04 Ιανουαρίου 2010

Μελέτη θανάτου

Μᾶς κάνει ὁ Σύντροφος ὁ σκοτεινὸς τώρα τὸ σκεφτικιστή. Κι' ἔχει δίκιο, τοῦ φαίνεται ἄπειρο κι' ἐρεθίζεται, γιατί τοὺς σοφοὺς τυραγνεῖ μονάχα ἡ ἄγνοια εἲτε ἡ ἀμφιβολία τοῦ τί εἶναι καθαρὰ ζωὴ καὶ θάνατος. Καὶ γιατί τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους δὲν τοὺς τυραγνεῖ. Ἐτοῦτοι τὄχουνε λυμένο τὸ αἴνιγμα συλλογικά. Ζωὴ εἶναι ἀπὸ τότες ποὺ σὲ γεννάει ἡ μάννα σου. Θάνατος εἶναι ἀπὸ τότες ποὺ σὲ μεταλαβαίνουν καὶ τὰ κλείνεις. Οἱ σοφοὶ αἰστάνονται ἄσοφοι καὶ δὲ βρίσκουν τέλος μήτε καθορισμὸ στὶς φαῦλες τοῦτες ἔννοιες ποὺ τοὺς ξεφεύγουν. Βρίσκει τὴ λύση ὁ σκεφτικιστής, μᾶς κατεβάζει τὸ φολιδωτό, σὰ βράχο τοῦ Ἄθωνα, μὲ τὰ μυριάδες μάτια, τὸν Ἄγγελο μὲ τὶς ἐπίσκεψές του, μὲ τὲς ἀποκάλυψές του, μὲ τὰ δῶρα τὰ προικιά, τὰ διανοιχτικὰ ποὺ χαρίζει.

Μὰ ἔλα ποὺ σ’ ἄλλονα τῆς συντροφιᾶς, στὸ κελλάκι τῆς παγωνιᾶς, ἔρχεται ἐτούτων τῶν καλογέρων ἡ σκέψη. Εἶδε τόσους ἀσκητάδες, τόσους ἐρημῖτες, ποὺ τὰ γεράματα τοὺς φέρουν χιονάτα γένεια, ἷρι εὐλαβητικιά, σουρνάμενα κατὰ γῆς, ποὺ ὁ αἰώνας τῆς ζωῆς, μήνους μήνους, χρόνους χρόνους ποὺ τὸν ἀπεράσαν, κι' εἶναι ἑκατὸν δέκα, κι’ ἑκατὸν εἲκοσι χρονῶ, τοὺς ἔβγαλε τὸ ρύπο κάθε γήινης λίγδας. Εἶδε τόσους ἅγιους καὶ ἄμωμους σὲ τοῦτο τὸ βουνό, ποὔναι ἀκόμα πιὸν ἁπλοϊκοὶ κι' ἀπ' τὰ παιδὶα τὰ νήπια. Κανένας ἄγγελος δὲν ἦρθε νὰ τοὺς ἐπισκεφτεῖ, κι' ἀπόδειξη ποὺ τοὺς λείπουν τὰ μάτια τὰ ἐπουράνια, ποὺ τοὺς λείπει τὸ πνεῦμα τῆς συνέσεως. Κι' ἐν τούτοις κι' ἐτοῦτοι ἔχουν μεταστρέψει τὶς ἀξίες ζωῆς καὶ θανάτου. Ποῦθε ἄντλησαν ἐτούτη τὴ μεταστροφή; Ποῦθε τοὺς γένηκε, τοὺς στάρθηκε γιὰ φίλευμα ἐτοῦτος ὁ παραλογισμός, ποῦθε ἡ ἀσυμμετρία, οἱ ἁπλοϊκοί τοῦ κόσμου, νἄχουνε λύσει τὸ γρῖφο, σύφωνα μὲ τὶς ἔννοιες τὶς κοινότυπες, οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου ν' ἀμφιβάλνουνε γιὰ τὶς ἔννοιες τὶς κοινότυπες καὶ νὰ πασκίζουν νὰ μεταστρέψουν τὶς ἀξίες καὶ νὰ μπαλεύουν, κι' ἐτοῦτοι οἱ ἁπλοϊκοί τῆς ἅγιας ἔρημος νἄχουν ξενωθεῖ ἀπ' τοὺς ἄλλους τοὺς ἁπλοϊκούς, καὶ προσπεράσει τοὺς σοφούς, καὶ μεταστρέψει ἀπὸ μονάχοι τους, ἀπ' τὴν ἁπλότητά τους μέσα τὶς βαθειὲς ἀξίες, καὶ νὰ μὴν πατῆσαν ποτὲς τους σφαλερά, εἴτε γλιστερά, μὰ ἐπὶ τῆς πέτρας, ἀκατάλυτοι; Καὶ φτάνουμε στὴ Χάρη. Δὲ στέρνεται μονάχα ὁ Ἄγγελος ὁ Ἰσκερὸς στὸν κόσμο, νὰ λύσει τὶς διαφορὲς τῶν γρίφων, μὰ στέρνεται κι' ἡ Χάρη, γυναίκα τούτη καὶ λευκότατη καὶ φωτεινή, κι' ἀγαπάει τοὺς ἁπλοϊκούς, καὶ μεταστρέφει καθετὶ κατὰ τὸν ροῦν της καὶ γίνεται τὸ μέγα ρεῦμα τοῦ Ὄρους τοῦ ἁγίου, κι' ἐβγάνει τὸ ἀγαθώτατο τὸ φῶς. Οἱ ἁπλοϊκοὶ τοῦ κόσμου εἶναι οἱ γαληνεμένοι, οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου εἶναι οἱ ταραγμένοι.

Ἐδῶ στὸ Ὄρος, καθὼς καὶ σὲ ὅλες τὶς τάξες τὶς μοναχικές, ὅλοι τους εἶναι καὶ ἁπλοϊκοὶ ἐν τῇ σοφίᾳ, καὶ σοφοὶ μὲ τὸ νὰ εἶναι ἁπλοϊκοί, καὶ γαληνεμένοι μὲ τὸ νὰ κατέχουν τὸ πᾶν ἐν τῷ μηδενί. Ἐτοῦτοι ἀπογδυθῆκαν κάθε γήινο ἔνδυμα, ἐτοῦτοι θαφτῆκαν, κάνοντας τὴν κουρά τους, ἐτοῦτοι votum voverunt impietatis et blasphemiae per vitan eorum, καθὼς ὁ Λέοντας εἰρωνικά τους ὅρκους τοὺς ἀποκαλεῖ, ἐτοῦτοι δὲν ὠχρίασαν στὴ νεκρικὴ ψαλίδα, ποὺ τοὺς ἀπόκοψε τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς των καὶ τοὺς ἕντυσε μαύρη σακκούλα. Ἐτούτους, χειρότερα κι' ἀπὸ νεκρούς, τοὺς ἀπολησμονάει ὁ καθένας τοὺς ἀποτραβηγμένους. Χάνεται ὁ κρίκος τῆς φιλίας, ὁ γάντζος καὶ τὸ ἀγκίστρι τοῦ ἔρωτα. Οἱ φίλοι τοὺς ξεγράφουνε ἀνομολόγητα καὶ λένε τὸ

τηλοῦ φίλοι ναίοντες οὔκ εἰσι φίλοι

καὶ δίκαια, γιατί τί «τηλοῦ», ἐτοῦτοι καλὲ μακρυνθῆκαν πέρα κι' ἀπὸ τ' ἄστρα, γενῆκαν ἀγρίμια καὶ ζηλωτὲς τῶν ἀγριμιῶν. Οὔτε ποὺ λογιάξανε ποτὲς ἢ νιαχτῆκαν γιὰ τὸν κόσμο. Ἂν τοὺς λογιάξαν τοὺς ἔχουν γιὰ «πατρόθεν πορδηκίδες», ποὺ μὲ κληρονομιὰ ἀπὸ παπποὺ σ' ἀγγόνι μαραίνονται σκαλεύοντας τὰ βρώμικα καὶ τὴ σαπρία. «Ἐρρέτω φίλος σὺν ἐχθρῷ». Ἀλλὰ πεθνήσκοντας ἔτσι ζωντανοί, μὴ δὲν ἔχουνε τὸ ξαναγέννημά τους, μὴ δὲν ἀναστηθῆκαν, οἱ ἄξιοι, οἱ μακαριστοί, τί τετραήμεροι, τί τριήμεροι, ἀναστηθῆκαν τῆς στιγμῆς, κι' ἐκεῖνο ποὺ οἱ ὄξω τὄχουν σβέσει ἀπὸ μυαλοῦ των, ἐδῶ λουλουδίζει καὶ φουντώνει. Τί ξένοι οὐρανοί, τί βαρύτατα σύγνεφα καὶ τί πέλαο μεγαλωμένο. Ὅλα ξένα, ὅλα ξένα, ὅλα οὐρανικά τοῦ πέρα κόσμου. Ἐτοῦτος ὁ τάφος εἶναι οὐρανοὶ τῆς 'Ανάστασης. Μερμηγκιάζουν ἐδῶ τὰ στίφη τ' ἀγγελικά. Ἐδῶ νότος κυλίνδει κύματ' εὐρείης ἁλός. Ἀλλὰ εἶναι ἀλλιώτικος ὁ νότος, ἀλλιώτικια κι' ἡ θάλασα, οὐσίας οὐρανίας. Εἶναι σὰν τὸ θυμίαμα ποὺ τὸ σάχνουν ἀλλιώτικα ἐδῶ, μὲ ἐπιμέλεια τόση, καὶ τὸ καῖνε ὄχι στὰ κάρβουνα, καθὼς ἐμεῖς, μὰ σὲ στάχτη ἀπὸ μαραμένα κλήματα, γιὰ νὰ χύνει ἐλεύτερα ὅλες του τὶς εὐωδίες. Ἐνῷ ὁ ταλαίπωρος ὁ Φεντόρ, ἡ πάλη του δὲν εἶχε μπεῖ σὲ τοῦτες τὶς οὐσίες, καὶ δὲν ἐκάρπισε ὅσο θὰ κάρπιζε κλεινάμενη ἐδῶ. Κι' ἐδέτσι ἐκεῖνος μὲ τὸν Ἄγγελό του γίνηκε δυστυχισμένος, δίχως τὴ Χάρη, ἐνῶ σέ μᾶς, μολονότι στὸ λαβύρινθο τοῦ σκότους, μολονότι στὶς ταλάντευσες τῶν δισταγμῶν, μᾶς πέτυχε, στιγμιαία Περιστερά, ἡ Χάρη σήμερα γιὰ λίγο καὶ βρεθήκαμε νεκροὶ ἔνθεοι, φυλακωμένοι θαματουργικά, ζωντανοὶ σωσμένοι. Μὰ τί ὡραῖα, τί μεγάλα, τί θαματερὰ πράγματα εἶναι ὅσα μᾶς συντύχαν ἐδῶ πέρα.

Θέλω καὶ γιὰ τοὺς Λωβιασμένους τοὺς ἁγίους νὰ ξαναφέρω τὸ λόγο, γιατί σὲ αὐτοὺς θέλει νὰ μὲ φέρει ἡ θεία ἡ ἕνωση. Τοὺς Πέτρους Κραὸν τῶν περβολιῶν. Στὴ μάντρα τους τοὺς ἐβρῆκα καὶ βάλθηκα νὰ μπῶ, νὰ μεταλάβω τὰ πλούτια τῆς Λέπρας. Καθὼς εἶμαι σὰν ἀρραβωνιασμένος μὲ τὸ δαχτυλιδάκι τοῦ ἄη-Παντελεήμονα, γίνουμαὶ ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος ὁ Κραόν, καὶ τρέχει ὁ νοῦς μου στὰ περιβόλια τῆς Violaine, ἐκείνης τῆς σιωπηλῆς, ποὺ μ' ἒθαψε μὲ πλάκα καὶ μὲ σφράγισε μετὰ τῆς Κουστωδίας, μιὰ κι' ἔφυγα τοῦ κόσμου κι' ἦρθα σὲ τοῦτες τὶς καθαγιασμένες μόνωσες, παρατώντας τη, μὰ ὄχι στὴ σκέψη, καθὼς Ἐκείνη. Ὁ Χορὸς τῶν Λεπρῶν μὲ συντροφεύει τώρα κι' αἰστάνομαι ἀνάμεσό τοὺς σὰ δεσπότης. Πόσο μοῦ εἶναι ἀγαπητοί. Πῶς θὰ βλέπουνε ἕνα κομμάτι τ' οὐρανοῦ, κι' ὅλὸ τὸν οὐρανό, καὶ σὰν πέφτει ὁ μαῦρος χιτώνας τῆς νύχτας, σὰν δὲν εἶναι ὥριμοι πρὸς ὕπνον, πῶς θὰ σιγομιλᾶνε καὶ τὰ χωρατὰ τους τί φαρμάκι θἄχουνε ἐντός. Καὶ πῶς συνταιριάζω τοῦτες τὶς ὁσιώτατες ἀπόλαυσες μὲ τὸ πετράδι ἀπό τοπάζι ὑπερμέγεθες, μὲ τὴ Violaine, μὲ τοὺς γήινους ἐρώτους τῆς Κάτου Ἱερουσαλήμ, τῆς ὁλοπράσινης, ἀπὸ ἄλλο πράσινο, τῆς Κάτου Ἱερουσαλήμ.

Τρεχάτοι προβαίνουμε στὴν κατρακύλα τοῦ τέλους. Βουίζουνε οἱ σκέψες καὶ οἱ λογισμοὶ σὰ σφηκοφωλιά. Ριπίζουνται ὁλοῦθε, σὲ ὅλες τὶς διεύθυνσες τὰ κελλιὰ ἀπὸ τοὺς νοητοὺς σκουλαρικάδες τῶν λογισμῶν. Προβαίνουμε στὸ τέλος. Διαβήκαμε τὰ δασώδη τοῦτα δεκάμερα, διαβήκαμε τὶς ἀγρυπνίες, τοὺς σταυρούς, τὶς λειτουργίες, διαβήκαμε τὶς θαυμαστὲς δρᾶσες τῆς θάλασσας τῆς ἄβατης, τῆς κυμαινόμενης κάτω τοῦ ἀθάνατου βουνοῦ, ποὺ σὰ σάλιαγκος μακραίνει μακραίνει καὶ ἀψηλώνει γιὰ νὰ καταλὴξει στὸ πανύψηλο καὶ ἄγριο ὄγκος τῆς κορφῆς, τὸν τάφο τῶν τρεμόντων, τὸν ἀνάγγιχτον ἀνθῶνα τῶν Ἀμάραντων, τὸ συνομιλητὴ τῶν σύγνεφων τῶν βαριῶν, καὶ τὸ σύνδεσμο μὲ τὰ σπαθωτὰ τ' ἀστροπελέκια. Προβάλθηκαν στὴ μόνωση τῆς σημερνῆς τῆς βαρυχειμωνιᾶς οἱ Ἔρωτοι. Τί ἔχουν νὰ κάνουνε οἱ Ἔρωτοι στὸν ἀσκητισμό; Τούτη τὴν ἕνωση ἒχουνε τὰ δυό, ποὺ εἶναι θεῖες μανίες, περιβλημένες τὴ χλιδὴ τοῦ πάθους. Βλέπεις ἐκείνους τοὺς ρούσσους τοὺς μουζίκους μὲ τὶς πουκαμίσες καὶ τὰ ζουνάρια καὶ τὶς μπὸττες τῶν τριάντα ὀκαδῶν τὶς σουρνάμενες σὰ στρωτῆρες, τοὺς στραγγιγμένους τοὺς μουζίκους ἀπὸ τὴ δουλειὰ καὶ τὴν ἀγγάρεια κι' ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια καὶ τὴν κοινοβιακὴ τὴν πεῖνα τῆς ὁσιότητας, βλέπεις τὰ κελλιὰ τους, μ' ἕνα ξύλο γιὰ κρεβάτι, ἐρημωμένα σὰν τοὺς γδυμνωμένους βωμοὺς τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, καὶ πλάι βλέπεις σὰ βασίλισσα Παρθένα βουτημένη στὴν ἡδονὴ τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τῶν ἀρωμάτων τὴν Ἐκκλησία! Ἐκεῖ περνοῦν τὴν ἔκστασή τους οἱ ἀποξεραμένοι τοῦτοι ἐργάτες τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ τὰ θάμπη τους. Ἐκεῖ βρίσκεις τὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο μὲ τὰ βαρύτιμα πετράδια, ἐκεῖ τὸ τίμιο Δισκάριο τὸ ὁλόχρυσο τριγύρω μὲ τὸν ἴασπι στὸ μέσο, μὲ τὸν ἀστερίσκο νὰ φεγγοβολᾶ, ὅλα τοῦτα τὰ σκεύη τῆς Εὐχαριστίας κουκουλωμένα στὰ βελοῦδα, μὲ τὸ μουζίκο νὰ ὀνειρεύεται τὸ Πάσχα καὶ τὴ Γέννα καὶ τὶς ἄλλες πανηγύρεις, ποὺ θὰ κάνει τὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεό, πεσμένος ἀπὸ τὴ μετάνοια καὶ τὴ νήψη καὶ τὴν ἀγρύπνια, ὥριμος γιὰ νὰ δοθεῖ στὸ στὸ θεωτικὸ τὸν ἔρωτα.

Γιατὶ τὸν ἐδικό μου ἀσκητισμὸ νὰ μὴν τὸν βάψω στὸ ζωηφόρον αἷμα τῆς ἀνάμνησης μιανῆς Ἀγάπης, μουσμουλιᾶς ἀνάλαφρης, τῆς πολιτείας; Γιατὶ καὶ τ’ ὄρθρισμα καὶ τὰ ἑσπερινά μου νὰ μὴν εἶναι δοσμένα στὀ πάθος ἐτοῦτο, ποὺ μοιάζει τὰ μπρούτζινα, εἴτε τὰ ζαφειρένια χρώματα ποὺ παίρνει ὁ οὐρανὸς τὶς ὧρες τοῦτες τῆς Μεγάλης Προσευκῆς. Τὸ ἴδιο Προβόδισμα γιὰ τὸ Θάνατο τὸν ἁπλωτὸ εἶναι οἱ Ἐρῶτοι ὅσο καὶ οἱ ὅρκοι τοῦ Ἀσκητισμοῦ. Περβόλια εἶναι χλιδῆς καὶ τὰ δυό τους. Καὶ δὲν εἶναι καλύτερη εὐλογία ἀπὸ τὸ νὰ συμφύρεσαι στ’ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς Λωβιασμένους, νὰ πειρᾶσαι νὰ μάσεις τὰ ἐλέη τῶν πληγῶν τους καὶ νὰ βλέπεις ν’ἀντιφεγγίζει στὰ μάτια τους ποὺ σβένουν καὶ τὰ λιμάρει ἡ ἀρρώστια τοῦ μυστικοῦ τοῦ κάλλους, δαφνούλα εὐωδιασμένη, τόσο λαμπρὰ ὁλοπράσινη, σὰν νέα σελήνη, δρέπανο, κι’ἐν τούτοις δρέπανο χαδιοῦ, τὴν εἰκόνα, πλάϊ στὶς τόσες τίμιες ποὺ ἀντίκρυσες μονὲς καὶ τὰ κελλιά, ἑνοῦ κοριτσιοῦ μαυρειδεροῦ, πηδηχτοῦ σὰν τὰ νέα κατσίκια τὰ ὁλόμαυρα, ποὺ νὰν τὸ βλέπεις μόνο θυμίζεσαι τοὺς φράχτες τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων.

Λέω τοῦ Λέοντα, τοῦ σκοτεινοῦ συντρόφου: «Φίλε μὲ τὰ ἄγρια γένεια, ἕνα εἶναι ἀλήθεια, τὸ ποὺ προβαίνουμε γιὰ κάπου. Γιὰ κάπου μᾶς προβοδᾶνε. Τώρα, εἴτε τὸ σήμερα εἶναι προβάδισμα γιὰ τὴ Ζωή, εἴτε προβάδισμα γιὰ τοῦ Θανάτου τὰ μέρη, δὲν τὸ ξέρεις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ μέλει. Ἐλπίζεις νὰ εἶναι προβάδισμα γιὰ τὴ ζωή. Ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ μέλει. Κάτι ὅμως μᾶς λέει μέσα μας καὶ τῶν δυονῶν, ποὺ ἐξάπαντος τὸ Θάνατο τὸν ἐγευθήκαμε πιά, καὶ στὸ χτὲς καὶ στὸ σήμερα. Τὸ αὔριο θάναι Ζωή. Ἕναν κέδρο βλέπουμε στὸ βάθος - βάθος, πολὺ πέρα τοῦ καλντεριμιοῦ. Ἕναν κέδρο καὶ θἄχει καὶ πουλιά. Θὰ τὸν φτάσουμε καὶ θἆναι ἡ Ζωή. Θἄχει θέα, ὕστερ' ἀπ' τὸν ἀνήφορο σ' ἐκεῖνο τὸ σύνορο. Ἔχουμε νὰ ἰδοῦμε! Ἔχουμε νὰ ἰδοῦμε! Σὰν νὰ μυρίζουν τὶς οὐσίες τοῦ θανάτου ἐτοῦτα μας τὰ χτές, ἐτοῦτα μας τὰ σήμερα, ποὺ μπερδεύουνται ὅσο πᾶμε πιὸ πολὺ καὶ ξεχωρισμὸ κι' ἀκριβοέπεια δὲν ἔχουν. Στὸ αὔριο ἐκεῖνο τοῦ βάθους τρεχάτο ἕνα λάφι γιὰ τὸ δάσος. Τί τρεχάτο, τί ζωηρὸ ποὺ δρασκέλισε τὸ μονοπάτι κι' ἐχάθη. Τοῦτο τὸ λάφι ἀνήκει στῆς Ζωῆς τὰ μέρη. Λέοντα, ὁ Ἄγγελος ποὺ μᾶς πρόσφερε τὰ μάτια εἶναι καὶ τοῦτος τῆς Ζωῆς. Ἡ Χάρη ποὺ συναντήσαμε νὰ περιίπταται σὲ τοῦτο τὸ βουνὸ ἀφτονώτατη—κανένας δὲν τὴν κυνηγᾶ, ὅλοι ἔχουν τὸ εἶδος της στὴν αὐλή τους, δὲ θέλουν ἄλλη περισσή—εἶναι ἡ Χάρη τῆς Ζωῆς».

Καρυές, βράδυ, 2 Νοεμβρίου 1927.

Ἀπὸ τὴν «Ἄσκηση στὸν Ἄθω» Ἐκδόσεις Ἴκαρος, 1963.

Τάκης Παπατσώνης

Η αγωγή των παιδιών για το θάνατο

Ο τρόπος αντιμετώπισης του δικού μας θανάτου διαφοροποιείται στον καθένα μας ανάλογα με την ηλικία και τις περιστάσεις. Σκεφτείτε τα παιδιά που ακούν τη λέξη «θάνατος» και είτε έχουν μία ασαφή ιδέα γι' αυτόν, είτε ίσως έχουν χάσει έναν ή και τους δύο γονείς τους, και πενθούν μέσα στην μοναξιά: η απώλεια είναι που χαρακτηρίζει την αντίληψη τους για το θάνατο, όχι ο ίδιος ο θάνατος. Τα περισσότερα παιδιά -τα περισσότερα αγόρια σίγουρα- έχουν παίξει, σε κάποιες φάσεις της ζωής τους, παιχνίδια πολέμου: «Σε πυροβόλησα. Είσαι πεθαμένος. Πέσε κάτω.»
Και το παιδί ξαπλώνει κάτω κι εκείνη τη στιγμή γνωρίζει συναισθηματικά, αλλά μέσα στην ασφάλεια του παιχνιδιού, ότι είναι νεκρό, πράγμα που σημαίνει πως δεν έχει δικαίωμα να παίξει, να τρέξει ή να κινηθεί. Πρέπει να μείνει ξαπλωμένο μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο. Η ζωή συνεχίζεται τριγύρω του, αλλά εκείνο δεν αποτελεί πια μέρος της, μέχρι τη στιγμή που αυτό του φαίνεται πια πολύ, και πετάγεται πάνω λέγοντας: «Βαρέθηκα να είμαι πεθαμένος. Σειρά σου τώρα».
Αυτή είναι πολύ σημαντική εμπειρία, διότι το παιδί μέσα απ' αυτή ανακαλύπτει ότι μπορεί να είναι ξένο προς τη ζωή' κι ωστόσο, όλο αυτό είναι ένα παιχνίδι και διαθέτει την ασφάλεια που τα παιχνίδια διαθέτουν. Μπορεί να τελειώσει ανά πάσα ώρα και στιγμή με αμοιβαία συμφωνία, αλλά το παιδί όλο και κάτι θα έχει διδαχθεί. Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια, ένα υπερβολικά ευαίσθητο παιδί σε κάποια από τις κατασκηνώσεις μας, το οποίο βίωνε το παιχνίδι αυτό με τέτοια ένταση που δεν το άντεχε. Έτσι έπαιξα ένα ολόκληρο παιχνίδι μαζί του, ώστε μέσα από το κρυφτό και το κυνηγητό του πολεμικού παιχνιδιού, να μπορέσει να εισέλθει μέσα σ' αυτή την εμπειρία. Γι' αυτόν, δεν ήταν παιχνίδι· ήταν πολύ αληθινό.
Η εισαγωγή ενός παιδιού στο ζήτημα του θανάτου μπορεί να γίνει με τρόπο τερατώδη και να το οδηγήσει στη νοσηρότητα, ή αντιθέτως μπορεί να γίνει με τρόπο σωστό και υγιή. Το παράδειγμα που ακολουθεί είναι αληθινό, όχι φανταστικό. Μία ηλικιωμένη κυρία, πολυαγαπημένη γιαγιά, πέθανε μετά από μακροχρόνια και οδυνηρή ασθένεια. Με κάλεσαν να έρθω στο σπίτι και όταν κατέφθασα, διαπίστωσα πως τα παιδιά είχαν απομακρυνθεί.
Οι γονείς μου εξήγησαν: «Δεν θα μπορούσαμε να επιτρέψουμε στα παιδιά να μείνουν σ' ένα σπίτι όπου υπάρχει νεκρός». «Γιατί όχι;» τους ρώτησα. «Διότι γνωρίζουν τι σημαίνει θάνατος», αποκρίθηκαν. «Και τι σημαίνει θάνατος;», ξαναρώτησα. «Είδαν στον κήπο τις προάλλες ένα κουνέλι κομματιασμένο από τις γάτες· επομένως γνωρίζουν τι είναι ο θάνατος». Αντείπα λοιπόν πως αν αυτή ήταν η εικόνα του θανάτου που είχαν τα παιδιά, τότε ήταν καταδικασμένα για πάντα να κατακλύζονται από μία αίσθηση τρόμου, κάθε φορά που θα ακούν την λέξη «θάνατος», κάθε φορά που θα παρακολουθούν ένα μνημόσυνο, κάθε φορά που θα βλέπουν ένα φέρετρο - ανείπωτος τρόμος κρυμμένος σ' ένα ξύλινο κουτί.
Μετά από μακρά συζήτηση, κατά την οποία οι γονείς μου είπαν πως τα παιδιά θα ήταν καταδικασμένα σε νευρική καταρράκωση αν τους επιτρεπόταν να δουν την γιαγιά τους, και πως η πνευματική τους κατάσταση θα ήταν δική μου ευθύνη, έφερα τα παιδιά πίσω. Η πρώτη τους ερώτηση ήταν: «Τι συνέβη, πραγματικά, στη γιαγιά;» Tους απάντησα το εξής: «Θυμάστε που η γιαγιά σας, επανειλημμένα στο παρελθόν, είχε πει πως λαχταράει να ξανασμίξει με τον άντρα της στην Βασιλεία του Θεού, όπου εκείνος είχε ήδη πάει; Αυτό της συνέβη τώρα». «Οπότε είναι ευτυχισμένη;», με ξαναρώτησε το ένα απ' τα παιδιά. «Ναι», αποκρίθηκα.
Στη συνέχεια, πήγαμε στο δωμάτιο όπου κείτονταν η γιαγιά. Η γαλήνη εκεί ήταν υπέροχη. Η ηλικιωμένη γυναίκα, που το πρόσωπο της ήταν ρημαγμένο από τα τελευταία χρόνια της οδύνης, κείτονταν απόλυτα γαλήνια και ήρεμη. Ένα απ' τα παιδιά είπε: «Ώστε αυτός είναι ο θάνατος». Και το άλλο είπε: «Τι όμορφα!» Αυτές είναι δύο όψεις της ίδιας εμπειρίας. Θα επιτρέψουμε στα παιδιά να δουν το θάνατο μέσα από την εικόνα του κατακρεουργημένου στον κήπο από τις γάτες μικρού κουνελιού, ή θα τους αφήσουμε να δουν τη γαλήνη και την ομορφιά του θανάτου;
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, φέρνουμε τον πεθαμένο στο ναό όσο γρηγορότερα μπορούμε. Προσευχόμαστε υπό την παρουσία ενός ξεσκέπαστου φερέτρου. Ενήλικες και παιδιά το πλησιάζουν. Ο θάνατος δεν είναι κάτι που πρέπει να αποκρυφτεί· είναι κάτι απλό, είναι μέρος της ζωής. Και τα παιδιά μπορούν να δουν το πρόσωπο του συχωρεμένου και την ειρήνη που το έχει επισκιάσει. Ασπαζόμαστε τη σορό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, σ' αυτό το σημείο, να προειδοποιούμε τα παιδιά πως όταν θα ασπαστούν το μέτωπο του συχωρεμένου ανθρώπου -το μέτωπο που ήταν πάντοτε ζεστό- αυτό θα είναι τώρα κρύο. «Αυτό είναι το σημάδι του θανάτου», μπορούμε να τους πούμε. Η ζωή συνεπάγεται θερμότητα. Ο θάνατος είναι ψυχρός. Κι έτσι, το παιδί δεν τρομοκρατείται γιατί έχει εμπειρία θερμών και ψυχρών πραγμάτων, και καθετί απ' αυτά έχει τη δική του φύση, το δικό του νόημα.
Αυτές οι πρώτες εντυπώσεις, καθορίζουν τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε αργότερα το θάνατο.



Από το βιβλίο «O Θάνατος ως κέρδος» εκδόσεις Εν πλω, 2006
του (+) μητροπολίτη Σουρόζ Anthony Bloom

Ματαιότης ματαιοτήτων


Ἄνθρωπε στάσου δυὸ λεπτὰ καὶ πρόσεξε καὶ μένα
θὰ σοῦ μιλήσω συμβουλὲς ποὺ εἶναι καλὲς γιὰ σένα.

Μὲ βλέπεις κόκκαλο γυμνό, μὰ δίχως φαντασία
καὶ λὲς δὲν ἤμουν τίποτα δὲν δίδεις σημασία.

Μὰ κάποτε στὰ χρόνια μου εἶχα κι ἐγὼ τὸ κάλλος
καὶ βάδιζα περήφανος σὰν φουσκωμένος γάλος.

Κι εἶχα κι ἐγὼ τὴ δόξα μου, σοφία τοῦ Σωκράτη,
τοῦ Ἡρακλῆ τὴ δύναμη, φήμη πολὺ στὰ Κράτη.

Εἶχα μαλλιὰ μεταξωτὰ καὶ μάγουλα σὰν μῆλο
καὶ φρύδια ποὺ δὲν βρίσκονταν σὰν τῆς ἐλιᾶς τὸ φύλλο.

Εἶχα καρδιὰ τοῦ λέοντος καὶ μπράτσα σιδερένια,
ἀκούραστα τὰ πόδια μου καὶ στήθη μαρμαρένια.

Εἶχα τὴ γλῶσσα τ᾿ ἀηδονιοῦ, μάτια μεγάλα μαῦρα
καὶ μερικοὶ μοῦ λέγανε ὅλα μαζὶ ποὺ ταῦρα.

Γι᾿ αὐτὸ χαιρόμουνα πολὺ πὼς ἤμουν γῆς ὁ φάρος
καὶ μὲ τὸ νοῦ λογάριαζα πὼς δὲν ὑπάρχει χάρος.

Μὰ πότε δὲν κατάλαβα περάσανε τὰ χρόνια
καὶ φύγανε τὰ νιάτα μου σὰν τοῦ σπιτιοῦ τὰ χιόνια.

Τὸ γλέντι κι ὅλες οἱ χαρὲς περνᾶνε στὸν ἀέρα
κι ὅλη ἡ ζωὴ μοῦ φάνηκε σὰ νἄτανε μιὰ μέρα.

Σὰν ἔνοιωσα γεράματα θυμᾶμαι τὰ παλιά μου,
μοῦ φάνηκε παράξενο π᾿ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου.

Τὸ φῶς ἀπὸ τὰ μάτια μου μικραίνει, λιγοστεύει
κι ὁ νοῦς μου πὼς ἐγήρασα ἀκόμη δὲν πιστεύει.

Τὰ πόδια μου ἀδυνάτισαν, τὰ χέρια δὲν κινοῦνται
τὰ δόντια μου χαλάσανε κι αὐτὰ παραπονοῦνται.

Κατάλαβα τὸν θάνατο, σὲ λίγο τελειώνω
καὶ τότε βάζω μιὰ φωνὴ μὲ κλάματα καὶ πόνο.

Ποιὸς μάγος φέρνει τὴ ζωὴ καὶ ποιὸ γιατρὸ νὰ πάρω
καὶ ποιὸς μπορεῖ καὶ δύναται ποὺ νὰ νικᾶ τὸ χάρο;

Θὰ τοῦ χαρίσω κτήματα καὶ λίρες ὅσες θέλει
ἀρκεῖ τοῦ χάρου τὸ σπαθὶ νὰ σπάσῃ καὶ τὰ βέλη.

Κανεὶς δὲν μ᾿ ἀποκρίθηκε κανεὶς δὲν μοὖπε ξέρει
νὰ μοῦ γλυτώσῃ τὴ ζωὴ καὶ νειᾶτα νὰ μοῦ φέρη.

Λοιπὸν μιὰ μέρα τ᾿ Ἀπριλιοῦ χωρὶς νὰ περιμένω
κάποιος χτυπᾶ τὴν πόρτα μου μὲ τρόπο ἀγριεμένο.

Ἦταν ψηλὸς κατάμαυρος. Φωνάζω. Τί νὰ κάνω;
Καὶ μὲ φωνὴ ποὺ τρόμαζε, μοῦ λέει σήκ᾿ ἀπάνω.

Μοῦ ξέσχισε τὰ σπλάχνα μου καὶ πῆρε τὴν ψυχή μου
κι ἀμέσως πᾶν τὰ πλούτη μου μαζὶ μὲ τὴν στολήν μου.

Καὶ τώρα τὰ χωράφια ποῦ πᾶν καὶ τὰ παλάτια;
Τὰ ρόδινα τὰ μάγουλα, ἡ γλῶσσα καὶ τὰ μάτια;

Σκουλήκια φάγαν τὸ κορμί, τὴν ὀμορφιά, τὸ σῶμα,
ἀφοῦ μὲ λάσπη γίναμε, γενῆκαν πάλιν χῶμα.

Οἱ φίλοι καὶ οἱ συγγενεῖς δὲν θέλω νὰ μὲ κλαῖνε,
θέλω κερὶ μνημόσυνο «Συγχώρησε» νὰ λένε.

Ὅπως μὲ βλέπεις ἄνθρωπε καὶ σὺ θὰ καταντήσης,
γι᾿ αὐτὸ στὴν πρόσκαιρη ζωὴ μὴ λὲς νὰ καζαντήσῃς.

Ὅταν γηράσω νὰ μὴ λὲς θὰ κάνω καλωσύνες,
τότε θὰ πάω στὴν Ἐκκλησιὰ πολλὲς ἐλεημοσύνες.

Ὁ χάρος εἶναι λαίμαργος, δὲν ἔχει προθεσμία,
δὲν ἔχει φίλους γιὰ χαρές, ἐξαίρεση καμία.

Παίρνει τὶς μάνες τῶν παιδιῶν, λεβέντες ποὺ γλεντᾶνε
ἀπὸ τὴν κούνια τὰ μωρά, κοπέλλες ποὺ πετᾶνε.

Νὰ σκέπτεσαι τὸν θάνατο ἑπτὰ φορὲς τὴν ὥρα,
ὑπῆρχαν κι ἄλλοι στὴ ζωὴ μὰ δὲν ὑπάρχουν τώρα.

Σὲ κάθε βῆμα πρόσεξε τοῦ Σατανᾶ τὸ βρόχι
μὴν ἀδικήσῃς ὀρφανούς, γυναῖκες χῆρες ὄχι.

Πιστὰ τοὺς νόμους φύλαγε χωρὶς καμμιὰ προσθήκη
τὰς ἐντολὰς τοῦ Μωϋσῆ, τὴ Νέα Διαθήκη.

Νὰ μὴν δουλεύῃς Κυριακὴ καὶ ἑορτὲς Ἁγίων
νἄχης ἀμόλυντη ψυχὴ καὶ καθαρὸν τὸν βίον.

Νὰ μὴν κυττάζῃς πονηρά, μὴ βλασφημᾶς τὰ θεῖα,
νὰ δίδῃς περιφρόνηση τοῦ σατανᾶ τὴν βία.

Τῆς μέρας τ᾿ ἁμαρτήματα καὶ πρὶν ὁ Ἥλιος δύσει
μὲ κάθε τρόπο τοῦ Θεοῦ νὰ τἄχῃς ὅλα σβήσει.

Ἐλεημοσύνη, προσευχή, ἀγάπη καὶ νηστεία
αὐτὰ θὰ σώσουν τὴν ψυχή, μὴ λὲς πὼς εἶν᾿ ἀστεῖα.

Ἀγάπα τὸν πλησίον σου, κακὸ ποτὲ μὴ κάνῃς
γιατὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ σβήσῃς θὰ πεθάνῃς.

Καὶ τώρα ἀναγνῶστα μου τί σκέπτεσαι νὰ κάνῃς;
τὰ λόγια ποὺ σοῦ μίλησα στὸ νοῦ σου νὰ τὰ βάνῃς·,

γιατὶ αὐτοῦ ποὺ εἶσαι ἤμουνα κι ἐδῶ ποὺ εἶμαι θἄρθῃς.

ILLUSIONS







...καὶ εἶδον τὰ ὀστᾶ τὰ γεγυμνωμένα





Ἐμνήσθην τοῦ Προφήτου βοῶντος· Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός, καὶ πάλιν κατενόησα ἐν τοῖς μνήμασι καὶ εἶδον τὰ ὀστᾶ τὰ γεγυμνωμένα καὶ εἶπον: Ἄρα τὶς ἐστι, βασιλεύς ἢ στρατιώτης, ἢ πλούσιος ἢ πένης, ἢ δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός;

I brought to mind the prophet who cried: I am earth and dust; and again I looked in the graves and beheld the naked bones, and said: to whom could these belong? King or soldier, rich or poor, righteous or sinner?

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ...

" Όταν πεθαίνει ο άνθρωπος τότε η ψυχή του υπερίπταται επάνω από το ακίνητο και νεκρό σώμα του και διερωτάται:
« Μά, πώς συμβαίνει τώρα να είμαστε δύο , ενώ πρώτα ήμουν μόνο εγώ; » Κάθε ψυχή έχει το ίδιο σχήμα πού είχε όταν ζούσε ό άνθρωπος και αναγνωρίζεται από άλλες, γνώριμες ψυχές…"
ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ...
Ήμουν άθεη.
Έβριζα πολύ καί φοβερά τόν Θεό. Ζούσα μέσα στήν ντροπή καί στήν πορνεία καί ήμουν σάν νεκρή πάνω στήν γή. Όμως, ό ελεήμων Θεός δέν μέ άφησε οριστικά νά χαθώ, αλλά μέ οδήγησε στήν μετάνοια.
Στά 1962 αρρώστησα από καρκίνο καί ήμουν άρρωστη 3 χρόνια. Δέν παρέμενα βέβαια στό κρεββάτι, αλλά εργαζόμουνα καί έκανα θεραπεία σέ γιατρούς, ελπίζοντας νά γίνω καλά. Τούς τελευταίους 6 μήνες είχα πολύ αδυνατίσει, μή μπορώντας νά πιώ ούτε νερό. Μόλις τό έπινα, αμέσως έκανα εμετό.
Μέ πήγαν τότε στό Νοσοκομείο, καί κάλεσαν έναν καθηγητή από τήν Μόσχα γιά νά μέ χειρουργήσει.
Μόλις μού άνοιξαν τήν κοιλιά, κάτι συνέβει καί αμέσως πέθανα !
Ή ψυχή μου βγήκε από τό σώμα καί στέκονταν ανάμεσα σέ δυό γιατρούς, ενώ εγώ μέ μεγάλο φόβο καί τρόμο κύτταζα τό ανοιγμένο σώμα μου. Ολόκληρο τό στομάχι καί τά έντερά μου ήταν προσβεβλημένα από τόν καρκίνο.
Όπως κοιτούσα τό σώμα μου ξαπλωμένο στό χειρουργείο, σκεπτόμουν μέ απορία, πώς είμαστε δύο; Δέν μπορούσα νά καταλάβω αυτό, γιατί πρώτη φορά μού συνέβαινε...
Δέν είχα ιδέα ότι υπάρχει ψυχή. Οί κομμουνιστές μάς φούσκωναν καί μάς δίδασκαν ότι ψυχή καί Θεός δέν υπάρχουν, ότι αυτά είναι επινόηση τών παπάδων, γιά νά ξεγελούν τόν λαό καί νά τόν κρατούν σέ φόβο τόν κόσμο, γιά κάτι πού δέν υπάρχει.
Κοιτούσα τόν εαυτό μου νά στέκεται όρθια στόν αέρα, αλλά έβλεπα καί τό σώμα μου πάνω στό χειρουργείο...
Οί γιατροί μού έβγαλαν έξω όλα τά εντόσθια καί αναζητούσαν τό δωδεκαδάκτυλο. Αλλά εκεί υπήρχε μόνο πύον, τά πάντα ήταν κατεστραμμένα καί χαλασμένα, τίποτα δέν ήταν υγιές. Τούς άκουσα νά λένε:
" Αυτή, δέν είχε τίποτα σωστό γιά νά ζήσει..."
ΣΤΟ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ...
Όλα τά έβλεπα φοβισμένη καί σκεπτόμουνα πάντα τό ίδιο πράγμα:
" Πώς, καί από πού είμαστε δύο; Στέκομαι, καί ταυτόγχρονα είμαι καί ξαπλωμένη!!"
Είδα τούς γιατρούς νά ρίχνουν όπως - όπως τά εντόσθια μέσα στό σώμα, καί άκουσα πού έλεγαν ότι πρέπει νά δοθεί τό σώμα μου στούς νέους ειδικευόμενους γιατρούς γιά τήν διδασκαλία τους.
Μετέφεραν τελικά τό σώμα μου στό Νεκροστάσιο, ενώ εγώ πήγαινα κοντά τους χωρίς αυτοί νά τό καταλαβαίνουν...
Μέ άφησαν ξαπλωμένη καί γυμνή πάνω στό μάρμαρο, σκεπασμένη ώς τόν λαιμό μέ ένα σεντόνι.
Μετά από λίγη ώρα βλέπω ότι ήλθε ό αδελφός μου καί έφερε τόν μικρό μου γυιό. Ήταν έξη χρονών καί ονομάζονταν Αντρούσκα ( Αντρέϊ ).
Ό γυιός μου πλησίασε τό σώμα μου, καί μέ φίλησε στό κεφάλι. Άρχισε νά κλαίει λέγοντας: " Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Είμαι ακόμη μικρός, πώς θά ζήσω τώρα χωρίς εσένα; Πατέρα δέν έχω, κι΄ εσύ πέθανες !..."
Εγώ τότε τόν αγκάλιασα καί τόν φίλησα, αλλά αυτός δέν τό κατάλαβε, ούτε τό είδε καί τό πρόσεξε. Κύταζε μόνο τό νεκρό μου σώμα...
Έβλεπα επίσης πώς έκλαιγε καί ό αδελφός μου...
Μετά από αυτό, βρέθηκα ανεξήγητα στό σπίτι μου. Είδα τήν πεθερά μου από τόν πρώτο μου γάμο νά μπαίνει στό σπίτι, καθώς καί τήν μητέρα μου καί τήν αδελφή μου. Τόν πρώτο μου σύζυγο τόν είχα εγκαταλείψει γιατί πίστευε στόν Θεό.
Σέ λίγο όλοι αυτοί, άρχισαν τήν διανομή τών πραγμάτων μου. Ζούσα τότε πλούσια καί μέ πολυτέλεια αλλά μέ χρήματα αποκτημένα μέ τήν αδικία καί τήν πορνεία. Ή αδελφή μου άρχισε νά αφαιρεί τά πιό ωραία από τά πράγμάτά μου, ενώ ή πεθερά μου ζητούσε νά αφήσει καί κάτι γιά τόν μικρό γυιό μου.
Ή αδελφή μου δέν έδινε τίποτα, αλλά επί πλέον άρχισε νά εμπαίζει τήν πεθερά μου λέγοντάς της:
" Αυτό τό παιδί δέν είναι από τόν γυιό σου, καί εσύ δέν τού είσαι τίποτα τώρα..."
Μετά από κάποια φασαρία βγήκαν αυτές έξω κλείνοντας τό σπίτι. Ή αδελφή μου πήρε μαζί της καί έναν μεγάλο μπόγο μέ πράγματα.
Ενώ όμως αυτές μάλωναν γιά τά πράγματα, είδα μέ τρόμο γύρω μας νά χορεύουν καί νά χαίρονται διάβολοι...
Ξαφνικά βρέθηκα στόν αέρα, σάν νά πετούσα μέ αεροπλάνο. Αισθανόμουν ότι κάποιος μέ συγκρατούσε καί ότι υψώνομαι όλο καί περισσότερο. Βρέθηκα πάνω από τήν πόλη Barnaul, αλλά αμέσως τήν έχασα πέφτοντας σέ βαθύ σκοτάδι. Σέ λίγο άρχισε νά έρχεται ένα φώς πού όλο καί δυνάμωνε, φθάνοντας σέ σημείο νά μή μπορώ πιά νά τό κοιτάξω.
Μέ έβαλαν πάνω σέ μιά μαύρη πλάκα γύρω στό ενάμισυ μέτρο, ενώ έβλεπα γύρω μου τεράστια δένδρα μέ πανέμορφα φυλλώματα, καθώς καί σπίτια καινούργια αλλά χωρίς νά βλέπω πρόσωπα. Έβλεπα τίς καταπράσινες κοιλάδες διαλογιζόμενη " πού βρίσκομαι άραγε τώρα; "
Άν βρίσκομαι στήν γή, έλεγα, τότε γιατί δέν βλέπω ανθρώπους, εργοστάσια, δρόμους, συγκοινωνίες... Τί μέρη είναι εδώ αυτά, χωρίς ανθρώπους, καί ποιοί ζούν τέλος πάντων εδώ;
Καί ενώ σκεπτόμουν αυτά, μιά πανέμορφη ψηλή γυναίκα ντυμένη μέ βασιλικά φορέματα, διέκοψε τίς σκέψεις μου!
Περπατούσε τόσο ανάλαφρα πού τό χορτάρι δέν λύγιζε από τό βάρος της. Κοντά της πήγαινε ένα νεαρό πρόσωπο κλαίγοντας, μέ σκεπασμένο τό πρόσωπό του μέ τίς παλάμες του. Έκλαιγε πικρά, καί σάν κάτι νά τήν παρακαλούσε, αλλά γιά ποιό λόγο δέν μπορούσα νά ακούσω.
Σκέφθηκα μήπως ήταν γυιός της, καί μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιά τήν αδιαφορία της. ( Θά καταλάβαινα βέβαια πολύ αργότερα, ότι τό πρόσωπό αυτό ήταν ό φύλακάς μου άγγελος πού μού είχε δοθεί στήν βάπτισή μου καί πού τώρα έκλαιγε γιά τήν απώλεια τής ψυχής μου πού θά πήγαινε στήν Αιώνια Κόλαση. Παρακαλούσε τήν Παναγία νά μεσιτεύσει στόν Χριστό γιά νά γλυτώσω...)
Όταν αυτοί μέ πλησίασαν είδα τόν νέο αυτό νά πέφτει μπροστά στά πόδια τής πανέμορφης αυτής γυναίκας, νά τήν παρακαλεί εντονώτερα οδυρώμενος, καί νά τής ζητεί κάτι. Αυτή, κάτι τού είπε, αλλά δέν μπόρεσα νά καταλάβω τά λόγια της.
Ήθελα νά τούς ρωτήσω " πού βρίσκομαι; " , όταν είδα τήν γυναίκα αυτή νά σταυρώνει τά χέρια στό στήθος της, καί κοιτώντας τόν ουρανό τήν άκουσα καθαρά νά λέει:
" Κύριε, πού θά πάει αυτή, έτσι όπως είναι; "
Άρχισα τότε νά τρέμω, καί κατάλαβα ότι είχα πεθάνει, μέ τήν ψυχή μου νά βρίσκεται στόν ουρανό καί τό σώμα μου πάνω στό μάρμαρο τού Νεκροστασίου...
Άρχισα νά κλαίω καί νά οδύρομαι συναισθανόμενη πιά τήν βαρύτητα τής θέσης μου όταν άκουσα μιά φωνή νά λέει:
" Νά τήν γυρίσετε στήν γή, χάρη καί μόνο γιά τίς αγαθοεργίες τού πατέρα της..."
Άλλη φωνή όμως απάντησε:
" Βαρέθηκα πιά τήν αμαρτωλή καί διεφθαρμένη ζωή της. Εγώ ήθελα νά τήν εξαφανίσω από προσώπου γής χωρίς μετάνοια, αλλά μέ παρεκάλεσε γι΄ αυτήν ό πατέρας της. Δείξτε της τό μέρος γιά τό οποίο άξιζε νά πάει..."
Αμέσως βρέθηκα στόν Άδη.
Τότε άρχισαν να έρπουν μέχρις εμένα, φοβερά πυρακτωμένα φίδια με μακριές γλώσσες που ξερνούσαν φωτιά και άλλες αποκρουστικές ακαθαρσίες.
Η βρώμα ήταν αβάσταχτη.
Αυτά τα φίδια τυλίχτηκαν γύρω μου και ταυτόχρονα από κάπου παρουσιάστηκαν σκουλήκια χοντρά ίσαμε τά δάχτυλα, με ουρές που κατέληγαν σε βελόνες και άγγιστρα. Αυτά έμπαιναν σε όλα τα ανοικτά μου μέρη, στα αυτιά, στα μάτια, στη μύτη κλπ. και έτσι με βασάνιζαν και εγώ κραύγαζα εσωτερικά, καί όχι με την φωνή μου.
Αλλά εκεί δεν υπήρχε από πουθενά ούτε βοήθεια, ούτε έλεος από κανένα.
Εκεί είδα πως παρουσιάστηκε καί μιά γυναίκα που πέθανε από άμβλωση, και άρχισε να παρακαλεί τον Κύριο για έλεος...
Άκουσα μιά φοβερή φωνή νά τής λέει:
«Εσύ στην γη δεν με αναγνώριζες, σκότωνες τα παιδιά στη κοιλιά σου, και επί πλέον έλεγες στους ανθρώπους: "δεν πρέπει να γεννάτε παιδιά, τα παιδιά είναι περιττά ".
Όμως σ΄ Εμένα δεν υπάρχουν περιττά.
Σ΄ Εμένα υπάρχουν τα πάντα, και για όλους αρκετά !!!
Καί απευθυνόμενος σέ μένα είπε:
«Εγώ σου έδωσα την αρρώστια για να μετανοήσεις, αλλά εσύ με έβριζες ως το τέλος της ζωής σου και δεν με αναγνώριζες. Γι΄αυτό ακριβώς κι΄ εγώ τώρα, δεν σε αναγνωρίζω ! Καί όπως στην γη έζησες χωρίς Κύριο καί Θεό, έτσι και εδώ θα ζήσεις χωρίς Εμένα...!».
Καί ξαφνικά όλα αυτά παίρνοντας μιά άλλη όψη, άλλαξαν...
Ήταν σάν κάπου νά πέταξα. Η βρώμα και ο δυνατός οδυρμός χάθηκαν, και εγώ ξαφνικά είδα την εκκλησία που ενέπαιζα. Άνοιξε η Ωραία πύλη και από αυτήν βγήκε ό ιερέας ντυμένος στα άσπρα. Στέκονταν με σκυμμένο κεφάλι ενώ κάποια φωνή μού απηύθηνε λόγο:
«Ποιός είναι αυτός;»
Εγώ απάντησα, « είναι ο ιερέας μας».
«Εσύ δέν ήσουν πού έλεγες ότι είναι χαραμοφάης ; Όμως αυτός δεν είναι χαραμοφάης, αλλά πραγματικός ποιμένας! Δεν είναι μισθωτός καί μισθοφόρος πού έλεγες...
Καί μάθε ακόμη, πως μπορεί νά είναι ένας απλός παπάς, όμως υπηρετεί πιστά Εμένα. Καί άν αυτός δεν σου διαβάσει την ευχή της συγχώρησης στήν εξομολόγηση, εγώ δεν πρόκειται ποτέ νά σε συγχωρήσω»!
Τότε άρχισα να παρακαλώ:
«Κύριε, γύρισε με στη γή, έχω έναν μικρό γιό».
Ο Κύριος είπε:
«Γνωρίζω ότι έχεις μικρό γιό, καί είναι κρίμα γι' αυτόν...»
«Είναι κρίμα Κύριε" , τού απάντησα.
«Εγώ σας λυπάμαι όλους, είπε. Και τρείς φορές σας λυπάμαι... Όλους σας περιμένω... Αλλά επί τέλους, πότε θα ξυπνήσετε από το αμαρτωλό όνειρο πού ζείτε, πότε επί τέλους θά μετανοήσετε και θα έλθετε στον εαυτό σας;»
Καί λέγοντας αυτά είδα καί πάλι τήν Μητέρα του Θεού. Πήρα το θάρρος να τη ρωτήσω:
«Υπάρχει εδώ σε σάς, Παράδεισος;».
Αλλά, αντί για απάντηση στήν αμφισβήτησή μου αυτή καί στήν απορία μου, ξαναβρέθηκα πάλι στην κόλαση καί στον Άδη. Οί δαίμονες έρχονταν τρέχοντας με καταλόγους δείχνοντας τα αμαρτήματά μου καί φωνάζοντας:
«Εσύ μας υπηρέτησες όταν ήσουν στη γή. Είσαι δική μας τώρα !...»
Άρχισα να διαβάζω τα αμαρτήματά μου καί όλα μου τα έργα, που ήταν γραμμένα με μεγάλα γράμματα, ανάμεσα σέ μεγάλο φόβο.
Έβλεπα από τα στόμα τους πού έβγαινε φωτιά καθώς με κτυπούσαν στο κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν και κολλούσαν πυρακτωμένες σπίθες πυρκαγιάς και με έκαιγαν. Γύρω μου ακουγόταν φοβερός θρήνος, βρόντος φοβερός, και κοπετός πολλών ανθρώπων.
Όταν ή φωτιά δυνάμωνε έβλεπα γύρω μου τά πάντα. Οί ψυχές είχαν φοβερή όψη. Άλλες σακατεμένες μέ τεντωμένους λαιμούς, κι΄ άλλες μέ πρησμένα μάτια.
Μού έλεγαν:
"Είσαι συντρόφισσά μας,( εννοώντας προφανώς τόν κομμουνιστικό χαιρετισμό), καί είσαι υποχρεωμένη κι΄ εσύ νά ζήσεις τώρα μαζί μας...
Όπως εσύ, έτσι κι΄ εμείς, όταν ζούσαμε πάνω στήν γή δέν αναγνωρίζαμε τόν Χριστό, βρίζαμε καί βλαστημούσαμε, κάναμε κάθε κακό, καί ιδιαίτερα τήν πορνεία, τήν υπερηφάνεια, και ποτέ μας δέν μετανοήσαμε.
Πολλοί αμάρτησαν αλλά μετάνοιωσαν καί πήγαιναν μετά στήν Εκκλησία, προσεύχονταν στόν Θεό, ελεούσαν τούς φτωχούς, καί βοηθούσαν στήν ανάγκη του κάθε άνθρωπο. Όλοι αυτοί είναι τώρα εκεί πάνω, μακρυά μας... ( εννοώντας προφανώς τόν Παράδεισο, τόν οποίον δέν ήθελαν νά αναφέρουν ούτε μέ τό όνομά του...)
Εγώ φοβήθηκα ακούγοντας τά λόγια αυτά, καί μάλιστα ότι θά ζούσα στούς φοβερούς αυτούς τόπους γιά όλη τήν αιωνιότητα...
Μετά από αυτά μέσα σέ ένα φώς πού έδιωξε τό σκοτάδι εμφανίστηκε πάλι ή Μητέρα τού Θεού. Οί δαίμονες τράπηκαν σέ φυγή, ενώ οί ψυχές πού βασανίζονταν άρχισαν μέ μεγάλες φωνές νά τήν ικετεύουν γιά έλεος:
"Ουράνια βασίλισσα, μή μάς αφήνεις άλλο εδώ, Μητέρα τού Θεού σέ παρακαλούμε, καιγόμαστε καί δέν υπάρχει σταγόνα νερού νά σβήσουμε τήν δίψα μας..."
Εκείνη έκλαιγε συμπονετικά μαζί τους, αλλά μή έχοντας καί εξουσία απολυτρώσεως τούς έλεγε:
"Όσο ζούσατε κάτω στήν γή δέν μέ αναγνωρίζατε, μάλιστα καί μέ βλαστημούσατε. Δέν μετανοούσατε γιά τίς αμαρτίες σας απέναντι τού Γυιού μου καί Θεού σας, γι΄ αυτό κι΄εγώ τώρα δέν μπορώ νά σάς βοηθήσω. Αλλά ούτε καί ό Χριστός δέν μπορεί νά παραβεί τήν επιθυμία τού Πατέρα Του !
Βοηθώ μόνο αυτούς γιά τούς οποίους παρακαλούν οί συγγενείς τους καί προσεύχεται γι΄ αυτούς ή αγία εκκλησία"
Μετά από τά λόγια αυτά αρχίσαμε νά υψωνόμαστε, ενώ από κάτω οί φωνές τών κολασμένων δυνάμωναν: "Μητέρα τού Θεού μή μας αφήνεις..."
Βρέθηκα πάλι σέ σκοτάδι πάνω στήν ίδια πλάκα, ενώ ή Θεοτόκος σταυρώνοντας πάλι τά χέρια στό στήθος καί υψώνοντας τά μάτια στόν ουρανό άρχισε νά προσεύχεται λέγοντας:
" Τί νά κάνω μ΄ αυτήν, Κύριε, πού νά τήν βάλω;" ενώ μιά φωνή τής απάντησε:
" Γυρίστε την πάλι στήν γή, γυρίστε την πίσω...
Είδα τήν Μητέρα τού Θεού νά μέ σπρώχνει στήν γή, καί περνώντας αόρατη τούς τοίχους βρέθηκα στό Νεκροστάσιο καί στό ψυγείο κοιτάζοντας καί τά άλλα πτώματα.
Είπα μόνη μου στήν ψυχή μου:
"πήγαινε τώρα στό σώμα σου", ενώ ένα ισχυρό ψύχος μέ κυρίευσε. Τήν ίδια στιγμή κάποιος άναψε τό φώς φέρνοντας καινούργιο νεκρό. Πρόσεξαν τό γύρισμά μου από τήν ύπτια θέση πού συνήθως βάζουν τούς νεκρούς στό ψυγείο, καί όλοι οί νοσοκόμοι πανικόβλητοι διασκορπίσθηκαν...
Επέστρεψαν γρήγορα μέ δυό γιατρούς, πού άρχισαν νά ζεσταίνουν τόν εγκέφαλό μου μέ λάμπες. Υπήρχαν στό σώμα μου οκτώ τομές, τρείς στό στήθος καί πέντε στήν κοιλιά. Δυό ώρες μετά τό ζέσταμα τού κεφαλιού άνοιξα τά μάτια μου, καί μόλις μετά από δώδεκα μέρες κατόρθωσα επιτέλους νά μιλήσω.
Μού έφεραν πρωϊνό, τηγανίτες μέ βούτυρο καί καφέ. Τούς είπα, ότι σήμερα είναι ημέρα νηστείας καί δέν θά φάω από αυτά. Οί νοσοκόμοι έφυγαν πάλι, καί ήλθαν κάποιοι γιατροί. Μέ ρώτησαν γιατί αρνούμαι νά φάω. Τούς απάντησα:
"Καθήστε, καί θά σάς διηγηθώ, τί είδε ή ψυχή μου. Όποιος δέν νηστεύει τίς μέρες τής νηστείας, αυτός τελικά θά ζήσει σέ μιά φοβερή καί σιχαμερή κατάσταση. Γι΄ αυτό δέν θέλω νά αρτυθώ, εγώ πού πρώτα δέν πίστευα σ΄ αυτά..."
Οί γιατροί από τήν έκπληξη, τήν μιά κοκκίνιζαν καί τήν άλλη κιτρίνιζαν, αλλά οί μαζεμένοι γύρω μου ασθενείς μέ άκουγαν προσεκτικά. Μαζεύτηκαν κατόπιν πολλοί γιατροί. Τούς είπα ότι τώρα δέν έχω τίποτα, δέν πονάω πουθενά. Έδειχνα τίς πληγές μου καί διηγόμουνα στόν κόσμο πού κατέφθανε τά περιστατικά πού έζησα. Τελικά επενέβη ή αστυνομία, μέ πήραν από εκεί καί μέ πήγαν σέ άλλο νοσοκομείο.
Εκεί ανάρρωσα τελείως, αλλά παρακάλεσα τούς γιατρούς νά δούν καί πάλι χειρουργικώς τήν κατάστασή μου. Μέ έβαλαν πάλι στό χειρουργείο καί όταν άνοιξαν τήν κοιλιά μου είπαν:
"Τά εντόσθιά σας είναι απολύτως υγιή καί καθαρά, όπως ενός παιδιού" .
Ήλθαν καί οί γιατροί πού είχαν κάνει τήν πρώτη εγχείρηση καί πέθανα, καί απόρησαν: " Πού είναι ή αρρώστια της; Τά εντόσθιά της ήταν όλα σάπια καί διαλυμένα από καρκίνο καί τώρα τά βλέπουμε τελείως καλά !..."
Τούς απάντησα:
" Ό Κύριος καί Θεός φανέρωσε τό έλεός του πάνω σ΄ εμένα τήν αμαρτωλή, δίνοντάς μου ζωή γιά νά μαρτυρήσω καί σέ άλλους ό, τι μού συνέβει. Ό Χριστός, πήρε από μέσα μου ότι κατεστραμμένο υπήρχε καί μού τό έδωσε γερό. Βλέπετε κύριε, είπα στόν χειρούργο από τήν Μόσχα, ότι τελικά γελαστήκατε; Τί μπορείτε νά πείτε τώρα;"
"Είναι αλήθεια, απάντησε εκείνος, ότι τίποτα υγιές δέν υπήρχε μέσα σου. Φαίνεται σέ αναγέννησε ό Υπέρτατος ( ό Ύψιστος)"
Τού απάντησα:
" Άν πράγματι πιστεύετε σ΄ Αυτόν, κάντε τόν σταυρό σας, καί παντρευτείτε χριστιανικά" Ο γιατρός κοκκίνησε γιατί ήξερα ότι ήταν Εβραίος...
Φεύγοντας από τό νοσοκομείο, κάλεσα τόν ιερέα πού νωρίτερα τόν ενέπαιζα, λέγοντάς τον "χαραμοφάη". Τού διηγήθηκα όσα μού συνέβησαν, εξομολογήθηκα τίς αμαρτίες μου, καί αφού έκανα τόν κανόνα μου μετέλαβα τών Αγίων τού Χριστού μυστηρίων. Ακόμη, τόν κάλεσα καί ευλόγησε τό σπίτι μου, γιατί ώς τώρα σ΄ αυτό βασίλευε ή αμαρτία, τό μεθύσι, ή μικρότητα, ό εμπαιγμός, καί οί φασαρίες.
Σήμερα, εγώ ή αμαρτωλή Κλαυδία Νικίτισνα, μέ τήν βοήθεια τού Θεού καί τής Ουράνιας Βασίλισσας Θεοτόκου, είμαι 40 χρονών, ζώ χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στήν εκκλησία, στόν Ναό τού Θεού καί ό Κύριος μέ βοηθάει. Μέ επισκέπτονται άνθρωποι από όλα τά μέρη τού κόσμου γιά νά ακούσουν καί προσωπικά τήν ιστορία μου...
Άς είναι δοξασμένος ό Χριστός μας, ό Κύριός μας καί Θεός μας!
Όλους τούς συμβουλεύω νά προσέχουν πώς ζούν, γιατί υπάρχει πράγματι άλλος κόσμος καί άλλη ζωή, καί θά δώσουμε λόγο γιά τίς πράξεις μας εδώ στήν γή. Μή μάς ξεγελάει κανείς, ότι τίποτα δέν υπάρχει, γιατί θά βρεθούμε μπροστά σέ μία τραγική πραγματικότητα πού δέν θά παίρνει διόρθωση, γιά εκατομμύρια χρόνια...
Νά ζήτε όλοι χριστιανικά καί κατά Θεόν. Αμήν.
Ουστγιούζινα Κλαύδιγια Νικίτισνα


( από Ρωσσικό κείμενο καί από τό βιβλίο "Τό τέλος τού Κόσμου" τού Σέρβου μοναχού Αρχιμ. Στέφανου -- Καρούλια, Άγιον Όρος )

Όταν ο θάνατος πλησιάζει

Η επιθανάτια εμπειρία βήμα - βήμα
Οι επιστήμονες κατάφεραν έπειτα από χιλιάδες μαρτυρίες να χαρτογραφήσουν τα διαφορετικά στάδια μιας επιθανάτιας εμπειρίας. Καμιά περίπτωση δε μοιάζει ακριβώς με μια άλλη και η χαρτογράφηση δεν αποτελεί παρά ένα θεωρητικό μοντέλο, υπό την έννοια ότι κάποιοι ασθενείς άρχισαν απ΄ ευθείας από το στάδιο 2 ή 5 και τερμάτισαν στο στάδιο 7 ή 9 ή 10. Όλοι τους διευκρινίζουν ότι η εμπειρία τους δεν περιγράφεται με λόγια αλλά ήταν τόσο ωραία που ποτέ πια δε θα έχουν να φοβηθούν το θάνατο (τις συνθήκες ναι, όχι όμως τον φυσικό θάνατο). Αυτά τα διαφορετικά στάδια επέρχονται είτε τη στιγμή του ατυχήματος είτε στο νοσοκομείο.
1. Ο ασθενής ακούει να δηλώνεται νεκρός ή δεν καταλαβαίνει τη νέα του “υπόσταση”.

2. Αίσθηση ειρήνης και απώλειας της επίγειας ζωής. Ο ασθενής δεν δίνει σημασία στο σώμα του, σα να επρόκειτο περί ενός φακέλου που τον περικλείει, ή ενός χαμένου γαντιού.

3. Ένας ήχος, μια μουσική μπαίνουν σιγά σιγά στη συνείδησή του και χάνει επαφή με το περιβάλλον.

4. Ο ασθενής “βγαίνει” από το σώμα του και αιωρείται, ή ακόμα διαπερνά τοίχους ή ταβάνια. Βλέπει όλα τα πράγματα υπό γωνία 360 μοιρών και ακούει το ίδιο καλά αυτά που λένε αλλά και αυτά που σκέφτονται οι γιατροί. Η όρασή του γίνεται zoom. Του αρκεί να ρίξει το βλέμμα του σε ένα χώρο ή σε ένα αντικείμενο, κι αυτό ταυτόχρονα μεγαλώνει.
(Περίπτωση ενός 11χρονου παιδιού με ανακοπή καρδιάς μέσα στο διάδρομο του νοσοκομείου: άκουσε ένα περίεργο σφύριγμα στ’ αυτιά του και ανθρώπους που μιλούσαν. Στη συνέχεια αιωρούνταν στο ταβάνι του δωματίου και κοιτούσε από πάνω το σώμα του. Άκουσε μια νοσοκόμα που έλεγε:”ελπίζω να μη χρειαστεί να το κάνουμε” και στη συνέχεια παρακολουθούσε όλη την επιχείρηση της καρδιοπνευμονικής του ανάνηψης. Είδε μια νοσοκόμα “να του βάζει στο σώμα ένα είδος λίπους και στη συνέχεια να δίνει τις “ρακέτες” στο γιατρό” και όταν ο γιατρός πάτησε το κουμπί, ξαναβρέθηκε με μιας πίσω στο σώμα του. Έβλεπε τώρα το γιατρό από πάνω του.

5. Αλλαγή περιβάλλοντος: ο ασθενής νιώθει να “ρουφιέται” με πρωτοφανή ταχύτητα σε ένα σκοτεινό τούνελ, μια μαύρη σπείρα, ένα σκοτεινό σωλήνα, ένα πηγάδι, κλπ.

6. Σε κάποιες μαρτυρίες, ο ασθενής μας βεβαιώνει ότι είδε και άλλους στο ίδιο ταξίδι μέσα στο τούνελ.(περίπτωση μιας νεαρής πάνω στη γέννα: “βρισκόμουν μέσα σ’ ένα είδος τούνελ ή ασανσέρ. Υπήρχαν γύρω μου παρουσίες που με ενθάρρυναν, όπως σε ποδηλατικούς αγώνες που ο κόσμος γύρω ενθαρρύνει τους ποδηλάτες.”)

7. Διακρίνει ένα άσπρο φως η ένταση του οποίου τον έλκει. Το φως αυτό, παρά του ότι είναι πολύ μεγάλης έντασης, δεν τυφλώνει. Είναι ένα φως που “εκπέμπει αγάπη”, “μια αγάπη άγνωστη πάνω στη γη”, μέσα στην οποία ο ασθενής θέλει όσο τίποτε άλλο να αναμιχθεί.

8. Συναντά είτε νεκρούς φίλους και συγγενείς είτε “μια ύπαρξη από φως”.
Από εκεί και πέρα, δύο πιθανότητες:

9. Ή οι συγγενείς τού λένε να επιστρέψει -”η ώρα σου δεν έχει φτάσει” - οπότε νιώθει να ωθείται πάλι πίσω προς τα πίσω.

10. Είτε η “φωνή” της ύπαρξης από φως τον ρωτάει: “Τι έκανες στη ζωή σου;” Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο ασθενής βλέπει να περνάει από μπροστά του ολόκληρο το film της ζωής του, με όλες τις λεπτομέρειες, ακόμα και τις πιο ξεχασμένες, και μαζί μ’ αυτό βλέπει και τις συνέπειες των πράξεών του πάνω στη ζωή των άλλων. Η δοκιμασία αυτή χαρακτηρίζεται από τους ασθενείς που “επέστρεψαν” ως η πιο τρομακτική, διότι τίποτα δεν μπορεί να κρυφτεί. Η “φωνή” τον ξαναστέλνει λοιπόν πίσω, ή , πιο σπάνιο, τον αφήνει να επιλέξει ο ίδιος. Εκείνος ξέρει ότι αν περάσει πέρα από αυτό το όριο, η επιστροφή θα είναι αδύνατη.

11. Επιστροφή στο σώμα.



Μια μαρτυρία: ” Δεν ήθελα να επιστρέψω”.

“Θα το θυμάμαι για πάντα. Στο νοσοκομείο de Pontarlier, ο γυναικολόγος διέγνωσε χωρίς καθυστέρηση κύστη στις ωοθήκες εξαιρετικά επικίνδυνη και προγραμμάτισε να χειρουργηθώ την επομένη. Η επέμβαση διεξήχθη χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα και με πήγαν στο δωμάτιό μου. Με το που βρέθηκα στο κρεβάτι, ένοιωσα πολύ άσχημα, δεν μπορούσα να αναπνεύσω και νόμιζα ότι ζούσα σ’ έναν εφιάλτη. Ένοιωσα να ρουφιέμαι σε μια μαύρη πηχτή θάλασσα, κολλώδη κύματα με παράσερναν, κι έπειτα, τελείως ξαφνικά, το φως. Ένα φως τέτοιο που μ’ έκανε να ουρλιάξω: “Δε θέλω να επιστρέψω” (στη Γη). Η διαδικασία ανάνηψης διήρκεσε τρία τέταρτα της ώρας. Δεν ήθελα να επιστρέψω. Εκείνο το φως ήταν τόσο εκπληκτικό, τόσο όμορφο, κάτι το μεγαλειώδες, ένα ξημέρωμα ασύγκριτο με εκείνο που υπάρχει στη Γη. Ήθελα να συναντήσω αυτό το φως, επιθυμούσε να πάω εκεί που ήταν, να το πιάσω, όμως έπειτα, με μιας, όπως μια πτώση από μια κούνια που βρίσκεται σε κίνηση, επέστρεψα πίσω. Τα βαλα με τους γιατρούς. Ο άντρας μου που παραβρίσκονταν στην επέμβαση, δεν καταλάβαινε. Είχαν σπάσει τα αγγεία μου, είχα γίνει κατάμαυρη, για λίγο δεν είχα καταπιεί τη γλώσσα μου και τα πλευρά μου έσπασαν κατά την προσπάθεια των γιατρών να ανανήψω. Εγώ όμως ακτινοβολούσα ένα είδος ανθρώπου που έχει καταγοητευτεί, μαγευτεί από κάτι. Ήταν τόσο ωραίο.
Μετά από καιρό κακοχαρακτήρισα τον εαυτό μου που ήθελε εκείνη τη στιγμή να αφήσει πίσω τον άντρα μου και τα παιδιά μου. Στη δεύτερη εγχείρηση που έκανα, χρόνια αργότερα, φοβόμουν πολύ γιατί ήμουν σίγουρη ότι αυτή τη φορά δε θα επέστρεφα. Όμως τίποτα δε συνέβη. Όλα αυτά, τι άλλαξαν σε μένα; Πρώτα απ’ όλα, έδωσε στόχο στη ζωή μου. Βρίσκομαι εδώ γιατί οφείλω να τελειώσω τη ζωή μου. Ξέρω όμως ότι μετά θα είναι θαυμάσια. Αντιθέτως, δε θα αυτοκτονήσω ποτέ. Είναι ωστόσο μια τραυματική εμπειρία διότι θέλουμε να μιλήσουμε γι αυτά που ζήσαμε και δεν μπορούμε. Ήμουν ήδη τυχερή που οι γιατροί μου με άκουσαν χωρίς να νομίσουν ότι τρελάθηκα. Στη συνέχεια διαπίστωσα ότι την ίδια εμπειρία έζησαν κι άλλοι, πράγμα που με βοήθησε να το ξεπεράσω χωρίς πρόβλημα. Ένα πράγμα είναι σίγουρο, δε φοβάμαι πια το θάνατο.

Αφήγηση της Hermine Bathany, διευθύντριας δημοτικού σχολείου, 35 χρονών τη στιγμή του γεγονότος (1985).

Η μνήμη θανάτου: δώρον Θεού

Οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν ότι, η μνήμη του θανάτου αφ’ ενός μας συγκρατεί από την αμαρτία, αφ’ ετέρου μας παρακινεί να εργασθούμε τις αρετές. Λέγει σχετικά ο αββάς Ησαΐας: «Τρία πράγματα αποκτά με δυσκολία ο άνθρωπος, και είναι αυτά που συντηρούν όλες τις αρετές: Το πένθος, τα δάκρυα για τις αμαρτίες του και η ενθύμηση του θανάτου του. Διότι όποιος καθημερινά συλλογίζεται τον θάνατο και λέγει στον εαυτό του "Μόνο την σημερινή μέρα έχω να ζήσω σ' αυτόν τον κόσμο", ούτος ποτέ δεν θα αμαρτήσει ενώπιον του Θεού, ενώ εκείνος που ελπίζει να ζήσει πολλά χρόνια, θα μπλεχτή σε πολλές αμαρτίες».

Ο μέγας Αντώνιος έλεγε στους μαθητές του: «Για να μην πέφτουμε σε αμέλεια, είναι καλό να συλλογιζόμαστε διαρκώς τον λόγο του αποστόλου Παύλου Καθ' ημέραν αποθνήσκω.

Αν ζούμε έτσι, δηλαδή σαν να πεθαίνουμε κάθε μέρα, δεν θα αμαρτήσουμε». Και εξηγεί ο Άγιος: «Κάθε μέρα, όταν ξυπνήσουμε, να σκεφτόμαστε ότι δεν θα βραδιάσουμε. Και όταν πρόκειται να κοιμηθούμε, να σκεφτόμαστε ότι δεν θα ξυπνήσουμε, αφού η διάρκεια της ζωής μας είναι από την φύση της άγνωστη. Αν έτσι σκεφτόμαστε, ούτε θα αμαρτήσουμε, ούτε θα επιθυμήσουμε τίποτε, ούτε θα οργιστούμε με κανέναν, ούτε θα μαζέψουμε θησαυρούς στην γη. Αντίθετα περιμένοντας καθημερινά τον θάνατο, θα επιδιώξουμε την ακτημοσύνη και θα συγχωρούμε όλα σε όλους».

Η μνήμη του θανάτου οδηγεί στην θερμή και πραγματική μετάνοια. Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος αναφέρει τα εξής για τον σύγχρονο του μοναχό Ησύχιο: Ζούσε αμελέστατα χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για την ψυχή του. Κάποτε λοιπόν συνέβη να ασθενήσει πολύ βαριά και να φθάσει στο σημείο ώστε επί μία ώρα ακριβώς να φαίνεται ότι πέθανε. Συνήλθε όμως πάλι, οπότε μας ικετεύει όλους να φύγουμε αμέσως. Και αφού έκτισε την πόρτα του κελλιού του, έμεινε κλεισμένος μέσα δώδεκα χρόνια, χωρίς να μιλήσει καθόλου με κανέναν. Όλο αυτό το διάστημα δεν γευόταν τίποτε άλλο, εκτός από ψωμί και νερό. Καθόταν μόνον εκστατικός μπροστά σ’ εκείνα που είδε στην έκσταση του. Τόσο πολύ σκεπτικός, ώστε ποτέ πλέον δεν άλλαξε η έκφραση του. Ήταν πάντοτε σαν αφηρημένος, χύνοντας αθόρυβα και συνεχώς θερμά δάκρυα. Μόνον όταν πλησίασε η ώρα του θανάτου του, αποφράξαμε την πόρτα και εισήλθαμε μέσα. Και αφού πολύ τον παρακαλέσαμε, τούτο μόνο μας είπε: «Συγχωρήστε με, αδελφοί. Αυτός που γνώρισε τι σημαίνει μνήμη θανάτου, δεν θα μπορέσει πλέον ποτέ να αμαρτήσει». Κι εμείς θαυμάζαμε βλέποντας τον άλλοτε αμελέστατο να έχει μεταμορφωθεί τόσο απότομα με την μακαριστή αυτή αλλαγή και μεταμόρφωση. Αφού τον θάψαμε με ευλάβεια στο κοιμητήριο που βρίσκεται κοντά στο κάστρο, ύστερα από μερικές μέρες αναζητήσαμε το άγιο του λείψανο, αλλά δεν το βρήκαμε. Με το θαυμαστό αυτό σημείο ο Κύριος πληροφόρησε πόσο ευάρεστα δέχθηκε την επιμελημένη και αξιέπαινη μετάνοια του.

Η μνήμη του θανάτου είναι ένα δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Όπως γράφει ο αββάς Ισαάκ «η πρώτη έννοια την οποία τοποθετεί μέσα στην καρδιά του ανθρώπου η θεία φιλανθρωπία και οδηγεί την ψυχή στην ζωή, είναι η ενθύμηση του θανάτου. Στον λογισμό αυτό ακολουθεί με φυσικό τρόπο η καταφρόνηση του κόσμου, και από το σημείο αυτό αρχίζει στον άνθρωπο κάθε αγαθή κίνηση που τον οδηγεί στην ζωή... Τούτο τον λογισμό πολύ τον μισεί ο σατανάς, και προσπαθεί με όλες τις δυνάμεις του να τον εκριζώσει από τον άνθρωπο. Αν ήταν δυνατόν, θα του έδιδε όλα τα βασίλεια του κόσμου, μόνο και μόνο για να εξαφανίσει από τον νου του, με τους περισπασμούς, αυτόν τον λογισμό... Διότι γνωρίζει ο δόλιος ότι, εάν ο λογισμός αυτός παραμείνει στον άνθρωπο, δεν στέκεται πια ο νους του σ’ αυτόν τον ψεύτικο κόσμο, ούτε μπορούν να τον πλησιάσουν οι δαιμονικές πανουργίες».

Η μελέτη του θανάτου καθαρίζει τον νου από τα πάθη. Κατά τους αγίους Πατέρας «εκείνος που εμπορεύεται σωστά τον χρόνο της ζωής του και αφιερώνει όλο τον καιρό στην έννοια και τη μνήμη του θανάτου, κλέβοντας σοφά με την απασχόληση αυτή τον νου του από τα πάθη, αυτός και τις συνεχείς δαιμονικές προσβολές είναι φυσικό να τις βλέπει με περισσότερη οξυδέρκεια από εκείνον που θέλει να ζει χωρίς μνήμη θανάτου». Η μελέτη αυτή βοηθά και στην εκρίζωση των παθών. Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει ότι «η ζωηρή μνήμη του θανάτου λιγοστεύει τα φαγητά. Και όταν περικόπτονται με ταπεινοφροσύνη τα φαγητά, κόπτονται μαζί και τα πάθη».

Κάποιος επιπόλαια σκεπτόμενος θα έλεγε ότι αυτά ταιριάζουν στους μοναχούς και όχι στους λαϊκούς. Και είναι βέβαια γεγονός ότι η μελέτη του θανάτου είναι απαραίτητη εργασία του μοναχού που έχει νεκρωθεί για τον κόσμο. Όμως η ωφέλεια από την εργασία αυτή είναι πολύ μεγάλη και για τους εν τω κόσμω Χριστιανούς.

Α. Ο θάνατος είναι ο καλύτερος δάσκαλος της ακτημοσύνης. Ο χριστιανός που διδασκόμενος από τον θάνατο θα καταλάβει το νόημα της ζωής, ούτε για χρήματα θα στεναχωρεθεί, ούτε για κληρονομικά θα μαλώσει, ούτε όταν με οποιονδήποτε τρόπο αδικηθεί θα λυπηθεί για τον εαυτό του. Γνωρίζει ότι τα υπάρχοντα του δεν είναι δικά του, αφού σύντομα θα τα αποχωριστεί. Του δόθηκαν για να τα διαχειριστεί με τον καλύτερο τρόπο, ώστε να αγοράσει με τα φθαρτά χρήματα τα άφθαρτα αγαθά. Κατά τον άγιο Συμεών, όλα «τα πράγματα και τα χρήσιμα αντικείμενα που υπάρχουν στον κόσμο είναι κοινά για όλους, όπως ακριβώς το φως και ο ίδιος ο αέρας που αναπνέουμε... Τα πάντα είναι σε όλους κοινά ως προς την χρήση της απολαύσεως, αλλ’ ως προς την κυριότητα δεν ανήκουν σε κανέναν. Όμως η πλεονεξία, αφού εισήλθε σαν τύραννος στην ζωή, μοίρασε με διάφορους τρόπους στους υπηρέτες της αυτά που δόθηκαν από τον Δεσπότη κοινά σε όλους... και αποστέρησε τους άλλους ανθρώπους από την απόλαυση των αγαθών του Θεού. Βέβαια οι υπηρέτες και δούλοι αυτής της τυράννου (της πλεονεξίας), διαδοχικά με την σειρά του ο καθένας, δεν γίνονται κύριοι των υπαρχόντων και των χρημάτων, αλλά πονηροί δούλοι και φύλακες», διότι με τον θάνατο τους αφήνουν αναγκαστικά τους θησαυρούς τους σε άλλους. Όποιος λοιπόν απωθεί την ιδέα του θανάτου και προσκολλάται με όλη του την ψυχή στα φθαρτά, υπάρχει ο φόβος να ακούσει κάποια μέρα τον φοβερό λόγο: Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψνχήν σου απαιτούσιν από σού, α δε ητοίμασας τίνι εσται;

Β. Η μνήμη του θανάτου προξενεί στον πιστό Χριστιανό την υπομονή στην κάθε θλίψη που συναντά. Γνωρίζει ότι ουκ έχει ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητεί, και γι' αυτό όχι μόνο δεν γογγύζει στις δοκιμασίες και αδικίες του προσωρινού αυτού κόσμου, αλλά και ευχαριστεί τον Θεό που με τα μέσα αυτά του εξασφαλίζει την αιωνία ζωή . Όποιος φιλοσοφεί σωστά το μυστήριο του θανάτου, αντιμετωπίζει σωστά και όλα τα περιστατικά της ζωής του. Λέγεται ότι ο τετραήμερος Λάζαρος μετά την ανάσταση του δεν γέλασε ποτέ, ενθυμούμενος τα όσα αντίκρισε στον Άδη. Μόνο μια φορά γέλασε όταν είδε κάποιον να κλέβει μια στάμνα, και είπε: Ό ένας πηλός κλέβει τον άλλο πηλό!

Γ. Τέλος, η μελέτη του θανάτου είναι η καλύτερη προετοιμασία για την αναχώρηση από την ζωή αυτή. Το Άγιο Πνεύμα μας διδάσκει: Πάντων το τέλος ήγγικε, σωφρονήσατε ουν και νήψατε εις τας προσευχάς. Η γνωστή φράση "Πρέπει να πεθάνεις πριν πεθάνεις, για να μην πεθάνεις όταν πεθάνεις" δεν είναι απλό λογοπαίγνιο. Εκφράζει μια βαθειά αλήθεια. Πριν από τον σωματικό μας θάνατο πρέπει να προηγηθεί η νέκρωση των παθών και η αποκόλληση από την ματαιότητα του κόσμου, αν θέλουμε να αποφύγουμε τον αιώνιο θάνατο.

People who are afraid of death are afraid of life




Awareness of the present

Death is the touchstone of our attitude to life. People who are afraid of death are afraid of life. It is impossible not to be afraid of life with all its complexity and dangers if one is afraid of death. This means that to solve the problem of death is not a luxury. If we are afraid of death we will never be prepared to take ultimate risks; we will spend our life in a cowardly, careful and timid manner. It is only if we can face death, make sense of it, determine its place and our place in regard to it that we will be able to live in a fearless way and to the fulness of our ability. Too often we wait until the end of our life to face death, whereas we would have lived quite differently if only we had faced death at the outset.
There is a patristic injunction, constantly repeated over the centuries, that we should be mindful of death throughout our life. But if such a thing is repeated to modern man, who suffers from timidity, and from the loss of faith and experience which prevails in our time, he will think he is called upon to live under the shadow of death, in a condition of gloom, haunted always by the fear that death is on its way and that then there will be no point in having lived. And death, if remembered constantly and deeply, would act as a sword of Damocles for him, suspended over his head by a hair, preventing the enjoyment of life and the fulfilment of it. Such an approach to the saying must be rejected. We need to understand mindfulness of death in its full significance: as an enhancement of life, not a diminution of it.
Most of the time we live as though we were writing a draft for the life which we will live later. We live not in a definitive way, but provisionally, as though preparing for the day when we really will begin to live. We are like people who write a rough draft with the intention of making a fair copy later. But the trouble is that the final version never gets written. Death comes before we have had the time or even generated the desire to make a definitive formulation. We always think that it can be done tomorrow. 'I will live approximately today. Tomorrow is when I shall act in a definitive way. It is true that things are wrong, but give me time. I will sort them out somehow, or else they will come right of themselves'. Yet we all know that the time never actually comes.
The injunction 'be mindful of death' is not a call to live with a sense of terror in the constant awareness that death is to overtake us and that we are to perish utterly with all that we have stood for. It means rather: 'be aware of the fact that what you are saying now, doing now, hearing, enduring or receiving now may be the last event or experience of your present life'. In which case it must be a crowning, not a defeat; a summit, not a trough. If only we realized whenever confronted with a person that this might be the last moment either of his life or ours, we would be much more intense, more much attentive to the words we speak and the things we do.
There is a Russian children's story in which a wise man is asked three questions: What is the most important moment in life? What is the most important action in life? And who is the most important person? As in all such stories, he seeks everywhere for an answer and finds none. Finally he meets a peasant girl who is surprised that he should even ask. ‘The most important moment in life is the present - it is the only one we have, for the past is gone, the future not yet here. The most important action in this present is to do the right thing. And the most important person in life is the person who is with you at this present moment and for whom you can either do the right thing or the wrong'. That is precisely what is meant by mindfulness of death.

The value of the present moment may be realized when someone dear to us has a terminal illness and, more particularly, when we are aware that he or she may be dead within minutes. It is then that we recognize the importance of every gesture and action, then that we realize how slight the differences between what we usually consider the great things in life and those which are insignificant. The way we speak, the manner in which we prepare a tray with a cup of tea, the way in which we adjust an uncomfortable cushion become as important as the greatest thing we have ever done. For the humblest action, the simplest word, may be the summing up of a whole relationship, expressing to perfection all the depth of that relationship, all the love, concern and truth that are within it.
If only we could perceive the urgency of every moment in the awareness that it may be the last, our life would change profoundly. The idle words which the Gospel condemns (Matt 12:36), all those statements and actions which are meaningless, ambiguous or destructive — for these there would be no place. Our words and actions would be weighed before they are spoken or performed so that they might be culminating point in life and express the perfection of a relationship, never less.
Only awareness of death will give life this immediacy and depth, will bring life to life, will make it so intense that its totality is summed up in the present moment. Such precisely is the way in which the ascetics fought against mindlessness, lack of attention and carelessness, against all the attitudes which allow us to miss the moment of opportunity, to pass the other person by, not to notice the need. One of the chief things that we are called upon to learn is awareness - awareness of our own self and of the other person's situation, an awareness that will stand the test of life and death. All life is at every moment an ultimate act.

Fear of death, longing for death

We know from experience, our own and other people's, that we are afraid of death or uncertain about it. To be precise, I think that we are more afraid of the process of dying than of the fact of death. Most people might be ready to accept death if they were sure that death would come as sleep, without an intermediate period of fear and uncertainty.
Indeed, there is even something beguiling and attractive about death. How often people say, 'I wish I were dead': it is a way of saying, 'I wish I could be free of all responsibility either to myself or God or anyone else, I wish I could return to the condition of my early childhood when there was no need for me to live responsibly and I could simply play'. Most of us would prefer to play at living rather than to live commitedly. Consequently there is a fascination in death, seen as a liberation from the burden and responsibility of life. But in that sense death must be seen as an adversary, for it is one of the ways in which we are beguiled into turning away from what life offers in terms of a challenge and in terms of relationship. When people say, 'I am not afraid of death', we should always be ready to challenge them and ask whether their acceptance or even longing for death does not disguise a fear of life: 'I am terrified of life and would like to escape from it at all costs - if only I could go to sleep and never wake up, if only I could leave others to face my responsibilities, all the things which I have left undone or done amiss'. We should not be romantic in our attitude to death.
If we look to the saints we discover an altogether different attitude to death. Their love of death was not founded on a fear of life. When St. Paul says, 'For me to live in Christ and to die is gain [...]. I should like to depart and to be with Christ, which is far better' (Phil 1:21, 23), he is expressing a completely positive attitude to death. Death appears to him as a gate that will open on to eternity, enabling him to meet face to face the Lord who is all his love and all his life. But this cannot be achieved by wishful thinking. There is more to it than that. In order to be able to long for death in this particular way and to see death as the crowning of our life, as its unfolding to the measureless measure of eternity (to use a paradoxical phrase of St Maximus the Confessor), we must have an experience of eternal life here and now. We must not think of eternal life as something that will come later, as future happiness or future security. The apostles became fearless only when they themselves became - here and now - partakers of eternal life. As long as they had not received the witness of Christ's resurrection, as long as they had not received the Spirit, they were still afraid and clung in fear to their temporal life. But the moment they had access to life eternal, their fear of losing temporal life disappeared; for they knew that hatred, persecution and murder could do nothing more than free them from this life's limitations and enable them to enter into the boundless depths of eternal life. And this eternal life was known as a present experience, not only in an act of faith. The same is true of the martyrs. They were ready to die and possessed the sovereign freedom of self-giving because they knew life eternal and had in some measure already entered into it.

Death as an event in daily life

We could learn much about death if we took the trouble to look at our own experience. Death is much closer to us than we imagine, and we all could speak of experiences of 'death' which are in no sense frightening. What I have to say on this subject is neither new nor my own: perhaps more than anything else in my talk it is borrowed from others.

First of all, dying from a practical point of view means to drop out of self-awareness into an oblivion of self. This is something many people are afraid to do. Yet each of us goes to sleep every evening, loses himself completely in sleep, and without any fear. Why? Because we feel certain - to a great extent unjustifiably pertain - that we shall wake the next morning. We trust that the next morning will dawn for us, that sleep is a temporary experience. Could we not treat this as a parable of the process by which we die and wake in eternity? For in reality there is a great risk in closing one's eyes and going to sleep. There is no more dangerous place than one's bed, as noted in the story of the sailor and the peasant, who were considering the dangers of their respective conditions. The peasant insisted that he would never risk his life on the sea: 'It is far too dangerous'. When the sailor asked why he should think so, the peasant replied: 'Where did your father die?' 'At sea.' 'And your grandfather?' 'Also at sea.' 'And you still can't see how dangerous it is to go to sea?' But the sailor countered the question with his own: 'And where did your father die?' 'He died in his bed.' 'And his father?' 'Also in his bed.' 'And yet you dare to go to bed each night?' In this sense we ourselves face death trustfully and confidently each night. And when this kind of temporary death does not come easily to us, we even go so far as to take sleeping pills or nightcaps. Is it not curious that we fail to draw conclusions from the simplest things of life?
There is another way in which the experience of death is familiar to us all. As Romano Guardini has pointed out in his book The Last Things, there are several ways of dying in the course of a life. When we move from infancy to childhood, then to youth and adolescence and so to maturity and old age, we imagine that we grow out of one stage into the next. But if we are to develop, a number of things which were previously our condition must die in us: for a youth or adult preserves the characteristics of his childhood becomes childish, even infantile. In order to acquire maturity at the next stage of development, we must accept that something in us dies. And this dying may be a painful and difficult process, in a way as difficult as the actual dying of our body in the dissolution of death. Many parents know this all too well. They may long for their child to remain a little boy and they may be deeply disturbed at the sight of the young adult emerging out of the youngster. The process of dying in order to live is going on within us all the time: by contrast with such parents we must become aware of it and participate more actively in it. Then shall we be less afraid of death as an irrevocable loss. Rather shall we learn to regard it as an inevitable part of the process by which we grow into a more mature and complete life.

Death to self

Christ calls us to die to ourselves. What does this mean? The phrase is ambiguous, like everything else that is said about death. Does it mean self-destruction? Many imagine that it does, and try to apply it in that sense. Fortunately they fail, but they remain wounded by the terror of it. Properly understood, dying to oneself means acceptance of this progressive dying of things within us, until we come to the point when we realize that there is in us a real and deep self that belong to eternity, and a superficial self that has to be dissolved. We must let go of the superficial self in order to live fully.
Many feel that they cannot be aware of their own existence unless they assert themselves and demand recognition; and others of course react by trying to defend themselves against this kind of aggression. We can accept not to assert ourselves, not to impress upon others this awareness that we exist, only if we can believe - and we can believe it only on the strength of experience - that we are loved and affirmed by others. We must learn to be far greater than we are. It is not enough to know that God loves us and affirms us. We need to be affirmed by our neighbour, by at least one person, who says to us, 'You matter ultimately to me'. Gabriel Marcel insists in one of his books that to tell a person 'I love you' is tantamount to saying 'You shall never die', meaning as it does 'You matter to me so ultimately that I will assert you before the face of God, even if no one asserts you but God and myself'. We could achieve a great deal if we were prepared to recognize one another and to say, however tentatively, 'Yes, I am prepared to assert you. Although I am not sure how to do it completely, since your existence so far is a challenge, even an aggression, although I am afraid to do so, yet I will assert you as much as I can'. In this way, we could grow to the maturity that will allow us to assert the other and proclaim his ultimate value whatever the cost. The person who is asserted in such a way can forget about himself and live. Such is the line along which we are called to go.
We must have the courage to struggle through layers of fear in asserting one another ever more, fighting fear, yet overcoming it. At every step we have to renounce ourselves so that the other can be. As St John the Baptist spoke of himself decreasing in order that the Other might increase (John 3:30), so are we called to die progressively to ourselves that the other, our neighbour, may live. So to die means to leave nothing within us except that which is essential to the fullness of life.

Death as enemy and friend

Yet things are not so simple. It is true that, as St. Paul says, to live is Christ and to die is gain. It is true that to die is not to be divested of temporal life, but to be clothed with eternity. But there is a further point emphasised by St Paul, as also by the rest of Scripture. Man was not created for death; his calling is for eternal life; death is the result of sin in the sense of separation from God, breach with neighbour, loss of contact with man's real and deeper self. From that point of view, death is the last enemy that shall be destroyed (1 Cor 15:26). Death is the enemy, God's as much as ours. Indeed, it is God's enemy in the most striking and dramatic way, for it extends even to Christ himself. But while on the one hand death is such an enemy, the fact that it does reach out to Christ, that it kills him who is perfect man and God himself incarnate, also shows that it is not an evil devoid of meaning. For however much a result of sin and evil death may be, it is not in itself a sin or an evil which necessarily corrupts whoever it touches. Christ was not defiled in his death on the Cross, in his descent into hell, in his partaking of the total tragedy of death: his person was not polluted by communing in its mystery.
So there is an ambiguity here. On the one hand death should not exist, death is the result of evil and is to be defeated. On the other hand death alone enables us to break through the vicious circle of endlessness (and endlessness is something quite different from eternity). If there were no death in a world of sin, evil and corruption, we would slowly decay and disintegrate without ever being able to escape the horror of such gradual destruction.
There was a soldier in a Russian fable who managed to capture death and put it into a bag. He carried the bag on his back, safely secured, and was regarded at first as a benefactor who had saved mankind from its greatest scourge. But then it became obvious that while death might have gone, illness and old age were as much present as before. And when the soldier one day met an old woman, bent with age and illness, she shook her fist at him and shouted: 'Look what you have done, you evil good-for-nothing. You may have captured death, but you have deprived me of my freedom. Here am I, a prisoner of endlessness, part of a process that has no resolution'. The soldier realized what harm he had done and unleashed death. I need hardly add that it is still free and abroad.

Physical and spiritual death

Each Easter midnight and throughout the forty days that follow we sing that Christ is risen, having undone death by death. And yet what do we see? Death free and abroad, people dying as before. It would seem as if we are affirming something that we know to be untrue.
But we should keep in mind that there are two aspects or death. There is physical death, but there is also death, understood as separation from God, as descent into Sheol, the place where God is not, the place of his radical and definitive absence. It is this second aspect of death which is certainly the more cruel and atrocious. When we look at icons of Christ's harrowing of hell or speak of it in the Apostle's Creed, we are confronted by something unquestionably real. The Lord experienced not only the first aspect of death, but the second also. He chose to share with us in all the consequences of evil - including the final separation from God ('My God, my
God, why has thou forsaken me?'). But although he descends to the place where all those who have lost God descend, he brings with him the fullness of the divine presence. Consequently there is now no place left where God is not. And it is this which allows us to understand our situation since Christ's death and resurrection. We have still to undergo a temporary death, what St Paul describes as a falling asleep (1 Cor 15:6). But there is no longer the death which was the terror of mankind, the final dissolution and separation from God. And in that sense death is indeed undone by death. Even now - however germinally and tentatively - we are the heirs of eternal life.

Facing death

I once went to preach about death at a British university. Afterwards, the chaplain said to me, 'Do you know, I have never seen a dead person'. I was utterly amazed that a priest, a man in his fifties moreover, had never met death in his family life or in his priestly function - even during the war. It was an incident that made me take more note of my surroundings, and I realized that there is a very strong feeling here that death is a subject to avoid. The dead person should be committed to the care of the undertakers, while the living should turn away from the problem, and the less said about it the better. I found all this very offensive. Since giving that sermon I have taken every opportunity to speak about preparation for death to medical students, doctors, nurses, and to anyone else who is willing to listen. And I have made the discovery that people are quite ready to think about preparing for the death of others. At the same time very few are prepared to reflect that their own turn will come, and that preparation for death really begins with assessing death for oneself, taking a stand, and learning how to live well in order to die well - not so much in moral terms as skilfully, in the right way.
Yet we are all of us sick with the terminal disease known as mortality. It may take us some time to die of it, possibly thirty, sixty years or more. But we are all without exception sick with it and there is no doubt but that death will ensue. It follows that preparing for death cannot concern merely the other person or persons in our care, it concerns ourselves.

Freedom from the power of death

How then shall we prepare? From one point of view death has power over us. We were born and we shall die. It is as simple as that. But there is another aspect of death over which we can have some control.
Some years ago one of our parishioners fell ill. He was taken to hospital, where it was discovered that he had inoperable cancer and would die. He was not told about it at first. But his family was, and so was I. When I went to see him his first reaction (as so often is the case) was one of protest and recrimination. 'There is so much still to do, and here am I lying in this bed, unable to do a thing. How long is it to be?' I reminded him of something he had often said: 'If only I could put a stop to time, if only I could simply be'. I reminded him also that as yet he had never made any serious attempt to put a stop to time. Now God had done it for him. Thus he had no reason to complain, nor any reason to feel guilty. The whole thing was beyond his power to change. Yet lying still as he was, with time flowing by on either side of him, he was given the stillness of his present condition. And he could be as freely, completely and perfectly as he chose.
When I asked him whether he felt that he was yet in a condition of being, he answered, ‘There is still turmoil within me. I can do nothing, yet I go through the motions in respect of all sorts of things'. I put it to him that illness always confronts us with the things that are ultimate, most obviously with death. In death there are two elements or powers in action. The one power is extrinsic: the germs, the virus, the cancer or whatever it is that seeks to destroy the body. The other consists of all the negative attitudes and feelings that suck away vitality from within: resentment, bitterness, remorse, regrets, lack of peace. I urged him to concentrate on all the power of death that lay within him, and to let the doctors look after the rest.
After that we went through a long process (extending over several months) during which, day by day, he assessed his attitude to those who were closest to him. He had the time to do it; moreover was able to do it in the right spirit, seeing things as they were, not from a pragmatic point of view, but from an absolute angle. In the process he made his peace with all those around him.
Next we went back into his past, moving from one thing to another, seeking to understand his own sense of guilt, to assess what he had done or left undone, what others had done or omitted to do. Gradually all this field was cleared. It took a great deal of courage. For it is by no means easy for a man to look at his own life from the stability of the present moment and to make this moment the beginning of God's judgement on himself.
Eventually, he reached the point when he was almost transparent, so weak that he could hardly use his hands to bring food to his lips. Yet he said to me, 'How extraordinary it is. I am a dying man, there is nothing left of my strength. Yet I have never felt so intensely alive as I feel now'. He had found himself at that point of absolute cogency and stability which was free and independent of whatever might happen to his body.
Only if we free ourselves from all the germs of death which are within us can we reach such a point, where we become aware that we are ultimately immortal, though our bodies die.

It is not too late

When we recall our past as this man did, we sometimes remember someone we have harmed, but who is now long since dead; and it seems as if there is no way of setting things right. Let me give an example. I met a man in his eighties who, nearly sixty years before, when he was an officer in the Russian Civil War, had accidentally shot the girl he loved, a nurse in his unit. For the rest of his life he could never find peace. He told me that he had repented deeply, had confessed and received absolution. But it made no difference: nothing could free him from his sense of guilt. So I said to him, 'Why do you turn only to God, to Christ, to a priest to be forgiven? These were not your victims. Turn to the one you killed, to the girl'. He was taken aback. 'What do you mean, "turn to the girl"? I killed her sixty years ago.' 'Indeed you did', I answered. 'For that very reason, when you are at prayer this evening turn to her and say, "It is sixty years ago now, but I still carry the guilt and reproach of what I did to you. As the victim, you are the only one who has the power to forgive. Forgive me. And ask God to give me an assurance of forgiveness through peace".' He acted on my suggestion and indeed gained such assurance.
Too often we fail to resolve something in our past because we turn in the wrong direction. If God is not the God of the dead but of the living (Matt 22:33), then all those who have departed this life are alive in him; we, for our part, can turn to them for their intercession and forgiveness. All too frequently people who have lost someone whom they loved feel that they have not loved them as perfectly as they should; that they are indebted to them in terms of love, but that now it is too late to do anything about it. This is a mistake which we should never allow ourselves to make. It is never too late if we truly believe that God is the God of the living. Never should we say that we loved one another in the past tense. The death of the body does not involve a breach in a relationship that was, is and always remains between people who met and loved each other on earth.

The seeds we sow

Death is never the end. The good we have done continues after us and bears fruit in the lives of others. Unfortunately, the corollary is also true: we can also leave a legacy of evil.
On the positive side, consider the effect of the Gospels. There are countless people who have been converted and transformed by reading even a small passage from them. This they gain from what someone, many centuries ago, formulated and wrote down for the sake of Christ. I myself owe my faith to St Mark. If there is anything good that has come out of my life it is because one day, when I was fifteen years of age, I read St Mark's Gospel and Christ revealed himself and entered into my life.
By contrast, I think of quite other people who have written books, such as the French nineteenth century writer Gobineau. Gobineau wrote some remarkable short stories, but also a miserable little treatise on the inequality of races. It is a treatise that would now be altogether and deservedly forgotten, except for one thing: it was read by Hitler. It is difficult to suppose that Gobineau shares no responsibility before God for all that resulted from his book. He was a theoretician. But his theories became practice, and they were to cost millions of innocent lives.
In this connection, I remember a fable by Krylov. Two individuals were sentenced to hell and placed in neighbouring cauldrons. One was a murderer, the other had merely written some trashy novels. The author took a quick look over the rim of his cauldron to see how the murderer was faring. He himself was being boiled so fiercely that he could not imagine how his neighbour might be treated. To his indignation he saw the murderer basking in tepid water. He summoned the devil on duty and expressed his dissatisfaction: 'I merely wrote some novels, and yet you give me such a violent boiling. Whereas this man committed murder and he is relaxing as if that were his bath'. 'True', said the devil, 'but that's no accident, it's deliberate.' 'How so?' 'Well', said the devil, 'this man murdered someone in a fit of rage. So we give him a hard boiling every now and again because that's how his rage flared up, then we give him a rest because it subsided. As for you, whenever anyone buys one of your books we stoke up the fire under your cauldron and add extra fuel'.
There is a theological point here. Our life does not end conveniently when we die, even on earth. It continues over the centuries through heredity and through the by-products of our existence; and we continue to carry a responsibility for its repercussions. Thus, we have met today; I have spoken; I shall be answerable for anything that you will have received and for the way in which it may affect your life.

Metropolitan Anthony of Sourozh

RESURRECTION MORE MAJOR THAN IMMORTALITY


Για ζωή μετά τον θάνατο μιλάνε όλες σχεδόν οι θρησκείες. Θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι εκφράζουν τη φυσική αποστροφή του ανθρώπου για τον θάνατο, τον τρόμο της φύσης μας μπροστά στην απειλή της ανυπαρξίας.

Ομως το ενδεχόμενο να παρατείνεται η ύπαρξή μας και μετά τη διάλυση του υλικού μας σώματος απαντάει ικανοποιητικά στην αγωνία για τον θάνατο, αναιρεί τον φόβο της ανυπαρξίας;

Είναι η ύπαρξη καθεαυτή μια βιωματική αυταξία για τον άνθρωπο, είναι πάντοτε και με οποιεσδήποτε συνθήκες προτιμότερη η ύπαρξη από την ανυπαρξία; Η εμπειρία βεβαιώνει μάλλον το αντίθετο: Οταν συνειδητοποιεί κανείς το ενδεχόμενο να συνεχίσει να υπάρχει, έστω πανευτυχής, σε έναν ατέλειωτο χρόνο, σε διάρκεια δίχως πέρας και όριο, βιώνει εφιάλτη πανικού και ναυτίας. Ισως είναι φιλανθρωπότερες κάποιες άπω - ανατολικές δοξασίες που προδιαγράφουν τη διάλυση της αυτοσυνείδητης ύπαρξης μέσα σε μιαν ηδονική απρόσωπη «θεία» μακαριότητα.

Πάντως, ο πόθος για αθανασία μοιάζει πανανθρώπινο δεδομένο και η πλατωνική φιλοσοφία πρόσφερε την πιο κατανοητή οντολογική ερμηνεία για τη συνέχιση της ύπαρξης και μετά το θάνατο.

Μίλησε για το διφυές της ανθρώπινης ύπαρξης, για δύο πραγματικότητες (ουσίες) που απαρτίζουν τον άνθρωπο - την υλική σωματική του πραγματικότητα, που είναι φθαρτή, εφήμερη, θνητή, και την ψυχή που είναι αθάνατη, γιατί είναι ομοιότατη με τους θεούς, πραγματικότητα νοητή, μονοειδής, αδιάλυτη, διηνεκώς αμετάβλητη.

Στην αρχαιοελληνική αντίληψη, πριν και από τους θεούς υπάρχει μια δεδομένη και ανερμήνευτη λογικότητα που καθορίζει τον τρόπο του συνολικά υπαρκτού. Αυτή επιβάλλει να υπάρχει Θεός ως «πρώτο κινούν», νοητό και αθάνατο, αφού αθάνατος και λογικός είναι ο κόσμος, με εναρμονισμένες τις δυνάμεις που τον συγκροτούν και που τις προσωποποιούσαν τότε σε θεότητες.

Ο Θεός είναι υποχρεωμένος να είναι αυτό που είναι, το επιβάλει η λογικότητα του κόσμου. Εχει υποχρεωτική αθανασία και το ίδιο (λογικά υποχρεωτική) είναι η αθανασία της λογικής ψυχής του ανθρώπου. Στην οντολογική αυτή προοπτική δεν υπάρχει περιθώριο για το απροσδόκητο και την ελευθερία, την υπαρκτική αυτεξουσιότητα και τη δημιουργική ετερότητα.

Ο κόσμος, ο Θεός και η ψυχή δεν μπορούν να έχουν στόχο, μπορούν μόνο να είναι. Η χριστιανική εμπειρία απέρριψε απερίφραστα την αρχαιοελληνική οντολογία. Στη δική της προοπτική τα πάντα είναι προϊόν και γεγονός ελευθερίας, αλλιώς τίποτα δεν έχει νόημα. Οι προτάσεις της χριστιανικής οντολογίας διαρρηγνύουν την αδιέξοδη κλειστότητα της ταύτισης του νοείν με το είναι, εισάγουν ως τρόπο και οδό γνώσης την εμπειρική δυνατότητα ελευθερίας της σχέσης.

Ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό, το νόημα της ύπαρξης και του κόσμου, όχι επειδή έχει νου ως «ψυχής όργανον», αλλά επειδή έχει τη δυνατότητα της σχέσης, δυνατότητα να «εξ-ίσταται» (να ίσταται έξω) από τις αναγκαιότητες της φύσης, να υπάρχει με τον τρόπο ελευθερίας από τη φύση, τον τρόπο της σχέσης.Η ύπαρξη του ανθρώπου «γεννιέται στον τόπο του Αλλου», στον τόπο μιας κλήσης -σε- σχέση, κλήσης που τον συνιστά ως υπόσταση υπαρκτικής δυνατότητας σχέσης.

Είναι ελεύθερος να πραγματώσει την ύπαρξή του ως ελευθερία σχέσης ή ως εμμονή στην αυτονομία της φύσης του, που είναι όμως περατή και θνητή. Τα υπαρκτικά ενδεχόμενα για τον άνθρωπο δεν είναι ο θάνατος ή η αθανασία (σαν χρονική επ’ άπειρον παράταση της ύπαρξης), αλλά η υποταγή στη φύση (και στη χρονικότητα) ή η ελευθερία από τη φύση (και από το χρόνο, το χώρο, τη φθορά, τον θάνατο).

Στο ιστορικό πρόσωπο του Χριστού η εκκλησιαστική εμπειρία γνωρίζει τον Θεό όχι ως ύπαρξη υποκείμενη στις λογικές προδιαγραφές της δικής του άγνωστης εμπειρικά ουσίας, αλλά ως πρόσωπο ελεύθερο από όλους τους προσδιορισμούς που δηλώνουν σε μας το υπαρκτό.

Αν με τη νόησή μας πρέπει να κατατάξουμε τον Θεό στα όντα ή στα μη-όντα, είμαστε πιο κοντά στην πραγματικότητά του αν πούμε ότι ανήκει στα μη-όντα αφού δεν είναι της ίδιας τάξης με κανένα από τα όντα.

Το «είναι» του Θεού το συνιστά η ελευθερία του από κάθε ενδεχόμενο ύπαρξης ή ανυπαρξίας, ελευθερία που πραγματώνεται υποστατικά στην αγάπη, δηλαδή στη «γέννηση» του Υιού και στην «εκπόρευση» του Πνεύματος. Μόνο με τη λέξη Πατήρ μπορεί να δηλωθεί αυτή η προσωπική παρουσία που ως αγάπη συνιστά ελευθερία από κάθε αναγκαιότητα τού είναι και του μη είναι.

Το ιστορικό πρόσωπο του Χριστού αποκαλύπτει στον άνθρωπο τη σχέση του Υιού προς τον Πατέρα, δηλαδή τον τρόπο της αγάπης που μπορεί να πραγματώνει τη θεία ύπαρξη ως ελευθερία και από τη θειότητά της - ως προσωπική ύπαρξη ενυπόστατη στην κτιστή ανθρώπινη φύση.

Η υπαρκτική ελευθερία που φανερώνεται στην ενανθρώπιση του Υιού καταργεί τον θάνατο, γιατί τον μεταβάλλει σε σχέση με τον Πατέρα, σε αυτοπαράδοση στην αγάπη του Πατρός. Ο κάθε άνθρωπος που θα θελήσει να υπάρχει με τον τρόπο της σχέσης (τον τρόπο του Υιού, τον τρόπο της αγάπης) και όχι με τον τρόπο της φύσης, ενεργοποιεί την προσωπική του υπόσταση: την υπόσταση ύπαρξης που του παρέχει η δυνατότητα ανταπόκρισης στην κλήση του από τον Θεό για αμεσότητα σχέσης - η δημιουργία του «κατ’Κεικόνα» του Υιού.

Η Εκκλησία γιορτάζει την Ανάσταση του Χριστού όχι σαν εχέγγυο αθανασίας του ανθρώπου, χρονικής επ’ άπειρον παράτασης του τρόπου με τον οποίο υπάρχουμε στην «κλειστότητα» της κτιστής φύσης μας.

Γιορτάζει την Ανάσταση η Εκκλησία ως θρίαμβο της δυνατότητας να μετέχει και ο άνθρωπος σε εκείνη την «ποιότητα» ή τον τρόπο τού είναι που συνιστά η υιοθεσία μας από τον Πατέρα.

Τρόπο ελευθερίας από τη χρονικότητα και την περατότητα, από την ύπαρξη και τη μη ύπαρξη - τρόπο που σημαίνεται «ως δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» στην εμπειρία της ερωτικής αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς, στο «υπέρ φύσιν» άθλημα της αγάπης.Πάσχα - πέρασμα από τη θνητότητα στην ανάσταση, στην απαρχή «άλλης βιοτής», στο «περισσόν της ζωής».