02 Μαρτίου 2011

Η πορεία του Γένους ως το 1821 και η Εκκλησία


Τον τελευταίο καιρό με αφορμή τηλεοπτική παραγωγή άρχισε μία συζήτηση για την Επανάσταση του 1821, όπου διατυπώθηκαν ορισμένες απόψεις από ιστορικούς, που κατά το μάλλον και ήττον, ασχολούνται, λίαν επιτυχώς ή και άριστα με άλλες περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας, και συνεπώς, αναρμόδιους να ασχοληθούν με τα γεγονότα που επιχείρησαν να εξιστορήσουν, να ερμηνεύσουν ή και να σχολιάσουν...Αλλά τα γεγονότα του 1821 δεν αποτελούν μία μετέωρη στιγμή μες την Ιστορία, συνεπώς η ερμηνεία τους απαιτεί γνώση βάθους τουλάχιστον πέντε – έξη αιώνων, ως δηλ. τους βυζαντινούς χρόνους. Δεν θα επιχειρήσουμε ανασκευή ή σχολιασμό ερμηνειών ή των παρεμβάσεών τους. Θα επιχειρήσουμε όσα σοφοί Δάσκαλοι παλαιότερα (Κ. Παπαρηγόπουλος, Σπ. Ζαμπέλιος), αλλά και σχετικώς νεώτεροι (Ιω. Βογιατζίδης, Απ. Βακαλόπουλος, Ν. Σβορώνος) έγραψαν και δίδαξαν, αλλά και όσα προκύπτουν από πηγές της εποχής αναφερόμενες στα θέματα (απομνημονεύματα, κείμενα, αλληλογραφία, ξένοι περιηγητές κλπ.). Και πρώτα το όνομα Έλλην και Ρωμαίος. Το Έλλην δεν χρησιμοποιείται με την επικράτηση του Χριστιανισμού, καθώς αυτό ταυτίζεται με το ειδωλολάτρης, και αντικαθίσταται με το Ρωμαίος, πολίτης δηλ. του νέου κράτους της Ανατολής, του Βυζαντίου, που συνεχίζει στην ΚΠολη το παρηκμασμένο δυτικό. Το Έλλην επανεμφανίζεται το 1204 με την Δ΄ Φράγκικη Σταυροφορία, οπότε οι υπόδουλοι Έλληνες προβάλλουν την αρχαιοελληνική καταγωγή τους και την παντοιοτρόπη πνευματική υπεροχή τους απέναντι στην δυτική βαρβαρότητα των κατακτητών Σταυροφόρων, για να επανεμφανισθεί και πάλιν το 1261, μετά δηλ. την εκδίωξη των Φράγκων από πολλά ελληνικά εδάφη, χωρίς όμως, να χαθεί το όνομα Έλλην, το οποίο θα επανεμφανισθεί δυναμικά λίγο πριν την Άλωση και μετά από αυτήν, όταν λόγιοι και απλός λαός χρησιμοποιούν και τα δύο ονόματα, Ρωμηός και Έλληνας, μιλούν και γράφουν για το ελληνικό γένος που θα αναστηθεί. Επιστρέφουν, έτσι, στα ερείσματα του ελληνικού έθνους και αναδεικνύουν ενσυνείδητα το σχήμα Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός. Και οι Έλληνες απόδημοι στην Ευρώπη συγκροτούν κοινότητες ελληνικές, τις nazione greca. Κατά συνέπειαν, το ελληνικό έθνος αποκτά την νεοελληνική ταυτότητά του ήδη από το 1204, που είναι και η συμβατική αφετηρία του Νέου Ελληνισμού, είτε με το Ρωμηός είτε με το Έλληνας, αλλά και μαζί η Μεγάλη Ιδέα, που είναι η άγραφη παράδοση του Νέου Ελληνισμού, και που πνίγεται τον Αύγουστο του 1922 στο λιμάνι της Σμύρνης. Και μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους (1830) στις αλύτρωτες χώρες του Ελληνισμού (Μ. Ασία, Πόντος, Ανατ. Ρωμυλία, Καππαδοκία) οι πολίτες του αυτοπροσδιορίζονταν ως το 1922, αλλά και μετά τον ερχομό τους στην Ελλάδα ως Ρωμηοί και δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς ότι η πρώτη προσφυγική γενιά του ’22 το Ρωμηός – Ρωμηοσύνη χρησιμοποιούσε, ώσπου η δεύτερη και Τρίτη γενιά σταδιακώς άρχισε να χρησιμοποιεί το Έλληνας – Ελλάς, που προσδιορίζει την μικρή Ελλάδα έναντι της απέναντι Ρωμηοσύνης της Βυζαντινής Οικουμένης.
Η Επανάσταση του 1821 ήταν ενέργημα όλου του ελληνικού λαού, κίνημα εθνικοαπελευθερωτικό. Δεν μπορούσε άλλο ο ελληνικός λαός να υποφέρει την κτηνωδία ενός τυραννικού ζυγού, τους εξευτελισμούς της προσωπικής και οικογενειακής ζωής που έθιγαν την παραδοσιακή ηθική των Ελλήνων, τις αγγαρείες, την φορολογία, τον υποσιτισμό, το άρπαγμα των παιδιών του που τα έκλειναν στα χαρέμια, την αβάστακτη πτώχεια, τους εξισλαμισμούς, την πλήρη καταπίεση, την κατάλυση κάθε έννοιας τιμής και αξιοπρέπειας. Όλα τούτα και άλλα και άλλα και κυρίως η απελπισία, που πρόσεξε και ο Διονύσιος Σολωμός «το ένα χέρι χτύπαε τ’ άλλο απ’ την απελπισιά» και αναφέρει στον εθνικό ύμνο, οδήγησαν στην εξέγερση. Αυτήν την απελπισία βρίσκουμε στους αγωνιστές και στον απλό λαό, που τους όπλισε με ψυχική δύναμη και καρτερία ως το τέλος του Αγώνα. Ποιος μπορεί να διανοηθεί, και να γράψει και να πει ότι ο βίος των Ελλήνων ήταν ιδανικός κατά την τουρκική κατάκτηση, όταν το 1821 ήταν το τέλος μιας διαρκούς αντιστάσεως του λαού μας κατά των Τούρκων; μία επανάσταση «εν ενεργεία» καθ’ όλη την Τουρκοκρατία, όπως σημείωσε ο ιστορικός του Αγώνα Ιωάννης Φιλήμων. Ήσαν οι αρματολοί και κλέφτες που, μολονότι ενίοτε συνθηκολογούσαν με τους Τούρκους, συνειδητοποίησαν την ευθύνη απέναντι στον λαό, αυτόν που δυνάμωσε την θέληση του λαού για τον αγώνα, τονώνοντας την εθνική φιλοτιμία. Δίκαια η λαϊκή συνείδηση εξύμνησε τους κλεφταρματολούς με τα κλέφτικα τραγούδια που έγιναν ύμνοι προς την ελευθερία. Τους αιώνες της σκλαβιάς την ελπίδα και την πίστη για την ελευθερία συντηρούσαν θρύλοι, παραδόσεις και προφητείες, που είχαν τις ρίζες τους στο Βυζάντιο και συγκινούσαν την ψυχή του αγράμματου λαού για την εθνική αποκατάστασή του, διαμορφώνοντας την Μεγάλη Ιδέα, που είχε αρχίσει ήδη από το 1204 με την Δ΄ Φράγκικη Σταυροφορία. Όλες τούτες οι λαϊκές παραδόσεις, οι δοξασίες, οι προφητείες δημιουργήματα ιστορικής πίστης, μνήμης και ονείρων αναχωνεύθηκαν και στην συνείδηση των λογίων από τα μέσα ήδη του 18ου αι. συγκροτώντας ένα εθνικό πρόγραμμα μαζί και πηγή ελπίδων για την αποκατάστασή του και στέρεη πεποίθησή του ότι η σκλαβιά είναι παροδική. Στην διαμόρφωση της συνειδήσεως για την αποτίναξη του ζυγού σημαντικός ήταν ο ρόλος των λογίων (Ρήγας Βελεστινλής, Κοραής) αλλά και άλλων (Γαζής, Κωνσταντάς, Βενιαμίν ο Λέσβιος και άλλων πολλών) που μετέφεραν στην μέσα Ελλάδα τις αρχές της Γαλλικής Επαναστάσεως για τα φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου. Μαζί και ο ρόλος των σχολείων που σιγά – σιγά πληθύνονταν στον ελληνικό χώρο προετοιμάζοντας τους Έλληνες ψυχολογικά για την ώρα του Ξεσηκωμού. Κοντά σ’ αυτούς τους παράγοντες συγκαταριθμείται και η αστική τάξη δημιουργημένη από τις ανακατατάξεις που προβάλλουν στον ευρωπαϊκό χώρο καταργώντας την φεουδαρχία. Η αστική τάξη συγκροτήθηκε στο εξωτερικό από πλούσιους εμπόρους, ναυτικούς, από την μορφωμένη τάξη υπαλλήλων που μετέφεραν στην τουρκοπατημένη πατρίδα τους την ανάγκη για την αποτίναξη του ξενικού ζυγού ανυψώνοντας με την ποικιλότροπη οικονομική βοήθειά τους το βιοτικό αλλά και το πνευματικό επίπεδο των υποδούλων, με τις εκδόσεις κλασσικών Ελλήνων και έργων ξένων συγγραφέων, που έδειχναν τον ελεύθερο τρόπο ζωής των Ευρωπαίων, αλλά και προβάλλοντας το αίσθημα για την δημιουργία εθνικού κράτους. Αυτοί οι αστοί και μικροαστοί, απόδημοι με την έκρηξη της Επαναστάσεως την συνέδραμαν με όπλα, πολεμοφόδια, οικονομική βοήθεια για τις ανάγκες του Αγώνα. Κατά συνέπειαν, ο αγώνας των Ελλήνων ήταν εθνικοαπελευθερωτικός, στον οποίο μετείχαν όλοι οι Έλληνες. Ο αγώνας αυτός προετοιμάστηκε και ξεκίνησε από τους Έλληνες του εξωτερικού με συντονιστή την Φιλική Εταιρεία, αλλά υλοποιήθηκε στον ένοπλο αγώνα από όλες τις δυνάμεις του Έθνους και κυρίως τον στρατευμένο λαό, τους βιοτέχνες, τους γεωργούς, τους βοσκούς, τους ναυτικούς, που συνιστούσαν και την συντριπτική πλειονοψηφία του μάχιμου τμήματος του επαναστατημένου λαού.
Η Εκκλησία. Πρώτος πατριάρχης του δουλεύοντος Γένους καθίσταται ο Γεννάδιος Σχολάριος Κουρτέσης (1398/1405 – 1472), που διακρινόταν για την παιδεία του, και την σωφροσύνη του, και τον ανθενωτικό πνεύμα του έναντι των Δυτικών, την προσωπικότητά του και την θρησκευτικότητά του που ενέπνεε εμπιστοσύνη στον ταλαιπωρημένο και απελπισμένο ψυχικά λαό. Οι ιστορικοί της Αλώσεως, Κριτόβουλος και Φραντζής γράφουν για την εκλογή του στον Οικουμενικό θρόνο από τον Μεχμέτ Β΄ τον Πορθητή και τα προνόμια το απαραβίαστο, το αφορολόγητο, το αδιάσειστο που δόθηκαν σ’ αυτόν και τους αρχιερείς του. Και δεν το έπραξε αυτό ο Μεχμέτ Β΄ από ευσπλαχνία, αλλά κινούμενος από το Κοράνι που δίδασκε την ανεκτικότητα απέναντι στου λαούς της Βίβλου (Χριστιανούς και Εβραίους), την ίδια την πολιτική του να συμπεριφέρεται ευμενώς απέναντι στους κατακτημένους ακόμη και αν του αντιστάθηκαν. Γνώριζε, ακόμη, ο Μεχμέτ Β΄ την επιρροή που η Εκκλησία ασκούσε στους Χριστιανούς. Ο Πατριάρχης καθίσταται από τότε ο μιλλέτ μπασή, ο Εθνάρχης, ο θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης, αφού είναι πλέον, ο προστάτης των Χριστιανών ραγιάδων και η δικαιοδοσία του απλώνεται σε όλα σχεδόν τα καθέκαστα του καθημερινού τους βίου. Ο ίδιος, και κατά προέκταση οι αρχιερείς του Θρόνου, ασκούν, με ένα λόγο, κοσμική εξουσία βασισμένη στους ιερούς κανόνες (κανονικό δίκαιο), στην νομοθεσία των βυζαντινών αυτοκρατόρων, σε πατριαρχικές, παλαιές και νεώτερες αποφάσεις, στο εθιμικό δίκαιο. Πάντα, όμως, ήταν υπόλογος και υπεύθυνος για τις πράξεις του και του ποιμνίου του απέναντι στον σουλτάνο. Προσθέτουμε ότι η δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη επεκτεινόταν σε όλους τους ορθόδοξους βαλκανικούς λαούς, που σταδιακά χάνουν την εθνική συνείδησή τους και αποκτούν πλέον την υπερεθνική του Χριστιανού, συνείδηση που ενώνει, υπό το κοινό καθεστώς της δουλείας, όλους τους βαλκανικούς λαούς με χριστιανική – ορθόδοξη αλληλεγγύη που εκφράσθηκε με κοινούς αγώνες κατά του κατακτητή. Ας προσέξουμε ότι η Εκκλησία, έχοντας μία άρτια διοικητική οργάνωση, που μπορούσε να εξασφαλίσει την υπακοή των ραγιάδων στον Σουλτάνο, αλλά και να συστήσει ένα διοικητικό μηχανισμό για την καταβολή των φόρων. Στην Εκκλησία και στους Χριστιανούς ραγιάδες στηρίχθηκε, άλλωστε, ο Μεχμέτ για τα οικονομικά του κράτους του, καθώς οι Χριστιανοί ραγιάδες ήσαν βιοτέχνες και έμποροι φορολογούμενοι, ενώ οι Τούρκοι ήσαν πολεμιστές. Επομένως, τα προνόμια του Μεχμέτ προς τον Γεννάδιο που διατηρήθηκαν ως ακόμη το 1922, με πολλές είναι αλήθεια διαταραχές μέσα στον χρόνο, βοήθησαν το Γένος να επιβιώσει θρησκευτικά και πολιτικά, προστατευμένο από τον κατακλυσμό των τραγικών επιπτώσεων που έφερε η δουλεία, μολονότι δεν έλειψαν οι εκούσιοι εξισλαμισμοί λαϊκών και κληρικών τον πρώτο καιρό μετά την Άλωση και στους επόμενους αιώνες. Στην εξαθλίωση των πρώτων χρόνων, αλλά και των επόμενων αιώνων, η Εκκλησία, ως θεσμός, οι ταπεινές εκκλησίες και οι μονές γίνονται καταφύγιο των ραγιάδων πιστών που ανακουφίζονται έστω και για λίγες στιγμές από τα βάσανα της σκλαβιάς. Και είναι αλήθεια ότι όλη η μακρά χρονική περίοδος (1453 – 1600) χαρακτηρίζεται από συνεχείς καταπιέσεις των σουλτάνων σε βάρος των χριστιανών ραγιάδων με αναγκαστικούς εξισλαμισμούς, κατασχέσεις ή κατεδαφίσεις ναών ή μονών, απαγόρευση ανέγερσης εκκλησιών, επισκευής παλαιοτέρων, αυθαιρεσίες σε βάρος της Εκκλησίας, απαγόρευση χρήσεως της καμπάνας, σε πολλές περιπτώσεις απαγόρευση ανάγνωσης του Ευαγγελίου ακόμη και σε ναούς και σε κελλιά από τις εισβολές φανατικών Μουσουλμάνων.
Το Άγιον Όρος και τα Μετέωρα είναι τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα της Ορθοδοξίας κατά την Τουρκοκρατία. Στο Άγιον Όρος με την πλούσια παράδοση στους χρόνους των βυζαντινών αυτοκρατόρων, εξακολουθούν να έχουν τον εκκλησιαστικό ηγέτη τους, τον Πρώτον (ως το τέλος του 16ου αι., που τον διαδέχονται οι «γέροντες της Συνάξεως», η σημερινή Σύναξις. Πολλές είναι οι ταλαιπωρίες των μονών από την βαρειά φορολογία, τις καταπατήσεις των μετοχίων και κτημάτων τους, τις συνεχείς πειρατείες και ληστείες που τις οδηγούν πολλές φορές στην απόλυτη πτώχεια, που ανακούφιζεν προσωρινά δωρεές Βλάχων και Φαναριωτών αργότερα ηγεμόνων και Ρώσων τσάρων. Το Άγιον Όρος και τα Μετέωρα έδωσαν έδωσαν σοφούς κληρικούς, ιεράρχες, νεομάρτυρες και διαφύλαξαν την μακραίωνη πολιτιστική κληρονομιά του Βυζαντίου ως σήμερα. Αλλά και άλλες μονές, όπως η μονή του Τιμίου Προδρόμου στο Βέρμιο, των Ασωμάτων στην Νάουσα, της Αγίας Τριάδος στον Όλυμπο, της Ζάβορδας στην Δυτ. Μακεδονία, του αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω, κρατούν όρθιο τον αιχμάλωτο Χριστιανό, ανακόπτουν το ρεύμα των εξισλαμισμών, εμπνέουν την αντίσταση των πιστών, συμβάλλουν στην ηθική συνοχή τους, ενώ οι όσιοι, αγιοτικές μορφές, δεν συμβιβάζονται με την απομόνωσή τους στις μονές, και εξέρχονται έξω στον κόσμο, γενόμενοι με τον ασκητικό βίο τους υποδείγματα Χριστιανών. Και οι μονές αυτές, όπως και το Άγιον Όρος και τα Μετέωρα ήσαν κέντρα παιδείας, θρησκευτικής τέχνης, καταφύγια κλεφταρματολών και αγωνιστών του 1821, όπως ήσαν και κατά την τελευταία γερμανική Κατοχή, βοηθώντας ποικιλότροπα την Εθνική Αντίσταση.
Την εθνική και θρησκευτική αντίσταση κατά του κατακτητή εξέφρασαν με την θυσία τους οι νεομάρτυρες από τα πρώτα έτη της Αλώσεως ως τα μέσα του 19ου αι. Κάθε τόπος, μικρός ή μεγάλος στην Ελλάδα έχει τον νεομάρτυρά του που με το παράδειγμα της εθελοθυσίας τους στήριζαν το φρόνημα των συμπατριωτών τους και δυνάμωναν την Ορθοδοξία.
Η Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία αποτελούσε υπόθεση της Εκκλησίας, που φρόντισε, και ενώ ακόμη η Βασιλεύουσα αιμορραγούσε, να ιδρύσει με πρωτοβουλία του Πατριάρχη Γενναδίου Σχολαρίου, την Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, που λειτουργεί ως σήμερα. Στην πνευματική κίνηση του Γένους στα τέλη του 16ου αι. πολυδιάστατη ήταν η συμβολή του Πατριάρχου Ιερεμία Β΄ του Τρανού που το 1593 που με την Σύνοδο που συνεκάλεσε, αποφασίσθηκε να μεριμνήσουν οι κατά τόπους επίσκοποι να ιδρυθούν σχολεία και έτσι σταδιακά να λειτουργεί ένας εντυπωσιακός αριθμός των σχολείων στην Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα (σχολή των Φιλανθρωπηνών), στην Αθήνα, στην Χίο, την Άρτα, στις Κυκλάδες. Στην Πατριαρχική Σχολή δίδαξαν σοφοί Δάσκαλοι, όπως ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, που σπουδαγμένος στην Δύση φέρνει στην Ανατολή τον ευρωπαϊκό τρόπο διδασκαλίας, καλεσμένος από τον ιεροεθνομάρτυρα Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι. Μαθητές του Κορυδαλλέως υπήρξαν σημαίνουσες προσωπικότητες της ελληνικής λογιοσύνης του 17ου αι. (Ιω. Καρυοφύλλης, Μελέτιος Συρίγος, Παΐσιος Μεταξάς κ.ά.) ανάμεσα στις οποίες διακρίνουμε τον Ευγένιο Γιαννούλη, που αποτραβήχτηκε στα ανήλια Άγραφα και ίδρυσε σχολή από την οποία αποφοίτησαν άξιοι μαθητές του, όπως ο Αναστάσιος Γόρδιος.
Στα τέλη του 16ου αι πατριάρχευσε επί μακρόν ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός (1572 – 1595 με διαλείμματα) που είδαμε λίγο παραπάνω, ο οποίος ανέπτυξε σοβαρό δογματικό διάλογο με ους πρωτοεμφανιζόμενος τότε Προτεστάντες του Λουθήρου και οι περίφημες σοφές «αποκρίσεις» του σ’ αυτούς αποτελούν τα συμβολικά μνημεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο διάλογος αυτός είχε την σημασία του, γιατί ήταν ο πρώτος χριστιανικός διάλογος εν μέσω Τουρκοκρατίας.
Ο 18ος αι. σημαδεύεται με τον συνεχή αγώνα των Ορθοδόξων έναντι της ΡΚαθολικής Προπαγάνδας που είχε διεισδύσει στην Ελληνική Ανατολή από τον προηγούμενο αιώνα, αλλά και από το γενναίο κίνημα των Κολλυβάδων με το Άγιον Όρος να παραμένει η κύρια εστία της Ορθοδοξίας που λαμβάνει μία νέα πνευματική διάσταση με την ίδρυση της Αθωνιάδας. Η Εκκλησία εξακολουθεί να αποτελεί το στήριγμα του δούλου Γένους, μια επικοινωνία που την ενισχύει το εθνικό και πατριωτικό κήρυγμα επιφανών κληρικών, αλλά και απλών διδάχων μες στους ταπεινούς ναούς υπό το φως της λυχνοκαΐας. Τα κηρύγματα του Φραγκίσκου Σκούφου, του Ηλία Μηνιάτη, του Νικηφόρου Θεοτόκη και άλλων στόχευαν στην εμψύχωση του παραπικραμένου λαού με τον θείο λόγο, αλλά και με την ελπίδα για την μελλούμενη ελευθερία. Μπορεί να φαντασθεί κανείς το φλογερό κήρυγμα των λαϊκών διδάχων και την επίδραση που ασκούσαν στις βασανισμένες ψυχές των πιστών. Ένα από αυτούς ήταν ο Νεκτάριος Τέρπος, ο ταπεινός μοναχός της μονής Αρδενίτσας, που με το κήρυγμα ανέστειλε τις εξωμοσίες στα χωριά της Ηπείρου. Οι μονές εξακολούθησαν να αποτελούν τα μικρά σχολεία, όπου η εισαγωγή στα γράμματα γινόταν με το Ψαλτήρι, την Οκτάηχο, τις Πράξεις και Επιστολές των Αποστόλων, το Τριώδιο και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία, όπως ήταν η Αμαρτωλών Σωτηρία του Αγαπίου Λάνδου, οι Νέοι Παράδεισοι κ.ά. Ήταν γραφική η εικόνα, μέσα στο ζόφος της δουλείας, με τα παιδάκια να προσέρχωνται στον νάρθηκα της εκκλησίας με τα καλαθάκια τους που είχαν το μεσημεριανό τους. Είναι, ωσαύτως, γραφική εικόνα των Ελλήνων που προσέρχονταν στις εμποροπανηγύρεις για να αγοράσουν από τον μικροέμπορο ποικίλων ειδών εκκλησιαστικά και άλλα ψυχωφελή λαϊκά αναγνώσματα. Πολλά μάλιστα από τα βιβλία αυτά που έθρεψαν πνευματικά γενεές Ελλήνων σώζονται σήμερα σε βιβλιοθήκες, ως οικογενειακά κειμήλια, και σε στασίδια ψαλτών σε ταπεινούς ναούς της ελληνικής υπαίθρου. Επιφανείς λόγιοι της Τουρκοκρατίας εξακολούθησαν να αναδεικνύονται μέσα από τους κόλπους της Εκκλησίας μερικοί μάλιστα χωρίς να διστάζουν να φέρνουν στην Ελληνική Ανατολή ιδέες της σοφής Ευρώπης (Μεθόδιος Ανθρακίτης, Γεώργ. Σουγδουρής, Ευγένιος Βούλγαρις κ.ά.).
Κορυφαία φυσιογνωμία της εποχής ο πατρο Κοσμάς ο Αιτωλός (1714 – 1779) ο φλογερός ιεροκήρυκας του σαστισμένου και πολυβασανισμένου Γένους που αρχικά διδάσκει την αγάπη, την ταπείνωση, βάλλει κατά των δεισιδαιμονιών του αμόρφωτου λαού, υπερασπίζεται την συνοχή, την αλληλεγγύη, συμβουλεύει τους άρχοντες. Αυτά κατά την πρώτη περιοδεία του που λήγει το 1767. Η δεύτερη περιοδεία του, από το 1775 – 1779, είναι περισσότερο δημιουργική : ιδρύει σχολεία, μιλεί με θέρμη για την ανάγκη εξύψωσης του πνευματικού επιπέδου του λαού, μάχεται κατά των εξωμοσιών, κηρύσσει την μελλούμενη ελευθερία, την ισότητα, καταπολεμά την αδικία και την καταπίεση, διδάσκει την επάλληλη σχέση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, αφυπνίζει την εθνική συνείδηση, ως τον θάνατό του (24 Αυγ. 1779).
Β. Η Εκκλησία είχε γενναία συμμετοχή στον Αγώνα του 1821. Κορυφαία φυσιογνωμία ο μάρτυς Γρηγόριος Ε΄, που ήταν ενήμερος της επαναστατικής κινήσεως από τον καιρό που ήταν αυτοεξόριστος στο Άγιον Όρος, όπου συζητούσε για την Φιλική Εταιρεία με τον αγωνιστή Φαρμάκη το 1818. Γνωστές ήσαν οι επαφές του με τους Φιλικούς, τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα και τον Φιλικό Ιω. Παπαρρηγόπουλο. Τις κινήσεις του γνώριζε η Πύλη και τον παρακολουθούσε, ενώ η Ρωσσική Πρεσβεία του πρότεινε πριν από την έκρηξη της Επαναστάσεως να τον φυγαδεύσει. Κατηγορήθηκε ότι αφόρισε την επανάσταση του Αλεξ. Υψηλάντη, αλλ’ αυτό το έπραξε θέλοντας να προστατεύσει τους Έλληνες, ιδίως στην ΚΠολη, από τις σφαγές τις οποίες τελικώς δεν απέφυγαν με τα όσα τραγικά ακολούθησαν με την αγγελία της Επαναστάσεως στην Πελοπόννησο. Την Κυριακή του Πάσχα του 1821 απαγχονίσθηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, που από τότε παραμένει κλειστή, μαζί με τους μητροπολίτες Εφέσου Άνθιμο, Νικομηδείας Αθανάσιο, Αγχιάλου Ευγένιο. Η θυσία του είχε μεγάλη απήχηση στον επαναστατημένο ελληνικό λαό που εμπνεύστηκε από τον θάνατό του. Τις επόμενες ημέρες μαρτύρησαν και άλλοι αρχιερείς ανάμεσά τους και ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, που βρισκόταν τότε στην ΚΠολη ως συνοδικός. Την 3 Ιουνίου 1821 απαγχονίσθηκαν ο λόγιος μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Δωρόθεος Πρώιος, ο Δέρκων, ο Μυριοφύτου, ο Γάνου και χώρας και ο Μεσημβρίας. Την 17 Απριλίου, ημέρα Κυριακή του Θωμά, απαγχονίσθηκαν στην Αδριανούπολλη ο πρώην Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ΄ με το μοναχικό του ένδυμα κατά διαταγήν του σουλτάνου, και ο μητροπολίτης Σωζοπόλεως Παΐσιος Πρικαίος, αδελφός του πρωτεργάτη του Αγώνα στην Σωζόπολη. Στις 7 Ιουλίου 1821 απαγχονίσθηκαν και αποκεφαλίσθηκαν ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός μαζί με τον Κιτίου Μελέτιο, τον Κυρηνείας Λαυρέντιο, τον Πάφου Χρύσανθου, τον ηγούμενο της μονής Κύκκου Ιωσήφ και άλλους κατώτερους κληρικούς. Οι απαγχονισμοί τους συνοδεύτηκαν από λεηλασίες και καταστροφές μονών, επισκοπικών μεγάρων. Τον Απρίλιο του 1821 απαγχονίσθηκαν στην Θεσσαλονίκη, μαζί με προκρίτους της πόλεως, ο επίσκοπος Κίτρους Μελέτιος, ο παπά Γιάννης του ναού του αγίου Μηνά, ενώ ο Φιλικός παπά Μαρκόπουλος, που συνελήφθη μεταφέροντας επαναστατικά έγγραφα, μαρτύρησε στην φυλακή του Λευκού Πύργου. Στην Μακεδονία οι ιεράρχες Άνθιμος Γρεβενών, Ιερόθεος Ιερισσού και Αγίου Όρους, Χρύσανθος, Σερρών, ο κατόπιν Οικουμενικός Πατριάρχης, Ιγνάτιος Αρδαμερίου με πλούσια συμβολή στον Αγώνα μετά την κάθοδό του στην Ν. Ελλάδα, ο Βενιαμίν Κοζάνης, ο Κωνστάντιος Μαρωνείας εκ των άμεσων συνεργατών του Εμμ. Παπά στην Επανάσταση της Χαλκιδικής, είχαν μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία. Άλλωστε η Φιλική Εταιρεία περιλάμβανε στην οργάνωσή της ιερείς, ποιμένες και αρχιποιμένες. Και είναι γνωστή η πληθωρική συμμετοχή σ’ όλον τον Αγώνα του Παλαιών Πατρών Γερμανού, του Μονεμβασίας Χρυσάνθου, της Χριστιανουπόλεως Γερμανού, του Παπαφλέσσα με την θυσία του στο Μανιάκι και τον ρόλο του στην όλη δράση της Φιλικής Εταιρείας με τον υπασπιστή του τον θρυλικό σημαιοφόρο του παπά Τούρτα. Την Επανάσταση στο Πήλιο οργάνωσε κατά κύριο λόγο ο αρχιμανδρίτης και λόγιος Άνθιμος Γαζής συνεπικουρούμενος από τον συνάδελφό του Γρηγόριο Κωνσταντά. Την περίοδο 1822 – 1825 διακρίθηκαν κατά ένα ή τον άλλο τρόπο ο επίσκοπος Άρτης Πορφύριος, συνεργάτης του Κολοκοτρώνη, ο πρωτοστάτης στην επανάσταση στην Εύβοια και την Κάρυστο Νεόφυτος και ο επίσκοπος Ευρίπου Γρηγόριος Αργυροκαστρίτης, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος. Από τους περισσότερον γνωστούς της περιόδου αυτής ήταν ο επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ, υπουργός της Θρησκείας, ενώ καίριος ρόλος στην συμφιλίωση των αντιμαχομένων του εμφυλίου πολέμου ήταν αυτός των μητροπολιτών Τριπόλεως Δανιήλ και του Κορίνθου Κυρίλλου. Και στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν οι λόγιοι κληρικοί Θεόκλητος Φαρμακίδης, Θεόφιλος Καΐρης, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Άνθιμος Γαζής.

Συμπλήρωμα Α. Για τους κοτζαμπάσηδες. Πρόκειται για κοινωνικό, περισσότερο φαινόμενο που απαντάται κυρίως στην Πελοπόννησο, όπου μεγαλοκτηματίες, πιθανότατα απόγονοι γαιοκτημόνων του μεσαίωνα, κατείχαν μεγάλα κτήματα και πλούτο με τον οποίο επιβάλλονταν στους χωρικούς, ασκώντας σ’ αυτούς ποικίλες πιέσεις και δημιουργώντας με αυτούς την σχέση πάτρωνα και προστατευομένου (πελάτη). Η σχέση αυτή και η δύναμή τους, που δέχονταν ακόμη και οι Τούρκοι, τους έδινε το δικαίωμα να διαχειρίζονται ανεξέλεγκτα τις κοινότητες των Ελλήνων. Έτσι σε κάθε κοινότητα, σε κάθε τόπο υπήρχαν αυτοί οι κοτζαμπάσηδες που πολλές φορές φιλονικούσαν μεταξύ τους για τα πρωτεία, φθάνοντας μέχρι και σε αιματηρά επεισόδια, και ήσαν αυτοί αίτιοι φανατισμών, δημιουργίας κομματικών φατριών που ταλαιπώρησαν την ελληνική κοινωνία επί δεκαετίες. Είναι τα γνωστά «τζάκια». Κατά την Επανάσταση βοήθησαν όσο μπορούσαν ερχόμενοι σε συνεχείς προστριβές με τους οπλαρχηγούς. Δεν μπορούσαν, άλλωστε, να πράξουν διαφορετικά βλέποντας την εθνική βούληση και ορμή για ελευθερία. Ο αγωνιστής, και υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, Φωτάκος γράφει επιγραμματικά : «Οι κοτζαμπάσηδες ή προύχοντες δεν ήταν λαοπρόβλητοι … αλλά ένα σώμα ενωμένον διά του μεταξύ των συμφέροντος … Ούτοι ενήργουν ως υπηρέται των ορέξεων των Τούρκων, και το επάγγελμα αυτό ήτο ο πόρος της ανταλλαγής των από τα βάρη και τας φορολογίας …».

Συμπλήρωμα Β. Η άλωση της Τριπολιτζάς στις 26 Σεπτ. 1821 αποτελεί σταθμό στην επιτυχή εξέλιξη του Αγώνα, μολονότι, ομολογουμένως, αποτελεί μία μελανή σελίδα της νεοελληνικής ιστορίας, από τη γενική σφαγή σε βάρος των Τούρκων που ακολούθησε ευθύς μετά την κατάληψή της από τους Έλληνες. Μόνη δικαιολογία μπορεί να προβληθεί η μακραίωνη πολεμική παράδοση της Ανατολής με τέτοιου είδους απάνθρωπες συμπεριφορές, το αίσθημα της εκδικήσεως των σκλάβων απέναντι στους κατακτητές τους που είχαν φερθεί άδικα, είχαν σκοτώσει, είχαν ατιμάσει δικούς τους ανθρώπους. Ήταν μία ανταπόδοση που είχε φωλιάσει στις ψυχές των σκλάβων τετρακόσια ολόκληρα χρόνια, ένα δικαιολογημένο μίσος και μια απελπισία που εκφράσθηκαν με αμείλικτη σκληρότητα. Στο σημείο αυτό της απανθρωπιάς είχε καταντήσει τους σκλάβους η μακραίωνη σκλαβιά. Θα μπορούσαν να αποφευχθύν, ωστόσο, όλα αυτά αν ήταν παρών στην πολιορκία ο Δημ. Υψηλάντης, που ερχόμενος στην Τριπολιτσά μετά 3 ημέρες από την Άλωσή της διέταξε τους στρατιώτες να συμπεριφέρωνται ανθρώπινα στους Τούρκους αιχμαλώτους, γιατί έλεγε «ο πόλεμος ημών δεν γίνεται κατά των Οθωμανών, αλλά κατά της τυραννίας, και προσέθετε ότι όσα καταστρέφουν οι Έλληνες δεν είναι των Τούρκων, αλλ’ ελληνικά γιατί από τα χέρια των Ελλήνων διάτης βίας πήραν».
Η Άλωση της Τριπολιτσάς έδωσε την αφορμή να κατηγορηθούν για διαρπαγές ο Κολοκοτρώνης, η Μπουμπουλίνα, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και άλλοι, με εξαίρεση τον Νικήτα Σταματελόπουλο (Νικηταρά). Ίσως είναι αλήθεια, αλλ’ οι όποιες κατηγορίες προέρχονται από φήμες που καταγράφηκαν από ξένους (Raybaud, Striebeck). Πάντως, τα λάφυρα και ο πλούτος που έπεσαν στα χέρια των αγωνιστών όπλισαν τους Πελοποννήσιους αγωνιστές που ως τότε πολεμούσαν με δρεπάνια, αξίνες, σουγιάδες, αλλά και με αυτοπεποίθηση για την συνέχιση του Αγώνα, μαζί με την απόφασή τους να τον επεκτείνουν και εκτός Πελοποννήσου. Τα αρνητικά από την Άλωση ήταν, πλην της σκληρής συμπεριφοράς των Ελλήνων στους αμάχους, ότι στερήθηκε το δημόσιο ταμείο από ικανούς πόρους, η απογοήτευση των Φιλελλήνων από την συμπεριφορά τους αυτή.
Η Ελληνική Επανάσταση έχει να διδάξει μυριάδες σελίδες της θυσίας του ελληνικού λαού και όχι μυθεύματα, εικασίες, παραπληροφορήσεις που κακό κάμουν στον ταλαιπωρημένο, και από την σημερινή συγκυρία, λαό μας.

Συμπλήρωμα Γ. Η Αγία Λαύρα δεν έχει τίποτε να δείξει σήμερα στον επισκέπτη – προσκυνητή όπως πολλοί αγιασμένοι τόποι. Είχαν προηγηθεί πολλά γεγονότα από τις 14 Μαρτίου όταν ο παλιός κλέφτης Ν. Χριστοδούλου έριξε την πρώτη ντουφεκιά του Αγώνα, η επανάσταση στα Καλάβρυτα την 21 Μαρτίου, που είναι η πρώτη επαναστατημένη περιοχή, τα δραματικά γεγονότα στην Πάτρα, ώσπου στις 23 Μαρτίου 1821 οι πρόκριτοι που είχαν συγκεντρωθεί στην Αγία Λαύρα, μαζί με οπλαρχηγούς, ύψωσαν με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό την σημαία της Επαναστάσεως με το γνωστό «Ελευθερία ή Θάνατος». Ως εθνική εορτή καθιερώθηκε η 25η Μαρτίου καθώς συμπίπτει με την θρησκευτική γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.

ΑΘ. Ε. ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ, Καθηγητής του Α.Π.Θ.Α.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου