Ηρθε ξαφνικά και το θυμήθηκα σαν έπεσε η ματιά μου τυχαία στο ημερολόγιο του προηγούμενου μήνα. 23 Ιούνη. Παραμονή Αϊ - Γιαννιού. Πού να βρεθεί καιρός να τρέξεις στα παλιά, ποιος να βρεθεί να στο θυμίσει, έτσι που τα καθημερινά προβλήματα μας πνίγουν, έτσι που κυνηγάμε μ' αγωνία το μεροκάματο και το άγχος και ο μόχθος της ζωής μας συνθλίβουν.
Κοινωνικά αλλοτριωμένοι μέσα απ' τη συμπίεση των σχέσεων των συναναστροφών και των τσιμεντένιων πύργων. Μας τρομάζει η μοναξιά και μας κυριεύει ο φόβος και η αναξιοπιστία του διπλανού. Παλιά αγαπημένα πατροπαράδοτα ήθη κι έθιμα που σιγά - σιγά ξεφτίζουν, σβήνουν, χάνονται και ξεχνιούνται.
Ο Κλήδονας προέρχεται από την Ιωνική λέξη Κλήδων που σημαίνει ένα είδος μαντικής. Ο Κλήδονας γινότανε την παραμονή του Αϊ - Γιαννιού. Μετά τη δύση του ηλίου τα κορίτσια γέμιζαν ένα δοχείο με νερό - το λεγόμενο αμίλητο νερό - μέσα στο οποίο κάθε κοπέλα έριχνε κάποιο δικό της αντικείμενο(δαχτυλίδι, σταυρό, χτένα, σκουλαρίκι, κουμπί κ. ά.) που ονομάζονταν"Ριζικάρικο". Σκεπάζανε το δοχείο μ' ένα ύφασμα και το αφήνανε όλη νύχτα έξω στη δροσιά. Οταν το σκέπαζαν έλεγαν "Κλειδώνουμε τον Κλήδονα στου Αϊ - Γιαννιού τη χάρη κι όποια έχει το καλό να δώσει και να πάρει".
Την άλλη μέρα το βραδάκι ανοίγανε τον Κλήδονα με τον ακόλουθο στίχο: "Ανοίγουμε τον Κλήδονα στου Αϊ - Γιαννιού τη χάρη κι από 'χει ριζικό καλό σήμερα να το πάρει". Υστερα η αρχιμαστόρισσα, η πιο φωνακλού και κακαβρακάτη σήκωνε τις φούστες ψηλά να φαίνονται τα φραντζολάτα κατάλευκα μπούτια, έβγαζε ένα ένα τ' αντικείμενο, λέγοντας κάποιο δίστιχο που αντιστοιχούσε σ' αυτήν που το είχε.
Και κα κα κα τα γέλια και τα υπονοούμενα και οι ευχές και τα κουτσομπολιά και οι χαμηλοθωρούσες αλαφροκοκκίνιζαν πυρωμένες τάχατες απ' την ντροπή, μα κατάβαθα φχαριστημένες.
Την ίδια βραδιά γινότανε στις γειτονιές, τα σοκάκια, τις αλάνες και τις μικροπλατείες το μεγάλο πανηγύρι. Μεγάλοι και μικροί τρέχανε από νωρίς να μαζέψουν κουρελαρία για κάψιμο, παλιοσανίδες, άχυρα, καφάσια και καλάθια, παλιοστρώματα κ.ά. κι απάνω απάνω στη φωτιά οι ξεραμένοι Μάηδες.Λαμπάδιαζε ο ντουνιάς κι άρχιζε το γλέντι. Καιγότανε και φάνταζε ο τόπος. Πηδούσαν οι μεγάλοι τρεις φορές και χίλιες οι πιτσιρικάδες κι όταν διασταυρωνόντανε λέγανε κι από μια ευχή.
Οι φωτιές του Αϊ-Γιαννιού και το πήδημα της φωτιάς είναι από μια άποψη λείψανα των Διονυσιακών Μυστηρίων, κατά τα οποία οι Βακχίδες, στεφανωμένες με κισσούς, κρατούσαν ξύλινα ομοιώματα του Διόνυσου και χόρευαν και πηδούσαν πάνω απ' τη φωτιά. Η χριστιανική παράδοση λέει πως ο Αγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής που ζούσε στην έρημο, έκαιγε την εποχή αυτή τ' άγρια χορτάρια στα έλη, για να μην πηγαίνουν τα ζουζούνια και τα κουνούπια και γεννούν τ' αυγά τους.
Οπως και να το κάνεις, παλιά, αγαπημένα, ξέγνοιαστα κι ανθρώπινα έθιμα που ξέφτισαν και χάθηκαν κι απόμεινε μια μακρινή πικρή ανάμνηση για τα μακρινά πικρά παιδικά μας χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου