Οσοι καταλαβαίνουν ασυμβίβαστη τη διαφορά της Εκκλησίας από τη θρησκεία (κατανόηση που όριζε κάποτε την πολιτισμική ιδιαιτερότητα του Ελληνα), βλέπουν στο πρόσωπο της Παναγιάς τη «Θεοτόκο»: τη γυναίκα που έδωσε σάρκα στην ελευθερία του Θεού από την ίδια τη θεότητά του, ελευθερία μανικού έρωτα για το πλάσμα του – να υπάρξει άνθρωπος ο Θεός χωρίς να καταλύεται το «όλως έτερον» της θεότητας. «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι», ψέλνει η Εκκλησία γι’ αυτή τη γέννα του Θεού από άνθρωπο, πρώτη και μοναδική στην Ιστορία ταύτιση της ελευθερίας με την Αιτιώδη Αρχή του υπαρκτικού γεγονότος.
Οσοι δεν καταλαβαίνουν τη διαφορά της Εκκλησίας από τη θρησκεία, την αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού γεγονότος όταν θρησκειοποιείται (αλλοτρίωση που όρισε την πολιτισμική ιδιαιτερότητα της μεταρωμαϊκής Δύσης), βλέπουν στο πρόσωπο της Παναγιάς κυρίως την «Παρθένο» (the Virgin, la Vierge). Θέλουν να ξορκίσουν τον πρωτόγονο ενοχικό φόβο για τη σεξουαλικότητα. Φόβο που ακόμα φυλακίζει τη γυναίκα στην «μπούργκα», να κρυφοβλέπει τον κόσμο αόρατη ως φύλο, τον ίδιο φόβο που στα θρησκευτικά περιβάλλοντα θέλει να κρύψει, να εξαφανίσει τη γυναικεία χάρη, ιδιαίτερα τα μαλλιά (γιατί άραγε τα μαλλιά;), ακόμα και να τα ξυρίσει, όπως οι φανατικοί Εβραίοι στις γυναίκες τους. Την ιεροποίηση της βιολογικής παρθενίας, περίπου λατρεία, τη γεννάει η φυσική θρησκεία, το τυφλό ένστικτο θωράκισης του εγώ απέναντι στον φόβο για το άγνωστο υπερβατικό.
Την Εκκλησία τη γεννάει μια κλήση (το λέει η λέξη) για μετοχή σε σχέσεις κοινωνίας, συνύπαρξης. «Κλήση» και «σχέση» είναι περίπου ο ορισμός της ελευθερίας. Αλλά την ελευθερία οι άνθρωποι σπάνια μέσα στην Ιστορία την άντεξαν ως αρχή κοινού τρόπου του βίου – είναι άθλημα επίπονο, απαιτεί να ξεπεράσεις το εγώ, να ρισκάρεις τη χρησιμότητα για χάρη της αλήθειας.
Ετσι και η Εκκλησία δεν αυτο-ορίστηκε ποτέ ως συντελεσμένο κατόρθωμα, αυτο-εικονίστηκε καταγωγικά σαν χωράφι με σιτάρι μεν, αλλά και με «ζιζάνια»: Συνυπάρχει με την Εκκλησία πάντοτε, σαν σύμπτωμα ή τάση, η θρησκειοποίησή της – όπως παραμονεύει πάντα και στη μητρική αγάπη ο εγωκεντρικός αυταρχισμός ή στον έρωτα η καμουφλαρισμένη ιδιοτέλεια της ηδονής.
Οταν θρησκειοποιείται ο εκκλησιαστικός βίος αλλοτριώνεται συνολικά: Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας, το ευ-αγγέλιο, εκλαμβάνεται σαν ιδεολογία, η πίστη σαν ατομική πεποίθηση, η ηθική σαν αξιόμισθο ατομικό κατόρθωμα. Τότε παίρνει τα πάνω του και ο πρωτόγονος ενοχικός φόβος για τη σεξουαλικότητα: Η Παναγία ενδιαφέρει (και τιμάται) όχι γιατί σάρκωσε τον Ασαρκο και χώρεσε τον Αχώρητο, αλλά γιατί παρέμεινε «και μετά τόκον παρθένος». Εσωσε τη βιολογική παρθενία, που ενδιαφέρει ασύγκριτα περισσότερο από τη μητρότητα.
Στον εκκλησιαστικό μοναχισμό το Αγιονόρος λογαριάζεται «Περιβόλι της Παναγιάς», η παρθενία άλμα απόλυτης ερωτικής αυτοπροσφοράς, κορύφωμα ελευθερίας της αγάπης. Στον θρησκειοποιημένο μοναχισμό το ερωτικό άθλημα της παρθενίας αλλοτριώνεται σε νομική υποχρέωση «αγαμίας».
Η αγαμία αυτονομείται και από τον μοναστικό βίο και από την «αναχώρηση», βιώνεται χωρίς μετοχή σε κοινότητα - αδελφότητα - οικογένεια εκκλησιαστική, ή χωρίς ασκητικό ερημητισμό. Επιλέγεται η αγαμία ως προαπαιτούμενο καριέρας: στη μεν Δύση γενικά ιερατικής, στον δε Ορθοδοξισμό ειδικά επισκοπικής.
Η αγαμία καριέρας, στα καθ’ ημάς, προϋποθέτει τη σεξουαλικότητα εξ ορισμού ως μολυσματική, αφού αυτή και μόνη αποκλείει αξιωματικά και τον αγιότερο των εγγάμων πρεσβυτέρων από την επισκοπική ευθύνη. Αποδείχνει η εξαναγκαστική αγαμία των επισκόπων ότι είναι υποκριτικές φλυαρίες όλα όσα παραλλήλως κηρύσσονται για τον γάμο ως μυστήριο «εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν». Αν «μυστήριο» σημαίνει τη φανέρωση και δυναμική πραγμάτωση της Εκκλησίας (τον εικονισμό του υπαρκτικού τρόπου της Τριαδικής Θεότητας και της «κένωσης» του Χριστού), πώς είναι δυνατό το «μυστήριο» του γάμου να συμβιβάζεται μεν με το μυστήριο της ιερωσύνης του πρεσβυτέρου, όχι όμως και με αυτό του επισκόπου! Ή να αποκλείει η ιερωσύνη το μυστήριο (δεύτερου) γάμου πρεσβυτέρων που χήρεψαν!
Στα σημερινά δεδομένα της ατομοκεντρικής συλλογικότητας, η αγαμία καριέρας συνιστά ολοφάνερη πια απειλή της ψυχικής υγείας και της ηθικής ακεραιότητας.
Η μοναξιά ρημάζει τον δίχως ένταξη σε μοναστήρι άγαμο και η αναπότρεπτη υποταγή του στις τρέχουσες συνθήκες του βίου (καθημερινό συμφυρμό με το απρόσωπο πλήθος, τηλεόραση, έντυπα, βίντεο, διαδίκτυο) και τον καταιγισμό προκλήσεων αισθησιακού ηδονισμού που συνεπάγονται, οδηγούν αδήριτα στη μεγιστοποίηση των ενδεχομένων ψυχικής ανωμαλίας, σεξουαλικών διαστροφών, νευρωτικών ή και ψυχωτικών διαταραχών. Ή ευνοούν οι συνθήκες την καταφυγή του αγάμου στη διπλοπροσωπία, τη μεθοδική υποκρισία, τις σχιζοειδείς συμπεριφορικές αντιφάσεις.
Τα φρικώδη σκάνδαλα παιδεραστίας, που συγκλονίζουν τον ρωμαιοκαθολικό κλήρο τα τελευταία χρόνια ή, οι σιωπηρά καθιερωμένες, στον ίδιο κλήρο, άγαμες «συζυγίες» ιερέων, κυρίως στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική, με τις γυναίκες σαν πορνικά ανδράποδα δίχως κοινωνική ένταξη. Είναι πτυχές τραγωδίας που τη διαιωνίζει ο πρωτογονισμός του ενοχικού φόβου για τη σεξουαλικότητα παγιωμένος σαν «χριστιανική» στάση. Αλλά και στις «εθνικές εκκλησίες» του ιδεολογικού Ορθοδοξισμού, τα επισκοπικά σώματα και οι «αυλές» των αγάμων που τα πλαισιώνουν εμφανίζουν δραματικό πληθωρισμό συμπτωμάτων ψυχοπαθολογίας, απώλειας επαφής με την πραγματικότητα, καθήλωσης της νοημοσύνης σε παιδαριώδες επίπεδο. Καθόλου τυχαία η εμπειρία της Εκκλησίας θεσμοθέτησε τη μοναστική οδό ως προϋπόθεση της ασκητικής παρθενίας.
Ο ίδιος εκκλησιαστικός εμπειρισμός υμνεί την Παναγιά ως «ζωής μητέρα». Της ζωής που είναι ελευθερία από την αρρώστια, τη διαστροφή, το κάτσιασμα. Και κορυφώνεται στη Γιορτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου