04 Ιανουαρίου 2010

Όταν ο θάνατος πλησιάζει

Η επιθανάτια εμπειρία βήμα - βήμα
Οι επιστήμονες κατάφεραν έπειτα από χιλιάδες μαρτυρίες να χαρτογραφήσουν τα διαφορετικά στάδια μιας επιθανάτιας εμπειρίας. Καμιά περίπτωση δε μοιάζει ακριβώς με μια άλλη και η χαρτογράφηση δεν αποτελεί παρά ένα θεωρητικό μοντέλο, υπό την έννοια ότι κάποιοι ασθενείς άρχισαν απ΄ ευθείας από το στάδιο 2 ή 5 και τερμάτισαν στο στάδιο 7 ή 9 ή 10. Όλοι τους διευκρινίζουν ότι η εμπειρία τους δεν περιγράφεται με λόγια αλλά ήταν τόσο ωραία που ποτέ πια δε θα έχουν να φοβηθούν το θάνατο (τις συνθήκες ναι, όχι όμως τον φυσικό θάνατο). Αυτά τα διαφορετικά στάδια επέρχονται είτε τη στιγμή του ατυχήματος είτε στο νοσοκομείο.
1. Ο ασθενής ακούει να δηλώνεται νεκρός ή δεν καταλαβαίνει τη νέα του “υπόσταση”.

2. Αίσθηση ειρήνης και απώλειας της επίγειας ζωής. Ο ασθενής δεν δίνει σημασία στο σώμα του, σα να επρόκειτο περί ενός φακέλου που τον περικλείει, ή ενός χαμένου γαντιού.

3. Ένας ήχος, μια μουσική μπαίνουν σιγά σιγά στη συνείδησή του και χάνει επαφή με το περιβάλλον.

4. Ο ασθενής “βγαίνει” από το σώμα του και αιωρείται, ή ακόμα διαπερνά τοίχους ή ταβάνια. Βλέπει όλα τα πράγματα υπό γωνία 360 μοιρών και ακούει το ίδιο καλά αυτά που λένε αλλά και αυτά που σκέφτονται οι γιατροί. Η όρασή του γίνεται zoom. Του αρκεί να ρίξει το βλέμμα του σε ένα χώρο ή σε ένα αντικείμενο, κι αυτό ταυτόχρονα μεγαλώνει.
(Περίπτωση ενός 11χρονου παιδιού με ανακοπή καρδιάς μέσα στο διάδρομο του νοσοκομείου: άκουσε ένα περίεργο σφύριγμα στ’ αυτιά του και ανθρώπους που μιλούσαν. Στη συνέχεια αιωρούνταν στο ταβάνι του δωματίου και κοιτούσε από πάνω το σώμα του. Άκουσε μια νοσοκόμα που έλεγε:”ελπίζω να μη χρειαστεί να το κάνουμε” και στη συνέχεια παρακολουθούσε όλη την επιχείρηση της καρδιοπνευμονικής του ανάνηψης. Είδε μια νοσοκόμα “να του βάζει στο σώμα ένα είδος λίπους και στη συνέχεια να δίνει τις “ρακέτες” στο γιατρό” και όταν ο γιατρός πάτησε το κουμπί, ξαναβρέθηκε με μιας πίσω στο σώμα του. Έβλεπε τώρα το γιατρό από πάνω του.

5. Αλλαγή περιβάλλοντος: ο ασθενής νιώθει να “ρουφιέται” με πρωτοφανή ταχύτητα σε ένα σκοτεινό τούνελ, μια μαύρη σπείρα, ένα σκοτεινό σωλήνα, ένα πηγάδι, κλπ.

6. Σε κάποιες μαρτυρίες, ο ασθενής μας βεβαιώνει ότι είδε και άλλους στο ίδιο ταξίδι μέσα στο τούνελ.(περίπτωση μιας νεαρής πάνω στη γέννα: “βρισκόμουν μέσα σ’ ένα είδος τούνελ ή ασανσέρ. Υπήρχαν γύρω μου παρουσίες που με ενθάρρυναν, όπως σε ποδηλατικούς αγώνες που ο κόσμος γύρω ενθαρρύνει τους ποδηλάτες.”)

7. Διακρίνει ένα άσπρο φως η ένταση του οποίου τον έλκει. Το φως αυτό, παρά του ότι είναι πολύ μεγάλης έντασης, δεν τυφλώνει. Είναι ένα φως που “εκπέμπει αγάπη”, “μια αγάπη άγνωστη πάνω στη γη”, μέσα στην οποία ο ασθενής θέλει όσο τίποτε άλλο να αναμιχθεί.

8. Συναντά είτε νεκρούς φίλους και συγγενείς είτε “μια ύπαρξη από φως”.
Από εκεί και πέρα, δύο πιθανότητες:

9. Ή οι συγγενείς τού λένε να επιστρέψει -”η ώρα σου δεν έχει φτάσει” - οπότε νιώθει να ωθείται πάλι πίσω προς τα πίσω.

10. Είτε η “φωνή” της ύπαρξης από φως τον ρωτάει: “Τι έκανες στη ζωή σου;” Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο ασθενής βλέπει να περνάει από μπροστά του ολόκληρο το film της ζωής του, με όλες τις λεπτομέρειες, ακόμα και τις πιο ξεχασμένες, και μαζί μ’ αυτό βλέπει και τις συνέπειες των πράξεών του πάνω στη ζωή των άλλων. Η δοκιμασία αυτή χαρακτηρίζεται από τους ασθενείς που “επέστρεψαν” ως η πιο τρομακτική, διότι τίποτα δεν μπορεί να κρυφτεί. Η “φωνή” τον ξαναστέλνει λοιπόν πίσω, ή , πιο σπάνιο, τον αφήνει να επιλέξει ο ίδιος. Εκείνος ξέρει ότι αν περάσει πέρα από αυτό το όριο, η επιστροφή θα είναι αδύνατη.

11. Επιστροφή στο σώμα.



Μια μαρτυρία: ” Δεν ήθελα να επιστρέψω”.

“Θα το θυμάμαι για πάντα. Στο νοσοκομείο de Pontarlier, ο γυναικολόγος διέγνωσε χωρίς καθυστέρηση κύστη στις ωοθήκες εξαιρετικά επικίνδυνη και προγραμμάτισε να χειρουργηθώ την επομένη. Η επέμβαση διεξήχθη χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα και με πήγαν στο δωμάτιό μου. Με το που βρέθηκα στο κρεβάτι, ένοιωσα πολύ άσχημα, δεν μπορούσα να αναπνεύσω και νόμιζα ότι ζούσα σ’ έναν εφιάλτη. Ένοιωσα να ρουφιέμαι σε μια μαύρη πηχτή θάλασσα, κολλώδη κύματα με παράσερναν, κι έπειτα, τελείως ξαφνικά, το φως. Ένα φως τέτοιο που μ’ έκανε να ουρλιάξω: “Δε θέλω να επιστρέψω” (στη Γη). Η διαδικασία ανάνηψης διήρκεσε τρία τέταρτα της ώρας. Δεν ήθελα να επιστρέψω. Εκείνο το φως ήταν τόσο εκπληκτικό, τόσο όμορφο, κάτι το μεγαλειώδες, ένα ξημέρωμα ασύγκριτο με εκείνο που υπάρχει στη Γη. Ήθελα να συναντήσω αυτό το φως, επιθυμούσε να πάω εκεί που ήταν, να το πιάσω, όμως έπειτα, με μιας, όπως μια πτώση από μια κούνια που βρίσκεται σε κίνηση, επέστρεψα πίσω. Τα βαλα με τους γιατρούς. Ο άντρας μου που παραβρίσκονταν στην επέμβαση, δεν καταλάβαινε. Είχαν σπάσει τα αγγεία μου, είχα γίνει κατάμαυρη, για λίγο δεν είχα καταπιεί τη γλώσσα μου και τα πλευρά μου έσπασαν κατά την προσπάθεια των γιατρών να ανανήψω. Εγώ όμως ακτινοβολούσα ένα είδος ανθρώπου που έχει καταγοητευτεί, μαγευτεί από κάτι. Ήταν τόσο ωραίο.
Μετά από καιρό κακοχαρακτήρισα τον εαυτό μου που ήθελε εκείνη τη στιγμή να αφήσει πίσω τον άντρα μου και τα παιδιά μου. Στη δεύτερη εγχείρηση που έκανα, χρόνια αργότερα, φοβόμουν πολύ γιατί ήμουν σίγουρη ότι αυτή τη φορά δε θα επέστρεφα. Όμως τίποτα δε συνέβη. Όλα αυτά, τι άλλαξαν σε μένα; Πρώτα απ’ όλα, έδωσε στόχο στη ζωή μου. Βρίσκομαι εδώ γιατί οφείλω να τελειώσω τη ζωή μου. Ξέρω όμως ότι μετά θα είναι θαυμάσια. Αντιθέτως, δε θα αυτοκτονήσω ποτέ. Είναι ωστόσο μια τραυματική εμπειρία διότι θέλουμε να μιλήσουμε γι αυτά που ζήσαμε και δεν μπορούμε. Ήμουν ήδη τυχερή που οι γιατροί μου με άκουσαν χωρίς να νομίσουν ότι τρελάθηκα. Στη συνέχεια διαπίστωσα ότι την ίδια εμπειρία έζησαν κι άλλοι, πράγμα που με βοήθησε να το ξεπεράσω χωρίς πρόβλημα. Ένα πράγμα είναι σίγουρο, δε φοβάμαι πια το θάνατο.

Αφήγηση της Hermine Bathany, διευθύντριας δημοτικού σχολείου, 35 χρονών τη στιγμή του γεγονότος (1985).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου