27 Νοεμβρίου 2011

Για να γνωρίζουν και οι δημότες ποια θέση θα πάρουν στις επόμενες εκλογές

Πάμπολλοι είναι αυτοί, που χαρακτηρίζουν το σημερινό κοινωνικο-πολιτικό καθεστώς, ως φασιστική χούντα. Η οποία λειτουργεί ως εντολοδόχος του ναζιστικού καθεστώτος του 4ου γερμανικού Ράιχ.
Γράφει ο παπα-Ηλίας

Αλλά υπάρχουν κάποιοι, που αυτήν την πολύφωνη και πολύβουη πραγματικότητα, δεν μπορούν, μέσα στη δική τους ανίατη κώφωση και τύφλωση, να τη δουν και να την πιστέψουν.
Με αποτέλεσμα, παρά τα πολύμορφα βασανιστήρια, που υποφέρουν, ένα μέρος του εκλογικού κοπαδιού να επιμένουν να βελάζουν και να σέρνονται ξωπίσω απ’ τα καλοθρεμμένα μπουλντόγκ της εκάστοτε δολοφονικής εξουσίας.
Και έχουν από πάνω και το θράσος να μας λένε:
Δεν μπορούμε να μιλάμε για χούντα και φασισμό, αφού η σημερινή πολιτική πραγματικότητα προήλθε ύστερα από εκλογική διαδικασία.
Και δεν μπορούν να καταλάβουν αυτοί και οι πάτρωνές τους ότι μπορούν να λεηλατούν την τσέπη μας και τη ζωή μας, αλλά δεν μπορούν να λεηλατούν τη σκέψη μας και τη συνείδησή μας. Γιατί…
Μπορεί η σημερινή πολιτική κατάσταση να προέκυψε ύστερα από εκλογική διαδικασία, αλλά, στην πραγματικότητα, προέκυψε ύστερα από πολλαπλή εξαπάτηση του λαού.
Οπότε, στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με χούντα απατεώνων. Οι οποίοι τα τανκς, που χρησιμοποίησε η χούντα του’67, για να καταλύσουν την ελευθερία του λαού, τα αντικατέστησαν με την πολύμορφη απάτη.
Και, για να γίνει καλύτερα αντιληπτή, όχι απλώς η ομοιότητα, αλλά και η υπέρβαση της τότε χούντας, απ’ το σημερινό καθεστώς, ας κάνουμε κάποιες συγκρίσεις:
Η χούντα έστειλε κάποιους στην εξορία. Ενώ το σημερινό καθεστώς στέλνει πάμπολλους νέους μας στην εξορία της ξενιτιάς.
Η Χούντα επιστράτευσε για τους αντιφρονούντες βασανιστήρια, ενώ το σημερινό καθεστώς επιβάλλει στη συντριπτική πλειονότητα του λαού βασανιστήρια, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και ηθικά.
Αποτέλεσμα των οποίων είναι οι αθρόες αυτοκτονίες. Που στην πραγματικότητα είναι δολοφονίες. Πέρα απ’ το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η εταιρεία αυτή των εφιαλτών δολοφονεί συνολικά την Ελλάδα και συλλήβδην τους Έλληνες.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι για όλους τους παραπάνω λόγους και πολλούς άλλους, πως το σημερινό καθεστώς μετέβαλε τη δημοκρατία σε δημιοκρατία (=κράτος δημίων).
Με το ρεσιτάλ ληστρικών μέτρων, που πήραν σε βάρος του λαού. Προκειμένου να πληρώσουν στους τοκογλύφους εκείνα, που αυτοί και το συνάφι τους κατάκλεψαν.
Αλλά εκεί, που υπερέβαλε κάθε έννοια κακοήθειας το σημερινό καθεστώς είναι ο τρόπος είσπραξης του χαρατσιού, που επέβαλε για την ακίνητη περιουσία. Αφού το συνδύασε με τη διακοπή της παροχής του, τόσο απαραίτητου για την επιβίωση του λαού, ηλεκτρικού ρεύματος!
Και θα θέλαμε στο σημείο αυτό να διατυπώσουμε μια πολύ σεμνή, για την περίπτωσή τους, παρατήρηση:
Αξιότιμοι κύριοι, μιλάτε συχνά και κόπτεσθε για ηθική και δικαιοσύνη και ευνομία. Την ίδια στιγμή, που αποδεικνύετε έμπρακτα και κατά συρροήν πως όχι μόνο δικαιοσύνη και φιλότιμο και συνείδηση δεν διαθέτετε, αλλά ούτε τουλάχιστο κάποια ίχνη ντροπής!
Αφού συλλαμβάνεστε για πολλοστή φορά να κατατρύχεστε, όχι απλά από αναισθησία, αλλά απ’ το χειρότερο απ’ όλα τα νοσήματα, που είναι η ηθική ηλιθιότητα.
Κάποιοι, ωστόσο, δήμαρχοι, διαθέτουν όπως φαίνεται και συνείδηση και φιλότιμο. Γι’ αυτό και πήραν το μέρος του δήμου (= του λαού) και στάθηκαν απέναντι στο κράτος των δημίων.
Και απευθυνόμαστε στους υπόλοιπους αξιότιμους δημάρχους οι οποίοι τραμπαλίζονται ανάμεσα στη δικαιοσύνη και την ηθική ηλιθιότητα των πολιτικών πατρώνων τους και τους λέμε:
Το θέμα, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι το ποιοι και με ποια κριτήρια θ’ απαλλαγούν απ’ το ηλεκτροκίνητο χαράτσι.
Αλλά το ότι το οποιοδήποτε χαράτσι δεν μπορεί να συνδυάζεται-για κανέναν πολίτη- με την διακοπή της παροχής του νερού ή του ηλεκτρικού ρεύματος. Που είναι κοινωνικά αγαθά αναπαλλοτρίωτα για τον οποιονδήποτε .
Πάνω σ’ αυτό το θέμα θα πρέπει να πάρετε ξεκάθαρη θέση: Και ν’ αποδείξετε έμπρακτα, αν είστε με το κράτος του δήμου(=του λαού) ή με το κράτος των δημίων και την ηθική ηλιθιότητά τους.

Ώστε να μην ξαναψηφίσουν δήμιους και ηλίθιους!…
Για να γνωρίζουν και οι δημότες ποια θέση θα πάρουν στις επόμενες εκλογές:

Ο μειονεκτικός ερεθίζει τους σαδιστές


Tου Χρηστου Γιανναρα
Η Τουρκία δεν θα γίνει ποτέ ευρωπαϊκή επαρχία, δεν θα μειονεκτήσει ποτέ ως «περιφέρεια» έναντι οποιουδήποτε αγλαϊσμένου «κέντρου». Μάλλον δεν ξιπάστηκε ποτέ από το ξένο, δεν το θεώρησε υπέρτερο από το δικό της εγχώριο επειδή ήταν ξένο. Δεν θα αυτοκαθοριστεί ως κοινωνία μεταπρατική, δεν θα πιθηκίσει τα όσα η Δύση λανσάρει σαν «πρωτοπορία». Κανένας «εθνάρχης» στην Τουρκία δεν θα διανοηθεί να καυχηθεί ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν».
Ο Κεμαλισμός ήταν το κίνημα που θέσπισε τις προϋποθέσεις για τον εκδυτικισμό του τουρκικού κράτους. Αλλά ο εκδυτικισμός δεν ήταν αυταξία και αυτοσκοπός, δεν ήταν εξ ορισμού τα «φώτα», ο «πολιτισμός» η «πρόοδος». Ηταν ένα μεγάλης τόλμης εγχείρημα κοινωνικού μετασχηματισμού: Εκοψαν οι Κεμαλικοί τον λώρο που κρατούσε την Τουρκία δέσμια σε ένα αναχρονιστικό παρελθόν – στο οθωμανικό καθεστώς που είχε φτάσει ολοφάνερα στο ιστορικό του τέλος. Και για να κοπεί ο λώρος, το αποτελεσματικό μαχαίρι ήταν η πρόσληψη (ή και επιβολή) του δυτικού «παραδείγματος» – κατάλαβαν την παγκόσμια δυναμική του. Προσέλαβαν (δεν αντέγραψαν) θεσμούς, οργάνωση, συστήματα, ακόμα και τη λατινική γραφή της γλώσσας τους, την ευρωπαϊκή ενδυμασία, ήθη οικογενειακά και δημόσια.
Αλλά όχι σαν βλαχαδερά θαμπωμένα από τους «πρωτευουσιάνους». Η πρόσληψη της Δύσης σήμαινε για τους Τούρκους θελημένο, προγραμματικό εκσυγχρονισμό, όχι πιθηκισμό του «γυαλιστερότερου». Και ο πιο φανατικός Κεμαλιστής δεν διανοήθηκε ποτέ σαν σημαντικότερο το να είναι Ευρωπαίος παρά Τούρκος. Προσέλαβε και προσλαμβάνει τα επιτεύγματα της Δύσης για να εξασφαλίσει την ιστορική του συνέχεια και την κυριαρχική του επιβολή ως Τούρκος. Από το νηπιαγωγείο ώς το γηροκομείο ο Κεμαλισμός καλλιεργεί τη συνείδηση της υπεροχής του Τούρκου, τον εκσυγχρονισμό τον επέβαλε στην τουρκική κοινωνία για περισσότερη και αποτελεσματικότερη ισχύ του τουρκισμού.
Ο Κεμάλ ήταν ο τούρκος Κοραής, χωρίς τη μειονεξία του ξιπασμένου επαρχιώτη, ήταν ο τούρκος Βενιζέλος, χωρίς την υποταγή σε ό, τι έμοιαζε ιστορική νομοτέλεια. Χρειαζόταν τη Δύση για να γίνει καλύτερος Τούρκος, όχι γιατί του γυάλιζε να τον λογαριάζουν «Ευρωπαίο». Είχε περηφάνια ο Κεμάλ για την καταγωγή του και για την ιστορία του λαού του, δεν έστησε αερογέφυρα πάνω από εικοσιπέντε αιώνες για να φτάσει σε αρχαίους προγόνους που θαύμαζαν οι Ευρωπαίοι, κατασυκοφαντώντας το ιστορικό ενδιάμεσο που ενοχλούσε τους Ευρωπαίους.
Είναι κανόνας που βγαίνει από την ιστορική εμπειρία: Σε περίπτωση συνύπαρξης λαών (ή και γειτονίας) ο πολιτισμικά υπέρτερος αφομοιώνει τον πολιτισμικά υποδεέστερον. Αντικειμενικά κριτήρια υπεροχής ή υστέρησης δεν υπάρχουν, υπάρχουν λαοί που εμμένουν στην πολιτιστική τους παράδοση και λαοί που εύκολα την απεμπολούν. Eμμένουν, όταν βιώνουν ρεαλιστικά την παράδοσή τους και την πολιτιστική τους ιδιαιτερότητα ως πλουτισμό της ζωής, ποιότητα της ζωής. Tην απεμπολούν, φυσιολογικά και αυτονόητα, όταν η «παράδοση» και ο «πολιτισμός» έχουν γίνει ιδεολόγημα, ρητορεία που συντηρεί ψυχολογικές ψευδαισθήσεις καύχησης.
Oι Eλληνες διέσωσαν την ελληνικότητά τους (γλώσσα, ιστορική συνείδηση, Tέχνη, μεταφυσική εμπειρικά βιωμένη) τέσσερις ολόκληρους αιώνες υπόδουλοι στους Tούρκους, γιατί ζούσαν την παράδοσή τους (ένσαρκη στη λαϊκή πράξη) ως απόσταση υπεροχής έναντι τόσο του Tούρκου όσο και του κατακτητή που προηγήθηκε: του Φράγκου. Διέσωσαν αυτή τη βιωματική ελληνικόητα, ώς το 1922, όσοι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν μείνει έξω από τα σύνορα του ελλαδικού κράτους – οι Eλληνες της Mικρασίας, του Πόντου, της Aνατολικής Pωμυλίας, της Aιγύπτου, της Kριμαίας. Aυτοί οι εκτός ελλαδικού κράτους Eλληνες δεν χρειάστηκαν κάποιον Kεμάλ ή κάποιον Kοραή να τους επιβάλει στανικά τον εκδυτικισμό τους ως αναγκαίο εκσυγχρονισμό ή ως υπεραναπλήρωση επαρχιωτικής μειονεξίας. Eίχαν προσλάβει, φυσιολογικά και αυτονόητα τη Δύση, δίχως να θιγεί ή να αλλοιωθεί στο παραμικρό η καύχηση για την ελληνικότητά τους, η βεβαιότητα για τον πλουτισμό της ζωής και την ποιότητα ζωής που σήμαινε το να είναι Eλληνες.
Tην καισαρική διαφορά στο ελλαδικό κράτος τη γέννησε ο ανεπαίσθητος αλλά μοιραίος καταλύτης: η μειονεξία. O εκδυτικισμός υπαγορεύτηκε από την επαρχιώτικη ξιπασιά του Kοραή και παγίδευσε κάθε παραμικρή πτυχή του κοινωνικού και κρατικού βίου στη μίμηση «των πεφωτισμένων και λελαμπρυσμένων της Eσπερίας εθνών». Kαι μίμηση σημαίνει να είσαι πάντοτε δεύτερος, πάντα καθυστερημένος και μειονεκτικός, αφού την οργάνωση της ζωής σου δεν τη γεννάνε οι ανάγκες σου, αλλά η αντιγραφή θεσμών και συστημάτων που γέννησαν άλλες κοινωνίες για τις δικές τους ανάγκες. Kαι συ λογαριάζεις αυταξία και πανάκεια τα ξένα γεννήματα.
Σήμερα, με το αδιαπραγμάτευτο «Mνημόνιο» και τα εκβιαστικά τελεσίγραφα των δανειστών μας, το σαδιστικό παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι πριν από κάθε «δόση» δανείου, με την Eλλάδα στιγματισμένη σαν λεπρή, στο έπακρο εξευτελισμένη σαν χώρα - κίνδυνος για τη διεθνή κοινότητα, είναι δύσκολο πια να αμφισβητήσει κανείς την ιστορική αποτυχία μας στον μεταπρατισμό, στον μιμητισμό, στον εκούσιο αφελληνισμό. Eνα κράτος διαλυμένο, αποσυντεθειμένο σε τόσα κομμάτια όσα τα εγωιστικά συμφέροντα που το νέμονται. Μοναδική «κοινωνική» αντίδραση η αλογία, η καταστροφική υστερία. Το μικρονοϊκό ρητορικό παραλήρημα (πάντοτε γραπτό) ενός πρωθυπουργού που ντρεπόμασταν να τον ακούμε και να τον βλέπουμε, η ανοχή της κυβέρνησής του στον πρωτοφανή εξυτελισμό. Η παιδαριωδία μιας αξιωματικής αντιπολίτευσης ξελιγωμένης για επιστροφή στην εξουσία, έστω και σε κρανίου τόπο. Είναι πολύ ατιμωτικό ιστορικό τέλος για έναν λαό που σάρκωσε πρόταση πολιτισμού επί τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια.
Ακόμα και ένας έλληνας Κεμάλ είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να πετύχει, έστω και σε τρεις γενιές, κοινωνικό μετασχηματισμό ικανό να αναστήσει ελληνική δημιουργική ετερότητα.

26 Νοεμβρίου 2011

Ρίξε μια ματιά στην ιστορία και θα διαπιστώσεις ...... λυσσάξαμε να τους εξαφανίσουμε τους Έλληνες από το πρόσωπο της γης!

  
Σ’ ένα βιβλίο με τίτλο «Σκυλάνθρωποι» (Δ. Μοσχόπουλου) είναι καταγεγραμμένη η ενδιαφέρουσα αφήγηση μίας Ελβετίδας, η οποία επεξηγεί γιατί οι Ευρωπαίοι και γενικότερα οι ξένοι, συμπεριφέρονται με ελεεινό τρόπο κατά των Ελλήνων.
 Η κοπέλα αναφέρεται σε κάποιον πλούσιο θείο της ονόματι Αλμπέρ που ζούσε κοντά στη Λοζάννη υπεραγαπώντας τα ζώα καί προστατεύοντας στη βίλα του πολλά από αυτά.
Ένας φίλος του γιατρός απ’ τη Γενεύη του δώρισε ένα κουτάβι ράτσας «μποξέρ», που άκουγε στο όνομα «Τέλος», ενημερώνοντάς τον ότι άμα μεγαλώσει το καθαρόαιμο σκυλί χρειάζεται προσοχή διότι είναι επικίνδυνο!…
Πράγματι, σ’ ένα χρόνο είχε δυναμώσει τόσο πολύ που ήταν απλησίαστο. Ο πρώτος που την πλήρωσε ήταν ο κηπουρός που δέχτηκε επίθεση από το σκυλί με αποτέλεσμα να μείνει ένα μήνα ακίνητος στην κλινική έχοντας χάσει την γάμπα που την είχε φάει ο σκύλος και θα έμενε κουτσός σε όλη του τη ζωή με καρφιά στο πόδι του!
Ο Αλμπέρ απεφάνθη ότι ο σκύλος έπρεπε να εκπαιδευθεί για να αποκτήσει σωστή συμπεριφορά. Έφερε Γερμανό σκυλοδαμαστή και πράγματι σε 6 μήνες ο «Τέλος» ήταν «αρνάκι».

Περιέργως όμως σε μία δεξίωση ο σκύλος ξαναεπιτέθηκε αιμοβόρικα σ’ έναν υπηρέτη και ευτυχώς γι’ αυτόν ο οδηγός της βίλας πυροβόλησε τον «Τέλος» και έβαλε τέλος στην άτακτη ζωή του!
Η στεναχώρια του Αλμπέρ ήταν απερίγραπτη ώσπου τον επισκέφτηκε ο δωρητής του σκύλου, ο γιατρός, ο οποίος εξήγησε στον περίλυπο φίλο του ότι ο σκύλος όσο καλά και να δαμαστεί κρατάει μέσα του κακία, ζήλια, μίσος, καί εκδικείται: «Τα ζώα δεν συγχωράνε ποτέ στον άνθρωπο την βελτίωση της συμπεριφοράς τους, γιατί νιώθουνε ότι αυτή η βελτίωση τ’ απομακρύνει από τη φύση τους… και όποτε δίνετε η ευκαιρία το μίσος εκρήγνυται».
Για να κατανοήσει ο Αλμπέρ καλύτερα την συμπεριφορά του σκύλου, ο γιατρός κάνει τον εξής εκπληκτικό παραλληλισμό: «Είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει μ’ εμάς τους Ευρωπαίους και τους Έλληνες! Αν υπάρχει μια φυλή στον κόσμο που κυριολεκτικά τη μισώ αφόρητα, αυτή η φυλή είναι οι Έλληνες»!
Και τεκμηριώνει την άποψή του λέγοντας ότι στα γυμνασιακά του χρόνια ένιωθε «ψυχικά καταπιεσμένος. Διότι δεν μας διδάξανε τίποτα οι σοφοί μας διδάσκαλοι που να μην το ’χανε εξηγήσει, να μην το ’χανε ανακαλύψει, να μην το ’χανε πετύχει, να μην το ’χανε τελειοποιήσει οι Έλληνες!
Κι αν κάποτε αναφέρανε κανένα άλλονε φτωχό συγγενή της γνώσεως και της σοφίας, όχι Έλληνα, στο τέλος προσθέτανε ότι αυτός ο κάποιος, ο φουκαράς βασίστηκε για την ανακάλυψή του πάνω σ’ ένα θεώρημα προγενέστερο κάποιου Έλληνα, πάνω σε μια παλιά σκέψη κάποιου άλλου Έλληνα, πάνω σ’ ένα έργο αιώνες πριν δοσμένο από κάποιον άλλο Έλληνα!…
Σιγά σιγά ένιωθα πως οι γνώσεις μου, οι σκέψεις μου, τα αισθήματά μου, η προσωπικότητά μου, ο κόσμος μου, η ύπαρξή μου ως το έσχατο μόριο διαβρώνονταν και χρωματίζονταν απ’ αυτό που χαρακτηρίζουμε με την κλασική πια έκφραση ̈ελληνικό παρελθόν ̈».
Αυτά όλα καταστάλαζαν στα βάθη της ψυχής του γιατρού «ένα φλογερό μίσος για καθετί το ελληνικό»!
Και η συνέχεια: «Αργότερα στο πανεπιστήμιο, η κατάσταση έγινε δραματική.
Ο Ασκληπιός από τη μια, ο Ιπποκράτης απ’ την άλλη! Ο Γαληνός τη μια μέρα, ο Ορειβάσιος την επομένη! Αέτιος το πρωί, Αλέξανδρος Τραλλιανός τ’ απόγευμα! Παύλος ο Αιγινίτης από ’δω, Στέφανος ο Αθηναίος από ’κει…
Δεν μπορούσα ν’ ανοίξω βιβλίο χωρίς να βρω μπροστά μου την ελληνική παρουσία. Δεν τολμούσα να πιάσω στα χέρια μου λεξικό για να βρώ μια δύσκολη, σπάνια, μια χρήσιμη, μια έξυπνη, μια όμορφη, μια μεστωμένη λέξη. Όλες ελληνικές! Και άλλες αμέτρητες σαν την άμμο των θαλασσών και των ποταμών, ελληνικής κι αυτές προέλευσης! Άρχισα κι εγώ με την πάροδο του χρόνου να νιώθω απέναντι στους Έλληνες όπως ο ̈Τέλος ̈…
Πρόκειται για φαινόμενο ομαδικό! ́Έτσι αισθανόμαστε λίγο πολύ όλοι μας απέναντι στους Έλληνες. Τους μισούμε όπως τα ζώα τους θηριοδαμαστές. Και μόλις μας δίνεται η ευκαιρία χιμάμε τους δαγκώνουμε και τους κατασπαράζουμε.
Γιατί στο βάθος ξέρουμε ότι κάποτε ήμαστε ζώα μ’ όλη τη σημασία της λέξης κι είναι αυτοί, οι Έλληνες, πάλι οι Έλληνες, πάντα οι Έλληνες, που μας εξώσανε από τη ζωώδικη υπόσταση και μας ανεβάσανε στην ίδια με τους εαυτούς τους ανθρώπινη βαθμίδα!…
Δεν αγαπάμε κάτι που θαυμάζουμε… Ρίξε μια ματιά στην ιστορία και θα διαπιστώσεις ότι όλοι οι Ευρωπαίοι, με αρχηγούς τους Λατίνους και το Βατικανό, λυσσάξαμε να τους εξαφανίσουμε τους Έλληνες από το πρόσωπο της γης! Δεν θα βρεις και δε θα φανταστείς συνδυασμό και συγκέρασμα εγκλήματος, πλεκτάνης και παγίδας που δεν το σκαρφιστήκαμε και δεν το πραγματώσαμε για να τους εξολοθρεύσουμε!… η ιστορία με το μίσος κατά των Ελλήνων δεν ξέφτισε.
Ο σύγχρονος ̈πολιτισμένος ̈ άνθρωπος είναι ο ίδιος και χειρότερος… Δεν θα επιτρέψει ποτέ το Βατικανό, Αλμπέρ μου, να επιβιώσει στην αυλόπορτα της Ευρώπης, στα πλευρά της Ασίας και στο κατώφλι της Αφρικής ο ελληνισμός κι η ορθοδοξία του, η μόνη πραγματικότητα, η μόνη γνήσια χριστιανική πίστη…
Είναι ο μόνος λαός που κατόρθωσε να συνταιριάξει αρμονικά τον αρχαίο του πολιτισμό, την υπεράνθρωπη πνευματικότητά του με όλα τα θετικά στοιχεία του χριστιανισμού και να γεννήσει αυτός ο θεϊκός συνουσιασμός μια βαθιά πίστη, μια θεμελιωμένη θρησκεία, μια τρομερή ενωτική ισχύ.
Η δική μας ηγεσία, οι δικοί μας ταγοί, η δική μας εκκλησία δεν θα επιτρέψουν ποτέ την προκοπή τους, γιατί αν μονοιάσουνε και στο κοινωνικό πεδίο, χαθήκαμε! Ποιος τους πιάνει, αν βλαστήσει στη γη τους μια στάλα κοινωνική δικαιοσύνη κι ο λαός τους που στενάζει κι αναστενάζει φτάσει να κουμαντάρει τον τόπο του! Θα ξαναπιάσουνε το πολιτιστικό μαστίγιο στα χέρια τους και θα τους θωρούμε πάλι από το ύψος των αστραγάλων τους εμείς τα σκαθάρια αυτούς τους γίγαντες»! 

Ο φιλέλληνας Αλμπέρ σ’ όλα αυτά αρκέστηκε να απαντήσει με νόημα: «Γι’ αυτό θα τους αγαπάω πάντα, θα τους θαυμάζω και θα τους σέβομαι…».
Στρατής Ανδριώτης

25 Νοεμβρίου 2011

Χωρίς λόγια


Ἡ ἱστορική μας συνέχεια ἤ ἀσυνέχεια


Τελευταῖα ἀκοῦμε καί διαβάζουμε ὅλο καί περισσότερα γιά τίς ἔννοιες «Ἑλλάδα», «Ἑλληνισμός», «Ρωμηοσύνη» ἔχοντας κατά νοῦν πώς ὡς Ἕλληνες πού εἴμαστε, δέν μᾶς ἁρμόζει νά σκύβουμε τό κεφάλι στίς ὅποιες αὐθαιρεσίες μᾶς ἐπιβάλλονται διά στόματος καί διά ὑπογραφῶν κρατούντων.
Ὅμως, νομίζω πώς ἀγνοοῦμε γιά τί ἀκριβῶς μιλᾶμε. Γιά τό τί σημαίνει Ἑλλάδα, λίγο-πολύ οἱ περισσότεροι(;) γνωρίζουμε. Εἶναι ἕνα μικρό σημεῖο στό χάρτη, περιορισμένο στά συγκεκριμένα σύνορα πού τοῦ ἐπιβλήθηκαν ἔξωθεν καί πού γνωρίζουμε ἀπό τό πάλαι ποτέ Δημοτικό Σχολεῖο ¾καί ὅχι τό νῦν¾ μέ ἀμιγῶς μέχρι πρότινος, ἑλληνικό στοιχεῖο. Ὅμως τί τό πλάτος καί βάθος καί ὕψος καί μῆκος τοῦ ἑλληνισμοῦ, μόνον κάποιοι ἀπό τούς παλαιότερους γνωρίζουν ἐξ ἐμπειρίας, ἐλάχιστοι δέ ἐκ τῶν νεωτέρων καί αὐτοί ἐξ ἀναγνωσμάτων. Πρόκειται γιά ἔννοια πού οὔτε κατά διάνοιαν σήμερα μποροῦμε νά φανταστοῦμε κι ἄς ἀναφερόμαστε σέ δύο γενιές πρίν ἀπό ἐμᾶς. Καί δέν μιλᾶμε γιά τίς ἔνδοξες μάχες τοῦ ᾿40 καί τοῦ ᾿12 καί τή νικηφόρα προέλαση στή Μικρασία καί λοιπά παλαιότερα. Αὐτά, νομίζω, εἶναι μόνο κάποιες ἐκφράσεις τῆς ψυχῆς τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ἀπό κάτω ἀπ᾿ αὐτά κρύβεται ὁλόκληρος ὁ κόσμος τοῦ Ἕλληνα, τῆς Ἑλληνίδας συζύγου, μητέρας, γιαγιᾶς. Ποῦ τήν εἴδαμε σήμερα αὐτή τήν ἴδια Ἑλληνίδα μάνα, τήν γιαγιά, τήν σύζυγο; Ὄταν δέν γελοιποιεῖται ὡς εἶδος γραφικό, θεωρεῖται, στήν καλύτερη περίπτωση, εἶδος λαο-γραφικό, ἀντικείμενο παραδοσιακοῦ πολιτισμοῦ, στίς προθῆκες τῶν λαογραφικῶν μουσείων καί στήν ἡρωική λογοτεχνία.

Τό τί σημαίνει Ἑλληνισμός, νομίζω, μόνον ὁ πονεμένος μπορεῖ νά τό κατανοήσει. Μόνον ὅποιος πέρασε ἀπό τήν στενήν καί τεθλιμμένην ὁδόν μπορεῖ νά τό μαρτυρήσει. Ὁ καλοζωϊσμένος, ὁ καλοθρεμμένος καί ὁ καλοβαλμένος δέν εἶναι Ἕλληνας. Κι ἄν αὐτή ἡ ἄνεση εἶναι κάτι σύντομο, ναί. Ἀλλά ἄν ἡ καλοπέραση διαρκεῖ, ἄς ποῦμε, ἐπί τριάντα χρόνια (π.χ. 1981-2011), δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά Ἕλληνα. Δέν ἐπιτρέπεται. Βεβηλώνουμε τόν ὅρο. Ὑβρίζουμε. Ἡ πραγματικότητα, τό χαρακτηριστικό τῆς ἱστορικῆς συνέχειας, τό ὁποῖο κρύβεται μέσα στόν ἑλληνισμό, ἤ καλύτερα στή ρωμηοσύνη γιά νά εἴμαστε καί ἀκριβέστεροι ἱστορικά, ἐμπεριέχει τό πικρόν ποτήριον. Εἶναι ζυμωμένη μ᾿ αὐτό. Δέν ἔχει δικαίωμα νά αὐτοαποκαλεῖται Ἕλληνας ἤ Ρωμηός, ὁ μή ἀποδεχόμενος αὐτήν τήν πραγματικότητα, αὐτό τό ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τοῦ Γένους.

Καλά, θά πεῖ κάποιος. Καί θά πρέπει νά ἀποδεχόμαστε αὐτά πού θέλουν νά μᾶς ἐπιβάλουν χωρίς ἀντίδραση; Φυσικά καί ὄχι. Θά φωνάξουμε, θά βγοῦμε στούς δρόμους. Ἀλλά μήπως θά ἔπρεπε νά εἴχαμε βγεῖ στούς δρόμους χρόνια πιό πρίν τότε πού ἡ ἐπιβληθεῖσα ἐπί τοῦ σβέρκου μας κυβερνητική νέα τάξη μᾶς ἐπέβαλε ὑποχρεωτικά τή σύναψη τοῦ πρώτου (1ου) δανείου ἀμέσως μετά τη χούντα; Ἐπί χούντας, εἴχαμε χρέη; Ἤ μήπως εἴχαμε καί πλεόνασμα; Ἄρεσε αὐτό στούς κραταιούς τοῦ κόσμου τούτου; Οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν (Μάρκ. 10’, 42), δηλαδή οἱ ὁλίγιστοι παγκόσμιοι μεγαλοτραπεζίτες τῶν γνωστῶν δύο ἤ τριῶν οἰκογενειῶν, ὡς πολύποδες, ἐδῶ καί δυόμισυ αἰῶνες,  ἅπλωσαν τά πλοκάμια τους ἀνά τήν ὑφήλιο καί ρουφᾶνε σάν βεντοῦζες ἔχοντας ὡς μοναδικό σκοπό τους τόν παγκόσμιο ἔλεγχο τοῦ ποιός ἔχει τή δυνατότητα νά ἀναπνέει καί τί ὄφελος τούς ἐπιφέρει αὐτό. Μήπως αὐτοί δέν ἐκβίασαν στή δημιουργία τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καί δέν συνεχίζουν νά ἐκβιάζουν πίσω ἀπό τά διαβόητα δάνεια πού μᾶς ἐπιβάλλουν διά τῶν ὑπαλλήλων τους πρωθυπουργῶν, ὑπουργῶν τε καί ἐξωθεσμικῶν διαφόρων γιά νά γονατίσουν ἐμᾶς ἀλλά καί ὁλόκληρη τήν ὑφήλιο; Ὡστόσο, ἐμεῖς, πού κουβαλᾶμε τό ἔνδοξο παρελθόν μας, γιά ποιούς λόγους, πρίν ἀπό τριάντα χρόνια, δεχτήκαμε τήν αὔξηση τῶν μισθῶν μας, τῶν συντάξεών μας, τήν εὔκολη ¾καί ὕπουλη¾ πολιτική τῶν δανειοδοτήσεων ἀπό τίς τράπεζες; Γιά ποιούς λόγους τό 98% τῶν ἑλληνικῶν νοικοκυριῶν χρεώθηκαν, παρ᾿ ὅλη τή χαμηλή σχετικά ἀνεργία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης; Γιά ποιούς λόγους δέ βγήκαμε τότε στούς δρόμους, ἄν θέλαμε νά ὀνομαζόμαστε Ἕλληνες, ἤτοι ζῶντες μέ αὐτάρκεια καί μέ ἁπλότητα; Ποῦ ἦταν ἡ περιφήνεια καί ἡ ἀξιοπρέπεια πού μᾶς χαρακτήριζε ἕως τότε; Γιά ποιούς λόγους κανείς τότε ¾πλήν τῶν μωρῶν τοῦ κόσμου¾ δέν βγῆκε νά πεῖ τό αὐτονόητο: Μά καλά, ποιά ξαφνικά τρομερή παραγωγή προϊόντων, ἐξαγωγή ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο προϊόν ὑγειοῦς ἀνταγωνισμοῦ παρήγαμε, τό ὁποῖο μᾶς ἀπέφερε ξαφνικά τέτοια ἀπότομη ἄνοδο τῶν μισθῶν καί τῶν συντάξεών μας; Γιά ποιάν εἰλικρίνεια καί ντομπροσύνη μποροῦμε σήμερα νά σηκώνουμε σημαῖες σέ διαδηλώσεις; Ἄλλοι μᾶς φορέσανε τόν μανδύα τῆς καλοπέρασης, ἐμεῖς ὅμως τόν ἀποδεχτήκαμε εὐχαρίστως καί συνδικαλιζόμασταν σφόδρα γιά νά τόν ὑπερασπιστοῦμε. Οὔτε λόγος νά τόν ἀποβάλουμε ποτέ ἀπό πάνω μας. Τέλος πάντων. Ἀκόμη ὅμως καί τώρα, τήν ὕστατη στιγμή, ἄν συνειδητοποιήσουμε τίς μᾶς συμβαίνει, μποροῦμε νά ἀποδείξουμε κατ᾿ ἀρχήν στούς ἑαυτούς μας καί στά παιδιά μας ὅτι δικαίως φέρουμε τό ὄνομά μας Ἕλληνες.
Τώρα πιά ἀρχίζουμε νά βιώνουμε τό ἀποστολικό οἶδα καί ταπεινοῦσθαι, οἶδα καί περισσεύειν· ἐν παντί καί ἐν πᾶσιν μεμύημαι καί χορτάζεσθαι καί πεινᾷν καί περισσεύειν καί ὑστερεῖσθαι (Φιλιπ. 4΄ 12). (Ξέρω, δηλαδή, νά ζῶ μέ ἀφθονία, ἀλλά καί μέ στερήσεις). Ἀναγκαζόμαστε νά γυρίσουμε πολλά χρόνια πίσω. Καί αὐτό, νομίζω, εἶναι καλό. Ἀναγκαζόμαστε νά βιώσουμε κι ἐμεῖς, ὅπως καί οἱ παποῦδες μας, ζωή μέ σωματικό κόπο καί ἀγῶνα. Ἄγάπησον τόν κόπον ἤ τήν ἀνάπαυσιν, ἔλεγαν καί ἤξεραν γιατί. Ἔτσι ξεκαθαρίζουν ὅλα γύρω μας καί ἡ ψυχή μας ἡ ἴδια. Ἐλαττώνουμε τίς μετακινήσεις μας, ἐλαττώνουμε τίς ἐξόδους, ἐλαττώνουμε τά πολυτελῆ γεύματα καί τίς ἐκκωφαντικές καί κούφιες ἐμφανίσεις σέ ἄχρωμους, ἄνοστους, ἀνούσιους χώρους. Ὅλα αὐτά καλά. Φτάνουν; Γιά μᾶς ναί, ἀλλά γιά τόν ἄλλον, τόν διπλανό μας, δυστυχῶς ὄχι. Ἄρα ποῦ γυρίζουμε; Στῶν Ἑλλήνων τίς κοινότητες.
Ἀσχολούμαστε κατ᾿ ἀρχήν μέ τά τοῦ οἴκου μας, κυριολεκτικῶς. Εὐτρεπίζουμε τό σπίτι μας μέ ἁπλό, ἁπλούστατο τρόπο. Τό κάνουμε φιλόξενο, ζεστό, ἁπλό, ταπεινό. Μένουμε μέσα. Κλείνουμε, χαλᾶμε,  πετᾶμε ἤ δίνουμε πρός ἀνακύκλωση τόν δούρειο ἵππο τῆς νέας τάξης, τήν τηλεόραση. Καλοῦμε ¾μέ ἁπλότητα¾ γιά καφέ γείτονες, συγγενεῖς, φίλους, ἐχθρούς. Ἀρχίζουμε καί κοιτάζουμε στά μάτια τόν διπλανό μας, ἐνῶ πρίν οὔτε ξέραμε ὅτι ὑπάρχει. Τόν ἀκοῦμε μέ προσοχή, ἐνῶ πρίν οὔτε καταλαβαίναμε ὅτι μιλάει κάποιος ἄλλος ἐκτός ἀπό ἐμᾶς. Συζητᾶμε. Προσπαθοῦμε νά βροῦμε λύσεις ἐπιβίωσης. Ἀνταλλάσσουμε ἀγαθά ὅ,τι μπορεῖ ὁ καθένας. Ἀλληλοβοηθούμαστε. Ἡ παρούσα κατάσταση μᾶς ξανακάνει ἀνθρώπους ἐν κοινωνίᾳ. Μᾶς ξαναγυρίζει ἐκεῖ ἀπό ὅπου ξεστρατίσαμε. Στίς καθημερινές δυσκολίες τῆς ζωῆς μας, χωρίς ὅμως τό χρυσό χαπάκι τῆς καλοπέρασης. Τό σημεῖο αὐτό εἶναι τό πικρόν ποτήριον. Μόνο πού τώρα αὐτό τό ποτήριον θά τό πιοῦμε ὅλοι μαζί. Ὡς ἔθνος, ὡς Ἕλληνες καί ὡς Ρωμιοί. Καί ἐδῶ θά φανεῖ ἡ ἱστορική μας συνέχεια.
Στίς ἀπίστευτες μέρες πού ζοῦμε, νά προετοιμαζόμαστε γιά τά δυσκολότερα. Ἤδη ἀδερφοί μας πεινᾶνε. Παιδιά λιποθυμοῦν ἀπό ἀσιτεία. Σισίτια προσφέρονται, χωρίς νά ξέρουμε γιά πόσον καιρόν ἀκόμη. Πῶς μπορῶ νά τρώω ψωμί ὅταν ὁ ἄλλος δίπλα μου πεινάει; Τί θά κάνω; Θά τόν πυροβολήσω νά μή μοῦ τό κλέψει; Σκεφτήκαμε καλά τί μπορεῖ νά σημαίνει αὐτό; Πῶς μπορῶ νά ζεσταίνομαι ὅταν ὁ ἄλλος κρυώνει; Πῶς μπορῶ ἐγώ νά ‘ἔχω’ καί ὁ ἄλλος δίπλα νά ‘μήν ἔχει’; Τί κάνω; Θά τρώω στά κρυφά;(!) Ἔτσι κάνουν τά ζῶα. Ἄρα τί κάνω; Μήπως μοιράζομαι; Μήπως στεροῦμαι γιά νά φάει κάποιος ἄρρωστος, γέρος, παιδί πού ἔχει περισσότερη ἀνάγκη;
Ἡ ὀρθόδοξη ἀσκητική παράδοσή μας λέει μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν (Πραξ. κ΄ 35). Πρόκειται βεβαίως γιά λόγους πού τούς ἔχει καπηλευτεῖ, καί αὐτούς, ἡ νέα τάξη (βλ. δωρεές ὀργάνων, ἐθελοντισμούς κ.λπ.). Ἀνεξαρτήτως αὐτῶν ὅμως, βλέπουμε νά ξυπνάει μέσα μας κάποιο ἄγνωστο ἤ ξεχασμένο συναίσθημα πού στή γλῶσσα τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζεται κοινῶς ἀγάπη. Ὅμως, στή γλῶσσα τῶν ἁγίων τῆς πίστεώς μας ὀνομάζεται κραταιά ὡς θάνατος ἀγάπη (Ἆσ. Ἀσ. Σολ. η΄, 6). Δέν χρειάζεται νά ἀναμένουμε ἀνταμοιβή ἤ ἀνταπόκριση. Ἐνδεχομένως ὁ ἄλλος νά μήν μπορεῖ νά ἀνταποδώσει. Καθόλου δέν ἐνδιαφέρει αὐτό. Ἔχουμε παρατηρήσει ποτέ πόσο ζωντανεύει καί πῶς γλυκαίνεται ἡ ψυχή μας ὅταν χαρίζουμε κάτι πού μᾶς χρειάζεται ἤ ὅταν τό κόστος αὐτοῦ τοῦ πράγματος εἶναι μεγάλο; Ἡ θυσία ἡ δική μας μόνο μετράει καί αὐτή μένει εἰς τόν αἰῶνα. Παίρνει διαστάσεις ἡ ζωή μας αἰώνιες. Ζεῖ ἡ ζωή μας ἀλλοιῶς, αἰωνίως, ἐν Ἀληθείᾳ.

Γεωργία Χριστοδούλου-Τερζῆ

24 Νοεμβρίου 2011

Μια "διαφορετική" Ελληνίδα!


Χαρὰ Νικοπούλου: Ἑλλάδα εἶμαι δημιούργημά σου

Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
………
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

  • Μοῦ εἶπες πὼς εἶμαι τυχερή, γιατί δὲν γνώρισα τὴ Xούντα... Μὰ μὲ ὑποχρέωσες νὰ ζῶ σὲ μία δημοκρατία ποὺ τὴ χούντα τῆς κρατοῦσαν καλὰ οἱ δημοκράτες πολιτικοί της.
  • Μοῦ ἔμαθες τὰ πρῶτα Ἑλληνικά, με δασεῖες-περισπωμένες,... μὰ πρὶν καλὰ-καλὰ τὰ μάθω τὰ κατήργησες. Ενῶ ἤμουν Δευτέρα δημοτικοῦ...
  • Μὲ ἕντυσες μὲ μπλὲ ποδιά... αὐτὴ γιὰ τὸ σχολεῖο μὲ τ' ἄσπρο γιακαδάκι... κι ὅταν ἄρχισε νὰ μοῦ ἀρέσει τὴν κατήργησες.
  • Πάντα γιὰ τὸ καλό μου, χωρὶς νὰ μὲ ρωτήσεις...
  • Μὲ ἔμαθες νὰ λέω τὸν ἐθνικὸ ὕμνο καὶ πλήρωνες δασκάλους γιὰ νὰ μὲ μάθουν πὼς τιμιότερον ἁπάντων ἐστι ἡ πατρίς. Μὰ σὰν μεγάλωσα ἄφησες τὴ σημαία νὰ χαθεῖ στὸν βράχο τῶν Ἰμίων...
  • Μὲ ἔβαλες νὰ μάθω ἱστορία γιὰ νὰ μπῶ στὸ πανεπιστήμιο καὶ ἀρχαία ἑλληνικά. Μὰ σήμερά μου λὲς πὼς ἡ Μακεδονία εἶναι τὰ Σκόπια καὶ ἡ Θράκη μᾶς Τουρκία...
  • Σὰν ἔγινα ἔφηβη μὲ ἔβαλες νὰ δῶ τὸν Λάλα ἁλυσοδεμένο νὰ χάνει τὴ ζωή του γιὰ ἐσένα... Καὶ σήμερα ἐσὺ δίνεις ἰθαγένεια στὸν κάθε ἀλλοδαπὸ μὰ ὄχι στὸν Ἕλληνα τὸν σταυρό... γιὰ φαντάσου...
  • Μοῦ δίδαξες σὰν ἥρωα καὶ ἐθνάρχη τὸν Βενιζέλο... μὰ σὰν ἔγινα δασκάλα τὸν βρῆκα νὰ προδίδει ἐσένα Ἕλληνα ...θυμᾶσαι τὸν Γενάρη τοῦ 34...ἐκεῖ στὴ Σουηδία... προτείνει γιὰ τὸ Νόμπελ τῆς Εἰρήνης τὸν σφαγέα τῶν προγονῶν μου Κεμάλ...!!!
  • Μοῦ ζήτησες νὰ ἔχω κριτικὴ σκέψη... μὰ ἔκοψες τὴν ἔκθεση ὡς μάθημα καὶ λογοκρίνεις τὴ σκέψη μου... Βλέπεις ἐγὼ γιὰ ἐσένα εἶμαι ἀκραία...
  • Μοῦ ἔμαθες στὸ σχολεῖο πὼς πρέπει νὰ ὑπάρχει ἀξιοκρατία κι ὅταν σου ζήτησα νὰ μὲ ἀφήσεις στοῦ χάρτη τὴν πινέζα... ἐκεῖ στὸ Δέρειο... κι ὄχι στὸ Κολωνάκι... μὲ ἀνάγκασες νὰ βάλω μέσο τὸν πατέρα μου γιὰ νὰ μὴ μὲ διώξεις ἀπὸ ἐκεῖ...
  • Μοῦ ἔμαθες προσευχή... μὰ τώρα πιὰ μόνο γιὰ Χριστὸ δὲ θὲς νὰ μοῦ μιλήσεις..
  • Σοὺ ζήτησα νὰ πάω στὴν πρώτη τὴ γραμμὴ καὶ μ' ἄφησες μονάχη... Μοῦ ἔμαθες ὅμως καλὰ πὼς...τὸ Προξενεῖο κι ὄχι ἐσὺ εἶναι ἐκεῖ καὶ ἔχει ὄνομα... ἐ;. Ἰλμή. ἐ;. Ἀπτουραχήμ..ἐ;... Ἀλή..ἐ;. Μουαρέμ. ἐ;...
  • Μοῦ ζήτησες νὰ ἐργάζομαι σκληρά... γιὰ ἐθελοντισμὸ μιλοῦσες... μὰ ὅταν τὸ 'κανα κι αὐτὸ ἔστειλες τοὺς ''δραγουμάνους'' νὰ μοῦ ποῦν πὼς δὲ θέλουν νὰ κάνω ἐπιπλέον μαθήματα στὰ πομακόπουλα γιατί σὲ ἐνοχλεῖ... τὰ παίρνω βλέπεις ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Προξενείου...
  • Καὶ ἐγώ... ἐγὼ μεγάλωνα μέσα σὲ μία ἀντίφαση... στὸ μαῦρο καὶ τὸ ἄσπρο... Μὰ χθὲς βρέθηκα κάτω στὸ ὑπόγειο τοῦ σχολείου... σὲ εἶδα ἐκεῖ κάτω Ἑλλάδα... ἤσουν ἐκεῖ... πίσω ἀπ' τὶς κουτές. σκονισμένη... κοιτῶ τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀλέξανδρου ἀραχνιασμένο... μόνο ἐγὼ καὶ ἐσύ...ἡ προτομὴ τοῦ μέγα Ἀλέξανδρου...
  • Δάκρυσα... πόνεσα...μὰ σὲ ἄκουσα Ἑλλάδα ἀπ' τὴ φωνή του... ''Ποιὸς εἶναι ἐθνάρχης'' μὲ ρωτᾶ...''ὁ Βενιζέλος;.. ποιὸς ἀγωνίζεται σκληρά... ὁ Γιῶργος ἀπ' τὰ ξένα;
  • Γιὰ σκέψου ἐσὺ δασκάλα... μὲ ξαναρωτᾶ... ἂν τώρα ἐδῶ μέσα, ἀπὸ τὴν πόρτα ἔμπαινε καὶ ἐρχόταν κι ὁ Κολοκοτρώνης... καὶ μᾶς ρωτοῦσες καὶ τοὺς δύο ποιὸ μέρος τῆς Ἑλλάδας θὰ θυσιάζαμε στὸ χθὲς γιὰ χάρη τῆς εἰρήνης... Μακεδονία ἢ Ἤπειρο... Θράκη ἢ τὸ Αἰγαῖο...
  • Ἀναλογίσου ἐσὺ δασκάλα... θὰ τὸ σκεφτόμασταν πολύ; Τί νὰ διαπραγματευτῶ... τὴ γῆ μου ἢ τὸ νερό μου;... μὰ ἐσὺ δασκάλα δίδαξες ἐκεῖνον ὡς ἐθνάρχη... καὶ ὄχι ἐμᾶς ...ἐμᾶς κλειδώνεις στὰ ''μπουντρούμια''...
  • Ἑλλάδα μὲς στὶς ἀντιφάσεις σου... ξεχνᾶς τὰ σύνορά σου καὶ τὸν ἐχθρὸ ποτίζεις ἐδῶ μέσα... προδότες ἑλληνόφωνοι... διαλέξτε ἐπιτέλους τὸν Λεωνίδα ἀρχηγό...ἢ μήπως ἐφιάλτη;... κι ἱστορία θὰ φερθεῖ ἀνάλογα εἰς τὸν καθένα...
  • Γέμισαν τάφοι μὲ κορμιὰ πιλότων... γιατί ἔχουμε εἰρήνη!!! Γέμισε καὶ ἡ βουλὴ ἑλληνόφωνους ἀπ' τὴν ἑλληνοτουρκικὴ φιλία...
  • Φτάνει, δὲ θέλω πιὰ νὰ ἀκούω τὴ φωνή σας ...γιατί πιστεύω στὸ ἔθνος μου κι ὄχι στὸ ''nation'' ποὺ θὰ 'λεγε καὶ ὁ ''μέγας'' ὁ Γιωργάκης... τὸ ἔθνος εἶναι ἑλληνικό, εἶναι ἦθος καὶ ἔθος ρωμιοσύνης... τὸ ''nation'' εἶναι ἡ ''φύση'' του... ἐκ γενετῆς προδότης...
  • Κι' ἂν ὅλα αὐτὰ δὲ σ' ἄρεσαν ''λόγιε'', ''πολιτικὲ'' δημοκρατίας, νὰ τὸ θυμᾶσαι ...εἶμαι δημιούργημα τῆς πιὸ παράλογης... δικῆς σου ἀναρχίας..

22 Νοεμβρίου 2011

Ο ΑΛΥΣΟΔΕΜΕΝΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ



Αλυσοδεμένος ελέφαντας

-Δεν μπορώ του είπα. Δεν μπορώ!
-Σίγουρα; με ρώτησε αυτός.
-Ναι. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να σταθώ μπροστά της και να της πω τι νιώθω…

Ξέρω, όμως, ότι δεν μπορώ!!!
Ο Χόρχε κάθισε σαν το Βούδα πάνω σ΄ εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του χαμογέλασε, με κοίταξε στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε:
-Να σου πω μια ιστορία…
Και χωρίς να περιμένει να συμφωνήσω, ο Χόρχε άρχισε να αφηγείται:
“Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα.
Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών.
Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του…
Όμως, μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ΄ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος. 
Μια αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του. Ωστόσο, το ξύλο ήταν αληθινά μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο βάθος μέσα στο έδαφος.
Μολονότι η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορούσε να ξεριζώνει δέντρα με τη δύναμη του, θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει. 
Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο. 
Μα τι τον κρατάει; Γιατί δεν το σκάει;
Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων. 
Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο ,τον πατέρα μου ή ένα θείο μου, για το μυστήριο του ελέφαντα. Κάποιος μου εξήγησε ότι ο ελέφαντας είναι δαμασμένος.
Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: Κι αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;
Δε θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση. 
Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι, και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμα
Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα – ευτυχώς για μένα – ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε ν΄ ανακαλύψει την απάντηση.
Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει γιατί τον έδεναν σ΄ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ, πολύ μικρός.
Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα τον νεογέννητο ανυπεράσπιστο ελέφαντα δεμένο στο παλούκι. Είμαι βέβαιος ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει πασχίζοντας να λευτερωθεί. Μα, παρόλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφέρει, γιατί το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του.
Φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα θα προσπαθούσε ξανά, και τη μεθεπόμενη το ίδιο…
Ώσπου μια μέρα, μια φρικτή μέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του.
Αυτός ο πανίσχυρος και θεόρατος ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο δεν το σκάει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί, ο δυστυχής.
Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του είναι χαραγμένη στη μνήμη του. Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση. 
Ποτέ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του…”
-Έτσι είναι, Ντεμιάν. Όλοι είμαστε λίγο-πολύ σαν τον ελέφαντα του τσίρκου.
Περιδιαβαίνουμε τον κόσμο δεμένοι σε εκατοντάδες παλούκια που μας στερούν την ελευθερία. Ζούμε πιστεύοντας ότι δεν μπορούμε να κάνουμε ένα σωρό πράγματα, απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν είμαστε μικροί, προσπαθήσαμε και δεν τα καταφέραμε.
Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα. 
Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα: Δεν μπορώ, δεν μπορώ και ποτέ δε θα μπορέσω.
Ο Χόρχε έκανε μια μεγάλη παύση.
Ύστερα πλησίασε, κάθισε στο πάτωμα μπροστά μου και συνέχισε: Αυτό σου συμβαίνει, Ντέμι. 
Ζεις μέσα στα όρια της ανάμνησης ενός Ντεμιάν που δεν υπάρχει πια, εκείνου που δεν τα κατάφερε. 
Ο μοναδικός τρόπος να μάθεις εάν μπορείς, είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή…
Με όλη σου την ψυχή!

Απόσπασμα από το βιβλίο του Jorge Bucay με τίτλο «Να σου πω μια ιστορία»

21 Νοεμβρίου 2011

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)



Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

«Λόγος εἰς τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου»

1. Ἐὰν τὸ δένδρο ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸν καρπό, καὶ τὸ καλὸ δένδρο παράγει ἐπίσης καλὸν καρπὸ (Ματθ. ζ´ 16., Λουκ. Ϛ´ 44), ἡ μητέρα τῆς αὐτοαγαθότητος, ἡ γεννήτρια τῆς ἀΐδιας καλλονῆς, πῶς δὲν θὰ ὑπερεῖχε ἀσυγκρίτως κατὰ τὴν καλοκαγαθία ἀπὸ κάθε ἀγαθὸ ἐγκόσμιο καὶ ὑπερκόσμιο; Διότι ἡ δύναμις ποὺ ἐκαλλιέργησε τὰ πάντα, ἡ συναΐδια καὶ ἀπαράλλακτη εἰκὼν τῆς ἀγαθότητος, ὁ προαιώνιος καὶ ὑπερούσιος καὶ ὑπεράγαθος Λόγος, ἀπὸ ἀνέκφραστη φιλανθρωπία κι᾽ εὐσπλαγχνία γιὰ χάρι μας ἠθέλησε νὰ περιβληθῇ τὴν ἰδική μας εἰκόνα, γιὰ νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν φύσι ποὺ εἶχε συρθῇ κάτω στοὺς μυχοὺς τοῦ ἅδη καὶ νὰ τὴν ἀνακαινίσῃ, διότι εἶχε παλαιωθῆ, καὶ νὰ τὴν ἀναβιβάσῃ πρὸς τὸ ὑπερουράνιο ὕψος τῆς βασιλείας καὶ θεότητός του. Γιὰ νὰ ἑνωθῇ λοιπὸν μὲ αὐτὴν καθ᾽ ὑπόσταση, ἐπειδὴ ...ἐχρειαζόταν σαρκικὸ πρόσλημμα καὶ σάρκα νέα συγχρόνως καὶ ἰδική μας, ὥστε νὰ μᾶς ἀνανεώσῃ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, ἐπὶ πλέον δὲ ἐχρειαζόταν καὶ κυοφορία καὶ γέννα σὰν τὴ δική μας, τροφὴ μετὰ τὴ γέννα καὶ κατάλληλη ἀγωγή, γινόμενος πρὸς χάριν μας καθ᾽ ὅλα σὰν ἐμᾶς, εὑρίσκει γιὰ ὅλα πρέπουσα ὑπηρέτρια καὶ χορηγὸ ἀμόλυντης φύσεως ἀπὸ τὸν ἑαυτό της αὐτὴν τὴν ἀειπάρθενη, ἡ ὁποία ὑμνεῖται ἀπὸ μᾶς καὶ τῆς ὁποίας σήμερα ἑορτάζομε τὴν παράδοξη εἴσοδο στὰ ἅγια τῶν ἁγίων. Διότι αὐτὴν προορίζει πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτηρία καὶ ἀποκατάσταση τοῦ γένους, καὶ τὴν ἐκλέγει ἀνάμεσα ἀπὸ ὅλους, ὄχι ἁπλῶς τοὺς πολλούς, ἀλλὰ τοὺς ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ἐκλεγμένους καὶ θαυμαστοὺς καὶ περιβοήτους γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ σύνεσι, καθὼς καὶ γιὰ τὰ κοινωφελῆ καὶ θεοφιλῆ συγχρόνως ἤθη καὶ λόγια καὶ ἔργα.



2. Διότι στὴν ἀρχὴ ἐσηκώθηκε ἐναντίον μας ὁ νοητὸς καὶ ἀρχέκακος ὄφις καὶ μᾶς κατέῤῥιψε στὰ βάραθρα τοῦ ἅδη. Κι᾽ ὑπάρχουν πολλοὶ λόγοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ἐσηκώθηκε ἐναντίον μας καὶ ὑπεδούλωσε τὴ φύσι μας· φθόνος καὶ ζηλοτυπία καὶ μῖσος, ἀδικία καὶ δόλος καὶ σοφιστεία, καὶ μαζὶ μὲ τὰ τέτοια, ἡ θανατηφόρος δύναμις ποὺ ἔχει μέσα του, τὴν ὁποία πρῶτος ἐγέννησε καὶ μόνος του, ἀφοῦ πρῶτος αὐτὸς ἀποστάτησε ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Πραγματικὰ στὴν ἀρχὴ ἐφθόνησε τὸν Ἀδάμ, ὅταν τὸν εἶδε νὰ ζῇ στὸν τόπο τῆς ἄφθαρτης τρυφῆς καὶ νὰ περιλάμπεται μὲ θεοειδῆ δόξα καὶ νὰ ὁδηγῆται ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, ἀπὸ ὅπου αὐτὸς ἀπεῤῥίφθηκε δικαίως καὶ ἀπὸ φθόνο ἐξεμάνη ἐναντίον του μὲ τὴ χειρότερη μανία, ὥστε νὰ θελήσῃ καὶ νὰ τὸν θανατώσῃ ἀκόμη. Ὁ φθόνος εἶναι πατέρας ὄχι τοῦ μίσους μόνο ἀλλὰ καὶ τοῦ φόνου, τὸν ὁποῖο ἐπέφερε σ᾽ ἐμᾶς ἀναμιγνύοντάς τον μὲ δόλο ὁ δολερὸς καὶ ἀληθινὰ μισάνθρωπος ὄφις. Διότι καταλήφθηκε ἀπὸ ἔρωτα πρὸς τὴν τυραννία σὲ βάρος του ἐντελῶς ἄδικα, γιὰ καταστροφὴ τοῦ πλασθέντος κατ᾽ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσι Θεοῦ· ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐπιτεθῇ κατὰ πρόσωπο, ἐχρησιμοποίησε τὸν δόλο καὶ τὴν πονηρία. Ἀφοῦ ἐπλησίασε διὰ τοῦ αἰσθητοῦ ὄφεως ὡς φίλος καὶ καλὸς σύμβουλος ὁ φοβερὸς καὶ πραγματικὰ ἐχθρὸς καὶ ἐπίβουλος, κατορθώνει, φεῦ!, κρυφὰ νὰ ἐπιτύχῃ καὶ μὲ τὴ ἀντίθεη συμβουλὴ χύνει σὰν δηλητήριο στὸ ἄνθρωπο τὴν θανατηφόρα δύναμί του.



3. Ἐὰν λοιπὸν ὁ Ἀδάμ, κρατώντας δυνατὰ τότε τὴν θεία ἐντολή, ἀπέῤῥιπτε τὴν ἐχθρικὴ πονηρὰ συμβουλή, θὰ ἐφαινόταν νικητὴς κατὰ τοῦ ἀντιπάλου καὶ ἀνώτερος τῆς θανατηφόρας φθορᾶς, καταντροπιάζοντας τὸν μανιακὸ καὶ δόλιο προσβολέα. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνος ὑποκύπτοντας ἑκούσιως, ποὺ δὲν ἔπρεπε ποτὲ νὰ τὸ κάμῃ, ἐνικήθηκε καὶ ἀχρειώθηκε, κι᾽ ἔτσι, ἀφοῦ ἦταν ῥίζα τοῦ γένους, μᾶς ἀνέδειξε καταλλήλους θνητοὺς βλαστούς, ἐχρειαζόταν ὁπωσδήποτε, ἂν ἔπρεπε νὰ ἀνταποδώσωμε τὴν ἧττα, νὰ κερδίσωμε τὴ νίκη, ν᾽ ἀποῤῥίψωμε μὲ ψυχὴ καὶ σῶμα τὸ θανατηφόρο δηλητήριο καὶ ν᾽ ἀπολαύσωμε ζωή, καὶ μάλιστα ζωὴ αἰώνια καὶ ἀπαθῆ. Ἐχρειαζόταν λοιπὸν τὸ γένος μας νέα ῥίζα, δηλαδὴ νέο Ἀδάμ, ὄχι μόνο ἀναμάρτητο, ἀλλὰ κι᾽ ἐντελῶς ἀνεξαπάτητο καὶ ἀήττητο, ποὺ ἐπὶ πλέον μπορεῖ καὶ νὰ συγχωρῇ τὶς ἁμαρτίες καὶ νὰ καθιστᾶ ἀθώους τοὺς ἐνόχους, ποὺ ὄχι μόνο ζῆ ἀλλὰ καὶ ζωοποιεῖ, ὥστε νὰ μεταδίδῃ ζωὴ καὶ ἄφεσι ἁμαρτιῶν καὶ στοὺς προσκολλωμένους σ᾽ αὐτὸν καὶ συγγενεῖς κατὰ τὸ γένος, ἀναζωογονώντας ὄχι μόνο τοὺς μεταγενεστέρους, ἀλλὰ καὶ τοὺς πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ἀποθανόντας.



4. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Παῦλος, ἡ μεγάλη σάλπιγγα τοῦ Πνεύματος, βοᾷ λέγοντας, «ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἔγινε ὡς ζωντανὴ ψυχή, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ἔγινε ὡς πνεῦμα ζωοποιὸ» (Α´ Κορ. ιε´ 45). Ἀναμάρτητος δὲ καὶ ζωοποιὸς καὶ ἱκανὸς νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες δὲν εἶναι κανεὶς πλὴν τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως ὁ νέος Ἀδὰμ ἦταν ἀναγκαῖο νὰ εἶναι ὄχι μόνο ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ Θεός, νὰ εἶναι κυριολεκτικῶς ζωὴ καὶ σοφία, δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη, εὐσπλαγχνία καὶ κάθε ἄλλο ἀγαθό, ὥστε νὰ διενεργήσῃ τὴν ἀνακαίνισι καὶ ἀναζώωσι τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ μὲ ἔλεος καὶ σοφία καὶ δικαιοσύνη. Ὁ νοητὸς καὶ ἀρχέκακος ὄφις, χρησιμοποιώντας τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ προεκάλεσε σ᾽ ἐμᾶς τὴν παλαίωσι καὶ τὴ νέκρωσι.



5. Ὅπως λοιπὸν στὴν ἀρχὴ ὁ ἀνθρωποκτόνος ἀπὸ φθόνο καὶ μῖσος ξεσηκώθηκε ἐναντίον μας, ἔτσι ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς ἐκινήθηκε ὑπὲρ ἡμῶν ἀπὸ ὑπερβολὴ φιλανθρωπίας καὶ ἀγαθότητος. Διότι ἀγάπησε δικαίως τὴ σωτηρία τοῦ πλάσματός του, ποὺ ἦταν νὰ τὸ φέρῃ πάλι στὴν ἐξουσία καὶ νὰ τὸ ξανασώσῃ, ὅπως ἐκεῖνος ὁ ἀρχέκακος ἀδίκως ἀγάπησε τὴν ἀπώλεια τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦταν νὰ τὸ ὑποτάξῃ στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τοῦ ἐπιβάλλεται τυραννικῶς. Ὅπως δὲ αὐτὸς διέπραξε τὴ νίκη του καὶ τὴν πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου μὲ ἀδικία καὶ δόλο, μὲ ἀπάτη καὶ σοφιστεία, ἔτσι ὁ ἐλευθερωτὴς μὲ δικαιοσύνη καὶ σοφία καὶ ἀλήθεια ἐπραγματοποίησε τὴν τελικὴ ἧττα τοῦ ἀρχεκάκου καὶ τὴν ἀνακαίνισι τοῦ πλάσματός του. Ἀλλὰ ἡ ἀνάπτυξις τοῦ θέματος περὶ τῆς σοφίας ποὺ ὑπάρχει σ᾽ αὐτὴν τὴ θεία οἰκονομία δὲν εἶναι τοῦ παρόντος καιροῦ.



6. Ἦταν δὲ θέμα ἀκριβοῦς δικαιοσύνης καὶ ἡ ἴδια ἡ ἡττηθεῖσα καὶ ὑποδουλωθεῖσα ἑκουσίως φύσις νὰ ξαναπαλαίσῃ γιὰ τὴ νίκη καὶ ν᾽ ἀπωθήσῃ τὴ δουλεία ἑκουσίως. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Θεὸς εὐδόκησε ν᾽ ἀναλάβῃ ἀπὸ ἐμᾶς τὴ φύσι μας ἑνούμενος μὲ αὐτὴν παραδόξως καθ᾽ ὑπόστασι. Ἦταν δὲ ἀδύνατο ἡ ὑψίστη ἐκείνη καὶ ὑπεράνω τοῦ νοῦ καθαρότης νὰ ἑνωθῇ μὲ μολυσμένη φύσι διότι ἕνα μόνο πρᾶγμα εἶναι ἀδύνατο στὸν Θεὸ τὸ νὰ συνέλθῃ σὲ ἕνωσι μὲ ἀκάθαρτο, πρὶν τοῦτο καθαρισθῇ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐχρειαζόταν κατ᾽ ἀνάγκη μιὰ τελείως ἀμόλυντη καὶ καθαρωτάτη παρθένος γιὰ κυοφορία καὶ γέννησι ἐκείνου ποὺ εἶναι καὶ ἐραστής της καὶ δοτὴρ τῆς καθαρότητος ἡ ὁποία καὶ προωρίσθηκε καὶ ἀποτελέσθηκε κι᾽ ἐφανερώθηκε, καὶ τὸ σχετικὸ μὲ αὐτὴν μυστήριο ἐτελέσθηκε, μὲ πολλὰ παράδοξα γεγονότα ποὺ κατὰ καιροὺς συνῆλθαν σὲ ἕνα.



7. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὰ γεγονότα ποὺ συνετέλεσαν σ᾽ αὐτὸ ἑορτάζονται ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα, ἀφοῦ ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα ἀντιληφθήκαμε κυρίως τὸ μεγαλεῖο τῶν γεγονότων ποὺ ὡδήγησαν πρὸς τὸ τόσο μεγάλο τέλος. Διότι αὐτὸς ποὺ εἶναι ἐκ Θεοῦ καὶ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεός, καὶ Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ ὑψίστου Πατρός, συνάναρχος καὶ συναΐδιος, γίνεται υἱὸς ἀνθρώπου, αὐτῆς τῆς Ἀειπάρθενης. «Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερα εἶναι ὁ ἴδιος, καθὼς καὶ στοὺς αἰῶνες» (Ἑβρ. ιγ´ 8), ἄτρεπτος κατὰ τὴν θεότητα, ἄμεμπτος κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. «Αὐτὸς μόνος», ὅπως ἤδη προεμαρτύρησε ὁ Ἠσαΐας (Ἠσ. νγ´ 9), «δὲν διέπραξε ἁμαρτία καὶ δὲν εὑρέθηκε δόλος στὸ στόμα του». Καὶ ὄχι μόνο τοῦτο, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς μόνος δὲν συνελήφθηκε μὲ ἀνομίες, οὔτε ἐγεννήθηκε μὲ ἁμαρτίες, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Δαβὶδ στοὺς ψαλμοὺς γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο ὥστε νὰ εἶναι καὶ κατὰ τὸ πρόσλημμα τελείως καθαρὸς καὶ ἀμόλυντος καὶ νὰ μὴ χρειάζεται οὔτε κατ᾽ αὐτὸ καθάρσια μέσα γιὰ τὸν ἑαυτό του· γιὰ νὰ εἶναι ἔτσι δυνατό, διαβιβάζοντας σ᾽ ἐμᾶς γιὰ χάρι μας δικαίως μαζὶ καὶ πανσόφως τόσο τὴν κάθαρσι ὅσο καὶ τὸ πάθος, νὰ δεχθῇ καὶ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασι. Πραγματικὰ ἡ κατὰ τὴν σάρκα ὁρμὴ πρὸς γένεσι, ποὺ εἶναι ἀκουσία καὶ ἀπειθὴς στὸν νόμο τοῦ νοός, ἂν καὶ ἀπὸ μερικοὺς δουλαγωγεῖται βιαίως, ἀπὸ μερικοὺς δὲ σωφρόνως ἀφήνεται μόνο γιὰ παιδοποιΐα, πάντως φέρει τὰ σύμβολα τῆς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καταδίκης, καθὼς εἶναι καὶ λέγεται φθορὰ καὶ ὁπωσδήποτε γιὰ τὴν φθορὰ γεννᾶ, καὶ εἶναι ἐμπαθὴς κίνησις τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἐκράτησε τὴν τιμή, τὴν ὁποία ἡ φύσις μας ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὡμοιώθηκε μὲ τὰ κτήνη.



8. Γι᾽ αὐτὸ ὄχι μόνο ἦλθε ὁ Θεὸς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ ἦλθε ἀπὸ παρθένο ἁγνὴ καὶ ἁγία, μᾶλλον δὲ πανυπέραγνη καὶ ὑπεραγία, ἀφοῦ εἶναι παρθένος ὄχι μόνο ὑπερτέρα μολυσμοῦ σαρκός, ἀλλὰ καὶ ἀνωτέρα ἀπὸ μολυσμένους σαρκικοὺς λογισμούς. Τὴν σύλληψί της ἐπέφερε ἐπέλευσι παναγίου Πνεύματος, ὄχι ὀρέξεως σαρκός, προεκάλεσε εὐαγγελισμὸς καὶ πίστις στὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ ποὺ νικᾶ κάθε λόγο ὡς ἐξαίσια καὶ ὑπὲρ λόγο, ἀλλὰ δὲν προέλαβε συγκατάθεσις καὶ πεῖρα ἐμπαθοῦς. Διότι συνέλαβε κι᾽ ἐγέννησε, ἐνῶ εἶχε ἐντελῶς ἀπομακρυσμένη τέτοια ἐπιθυμία μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ θυμηδία (διότι εἶπε ἡ παρθένος πρὸς τὸν εὐαγγελιστὴ ἄγγελο, «ἰδοὺ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου ἂς γίνῃ σ᾽ ἐμένα σύμφωνα μὲ τὰ λόγια σου» (Λουκ. α´ 38). Γιὰ νὰ εὑρεθῇ λοιπὸν παρθένος ἱκανὴ γι᾽ αὐτό, ὁ Θεὸς προορίζει πρὸ αἰώνων καὶ ἐκλέγει ἀνάμεσα στοὺς ἐκλεγμένους ἀπὸ αἰῶνες αὐτὴν τὴν ὑμνουμένη τώρα ἀπὸ ἐμᾶς ἀειπάρθενη κόρη.



9. Καὶ βλέπετε ἀπὸ ποῦ ἄρχισε ἡ ἐκλογή. Ἀνάμεσα στὰ παιδιὰ τοῦ Ἀδὰμ ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ θαυμάσιος Σήθ, ποὺ μὲ τὴν εὐκοσμία τῶν ἠθῶν, τὴν εὐταξία τῶν αἰσθήσεων καὶ τὴν εὐπρέπεια τῶν ἀρετῶν ἐδείκνυε τὸν ἑαυτό του ἔμψυχο οὐρανὸ κι᾽ ἐπέτυχε γι᾽ αὐτὸ τὴν ἐκλογή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπρόκειτο νὰ βλαστήσῃ αὐτὴ ἡ παρθένος ὡς θεοπρεπὲς ὄχημα τοῦ ὑπερουρανίου Θεοῦ καὶ ν᾽ ἀνακαλέσῃ τοὺς ἀνθρώπους πρὸς οὐράνια υἱοθεσία.



10. Γι᾽ αὐτὸ ὅλοι οἱ ἀπὸ τοῦ Σὴθ (Γεν. δ´ 26) ὠνομάζονταν υἱοὶ Θεοῦ, διότι ἀπὸ αὐτὴν τὴν γενεὰ ἐπρόκειτο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ γίνῃ υἱὸς ἀνθρώπου, ἐφ᾽ ὅσον ἄλλωστε καὶ ὁ Σὴθ γλωσσικῶς σημαίνει ἀνάστασις, μᾶλλον δὲ ἐξανάστασις, ἡ ὁποία εἶναι κυρίως ὁ Κύριος ποὺ ἐπαγγέλεται καὶ χαρίζει ἀθάνατη ζωὴ στοὺς πιστεύοντας σ᾽ αὐτόν. Καὶ πόσο ταιριαστὸς εἶναι ὁ τύπος! «Ὁ μὲν Σὴθ ἔγινε γιὰ τὴν Εὔα, ὅπως λέγει αὐτή, στὴ θέσι τοῦ Ἄβελ», τὸν ὁποῖο ἐφόνευσε ἀπὸ φθόνο ὁ Κάϊν (Γεν. δ´ 25)· ὁ δὲ τόκος τῆς παρθένου Χριστὸς ἔγινε στὴ φύσι ἀντὶ γιὰ τὸν Ἀδάμ, τὸν ὁποῖο ἐθανάτωσε ἀπὸ φθόνο ὁ ἀρχηγὸς καὶ προστάτης τῆς κακίας. Ἀλλὰ ὁ μὲν Σὴθ δὲν ἀνέστησε τὸν Ἄβελ, ἀφοῦ ἦταν ἁπλῶς τύπος τῆς ἀναστάσεως· ὁ δὲ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνέστησε τὸν Ἀδάμ, διότι αὐτὸς εἶναι ἡ ἀληθινὴ τῶν ἀνθρώπων ζωὴ καὶ ἀνάστασις, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σὴθ ἀξιώθηκαν τὴν θεία υἱοθεσία κατὰ τὴν ἐλπίδα τους, ὀνομαζόμενοι υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. Ὅτι δὲ ὠνομάζονταν υἱοὶ τοῦ Θεοῦ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐλπίδος εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸν πρῶτο ὀνομασθέντα ποὺ διαδέχθηκε τὴν ἐκλογή. Ἦταν δὲ αὐτὸς ὁ Ἐνὼς τοῦ Σήθ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸ γεγραμμένο ἀπὸ τὸν Μωυσῆ «πρῶτος ἤλπισε νὰ καλῆται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ» (Γεν. δ´ 26). Βλέπετε σαφῶς ὅτι ἐπέτυχε τὸ θεῖο ὄνομα σύμφωνα μὲ τὴν ἐλπίδα;



11. Ἀφοῦ λοιπὸν ἄρχισε ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀδὰμ ἡ ἐκλογὴ γι᾽ αὐτὴν ποὺ κατὰ τὴν πρόγνωσί του θὰ ἐγινόταν μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπετελεῖτο διὰ μέσου τῶν κατὰ καιροὺς γενεῶν, κατέβηκε μέχρι τοῦ βασιλέως καὶ προφήτου Δαβὶδ καὶ τῶν διαδόχων τοῦ θρόνου καὶ τοῦ γένους του. Ἐπειδὴ δὲ ὁ καιρὸς ἐκαλοῦσε τώρα τὴν ἀποτελείωσι τῆς θείας αὐτῆς ἐκλογῆς, ἐξελέγησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἀπὸ τὸν οἶκο καὶ τὴ γενεὰ τοῦ Δαβίδ, ποὺ ἦσαν μὲν ἄτεκνοι, συνεζοῦσαν δὲ σωφρόνως καὶ ἦσαν ἀνώτεροι στὴν ἀρετὴ ἀπὸ ὅλους ὅσοι ἀνάγουν στὸ Δαβὶδ τὴν εὐγένεια τοῦ γένους καὶ τοῦ ἤθους. Αὐτὸ τὸ ζεῦγος ἐζητοῦσε διὰ τῆς ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς τὴν λῆξι τῆς ἀτεκνίας των ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὑποσχόταν νὰ ἀναθέσουν σ᾽ αὐτὸν ἀπὸ βρέφος αὐτὸ ποὺ θὰ ἐγεννοῦσαν. Τότε παρέχεται ἡ ὑπόσχεσις καὶ δίδεται παιδί, ἡ τωρινὴ Θεομήτωρ, ὥστε ἡ πανάρετη κόρη νὰ γεννηθῇ ἀπὸ πολυαρέτους γονεῖς καὶ ἡ πάναγνη ἀπὸ ἐξαιρετικὰ σώφρονες, καὶ νὰ λάβῃ ὡς καρπὸ ἡ σωφροσύνη, συνερχομένη μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκησι, τὸ νὰ γίνῃ γεννήτρια τῆς παρθενίας, καὶ μάλιστα παρθενίας ποὺ προβάλλει ἀφθόρως κατὰ τὴν σάρκα τὸν προαιωνίως γεννημένον ἀπὸ παρθένον Πατέρα κατὰ τὴν θεότητα. Τί πτερὰ ἐκείνης τῆς προσευχῆς! Τί παῤῥησία, ποὺ εὑρῆκε ἑνώπιον τοῦ Κυρίου!



12. Ἀλλὰ ἐπειδὴ βέβαια ἐκεῖνοι ἐπέτυχαν ἔτσι τὰ ζητούμενα μὲ τὴν προσευχή τους καὶ εἶδαν τὴν πρὸς αὐτοὺς θεία ἐπαγγελία νὰ ἐκπληρώνεται ἐμπράκτως, σπεύδοντας καὶ αὐτοὶ νὰ ἐκπληρώσουν τὴν πρὸς τὸ Θεὸ ὑπόσχεσι ὡς φιλαλήθεις καὶ θεοφιλεῖς καὶ φιλόθεοι συγχρόνως, εὐθὺς μετὰ τὸν ἀπογαλακτισμὸ ὁδηγοῦν τὴν ἀληθινὰ ἱερὰ καὶ θεόπαιδα καὶ τώρα θεομήτορα παρθένο στὸ ἱερὸ τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν ἱεράρχη ποὺ εὑρισκόταν σ᾽ αὐτό. Αὐτὴ δέ, γεμάτη θεία χάρι καὶ τέλειο νοῦ ἀκόμη καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴν ἡλικία, ἀντιλαμβανόταν ἀπὸ τότε, καὶ μάλιστα καλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὰ τελούμενα σ᾽ αὐτήν, καὶ ἔδειξε μὲ ὅποιον τρόπο μποροῦσε ὅτι δὲν ὁδηγεῖται, ἀλλὰ αὐτὴ μόνη της μὲ ἐλεύθερη γνώμη προσέρχεται στὸ Θεό, σὰν νὰ εἶναι ἀπὸ ἑαυτοῦ της πτερωμένη πρὸς τὸν ἱερὸ καὶ θεῖο ἔρωτα και νὰ θεωρῇ ἀγαπητὴ καὶ νὰ ἀναγνωρίζῃ ὡς ἀξία της τὴν εἴσοδο καὶ κατοικία στὰ ἅγια τῶν ἁγίων.



13. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἀρχιερεὺς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἀντιλήφθηκε τότε ὅτι ἡ κόρη εἶχε ἔνοικη τὴν θεοειδῆ χάρι παραπάνω ἀπὸ ὅλους, ἔπρεπε νὰ τὴν ἀξιώσῃ τὸ ἀνώτερο ἀπὸ ὅλους, νὰ τὴν εἰσαγάγῃ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ νὰ πείσῃ αὐτὸ ποὺ γινόταν ὅλους τοὺς τότε ἀνθρώπους ν᾽ ἀγαποῦν, μὲ τὴν σύμπραξι καὶ ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ μαζί, ποὺ ἔστελλε ἀπὸ ἄνω δι᾽ ἀγγέλου ἀπόῤῥητη τροφὴ στὴν παρθένο ἐκεῖ. Μὲ αὐτὴν τὴν τροφὴ ἐδυνάμωνε καλύτερα τὴ φύσι της καὶ συντηροῦσε καὶ τελειοποιοῦσε τὸν ἑαυτό της κατὰ τὸ σῶμα καθαρώτερα καὶ ἀνώτερα ἀπὸ τὶς ἀσώματες δυνάμεις, ἔχοντας ὡς ὑπηρέτες τοὺς οὐρανίους νόες, διότι δὲν εἰσήχθηκε ἁπλῶς καὶ μόνο στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ κατὰ κάποιον τρόπο παραλήφθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ συνοίκησι μὲ αὐτὸν γιὰ ὄχι ὀλίγα ἔτη· ὥστε ἔτσι στὸν κατάλληλο καιρὸ ν᾽ ἀνοιχθοῦν οἱ οὐράνιες μονὲς καὶ νὰ δοθοῦν γιὰ ἀΐδια κατοίκια σὲ ὅσους πιστεύουν στὴν παράδοξη γέννα της.



14. Ἔτσι λοιπὸν καὶ γι᾽ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἀπετέθη δικαίως σήμερα στὰ ἅγια ἄδυτα σὰν θησαυρὸς τοῦ Θεοῦ ἡ κόρη ποὺ ἐξελέγη ἀνάμεσα στοὺς ἐκλεκτοὺς ἀπὸ αἰῶνες, ποὺ ἀναδείχθηκε ἁγία τῶν ἁγίων, ποὺ ἔχει τὸ σῶμα καθαρώτερο καὶ θειότερο ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ διὰ τῆς ἀρετῆς κεκαθαρμένα πνεύματα, ὥστε νὰ μὴ εἶναι δεκτικὸ μόνο τοῦ τύπου τῶν θείων λόγων, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ ἐνυποστάτου καὶ μονογενοῦς Λόγου τοῦ προανάρχου Πατρός· σὰν θησαυρὸς ποὺ ὁ Λόγος θὰ τὸν χρησιμοποιοῦσε στὸν καιρὸ του, ὅπως καὶ ἔγινε, γιὰ πλουτισμὸ καὶ ὑπερκόσμιο καὶ συγχρόνως παγκόσμιο κόσμημα. Κι᾽ ἔτσι καὶ γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο δοξάζει τὴ μητέρα του καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησι καὶ μετὰ τὴ γέννησι. Ἐμεῖς δέ, κατανοώντας τὴ σημασία τῆς σωτηρίας ποὺ μᾶς ἑτοιμάσθηκε δι᾽ αὐτῆς ἀποδίδουμε μὲ ὅλη τὴ δύναμί μας τὴν εὐχαριστία καὶ τὸν ὕμνο. Πραγματικά, ἂν ἡ εὐγνώμων γυναῖκα ποὺ ἀναφέρεται στὸ εὐαγγέλιο, μόλις ἄκουσε γιὰ λίγο τοὺς σωτηριώδεις λόγους τοῦ Κυρίου, ἀπέδωσε τὸν μακαρισμὸ καὶ τὴν εὐχαριστία στὴ μητέρα τούτου, ὑψώνοντας τὴ φωνή της ἀπὸ τὸν ὄχλο καὶ λέγοντας πρὸς τὸν Χριστό, «καλότυχη εἶναι ἡ κοιλία ποὺ σ᾽ ἐβάστασε καὶ οἱ μαστοὶ ποὺ ἐθήλασες» (Λουκ. ια´ 27) ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε κοντὰ μας γραμμένα ὅλα τὰ λόγια τῆς αἰώνιας ζωῆς, καὶ ὄχι μόνο τὰ λόγια, ἀλλὰ καὶ τὰ θαύματα καὶ τὰ παθήματα καὶ τὴν δι᾽ αὐτῶν ἔγερσι τῆς φύσεως μας ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ ἀνάληψὶ της ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, καὶ τὴν δι᾽ αὐτῶν ἐπηγγελμένη σ᾽ ἐμᾶς ἀθάνατη ζωὴ καὶ ἀμετάτρεπτη σωτηρία, πῶς δὲν θ᾽ ἀνυμνήσωμε καὶ μακαρίσωμε ἀδιαλείπτως τὴν μητέρα τοῦ χορηγοῦ τῆς σωτηρίας, τοῦ δοτῆρος τῆς ζωῆς, ἑορτάζοντας τώρα καὶ τὴν σύλληψι αὐτῆς καὶ τὴν γέννησι καὶ τὴν μετοίκησι στὰ ἅγια τῶν ἁγίων;



15. Ἀλλὰ ἂς μετοικίσωμε κι᾽ ἐμεῖς τοὺς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί, ἀπὸ τὴ γῆ στὰ ἄνω· ἂς μεταφερθοῦμε ἀπὸ τὴν σάρκα ἐπάνω στὸ πνεῦμα· ἂς μεταθέσωμε τὸν πόθο ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ μόνιμα· ἂς καταφρονήσωμε τὶς σαρκικὲς ἡδονές, ποὺ ἔχουν εὑρεθῇ ὡς δέλεαρ κατὰ τῆς ψυχῆς καὶ παρέρχονται γρήγορα· ἂς ἐπιθυμήσωμε τὰ πνευματικὰ χαρίσματα ποὺ μένουν ἄφθαρτα· ἂς ὑψώσωμε ἀπὸ τὴν κάτω τύρβη τὴ στάσι καὶ τὴν διάνοιὰ μας· ἂς τὴν ἀνεβάσωμε στὰ οὐράνια ἄδυτα, ἐκεῖνα τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ὅπου τώρα κατοικεῖ ἡ Θεοτόκος.



16. Διότι ἔτσι θὰ εἰσέλθουν σ᾽ αὐτὴν ἐπωφελῶς γιὰ μᾶς μὲ θεάρεστη παῤῥησία καὶ τὰ ἄσματά μας καὶ οἱ δεήσεις μας πρὸς αὐτὴν κι ἔτσι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παρόντα μὲ τὴ μεσιτεία της θὰ γίνωμε κληρονόμοι καὶ τῶν μελλόντων καὶ μενόντων ἀγαθῶν, μὲ τὴ χάρι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας ποὺ ἐγεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν γιὰ μᾶς, στὸν ὁποῖο πρέπει δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ συναΐδιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

(σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση Π. Χρήστου, ἐκδ. Ε.Π.Ε. 11 [Ὁμιλία ΝΒ´], σελ. 238-257)

"Ο δρόμος για το σπίτι"

Στην Ορθόδοξη Παράδοση "γέροντας" σημαίνει άγιος. Τόσο μεγάλος είναι ο σεβασμός που αποδίδει στους γέρους η Ορθοδοξία. 
Ο εξευτελισμός και η περιφρόνηση του γέρου, στη νέα εποχή, είναι άγνωστος στην Ορθόδοξη Παράδοση.


Πίσω από την υποτίμηση του γέρου κρύβεται η επιδίωξη των πλουσίων να μειώσουν τον πληθυσμό της γης. Οι πλούσιοι που με το χρήμα ελέγχουν την εξουσία διακατέχονται από τον ενδόμυχο φόβο του υπερπληθυσμού. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία για την υποτίμηση των γέρων και για άλλες κατηγορίες ανθρώπων. 

 
Ο φόβος του υπερπληθυσμού εξηγεί γιατί συμβαίνουν όλα αυτά που συμβαίνουν στον τόπο μας και σε όλο τόν κόσμο, με την κατάληψη της εξουσίας από τους τεχνοκράτες.
Δεν είναι το χρήμα η αιτία. 

Έχουν ήδη συγκεντρώσει όλο τον πλούτο της γης στα χέρια τους.

Η βαθύτερη αιτία είναι ο φόβος του υπερπληθυσμού.

 
Η γη μπορεί να θρέψει τους κατοίκους της και δίχως την επιθετική τεχνολογία. Το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό, αλλά ηθικό. 
Για να δεις ότι το πρόβλημα είναι ηθικό, να σκεφθείς ότι ένας άνθρωπος έχει τον μισό πλούτο της γης. Ότι τo 20% των πλουσίων αρπάζουν τα 80% του ακαθαρίστου παγκοσμίου προϊόντος!

 
Θα καταλάβεις γιατί η εξουσία διαλύει τις οικογένειες και τις κοινωνίες που είναι θεμελιωμένες στο σεβασμό της οικογένειας, γιατί παραγκωνίζεται ο πατέρας, γιατί αγνοείται ο ενήλικος,γιατί υποτιμάται η εργασία, γιατί εξευτελίζονται οι γέροι, γιατί εκδιώκονται από την οικογένεια και την οικογενειακή εστία, γιατί στοιβάχτηκαν οι άνθρωποι σε ακατάλληλες και ανθυγιεινές κατοικίες στις νεκρές μεγαλουπόλεις.
 
Με το φόβο του υπερπληθυσμού η ολιγαρχία σχεδιάζει τη μείωση του πληθυσμού της γης. 

Γι΄ αυτό διαλύεται η Παιδεία, για να μην υπάρξει ηθική αντίσταση στην επιδίωξη των πλουσίων να μειώσουν τον πληθυσμό της γης , αρχίζοντας από τις ευπαθείς κατηγορίες ανθρώπων, τους αρρώστους, τους γέρους, τα παιδιά, τους φτωχούς...


«Ο δρόμος για το σπίτι» εκφράζει τη νοσταλγία της επιστροφής σε μια ανθρώπινη ζωή, μια ζωή στα μέτρα του ανθρώπου.
Ο δρόμος για το σπίτι, η ομώνυμη κινεζική κινηματογραφική ταινία στην οποία αναφέρονται οι γραμμές που ακολουθούν, είναι ένας ύμνος στον πατέρα:


 
«Στη ζωή ο καθένας πρέπει να έχει ένα στόχο. Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο και χειμώνας. Σε όλα υπάρχει κάποιος σκοπός. Ανατολή, Δύση, Βορράς, Νότος. Σε όλα υπάρχει κάποιος σκοπός». Με αυτά τα λόγια, που είναι προφανώς του Κομφούκιου αρχίζει στην κινέζικη κινηματογραφική ταινία «Ο Δρόμος για το Σπίτι», το πρώτο του μάθημα στους μαθητές του χωριού ο νέος τους δάσκαλος. Η ιστορία του έρωτα του δασκάλου αυτού με την πιο όμορφη κοπέλα του χωριού είναι το θέμα της αριστουργηματικής αυτής ταινίας του Τζανγκ Γιμού, η οποία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μπάο Σι Ριμέμπρανς.
Το έργο αρχίζει με το γιο που επιστρέφει στο χωριό, όταν μαθαίνει ότι ο γερο-δάσκαλος πατέρας του πέθανε. Στο χωριό η μητέρα του θέλει να φέρουν τον νεκρό από την πόλη με τα πόδια. Πάντα έφερναν τους νεκρούς τους με τα πόδια. - Έπρεπε να φωνάζουν όταν σκαρφάλωναν βουνά, διέσχιζαν ποτάμια και περνούσαν σταυροδρόμια. Έλεγαν του νεκρού ότι είναι ο δρόμος για το σπίτι. Όλοι του φώναζαν, για να θυμάται το δρόμο για το σπίτι.
Ο γιος προσπαθεί να μεταπείσει τη μητέρα του, γιατί ήταν πολύ δύσκολο έργο η μεταφορά του νεκρού, επειδή δεν υπήρχαν άτομα. Οι νέοι έφυγαν απ' το χωριό στις πόλεις για να βρουν δουλειά. Στο χωριό έμειναν μόνο γέροι και παιδιά. Ο γιος προτείνει στη μητέρα του να μεταφέρουν το νεκρό με τρακτέρ.«Είναι το ίδιο» της λέει «είτε τον μεταφέρουμε με τρακτέρ είτε μετά πόδια». «Δεν είναι το ίδιο» απαντάει η μητέρα του. «Ό,τι κι αν γίνει, πρέπει να τον φέρουμε με τα πόδια».
 
Ότι δεν είναι πράγματι το ίδιο, θα συμφωνήσει καθένας που θα δει την ταινία. Όχι γιατί θα λάβει υπόψη του κάποια αδιάσειστα λογικά επιχειρήματα, τα οποία εκτίθενται στην ταινία, αλλά γιατί θα αγαπήσει τα πρόσωπα του έργου, τον τόπο όπου έζησαν και τον τρόπο με τον οποίο έζησαν. Θα συμφωνήσει με την καρδιά του και όχι με τη λογική.
 
Τελικά μετά την επιμονή της μητέρας του ο νεκρός θα μεταφερθεί με τα πόδια από τους μαθητές του που συγκεντρώθηκαν από διάφορες πόλεις, για να μεταφέρουν με τα πόδια το δάσκαλο τους από την πόλη στο χωριό, αψηφώντας τον παγωμένο καιρό.
 
Τα πρόσωπα που αγαπήσαμε πιο πολύ είναι ένα μέρος της ζωής μας, ένας δρόμος που μας πηγαίνει στο σπίτι μας. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα της θαυμάσιας αυτής κινεζικής ταινίας. Η αγάπη είναι δρόμος. Το ίδιο όπως είναι η ειρήνη και η δικαιοσύνη και η χαρά, τα θεϊκά αυτά δώρα του Αγίου Πνεύματος προς τον άνθρωπο. 
 
Είναι τόσο όμορφη η ταινία αυτή, τόσο όμορφοι οι άνθρωποι, η φύση, η ζωή στη φύση, ο αληθινός έρωτας, που θα ήταν ευχής έργον να τη δουν οι σημερινοί νέοι για να λάβουν ένα παράδειγμα του αληθινού έρωτα σε μια εποχή που επικρατεί το αμερικανικό πρότυπο του ανθρώπου χωρίς αισθήματα.
 
Στη ζωή ο καθένας πρέπει να έχει ένα στόχο. Σε όλα υπάρχει κάποιος σκοπός. 
Ποιος είναι ο στόχος και ποιος είναι ο σκοπός των ανθρώπων της νέας εποχής; 

Ποιος είναι ο στόχος του σημερινού μοντέλου του έρωτα χωρίς αισθήματα; 

Μήπως προτιμούμε τις «σχέσεις» δίχως αισθήματα, για να μην διακινδυνεύσουμε να πονέσουμε σε περίπτωση διάψευσης;

 
Όταν η αποφυγή του πόνου μετατρέπεται σε καθημερινή τακτική, τότε καταλήγουμε μοιραία στη νοσταλγία του μηδενός. 

Θα προτιμούσαμε να μην είχαμε γεννηθεί.

«Ο καθείς την μύξα του για βούτυρο την έχει» (παροιμία για υποψήφιους πρωθυπουργούς )

Μεγάλος, πολύ μεγάλος ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Έζησε όλες τις κρίσιμες στιγμές του Έθνους. Και το βοήθησε. Το ύμνησε, το ενθάρρυνε, κεραύνωσε τους «τροπαιούχους του άδειου λόγου» που ροκάνιζαν τα σωθικά του. Τις ανθρωποκάμπιες (Κόντογλου) τύπου Ρεπούση και Δραγώνα, τους νάνους και τους αρλεκίνους της κομματοκρατίας.
Τον λησμονήσαμε όμως. Από τα σχολικά βιβλία είναι προγραμμένος. Έχει «κουσούρι» ασυγχώρητο: είναι εθνικός ποιητής. Σολωμός, Βαλαωρίτης, Κάλβος, Παλαμάς, οι εθνικοί μας ραψωδοί, περιφρονούνται από την δημόσια δία βίου και... νυκτοβίου, εκπαίδευση.

Ενώ, όπως έχουμε ξαναγράψει, θα συναντήσεις κείμενα του γίγαντα της λογοτεχνίας και γνωστού τηλεαστρολόγου - τηλεμπουρδολόγου Κώστα Λεφάκη (στο Τετράδιο Εργασιών της «Νεοελληνικής Γλώσσας» Γ’ Γυμνασίου, σελ. 73), ο οποίος αναφέρεται στην...

«ενίσχυση των ερωτικών σχέσεων, διότι ο Άρης δεσπόζει στον Λέοντα», θα σκοντάψεις ακόμη και σ’ ένα «απίστευτο» κείμενο τού, γράφω τ’ όνομά του και το χέρι μου τρέμει από συγκίνηση, Κ. Σημίτη, ο οποίος αποκαλύπτει στους Ελληνόπαιδες «την διαστρεβλωμένη και γι’ αυτό χωρίς απήχηση ελληνική και χριστιανική παράδοση», («Νεοελληνική Γλώσσα», Γ’ Γυμνασίου, σελ. 65).

Θα συναντήσεις στα βιβλία πολλά κείμενα του βούρκου και της σάχλας, κατακάθια που έπνιξαν τα παιδιά με τις δηλητηριώδες αναθυμιάσεις τους, Παλαμά όμως δεν θα βρεις.

Δεν εμφορείται, θα έλεγε, η «δία βίου» ανοησία, η ποίησή του από «προοδευτικές αντιλήψεις». (Πανίσχυρη η κ. Διαμαντοπούλου, παρέμεινε στο δία βίου της. Η Νέα Τάξη στηρίζει τα καλύτερα και πιο αφοσιωμένα στελέχη της).

Ο ποιητής πέθανε εν μέσω γερμανικής Κατοχής, τον Φεβρουάριο του ’43. Ο λαός έψαλλε τον Εθνικό Ύμνο, την ημέρα της κηδείας του ήχησαν οι σάλπιγγες της ελευθερίας. Γράφει ο Γιώργος Θεοτοκάς, που βρίσκεται στο ξόδι του ποιητή:

«Κατεβήκαμε προς τη σκλαβωμένη Αθήνα μας, που τη σκίαζαν απ’ την Ακρόπολη οι σημαίες των κατακτητών, με ψυχή περήφανη και χαρούμενη. Νιώθαμε την Ελλάδα ελεύθερη και νικηφόρα, μέσα στη συμφορά της. Τέτοια ήταν η δύναμη του ποιητή που είχαμε κηδέψει και που μας φαινότανε τώρα περισσότερο από πάντα ζωντανός». («Πνευματική Πορεία», εκδ. «Εστία», σελ. 202).

Αυτές τις ανήλιαγες ημέρες της ασημαντότητας, της προδοσίας και της αποπροβάτωσης του κυρίαρχου λαού, μόνο αν ανέβουμε στις στέρεες πλάτες των προγόνων, μπορεί να σηκωθεί η ματιά μας πάνω από τα εθνικά μας σάβανα. Οι πρόγονοι είναι σαν τη γη. Είναι γνωστό, η διακονία της γης δίνει χαρά στον άνθρωπο, αυτή η γεωχαρμοσύνη παραπέμπει σε αρχέγονες, γενέθλιες καταβολές του. «Εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου». («Γένεσις», 3,19).

Ο αρχαίος μύθος μιλά γιά τον Ανταίο, «γίγας δυσπολέμητος», γιος του Ποσειδώνα και της Γης. Όσο πατούσε το χώμα της μητέρας του Γης, δυνάμωνε, γινόταν ακατανίκητος. Σαφής βαθιά και λεπτή η αλληγορία του μύθου. Η πατρίδα, «το χώμα της το γλυκό που νιώθει σαν άνθρωπος», (Βρεττάκος), το εθνικόν και αληθές του Σολωμού, αυτή είναι το έσχατο καταφύγιο, είναι σαν το αίμα που ζωοποιεί το σώμα. «Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα», τραγουδά ο Ελύτης. Και πια δεν της μοιάζουμε, δεν μας αναγνωρίζει εμάς τα παιδιά της, γίναμε μασκαράδες.

Μόνο αν γυρίσουμε πίσω στην αγαπημένη πατρώα γη, αν στραφούμε στους μεγάλους λογοτέχνες και τεχνίτες του Γένους, θα βρούμε γιατρειά, θα θεραπευτούν τα έλκη της ψυχής μας.

Βουίζουν τα αυτιά μας από τις τσιρίδες όσων θεωρούν τα μνημόνια και την ξενική εξάρτηση και υποτέλεια ως περίπου ευλογία για τον τόπο. Τι απαντούν οι σπουδαίοι, «οι πάνυ ακριβείς» του Γένους, σ’ αυτούς τους χαμαίζηλους τζιτζιφιόγκους;


Γράφει ο Ανδρέας Κάλβος στο ποίημα «Αι ευχαί»:


«Καλύτερα, καλύτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
να τρέχωσι τον κόσμον
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες
παρά προστάτας να ‘χωμεν».

«Παρά προστάτας να ‘χωμεν» και προστάτας (νταβατζήδες επί το λαϊκότερον) έχουν μόνον η Ελλάς και οι πόρνες, ως θα έλεγεν ο δηκτικός ευφυολόγος, Εμ. Ροϊδης.

Γράφει και ο Κωστής Παλαμάς, ένα ωραιότατο ποίημα, κατά των εσαεί προσκυνημένων στα κελεύσματα των ξένων, στους τωρινούς που το αγγελτήριο της σκλαβιάς μας, το προσκυνοχάρτι, το βάπτισαν, μηχανισμό στήριξης. Το τιτλοφορεί «οι λύκοι». Το παραθέτω:

«Σε μοίρας ανελεήμονης τα πόδια /ή στου θεού μας το έλεος γυρτοί;/
Των εθνικών απριλομάηδων ξόδια/ μας δείχνουν για ποιας λύτρωσης γιορτή./ Μες στο παλιόσπιτό σου ταμπουρώσου,/ Ζήσε όπως-όπως· ο παθός-μαθός./ Κάλλιο γλύστρα στο δρόμο το δικό σου /παρά στο δρόμο του άλλου να είσαι ορθός./ Του ξένου τ’ άγγισμα, όποιο, δεν αφήνει / τα σημάδια του σκλάβου στο κορμί;/ Δεν είναι δανεικιά η μεγαλοσύνη·/ λευτεριάς ψεύτρας, ψεύτρα και η τιμή. /Με τ’ άρμυρά μου δάκρυα σ’ ανταμώνω,/ Εσύ της πείνας μου είσαι πλερωμή/ ντόπιο μαύρο κριθάρι που ζυμώνω,/ Όχι του ξένου το άσπρο το ψωμί».

Η μεγαλοσύνη δεν χτίζεται με δανεικά ούτε είναι δανεικιά. Οι λύκοι, προβατόσχημοι και μη, Ευρωπαίοι και... αγοραίοι είναι ανελεήμονες, το άγγισμα τους, οι θεραπείες τους, θα μας σκοτώσουν και θα μας λερώσουν.
Όμως, εδώ στην έρμη πατρίδα,

«Ραπαλοφόροι καραδοκούν / χαγάνοι ορνεοκέφαλοι / βυσσοδομούν/ σκυλοκοίτες, νεκρόσιτοι / και ερεβομανείς / κοπροκρατούν το μέλλον», μας γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης.

Το μέλλον μας, όσο θα το κρατούν στα χέρια τους τα κοπρώδη υποκείμενα της πολιτικής, θα κοπροκρατείται.

Στην τότε γερμανική Κατοχή οι σκλαβωμένοι Έλληνες, αψηφώντας και περιφρονώντας τις κάννες των Γερμανών, συνάχτηκαν στο Α’ νεκροταφείο Αθηνών, και τραγουδώντας ύμνους της λευτεριάς, αποχαιρέτησαν τον μεγάλο νεκρό. Δεν τόλμησαν τα ναζιστικά γουρούνια (pigs) να ματώσουν την συγκέντρωση.

Αυτό το αντιστασιακό ήθος του λαού μας, που πνίγηκε κάτω από την συώδη ηδονοθηρία των χρόνων της λεγόμενης μεταπολίτευσης, πρέπει να ξαναβρούμε. Δεν χάθηκε. Μπαζώθηκε από σκουπίδια και απορρίμματα, που έπεσαν σε σπίτια και σχολεία, μέσω της πορνοτηλεόρασης και της ανθελληνικής παιδείας. Λίγο σκάψιμο θέλει και θα βρούμε την βασιλική φλέβα, την σωτήρια πηγή.

Κι ας αφήσουμε τους «εθνοσωτήρες» και εθνοπροδότες να στριγγλίζουν και να μας απειλούν. Σ’ αυτούς απαντά ο Γ.Σουρής:


«Αυτά φωνάζει ο καθείς
και την φωνήν οξύνει
και στον λαό φορτώνεται
και του πατεί τον κάλο
αλλ’ ο λεγόμενος λαός
τον αφαλό του ξύνει
για να μην πω χωρίς ντροπή
πως ξύνει τίποτ’ άλλο».