04 Μαρτίου 2011

Νίκος Γούναρης



Αθήνα, Τετάρτη 5 Μαΐου 1965, ώρα 5:30 το απόγευμα. Ένας ακόμα κορυφαίος του ελληνικού τραγουδιού, ο Νίκος Γούναρης, αφήνει την τελευταία του πνοή στα πενήντα του χρόνια, χτυπημένος από την επάρατο.

Ο θάνατός του -αναμενόμενος από το ευρύ κοινό που είχε πληροφορηθεί από τα λαϊκά περιοδικά αλλά και την περιρρέουσα φημολογία τη βαριά κατάσταση της υγείας του- δεν δείχνει να αιφνιδιάζει κανέναν, και η θλιβερή είδηση περνά στα ψιλά των περισσότερων αθηναϊκών εφημερίδων, που εκείνες τις ημέρες κυριαρχούνταν από τα ρεπορτάζ για την αιματηρή εισβολή των Αμερικανών στον Άγιο Δομίνικο. Λιτό και το αγγελτήριο της κηδείας του καλλιτέχνη στη Μητρόπολη Αθηνών, που υπογραφόταν από την αγαπημένη σύντροφο -αλλά και μούσα- της ζωής του Βαλεντίνη, τη μητέρα του Όλγα, τα παιδιά του και τον συνονόματο εγγονό.
Εκείνες τις στιγμές -τις δύσκολες στιγμές του αποχωρισμού- η σκέψη πολλών ίσως να πέταξε μελαγχολικά στη θρυλούμενη ρήση του Βασίλη Τσιτσάνη «Όσο υπάρχει Γούναρης δεν μπορεί το λαϊκό να σηκώσει κεφάλι». Ήταν μια παρεξηγημένη φράση που δεν εξέφραζε κάποια διάθεση επίκρισης για την όλη καλλιτεχνική οντότητα και προσφορά του Νίκου Γούναρη, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Πιο απλά, τα λόγια εκείνα του Τσιτσάνη -αν ειπώθηκαν ακριβώς έτσι- αποτελούσαν την πλέον πανηγυρική αναγνώριση της αξίας του αντιπάλου, ενός αντιπάλου που μπορούσε, έστω και μόνος πια, να κρατά ψηλά στις προτιμήσεις του κοινού τόσο στο λεγόμενο ελαφρό τραγούδι (ανόητος όρος που δυστυχώς επικράτησε για το δυτικόπνευστο ελληνικό τραγούδι), όσο και τις συγγενείς αρχοντορεμπέτικες και λαϊκόστροφες εκδοχές του.
Σήμερα, κάπου μισό αιώνα μετά, γνωρίζουμε ότι η αμφιλεγόμενη εκείνη φράση του Βασίλη Τσιτσάνη δεν ευσταθούσε, ή τουλάχιστον δεν ευσταθούσε απόλυτα. Το λαϊκό τραγούδι -αυτό που εμείς σήμερα εννοούμε μονοσήμαντα λαϊκό τραγούδι- είχε «σηκώσει κεφάλι» πολύ πριν τον θάνατο του Γούναρη, και τον είχε αφήσει πίσω. Αυτό το επιβεβαιώνουν όχι μόνον η δισκογραφία αλλά και οι άμεσες μνήμες των επιζώντων, που -από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50- καταγράφουν την πλήρη κυριαρχία του εξ ανατολών ορμώμενου λαϊκού ήχου, ο οποίος άλλοτε πατούσε στην καταδιωκόμενη από τους πάντες ρεμπέτικη παράδοση, άλλοτε στο δημοτικό τραγούδι, άλλοτε σε δάνειες μελωδίες αντιγραμμένες από τους ραδιοσταθμούς της γειτονικής Τουρκίας, της Μέσης Ανατολής και των μακρινών Ινδιών, κι άλλοτε στη γόνιμη παρέμβαση του μεγάλου Μάνου Χατζιδάκι και του επίσης μεγάλου Μίκη Θεοδωράκη, καθώς και των άξιων επιγόνων τους.
Από την εποχή αυτή υποχωρεί οτιδήποτε το «παλαιό» στις μουσικές προτιμήσεις των λαϊκών τάξεων, και μαζί και τα τραγούδια του Γούναρη, που αργά αλλά σταθερά «μετακομίζουν» -μαζί με εκείνα του ήδη μακαρίτη Μιχάλη Σουγιούλ και άλλων άξιων συνθετών, στιχουργών και ερμηνευτών του σχετικά πρόσφατου «ελαφρού» παρελθόντος- στην άχαρη κατηγορία που πολιτογραφήθηκε με την ονομασία ρετρό. Η διαφορά -η ευτυχής διαφορά- ως προς τον Γούναρη είναι ότι η «μετακόμιση» αυτή συντελέστηκε με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς, μάλλον αδιόρατους για όσους ήταν τότε ήδη σαραντάρηδες ή πενηντάρηδες και θεωρούσαν αδιανόητη την απόσπαση τραγουδιών σαν τα Άρχισαν τα όργανα, Η Σουσουράδα, Μια κότα στρουμπουλή, Πάμε στα μπουζούκια, Σε είδα να κλαδεύεις, Για τις γυναίκες ζούμε, Σκαλί, καλέ μου, σκαλί κ.ά. από τα λαϊκά τους γλέντια. Αντίθετα, οι νεότεροι -στους οποίους ανήκει και ο γράφων- σνόμπαραν επιδεικτικά στις αρχές των σίξτις οτιδήποτε παρέπεμπε στο «ελαφρό» μουσικό παρελθόν (ακόμα και αυτό που εξέφραζε ο Νίκος Γούναρης) και αναζητούσαν κάτι σαν καταφύγιο στην πραγματική ή νομιζόμενη αυθεντία τού συνοδεία μπουζουκιού λαϊκού ήχου, στους μουσικούς πειραματισμούς που οδηγούσαν στο «Νέο Κύμα», στις μπουάτ και στις ροκ και ποπ εισαγόμενες διεθνείς επιτυχίες. Λίγα χρόνια μετά -στο δεύτερο πια μισό της δεκαετίας του 1960- ο ήδη μακαρίτης Γούναρης θα περάσει διακριτικά στο νοσταλγικό παρελθόν, αφήνοντας πλήρως ελεύθερο το πεδίο τόσο στο αναγεννημένο αυθεντικό ρεμπέτικο (που επέστρεφε δυναμικά στο προσκήνιο μετά από δεκαετίες καθεστωτικών αλλά και… αντικαθεστωτικών καταδιώξεων) όσο και στα ποικίλα ακούσματα του λεγόμενου έντεχνου λαϊκού τραγουδιού - πολλές εκδοχές του οποίου ήταν εξαίρετες και κάποιες άλλες επιεικώς για τα μπάζα.
Η νέα αυτή εποχή -από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι και τις ημέρες μας- υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή για τους επιζώντες ή μη εκπροσώπους του παλιού καλού ελαφρού μας τραγουδιού, που περιφρονήθηκαν και ρίχτηκαν συλλήβδην στον Καιάδα της λήθης ή και λοιδορήθηκαν άγρια ως περίπου πολιτισμικά συνυπεύθυνοι για όλα τα έως τότε δεινά της δημόσιας και της κοινωνικής ζωής. Ο γενικός αυτός αφορισμός, που εξαπολύθηκε ανοήτως και αναιδώς «επί δικαίους και αδίκους» (μην εξαιρουμένων ακόμα και ανθρώπων εγνωσμένης στάσης ζωής όπως ο Αττίκ, η Δανάη Στρατηγοπούλου και φυσικά ο Νίκος Γούναρης), συχνά στοιχειοθετήθηκε με μια γνωστή σε όλους μομφή: ότι, δηλαδή, θεμέλιο στοιχείο του ελαφρού μας τραγουδιού ήταν το «σ’ αγαπώ - μ’ αγαπάς» και όχι η ουσία των τόσων και τόσων μεγάλων προβλημάτων της ζωής και της κοινωνίας. Επρόκειτο για μια μομφή που ίσως σε κάποιο άλλο άρθρο θα μπορούσαμε να την καταδείξουμε ως τουλάχιστον αφελή και άδικη. Εδώ, το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι το καλό ερωτικό τραγούδι είναι βαθύτατα πολιτικό - κι αλλοίμονο σε όσους εναποθέτουν τη ζωή και τα όνειρά τους σε ανέραστους σωτήρες…
Στο σημείο αυτό θα σημειώναμε ότι ο Νίκος Γούναρης αντιμετωπίστηκε με περισσότερο σεβασμό -συγκρινόμενος με πολλούς και άξιους «ελαφρούς» ομοτέχνους του- την εποχή που το λαϊκό τραγούδι θριάμβευε ολοκληρωτικά στις προτιμήσεις του κοινού και «ισοπέδωνε» κάθε αντίθετο μουσικό ρεύμα. Κι αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας διάχυτης αίσθησης ότι τα τραγούδια του -έστω και παλαιάς κοπής- ακουμπούσαν πάντοτε στο λαϊκό αισθητήριο και δεν είχαν «τελειώσει». Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ο ίδιος απολάμβανε πάντοτε την αγάπη και εκτίμηση σημαντικών εκπροσώπων της «άλλης πλευράς» -αυτής του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού- που τον εμπιστεύονταν, γλεντούσαν συχνά μαζί του και τον «νομιμοποιούσαν» με κάθε τρόπο ως δικό τους άνθρωπο. Είναι γνωστή, π.χ., η βαθιά εκτίμηση και ο σεβασμός που έτρεφε γι’ αυτόν ο Στέλιος Καζαντζίδης (δεν έχανε ευκαιρία να εξυμνήσει τον ίδιο και τα τραγούδια του), όσο και η αγάπη του Γιάννη Παπαϊωάννου, που γράφει στο βιβλίο του «Ντόμπρα και σταράτα»:
«Από αυτούς του ευρωπαϊκού, μόνο ΕΝΑΣ είναι σωστός. Ο Γούναρης. Αυτό το παιδί είναι δικός μας. Από το ρεμπέτικο ξεκίνησε, μας εκτιμά και τον εκτιμάμε»!
Και η πιο πάνω αναφορά αποκτά ιδιαίτερη αξία αν μπει δίπλα-δίπλα σ’ εκείνην του Μίμη Τραϊφόρου -επιφανούς εκπροσώπου της σχολής του ελαφρού τραγουδιού- ο οποίος έγραφε το 1982 στο οπισθόφυλλο του δίσκου Σοφία Βέμπο - Νίκος Γούναρης. Δυο Μεγάλες Αξέχαστες Φωνές:
«Δεν ξέρω τι πιστεύετε εσείς οι σημερινοί για τη Βέμπο και τον Γούναρη, μα εμείς οι… χτεσινοί ή μάλλον οι… προχτεσινοί, τους θεωρούμε σαν τα δύο και μοναδικά ιερά τέρατα του ελαφρού τραγουδιού!.. Εμείς οι παληοί, όταν λέμε ελληνικό τραγούδι το απλώνουμε και το περιορίζουμε στη Βέμπο και στον Γούναρη. Όχι γιατί η εποχή μας δεν έδωσε κι άλλες φωνές άξιες κι ενδιαφέρουσες, μα γιατί η Βέμπο κι ο Γούναρης δέχτηκαν τη σφραγίδα της θείας δωρεάς και σφράγισαν με το τραγούδι τους μια ολόκληρη εποχή σπάνιου τραγουδιού (…)».

Ποιος, όμως, ήταν αλήθεια ο Νίκος Γούναρης, και τι είναι αυτό που τον έκανε αποδεκτό από όλους; Τι είναι αυτό που διέσωσε τον μύθο του μέσα στον χρόνο και τον εκτόξευσε μέχρι και τις ημέρες μας; Κι ακόμα, τι είναι αυτό που ωθεί σήμερα -εποχή των τόσο διαφορετικών ακουσμάτων- τόσο πολλούς νέους ανθρώπους να αναζητούν τα τραγούδια του σε παλαιοπωλεία και στους μαγικούς διαδρόμους του youtube; Ειλικρινά δεν ξέρω αν πρόκειται για μια ακόμα μεταμοντέρνα «φαγούρα» ή για κάτι πιο βαθύ, που έχει σχέση με το ότι ο Γούναρης κέρδισε επάξια την αναγνώριση πως ήταν αυθεντικός, πως δεν υπήρξε ποτέ ένας ακόμα «δήθεν» της τέχνης του - κάτι διαφορετικό από αυτό που έδειχνε σε όλους. Κι αυτό που έδειχνε ήταν ο καλόκαρδος χαρακτήρας, τα μοναδικά φωνητικά του προσόντα, οι μεγάλες σκηνικές του ικανότητες και η ανεξάντλητη ικανότητά του να γράφει ή να ερμηνεύει όμορφα τραγούδια, που προκαλούσαν το λαρύγγι να τα τραγουδήσει.
Γράφει σχετικά ο Κώστας Μυλωνάς στο έργο του «Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού» (τόμος 1, σελ. 241 και επ.):
«Ο Γούναρης είχε το χάρισμα να “κατεβάζει” από το πάλκο το τραγούδι του• ο τρόπος που ερμήνευε είχε αντίκρισμα στις μεγάλες μάζες, είχε αμεσότητα και αλήθεια. Δεν τραγουδούσε μόνο με το στόμα του αλλά και με την ψυχή του, εγκαινιάζοντας μια καινούργια άποψη επικοινωνίας με το κοινό που τότε ακόμα έβλεπε τον τραγουδιστή σαν έναν ηθοποιό που ζει τον ρόλο του και πάσχει μαζί του. Δεν ήταν, όμως, ο στημένος θεατρίνος που με ψεύτικες υπερβολές προσπαθεί να κερδίσει τη συγκατάθεση και την αποδοχή, αλλά ο λυμένος καλλιτέχνης που έχει ταυτιστεί με το αντικείμενό της δουλειάς του, την οποία γνωρίζει πολύ καλά και είναι γεννημένος γι’ αυτήν. Είχε καταπληκτικές φωνητικές ευκολίες, λιτότητα στην έκφραση και θαυμάσια τεχνική, αλλά κυρίως ένα μοναδικό ταλέντο να μηδενίζει την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτόν και στο ακροατήριό του (…)».
Και συμπληρώνει -στα 1985- ο ανώνυμος σχολιογράφος, στο οπισθόφυλλου του δίσκου Χρυσή Εποχή – Νίκος Γούναρης:
«Η χαρακτηριστική μελωδική φωνή του, ζεστή, βελούδινη αλλά συγχρόνως τόσο αρρενωπή, δίκαια επέβαλε τον Ν. Γούναρη σαν ένα κορυφαίο ερμηνευτή σ’ αυτό που ονομάσαμε ελαφρό τραγούδι (…) Είναι ένα σύμβολο της εποχής του και κάθε νεώτερη γενιά “ανακαλύπτει” και αναγνωρίζει τον μελωδικό αυτόν τροβαδούρο της Αθήνας (…)».

Στo πλαίσιο ενός μικρού άρθρου σαν κι αυτό δεν μπορεί να γίνει μια σε βάθος θεώρηση για τη ζωή και το έργο του Νίκου Γούναρη - κάτι τέτοιο απαιτεί μακροχρόνιες έρευνες και πολύ-πολύ μελάνι και χαρτί. Αυτό, όμως, που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι όλη η διαδρομή της ζωής του, από τότε που είδε το φως -στα 1915- μέχρι τις ύστατες στιγμές της επιθανάτιας αγωνίας του, υπήρξε καθαρή και συνεπής. Νέος ακόμα και αυτοδίδακτος, αναζήτησε την τύχη του στο ευρωπαϊκό τραγούδι της δεκαετίας του 1930 και μέχρι τον πόλεμο, άλλοτε μόνος και άλλοτε σε συνεργασία με άλλους σημαντικούς ομοτέχνους (στη σύνθεση, στον στίχο και στην ερμηνεία), πέτυχε να χτίσει ένα αξιοπρόσεκτο όνομα στον χώρο του. Κατά την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου αναφέρεται ότι τραγούδησε πρώτος -πριν τη Σοφία Βέμπο- το περίφημο «Κορόιδο Μουσολίνι» (σε στίχους Γιώργου Οικονομίδη), ενώ στα χρόνια της Κατοχής συνέχισε να μετέχει δραστήρια στα καλλιτεχνικά δρώμενα και παράλληλα να παίρνει μέρος και στον κοινό αγώνα του έθνους κατά των ξένων κατακτητών, διακινδυνεύοντας συχνά τη ζωή του. Την εποχή ακριβώς αυτήν της άγριας τρομοκρατίας συνθέτει και το πατριωτικό τραγούδι του «Χαϊδάρι» (σε στίχους Κώστα Κοφινιώτη), που δυστυχώς «θάφτηκε» από τις μεταπολεμικές πολιτικές σκοπιμότητες και δεν έγινε ποτέ ιδιαίτερα γνωστό. Και ίσως γι’ αυτό πρέπει να ξαναθυμίσουμε τους στίχους εκείνου του λησμονημένου τραγουδιού:
Όπως στην άλλη τη ζωή / όταν θα πας ένα πρωί
στην κόλαση σε στείλουνε / αν δε σου δώσουν χάρη
έτσι στη μαύρη τη σκλαβιά / παίρνουν του κόσμου τα παιδιά
οι άτιμοι οι Γερμανοί / τα στέλνουν στο Χαϊδάρι.

Περνούσανε μαρτυρικά / μέναν ’κεί μέσα νηστικά
λες κι εγκληματούσανε / λες κ’ είχαν κάνει κάτι
ερήμωσαν συνοικισμούς / με μπλόκους κι εξευτελισμούς
τον Βύρωνα, την Κοκκινιά / Καισαριανή, Παγκράτι.

Και κάθε μέρα αποκεί / την κολασμένη φυλακή
παίρνουν παιδιά αμούστακα / για να τα τουφεκίσουν
χωρίς τη μάνα τους να δουν / μόν’ τ’ άκουγαν να τραγουδούν
γιατ’ ήξεραν τ’ αδέρφια τους / ελεύθερα θα ζήσουν.

Τα χτύπαγαν με απονιά / του Χαϊδαριού κάθε γωνιά
κρύβει βασανιστήρια / που ο νους σου δεν τα βάζει
άλλα ν’ ακούς κι άλλα να λες / κι όμως, μανούλα μου, μην κλαις
απ’ της σκλαβιάς τα σίδερα / η λευτεριά χαράζει.


Μετά τον πόλεμο το άστρο του Νίκου Γούναρη αναδύεται κατακόρυφα στο ελληνικό μουσικό στερέωμα και από το 1947 -οπότε και πρωτοταξιδεύει στις ΗΠΑ- η φωνή του κατακτά και τον ελληνισμό της διασποράς. Έκτοτε, και για αρκετά χρόνια, κυριαρχεί απόλυτα στις προτιμήσεις του κοινού, άλλοτε ως συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής, άλλοτε ως συνθέτης και ερμηνευτής, και άλλοτε απλώς ως ερμηνευτής. Από τα πολλά τραγούδια που συνδέθηκαν τότε -υπό την οποιαδήποτε ιδιότητα- με το όνομά του αναφέρουμε ενδεικτικά τους τίτλους Για τις γυναίκες ζούμε όλοι, Γύρνα πάλι αγάπη μου, Ποιος σε πήρε και μου ’φυγες, Αυτός ο άλλος, Πού να ’σαι τώρα αγαπημένη, Ένα βράδυ που ’βρεχε, Το γιασεμί, Μη σε τρομάζουν τα γκρίζα μου μαλλιά, Μπαμ και κάτω, Λένε πως είναι οι γυναίκες πονηρές, Όμορφη Αθήνα, Μια κότα στρουμπουλή, Ο κόσμος άλλαξε, Πάμε στα μπουζούκια, Πλαφ και πλουφ, Γλυκά μου μάτια, Εσύ με κάνεις και γράφω τραγούδια, Όταν γελάς, Σουσουράδα, Σκαλί καλέ μου σκαλί και Σε είδα να κλαδεύεις.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που καθιέρωσε τον Νίκο Γούναρη ως πρωταγωνιστή υπήρξε η ικανότητά του να παράγει συναίσθημα, να μετατρέπει, με την κιθάρα, τη θεία φωνή και το χαμόγελό του το κάθε του τραγούδι σε αφορμή για γλέντι ή -ακόμα- για ένα διακριτικό δάκρυ στην άκρη του ματιού. Ίσως αξίζει να δανειστούμε εδώ λίγες γραμμές από το οπισθόφυλλο του δίσκου Nico Gunaris & Trio Belcanto, που κυκλοφόρησε πριν από αρκετά χρόνια στη Νέα Υόρκη. Γράφει σχετικά ο ομογενής Μιχάλης Μάνος:
«Πολυτάλαντος, αλήθεια, καλλιτέχνης προικίστηκε από τις μούσες ο Νίκος Γούναρης: ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ με καθάριο φωνητικό μέταλλο, που ζη ο ίδιος έντονα τον στίχο, το μέλος και τους συναισθηματικούς των κραδασμούς. ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ με λεπτότατο και πηγαίο λυρισμό, που γίνεται δέκτης και ερμηνευτής μαζί των αισθημάτων και των αιτημάτων του λαού μας. ΚΙΘΑΡΙΣΤΗΣ δεινός και συναρπαστικός, που εναρμονίζει θαυμάσια τον ήχο των χορδών με της φωνής του τις απαλές εναλλαγές. ΠΥΡΟΔΟΤΗΣ ΤΟΥ ΓΛΕΝΤΙΟΥ στάθηκε σε όλη την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία ο Νίκος Γούναρης, με το τραγούδι και την κιθάρα του (…)».

Κλείνοντας, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και σ’ εκείνον τον πιπεράτο μύθο για την ιδιωτική ζωή του Νίκου Γούναρη, που έγινε απολύτως πιστευτός και συγκίνησε βαθιά όλον τον κόσμο - και ιδίως κάθε «κερασφόρο» σύζυγο. Αναφερόμαστε, βεβαίως, στην παντελώς ανυπόστατη διάδοση σύμφωνα με την οποία είχε δήθεν εγκαταλειφθεί άκαρδα από την αγαπημένη του, για χάρη κάποιου άλλου. Σ’ αυτήν, λοιπόν, την «άκαρδη» -σύμφωνα με τα διαδιδόμενα- αναφέρονταν τα πιο απελπισμένα αλλά και εμπορικότατα ερωτικά του τραγούδια (όπως π.χ. τα Γύρνα πάλι αγάπη μου, Ποιος σε πήρε και μου ’φυγες, Πού να ’σαι τώρα αγαπημένη, Ένα βράδυ που ’βρεχε), αλλά και το εξόχως κακεντρεχές Αυτός ο άλλος, με δική του μουσική σε στίχους κατά παραγγελίαν στον Κώστα Κοφηνιώτη, το οποίο σχεδόν αναγκάστηκε να ερμηνεύσει ώστε ν’ αποφορτίσει, να ελαφρύνει το «κλίμα», σε μια προσπάθεια να απαλλαγεί κατά το δυνατόν από τα συναισθήματα «συμπαράστασης» που τον κατέκλυζαν! Ωστόσο, εκείνο το παραμύθι εξακολουθεί ακόμα -μετά από τόσες δεκαετίες- να γίνεται πιστευτό από πολλούς λάτρεις του μεγάλου καλλιτέχνη. Πλάκα δεν έχει;




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου