20 Μαΐου 2010

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ


-Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά, τον Βασιλέα,
ή μήπως και σε φάνηκε, σαν όνειρο, να πούμε,
σαν παραμύθι τάχα ;
-Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα,
πα να γενώ εκατό χρονώ, κι' ακόμα το θυμούμαι,
σαν νάταν χτες μονάχα.
Στην Πόλη, στην Χρυσόπορτα, στον πύργον από κάτου,
είν' ένα σπήλαιο πλατύ, στρωμένο σαν παλάτι,
σαν άγιο παρακκλήσι;
Κανένας Τούρκος δεν μπορεί να κρατηθή κοντά του,
κανείς της σιδερόπορτας ναύρη το μονοπάτι,
να πα να το μηνύση.
Μόνο κανένας Χριστιανός, κανένας που το ξέρει,
περνά π' αυτού κρυφά κρυφά και τον σταυρό του κάνει
με φόβο και μ' ελπίδα.
Έτσι κι' εγώ, βαστούμενη στο πατρικό μου χέρι,
επήγα και προσκύνησα. Και εδ' αυτού μ' εφάνη-
Όχι μ' εφάνη ! Είδα :
Μέσ' στο σκοτάδι το βαθύ έν' άστρο, σαν λυχνάρι,
σαν μία φλόγα μυστική, απ' τον Θεό αναμμένη.
γαλάζια λάμψι χύνει.
Και φέγγει την λευκόχλωμη του Βασιλέως χάρι,
που με κλεισμένα βλέφαρα εξαπλωμένος μένει
στην αργυρή του κλίνη.
-Απέθανε, γιαγιά ; -Ποτέ, παιδάκι μου ! Κοιμάται,
κοιμάται μόνο ! Την χρυσή κορώνα στο κεφάλι,
το σκήπτρο του στο χέρι.
Και, σαν παληοί του σύντροφοι, πιστοί του
παραστάται, στα στήθη τ' ο Σταυραετός, στα πόδια του
προβάλλει δικέφαλο Ξαφτέρι.
Επάν' απ' το κεφάλι του, η ασπίδα παραστέκει,
κι' εκεί που το χρυσόπλεκτο, το ψηφωτό ζωνάρι
την μέση του κατέχει,
σαν αστραπή π' απέμεινε χωρίς αστροπελέκι,
ζερβιά, ως κάτου κρέμεται τ' αστραφτερό θηκάρι-
μέσα σπαθί δεν έχει !
-Γιατί, γιαγιά; Πού είναι το; -Βαμμένο μέσ' στο αίμα,
ακόμ' ως τώρα βρίσκεται σ' ενός αγγέλου χέρι,
στον ουρανό επάνου. . . .
Ήτανε τότε που η Τουρκιά την Πόλην επολέμα.
Μέσα μια φούχτα ελεύθεροι, απ' έξω μύριο ασκέρι,
οι σκλάβοι του Σουλτάνου.
Κι' ο Μωχαμέτ ο ίδιος του πα στ' άγριο του άτι
-Δός μου της Πόλης τα κλειδιά! του Κωνσταντίνου κράζει,
και το σπαθί σου δος μου !
-Έλα και πάρ' τα! λέγ' αυτός, του Τούρκου του μουχτάτη
Εγώ δεν δίνω τίποτε! Τίποτ' ενόσω βράζει
μια στάλλα γαίμα εντός μου !-
Κι' επρόβαλαν τα λάβαρα, κι' αρχίνησεν η μάχη !
Σαράντα μέραις πολεμούν, σαράντα μερονύχτια
χτυπιούνται και χτυπούνε,
οι Τούρκοι σαν τα κύματα κι' οι Χριστιανοί σαν βράχοι.
Κι' ούτε των Φράγκων προδοσιαίς, ούτε των φλάρων δίχτυα
τον Βασιλέα σειούνε.
Απ' ταις σαράντα κι' ύστερα Θεός τον παραγγέλλει.
-Για του λαού τα κρίματα, είναι γραφτό να γείνη,
προσκύνα τον Σουλτάνο !-
Μ' αυτός, το χέρι στο σπαθί, πεισμόνεται, δεν θέλει !
-Πριν μπρος σε Τούρκο τύραννο το γόνατό μου κλίνη,
πες κάλλιο ν' αποθάνω !-
Έξ' απ' το κάστρο χύνεται με σπάθα γυμνωμένη,
και σφάζει Τούρκων κατοσταίς κι' αγαρινών χιλιάδες-
Εκείνος κι' ο στρατός του.
Μα ήτ' ολίγος ο στρατός, κι' οι πρώτοι λαβωμένοι !
Έπεσαν τ' αρχοντόπουλα έφυγαν οι Ρηγάδες,
κι' απέμεινεν ατός του.
Όσο τον ζώνουν τα σκυλιά, τόσο χτυπά και σφάζει,
σαν πληγωμένος λέοντας, σαν τίγρη της ερήμου,
που τα παιδιά της σκώσουν.
Μα κει του πέφτει τ' άλογο ! Και πέφτ' αυτός και κράζει.
-Δεν βρίσκετ' ένας Χριστιανός να πάρ' την κεφαλή μου,
πριν παν και με σκλαβώσουν;-
Μια τρίχα και τον σκότωνεν Αράπικη λεπίδα !
Μα δεν το ήθελ' ο Θεός. Δεν ήθελε ν' αφίση
των Χριστιανών το Γένος
αιώνια δίχως βασιλιά κι' ελευθεριάς ελπίδα.
Γι' αυτό προστάζ' έν' άγγελο να πα να τον βοηθήση,
σαν ήταν κυκλωμένος.
Κι' αυτός τον Μαύρο λακπατά, τον Βασιλέ γλυτώνει.
το κοφτερό του το σπαθί του παίρν' από το χέρι,
τους Τούρκους διασκορπίζει.
Πα στα λευκά του τα φτερά τον Βασιλέα σκώνει,
μέσ' στο πλατύ το σπήλαιο, που σ' είπα, τόνε φέρει,
κι' εκεί τόνε κοιμίζει.-
-Και τώρα πια δεν ειμπορεί, γιαγιάκα, να ξυπνήση;
-Ω βέβαια ! Καιρούς καιρούς, σηκώνει το κεφάλι,
στον ύπνο τον βαθύ του,
και βλέπ' αν ήρθεν η στιγμή, πώχ' ο Θεός ορίσει,
και βλέπ' αν ήρθ' ο άγγελος για να του φέρη πάλι
το κοφτερό σπαθί του.
-Και θάρθη, ναι, γιαγιάκα μου; -Θάρθη, παιδί μου, θάρθη.
Και όταν έρθη, τι χαρά στην γη, στην οικουμένη,
σ' όποιους θα ζούνε τότε !
Διπλό, τριπλό θα πάρουμεν αυτό που μας επάρθη,
κι' η Πόλη, κι' η Αγιασοφιά δική μας θένα γένη.
-Πότε, γιαγιά μου ; Πότε ;
-Όταν τρανέψης, γυόκα μου, κι' αρματωθής και κάμης
τον όρκο στην Ελευθεριά, συ κι' όλ' η νεολαία,
να σώσετε την χώρα.
Τότε θε νάρθ' ο άγγελος κι' αγγελικαί δυνάμεις,
να μπούνε, να ξυπνήσουνε, να πουν στον Βασιλέα,
πως ήλθε πια η ώρα !
Κι' ο Βασιλές θα σηκωθή, την σπάθα του θα δράξη,
και, στρατηγός σας, θε να μπη στο πρώτο του βασίλειο
τον Τούρκο να χτυπήση.
Και χτύπα, χτύπα θα τον πα μακρά να τον πετάξη,
πίσω στην Κόκκινη Μηλιά, και πίσ' από τον ήλιο,
που πια να μη γυρίση !

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΣΤΗΝ ΠΝΥΚΑ


Σύμφωνα με δημοσίευμα, στις 13 / 11 / 1838, της εφημερίδας "Αιών" αναφέρεται ότι ο Κολοκοτρώνης όταν επισκέφτηκε στις 7 Οκτωβρίου το Α΄Γυμνάσιο Αθηνών και αφού άκουσε για μιάμιση ώρα το γυμνασιάρχη Γεννάδιο και αφού ενθουσιάστηκε από την ομιλία του προς τους μαθητές, ζήτησε να απευθύνει λόγο και ο ίδιος προς αυτούς.
Ο γυμνασιάρχης ενθουσιάστηκε με την ιδέα και όρισε την επόμενη μέρα και ώρα 10 την ομιλία του Κολοκοτρώνη προς τους μαθητές αλλά επειδή ο χώρος ήταν μικρός επιλέχτηκε ως τόπος εκφώνησης η Πνύκα, ως πιο ευρύχωρο μέρος αλλά και ιστορικότερο αφού ως γνωστό εκεί έβγαζαν τους λόγους τους προς τους Αθηναίους πολίτες, οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι.



Το τριβάθμητο λίθινο "Βήμα" στη Πνύκα. Αρχικά οι ακροατές κάθονταν στους βράχους και ο ομιλητής στεκόταν στο βόρειο και κατώτερο μέρος του χώρου. Αργότερα αντιστράφηκαν οι θέσεις ομιλητή και ακροατηρίου: στη νότια πλευρά λαξεύτηκε στο βράχο ένα μεγάλο βήμα και βωμός και κατασκευάστηκε μεγάλος ημικυκλικός τοίχος στη βόρεια.


ο Περικλής ρητορεύει στην Πνύκα(φανταστική σύνθεση)


Μάλιστα λέγεται ότι επειδή οι μαθητές διέδωσαν την είδηση προς τους πολίτες της Αθήνας βρέθηκε πλήθος κόσμου στην Πνύκα από διάφορα επαγγέλματα και κοινωνικές τάξεις.


Ο Κολοκοτρώνης λοιπόν περιτριγυρισμένος από όλο αυτό το πλήθος έβγαλε τον ακόλουθο λόγο που πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Αιών"


Παιδιά μου!
Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ (αντιβασιλέα), έναν πατριάρχη και του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες (προεστοί) εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα, διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: "πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα", αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Kωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Aλλά δεν εβάσταξε!. Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη.
Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Αλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ίσως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί.
Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα. Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ' η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος.
Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους. Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τους καφενέδες και τα μπιλιάρδα. Να δοθείτε εις τας σπουδάς σας και καλύτερα να κοπιάσετε ολίγον, δύο και τρεις χρόνους και να ζήσετε ελεύθεροι εις το επίλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τέσσαρους - πέντε χρόνους τη νεότητά σας, και να μείνετε αγράμματοι. Να σκλαβωθείτε εις τα γράμματα σας. Να ακούετε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων, και κατά την παροιμία, "μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε". Η προκοπή σας και ή μάθησή σας να μην γίνει σκεπάρνι μόνο διά το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας.
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε• και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.
Τελειώνω το λόγο μου.
Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!


Πνύκα 8 Οκτωβρίου 1838 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Ο Λεωνίδας και οι 300


Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 480. Ο ένας από τους βασιλιάδες της Σπάρτης, ο Λεωνίδας του Αναξανδρίδη αρχηγός ελληνικού συμμαχικού εξτρατευτικού σώματος έχει πάρει την εντολή να αναχαιτήσει την εισβολή του Περσικού στρατού στα στενά των Θερμοπυλών. Οι επιχειρήσεις θα γίνονταν με την αλληλοκάλυψη του ελληνικού στόλου που για τον ίδιο σκοπό θα αναπτύσονταν στο Αρτεμίσιο, με αρχηγό το σπαρτιάτη Ναύαρχο Ευρυβιάδη.
Τον Λεωνίδα, δεν τον ανάγκαζε κανείς νόμος να μείνει στις Θερμοπύλες. Αν ήθελε έπαιρνε τους τρακόσιους και κατέβαινε στον Ισθμό που είχε συμφωνηθεί να είναι η επόμενη γραμμή άμυνας. Κανονική τακτική υποχώρηση, ούτε να ρίξουν τις ασπίδες, ούτε να ξεφτιλιστούν και κανείς δεν θα τον κατηγορούσε. Αλλά ο Λεωνίδας δεν πήγε στις Θερμοπύλες για να ηττηθεί, ούτε για να πεθάνει. Πήγε να κάνει αυτό που του ανέθεσαν να κάνει. Να σταματήσει τους Πέρσες στο πιο βολικό από στρατηγικής άποψης σημείο. Σε ένα στενό που ένας στρατός υπεράριθμος χάνει την αριθμητική του υπεροχή. Οι Πέρσες μπορεί να ήταν 500000 αλλά αυτός ήξερε πως με μερικούς καλούς στρατιώτες, οι Θερμοπύλες κρατιόταν για χρόνια αρκεί να βοηθούσε και ο στόλος. Για την ήττα του Λεωνίδα φταίει η προδοσία και η συγκεκριμένη προδοσία ήταν τριπλή.
Ο Λεωνίδας ήταν εξαιρετικός στρατιωτικός νους και ήταν τον Αύγουστο του 480, 28 χρονών. Είχε μαζί του ένα επίλεκτο σώμα 300 Σπαρτιατών, τους καλύτερους στρατιώτες της αρχαίας Ελλάδας, την προσωπική του φρουρά! Μαζί του είχε και άλλους περίπου 6000 στρατιώτες, από διάφορα μέρη αλλά είχε καταλάβει πως μόνο στους 700 Θεσπιείς μπορούσε να στηριχτεί, όπου είχαν εξτρατεύσει εθελοντικά οι άντρες της μικρής αυτής πόλης σύσσωμοι ( Μια από τις δύο πόλεις στην Βοιωτία που δεν είχαν δώσει γη και ύδωρ στον Ξέρξη, μαζί με τις Πλαταιές). Τις πρώτες μέρες όλα πήγαιναν όπως τα είχε σχεδιάσει. Ο Περσικός στρατός ακόμη και αυτοί οι "Αθάνατοι" του Ξέρξη, τσάκιζαν τα μούτρα τους στην καλά οργανωμένη άμυνα των Ελλήνων και στη στρατιωτική τους υπεροχή. Η τακτική περιελάμβανε ξεκούραστη πρώτη γραμμή με δυνάμεις που ανανεώνονταν μετά από κάθε σύγκρουση, θεατρικές υποχωρήσεις ώστε να παρασέρνουν τους πέρσες στα στενά και οργάνωση όλων των ελληνικών δυνάμεων σύμφωνα με το πρότυπο της σπαρτιατικής φάλαγγας. Μα τότε έγινε η πρώτη διπλή προδοσία. Του πουλημένου Εφιάλτη που για να κερδίσει χρήματα και την εύνοια του Ξέρξη, αποκάλυψε στους πέρσες την ύπαρξη του μονοπατιού που μπορούσε να τους φέρει στο πίσω μέρος του στενού των Θερμοπυλών και η προδοσία που έκαναν οι Φωκείς, που παράτησαν το πόστο τους και δεν υπερασπίστηκαν το μονοπάτι που οδηγούσε στις πλάτες του ελληνικού στρατοπέδου ( οι ίδιοι Φωκείς τον επόμενο χρόνο πολέμησαν στο πλάι των Περσών στη μάχη των Πλαταιών).
Όταν κατάλαβε ο Λεωνίδας ότι θα κλείνονταν σε θανάσιμο κλοιό, έκανε επίσης μια έξυπνη στρατιωτικά κίνηση. Κράτησε τους 300 δικούς του (που τον υπάκουαν τυφλά) και τους 700 Θεσπιείς που ήξερε το αξιόμαχο τους (και δεν φεύγανε από εκεί με τίποτε), να κρατήσουν άμυνα στην κύρια επίθεση των Περσών. Άλλωστε το στενό των Θερμοπυλών εκείνη την εποχή δεν είχε χώρο για ανάπτυξη μεγαλύτέρων τμημάτων( το πέρασμα είχε πλάτος 12 μέτρα στο πιο στενό του σημείο, ενώ σήμερα με τις προσχώσεις από τις εκβολές του Σπερχειού ποταμού φτάνει πάνω από χιλιόμετρο). Έστειλε τους υπόλοιπους 5000 να αντιμετωπίσουν τους 10000 Πέρσες που έπεσαν στις πλάτες τους με τον στρατηγό Υδάρνη επικεφαλής. Σε μια αναλογία 1 προς 2 οι Έλληνες είχαν πάρα πολλές πιθανότητες να αποδεκατίσουν τους κουρασμένους από την ολονύχτια πορεία και ελαφρά οπλισμένους πέρσες. Και τότε έγινε η τρίτη προδοσία. Αντί οι 5000 χιλιάδες να κάνουν αυτό που τους ανέθεσε ο Λεωνίδας σκορπίσανε, μιας που Πελοποννήσιοι οι περισσότεροι, θεώρησαν ότι ήταν καλύτερο να ανασυνταχθούν για άμυνα στον Ισθμό, πιο κοντά στις πατρίδες τους. Αποκλεισμένα από παντού αυτά τα 1000 λιοντάρια, οι Σπαρτιάτες και οι Θεσπιείς, κάνανε αυτό που ξέρανε να κάνουν καλύτερα. Να πολεμάνε για τα ιδανικά τους και να σκοτώνουν εχθρούς. Και επειδή δεν είχαν και ελπίδα διαφυγής πούλησαν ακριβά το τομάρι τους.
Από όλες τις περιγραφές της μάχης μαθαίνουμε ότι σκόρπισαν σύγχιση στο αντίπαλο στρατόπεδο και απείλησαν μέχρι και το κέντρο όπου βρίσκονταν ο Ξέρξης. Μάλιστα μέχρι την τελευταία στιγμή και παρόλη την πίεση που δέχονταν από τον τεράστιο όγκο του περσικού στρατού, κάνανε και αντεπιθέσεις. Όταν σε μια από αυτές σκοτώθηκε ο Λεωνίδας κατόρθωσαν να πάρουν από τους εχθρούς το νεκρό σώμα του αρχηγού μαζί τους στο λόφο του Κολωνού, όπου συσπειρώθηκαν για την τελευταία άμυνα. Εκεί οι Πέρσες τοξότες τους αποτελείωσαν από μακρυά και έπεσαν μέχρι τον τελευταίο, σε ένα δίκαιο αγώνα, αυτόν που υπερασπίζεται ένας στρατιώτης που πολεμάει για την πατρίδα του. Για τις Θερμοπύλες λέγονται πολλά και έχουν γραφτεί περισσότερα. Ότι ο Λεωνίδας έπεσε θύμα της πολιτικής των Εφόρων που ουσιαστικά κυβερνούσαν την Σπάρτη που ήθελαν να τον βγάλουν από τη μέση, και άλλα . Η ουσία είναι μία. Ο Λεωνίδας έγινε σύμβολο αντίστασης και αγώνα και θυσιάστηκε για την πατρίδα όχι γιατί τον ανάγκαζαν οι νόμοι αλλά γιατί το πρόσταξε η συνείδηση του.
Αδικημένοι από την ιστορία είναι και τα παλικάρια οι Θεσπιείς, που με αρχηγό τον Δημόφιλο του Διαδρόμου, πολέμησαν μέχρι το τέλος με ηρωισμό και ας μην ήταν πολεμικές μηχανές σαν τους Σπαρτιάτες και ας μην είχαν ούτε παράδοση πολεμική, ούτε καμία φήμη να υπερασπίσουν. Τέλος ο πιό ανδρείος από τους Θεσπιείς στις Θερμοπύλες αναδείχθεικε ο Διθύραμβος του Αρματίδη.
Αδικημένοι είναι επίσης και 300 τουλάχιστον ακόμη γενναίοι άνδρες που θυσιάστηκαν στις Θερμοπύλες. Ήταν οι 300 είλωτες συνοδοί-υπηρέτες των Σπαρτιατών (ένας τουλάχιστον για τον καθένα Σπαρτιάτη, που συνόδευαν πάντα τους κυρίους τους, κουβαλούσαν τα όπλα και τα πράγματα στις πορείες, τους έστηναν τις σκηνές, φρόντιζαν για τη διατροφή τους) που στις μάχες συγκροτούσαν ένα ελαφρύ σώμα πελταστών (πεζικό) που βοηθούσε τη κύρια φάλαγγα των Σπαρτιατών.
Οι αναφορές και τα παραλειπόμενα της μάχης είναι πολλά. Είναι δύσκολο στην σημερινή εποχή να ξεχωρίσει κανείς την αλήθεια και τον μύθο πίσω από όλες τις αναφορές για ένα τόσο σπουδαίο από άποψη συναισθηματικής φόρτισης ιστορικό γεγονός. Οι αρχαίοι ιστορικοί θέλοντας να δώσουν ακόμη μεγαλύτερη αίγλη στην αντίσταση των ελλήνων και τη θυσία, ανεβάζουν τον αριθμό των Περσών σε απίθανα νούμερα, μερικοί όπως ο Ηρόδοτος μιλούν ακόμη και για πάνω από 5.000.000, πράγμα απίθανο. Πιο λογικοί σύγχρονοι ιστορικοί υπολογίζουν αριθμούς γύρω στις 250 - 500 χιλιάδες. Ακόμη και σε αυτούς τους αριθμούς οι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν το μεγαλύτερο συγκροτημένο στράτευμα της αρχαιότητας. Ο Σπαρτιάτης Διηνέκης, όταν κάποιος απεσταλμένος των περσών είπε ότι όταν ρίχνουν βέλη οι πέρσες τοξότες κρύβουν τον ήλιο, για να δείξει το μέγεθος του περσικού στρατού, είπε ότι αυτά τα νέα είναι καλά γιατί έτσι θα πολεμάμε στη σκιά. Οι Σπαρτιάτες που σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες ήταν τελικά 298, καθώς υπήρξε μόνο ένας τραυματίας τις πρώτες τρείς μέρες που τον έστειλαν πίσω στην Σπάρτη με την συνοδεία ενός ακόμη. Ο τραυματίας υπέκυψε στην διαδρομή και επειδή ο συνόδος ολιγόρησε και δεν επέστρεψε στις Θερμοπύλες να πολεμήσει, τον ακολουθούσε όλη του τη ζωή αυτή η ντροπή, να είναι ο μοναδικός επιζών από τους 300 στις Θερμοπύλες, παρόλο που την επόμενη χρονιά πολέμησε στις Πλαταιές και όλη του τη ζωή υπηρέτησε τη Σπάρτη με γεναιότητα. Δυο αδέρφια Σπαρτιάτες ο Αλφεός κι ο Μάρωνας, γιοι του Ορσιφάντη πολέμησαν πιο γενναία από όλους στις Θερμοπύλες.




Οι 300 οπλίτες που αποτελούσαν την σωματοφυλακή / προσωπική φρουρά των Σπαρτιατών βασιλέων και στις μάχες πολεμούσαν δίπλα τους, λέγονταν ιππείς. Πρόκειται για τιμητικό τίτλο που τους ακολουθούσε από την αρχαική εποχή όπου το σώμα αυτό ήταν σώμα ιππικού, αλλά έγινε σώμα πεζικού με την καθιέρωση της καινοτομίας της σπαρτιατικής φάλαγγας.
Επικεφαλής των 300 ήταν οι τρεις Ιππαγρέτες τους οποίους επέλεγαν οι Έφοροι της Σπάρτης από τους γενναιότερους των σπαρτιατών με ηλικία γύρω στα 30. Ο καθένας από τους 3 Ιππαγρέτες επέλεγε 100 άνδρες που ήταν υπό την άμεση ηγεσία του. Οι Ιππαγρέτες ήταν σύμφωνα με τις σπαρτιατικές παραδόσεις και κριτές όσων Σπαρτιατών διαγωνίζονταν στα διάφορα αθλητικά αγωνίσματα. Η επιλογή αυτή των 300 δεν ήταν μόνιμη αλλά άλλαζε κάθε φορά, ειδικά σε έκτατες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Φαίνεται μάλιστα ότι στην επιλογή των 300 για να τον ακολουθήσουν στις Θερμοπύλες, έπαιξε σημαντικό ρόλο και ο Λεωνίδας, ο οποίος ζήτησε από τους Ιππαγρέτες αυτοί που θα επιλεγούν να έχουν όλοι γιούς και είναι φανερό από αυτό και μόνο, πόσο δύσκολο θεωρούσε το όλο εγχείρημα, αλλά και με πόση εξυπνάδα έδινε σημασία και στο παραμικρό στην προετοιμασία.
Οι 300 κάθε φορά αποτελούσαν το επίλεκτο σώμα του Σπαρτιατικού στρατού και η συμμετοχή στους 300 αποτελούσε την ανώτατη στρατιωτική τιμή για τον κάθε Σπαρτιάτη πολίτη. Τους 300 ο Σπαρτιάτης βασιλίας μπορούσε να τους μετακινεί χωρίς προηγούμενη απόφαση των εφόρων, που ήταν απαραίτητη για μετακίνηση οποιουδήποτε άλλου σπαρτιατικού στρατιωτικού τμήματος.

Η Μάχη των Θερμοπυλών . Ο Λεωνίδας και οι 300 .

Θρυλικός Βασιλιάς της Σπάρτης, η θυσία του οποίου στις Θερμοπύλες αποτελεί παράδειγμα υψίστης αυταπάρνησης, ηρωϊσμού και φιλοπατρίας. Είχε ταχθεί υπέρ μίας Ενωμένης Ελλάδας, και πρέσβευε την ενιαία άμυνα της με πάση θυσία.
Η Μάχη των Θερμοπυλών . Ο Λεωνίδας και οι 300 .

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ:

Η Μάχη των Θερμοπυλών

  • Λεωνίδας ο Α’ και 300 Σπαρτιάτες
  • Δημόφιλος και 700 Θεσπιείς:
Οι Υπέρτατοι Θεματοφύλακες του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος.
«Όλα έμεναν άκαρπα χωρίς τον Ήρωα.
Χρειάσθηκε ο θάνατος ενός παλικαριού
για να δώσει πνοή ζωής στις πρώτες εκείνες ενέργειες και σ’ όλα τα σχέδια.
Τα λόγια των Ελλήνων έμεναν λόγια
ώσπου να έλθει ο θάνατος να τα ζωντανέψει.
Ο θάνατος δεν είναι λόγια, είναι αλήθεια,
Ο θάνατος είναι ζωή.»
Ίων Δραγούμης, «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

  1. Λεωνίδας ο Α’, Γιος Του Αναξανδρίδου.
  2. Λακεδαιμόνιοι: Φυλή Γενναία.
  3. Αρχαίες Πόλεις-Κράτη και Τεκμηρίωση των Πηγών.
  4. Μηδικοί Πόλεμοι : Η Κάθοδος Των Περσών.
  5. Προαγγελία Πολέμου.
  6. Χώρα Που Γεννάς Τους Ήρωες, Γεννάς Και Εφιάλτες.
  7. Θερμοπύλες: Όταν Η Αγάπη Για Την Πατρίδα Υπερβαίνει Το Καθήκον.
  8. Υπέρτατο Πρότυπο Στρατιωτικής Εντολής.
  9. Οι Εορτασμοί Των Λεωνιδείων.
  10. Επίλογος.
* Παραπομπές – Πηγές - Βιβλιογραφία

Μηδικοί πόλεμοι : Η κάθοδος των Περσών

493 π.Χ. Ο Θεμιστοκλής ορίστηκε ως επώνυμος Άρχων.
Οχύρωση του Πειραιά.
490 π.Χ. Η Μάχη του Μαραθώνα. Μιλτιάδης.
480 π.Χ. Η Γ’ Εκστρατεία Περσών, με αρχηγό τον Ξέρξη, κατά της Ελλάδος.
Η Μάχη των Θερμοπυλών.
Η Ναυμαχία του Αρτεμισίου, όπου ο Θεμιστοκλής χτίζει τα «ξύλινα τείχη» και συνεχίζει την χρυσή ιστορία της Ελλάδος, τώρα ως μπροστάρης των Ελλήνων κατά των Περσών.
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας (Ευρυβιάδης και Θεμιστοκλής)
479 π.Χ. Νίκη της Ελλάδας : Μάχη των Πλαταιών (Παυσανίας, Αριστείδης)
Νίκη της Ελλάδας : Μάχη της Μυκάλης (Λεωτυχίδης, Ξάνθιππος)(1)
Και η Ιστορία συνεχίζεται…

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ο Α’, γιός του Αναξανδρίδου

Θρυλικός Βασιλιάς της Σπάρτης, η θυσία του οποίου στις Θερμοπύλες αποτελεί παράδειγμα υψίστης αυταπάρνησης, ηρωϊσμού και φιλοπατρίας. Είχε ταχθεί υπέρ μίας Ενωμένης Ελλάδας, και πρέσβευε την ενιαία άμυνα της με πάση θυσία.
Ως γνωστόν, οι αρχαίοι Έλληνες, ονομάζανε τα παιδιά τους σύμφωνα με την εμφάνιση ή τα χαρίσματα τους. (Π.χ. «Πλάτων» σημαίνει «αυτός με τις φαρδιές πλάτες»). Έτσι και Λεωνίδας σημαίνει «Λιονταράκι», ή «αυτός που μοιάζει με λιοντάρι», προφανώς λόγω της φυσικής ρώμης και μαχητικότητας του.
Ο Λεωνίδας ήτανε γιος του Αναξανδρίδου του Β’ (απόγονος του Ηρακλή) από την Πρώτη σύζυγο, και δίδυμος αδερφός του Κλεομβρότου. Καταγότανε από την οικογένεια των Αγιαδών (17η γενιά (2)). Το 448 π.Χ. διαδέχτηκε τον άτεκνο ετεροθαλή αδερφό του Κλεομένη τον Α’. Είχε σύζυγο την Γοργώ, με την οποία και έκανε έναν γιό, τον Πλείσταρχο.
ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΙ: Φυλή Γενναία
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Λέλεξ (νέα ελλην.: Λέλεγας) ήταν ο αυτόχθων γενάρχης των Λελέγων, και με την σύζυγό του Κλεοχάρεια, γεννήθηκε ο *Ευρώτας. Κόρη τους η *Σπάρτη, η οποία παντρεύτηκε τον Λακεδαίμωνα, βασιλιά τη χώρας, γιός του *Διός και της *Νύμφης Ταϋγέτης.
*Κλασσικό παράδειγμα της Ελληνικής παραδόσεως, όπου οι Θεότητες σμίγουν με την φύση και δημιουργούν πόλεις, βουνά, ποταμούς κλπ.
Αργότερα, βασίλεψε ο ξακουστός Τινδάρεος με τα τρία παιδιά του: οι Δίδυμοι Κάστωρ και Πολυδεύκης, και η Ωραία Ελένη, η οποία παντρεύτηκε τον Μενέλαο, κι ερωτεύτηκε τον Πάρι, με τον οποίον έφυγε στην Τροία, και δημιούργησε έτσι τον Τρωϊκό Πόλεμο.
Αργότερα την βασιλεία παρέλαβε ο Ορέστης, γιός του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, κι αργότερα κληρονόμησε ο γιός του Τισαμενός.
Η Λακωνία είχε στην αρχαιότητα πολλές σπουδαίες πόλεις («εκατόμπολις»).
Τους Λακεδαιμόνιους αποτελούσαν οι Σπαρτιάτες, οι Είλωτες και οι Περίοικοι. Οι Σπαρτιάτες ήταν το ισχυρότερο Δωρικό φύλο.
– Η ανατροφή των παιδιών στην Σπάρτη ήτανε η πλέον σκληρή συγκριτικά με τα Ελληνόπουλα στην αρχαία και την σύγχρονη Ελλάδα.
– Οι Σπαρτιάτες ήτανε στρατιώτες εφ όρου ζωής: από τα 20 έως τα 60 τους έτη, οι άνδρες έτρωγαν ασκητικά και κοιμόντουσαν ανά 15 άτομα μαζί σε σκηνές.
– Οι γυναίκες είχαν εξ’ ίσου σκληρή ανατροφή με γυμνάσια, όπως οι άνδρες. Ήταν δυνατές στο σώμα και γενναίες. Όταν μία Ελληνίδα είπε σε μία Σπαρτιάτισσα «Μόνο εσείς οι Σπαρτιάτισσες εξουσιάζετε τους άντρες σας» εκείνη απάντησε «Γιατί μόνο εμείς γεννάμε άντρες».
– Οι Σπαρτιάτισσες είχαν τόσο καλή φήμη σε Ελλάδα και εξωτερικό, ώστε πλούσιοι άνδρες έπαιρναν Σπαρτιάτισσες γυναίκες για να αναθρέψουν σωστά και με φροντίδα τα παιδιά τους.
– Όταν οι φίλες παρηγορούσαν την μητέρα ενός ένδοξου στρατηγού που έπεσε στη μάχη, εκείνη τους απάντησε υπερήφανα: «Μην θρηνείτε. Η Σπάρτη έχει πολλούς ανδρείους σαν τον γιο μου».

ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ-ΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ

Στην Αρχαία Ελλάδα η κάθε μεγάλη πόλη με τα περίχωρα, αποτελούσε ένα ξεχωριστό κράτος, με αυτόνομη διοίκηση, άρχοντες, στρατό, αστυνομία. Ο λαός μας είχε απλωθεί σε εκατοντάδες αποικίες και μετοικήσεις στην Μεσόγειο, Μαύρη Θάλασσα, Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ), Αφρική αλλά και πιο πέρα. (π.Χ. Αϊνού στην Ιαπωνία, Καλάς στις Ινδίες, Αραουκανοί στην Χιλή κλπ).
Δυστυχώς αυτή η διοικητική ανεξαρτησία των Ελληνικών πόλεων διευκόλυνε την παραχάραξη της ιστορίας μας (είτε λόγω άγνοιας της Αρχαίας Γεωγραφίας, Ελληνικών Αποικιών και Γλώσσας, ή «εκ του πονηρού»), με αποτέλεσμα την πλαστή «εθνική μεταγραφή» πολύ σημαντικών Ελλήνων Ηρώων, Συγγραφέων και Επιστημόνων.
*********************************************************
Όμως κάθε σωστός μελετητής των Αρχαίων κειμένων γνωρίζει πως
«Έλληνες» ονομαζότανε όσοι είχανε την ίδια Γλώσσα, Θρησκεία
και Συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Οι πρόγονοί μας, αν και πολυγραφότατοι, τεκμηριώνανε και επεξηγούσανε την κάθε τους θεωρία, αναφερόμενοι στις πηγές τους. Μελετώντας τα χιλιάδες αρχαία κείμενα, μεγάλη εντύπωση προκαλεί:
  1. Η συστηματική αναφορά των συγγραφέων στην αρχική πηγή της πληροφορίας που μας μεταφέρουν. (Π.χ. Ο Πλάτων έμαθε από τους αρχαίους Αιγυπτίους Ιερείς … )
  2. Συχνά, στην προσπάθεια τους να χρονολογήσουν ορθά κάποιο γεγονός στα βάθη της ιστορίας, αναφέρουν πλανητικές διελεύσεις και όψεις. (Π.χ. ο κατακλυσμός του Ωγύγου συνέπεσε με την διέλευση του Δία στον αστερισμό … )
  3. Οι πληροφορίες και η αρχική πηγή διασταυρώνονται από πολλούς συγγραφείς χωρίς αντιφάσεις. Αυτό επιβεβαιώνει την αξιοπιστία των πηγών και διευκολύνει τον σύγχρονο μελετητή.
Συνεπώς από ερευνητικής απόψεως, οι αρχαίες πηγές είναι άκρως αξιόπιστες.
*********************************************************
Οι Έλληνες, πέρα από τα αξεπέραστα πολιτιστικά μνημεία είχανε και εντυπωσιακή υπεροχή στην πολεμική τέχνη. Πριν τα τεχνολογικά επιτεύγματα επηρεάσουν τα πολεμικά αποτελέσματα, η σωματική δύναμη, πολεμική στρατηγική και γενναιότητα ήταν οι συνισταμένες που θα έφερναν τη νίκη.
Παρά το ολιγάριθμο των πολεμιστών, οι Έλληνες στην παγκόσμια ιστορία από την αρχαιότητα μέχρι και την νεότερη ιστορία των Παγκοσμίων Πολέμων, επέδειξαν μεγάλη ανδρεία και κατατρόπωσαν στρατεύματα κατά πολύ ισχυρότερα τους.
Ο Αλέξανδρος, (πρόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου) προσποιήθηκε ότι συμπράττει με τους Πέρσες, ώστε να μάθει τα πολεμικά τους σχέδια και να ενημερώσει τους Έλληνες για τις κινήσεις και τα σχέδια του Ξέρξη.
Η Πυθία συμβούλευσε τον Αθηναίο Θεμιστοκλή να περιορίσει τους Αθηναίους στα Ξύλινα Τείχη, που ήτανε απόρθητα. Έτσι ο Θεμιστοκλής έχτισε Πολεμικά Πλοία.
«Των δε Θερμοπυλέων το μεν προς εσπέρας ούρος άβατον» [3].
Ανάμεσα στις παρυφές της Οίτης και τις ακτές του Μαλιακού, βρίσκεται ο στενωπός του Καλλιδρομίου όρους, που εκτείνεται από την Θεσσαλία ως την Λοκρίδα. Εκεί υπάρχει μία στενή λωρίδα γης, τα στενά, από όπου εκρέουν θερμές πηγές θειούχων υδάτων σε πετρώδες έδαφος, εξ ου και το όνομα Θερμοπύλες: Ετυμολογικά, η ονομασία σημαίνει Θερμές Πύλες, πέρασμα όμοιο με πύλη. [4] .
Κοντά βρισκόταν και το αρχαίο Αμφικτυονικό Ιερό της Δήμητρας, το οποίο οι Έλληνες είχαν χρέος να προασπίσουν έναντι των επιδρομέων [5] .
Ο ΞΕΡΞΗΣ οργάνωσε την εκστρατεία στην Ελλάδα με αναρίθμητο στρατό, πεζικό, ιππικό, δούλους, χίλια πλοία, άραβες σε καμήλες, Αφρικανούς με δέρματα από λιοντάρια, ιππείς με τόξα και πελέκεις. Όταν έφτασε στον Ελλήσποντο για να τιμωρήσει την θάλασσα για την τρικυμία, διέταξε να την μαστιγώσουν 300 φορές και να ρίξουν ένα ζεύγος χειροπέδες στα νερά [6] .
Ο Ηρόδοτος διηγείται ότι ο Δημάρατος, εξόριστος Βασιλιάς της Σπάρτης και σύμβουλος του Πέρση Βασιλιά, είπε στον Ξέρξη πως
«Οι Έλληνες είναι λαός φτωχός και προικισμένος με μεγάλες αρετές. Οι άντρες αυτοί ετοιμάζονται να πολεμήσουν και έχουν την συνήθεια πριν τη μάχη, στολίζονται και φορούν στεφάνι στα μαλλιά. Να γνωρίζεις πως αν καθυποτάξεις και τους Σπαρτιάτες, κανένα άλλο έθνος δεν θα τολμήσει να σου αντισταθεί. Πολεμάς με Ένδοξο λαό και γενναιότατους άντρες» [7].
Ο Ξέρξης θεώρησε την νίκη των Περσών βέβαιη. Πίστεψε πως ενώ οι ηγέτες αρχικά θα προβάλλουν αντίσταση για χάριν γοήτρου, στην μάχη οι Έλληνες θα λιγοψυχήσουν αντιμετωπίζοντας τις μυριάδες των Περσών. Μα των περίμενε μία δυσάρεστη έκπληξη, σαν είδε τον θρίαμβο των Ελλήνων, ΟΤΑΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΙΑΣΜΕΝΟΙ.
Προαγγελία Πολέμου
Ο αγγελιαφόρος των Περσών είδε τους Έλληνες να ετοιμάζουν γυμναστικές επιδείξεις, και με εντυπωσιακή ψυχραιμία να βγαίνουν άφοβα από τα τείχη. Τελετουργικά χτενίζανε τα μαλλιά τους, καλλωπίζονταν, καθαρίζονταν, σε μία ηρωϊκή γιορτή.
Ο Λεωνίδας απαντά «Μολών Λαβέ» στην πρόταση του Ξέρξη να παραδώσει τα όπλα (γη και ύδωρ). Με Μολών Λαβέ απάντησαν στον εχθρό αρκετοί μεταγενέστεροι πολιτικοί. Σήμερα είναι το έμβλημα του 1ου Ελληνικού Σώματος Στρατού.
Εκτός από την αναμφισβήτητη γενναιότητα του Λεωνίδα, υπάρχουν δύο σημαντικοί παράγοντες που επηρέασαν την εξέλιξη των γεγονότων:
  1. Ο χρησμός του Δελφικού Μαντείου προείδε ότι «Η Σπάρτη θα μπορούσε να σωθεί μόνον μετά τον θάνατο του βασιλιά της, απόγονο του Ηρακλή».
  2. Οι Έφοροι δεν υποστήριξαν τον Λεωνίδα με επαρκή στρατό, αφ’ ενός εξαιτίας των Καρνείων Εορτασμών (Εορτή προς τιμή του Καρνείου Απόλλωνα, διάρκειας 9 ημερών, κατά την οποία απαγορευότανε οι πολεμικές επιχειρήσεις), και αφ’ ετέρου για να ενισχύσουνε τις Ελληνικές δυνάμεις στον Ισθμό της Κορίνθου.
Στις Θερμοπύλες οι Πέρσες υπολόγιζαν πως η παραδειγματική τιμωρία των Ελλήνων ήτανε ζήτημα ελάχιστων ωρών.
Οι Σπαρτιάτες έστειλαν τον Λεωνίδα με 300 επίλεκτους άνδρες στις Θερμοπύλες. Σύμφωνα με τις πολεμικές συνήθειες τους, επέλεξαν να στείλουν άνδρες με μεγάλους γιους ώστε να αφήσουν ώριμο άρρενα συνεχιστή της γενιάς, σε περίπτωση θανάτου τους.
Ο Ορχομενός προσέφερε 120 άνδρες, η Κόρινθος 400, η Φιλιούντα 200 οπλίτες, οι Μυκήνες 80, και οι Θεσπιείς 700 γενναίους άνδρες.
Σε δύο μερόνυχτα τα πολυπληθή Περσικά Στρατεύματα είχανε αποδεκατιστεί από μικρές ομάδες Ελλήνων οι οποίοι μάχονται … εναλλάξ, φανερά υποτιμώντας τις Περσικές δυνάμεις ! Τις δύο πρώτες μέρες 20,000 Περσών στρατιωτών σκοτώθηκαν, ανάμεσα τους δύο αδερφοί του Ξέρξη, ενώ οι «Αθάνατοι» πολεμιστές του Ξέρξη οπισθοχώρησαν.
Την Τρίτη μέρα συνεχίστηκε ο αφανισμός των πλέον επίλεκτων μαχητών του Ξέρξη. Οι Πέρσες κατανοούν ότι μόνον αν περικυκλώσουνε τους Έλληνες, αν γνώριζαν την περιοχή καλά, θα τους κατατροπώνανε [8] .

Χώρα που γεννάς τους Ήρωες, γεννάς και Εφιάλτες

Ο Εφιάλτης ήταν ένας φιλόδοξος κάτοικος γειτονικού χωριού, ο οποίος δελεάστηκε από τα πλούτη και τις τιμές που του έταξε Ο Ξέρξης. Έτσι οδήγησε τον Πέρση Στρατηγό Υδάρνη με τους στρατιώτες του στην χαράδρα του Ασωπού, όπου συναντούν τους 1000 Φωκαείς, και τους ξυπνούν!!!
Οι Φωκαείς αντιλαμβάνονται πως οι Πέρσες δεν τους καταδιώκουν, κι επαναπαύονται στην Ανδρεία των τριακοσίων ! Πράγματι, οι Πέρσες στοχεύουν στον αφανισμό των τριακοσίων, για να σπάσουν τον πυρήνα τη Ελληνικής Αντίστασης. Αν οι Φωκαείς είχανε κρατήσει άμυνα, η ροή της ιστορίας θα είχε εξελιχθεί διαφορετικά.
Η Μάχη των Θερμοπυλών:
Όταν η αγάπη γιά την πατρίδα υπερβαίνει το καθήκον
Το 480 π.Χ., ηγούμενος 7,000 ανδρών, μεταξύ των οποίων 300 επίλεκτων Σπαρτιατών, οχυρώθηκε στα στενά των Θερμοπυλών για να ανακόψει το πέρασμα των στρατευμάτων του Ξέρξη.
Οι Σπαρτιάτες πολεμιστές φέρανε δόρυ στο δεξί χέρι. Στο αριστερό πλευρό φέρανε ξίφος ή μαχαίρι, που κρεμότανε από τον δεξιό ώμο με λουρί. Φορούσανε περικεφαλαία, μεταλλικό θώρακα και κνημίδες. Με το αριστερό χέρι φέρανε ασπίδα, που προφύλασσε μηρούς και κορμό.
Μετά από διήμερη αντίσταση και προδοσία του Εφιάλτη, ο Λεωνίδας αντιλήφθηκε τους Πέρσες ενώ κατέβαιναν από το όρος της Οίτης, κι έστειλε δια θαλάσσης το κύριο σώμα του Στρατού με τους 300 Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς.
Οι Πέρσες ήτανε προ των πυλών, και οι Έλληνες Αρχηγοί είχανε συζητήσεις και διενέξεις. Αρκετοί Αρχηγοί αποσύρθηκαν, με τα στρατεύματα τους. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Λεωνίδας έδωσε εντολή να αποσυρθούν οι σύμμαχοι Έλληνες στρατιώτες καθώς τους θεώρησε απρόθυμους και λιγόψυχους ώστε να αντιμετωπίσουν τον ισχυρό εχθρό.
Οι Θεσπιείς με Αρχηγό τον Δημόφιλο παρέμειναν στο πλευρό του Λεωνίδα με δική τους θέληση, δηλώνοντας πως αρνούνται να εγκαταλείψουν τον Λεωνίδα και τους 300. Τόσο όμορφα μας εξιστορεί ο Ηρόδοτος «Έτσι οι Θεσπιείς έζησαν με τους Σπαρτιάτες, και πέθαναν μαζί τους».
Οι ήρωες παρέμειναν να προασπίσουν των Ελλήνων τα Ιερά. Μία χούφτα άνθρωποι αποφάσισαν να αναμετρηθούν με τον Γιγάντιο Περσικό στρατό, με την επίγνωση πως οι άρχοντες της πόλης αλλά και οι άλλοι Έλληνες τους εγκατέλειψαν, εγκαταλείποντας έτσι κάθε Ελπίδα για Ελευθερία κι Αξιοπρέπεια.
«Αρχή άνδρα δείκνυσι»
«Η εξουσία φανερώνει τον άνδρα»
(Πιττακός ο Μυτιληναίος)
Προσφέρει ο Ξέρξης στον Λεωνίδα την κυριαρχία όλης της Ελλάδος. Και η απάντηση του Λεωνίδα :
«- Πες στον κύριο σου ότι προτιμώ να πεθάνω για την πατρίδα μου, παρά να την υποδουλώσω!»
Το πρωί της μεγάλης μέρας, οι πολεμιστές γυάλισαν το δόρυ και τις ασπίδες τους, ακόνισαν τα ξίφη τους και κάνανε λουτρό. Χτένισαν κι αρωμάτισαν τα μακριά μαλλιά τους και κάθισαν σε δείπνο. Η πρόποση του Λεωνίδα λιτή: «Συμπατριώτες, ας προγευματίσουμε λιτά, αφού το βράδυ θα φάμε πλουσιοπάροχα στα Βασίλεια του Πλούτωνα» [9].
Την επόμενη μέρα ο Ξέρξης και η φρουρά του με φρίκη είδε τις εκατοντάδες πτωμάτων Περσών στρατιωτών.
Ειδεχθές το θέαμα, κι αν ο Περσικός στρατός το έβλεπε, θα τρεπότανε σε φυγή. Οι μηχανικοί του Ξέρξη ανοίγουν τεράστια τάφρο και ρίχνουνε μέσα τα πτώματα των Περσών, σκεπάζοντας την καλά με χώμα. Αφήνουν διάσπαρτα μόνο πτώματα Ελλήνων, για να προκαλέσουν συγκίνηση και ταραχή στους συμπατριώτες τους. Στο μέσον υψώνουνε έναν πάσαλο, προορισμένο για να κρεμαστεί το αποκεφαλισμένο σώμα του Λεωνίδα.
Υπέρτατο πρότυπο στρατιωτικής εντολής.
Όλοι μαζί βρισκόμενοι αντιμέτωποι με τα πολυάριθμα στρατεύματα του Ξέρξη, δεν δέχτηκαν να αποχωρίσουν όπως άλλα Ελληνικά φύλλα, ώστε να δώσουν το σωστό παράδειγμα στις νέες γενιές των Ελλήνων.
Μετά από γενναίο αγώνα, τον Αύγουστο του 480 π.Χ. ο Λεωνίδας έπεσε ηρωϊκά με τους συμπολεμιστές του στο πεδίο της μάχης, στην δίοδο του στενωπού των Θερμοπυλών. Ο ολιγάριθμος Ελληνικός στρατός περικυκλώθηκε και εξολοθρεύτηκε ολοσχερώς, πλην των Θηβαίων, οι οποίοι παραδόθηκαν. Ο Λεωνίδας έπεσε ηρωϊκά, και οι Σπαρτιάτες περικύκλωσαν προστατευτικά το σώμα του, μέχρι τον θάνατο και του τελευταίου.
Μόνον δύο Σπαρτιάτες σώθηκαν: Ο Λεωνίδας έστειλε δύο τραυματίες πολέμου, τον Αριστόδημο [10] και τον Εύρυτο στην Σπάρτη, για να ιστορήσουν με κάθε λεπτομέρεια την εξέλιξη της αναμέτρησης. Χάριν σ’ αυτούς γνωρίζουμε για την μάχη ως το τέλος.
Ένας τρίτος Σπαρτιάτης, ο Παντίτης στάλθηκε από τον Λεωνίδα στην Θεσσαλία για να ζητήσει ενισχύσεις, μα επέστρεψε στις Θερμοπύλες μετά το πέρας της μάχης. Λίγο αργότερα κρεμάστηκε από τύψεις και ντροπή, θεωρώντας την φυγή του άνανδρη.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Ξέρξης έδωσε την ασυνήθιστα σκληρή εντολή για τους Πέρσες να αποκεφαλιστεί το άψυχο κορμί του Λεωνίδα και το σώμα του να σταυρωθεί, χάριν εντυπωσιασμού. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ξέρξης μετανοώντας για την πράξη του, διέταξε να επιστραφεί το πτώμα του Λεωνίδα στην Σπάρτη, όπου κηδεύτηκε με λαμπρές τιμές, σε μία άκρως συγκινητική τελετή. Ο τάφος του Λεωνίδα σώζεται μέχρι σήμερα στο Βόρειο σημείο της σύγχρονης Πόλης της Σπάρτης.
Ο Στόχος του ηρωϊκού Λεωνίδα επιτεύχθηκε: Η πατρίδα νίκησε τον πόλεμο, κι ας έχασε μια μάχη, ας έχασε άνδρες ηρωϊκούς. Ο Αγώνας τους αυτός συγκλονίζει την ανθρωπότητα 2,500 χρόνια τώρα:
Η ανδρεία, το να βαδίζεις στο θάνατο για μια ανώτερη ιδέα, την πατρίδα σου. Ασπίδα Σωτηρίας και παράδειγμα αυταπάρνησης στις γενιές που ακολουθούν.

Οι Εορτασμοί των Λεωνιδείων

Προς τιμή του Λεωνίδα και των συμπολεμιστών του που έπεσαν στις Θερμοπύλες, Οι Σπαρτιάτες διοργάνωσαν ετήσια γιορτή με τοπικούς αγώνες. Δύο μνημεία προς τιμή του Λεωνίδα αλλά και του Παυσανία (ο οποίος ηγήθηκε της μάχης των Πλαταιών), στήθηκαν απέναντι από το Θέατρο της Σπάρτης. Κάθε χρόνο, γινότανε ομιλίες προς τιμήν των δύο ηρώων αλλά και αγώνες στους οποίους αγωνιζότανε αποκλειστικά Σπαρτιάτες [11] .

Επίλογος

Οι Έλληνες έχασαν την Μάχη των Θερμοπυλών, μα κέρδισαν τον Πόλεμο κατά των Περσών. Μετά την τελική νίκη, οι Έλληνες ανήγειραν μνημείο με την επιγραφή:
«Μυριάσιν ποτέ τήδε τριακοσίας εμάχοντο. Εκ Πελοποννήσου χιλιάδες τέτορες».
«Κάποτε εδώ πολέμησαν 1,400 Πελοποννήσιοι με 3,000,000 εχθρών».
Στον τύμβο των Σπαρτιατών, οι Αμφικτύονες θα αθανατοποιήσουν την ηρωϊκή κραυγή των τριακοσίων, και του αρχηγού τους, Λεωνίδα.
«Ω ξένε, πες στους Λακεδαιμόνιους πως παραμένουμε εδώ,
υπακούοντας τις εντολές τους».
« Ώ ξειν', ἀγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα,
τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι »
(Επιτάφιος των Θερμοπυλών, επίγραμμα Σιμωνίδου)
Το όνομα τους θα μείνει αθάνατο όσο υπάρχουν ιδανικά, όσο υπάρχουν αξίες, όσο υπάρχουν πολεμιστές με συνείδηση, αδέκαστοι και ευπάτριδες.

Υστερόγραφο

Ευχαριστούμε τις ξένες παραγωγές τύπου «300», που σέβονται και αναδεικνύουν τον πολιτισμό μας, όχι απλώς ψυχαγωγώντας, μα διδάσκοντας με αληθινά ιστορικά στοιχεία.

Μάρση Κοκκινάκη
Υπ. Διδάκτωρ, Πανεπιστήμιο Μετροπόλιταν Λονδίνου
MKokkinaki@absconsulting.com

Βιβλιογραφία

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Wikipedia, the free encyclopedia.
2. Πηγές Πίνακα : Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κων/νος Παπαρηγόπουλος, Σχόλια και επεξηγήσεις Καθηγητής Παύλος Καρολίδης, Εθνικό Πανεπιστήμιο. Εκδόσεις Ελευθερουδάκη, Αθήναι, 1932.
3. Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, Γενικόν Επιτελείον Στρατού, Διεύθυνσις Β5, Αθήναι, 1940.
4. Στράβων, 9, 4, 12.
5. Ηρόδοτος, 71.76
6. Δ. Δημητράκου «Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης», Αθήνα, 1960.
7. Παυσανίου «Ελλάδος Περιήγησις», Παυς. ΙΙΙ, 14, 1.
8. Δ. Δημητράκου «Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης», Αθήνα, 1960.
9. Παυσανίου «Ελλάδος Περιήγησις», Παυς. ΙΙΙ, 14, 1.
10. Χρίστου Μαλλιαρού «Ιστορία των Ανατολικών Λαών και της Αρχαίας Ελλάδος από των Μηδικών Πολέμων μέχρι του Θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Ο.Ε.Σ.Β. 1960.
11. Ηρόδοτος, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία.
12. Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, Ιωάννου Πασά, 1940. Τόμοι «Ελλάς», «ΙΒ’» και «ΙΗ’».
13. «Ημερολόγιον Της Μεγάλης Ελλάδος», Ιδρυτής-Διευθυντής Γεώργιος Δροσίνης, Εκδ. Ι.Ν. Σιδέρης, Αθήνα, Τυπογραφείον «Εστία», 1922-1932.
14. Ο Αριστόδημος απαλλάχτηκε των καθηκόντων του λόγω σοβαρού τραυματισμού στο μάτι.
15. Παυσανίου «Ελλάδος Περιήγησις», Παυς. ΙΙΙ, 14, 1. 16. Λάμπρος Σ. Βρεττός «Λεξικό Τελετών, Εορτών και Αγώνων των Αρχαίων Ελλήνων», Εκδ. Ι.Κονιδάρης & Σια, Αθήνα 1999.

Αρχαίοι Συγγραφείς

1. Ηρόδοτος, 71.76
2. Παυσανίας «Ελλάδος Περιήγησις» ΙΙΙ, 14, 1.
3. Πλούταρχος
4. Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Οι 7 Σοφοί, Πιττακός ο Μυτιληναίος
5. Στράβων, 9, 4, 12.

Νεώτεροι Συγγραφείς

1. Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, Ιωάννου Πασά, 1940. Τόμοι «Ελλάς», «ΙΒ’» και «ΙΗ’».
2. «Ημερολόγιον Της Μεγάλης Ελλάδος», Ιδρυτής-Διευθυντής Γεώργιος Δροσίνης, Εκδ. Ι.Ν. Σιδέρης, Αθήνα, Τυπογραφείον «Εστία», 1922-1932.
3. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κων/νος Παπαρηγόπουλος, Σχόλια και επεξηγήσεις Καθηγητής Παύλος Καρολίδης, Εθνικό Πανεπιστήμιο. Εκδόσεις Ελευθερουδάκη, Αθήναι, 1932.
4. Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, Γενικόν Επιτελείον Στρατού, Διεύθυνσις Β5, Αθήναι, 1940.
5. «Time-Life History of the World, 600-400 BC. Time Life Books, Amsterdam , 1988.
6. Εγκυκλοπαίδεια Britannica, 11η έκδοση.
7. Δ. Δημητράκου «Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης», Αθήνα, 1960.
8. Χρίστου Μαλλιαρού «Ιστορία των Ανατολικών Λαών και της Αρχαίας Ελλάδος από των Μηδικών Πολέμων μέχρι του Θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Ο.Ε.Σ.Β. 1960.
9. Λάμπρος Σ. Βρεττός «Λεξικό Τελετών, Εορτών και Αγώνων των Αρχαίων Ελλήνων», Εκδ. Ι.Κονιδάρης & Σια, Αθήνα, 1999.
10. Β. Κυριακίδη «Ελλάς, Μεγάλη Εικονογραφημένη Λαογραφία, Γεωγραφία, Ιστορία», εκδ. Χρ. Γιοβάννη, Αθήνα 1971.
11. Α. Γεωργοπαπαδάκος, Καθηγ. Αμερικάνικου Κολλεγίου Θες/νίκης «Ελληνική Γραμματολογία από τους Μυθικούς Χρόνους ως την εποχή του Ιουστινιανού», Θεσ/νίκη 1955.
12. Μάρση Κοκκινάκη «Μέγας Αλέξανδρος, Η Αληθινή Ιστορία», 2004.
13. Wikipedia, the free encyclopedia.
14. Δημ. Ν. Παπαδημητρίου «Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Σοφίας», Τόμος Α’ και Β’, (εκδοθέν από τον συγγραφέα), Αθήνα 1964.

Διογένης ο «Κυνικός» (ή Κύων)


Ο Διογένης ο «Κυνικός» (ή Κύων), γνωστός κι ως ο Διογένης ο Σινωπεύς, ήταν Έλληνας φιλόσοφος, που γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου περίπου το 412 π.Χ. (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.) και θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της Κυνικής Φιλοσοφίας. Σύμφωνα με έναν θρύλο, γεννήθηκε την ημέρα που πέθανε ο Σωκράτης.
Λέγεται ότι οι Σινωπείς τον εξόρισαν γιατί παραχάραξε το τοπικό νόμισμα. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι ακολούθησε στην εξορία τον πατέρα του Ικεσία, επόπτη του νομισματοκοπείου της Σινώπης, όταν αυτός κατηγορήθηκε σαν παραχαράκτης. Ο Διογένης λόγω της εξορίας, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ως πολιτικός εξόριστος το 370 π.Χ. Συνήθως, τα καλοκαίρια έμενε στην Κόρινθο και τους χειμώνες στην Αθήνα.

Πολύ γρήγορα εντυπωσιάστηκε από τη διδασκαλία του Αντισθένη, ένας από τους πιο διαπρεπείς μαθητές του Σωκράτη και ζήτησε να γίνει μαθητής του. Λέγεται, ότι εμφανίστηκε μπροστά στον Αντισθένη, σαν τραπεζίτης, παρακαλώντας τον να τον δεχθεί ως μαθητή του. Ο Αντισθένης, φυσικά, αρνήθηκε να διδάξει έναν τραπεζίτη. Ο Διογένης επέμενε για πολύ καιρό. Ο Αντισθένης αποφάσισε να τον δεχθεί μόνο όταν τον είδε να είναι ντυμένος με κουρέλια, να κοιμάται στο χώμα και στις λάσπες, και να περιπλανιέται ζητιανεύοντας μαζί με τους άλλους ζητιάνους. Σύντομα ο Διογένης ξεπέρασε το δάσκαλό του, όχι μόνο σε φήμη, αλλά και στην αυστηρότητα του τρόπου ζωής. Θεωρείται το αρχέτυπο των Κυνικών, και μάλιστα πολλοί του αποδίδουν την καθιέρωση του Κυνικού τρόπου ζωής, αν και ο ίδιος αναγνωρίζει το χρέος του στον Αντισθένη. Η κυνική φιλοσοφία λέγεται έτσι γιατί οι κυνικοί είχαν ως έμβλημά τους τον Κύων (τον σκύλο) και έλεγαν «εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους διότι εμείς δεν δαγκώνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε». Οι κυνικοί φιλόσοφοι πρέσβευαν την απόλυτη αμφισβήτηση των πάντων, απέρριπταν κάθε εξουσία και ήθελαν την απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου.

Ο Διογένης δεν συγκρότησε ένα θεωρητικό σύστημα αξιών, αλλά με τις πράξεις του γελοιοποίησε, εξευτέλισε κυριολεκτικά τις κυρίαρχες κοινωνικές συμβάσεις, σε σημείο που δύσκολα θα έφτανε και ο πιο ριζοσπαστικός αναρχικός της εποχής μας. Το έδαφος είχε ήδη προλειάνει ο Αντισθένης, ο οποίος κήρυττε δημοσίως ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει κυβέρνηση, ατομική ιδιοκτησία, επίσημη θρησκεία, γάμος. Απέρριψε τη φήμη και τις τιμές, αλλά η επίδειξη του ασκητισμού του ήταν τόσο καινούργια για τους Έλληνες ώστε προσήλκυσε μεγάλη προσοχή και πολλοί έφτασαν να τον θεωρούν εξαιρετικά σοφό.

Ο Διογένης έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Η διδασκαλία του ήταν ουσιαστικά επαναστατική και ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε. Προσπάθησε με τα επιχειρήματα του, να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. Αυτό κατά την γνώμη του θα γινόταν δυνατό, αν ο άνθρωπος επέστρεφε στην φύση. Πίστευε δηλαδή πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, την λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί να την εξασφαλίσει. Υπήρξε είρωνας καυστικότατος και ονειδιστείς των ανθρώπινων αδυναμιών, προπάντων δε της ματαιοδοξίας και της υπεροψίας. Τρεφόταν μόνο από προσφορές των θαυμαστών του. Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραθέτει μεγάλο κατάλογο από έργα του Διογένη του Κύνου από τα οποία σώζονται αρκετά δυστυχώς όχι στη Ελληνική.

Ο Διογένης πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη Φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα. Μόνος του δημιουργεί για τον εαυτό του πλήθος τεχνητές ανάγκες και επιθυμίες, που τελικά τον υποδουλώνουν. Για τον Διογένη μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί όλες. Ωστόσο, οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν με την άσκηση, δηλαδή με το να ασκεί κάποιος το σώμα του, ώστε να περιορίζονται οι ανάγκες του στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό θα βοηθήσει τον άνθρωπο να αποκτήσει αυτάρκεια: όσο πιο λίγες και απλές είναι οι ανάγκες του, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να τις ικανοποιεί. Η παράδοση στις σωματικές απολαύσεις συνιστά αδυναμία αλλά και αδικία. Στον ευτραφή ρήτορα Αναξιμένη έλεγε σαρκαστικά ο Διογένης: «Αναξιμένη, δώσε λίγη κοιλιά και στους φτωχούς».

Ο Διογένης και οι μεταγενέστεροί του Κυνικοί απορρίπτουν ό,τι σηματοδοτεί τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο Νόμος δεν έχει καμία απολύτως αξία απέναντι στη φύση, διότι οι νόμοι είναι ανθρώπινα έργα και διαφέρουν από χώρα σε χώρα, επομένως δεν έχουν αντικειμενικό κύρος και είναι ανάξιοι σεβασμού. Για τον λόγο αυτό, ακριβώς, κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις πράξεις κάποιου, ούτε και οποιαδήποτε εξουσία έχει το δικαίωμα να καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων.

Χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, την λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει.Εφαρμόζοντας στην πράξη τις αρχές του κυκλοφορούσε στην Αθήνα ξυπόλυτος, φορώντας χειμώνα καλοκαίρι το ίδιο ρούχο και μόνο στα μεγάλα κρύα δανειζόταν από κάποιο φίλο του ένα μανδύα και είχε στην πλάτη του ένα σακούλι όπου έβαζε τίποτε τρόφιμα και ένα τάσι για να πίνει νερό. Κοιμόταν χωρίς να μεταχειρίζεται στρωσίδια μέσα σε ένα…πιθάρι, με φύλακες τα σκυλιά του, που άλλοτε το κυλούσε στη Βασίλειο Στοά κι άλλοτε στο Μητρώο, κάτω από την Ακρόπολη, αποδεικνύοντας, έτσι, πως και το σπίτι ακόμα ήταν κάτι το περιττό. Απέρριπτε την πολυθεΐα και τις θρησκευτικές λατρείες, ως αυθαίρετους ανθρώπινους θεσμούς.

Περιγελούσε τους ρήτορες που στους λόγους των έκαναν πολύ θόρυβο περί δικαιοσύνης αλλά ουδέποτε την εφάρμοσαν στη ζωή τους. Έλεγε ότι οι άνθρωποι αγωνίζονται να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο σε υλικά αποκτήματα, αλλά κανένας δεν αγωνίζεται να γίνει καλύτερος και αληθινός.

Δε δημιούργησε ποτέ δική του οικογένεια και θεωρούσε τον εαυτό του ως «πολίτη του κόσμου» (κοσμοπολίτης).Οι Αθηναίοι αγαπούσαν τον Διογένη, για την ετοιμότητα και την ευφυΐα του, με τις οποίες απαντούσε σε κάθε ερώτηση που του έκαναν, καθώς και για τον αδυσώπητο και τραχύ τρόπο με τον οποίο έσκωπτε τα κακώς έχοντα στην κοινωνία. Τη σκέψη του την απασχολούσαν αποκλειστικά τα ηθικοκοινωνικά προβλήματα, η δε διδασκαλία του, ουσιαστικά, ήταν επαναστατική και ανατρεπτική της υφισταμένης τάξεως. Γι’ αυτό όταν ένας νεαρός του έσπασε το πιθάρι, μαστίγωσαν τον νεαρό και του έδωσαν άλλο.

Σ’ ένα ταξίδι του στην Αίγινα, ο Διογένης συνελήφθη από πειρατές και στάλθηκε στην Κρήτη όπου και εκτέθηκε για πώληση. Ο Ξενιάδης, εντυπωσιασμένος από το πνεύμα του Διογένη, τον αγόρασε παίρνοντάς τον μαζί του στην Κόρινθο. Εκεί του εμπιστεύτηκε το νοικοκυριό του και του ανέθεσε την ανατροφή των δύο γιων του. Ο Διογένης φέρεται να είπε στον Ξενιάδη, «Πρέπει να με υπακούεις, παρόλο που είμαι σκλάβος· διότι εάν ο γιατρός ή ο καπετάνιος πλοίου βρίσκονταν υπό δουλεία, θα υπακούονταν».
Ο Διογένης εκτελούσε τα καινούργια του καθήκοντα με τέτοια επιτυχία που ο Ξενιάδης συνήθιζε να λέει στους γύρω του, «Ένας έντιμος μεγαλοφυής μπήκε στο σπίτι μου.» Ο Εύβουλος, στο βιβλίο του με τον τίτλο «Η πώληση του Διογένη», μας περιγράφει πώς ο Κυνικός φιλόσοφος διαπαιδαγωγούσε τους γιους του Ξενιάδη. Τους μάθαινε ν’ αποστηθίζουν πολλά χωρία από ποιητές, ιστορικούς και από τα κείμενα του ίδιου του Διογένη. Τους ασκούσε με κάθε τρόπο στο ν’ αποκτήσουν καλή μνήμη. Στο σπίτι τους μάθαινε να αυτοεξυπηρετούνται και να είναι ευχαριστημένοι με λιτό φαγητό και νερό. Τους μάθαινε να κόβουν τα μαλλιά τους κοντά και να μην τα στολίζουν, να σκεπάζονται με ελαφρά σκεπάσματα, να περπατούν ξυπόλητοι, σιωπηλοί, χωρίς να κοιτάζουν γύρω τους στους δρόμους. Τα παιδιά έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για το Διογένη και ζητούσαν χάρες από τους γονείς τους γι’ αυτόν. Επιπλέον ο Διογένης τους δίδαξε ιππασία, σκοποβολή, σφαιροβολία, και ακοντισμό. Αργότερα, όταν έφτασαν σε ηλικία για το σχολείο της παλαίστρας, δεν επέτρεπε στο δάσκαλο να τους δώσει πλήρη αθλητική εκπαίδευση, αλλά μόνο τόση ώστε να τους κρατάει σε καλή φυσική κατάσταση.

Στην Κόρινθο ο Διογένης έζησε το υπόλοιπο της ζωής του, την οποία αφιέρωσε αποκλειστικά στο να κηρύττει τα δόγματα της ενάρετης αυτοκυριαρχίας. Στα Ίσθμια (μια από τις τέσσερις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές του αρχαίου κόσμου) δίδασκε σε μεγάλα ακροατήρια που στράφηκαν προς αυτόν μετά το θάνατο του Αντισθένη.

Ο Διογένης, είχε παντού εχθρούς ή φίλους που διασκέδαζαν μαζί του, εμπαίζοντάς τον, εξορίστηκε από την πατρίδα του, πουλήθηκε ως δούλος, κέρδισε την ελευθερία του, γνώρισε όλες τις πτυχές της ζωής αφού έγινε απο τραπεζίτης μέχρι ζητιάνος, και από φιλόσοφος μέχρι σκύλος (ζώντας σκυλίσια ζωή), στο τέλος κοιμόταν μέσα σε ένα μεγάλο πιθάρι. Δήλωνε ότι ήταν εναντίον του πολιτισμού, αφού «Οι άνθρωποι είναι ζώα και τα ζώα δεν έχουν πολιτισμό, έχουν μόνο φυσικές ανάγκες, αλλά ας γίνουν τα ζώα πρώτα άνθρωποι και έπειτα ας κάνουν και πολιτισμό, πράγμα δύσκολο, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πουθενά, εκτός εάν μιλάμε για χρήματα, για πόλεμο και για θεάματα».

Πολλοί γελούσαν μαζί του επειδή κοιμόταν στο πιθάρι του κι εκείνος γελούσε μαζί τους επειδή δεν χωρούσαν στο πιθάρι του, γιατί ήταν χοντροί. «Η φιλοσοφία δεν έχει σπίτι» έλεγε, «γιατί είναι τόσο μεγάλη που δεν χωράει σε κανένα σπίτι και μπορεί να έχει σαν στέγη της μόνο τον ουρανό».
Έχοντας διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα ζώο, ο Διογένης έκανε την ανάγκη του δημοσίως, και έλεγε ότι απολύτως καμία σωματική ανάγκη δεν θα έπρεπε να θεωρείται ανήθικη ή πρόστυχη αφού η φύση την δημιουργεί. Ο Διογένης, επίσης, αυνανιζόταν δημοσίως, κατά προτίμηση στην αγορά.

Για το θάνατο του Διογένη υπάρχουν διάφορες πληροφορίες. Οι ιστορικοί, όμως, δεν είναι βέβαιοι ούτε για το χρόνο ούτε για τον τρόπο του θανάτου του. Πιστεύεται ότι ο Διογένης πέθανε 323 π.Χ στην Κόρινθο πολύ γέρος και κατά την παράδοση την ίδια μέρα που πέθανε στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος. Οι Κορίνθιοι του έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία και στον τάφο του έστησαν μαρμάρινο κίονα, πάνω στον οποίο έστεκε καμαρωτός ένας σκύλος από μάρμαρο της Πάρου (κύνα). Λέγεται ότι είχε προκύψει διαμάχη μεταξύ των μαθητών του για το ποιος θα τον θάψει. Τελικά, με εισήγηση ανδρών επιρροής, θάφτηκε από τους γιους του Ξενιάδη. Στη συνέχεια συμπατριώτες του από τη Σινώπη τον τίμησαν με ορειχάλκινα αγάλματα, κοντά στη γιγαντιαία κολόνα με το σκύλο, πάνω στα οποία χάραξαν την ακόλουθη επιγραφή: «Ο χρόνος κάνει ακόμη και το χαλκό να παλιώνει· αλλά τη δόξα σου, ω Διογένη, η αιωνιότητα ποτέ δεν θα καταστρέψει. Διότι εσύ μόνος δίδαξες στους θνητούς το μάθημα της αυτάρκειας και το πιο ενάρετο μονοπάτι της ζωής».

Ο Διογένης άφησε πίσω του μαθητές που ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο ζωής και καυτηρίασαν έμπρακτα την αφύσικη και τεχνητή ζωή του πολιτισμού. Από τους πιο γνωστούς συνεχιστές του είναι ο Κράτης o Θηβαίος, που έζησε ως επαίτης, έχοντας μάλιστα στο πλευρό του την Ιππαρχία, κοπέλα από αρχοντική οικογένεια και αδελφή του επίσης Κυνικού Μητροκλή.

Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραθέτει μακρότατο κατάλογο των έργων του φιλοσόφου, από τα οποία όμως τίποτα δεν διασώθηκε. Ο ίδιος συνέλεξε αποφθέγματα, ανέκδοτα και λεπτομέρειες από το βίο του μεγάλου κυνικού. Πολλά όμως απ’ αυτά όμως, ίσως και να είναι επινοήματα των μεταγενεστέρων θαυμαστών του. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα:

* Ο Διογένης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και κατάληξε στα δουλοπάζαρα. Ο δουλέμπορος δεν τον άφηνε να καθίσει, γιατί ήθελε να βλέπει ο κόσμος την «πραμάτεια» του. Ο Διογένης τότε του είπε, «Δεν έχει σημασία γιατί και τα ψάρια όπως και να στέκονται το ίδιο πωλούνται». Ο Ξενιάδης, πλούσιος, αριστοκράτης της εποχής είδε τον Διογένη και θέλησε να τον αγοράσει. Συζήτησε με τον δουλέμπορο και ο δουλέμπορος πλησίασε τον Διογένη και του λέει «αυτός ενδιαφέρεται να σε αγοράσει, τί δουλειά ξέρεις να κάνεις να του πώ;». Ο Διογένης με λογοπαίγνιο απαντά «ανθρώπων άρχειν» και συμπλήρωσε «Φώναξε μήπως κάποιος θέλει δεσπότη». Το λογοπαίγνιο αυτό, ενός δούλου που δήλωνε «άρχειν ανθρώπων» άρεσε στον Ξενιάδη που χαμογέλασε και τον αγόρασε, αφού αντιλήφθηκε τις δύο έννοιες που με οξυδέρκεια έθεσε ο Διογένης. «Διοικώ τους ανθρώπους και διδάσκω στους ανθρώπους αρχές». Ο Ξενιάδης ανάθεσε στον Διογένη την διδασκαλία των παιδιών του, και έτσι ο Διογένης έμεινε στο Κράθειον, ένα προάστειο της Κορίνθου.
* Οι φίλοι του Διογένη θέλησαν να τον ελευθερώσουν (από δούλο του Ξενιάδη) και εκείνος τους απεκάλεσε ανόητους, γιατί, όπως είπε, «τα λιοντάρια δεν είναι δούλοι αυτών που τα τρέφουν, αλλά αυτοί που τρέφουν τα λιοντάρια είναι δούλοι των λιονταριών, αφού ο φόβος χαρακτηρίζει τους δούλους, ενώ τα θηρία προκαλούν φόβο στους ανθρώπους».

* Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν στη Κόρινθο, ήθελε να γνωρίσει τον Διογένη και έστειλε ένα υπασπιστή του να βρει τον Διογένη που ήταν στο Κράθειο και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε: «Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δεί». Ο Διογένης απάντησε «Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει». Και πράγματι, ο βασιλεύς Αλέξανδρος πήγε να δεί τον Διογένη. Τον πλησιάζει ο Αλέξανδρος και του λέει «Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος». Ο Διογένης ατάραχος απαντά «Και γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων».Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και του λέγει «Δεν με φοβάσαι;». Ο Διογένης απαντάει «Και τί είσαι; Καλό ή κακό;». Ο Αλέξανδρος μένει σκέπτικος. Δεν μπορεί ένας βασιλεύς να πει ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ερωτεί εκ νέου «Τί χάρη θές να σου κάνω;» και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά «Αποσκότησων με». Βγάλε με δηλαδή από το σκότος, την λήθη, και δείξε μου την αλήθεια. Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, η απάντηση του μπορεί και να εννοηθεί εώς «Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο», καθώς οι κυνικοί πίστευαν πώς η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη λιτότητα, στη ζεσταςιά του ήλιου και δεν ζητεί τίποτα από τα υλικά πλούτη. Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος είπε το περίφημο: «Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης».
* Ο Πλάτων τιμούσε τον Διογένη, που τον ονόμαζε «Σωκράτη μαινόμενο», εκείνος όμως δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τον ιδρυτή της Ακαδημίας και δεν άφηνε ευκαιρία να τον ειρωνεύεται. Όταν ο Πλάτων διατύπωσε τον γνωστό ορισμό για τον άνθρωπο: «Ζώον δίπουν άπτερον» (ζώο με δύο πόδια και χωρίς φτερά) ο Διογένης μάδησε ένα πετεινό και τον παρουσίασε στην αγορά λέγοντας «Ιδού ο άνθρωπος του Πλάτωνος» κι αυτός τότε συμπλήρωσε τον ορισμό με το «και πλατώνυχον».
* Μια μέρα μπήκε στο πλουσιόσπιτο του Πλάτωνα και με τα ξυπόλυτα (και βρώμικα) πόδια του πατούσε στα χαλιά λέγοντας «πατώ τον του Πλάτωνος τύφον (ματαιοδοξία)».
* Όταν ο Πλάτων τον είδε μια μέρα να γευματίζει μονάχα με ψωμί κι ελιές, δεν κρατήθηκε και τον πείραξε λέγοντας: «Αν είχες πάει στο Διονύσιο, δε θα ‘τρωγες τώρα ελιές». Ο Διογένης όμως δεν του τη χάρισε: «Αν έτρωγες ελιές δε θα χρειαζόταν να πάς στον Διονύσιο» (Σημείωση: Ο Διονύσιος ήταν τύραννος των Συρακουσών ο δε Πλάτων πήγε κοντά του προσπαθώντας να εφαρμόσει στην πράξη τις ιδέες που είχε διατυπώσει στην «Πολιτεία» του).
* Ο Διδύμων, οφθαλμίατρος της εποχής εξετάζει το μάτι μιάς κοπέλας. Ο Διογένης τον βλέπει. Ξέρει ο Διογένης ότι ο Διδύμων είναι τύπος ερωτίλος, κοινώς γυναικάς. Και του λέει «Πρόσεξε Διδύμωνα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, πειράξεις την κόρην».
* Είναι ο Διογένης καλεσμένος σε ένα γεύμα και πηγαίνει στο λουτρό για να πλυνθεί πρίν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, δεν λέει «είναι βρώμικο το λουτρό», και δεν προσβάλει τον οικοδεσπότη αλλά με αστεϊσμό ερωτεί «Οι εδώ λουόμενοι, που πλένονται κατόπιν;».
* Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε που είδε ενάρετους (σύμφωνα με τις αρχές του) άντρες, αποκρίθηκε, «Άντρες πουθενά, στην Σπάρτη όμως, είδα παιδιά».
* Ο Διογένης καυτηρίαζε τον πόλεμο, με τον δικό του, ιδιότυπο τρόπο: Οι Κορίνθιοι προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να πολεμήσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας και για να μη φανεί ότι ο Διογένης μένει άπρακτος, πήρε κι αυτός το πιθάρι του και άρχισε να το τσουλάει πάνω κάτω!
* Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα ευνούχο μοχθηρό τύπο αφού έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι’ αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την θύρα της οικίας τους ένα θυραίο. Αυτό ήταν ένα σύμβολο ή σήμα ή ρητό που διάλεγαν για την οικία τους. Ο μοχθηρός αυτός άνδρας είχε βάλει άνωθεν της οικίας του το εξής ρητό. «Μηδέν εισίτω κακόν» ( Να μην μπει κανένα κακό). Και ο Διογένης κτύπησε την πόρτα και ρώτησε: «Ο οικοδεσπότης από πού μπαίνει;».
* Όταν ρωτήθηκε ποιανού ζώου το δάγκωμα είναι το χειρότερο, λέγεται πως απάντησε: «Ανάμεσα στα άγρια, του συκοφάντη, και ανάμεσα στα ήμερα του κόλακα».
* Μια μέρα, ενώ συζητούσε επί σοβαρού θέματος κι ελάχιστοι τον άκουγαν, άρχισε να σφυρίζει· τότε, καθώς πλήθος μαζεύτηκε αμέσως γύρω του, τους επέπληξε λέγοντας, «Εσείς σπεύδετε με όλη σας τη σοβαρότητα για ν’ ακούσετε ανοησίες, αλλά είστε πολύ αργοί και περιφρονητικοί όταν το θέμα είναι σοβαρό».
* Όταν κάποιος του είπε, «οι περισσότεροι άνθρωποι γελούν μαζί σου», η απάντησή του ήταν, «πολύ πιθανόν οι γάιδαροι να γελούν μ’ αυτούς· αλλά όπως δεν τους νοιάζει για τα γαϊδούρια, ούτε και μένα με νοιάζει γι’ αυτούς».
* Ο Μέγας Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκκαλα. Μετά όταν τον συνάντησε τον Διογένη τον ρώτησε: «Σου άρεσε Κύων το δώρο μου;». Και ο Διογένης του απάντησε «Το έδεσμα ήταν άξιο για κύων, αλλά το δώρο δεν ήταν καθόλου άξιο για βασιλέα».
* Όταν από τα βάθη της Ασίας ο Αλέξανδρος έστειλε στον τοποτηρητή του Αντίπατρο μήνυμα με κάποιον αγγελιοφόρο, που λεγόταν Αθλίας, ο Διογένης σχολίασε: «Αθλίας παρ΄αθλίου δι΄αθλίου προς άθλιον» (Ο άθλιος στέλνει άθλια επιστολή με τον Άθλιο προς ένα άθλιο).
* Τον ρώτησε κάποιος τύραννος ποιος είναι ο καλύτερος χαλκός για να χυτευθεί ένα άγαλμά του και ο Διογένης του είπε «ο δι΄ου Αρμόδιος και Αριστογείτων εχυτεύθησαν» (δηλαδή ο χαλκός από τον οποίο γίνανε τα αγάλματα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα – των τυραννοκτόνων).
* Μια μέρα, παρατήρησε μια τοιχογραφία που εικόνιζε δύο κενταύρους, πανάθλια ζωγραφισμένος και ρώτησε : «Πότερος τούτων Χείρων εστί;», λογοπαικτώντας με το επίθετο χείρων (= χειρότερος) και το όνομα του γνωστού κενταύρου Χείρωνα.
* Όταν κάποιος είπε στον Διογένη, «Γέρασες, κοίτα να ξεκουραστείς», αυτός απάντησε «Αν έπαιρνα μέρος σε αγώνα δρόμου, στο τέλος, θα έπρεπε να χαλαρώσω αντί να επιταχύνω;».
* Μια μέρα παρακολουθούσε μουσική παράσταση κιθάρας. Ο κιθαρωδός ήταν κάποιος ηρακλείων διαστάσεων και πολύ αγριωπός, το δε παίξιμό του είχε τα μαύρα του τα χάλια. Όλοι οι ακροατές αποδοκίμαζαν τον «καλλιτέχνη» και μονάχα ο Διογένης τον χειροκροτούσε. Όταν οι άλλοι τον ρώτησαν απορημένοι «γιατί;», εκείνος απάντησε: «Διότι τηλικούτος ών κιθαρωδεί και ου ληστεύει!» (Επειδή, παρά το μέγεθος του, παίζει κιθάρα και δεν ληστεύει).
* Όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε, «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;».
* Στην αγορά της Αθήνας τον έβρισε ένας φαλακρός. Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ ου λοιδωρώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι κρανίου κακού απηλλάγησαν», δηλαδή «Δεν θα σε βρίσω, αλλά θα παινέψω τις τρίχες που εγκατέλειψαν ένα τέτοιο κρανίο».

* Τον καιρό που ο Διογένης ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαΐς η Κορινθία. Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο «όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της» ενώ ο Αρισταίνετος γράφει πως «τα στήθια της ήταν σαν κυδώνια» και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη. Ήταν πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη, και πάμπλουτη. Φυσικά είχε σχέσεις με τους επιφανέστερους και πλουσιώτερους Έλληνες, που συνέρρεαν στην Κόρινθο για να τη γνωρίσουν (με τη βιβλική σημασία του ρήματος). Ανάμεσα στους «πελάτες» της ήταν και ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, ιδρυτής της ηδονιστικής σχολής. Ο Αρίστιππος ήταν άνθρωπος ρεαλιστής και όταν κάποιοι του είπαν πως η Λαϊς δεν τον αγαπάει, αυτός απάντησε «Και τα ψάρια και το κρασί δε μ΄αγαπάνε αλλά εγώ τα απολαμβάνω». Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαϊδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε «ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν», δηλαδή δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανοιώσω. Η Λαΐς, μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζί της, δωρεάν. Ο Διογένης, τι είχε να χάσει, συμφώνησε. Η Λαΐς όμως τον υποδέχτηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της βρισκόταν μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του υποσχέθηκε η Λαΐς. Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως απτόητος της ανταπέδωσε τα ίσα, λέγοντας «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς» (δηλαδή, στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες).
* Μια φορά ο Διογένης ο Κυνικός βρέθηκε σε μια συντροφιά όπου όλοι έπλητταν θανάσιμα από απαγγελία ενός ποιητή. Βλέποντας να προβάλλει το λευκό στο τέλος του ειληταρίου που κρατούσε ο ποιητής, ο Διογένης είπε «Κουράγιο φίλοι, βλέπω στεριά».
* Όταν ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης είδε μια γυναίκα κρεμασμένη σε μια ελιά αναφώνησε: «Μακάρι να είχαν όλα τα δέντρα τέτοιους καρπούς!».
* Κάποιος καλοτύχιζε τον Καλλισθένη γιατί ζούσε ωραία κοντά στον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Διογένης τότε του απαντά: «Κακότυχος είναι όποιος προγευματίζει και δειπνεί όποτε αρέσει στον Αλέξανδρο».

* Μια φορά άναψε, μέρα μεσημέρι, έναν λύχνο και κρατώντας τον, γύριζε στης αγοράς τους δρόμους. Όταν δε, ρωτήθηκε γιατί το κάνει αυτό, έδωσε τη γνωστή περίφημη απάντησή του: «Άνθρωπον ζητώ».
* Μια μέρα ο Διογένης πήγε στο θέατρο, όταν η παράσταση είχε τελειώσει και ο κόσμος έβγαινε έξω. Αντίθετα στο πλήθος, που έβγαινε έξω, αυτός προσπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμο και να μπει μέσα, και σαν τον ρώτησαν, γιατί πάει αντίθετα, απάντησε: «Σε όλη μου τη ζωή αυτό εξασκούμαι να κάνω».
* Όταν είδε μια μέρα ένα παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του, έβγαλε, καθώς λένε, το κύπελλο, με το οποίο έπινε νερό και το πέταξε αναφωνόντας «παιδίον μὲ νενίκηκεν εὐτελεία!» (ένα παιδί με ξεπέρασε στην απλότητα).
* Ο Διογένης, κάποτε, στέκονταν εμπρός από ένα άγαλμα ζητώντας…ελεημοσύνη. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό, εκείνος απάντησε: «μελετῶ ἀποτυγχάνειν» (μελετώ την αποτυχία).
* Έλεγε ο Διογένης, πως, όταν πεθάνει, θέλει να τον θάψουν μπρούμητα. Τον ρώτησαν γιατί, κι εκείνος απάντησε: «γιατί σε λίγο θα’ ρθουν τα πάνω-κάτω».
* Σε κάποιον που του υπενθύμισε χλευαστικά μια παλαιότερη παρανομία του (παραχάραξη νομίσματος, για την οποία οι συμπολίτες του τον εκδίωξαν από την Σινώπη), ο κυνικός φιλόσοφος δήλωσε «κάποτε ήμουν τέτοιος που εσύ είσαι τώρα, τέτοιος όμως που είμαι εγώ, εσύ δεν θα γίνεις ποτέ». Όταν οι Αθηναίοι τον κορόιδευαν για τον ίδιο λόγο, λέγοντας πώς οι Συνωπείς τον είχανε εξορίσει αυτός με αστεϊσμό απαντούσε «κι εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί».
* Ο Διογένης βγήκε μια μέρα στην αγορά και άρχισε να φωνάζει:«Ε, άνθρωποι που είστε;». Σαν μαζεύτηκαν κάμποσοι, τότε άρχισε να τους κυνηγά και να τους χτυπά με το ραβδί του, λέγοντάς τους: «Ανθρώπους κάλεσα, όχι παλιάνθρωπους».
* Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε «Αν πεθάνεις, ποιος θα φροντίσει την κηδεία σου;», είπε «Αυτός που θα θέλει το σπίτι μου».
* Βλέποντας κάποτε ο Διογένης μια θρησκόληπτη γυναίκα να σκύβει βαθιά στα αγάλματα των θεών, της είπε «Δε φοβάσαι καλή μου γυναίκα, μήπως κανένας θεός από πίσω σου σε δει σε άσεμνη στάση;».
* Όταν ο Διογένης αιχμαλωτίστηκε στη μάχη τις Χαιρώνειας και οδηγήθηκε μπροστά στον Φίλιππο, ρωτήθηκε ποιος είναι, και απάντησε, «κατάσκοπος τις απληστίας σου».
* Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε πότε πρέπει να παντρεύεται κάποιος, είπε, «Τους μεν νέους μηδέπω (όχι ακόμα), τους δε πρεσβυτέρους μηδέπωποτε (ποτέ)».
* Σε κάποιο δείπνο κάποιοι του έριχναν (του Διογένη) κόκκαλα σαν σε σκύλο, τότε εκείνος σηκώθηκε και τους κατούρησε σαν σκύλος.
* Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε γιατί οι άνθρωποι ελεούν τους ζητιάνους αλλά όχι τους φιλοσόφους, είπε, «γιατί κουτσοί και τυφλοί υπάρχει περίπτωση να γίνουν, φιλόσοφοι όμως αποκλείεται».
* Ο Διογένης παρουσιάστηκε σε μια ομιλία του ρήτορα Αναξιμένη κρατώντας ένα παστό ψάρι και απέσπασε την προσοχή των ακροατών, ο ρήτορας αγανάκτησε και ο Διογένης είπε, «Ένα τιποτένιο ψάρι διέλυσε την ομιλία του Αναξιμένη».
* Όταν κατηγόρησαν τον Διογένη ότι τα πίνει στο καπηλειό, απάντησε «και στο κουρείο, κουρεύομαι».
* Ο Διογένης όταν είδε θηλυπρεπή νέο, του είπε «δεν ντρέπεσαι, να έχεις για τον εαυτό σου χειρότερη γνώμη απ’ αυτή που έχει η φύση; Αυτή σε έκανε άντρα κι εσύ αναγκάζεις τον εαυτό σου να γίνει γυναίκα».
* Κάποτε όταν τον ειρωνεύτηκαν πως μπαίνει σε ακάθαρτους χώρους, ο Διογένης, σε απάντηση, τους είπε: «Αλλά και ήλιος και ου μιαίνεται», δηλαδή: «Κι ο ήλιος μπαίνει σε ακάθαρτους τόπους, αλλά δεν μολύνεται από αυτούς».
* Ο Διογένης συχνά αυνανιζόταν δημοσίως μπροστά στο πλήθος που μαζευόταν γύρω από το πιθάρι του. Όταν κάποτε ένας παριστάμενος τον ερώτησε εάν δεν ντρέπεται, αυτός του απάντησε «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πεινήν» (μακάρι να μπορούσα να ανακουφίσω και την πείνα μου, τρίβοντας την κοιλιά μου).
* Βλέποντας ο Διογένης, Μεγαρίτες να χτίζουν μεγάλα τείχη, τους είπε «Μην έχετε έγνοια πόσο μεγάλα θα είναι τα τείχη αλλά πόσο μεγάλοι θα είναι εκείνοι που θα σταθούν επάνω σε αυτά».
* Ρώτησαν κάποτε τον Διογένη, πια στάση πρέπει να κρατά κάποιος απέναντι στην εξουσία απάντησε: «Όποια και απέναντι στην φωτιά: να μην στέκεται ούτε πολύ κοντά, για να μην καεί, ούτε πολύ μακριά για να μην ξεπαγιάσει».
* Ο Διογένης, κουβαλούσε μαζί του ό,τι είχε. Σ’ ένα σακούλι είχε συνήθως ψωμί και ελιές. Μια μέρα λοιπόν κάθεται στο μέσο της Αγοράς, ανοίγει το σακούλι του και αρχίζει να τρώει. «Καλά, τι ώρα είναι αυτή που τρως;» τον ρωτάει κάποιος. Κι ο Διογένης ετοιμόλογος του απάντησε: «Οι πλούσιοι τρώνε όταν θέλουνε, εγώ ο φτωχός, όταν πεινώ!».
* Βλέποντας μιά ημέρα τους αξιωματούχους να οδηγούν στη φυλακή κάποιο ταμία, που είχε κλέψει ένα κύπελο είπε: «Οι μεγάλοι κλέπται τον μικρόν άγουσι».
* Για τις αναθηματικές επιγραφές πιστών που σώθηκαν χάρη σε μια θεότητα, έλεγε «Θα ήταν πολύ περισσότερες, αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί, είχαν κάνει αφιερώσεις».
* Βλέποντας κάποτε έναν ολυμπιονίκη να νέμει τα πρόβατά του, στάθηκε και του είπε: «Ω, βέλτιστε, ταχέως μετέβης από των Ολυμπίων επί τα Νέμεα».

Αποφθέγματα του Διογένη

* Η ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ.

* ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΑ ΑΠΛΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΑΝΟΙΧΤΑ.

* ΤΑ ΑΞΙΟΛΟΓΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΤΟΥΝ ΜΕ ΑΣΗΜΑΝΤΑ ΠΟΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ.

* ΜΕΤΑΞΥ ΦΙΛΩΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΑ.

* ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΣΑΙ ΜΕ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ, ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ, ΣΤΑ ΠΑΘΗ ΜΕ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ.

* Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΣΥΣΤΑΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ.

* ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΙΩΜΑΤΑ ΘΕΩΝ.

* Ο ΕΡΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΣΧΟΛΙΑ ΑΡΓΟΣΧΟΛΩΝ.

* ΑΘΛΙΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΦΤΩΧΟΣ ΓΕΡΟΣ.

* ΑΠ’ ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΘΗΡΙΑ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙ Ο ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ, ΑΠΟ ΤΑ ΗΜΕΡΑ Ο ΚΟΛΑΚΑΣ.

* Η ΚΟΙΛΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΥΒΔΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ.

* Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΝΑ ΖΕΙΣ ΚΑΚΑ.

* ΟΙ ΟΜΟΡΦΕΣ ΕΤΑΙΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΟ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ ΠΙΟΤΟ.

* ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΣΟΥ ΤΥΧΕΙ.

* Ο ΗΛΙΟΣ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΠΑΤΟΥΣ, ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΜΟΛΥΝΕΤΑΙ.

* ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΤΑΓΜΕΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΑΦΕΝΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΣΧΡΟΙ ΣΤΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΤΟΥΣ.

* ΟΙ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ ΑΝΤΛΟΥΝ ΤΗΝ ΗΔΟΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΤΥΧΙΑ.

* Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΣ ΓΙΑΤΙ ΟΤΑΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ.

* Η ΜΟΡΦΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΣΗ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ ΣΤΟΛΙΔΙ.

* Η ΑΣΚΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗ.

* ΧΩΡΙΣ ΕΞΑΣΚΗΣΗ ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΜΕ, ΕΝΩ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΣΚΗΣΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΞΕΠΕΡΑΣΤΕΙ ΚΑΘΕ ΕΜΠΟΔΙΟ.

* ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΛΕΓΟΥΜΕ ΟΧΙ ΤΟΥΣ ΑΧΡΗΣΤΟΥΣ ΚΟΠΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ Η ΦΥΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ.

* ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΥΣΤΥΧΟΥΝ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΟΗΣΙΑΣ ΤΟΥΣ.

* ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ ΝΑ ΖΟΥΝ ΜΕ ΗΔΟΝΕΣ, ΕΝΟΧΛΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΤΟΥΣ, ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ, ΠΕΡΙΦΡΟΝΟΥΝ ΤΙΣ ΗΔΟΝΕΣ.

* Ο ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

* ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ.

* Η ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ, Η ΚΑΛΗ ΦΗΜΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΛΙΔΙΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ.

* Η ΜΟΝΗ ΣΩΣΤΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΕΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ.

* ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΕΣ ΓΙΑ ΟΛΕΣ.

* Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ, Η ΜΟΥΣΙΚΗ, Η ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΧΡΗΣΤΑ ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΑΓΚΑΙΑ.

19 Μαΐου 2010

Η διαθήκη του Μακρυγιάννη


«Eις δόξαν του δίκιου και μεγάλου Θεού.

Kύριε Παντοδύναμε! Eσύ, Kύριε; θα σώσης αυτό το αθώο έθνος. Eίμαστε αμαρτωλοί, είσαι Θεός! Eλέησέ μας, φώτισέ μας και κίνησέ μας εναντίον του δόλου και της απάτης, της συστηματικής τυραγνίας της πατρίδος και της θρησκείας. Eις δόξαν Σου, Kύριε, σηκώνεται απόψε η σημαία της λευτεριάς αναντίον της τυραγνίας! Πατριώτες! Πεθαίνω διά την πατρίδα. Στέκω εις τον όρκον μου τον πρώτον. Δεν μπορώ, πατρίδα, να σε βλέπω τοιούτως και των σκοτωμένων τα παιδιά και οι γριγές να διακονεύουν και τις νιες να τις βιάζουν διά κομμάτι ψωμί εις την τιμή τους οι απατεώνες της πατρίδος. Γιομάτες οι φυλακές από αγωνιστές και στα σοκάκια σου διακονεύουν αυτείνοι οι αγωνισταί, οπού χύσανε το αίμα τους διά να ξαναειπωθή «πατρίδα Eλλάς». Eίτε ελευτερία κατά τους αγώνες μας και θυσίες μας, είτε θάνατος σ’ εμάς! Πεθαίνω εγώ πρώτος απόψε. Έχετε γεια, πατριώτες, και εις την άλλην ζωήν σμίγομεν, εκεί οπούναι και οι άλλοι συναγωνισταί μας, εις τον κόρφον του αληθινού Bασιλέως, του μεγάλου Θεού, του αληθινού. Πατρίδα, σ’ αφήνω ανήλικα παιδιά και γυναίκα, αν τ’ αφήσουνε ζωντανά, τ’ αφήνω εις την προστασίαν σου. Kοίταξε ότ’ είναι παιδιά του τίμιου αγωνιστή Mακρυγιάννη. Ποτές αυτός δεν σε ψύχρανε εις τα δεινά σου και τώρα πρόθυμος να πεθάνη διά σένα για να σε ιδούνε τα παιδιά του ελεύτερη Eλλάδα κι όχι παλιόψαθα της τυραγνίας και των κολάκων της. Διά τα παιδιά μου αφήνω κηδεμόνες τον κύριον Mιχαήλ Σκινά, Mελά, Δόσιον, Kαλλεφουρνά, γυναικάδελφόν μου Σκουζέ και τη γυναίκα μου. Kαι νακολουθήσετε κατά την παλιά μου διαθήκη ό,τι διαλαμβάνει, κι αν αμελήσετε εις την άλλην ζωήν θα μου δώσετε λόγον. Bιαστικός γράφω με τη σημαία μου στο χέρι. Έχετε γεια όλοι και την τυραγνία να μην την αφήσετε να φωλιάση εις την πατρίδα, να μην ντροπιάσετε τόσα αίματα οπού χύθηκαν.

1843 Σεπτεμβρίου 3η

Mακρυγιάνις».

Άθανάσιος Διάκος



Ήτανε νύχτα. Τα βουνά, οι λαγκαδιές, τα δένδρα,οι βρύσες, τ' αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ' αγέρι,στέκουν βουβά ν' ακούσουνε την προσευχή του Διάκου.


«Όταν η μαύρ' η μάνα μου, εμπρός σε μιαν εικόνα, Πλάστη μου, μ' εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέρια καί μώλεγε να δεηθώ για κειούς, που το χειμώνα σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά με χιόνια, μ' αγριοκαίρια, για να μη ζούνε στο ζυγό, ένιωθα τη φωνή μου να ξεψυχάη στα χείλη μου, εσπάραζε η καρδιά μου, μου ετρέμανε τα γόνατα, σα νά 'θελε η ψυχή μου να φύγη με τη δέηση από τα σωθικά μου.
Ύστερα μούλεγε κρυφά να Σου ζητώ τη χάρη και να μ'αξιώσης μια φορά ένα σπαθί να ζώσω και να μην έρθη ο θάνατος να μ'εύρη να με πάρη, πρίν πολεμήσω ελεύθερος, για Σέ πριν το ματώσω.
Πατέρα παντοδύναμε, άκουσες την ευχή μου μου φύτεψες μέσ' στην καρδιά αγάπη, πίστη, ελπίδα, έδωκες μια αχτίδα Σου αθέρα στο σπαθί μου και μού'πες: Τώρα πέθανε για Με, για την Πατρίδα.
Έτοιμος είμαι, Πλάστη μου!
Λίγες στιγμές ακόμα και σβηώνται τ' άστρα Σου για με. Για με θα σκοτειδιάση τ' όμορφο γλυκοχάραμα. Θα μου κλειστή το στόμα, που εκελαηδούσε στα βουνά, στη ρεματιά, στη βρύση θα μαραθούν τα πεύκα μου.
Αραχνιασμέν' η λύρα, που μου ήταν αδερφοποιητή κι όπου μ' εμέ στη φτέρη αγκαλιασμένη επλάγιαζε, τώρα θα μείνη στείρα καί στ' άψυχο κουφάρι της θα να βογγάη τ' αγέρι. Όλα τ' αφήνω με χαρά, χωρίς ν' αναστενάξω.
Και τό'χω περηφάνεια μου, που εδιάλεξες εμένα αυτήν την έρμη την ποριά με το κορμί να φράξω.
Ευχαριστώ Σε, Πλάστη μου!
Δε θα χαθούν σπαρμένα και δε θα μείνουν άκαρπα τ' άχαρα κόκκαλά μου. Ευλόγησέ τηνε τη γη, οπού θα μ' αγκαλιάση και στοίχειωσε κάθε σπειρί από τα χώματα μου, να γένη αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση.
Θέ μου! ξημέρωσέ τηνε την αυριανή τη μέρα! Θα μας θυμάτ' η Αρβανιτιά και θα την τρώ' η ζήλεια. Θα χλιμιντράνε τ' άλογα, θα καίνε τον αγέρα με τ' άγρια τα χνώτα τους γκέκικα καριοφίλια, θα γίνουν πάλι τα Θερμιά λαίμαργη καταβόθρα.
Χιλιάδες ήρθαν θερισταί και Χάρος οργοτόμος, μουγκρίζουν, φοβερίζουνε, πως δε θα μείνη λώθρα σ' αυτήν τη δύστυχη τη γη, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος. Κι εμείς θα πάμε με χαρά σ' αυτόν τον καταρράχτη.
Επάνωθέ μας θά'σαι Σύ, και τα πατήματα μας θα νά'χουνε για στήριγμα τη φοβερή τη στάχτη, πώμεινε σπίθ'ακοίμητη βαθιά στα σωθικά μας.
Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου!
Για ν' ακουστή στη Δύση, πως δεν απονεκρώθηκε και πως θ' ανθοβολήση τώρα με τα Μαγιάπριλα ή δουλωμένη χώρα. Ευλογημέν' η ώρα!»


Έσκυψ' ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη κι εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα. Έβραζε μέσα του η καρδιά και στα ματόκλαδά του καθάριο, φωτοστόλουστο, ξεφύτρωσ' ένα δάκρυ... Χαρά στο χόρτο πώλαχε να πιη σε τέτοια βρύση. Πλαγιάζει ο λεονταρόψυχος!
Τα νιάτα, η θωριά του, τ' αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφήνουν κρυφά το θόλο τ' ουρανού για να διαβούν σιμά του. Μοσχοβολάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει στον κόρφο της η άνοιξη, σα νά'τανε παιδί της
Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπο του.χάνει με μιας την ασχημιά και την ταπεινοσύνη ο έρμος ο αζώηρος, η ποταπή η λαψάνα, γλυκαίνει το χαμαίδρυο, στου χαμαιλειού τη ρίζα αποκοιμιέται ο θάνατος και το περιπλοκάδι, που πάντα κρύβεται δειλό και τ' άπλερο κορμί του αλλού στυλώνει το φτωχό, δυναμωμένο τώρα τρελλό, περηφανεύεται και θέλει να κλαρώση στ'ανδρειωμένο μέτωπο για ν' ακουστή πως ήταν στη φοβερή παραμονή μια τρίχ' απ' τα μαλλιά του.
Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος!
Του ύπνου του οι ώραις όσο κι'αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουν ν'αποστομώσουν το θολό, τ' αγριωμένο κύμα του χρόνου που μας έπνιξε. Μ' εκείνην την ρανίδαπώσταξ' από τα μάτια του θα ξεπλυθή η μαυράδα, που ελέρωνε της μοίρας μας το νεκρικό δεφτέρι.
Ο Διάκος στο κρεββάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη, σαν αητός μες στη φωλιά, ολάκερο ένα γένος έκλωθ' εκείνην την βραδιά. Όταν προβάλ'η μέρα, θα νάβγουν τ' αητόπουλα με τροχισμένα νύχια, με θεριεμμένα τα φτερά, ν'αρχίσουν το κυνήγι...


Πλάστη μεγαλοδύναμε! Αξίωσέ μας όλους, πριν μας σκεπάση η μαύρη γη, στα δουλωμένα πλάγια να κοιμηθούμε μια νυχτιά τον ύπνο του Θανάση!


Αριστοτέλης Βαλαωρίτης