξισμός, δεν ήταν απλώς η «αλλαγή» που μπορούσε να φανταστεί ένας άνθρωπος, που ήταν ανίκανος να αλλάξει τον εαυτό του; Χωρίς εξωμαρξιστικό αρχιμήδειο στήριγμα ήταν αδύνατο να τεθεί μια τέτοια ερώτηση. Κι αυτό το στήριγμα το είχα. Ανέφερα ήδη ποιο ήταν. 

Από το σημείο αυτό και έπειτα αρχίζει μια δεύτερη μακρά αναζήτηση, προσεχτικότερη τώρα. Στόχος: η ανεύρεση θεωρίας και πρακτικής για την αυτο-αλλαγή του υποκειμένου. 

Για να είχε σωστή αφετηρία μια τέτοια αναζήτηση έπρεπε να ξεκαθαριστεί καλύτερα το πρόβλημα, πράγμα που απαιτούσε κάποιες συνθήκες πειραματισμού: α) Ανθρώπους με αποδεδειγμένα καλές προθέσεις και β) την οργάνωσή τους σε ένα σχήμα που θα επιδιώκει την πραγμάτωση ευγενών επαναστατικών σκοπών. Το πείραμα θα είχε σκοπό να αποκλείσει τη συσκότιση του προβλήματος από τον παράγοντα «κακές προθέσεις». Αν διέψευδε το θεώρημα του «μετασχηματισμού στο αντίθετο» τόσο το καλύτερο. Η διαχείριση της αμφιλογίας αυτής ήταν ένα ειδικό πρόβλημα, αλλά όχι το καθοριστικό. 

Η Μεταπολίτευση ήταν η ιδεώδης συγκυρία για «επαναστατικούς πειραματισμούς». Έτσι η Οργάνωσή μας, ο Προλεταριακός Αγώνας, φτιάχτηκε σχετικά εύκολα και εργάστηκε εντατικά επί δύο χρόνια, με άξονα δράσης την υποστήριξη του εργοστασιακού συνδικαλισμού, που όντας ακόμη στην αρχή του, δεν είχε προλάβει να καπελωθεί από τα κόμματα. Το πείραμα επαλήθευσε το θεώρημα για τον αναπότρεπτο «μετασχηματισμό στο αντίθετο». Τα ίδια φαινόμενα παρατηρήθηκαν, αλλά σε ήπια ένταση, λόγω των ελεγχόμενων συνθηκών «οικοδόμησης». Σκεφθείτε ότι διασπαστήκαμε χωρίς να βγάλουμε μαχαίρια. Λέγοντας απλώς «καληνύχτα».

Τίποτα δεν με δέσμευε, εν συνεχεία, στην αναζήτηση των δυνατοτήτων «αλλαγής του εαυτού». Φόρτωσα τις πολιτικές μου σκοτούρες στο ΠΑΣΟΚ και πήρα τον καινούργιο δρόμο προς το άγνωστο. Έψαξα στη σύγχρονη ψυχολογία. Είχα ήδη κάποια προπαίδεια, καθώς είχα αρχίσει από τον Β. Ράϊχ, την εποχή που ήταν της μόδας και είχα συνεχίσει με Κ. Γιούγκ. Διαπίστωσα ότι η μοντέρνα ψυχολογία, καθώς ασχολείται μόνο με τον ψυχικά ασθενή, δεν είναι σε θέση να δώσει απαντήσεις. Εδώ χρειαζόταν μια άλλη ψυχολογία, που να ασχολείται με τον υγιή άνθρωπο. Η αναζήτηση μιας τέτοιας ψυχολογίας οδηγεί αναγκαστικά σε συστήματα ανατολικής προελεύσεως, εσωτεριστικά και αποκρυφιστικά. Απ’ όσα μπόρεσα να διεξέλθω το ενδιαφέρον μου συγκέντρωσε το «σύστημα» του μυστηριώδη Έλληνα της Υπερκαυκασίας Γεωργίου Ιβάνοβιτς Γκουρτζίεφ (Γεωργιάδη), το οποίο παρουσιαζόταν, απ’ αυτόν και τους μαθητές του, ακριβώς ως το ζητούμενο σύστημα αυτο-αλλαγής του συνηθισμένου-υγιούς ανθρώπου. 

Το σύστημα αυτό ξεκινούσε από την αναγνώριση της μηχανικότητας του συνηθισμένου ανθρώπου και διατεινόταν ότι έχει ολόκληρο οπλοστάσιο μεθόδων για την υπερνίκησή της. Δυστυχώς όμως για μένα ο προσανατολισμός του ήταν εξωκοινωνικός. Ναι μεν στόχευε στον άνθρωπο που είναι κύριος του εαυτού του, στην «πραγματική ατομικότητα», αλλά την πραγμάτωσή της τη θεωρούσε δυνατή μόνο στο «αστρικό πεδίο» και όχι στις κοινωνικές σχέσεις. Η άποψή του για την κοινωνική πραγματικότητα ήταν ότι αυτή καθορίζεται από «κοσμικές επιδράσεις», τις οποίες με τίποτα δεν μπορούμε να επηρεάσουμε. Φυσικά δεν ήταν αυτού του είδους η «ατομικότητα» που εμένα μ’ ενδιέφερε. Εγώ ζητούσα την αλλαγή του εαυτού, ως προϋπόθεση για την αλλαγή του κόσμου. 

Η μελέτη επίσης της συλλογικής όψης του προβλήματος με είχε οδηγήσει στη νεομαρξιστική Σχολή της Φρανκφούρτης και ειδικότερα στη διαλεκτική της αυτοαναίρεσης του Διαφωτισμού. Και τέλος στο πρόβλημα της αποσύνθεσης του νεωτερικού ατόμου και της μηχανοποίησής του, λόγω της αφομοίωσής του από τα αυτονομημένα μηχανικά συστήματα. 

Βρέθηκα, έτσι, μπρος σε μια νέα εκδοχή πλατωνικού σπηλαίου: Μπρος στη διαπίστωση ότι ο σύγχρονος άνθρωπος είναι δέσμιος μιας διπλής μηχανικότητας. Μιας μηχανικότητας πολιτισμικής και μιας άλλης βαθύτερης, αγνώστου προελεύσεως. Ήταν επομένως φανερό γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος, - διπλά μηχανοποιημένος, μέσα σε ένα μηχανοποιημένο κοινωνικό σύστημα,- δεν ήταν ικανός να αλλάξει το παραμικρό, στον εαυτό του και στην κοινωνία. Να αλλάξει κάτι σε κατεύθυνση αντίθετη προς αυτήν που κινείται το Σύστημα. Ελάχιστα παρηγορητική μια τέτοια κατανόηση καθιστούσε το πρόβλημα άλυτο.

Οι μεταμαρξιστικές θεωρήσεις δεν έδιναν λύση, γιατί δεν έβλεπαν το εσωτερικό-ψυχικό περιεχόμενο του προβλήματος. Τα συστήματα που το έβλεπαν δεν έδιναν σημασία στην εξωτερική-κοινωνική του πλευρά. Πλήρες αδιέξοδο λοιπόν. Για μια ακόμη φορά «στο χείλος της αβύσσου». 

Η αναζήτηση του Προσώπου

Μερικές από τις ιδέες του Γεωργιάδη ήταν «αποκάλυψη»: Η ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι ένα ημιτελές ον, που πρέπει να ολοκληρωθεί με δικές του συνειδητές προσπάθειες. Η ιδέα ότι χαρακτηριστικό της υπανάπτυξής του είναι η μηχανικότητά του, μια ειδική μορφή ύπνου. Η ιδέα ότι έχει πολλά άγνωστα και συχνά εχθρικά μεταξύ τους εγώ, η χαοτική κίνηση των οποίων τον κάνει έρμαιο της τύχης και της ανάγκης. Η διάκριση ουσίας και προσωπικότητας μέσα του. Η διάκριση νοητικού, συναισθηματικού, κινητικού και ενστικτώδους νου. Η μεγάλη σημασία της αποστασιοποιημένης αυτοπαρατήρησης και της πάλης με την ψηφιακή σκέψη, τη φαντασία και τα αρνητικά συναισθήματα. 

Όμως σε μια υποσημείωσή του ο Π. Ουσπένσκι παρείχε την πληροφορία, ότι μια εξαιρετική διαπραγμάτευση των παραπάνω θεμάτων, μπορούσε να βρει κανείς σε ένα βιβλίο ονόματι Φιλοκαλία, που χρησιμοποιούνταν στην Ορθόδοξη Εκκλησία για την καθοδήγηση των μοναχών. Η υποσημείωση αυτή προκάλεσε μια «έλαμψη», που φώτισε δια μιας μέσα μου τον δρόμο προς τη λύση του προβλήματος. Λες να βρίσκεται εδώ η λύση; Να την ψάχνεις σε Ανατολή και Δύση και να βρίσκεται μες στα πόδια σου; Στη δική σου παράδοση; Η «έλαμψη» δεν ήταν φυσικά κανένα «θαύμα», αφού οι εντυπώσεις της οσιογραφίας του Μεγάλου Συναξαριστή ήταν ήδη βαθιές στα παιδικά υποστρώματα της μνήμης μου.

Περιχαρής ανέκρουσα πρύμνα και αγόρασα αμέσως τη Φιλοκαλία. Έπεσα με τα μούτρα και διαπίστωσα ότι η διαίσθησή μου ήταν «απολύτως σωστή»: Όλα υπήρχαν εδώ. Στο πρωτότυπο και δίχως απαράδεκτες εκλεκτικές προσμίξεις με προχριστιανικά και προελληνικά δάνεια. Κατάλαβα επί τέλους και τι ήταν αυτό που αγνοούν όλα τα συστήματα της «αυτοεξέλιξης»: Ότι μόνο η Αγάπη μπορεί να σε κάνει να αλλάξεις. Και η Αγάπη είναι γεγονός κοινωνίας και προϋποθέτει το Πρόσωπο. Στη συνέχεια κατάλαβα και τι σημαίνει Πρόσωπο, γιατί χάρη στους προοδευτικούς καθηγητές της Παντείου, ήρθα σε επαφή και με την εντελώς άγνωστή μου θεολογική οντολογία του Προσώπου. Εκείνο τον καιρό το προοδευτικό κατεστημένο της Παντείου έκανε μεγάλο σαματά στις εφημερίδες, για να μη γίνει καθηγητής ο Γιανναράς. Πράγμα που με οδήγησε στο Πρόσωπο και ο Έρως. 

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, συνειδητοποίησα ότι το πρόβλημα που με απασχολούσε, δεν ήταν παρά η ενσάρκωση του Προσώπου στο πεδίο των κοινωνικών του σχέσεων. Ναι μεν είμαστε δεσμώτες ενός διπλού αυτοματισμού, αλλά υπάρχει δυνατότητα «καλής αλλοίωσης»: Απελευθέρωσης από τα διπλά δεσμά. Αλλαγής του εαυτού και συγχρόνως αλλαγής του κόσμου. Όταν λέμε Πρόσωπο, στην Ορθόδοξη παράδοση, το βλέμμα μας στρέφεται στον Χριστό. Αυτός είναι το πρωτότυπό μας. Είμαστε φτιαγμένοι «κατ’ εικόνα του» και το πρόβλημά μας είναι να ενσαρκώσουμε αυτή την εικόνα: να πάμε στο «καθ’ ομοίωσιν». Προσωπικά και κοινωνικά. Ως εν ουρανώ και επί της γης. 

Συμπέρασμα

Το μικρό χριστιανικό «εγώ» των παιδικών μου χρόνων ήταν αυτό που μου παραστάθηκε στην υπαρξιακή και κοινωνική μου αναζήτηση. 

Για να μιλήσω πιο θεωρητικά: Με βοήθησε να διαβώ το πρώτο κατώφλι, που βγάζει στο δρόμο της εξατομίκευσης και μ’ εγκατέλειψε μπρος στο δεύτερο, που βγάζει στον δρόμο του Προσώπου. Ενώ γνωρίζω πώς μπορώ να προχωρήσω κείτομαι τώρα ανήμπορος μπρος στο δεύτερο κατώφλι. Σαν τον παράλυτο της Βηθεσδά, που δεν είχε άνθρωπο να τον βάλει στην κολυμβήθρα. Πώς να αλλάξεις: α) Σχέσεις και εθισμούς από μακρού εμπεδωμένους; (Αυτοματισμός πρώτου βαθμού) β) Κοινωνικές δομές που κανείς πλέον δεν πιστεύει ότι μπορούν να αλλάξουν; (Αυτοματισμός δευτέρου βαθμού). Αμφίλογη και τραγική σήμερα η γνώση της «αυτοαλλαγής του υποκειμένου της αλλαγής του κόσμου». Όταν και αν την αποκτήσεις, έχεις ήδη αναπότρεπτα αναπτυχθεί και σκληρυνθεί στην αντίθετη κατεύθυνση. Και συ και οι άλλοι. Πόσο αφάνταστα μακρινότερη νιώθω σήμερα την παρουσία του Προσώπου, από το προβληματικό εκείνο μειράκιο, που πάλευε με τις σκοτεινιασμένες αγιογραφίες! 

Κοντολογίς: Η εμπειρία μου από τον Χριστό είναι η εμπειρία της απουσίας Του. Ο Χριστός μοιάζει να είναι ο απών άξονας της ταυτότητάς μας, της ατομικής και της συλλογικής. Παραδόξως όμως η πλήρωση του αβυσσαλέου κενού της απουσίας Του, ήταν και το βαθύτερο κίνητρο της δικής μου παρουσίας. Η απουσία Του είναι έτσι η αποτυχία μου. Μια θανατερή γεύση κενού, που για να την αποφύγω την αναπαράγω, καταφεύγοντας σε υποκατάστατα της παρουσίας Του.

Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ & ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ


 
Η απώλεια στη ζωή μας είναι μία κατάσταση που αντιμετωπίζουμε συχνά, νεώτεροι και μεγαλύτεροι. Δεν είναι μόνο ο θάνατος, που αποτελεί οριστική απώλεια. Είναι και ο χωρισμός, η διάλυση μιας σχέσης, η φυγή του ενός από τους δύο, που δυνητικά δεν αποτελεί οριστική απώλεια, στην πράξη όμως γεννά τραύματα στη ζωή όχι μόνο αυτού που χάνει το πρόσωπο, αλλά και του περιβάλλοντος που επηρεάζεται άμεσα ή έμμεσα από την απώλεια. Τραύμα γεννιέται και σ’ αυτόν που φεύγει, ακόμη κι αν η απόφαση είναι συνειδητή ή αναπόφευκτη.
 
Πώς αντιμετωπίζεται η απώλεια;
Κάθε απώλεια είναι μία μορφή θανάτου. Και ο άνθρωπος δεν έχει γεννηθεί για να πεθάνει, δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τον θάνατο. Συνήθως οι δύο μορφές αντίδρασης στην απώλεια είναι η θλίψη και η οργή. Η πρώτη εκφράζεται με τα δάκρυα, την μελαγχολία, την απελπισία, την μοναχικότητα, ενώ η δεύτερη με την οργή, τον θυμό για το γεγονός ότι αυτή συνέβη.
Η θλίψη έχει μέσα της το στοιχείο του ανεπανόρθωτου. Ότι δηλαδή η απώλεια δεν μπορεί να αναπληρωθεί, να υποκατασταθεί και ο άνθρωπος νιώθει ανίσχυρος μπροστά της. Αυτό γεννά παθητικότητα και παραίτηση, με αποτέλεσμα να βιώνεται η κατάσταση της απελπισίας και της κατάθλιψης. Ο άνθρωπος κλείνεται στον εαυτό του, νιώθει πως με δυσκολία μπορεί να παρηγορηθεί και ο χρόνος αποτελεί απλώς αφορμή για να ξεχαστεί, όχι όμως για να ξεχάσει. Ένα διαρκές παράπονο εγκαθίσταται στην ύπαρξη και ο άνθρωπος, έστω και σιωπηλά, αναζητεί το γιατί να επισυμβεί η απώλεια, στρεφόμενος με ήπιους αλλά δύσκολα αντιμετωπίσιμους τόνους εναντίον του εαυτού του, του περιβάλλοντος, του προσώπου που έφυγε, του Θεού που δεν βοήθησε. Βέβαια, η εποχή μας έχει δώσει την δυνατότητα, με την ύπαρξη της ψυχιατρικής και των άλλων επιστημών ψυχικής υγείας, για την υποβοήθηση του ανθρώπου με φαρμακευτικά μέσα, ώστε να μπορεί να αποκαθιστά την πορεία της ζωής του με όσο το δυνατόν λιγότερες συναισθηματικές διαταραχές.
Η οργή εμπεριέχει την αδυναμία του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με την απώλεια και τον κάνει να στρέφεται με έντονα συναισθήματα είτε εναντίον του προσώπου που έφυγε, είτε εναντίον του εαυτού του που δεν έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφευχθεί η απώλεια, είτε εναντίον του περιβάλλοντος που δεν βοήθησε, δεν στήριξε, δεν προειδοποίησε ώστε να προληφθεί η απώλεια, είτε και εναντίον του Θεού, που την επέτρεψε. Είναι η άλλη όψη του νομίσματος της θλίψης, μόνο που ο άνθρωπος εδώ δεν λειτουργεί παθητικά, αλλά με ένταση ψυχική, που μπορεί να εκφραστεί με βία, με φυγή, με επιθετικότητα.
 
Αν στην μικρή απώλεια μιας σχέσης, υπάρχει η ελπίδα και η προσδοκία ότι θα βρεθεί κάποιος άλλος που να μπορέσει να ξαναδώσει νόημα στον υποστάντα την απώλεια, στον θάνατο η ελπίδα έχει σβήσει. Γι’ αυτό και στην περίπτωση αυτή η απώλεια είναι πολύ πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμη, ασχέτως της αντίδρασης. Το πρόβλημα της απώλειας επιτείνεται όταν η οικογένεια δεν είναι συσπειρωμένη, ενωμένη, αλλά ο άνθρωπος βιώνει φαινόμενα διάλυσης στο κατεξοχήν οικείο περιβάλλον του που είναι το σπίτι του.
Η σύγχρονη επιστήμη στηρίζεται στον λόγο για να παρηγορήσει. Προσπαθεί να εκλογικεύσει συναισθηματικά την απώλεια, ιδίως σε περίπτωση θανάτου, αναφερόμενη στους φυσικούς νόμους, στην ανάγκη του ανθρώπου να επιβιώσει, στην ανάγκη για συμβιβασμό με το γεγονός, στον προβληματισμό για τον ίδιο τον ανθρώπινο χαρακτήρα, στην κατάστρωση νέων σχεδίων για τη ζωή του ανθρώπου που μένει πίσω, στην ενίσχυση του αισθήματος εμπιστοσύνης στον εαυτό, στην ενθάρρυνση του υποστάντος και βιώνοντος την απώλεια να μιλήσει για το πρόσωπο που έφυγε, για την ποιότητα της σχέσης που είχε μαζί του, για τις τύψεις και τις όποιες ενοχές εξαιτίας στιγμών της σχέσης, για το ότι τελικά μία απώλεια δεν σηματοδοτεί το τέλος της ζωής.
Η προσπάθεια της παρηγορίας δια του λόγου έχει να κάνει και με το όταν τα παιδιά βιώνουν την απώλεια, είτε την οριστική του θανάτου, είτε την μικρότερη της ρήξης της σχέσης μεταξύ των γονέων τους και της φυγής του ενός από τους δύο δια του χωρισμού, είτε μέσα από την διάλυση άλλων σχέσεων, σημαντικών (φιλίες, συγγένειες). Μέσα από την συζήτηση με το παιδί, προσπαθεί ο ίδιος ο ειδικός ή συμβουλεύει τον γονέα που λειτουργεί ως παρηγορητής να το βοηθήσει να εκλογικεύσει την απώλεια και να μην συντριβεί από αυτήν, στηριζόμενος στην καταπραϋντική δύναμη του χρόνου, αλλά και στην χρήση τεχνικών ή φαρμάκων (λιγότερο) που θα ανακουφίσουν προσωρινά το παιδί που πάσχει.
 
Για την Εκκλησία καμία από τις παραπάνω μεθόδους δεν μπορεί να απορριφθεί. Μόνο που εδώ υπάρχει και ένα φάρμακο, το οποίο στην περίπτωση της απώλειας, δοκιμάζεται η ισχύς του πάρα πολύ, αλλά ίσως αποτελεί το δραστικότερο τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης. Είναι η πίστη. Μέσα από αυτή ο άνθρωπος καλείται να εμπιστευθεί έναν Θεό προσωπικό και όχι μία γενική, απρόσωπη δύναμη, η οποία υπάρχει στο σύμπαν και μεριμνά γενικά για τον άνθρωπο ή δεν ασχολείται με λεπτομέρειες μαζί του. Ο προσωπικός Θεός βεβαίως δεν είναι άλλος από το Θεό της Εκκλησίας. Μόνο που Εκείνος δεν λειτουργεί σε συνολικό επίπεδο, αλλά σε προσωπική σχέση με τον καθέναν άνθρωπο. Και η πίστη σ’ Αυτόν και στην πρόνοιά Του, ιδίως κατά τη στιγμή της απώλειας, αποτελεί την βασική συνιστώσα για να αντέξει ο άνθρωπος τους κραδασμούς. Όσο κι αν το αυθόρμητο «γιατί» έρχεται στα χείλη και την καρδιά αυτού που χάνει, η πίστη στο Θεό και στο σχέδιο για την σωτηρία του καθενός, η πίστη στην Ανάσταση που έρχεται μετά από κάθε σταυρό, μικρότερο ή μεγαλύτερο, η αφόρμηση προβληματισμού και μετανοίας για την ζωή, η προτροπή για αγάπη, που προλαβαίνει τουλάχιστον να εκφράσει συναισθήματα και λόγους προτού συμβεί η απώλεια, η επιλογή ενίοτε της ίδιας της απώλειας μέσω της ρήξης με πρόσωπα που δεν μπορούν να καλύψουν την ανάγκη για χαρά και ευτυχία, ιδίως στις διαπροσωπικές σχέσεις, όσο κι αν αυτό φέρνει οδύνη, αλλά και η απόφαση για αρχή νέας ζωής, με ρεαλισμό και ελπίδα στο Θεό, αποτελούν το πλέγμα εκείνο στο οποίο μπορεί αυτός που πιστεύει να στηριχθεί, ώστε να μην νικηθεί από την απώλεια.
Ιδίως για τα παιδιά, στα οποία το «γιατί» αναφύεται έντονο, η καλλιέργεια της πίστης και της αγάπης προς το Θεό, όπως επίσης και της πεποίθησης ότι ο θάνατος δεν αποτελεί το τέρμα της ζωής του ανθρώπου, αλλά την αφετηρία για μία νέα ζωή φωτός κι ανάστασης, αποτελούν δρόμους με τους οποίους η όποια απώλεια μπορεί να μην γίνει αφορμή καταβολής, αλλά ενδυνάμωσης της ψυχής.

 Η προσευχή στο Θεό, η επίγνωση της δύναμης να αγαπούμε και ότι η αγάπη είναι η μόνη που νικά κάθε απώλεια και νοηματοδοτεί τη ζωή μας, αλλά και η ανάγκη για δημιουργία και όχι παθητική αντιμετώπιση της απώλειας (η οποία δημιουργία δεν αποκλείει την ελεημοσύνη για την μνήμη του άλλου, αλλά γίνεται ουσιαστικά στάση ζωής σε κάθε έργο που κάνουμε, με κριτήριο να δείξουμε στον εαυτό μας πρωτίστως ότι η ζωή μας έχει νόημα και ότι αυτό θέλει ο Θεός) είναι τρόποι που βοηθούν στην αντιμετώπιση της απώλειας. Και βεβαίως, σπουδαίος είναι ο ρόλος εδώ της συσπειρωμένης και ενωμένης οικογένειας, η οποία μοιράζεται τον πόνο και δεν αφήνει τον καθέναν μόνο του να παλέψει με την λύπη του. «Λύπη μαζί λύπη μισή, χαρά μαζί, χαρά διπλή».
Το δυσκολότερο σημείο στην απώλεια πάντως είναι η μνήμη. Είναι οι αναμνήσεις που έχουμε από το πρόσωπο που φεύγει. Και όσο πιο έντονη ήταν η σχέση μας μαζί του, τόσο δυσκολότερη είναι η προτροπή για λήθη. Ίσως όμως δεν χρειάζεται μία τέτοια απόπειρα να ξεχάσουμε.

 Η αίσθηση ότι είχαμε την ευλογία να γνωρίσουμε ένα πρόσωπο, το οποίο το αγαπήσαμε και μοιραστήκαμε στιγμές ή την ζωή μας μαζί του, ακόμη και σε περιπτώσεις που μας ταλαιπώρησε, αποτελεί τελικά την αφορμή δοξολογίας στο Θεό γιατί μας δόθηκε η δυνατότητα να δούμε τον εαυτό μας μέσα από ένα πρίσμα που δεν θα είχαμε ποτέ την ευκαιρία να το κάνουμε, χωρίς αυτόν που έφυγε. Μπορέσαμε να μοιραστούμε, να ανακαλύψουμε δηλαδή την ευλογία να δώσουμε και να πάρουμε. Μπορέσαμε να δούμε με ποια κριτήρια επιλέγουμε στην ζωή μας και πόσο η ευτυχία μας εξαρτάται και από τους άλλους. Όχι για να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια μετά την απώλεια. Αλλά για να αναλάβουμε με ταπείνωση τον κόπο να ξαναπροσπαθήσουμε. Ήττα είναι η παραίτηση. Νόημα δίνει η καινούρια αρχή. Βάζοντας στην παρακαταθήκη της μνήμης μας την απώλεια, μπορούμε, αν πιστεύουμε αληθινά στο Θεό, να καταλάβουμε ότι η ψυχή μας έχει ανεξάντλητες δυνάμεις. Γιατί Εκείνος την τροφοδοτεί με την αγάπη Του και με την χαρά της Ανάστασης.

24 ώρες από την ζωή ενός «τεμπέλη» παπά...




Κάθε ιερέας πού με φόβο Θεού ενδιαφέρεται για τούς ανθρώπους της Ενορίας του είναι ένας "έν δυνάμει μάρτυρας ! " της σημερινής εποχής...

Πολύ συχνά λένε, ή γράφουν, εφημερίδες και περιοδικά ότι οί κληρικοί είναι τεμπέληδες…
Συνήθως, πίσω απ΄ αυτές τίς αυθαίρετες καί επιπόλαιες διατυπώσεις, θέλουν νά κτυπήσουν, νά μειώσουν, ακόμη και να ειρωνευτούν τήν εικόνα της Εκκλησίας την οποία για δικούς τους λόγους κάθε φορά, θα λέγαμε ότι μισούν βαθύτατα…
Βεβαίως όλοι αυτοί ανήκουν σε μια μειοψηφία και το μόνιμο σκηνικό τους στις παρέες πού κάνουν είναι πάντα «εν χορώ και τυμπάνω» να καταλήγει σε βρισιές, και αισχρά ακόμη σχόλια εναντίον των ιερέων, των «παπάδων…» όπως υποτιμητικά τους λένε, συνοδεύοντάς τους και με μία άλλη ανόσια λέξη του ζωϊκού βασιλείου…
Σέ απάντηση όλων αυτών πού δυστυχώς αγνοούν τήν πραγματικότητα, παραθέτουμε ένα αληθινό χρονικό ενός μόνο Σαββατοκύριακου, ενός πολύτεκνου μάλιστα ιερέως, όοποίος υπηρετεί σέ Ενορία τών βορείων Προαστίων της Αθήνας.
Είναι ο πατήρ Σταύρος Χ. , πού για ευνόητους λόγους, όπως άλλωστε μας το ζήτησε ταπεινά και ο ίδιος, και χωρίς διάθεση προβολής, θα παραλείψουμε το επώνυμό του και την Ενορία του. Θα πούμε μόνο ένα μέρος από την μικρή ιστορία του…
Άς δούμε λοιπόν τι έκανε εκείνο τό Σάββατο τό πρωί, σάν ξεκίνησε την ημέρα του...
Σηκώθηκε στις 5.30 το πρωϊ για να ετοιμαστεί ( νηστικός εννοείται ) ώστε γύρω στις 6.30 να βρίσκεται στην Εκκλησία τακτοποιώντας κάποια πράγματα για την Θεία λατρεία…
Ο πατήρ Σταύρος ποτέ δεν μπαίνει στην Εκκλησία βιαστικός σαν να ανοίγει τό μαγαζί του και μάλιστα στο ιερό βήμα με την Αγία Τράπεζα όπου σε λίγο με την μετουσίωση των τιμίων Δώρων θα «κατεβάσει» από τον Ουρανό τον ίδιο τον Θεό…
Μπαίνει στο ιερό με σεβασμό και ευλάβεια, με φόβο Θεού και συναίσθηση του χώρου στον οποίο εισέρχεται… Παλαιότερα είχε και μιά ευλογημένη συνήθεια πού σήμερα για λειτουργικούς λόγους και κάποιες αντιρρήσεις συναδέλφων του αναγκάστηκε να την διακόψει.
Εκεί λοιπόν, δεξιά σαν μπαίνουμε στο ιερό, είχε ένα ντουλαπάκι όπου και έβαζε μέσα τα παπούτσια του, παίρνοντας ένα άλλο ζευγάρι καθαρά παπούτσια πού μόνο για το ιερό και την Εκκλησία φύλαγε, ώστε να μη μεταφέρονται κάθε φορά όλες οί πατημένες ασχήμιες του δρόμου μέσα στο ιερό του Θεού…
Υπερβολικός θα πούνε μερικοί...
Όμως ο παπα-Σταύρος έτσι συνήθισε από τον γέροντά του 30 χρόνια τώρα, και πιστός μαθητής εκείνου συνεχίζει την ευλαβική και γεμάτη πίστη πορεία του. Και μακάρι να είχαμε κι΄ άλλους παπά-Σταύρους, και να είμαστε βέβαιοι ότι μεγάλο όφελος θα είχαμε κι΄ εμείς, αλλά και ο κόσμος ολόκληρος πού μ΄ αυτά τα φωτεινά παραδείγματα θα ήταν ασφαλώς και καλύτερος !
Σάββατο πρωϊ λοιπόν τέλεσε τήν θεία Λειτουργία καί στή συνέχεια δύο μνημόσυνα. Στήν συνέχεια παρευρέθηκε στον καφέ για να μιλήσει και να παρηγορήσει λίγο τις δυό οικογένειες πού έκλαιγαν για τον θάνατο πού τους βρήκε…
Μετά, τέλεσε βάπτιση μιας αλλοδαπής κυρίας ή οποία έπειτα από Κατήχηση πού της έκανε δύο μήνες τώρα, θέλησε νά γίνει Ορθόδοξη. Ακολούθως πήγε για Αγιασμό σ' ένα κατάστημα καί τό μεσημέρι γευμάτισε στην οικία μιας πολύτεκνης οικογένειας πού τον είχε καλέσει.
Στις 2 το μεσημέρι κουρασμένος πιά και ζαλισμένος πήγε σπίτι του…
Τό απόγευμα της ίδιας μέρας του Σαββάτου εξομολόγησε κάποιους ανθρώπους, ακολούθως έκανε τον Εσπερινό καί μετά για 3 περίπου ώρες συνέχισε την Εξομολόγηση.
Τέλειωσε γύρω στις 9 το βράδυ ώσπου έφυγαν όλοι όσοι είχαν έλθει. Ζήτησε συγγνώμη από τον Νεωκόρο πού τον καθυστέρησε στο κλείσιμο της Εκκλησίας και ακολούθως σέρνοντας από την κούραση τα πόδια του πετάχτηκε στο σπίτι ενός αρρώστου πού τον είχε ειδοποιήσει για να κάνει ευχέλαιο…
Δεν ζήτησε από κανέναν χρήματα, όλους τους παρηγόρησε και τους αγίασε με τον ίδιο ευλαβικό, κοινωνικό, και γελαστό τρόπο, και αν κάποιοι τού έδωσαν κάτι, ταπεινά το αρνήθηκε « έχω τον μισθό μου…» τους είπε, και μόνο όταν επέμεναν το πήρε ως προϊόν της αγάπης τους για το κουραστικό έργο του, κι΄ όχι ως προϊόν εκβιασμού να πάρει οπωσδήποτε κάτι…
Τά μισά απ΄ αυτά άλλωστε, όπως από χρόνια το έχει καθιερώσει, θα τα βάλει την άλλη μέρα μέσα στο κουτί, για τους φτωχούς της Ενορίας του…
Στό σπίτι του πήγε γύρω στις 10 και μισή το βράδυ, με τα παιδιά να τον περιμένουν και την παπαδιά να τού κάνει τις συνήθεις παρατηρήσεις για την αργοπορία του…
Ζήτησε συγγνώμη απ΄ όλους, δείπνησε κάτι νηστήσιμο γιατί αύριο θα λειτουργούσε και θα έπρεπε να κοινωνήσει, ετοίμασε το κήρυγμα της Κυριακής πού θα έπρεπε στο εκκλησίασμα να πεί, και αφού διάβασε κάποιες ευχές Αποδείπνου έπεσε κατάκοπος να κοιμηθεί…
Τήν επομένη ημέρα Κυριακή, ξύπνησε νωρίς όπως και το Σάββατο.
Τέλεσε τήν Θεία Λειτουργία καί κήρυξε τόν Θείο Λόγο. Κοινώνησε περί τους 30 πιστούς σκυμμένος με προσοχή επάνω στο Άγιο Δισκοπότηρο από τον φόβο μη πέσει κάποιος μαργαρίτης κάτω στο δάπεδο, και μοίρασε το αντίδωρο σε 100 περίπου πιστούς λέγοντας και δυό λόγια στον καθ΄ ένα τους…
Ακολούθως, στον καφέ πού πάντα παραθέτει η Ενορία στους εκκλησιαζομένους της Κυριακής, είχε ειδική συνάντηση μέ τους νέους, μέ ζωντανή συζήτηση, λύσεις αποριών καί συμβουλές.
Στή συνέχεια έκανε μία επίσκεψη σέ μία οικογένεια προς επίλυση ενός σοβαρού οικογενειακού προβλήματος.
Τό απόγευμα μετά τόν Εσπερινό, βάπτισε δύο δίδυμα παιδάκια καί ακολούθως πήρε ταξί καί επισκέφθηκε έναν ασθενή στό Νοσοκομείο. Επέστρεψε στό ναό γιά να κάνει δύο γάμους καί τό ίδιο βράδυ πήγε σ΄ ένα ανάπηρο παιδί και σε έναν φτωχό γέροντα για να του αφήσει κάτι...
Εννοείται, ότι ό εν λόγω ενάρετος κληρικός πρέπει νά δεί και λίγο τήν οικογένεια του, γιατί κι΄ αυτός έχει παιδιά, οικογένεια, τροφοδοσία σπιτιού, κοινωνικές υποχρεώσεις…
Αλλά ακόμη θα πρέπει νά προσευχηθεί, νά μελετήσει, νά προετοιμασθεί πνευματικώς, νά επιλύσει ζητήματα της Ενορίας του, αλλά νά «δεί» και τον ίδιο τόν εαυτόν του, και να μη κάνει «ξέπλυμα και τηγάνι» σε όλα αυτά τα προβλήματα…
Μετά από όλα αυτά, και άλλα περισσότερα πού δεν μπορούν όλα να αναφερθούν εδώ, αρκετές φορές αναρωτηθήκαμε για το τι μυαλά έχουν κάποιοι πού παίρνοντας αφορμή από μεμονωμένα περιστατικά κληρικών πού εργάζονται έστω υποτονικά, τούς βάζουν όλους, καλούς και κακούς, στο ίδιο τσουβάλι…
Τό συμπέρασμα είναι ότι ευτυχώς έχουμε ακόμη άξιους λειτουργούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίοι μέ φόβο Θεού επιτελούν τό καθήκον τους και καλό θα είναι να τούς έχουμε και αυτούς καθημερινά στην προσευχή μας...

Σώσε μας από δαύτους Κύριε!


Χωρίς Εσένα δεν θέλω να σωθώ. 

Μου το υπόσχονται από την τηλεόραση, από το τηλέφωνο, από παντού. 
Ομως κάτι είναι μοναχικό μέσα μου, μετά από τα λόγια τους, κάτι περισσεύει ανικανοποίητο και είναι αυτό που αφαιρεί το χρώμα από τα νυχτερινά μου όνειρα.

Εγώ θέλω όνειρα με φως Κύριε και μέρες με λιακάδα. 

Κουράστηκα στους χειμώνες τους, βαρέθηκα να τους βλέπω γραβατωμένους και χαμογελαστούς -την ώρα που χάνονται τα πολύτιμά μας-. 

Κύριε θέλω ένα καντηλάκι, λίγο λιβάνι, μια σημαία περήφανη, ένα πρόσφορο στην πετσέτα της μάνας μου, θέλω Εσένα για λιμανάκι και την καμπάνα του εσπερινού -σαν υπόσχεση πως δεν θάρθει βράδυ δίχως Σου-.

Θέλω τους Φίλους μου στο εικονοστάσι, την Μάνα μας να ρίχνομαι στην ποδιά Της όταν κλαίω και τον Σταυρό Σου -για νάχει έρμα το καράβι του βίου μου και της πατρίδας μου το τρεχαντήρι-.

Ισως να ζητώ πολλά αλλά ξέρω πως Εσύ λίγα δεν δίνεις.

Δώσε Κύριε να μην σωθώ, αν ο τόπος της "σωτηρίας" είναι ξενητεμένος από την Χάρη Σου.

Δώσε μου Κύριε πατρίδα την ελπίδα Σου και ανάπαυση την σιγουριά της Ανάστασης Σου.

Είμαι κουρασμένη Χριστέ μου. Δεν μπορώ να τους ακούω. Και η πατρίδα μου το ίδιο.....

Σώσε μας από δαύτους Κύριε!
 

Ο ιερέας στον Παπαδιαμάντη


Γιος παπά ο κυρ-Αλέξανδρος και με επώνυμο παπαδικό.
 Τον ξεχώριζαν τ’ άλλα παιδιά. Κι αυτό τον πονούσε.
Έβλεπε στον παπά τον συνεχιστή του έργου του Χριστού. Έδειχνεν ο παπάς τον αόρατο Χριστό. Εδάνειζε το χέρι και το στόμα του σ’ Εκείνον. Και όπως ο Χριστός νοιαζότανε τους ανθρώπους στα χρόνια της ενσάρκου οικονομίας Του, έτσι και ο παπάς νοιάζεται τους ανθρώπους. Λειτουργεί και συλλειτουργεί μαζί τους στο Ναό. Παίρνει τα αιτήματά τους, «τα πάθια και τους καϋμούς» των και τα προσφέρει στο Χριστό, που είναι «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Κατεβάζει με την έγκριση των πιστών το Άγιον Πνεύμα σε όλους και στα Δώρα. Και σε λίγο, αφού μεταλάβει αυτός, βγαίνει να κοινωνήσει τους πιστούς το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας.
Και γίνεται έτσι ο παπάς πατέρας που γεννά μέσα μας το Χριστό. Αρχικά βέβαια με το μυστήριο του Βαπτίσματος και ύστερα με τ  ἄλλα.
Οι τύποι των ιερέων στον Παπαδιαμάντη είναι μορφές (δηλαδή μορφωμένοι), ενάρετοι, σεβάσμιοι, ιεροπρεπείς. Μπορεί να είναι ολιγογράμματοι, αλλά μπορούν και κάνουν πολύ καλά το έργο τους.
Μπορούν και στέκουν μέσα στο Ναό μα και στην Κοινωνία.
Κάνουν τη θεία Λειτουργία και παίρνουν τα υπερκόσμια δώρα της. Και υστέρα βγαίνουν, «προέρχονται εν ειρήνη», και συνεχίζουν τη λειτουργία της ζωής. Τη λειτουργία μετά τη Λειτουργία.
Ο ιερέας πατέρας του ήταν άριστος λειτουργός, τέκνον των Κολλυβάδων, αλλά και ικανός και θαρραλέος και χρήσιμος μέσα στην Κοινωνία.
Στο διήγημα «Στο Χριστό στο Κάστρο» νοιάζεται για τους δύο αποκλεισμένους σε αυτό. Κάνοντας ο ίδιος το ντελάλη, το ανακοινώνει. Κι υστέρα στο σπίτι του συγκεντρώνει ενορίτες και συνεργάτες του και, αποφασισμένος όντας εκείνος, συμπαρασύρει και πείθει αρκετούς να τον ακολουθήσουν στον πηγαιμό του για βοήθεια των κινδυνευόντων ενοριτών του.
Και όλοι μαζί πηγαίνουν με κίνδυνο της ζωής των στο Χριστό στο Κάστρο, βρίσκουν σώους τους κινδυνεύοντας από τα χιόνια, κάνουν εκεί τη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, προσφέρουν βοήθεια και σε ναυαγούς που ξώκειλαν κατά τ’ ακροθαλάσσι, κι όλοι μαζί τρώνε και πίνουν ευχαριστημένοι και κοιμούνται πανάλαφροι. Και την άλλη μέρα το απόγευμα γυρίζουν αισίως στην πολίχνη.
Τι καρτερούν οι άνθρωποι από την Εκκλησία; Την αγάπη την έμπρακτη, την έγνοια και την αποδοχή. Η Εκκλησία είναι η Μάννα μας, κι εμείς πιστά Της τέκνα. Όπως και ο σήμερα τιμώμενος και φίλτατός μας κυρ-Αλέξανδρος.
Στην Αθήνα τον εσαγήνευε ο μακάριστος παπα-Πλανάς. Ο ταπεινός. Ο άξιος του πρώτου μακαρισμού του Σωτήρος. Πόση γαλήνη εύρισκε κοντά του. Γνωστό μας είναι και το άρθρο του γι  αὐτόν.
Τα μέγιστα τιμούσε και τους άγαμους ενάρετους κληρικούς και μοναχούς. Είχε υπέροχο παράδειγμα τον Διονύσιο το Γέροντα, τον ιεροπρεπή ασκητή και λόγιο, τον συγγενή του. Τόνιζε την προσφορά τους τη μεγάλη…
Και στα τελευταία του εκάλεσε τον αξιαγάπητο αρχιμανδρίτη Ανδρέα Μπούρα, τον σπουδαίο και φίλο του, για εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία. Ζήτησε να του διαβάσει τη μεγάλη εξομολογητική ευχή. Και τον μετέλαβε. Κι υστέρα ο κυρ-Αλέξανδρος άρχισε να κλαίει. Έφευγε για την άλλη πλάση. Είχε συναίσθηση της αμαρτωλότητός του.
Αναφέρει στα έργα του και ιερείς με αδυναμίες. Αναγκάζεται να κρίνει. Αλλά με πόνο και ταπείνωση και μοναδικό σκοπό τη διόρθωση, τη θεραπεία και την σωτηρία. Φέρεται μ  εὐσπλαγχνία και καλωσύνη. Ποτέ δεν προσβάλλει και δεν εκχυδαΐζει τους ήρωές του. Περιβάλλει μ  ἀνείπωτη στοργή ακόμα και τον πειναλέο ανθρωπίσκο στο «Λαμπριάτικο Ψάλτη». Και δείχνει σε όλους και στον εαυτό του, χωρίς αφόρητο διδαχτισμό, την θύρα του Παραδείσου, που είναι η Μετάνοια.
Θεωρεί ως κύρια αιτία του πολλαπλασιασμού των αιρέσεων την έλλειψη πραγματικής ποιμαντικής μέριμνας εκ μέρους των ιερέων.
Το δέσιμο κλήρου και λάου και η συνεργασία σώζει. Πάντοτε φυσικά με του Χριστού τη Χάρη.
Διαβάζοντας κανείς τα έργα του Παπαδιαμάντη έχει την αίσθηση πως βρίσκεται εδώ και κάπου άλλου ταυτόχρονα. Πως βρίσκεται εδώ, στα πάθια και τους καϋμούς του κόσμου και συγχρόνως στα Ρόδινα ακρογιάλια της Θείας Βασιλείας. Και τούτο γιατί ο Παπαδιαμάντης είναι γνήσιον τέκνον της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Και όλα μέσα σ  αὐτὴν είναι θεανθρώπινα.
Και ζώντα μέσα σ’ αυτήν την θεανθρώπινη διάσταση της Εκκλησίας ο κυρ-Αλέξανδρος, μεταξύ της ανθρώπινης αδυναμίας και της Πηγής της Παντοδυναμίας σχοινοβατούσε κι αγωνιζότανε. Άφηνε την οντότητά του στην Αγκάλη του Χριστού και στη στοργή της Παναγίας, που Τους υπεραγαπούσε. Υμνούσε «μετά λατρείας τον Χριστό του».
Επόνεσεν αμέτρητα στη ζωή του. Πέρασε φτώχεια σαν ασκητής, μα έμεινε στην έντιμη πενία του, όπως έγραψε κάποτε στον ιερέα πατέρα του, και είχε τη βοήθεια του Θεού. Πέρασε μοναξιά και δυσκολίες «σαν σκοτεινό και άμοιρο τρυγόνι». Κατέφευγεν όμως στην αγία Εκκλησιά, εκεί που «το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη».
Δεν έγινε ο ίδιος ιερέας, μα ιερουργούσε με τα αθάνατα γραφτά του τον λόγον της αληθείας. Και πόσους δεν ωφέλησε και ωφελεί.
Λένε πως κάποια φορά απελπισμένος επήγε να εξομολογηθεί (πίστευε στην Εξομολόγηση). Και είπε στον παπά πως δυσκολεύεται και υποφέρει πολύ. Και ο παπάς, χωρίς να τον ξέρει, αφού τον παρηγόρησε δεόντως, του συνέστησε να διαβάζει τα έργα του Παπαδιαμάντη.
Αναφέρει ο Μικρασιάτης λογοτέχνης και μακαριστός πλέον Ηλίας Βενέζης πως ενώ ευρίσκοντο στα περίφημα τάγματα εργασίας κι έμεναν σ  ἕνα σταύλο κλεισμένοι, βρήκε κάποιος πεταμένο μέσα εκεί ένα φύλλο από περιοδικό και άρχισε να το διαβάζει, για να περνά η ώρα. Και καθώς εδιάβαζε άρχισαν όλοι ν· ακούνε μ  ἐνδιαφέρον. Μαλάκωσαν και γαλήνεψαν οι ταλαίπωρες ψυχές τους. Και καθώς τελείωσε το διάβασμα, έβγαλαν όλοι ανακουφισμένοι μια φωνή: «ρε αυτό ήταν Ευαγγέλιο. Λες κι είμαστε στην Εκκλησία». Και τι λέτε πως ήταν; Ένα κομμάτι απ’ το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Υπό την Βασιλικήν Δρυν».
Θυμάμαι κάποια φορά ήρθε και με βρήκε στην εκκλησία ένας πολύ πονεμένος. Ήθελε να πεθάνει, μου έλεγε. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήταν Μεγαλοβδομάδα. Είχα μαζί μου τα «Πασχαλινά Διηγήματα» του κυρ-Αλέξανδρου και σκέφθηκα να ζητήσω κι εγώ μια εξυπηρέτηση από τον πονεμένο αδελφό μας. Τον παρακάλεσα να μου διαβάσει, αν ήθελε, ένα διήγημα πασχαλινό. Του είπα πως ήμουν πολύ κουρασμένος, και ήμουν, και θα με εξυπηρετούσε μ’ αυτό. Κι υστέρα θα μιλάγαμε για τα δικά του. Εκείνος σάστισε για λίγο, μα υποχώρησε στο αίτημά μου και άρχισε να διαβάζει σιγά-σιγά το «Λαμπριάτικο Ψάλτη». Και διαβάζοντας άρχισε λίγολιγο να συνέρχεται. Έβλεπα το πρόσωπό του ν’ αλλάζει. Έλαμπε αγάλι-αγάλι η θωριά του. Διαβασεν αρκετά. Και κάποια στιγμή άρχισε να κλαίει. Έσκυψε και μου φίλησε το χέρι. Κι είπε με χαρμολύπη: «Παππούλη, τι μου έκανες; Τι είναι αυτό που διαβάζω; Γιατί έφυγεν ο πόνος από μέσα μου κι αλάφρωσεν η ψυχή μου;» Κι έκλαιγεν, όλο έκλαιγεν από χαρά και θαυμασμό. Του είπα για τον Παπαδιαμάντη και το έργο του. «Μα τούτος είναι άγιος, άνθρωπος του Θεού, σοφός, ποιητής μεγάλος, μάγος του λόγου» μου είπε. Και έφυγεν ο άνθρωπος πουλάκι Ήθελε να ζήσει.
Αυτός είναι ο κυρ-Αλέξανδρος. Μιλάει όμως με γλύκα και αποδοχή για τους αρχαίους. Και συναιρεί στο έργο του το διαιώνιο Ελληνισμό. Καταγράφει τη γλώσσα μας απ’ τις αμμουδιές τ’  Ὁμήρου μέχρι σήμερα.
Είναι λάτρης του Χριστού και μέγιστος πατριώτης. Και συνάμα αγαπά «πάντα τα έθνη», λέγοντας σε κάποιο διήγημά του «πως κι ο Εβραίος έχει ψυχή».
Ευχαριστούμε το Θεό, που μας έδωκε τον κυρ-Αλέξανδρο. Ευχαριστούμε και τον ίδιο, που αφηκε σε μας «άλλο, τας βίβλους, στόμα του»

(Εισήγηση στο Διήμερο Συνέδριο για τον Αλ. Παπαδιαμάντη, που οργάνωσε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 25-26 Μαΐου 2001)

Το ύπουλο φασιστικό φακέλωμα του facebook - Γιατί σου ζητάνε τον αριθμό του κινητού σου;



Το τελευταίο καιρό όποιος θέλει να δημιουργήσει ένα προφίλ στο facebook καλείται να προσκομίσει έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου, προκειμένου να ενεργοποιήσει τον λογαριασμό του.


Στην συνέχεια στέλνεται ένας κωδικός στο κινητό τηλέφωνο του χρήστη, τον οποίο πρέπει να εισάγει στην σελίδα για να μπορέσει να συνεχίσει. 



Η google που είναι ιδιοκτήτρια του facebook λέει οτι αυτό γίνεται καθαρά για να αποκλείσει κακόβουλο λογισμικό και να μην επιτρέπει σε "πλαστά" προφίλ να παρενοχλούν τους υπόλοιπους χρήστες. Λέει με λίγα λόγια οτι η διαδικασία αυτή γίνεται για λόγους ασφαλείας.


Αυτό που δεν παρατήρησαν όσοι έκαναν την διαδικασία αυτή, είναι οτι μόλις ένας καινούργιος χρήστης εισάγει τον κωδικό που του έχει σταλθεί απο το κινητό του και προχωρήσει στο επόμενο βήμα, του προτείνονται σαν φίλοι, άτομα τα οποία έχουν επίσης εισάγει τον αριθμό του κινητού τους τηλεφώνου στο facebook και υπάρχουν στην λίστα τηλεφώνων του κινητού του χρήστη.


Όπως καταλαβαίνετε συνδέονται οι αριθμοί στο κινητό του χρήστη με τα πρόσωπα στα οποία ανήκουν και έχουν προφίλ στο facebook.


Άρα η google και το facebook παίρνουν πληροφορίες απο τα κινητά τηλέφωνα, οι αριθμοί των οποίων δίνονται για "λόγους ασφαλείας". 

Μας φακελώνουν ολοκληρωτικά για την "ασφάλειά" μας.

Το τέλος της κυρα Ασπασίας

Γράφει η Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
 
   Τι γαλήνη και τι ευτυχία ξεχύνονταν από κείνο το σπίτι! Τρία δωμάτια όλα κι όλα. Μπρος το σαλόνι με τους καναπέδες αντικριστά, με τα κάτασπρα κολλαριστά κεντητά καλύμματα, και πάνω οι φωτογραφίες των γονιών κι απογόνων που ξενιτεύτηκαν, φωτογραφίες κακόγουστα βαμμένες από κάποιο πλανόδια φωτογράφο. Στη μέση το τραπέζι μακρόστενο με το βελούδινο τραπεζομάντηλο να το σκεπάζει ως κάτω στο χωματένιο δάπεδο. Κι έπειτα η σερβάντα γιομάτη γυαλιστερά ποτήρια, χρωματιστά φλιτζάνια και στο τζάμι που τάκλεινε παλιές φωτογραφίες των παιδιών, σαν ήτανε μικρά, των εγγονιών, που μόνο τα καλοκαίρια έφθαναν να γεμίσουν το σπίτι φασαρία.
   Στο βάθος η κρεβατοκάμαρα μύριζε πάντοτε λιβάνι, με το παράθυρο βορινό συνέχεια να βουίζει στον αέρα, που όμως είχε τη θέα ολόκληρου του νησιού με τα περιβόλια καταπράσινα, με το χωριό αντικρύ κατάλευκο σα χιονισμένο ως κάτω τη θάλασσα, πάντα μαγεύτρα.
   Στη γωνιά τα εικονίσματα. Κάθε παιδί και όνομα, κάθε όνομα και άγιος, κάθε άγιος και εικόνα, κάθε εικόνα και η χρονολογία της γέννησης του παιδιού που προστάτευε.
   Το καντήλι πάντα αναμμένο ξέχυνε γαλήνιο φως και όταν τιντίριζε σαν πήγαινε να σβήσει, θαρρείς κι ο κόσμος ολάκερος πάλευε τον ύστατο ανασαμό του.
Το κρεβάτι σιδερένιο, με ασημένιο κεφαλάρι, τα σεντόνια κάτασπρα και πλουμιστά, τα μαξιλάρια καλοκεντημένα κι ατσαλάκωτα. Πάνω από το κρεβάτι ένας Σταυρωμένος κεντημένος σε βελούδο, παράξενος, όλο λουλούδια με χτυπητά χρώματα, δίχως αίματα ή κάτι που να θυμίζει θυσία ή πόνο. Σταυρωμένος πρόσχαρος κατάλληλος για νυφικό κρεβάτι.
  Απέναντι μια «καλημέρα» με καθρέφτη με ζωγραφιστά κορίτσια και πετσετοθήκη και κάτω της ακριβώς το λαβομάνο με την πήλινη λεκάνη στη μέση, το μοσκοσάπουνο από την Αμερική και την άσπρη κανάτα για το νερό.
Δίπλα μια πόρτα ένωνε το δωμάτιο των γέρων, απ’ όπου έφθανε διαπεραστικό μεσ’ τη γαλήνη το ερωτικό τραγούδι των καναρινιών, που μέσα από τα κλουβιά τους πάσχιζαν να δοξολογήσουν τον Έρωτα. Οι γέροι κοιμόντουσαν σε χωριστά ντιβάνια, όπως τα καναρίνια είχαν χωριστά κλουβιά, μα δεν τους ένοιαζε πια να τραγουδούν τον έρωτα. Είχαν τελέψει τον προορισμό τους, πρόσμεναν το θάνατο γαλήνια, καθισμένοι στη λιακάδα.
  Οι γέροι είχαν και τον «πόθο» τους, ένα «πόθο» που πλημύριζε το μικρό δωμάτιο με πράσια αντρειωμένα μπράτσα, το αγκάλιαζε, σκέπαζε την οροφή και τόκανε να μοιάζει με σπηλιά ή δάσος.
  Απέναντι στην αυλή η κουζινίτσα με το φουρνάκι, το βρυσάκι, τις λεκάνες και τις σκάφες. Σκοτεινή, μαυρισμένη από την κάπνα, μυρωμένη από τις μυρουδιές των φαγητών ήταν το μόνο δωμάτιο που κατοικιόταν. Εκεί έτρωγαν, εκεί, έπλεναν και πλενόντουσαν, εκεί κουβέντιαζαν, εκεί κεντούσαν, εκεί μαζεύονταν γύρω από το μαγκάλι να κουτσομπολέψουν, εκεί ζούσαν.
   Το αδιάκοπο μαρτύριο του νερού, που έβγαινε από τις στέρνες, το βρυσάκι που πάντα άδειαζε, το φαί που πάντα μαγειρευόταν, η ζωή και η κίνηση έδιναν στο κουζινάκι μιαν όψη εκκλησιάς, που δεν είχαν τ’ άλλα δωμάτια με τη γαλήνη και την πάστρα τους.
     Ο κυρ Στέλιος ολημερίς στο μαγαζί, η κυρα Ασπασία στο κουζινάκι.
Τις Κυριακές, μετά την εκκλησία, όπου πήγαιναν, πάντα καλοντυμένοι, ο κυρ Στέλιος πέρναγε την ώρα του στο καφενείο και η κυρα Ασπασία ξανάπιανε το μόχθο της καθημερινής αγόγγυστα. Μοναδική ελπίδα ανάπαυσης τα γηρατειά, οι γέροι που κάθονταν ολημερίς και μάζευαν τον ήλιο προσμένοντας το θάνατο.   Μα ούτε και σε αυτό δε μπορούσαν να ελπίζουν πια. Από τα δέκα παιδιά που ανάστησαν ούτε ένα δεν έμεινε στο ρημάδι το νησί να τους γηροκομήσει. Άλλος στην Αθήνα, άλλος στην Αμερική, άλλος στα καράβια. Και είχαν όλοι το σπίτι τους στο νησί, νοικοκυρεμένο, καλοφτιαγμένο. Τόσα σπίτια ρήμαζαν χρόνο στο χρόνο, έρημα κι ακατοίκητα, δίχως φωνές παιδιών, δίχως γέλια νιων.
    Μα τι να γίνει; Δίκιο έχουν τα παιδιά. Πώς να ζήσουν σε αυτό τον τόπο;  Πώς να προκόψουν; Τα παιδιά τους γύρευαν σπουδές, δουλειά. Πού να τα βρουν αυτά στο ρημαγμένο τους νησί; Το νησί είναι καλό μα μόνο για το καλοκαίρι. Ως πέρσι δεν είχε ούτε ηλεκτρικό. Πώς να ζήσουν τα παιδιά;
   Και όλο και στοίβαζε στο σαλόνι νέες φωτογραφίες η κυρα Ασπασία έγχρωμες, αληθινές, τόσο φυσικές, του Κωστάκη, του γιου της Φανής, της Στέλλας, της κόρης του Λάμπη και άλλα τόσα εγγόνια που τάξερε μόνο από τις φωτογραφίες, που δεν τα κανάκεψε, όπως η μάνα της κανάκεψε τα δικά της τα παιδιά.
    Και στο στενό της κουζινάκι την έπιαναν τα κλάματα σαν έβλεπε τη γριά της εκατό τόσων χρονών.
   -Ω μη με αξιώσεις, Θεέ μου, να ζήσω τόσα χρόνια! συλλογίζονταν. Τώρα πια τι σκοπό έχω δω πάνω; Να πλένω, να καθαρίζω, να μαγειρεύω, για ποιον; Για τους γέρους; Μα σε λίγο θα πεθάνουν κι αυτοί. Για τον κυρ Στέλιο; Πόσο θα ζήσει κι αυτός; Ας πέθαινα πρώτη, Θεέ μου! Ας λυτρωνόμουν πριν δω το χωριό έρημο, πριν μείνω σα φάντασμα να σέρνομαι στους άδειους δρόμους.

  Κι αν δεν τα’ αγάπησε τούτο το νησί η κυρα Ασπασία! Τα γλέντια, τα τραγούδια, τους χορούς που είχε ζήσει νύφη καλοστεκούμενη, κοπέλα αφράτη! Σαν έρχονταν καράβι ή καΐκι, ε ρε τι γλέντι άναβε στην πλατεία του αη Δημήτρη! Πώς ροδοκόκκινες οι κοπελιές χορεύανε το μπάλο, πώς γλυκοκοίταζαν οι άντρες, πώς κελαηδούσαν τα βιολιά!
   Κι ύστερα λένε τα παιδιά «έλα στην Αθήνα». Να την κλείσουνε σ’ ένα κουτί, μια πολυκατοικία, να μη μπορεί ν’ ανασάνει, να μη μπορεί να βγει έξω – Πόση φασαρία, χριστέ μου, κάνουν αυτά τα αυτοκίνητα- και σαν πεθάνει να τη θάψουν σε ένα τάφο, που θα την ξεθάψουν σε λίγα χρόνια με το ζόρι. Πεθαίνουν πολλοί εκεί, λέει. Δεν ξέρουν πού να τους θάψουν. Οι τάφοι είναι οικόπεδα.
  Ας τους να λένε. Θα μείνω εδώ, να πεθάνω ήσυχη, να με θάψουν σε καθαρή γη, να λιώσω, να μη τυραγνιέται η ψυχή μου ακόμη και μετά το θάνατο…
  
  Ο Θεός τη λυπήθηκε την κυρα Ασπασία. Γκρεμίστηκε ένα βράδυ στο σκοτεινό ανηφοράκι του σπιτιού της. Δεν είχε φως μα ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά το δρόμο.
  Την κουβάλησαν στο μοσκοβολιαστό κρεβάτι μισοπεθαμένη. Στύλωσε το βλέμμα στις εικόνες.
   -Δόξα σοι ο Θεός! ψιθύρισε. Πήγε να κάνει το σταυρό της μα δεν το τέλειωσε.
Το σπίτι μοσκοβολούσε λιβάνι, τα καναρίνια ξελαρυγγίζονταν νυχτιάτικες φλυαρίες.
   Δίχως γιατρούς, φασαρίες και περιττά βάσανα παράδωσε την ψυχή της σε Αυτόν που πίστευε. Οι άλλοι δίχως τη φροντίδα της αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στην Αθήνα. Οι γέροι μέσα σ’ ένα χρόνο πέθαναν κι αυτοί. Ο κυρ Στέλιος ταχιά προσαρμόστηκε στη ζωή της πρωτεύουσας.
   Το σπίτι τ’ όμορφο ρήμαξε κι αυτό. Αναρωτιέμαι συχνά τι νάχει απομείνει από τις γλάστρες της αυλής του.