Τεσσαρακοστή ή απλά Σαρακοστή, ονομάζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία η περίοδος νηστείας διάρκειας σαράντα ημερών. Αν και υπάρχει αντίστοιχη περίοδος νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα η οποία ονομάζεται Μικρή Τεσσαρακοστή ή Σαρανταήμερο, με τον όρο Τεσσαρακοστή αναφερόμαστε κυρίως στην νηστεία της περίοδου πριν το Πάσχα που είναι αρχαιότερη και αυστηρότερη και ονομάζεται Μεγάλη Τεσσαρακοστή ή και Αγία Τεσσαρακοστή και η οποία φέτος αρχίζει τη Δευτέρα, 7 Μαρτίου.
Σύμφωνα με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η περίοδος αυτή περιελάμβανε και την Μεγάλη εβδομάδα:
"Ιδού προς το τέλος εφθάσαμεν λοιπόν της Αγίας Τεσσαρακοστής, και της νηστείας διανύσαμε τον πλουν...επειδή εις την μεγάλην ταύτην εβδομάδα εφθάσαμεν τη του Θεού χάριτι". Αυτό επαναλαμβάνει και ο άγιος Νεκτάριος Αιγίνης: "ο χρόνος της κατηχήσεως επερατούτο κατά την Μεγάλην Εβδομάδα της Μεγάλης τεσσαρακοστής".
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΕΚΠΑ, Βλ. Φειδά, υπήρξε μια ποικιλία τάσεων για την πασχάλια νηστεία στην αρχαία εκκλησία η οποία "οφειλόταν αφ' ενός μεν στην ποικιλία των τοπικών παραδόσεων, αφ' ετέρου δε στην τάση επεκτάσεως της νηστείας προς μίμησιν της πολιτείας του Κυρίου". Aπό τις τάσεις αυτές προέκυψε κατά τo τέλος του 3ου αιώνα η προπασχάλια νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής η οποία μαρτυρείται για πρώτη φορά με την ονομασία Τεσσαρακοστή, στις αρχές του 4ου αιώνα στον 5ο κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου όπου αναφέρεται:
"Αι δε σύνοδοι γινέσθωσαν, μία μεν προ της Τεσσαρακοστής, ίνα πάσης μικροψυχίας αναιρουμένης, το δώρον καθαρόν προσφέρηται τω Θεώ δευτέρα δε..." δηλ. "Οι σύνοδοι να γίνονται μία πριν από τη σαρακοστή, για να προσφέρεται στο Θεό καθαρό το δώρο, αφού εκλείψει κάθε μικροψυχία και η δεύτερη...".
Παρόμοιες αναφορές κάνει και ο ιστορικός Σωκράτης (380-440) ο οποίος μαρτυρεί διχογνωμία για τη διάρκεια της νηστείας: "Οι δε εν Ιλλυριοίς και όλη τη Ελλάδι, και οι εν Αλεξανδρεία, προ εβδομάδων εξ την προ του Πάσχα νηστείαν νηστεύουσι, Τεσσαρακοστήν αυτήν ονομάζοντες. Άλλοι δε παρά τούτους, οι προ επτά της εορτής εβδομάδων της νηστείας αρχόμενοι, και τρεις μόνας πενθημέρους εκ διαλειμμάτων νηστεύοντες, ουδέν ήττον και αυτοί Τεσσαρακοστήν τον χρόνον τούτον καλούσι. Και θαυμάσαι μοι έπεισι, πως ούτοι περί τον αριθμόν των ημερών διαφωνούντες Τεσσαρακοστήν αυτήν ονομάζουσι".
Ο τελικός χρόνος έναρξης-λήξης της νηστείας ορίστηκε κατά τον 5ο αιώνα.
H νηστεία αυτή έχει θεσπιστεί κατά μίμηση της νηστείας του Χριστού στην έρημο όπως και ο αριθμός των σαράντα ημερών σχετίζεται με την χρονική διάρκεια της νηστείας εκείνης (Ματθ. 4,2). Η διάρκεια της νηστείας εκτείνεται από την Καθαρή Δευτέρα ως το Σάββατο του Λαζάρου, μετά το οποίο αρχίζει η Μεγάλη εβδομάδα. Κατά τη νηστεία εντέλλεται η αποχή από κρέας, ψάρι, αυγό και γαλακτοκομικά, εκτός από την Κυριακή των Βαΐων όπου επιτρέπεται το ψάρι, όπως και την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αν δε συμπέσει με τη Μ. Εβδομάδα.
Με την πάροδο του χρόνου, κάθε πολυήμερη περίοδος νηστείας άρχισε να ονομάζεται Τεσσαρακοστή ή Σαρακοστή (και από την ονομασία αυτή, τα επιτρεπτά προς κατανάλωση τρόφιμα ονομάστηκαν "σαρακοστιανά"). Ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης (6ος αι.) αναφέρεται σε τρεις τεσσαρακοστές όπου σε αυτές του Πάσχα (49 ημέρες μαζί με τη Μεγάλη εβδομάδα όπου νηστεύουμε σε ανάμνηση των Παθών του Χριστού) και των Χριστουγέννων (40 ημέρες) εντάσσει και αυτή των Αγίων Αποστόλων (από την επομένη των Αγίων Πάντων μέχρι την 28η Ιουνίου). Σε αυτές θα πρέπει να προστεθεί και μία ακόμη σημαντική περίοδος νηστείας, αυτή του Δεκαπενταύγουστου (συνολικά 15 μέρες) όπου εορτάζεται η Κοίμηση της Θεοτόκου.
Το διάστημα μέχρι τη Μεγάλη εβδομάδα
Το διάστημα μέχρι τη Μεγάλη εβδομάδα περιλαμβάνει τις εξής εορτές:
Η πρώτη εβδομάδα της Τεσσαρακοστής λέγεται και Καθαρή, επειδή καθαριζόμαστε εσωτερικά με την προσευχή και τη νηστεία, με την οποία στρέφουμε και το σώμα "στην υπηρεσία της ψυχής".
Η πρώτη Κυριακή της Καθαρής Εβδομάδας λέγεται Κυριακή της Ορθοδοξίας όπου γιορτάζουμε το θρίαμβο της Ορθοδοξίας εναντίον των εχθρών της και την οριστική αναστήλωση των αγίων εικόνων. Η γιορτή αυτή καθιερώθηκε την εποχή της αυτοκράτειρας του Βυζαντίου Θεοδώρας, το έτος 843, όποτε και αναστηλώθηκαν οι άγιες εικόνες.
Η Δεύτερη Κυριακή των Νηστειών ορίσθηκε εις μνήμη του υπερασπιστή της Ορθοδοξίας αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, που έζησε τον δέκατο τέταρτο αιώνα. Η Εκκλησία προβάλλει το παράδειγμα του αγίου Γρηγορίου προς μίμηση από τους πιστούς.
Η Τρίτη Κυριακή των Νηστειών είναι η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως. Η Εκκλησία προβάλλει προς προσκύνηση τον Τίμιο και ζωοποιό Σταυρό ψάλλοντας τον ύμνο "Τον Σταυρόν Σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, και την αγίαν Σου Ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν" (όπως και στην εορτή της υψώσεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου), υπενθυμίζοντας στους πιστούς ότι πλησιάζει η χαρμόσυνη ημέρα της Αναστάσεως.
Ακολουθεί η Τετάρτη Κυριακή των Νηστειών όπου γιορτάζουμε τη μνήμη του οσίου Ιωάννου (6ος-7ος αι.), του συγγραφέα του περίφημου βιβλίου της Κλίμακος, ένα βιβλίο με πνευματικές διδαχές που γράφτηκε ώστε "ωσάν κάποια κλίμαξ [σκάλα] που θα φθάνη τις πύλες του ουρανού...θα ανεβάζη εκεί σώους και αβλαβείς όσους θέλουν".
Την Πέμπτη της εβδομάδας αυτής και κατά τον Όρθρο, ψάλλεται η ακολουθία του Μεγάλου κατανυκτικού Κανόνα. Πρόκειται για το εκτενές ποίημα του σημαντικού μελωδού της Εκκλησίας, αρχιεπίσκοπου Κρήτης Ανδρέα (7ος αι.), που αποτελείται από 280 τροπάρια. Στο έργο αυτό περιέχεται ολόκληρη η ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και μέσω αυτού η Εκκλησία καλεί τον άνθρωπο να μιμηθεί τις αρετές και "όσα δε των φαύλων απόφευγειν".
Κατά την Πέμπτη Κυριακή των Νηστειών τελεί η Εκκλησία τη μνήμη της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.
Κάθε Παρασκευή, από την πρώτη εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής ψάλλεται ο Ακάθιστος Ύμνος ή αλλιώς, οι Χαιρετισμοί, μια καθιερωμένη ονομασία για την ακολουθία του Ακάθιστου ύμνου, η οποία προήλθε από τα αλλεπάλληλα "Χαίρε" που περιλαμβάνει. Στο σύνολό του, ο Ακάθιστος ύμνος περιλαμβάνει 24 οίκους (λειτουργικά άσματα που συνήθως ακολουθούν αλφαβητική ακροστιχίδα) οι οποίοι ψάλλονται τμηματικά σε διάρκεια 5 εβδομάδων ως εξής: καταρχάς 4 ακολουθίες, από 6 οίκους την κάθε φορά, κι έπειτα άλλη μία ακολουθία όπου ψάλλεται ολόκληρος ο Ακάθιστος, και με τους 24 οίκους.
Το Σάββατο της Έκτης Εβδομάδας της Μ. Τεσσαρακοστής τελείται η μνήμη της αναστάσεως του φίλου του Χριστού Λαζάρου, τον οποίο ο Κύριος ήγειρεν εκ νεκρών λέγοντας δεύρο έξω (Ιωάν. 11,43).
Την επομένη, Έκτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής, γιορτάζεται η Κυριακή των Βαΐων, προς ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα.
To πνευματικό νόημα της Σαρακοστής *
Πώς θα μπορούσε η Μεγάλη Σαρακοστή να έχει όχι μια απλή επιφανειακή, αλλά μια αληθινή επίδραση στην ύπαρξή μας; Πώς είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε στη ζωή μας τη διδασκαλία της Εκκλησίας σχετικά με τη Μεγάλη Σαρακοστή όπως μας μεταδίδεται κυρίως μέσα από τη λατρεία αυτής της περιόδου; Τούτη η ζωή είναι πολύ διαφορετική από τη ζωή των ανθρώπων εκείνων που ζούσαν τον καιρό που γράφονταν αυτοί οι ύμνοι και οι Ακολουθίες και συντάσσονταν οι κανόνες και τα τυπικά. Ζούσε τότε κανείς σε μια σχετικά μικρή και βασικά αγροτική κοινωνία, μέσα σ' ένα οργανωμένο ορθόδοξο κόσμο και η Εκκλησία διαμόρφωνε το γενικό ρυθμό της ζωής του. Τώρα όμως ζούμε σε τεράστια αστικά κέντρα, σε τεχνοκρατούμενες κοινωνίες, πληθωρικές στα θρησκευτικά «πιστεύω» τους με εκκοσμικευμένες απόψεις για τον κόσμο, και μέσα σ' αυτές εμείς οι ορθόδοξοι αποτελούμε μια ασήμαντη μειονότητα.
Η Μεγάλη Σαρακοστή δεν είναι πια «αισθητή», όπως ήταν παλιά στην Ελλάδα ή στην Ρωσία, ας πούμε. Η ερώτησή μας λοιπόν είναι πολύ ουσιαστική: πώς μπορούμε εμείς -πέρα από το να κάνουμε μια ή δυο «συμβατικές» αλλαγές στην καθημερινή ζωή μας - να τηρήσουμε τή Σαρακοστή; Είναι φανερό, λόγου χάρη, ότι για τους πιο πολλούς από τους πιστούς το να παρακολουθούν καθημερινά τις Ακολουθίες αυτής της περιόδου είναι πέρα από κάθε συζήτηση. Εξακολουθούν, φυσικά να εκκλησιάζονται την Κυριακή, αλλά, όπως έχουμε πει, τις Κυριακές της Σαρακοστής η Θεία Λειτουργία, τουλάχιστον εξωτερικά, δεν αντανακλά κάτι από τη Μεγάλη Σαρακοστή και έτσι δεν μπορεί κανείς να έχει ούτε καν την αίσθηση του λατρευτικού τυπικού της Σαρακοστής, δεδομένου μάλιστα ότι η λατρεία είναι το μόνο μέσο που μας μεταφέρει στο πνεύμα της Σαρακοστής. Και εφ' όσον η Σαρακοστή με κανένα τρόπο δεν χρωματίζει τον πολιτισμό στον οποίο ανήκουμε, δεν είναι ν' απορεί κανείς που αρνητικά καταλαβαίνουμε τη Σαρακοστή, δηλαδή, σαν μια περίοδο στην οποία απαγορεύονται μερικά πράγματα, όπως το κρέας, τα λίπη, οι χοροί και οι διασκεδάσεις.
Η συνηθισμένη ερώτηση: «τι προσπαθείς να στερηθείς τούτη τη Σαρακοστή;» συνοψίζει τέλεια την αρνητική προσέγγιση της Σαρακοστής. Σαν θετική προσέγγιση, θεωρείται η αντίληψη ότι η Σαρακοστή είναι ο καιρός για την πραγματοποίηση της ετήσιας «υποχρέωσης» της Εξομολόγησης και της θείας Κοινωνίας («... και όχι αργότερα από την Κυριακή των Βαΐων...» έγραφε ένα φυλλαδιάκι μιας ενορίας). Και αφού εκπληρωθεί αυτή η υποχρέωση τότε το υπόλοιπο της Σαρακοστής φαίνεται να χάνει όλα τα θετικά νοήματα.Έτσι είναι φανερό ότι έχει αναπτυχθεί μια, μάλλον βαθιά, διαφωνία ανάμεσα στο πνεύμα ή τη «θεωρία» της Σαρακοστής, που προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε με βάση τη λατρεία, και στην κοινή και συνηθισμένη αντίληψη που επικρατεί και υποστηρίζεται όχι μόνο από τους λαϊκούς αλλά ακόμα και από τους ίδιους τους κληρικούς. Γιατί είναι πάντοτε πολύ πιο εύκολο να περιορίσεις κάτι πνευματικό μέσα σε κάτι τυπικό παρά ν' αναζητήσεις το πνευματικό μέσα στο τυπικό.
Μπορούμε να πούμε, χωρίς καμιά υπερβολή, ότι αν και η Μεγάλη Σαρακοστή "τηρείται" ακόμα, όμως έχει χάσει την επίδρασή της στη ζωή μας, σταμάτησε να είναι το λουτρό της μετανοίας και της ανανέωσης που είχε σαν σκοπό της, σύμφωνα με τη λειτουργική καί πνευματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Αλλά τότε, μπορούμε άραγε να ξαναβρούμε και να ξανακάνουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή μια πνευματική δύναμη για την καθημερινή πραγματικότητα της ύπαρξής μας; Η απάντηση σ' αυτή την ερώτηση εξαρτάται πρώτα πρώτα - θα έλεγα και μοναδικά - από το αν επιθυμούμε να πάρουμε στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή ή όχι. Όσο και αν είναι νέες ή διαφορετικές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούμε σήμερα, όσο και αν είναι πραγματικές οι δυσκολίες και τα εμπόδια που υψώνονται από το σύγχρονο κόσμο μας, τίποτε απ' αυτό δεν αποτελεί αμετάκλητο εμπόδιο, τίποτε δεν κάνει τη Μεγάλη Σαρακοστή «αδύνατη».
Η πραγματική αιτία για την οποία βαθμιαία χάνουμε την επίδραση της Σαρακοστής στη ζωή μας βρίσκεται βαθύτερα. Είναι η δική μας συνειδητή ή ασυνείδητη μείωση της θρησκείας σε ένα επιπόλαιο τυπικισμό και συμβολισμό, πράγμα που αποτελεί ακριβώς το ξεστράτισμα και μετριάζει τη σοβαρότητα των απαιτήσεων της θρησκείας από τη ζωή μας, την αίτηση για δέσμευση και προσπάθεια. Αυτή η μείωση, θα πρέπει να προσθέσουμε, είναι, κατά κάποιο τρόπο, ιδιόμορφη στην Ορθοδοξία. Οι χριστιανοί της Δύσης, Καθολικοί ή Προτεστάντες, όταν αντιμετωπίζουν αυτό που εκείνοι θεωρούν «αδύνατον» αλλάζουν την ίδια τη θρησκεία, την «προσαρμόζουν» στις νέες συνθήκες έτσι ώστε να την κάνουν «εφαρμόσιμη». Πρόσφατα, λόγου χάρη, είδαμε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πρώτα να ελαττώνει τη νηστεία στο κατώτατο όριο και ύστερα να την ξεφορτώνεται τελείως.
Με σωστή και δικαιολογημένη αγανάκτηση, καταγγέλλουμε μια τέτοια «προσαρμογή» σαν προδοσία της χριστιανικής παράδοσης και σαν περιορισμό στο ελάχιστο της χριστιανικής πίστης. Και πραγματικά, η αλήθεια και η δόξα της Ορθοδοξίας είναι ότι δεν «προσαρμόζεται» και δεν συμβιβάζεται με τις χαμηλότερες επιδιώξεις και δεν κάνει το Χριστιανισμό «εύκολο». Αυτό είναι η δόξα για την Ορθοδοξία αλλά φυσικά, όχι για μας, τους ορθόδοξους. Δεν είναι σήμερα, ούτε και χθες, αλλά πολύ παλιότερα που βρήκαμε ένα τρόπο να συμφιλιώνουμε τις απόλυτες απαιτήσεις της Εκκλησίας με την ανθρώπινη αδυναμία μας" και αυτό δεν γίνεται μόνο με «απώλεια του προσώπου» αλλά και με πρόσθετες αφορμές για αυτοδικαίωση και ήσυχη συνείδηση.
Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η εκπλήρωση αυτών των απαιτήσεων συμβατικά, και ο συμβολικός τυπικισμός που διαποτίζει σήμερα όλη τη θρησκευτική μας ζωή. Έτσι, λόγου χάρη, δε θα σκεπτόμασταν ποτέ να αναθεωρήσουμε τη Λειτουργία μας και τους μοναστικούς κανονισμούς της -Θεός φυλάξοι!- θα συνεχίζαμε όμως να ονομάζουμε την Ακολουθία της μιας ώρας «ολονύκτια αγρυπνία» και υπερήφανα θα εξηγούσαμε ότι αυτή είναι η ίδια Ακολουθία που έκαναν οι μοναχοί στη Λαύρα του Αγίου Σάββα τον 9ο αιώνα! Σε σχέση με τη Μεγ. Σαρακοστή, αντί να κάνουμε ουσιαστικές ερωτήσεις -«τι είναι νηστεία; ή «τι είναι Σαρακοστή»;- εμείς ικανοποιούμαστε με τα σύμβολά της. Στα εκκλησιαστικά περιοδικά και φυλλάδια εμφανίζονται συνταγές για «ένα υπέροχο νηστήσιμο πιάτο»!
Μπορεί ακόμα η ενορία και να συγκεντρώσει μερικά πάρα πάνω χρήματα οργανώνοντας ένα καλοδιαφημισμένο «σαρακοστιανό γεύμα». Είναι τόσα πολλά εκείνα που στις εκκλησίες μας εξηγούνται συμβολικά σαν ενδιαφέροντα, πολύχρωμα και διασκεδαστικά έθιμα και παραδόσεις, σαν κάτι δηλαδή που μας δένει όχι τόσο πολύ με τον Θεό και με μια νέα ζωή «εν Αυτώ», όσο με το παρελθόν και τις συνήθειες των προγόνων μας, ώστε γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολο να διακρίνουμε πίσω απ' αυτά τα λαϊκά έθιμα τη σοβαρότητα της θρησκείας σε όλη της την έκταση. Θέλω να τονίσω ότι δεν υπάρχει τίποτε το άσχημο στα διάφορα έθιμα. Όταν αυτά πρωτοεμφανίστηκαν ήταν τα μέσα με τα οποία η κοινωνία μπορούσε να δείξει ότι έπαιρνε στα σοβαρά τη θρησκεία. Τότε τα έθιμα δεν ήταν σύμβολα, αλλά η ίδια η ζωή. Αυτό που συνέβηκε πάντως ήταν το ότι καθώς άλλαξε η ζωή και έπαψε λίγο λίγο η θρησκεία να τη διαμορφώνει στην ολότητά της, λίγα από τα έθιμα διασώθηκαν σαν σύμβολα ενός τρόπου ζωής που δεν υπήρχε πια. Και αυτό που διασώθηκε ήταν εκείνο που, αφ' ενός είναι έντονα ζωντανό και αφ' ετέρου είναι λιγότερο δύσκολο.
Ο πνευματικός κίνδυνος εδώ είναι ότι σιγά σιγά αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει τη θρησκεία σαν ένα σύστημα από σύμβολα και έθιμα μάλλον, παρά να ερμηνεύει όλα αυτά σαν μια πρόκληση για πνευματική ανανέωση και προσπάθεια. Μεγαλύτερη είναι η προσπάθεια που γίνεται για να προετοιμάζονται νηστίσιμα φαγητά ή για το πασχαλινό τραπέζι, παρά για τη νηστεία και τη συμμετοχή στην πνευματική πραγματικότητα του Πάσχα. Αυτό σημαίνει ότι, όσο τα έθιμα και οι παραδόσεις δεν συνδεθούν και πάλι με τη γενική θρησκευτική αντίληψη από την οποία προέρχονται, όσο δηλαδή δεν παίρνουμε στα σοβαρά τα σύμβολα, η Εκκλησία θα παραμένει χωρισμένη από τη ζωή και δεν θα την επηρεάζει καθόλου. Αντί να παριστάνουμε με σύμβολα την «πλούσια κληρονομιά» μας καιρός είναι ν' αρχίσουμε να την ενσωματώνουμε στην καθημερινή ζωή μας. Το να πάρουμε λοιπόν στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή σημαίνει ότι θα τη θεωρούμε, πρώτα απ' όλα με την πιο βαθιά έννοια, μια πνευματική πρόκληση που απαιτεί αντίδραση, απόφαση, πρόγραμμα και συνεχή προσπάθεια. Kαι ακριβώς για το λόγο αυτό, όπως ξέρουμε, θεσπίστηκαν από την Εκκλησία οι εβδομάδες προετοιμασίας για τη Μεγάλη Σαρακοστή.
Η περίοδος αυτή είναι καιρός για δράση, για απόφαση, για προγραμματισμό. Και ο καλύτερος και ευκολότερος τρόπος είναι ν' ακολουθήσουμε την καθοδήγηση της Εκκλησίας που είναι η μελέτη και ο στοχασμός πάνω στα πέντε ευαγγελικά θέματα που μας προσφέρονται τις πέντε Κυριακές της περιόδου πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Τα θέματα αυτά είναι: η διακαής επιθυμία (Ζακχαίος), η ταπείνωση (Τελώνης και φαρισαίος), επιστροφή από την εξορία (Άσωτος), η κρίση (Κυριακή της Απόκρεω) και η συγχωρητικότητα (Κυριακή της Τυροφάγου). Αυτές οι ευαγγελικές περικοπές δεν διαβάζονται μόνο και μόνο για ν' ακουστούν στην Εκκλησία" σκοπός είναι να τις «πάρω μαζί μου στο σπίτι» και να στοχαστώ πάνω σ' αυτές σχετίζοντάς τις μάλιστα με τη ζωή μου, την οικογενειακή μου κατάσταση, τις επαγγελματικές υποχρεώσεις μου, το ενδιαφέρον μου για τα υλικά πράγματα, τις σχέσεις μου με τους συγκεκριμένους ανθρώπους με τους οποίους ζω. Αν σ' αυτή την προσπάθεια περισυλλογής προσθέσει κανείς και την προσευχή αυτής της περιόδου: «της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλαις ζωοδότα...» και τον ψαλμό 136 «επί των ποταμών της Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν...» μπορεί να καταλάβουμε τι σημαίνει να «νιώθεις ότι είσαι με την Εκκλησία», και πώς μπορεί μια λειτουργική περίοδος να χρωματίσει τη καθημερινή ζωή. Επίσης είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να διαβάσει κανείς κάποιο θρησκευτικό βιβλίο. Ο σκοπός δε αυτού του διαβάσματος δεν είναι μόνο ν' αυξήσουμε τις θρησκευτικές γνώσεις μας" είναι βασικά να καθαρίσουμε το μυαλό μας απ' όλα όσα συνήθως το πλημμυρίζουν. Είναι πραγματικά απίστευτο πόσο στο μυαλό μας συνωστίζονται όλων των ειδών οι έννοιες, τα ενδιαφέροντα, οι αγωνίες και οι εντυπώσεις και πόσο ελάχιστο έλεγχο ασκούμε πάνω σ' όλα αυτά. Διαβάζοντας ένα θρησκευτικό βιβλίο συγκεντρώνουμε την προσοχή μας σε κάτι εντελώς διαφορετικό από το συνηθισμένο περιεχόμενο των σκέψεών μας" δημιουργείται έτσι μια άλλη διανοητική και πνευματική ατμόσφαιρα. Όλα αυτά, φυσικά, δεν είναι «συνταγές», ίσως να υπάρχουν άλλοι τρόποι για να προετοιμαστεί κανείς για τη Σαρακοστή. Το βασικό σημείο είναι ότι, στη διάρκεια αυτής της περιόδου βλέπουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή σαν να βρίσκεται σε κάποια απόσταση, σαν κάτι δηλαδή που ακόμα έρχεται και που μας το στέλνει ο ίδιος ο Θεός σαν ευκαιρία για αλλαγή, για ανανέωση, για εμβάθυνση, και ότι παίρνουμε αυτή την επερχόμενη ευκαιρία πολύ στα σοβαρά. Έτσι, όταν την Κυριακή της Συγγνώμης αφήνουμε το σπίτι μας και πάμε στον Εσπερινό, μπορεί να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε δικά μας - έστω και για λίγο - τα λόγια από το Μεγάλο Προκείμενο που ανοίγει τη Μεγάλη Σαρακοστή: Mη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι...
(* Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας)
Σύμφωνα με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η περίοδος αυτή περιελάμβανε και την Μεγάλη εβδομάδα:
"Ιδού προς το τέλος εφθάσαμεν λοιπόν της Αγίας Τεσσαρακοστής, και της νηστείας διανύσαμε τον πλουν...επειδή εις την μεγάλην ταύτην εβδομάδα εφθάσαμεν τη του Θεού χάριτι". Αυτό επαναλαμβάνει και ο άγιος Νεκτάριος Αιγίνης: "ο χρόνος της κατηχήσεως επερατούτο κατά την Μεγάλην Εβδομάδα της Μεγάλης τεσσαρακοστής".
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΕΚΠΑ, Βλ. Φειδά, υπήρξε μια ποικιλία τάσεων για την πασχάλια νηστεία στην αρχαία εκκλησία η οποία "οφειλόταν αφ' ενός μεν στην ποικιλία των τοπικών παραδόσεων, αφ' ετέρου δε στην τάση επεκτάσεως της νηστείας προς μίμησιν της πολιτείας του Κυρίου". Aπό τις τάσεις αυτές προέκυψε κατά τo τέλος του 3ου αιώνα η προπασχάλια νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής η οποία μαρτυρείται για πρώτη φορά με την ονομασία Τεσσαρακοστή, στις αρχές του 4ου αιώνα στον 5ο κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου όπου αναφέρεται:
"Αι δε σύνοδοι γινέσθωσαν, μία μεν προ της Τεσσαρακοστής, ίνα πάσης μικροψυχίας αναιρουμένης, το δώρον καθαρόν προσφέρηται τω Θεώ δευτέρα δε..." δηλ. "Οι σύνοδοι να γίνονται μία πριν από τη σαρακοστή, για να προσφέρεται στο Θεό καθαρό το δώρο, αφού εκλείψει κάθε μικροψυχία και η δεύτερη...".
Παρόμοιες αναφορές κάνει και ο ιστορικός Σωκράτης (380-440) ο οποίος μαρτυρεί διχογνωμία για τη διάρκεια της νηστείας: "Οι δε εν Ιλλυριοίς και όλη τη Ελλάδι, και οι εν Αλεξανδρεία, προ εβδομάδων εξ την προ του Πάσχα νηστείαν νηστεύουσι, Τεσσαρακοστήν αυτήν ονομάζοντες. Άλλοι δε παρά τούτους, οι προ επτά της εορτής εβδομάδων της νηστείας αρχόμενοι, και τρεις μόνας πενθημέρους εκ διαλειμμάτων νηστεύοντες, ουδέν ήττον και αυτοί Τεσσαρακοστήν τον χρόνον τούτον καλούσι. Και θαυμάσαι μοι έπεισι, πως ούτοι περί τον αριθμόν των ημερών διαφωνούντες Τεσσαρακοστήν αυτήν ονομάζουσι".
Ο τελικός χρόνος έναρξης-λήξης της νηστείας ορίστηκε κατά τον 5ο αιώνα.
H νηστεία αυτή έχει θεσπιστεί κατά μίμηση της νηστείας του Χριστού στην έρημο όπως και ο αριθμός των σαράντα ημερών σχετίζεται με την χρονική διάρκεια της νηστείας εκείνης (Ματθ. 4,2). Η διάρκεια της νηστείας εκτείνεται από την Καθαρή Δευτέρα ως το Σάββατο του Λαζάρου, μετά το οποίο αρχίζει η Μεγάλη εβδομάδα. Κατά τη νηστεία εντέλλεται η αποχή από κρέας, ψάρι, αυγό και γαλακτοκομικά, εκτός από την Κυριακή των Βαΐων όπου επιτρέπεται το ψάρι, όπως και την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αν δε συμπέσει με τη Μ. Εβδομάδα.
Με την πάροδο του χρόνου, κάθε πολυήμερη περίοδος νηστείας άρχισε να ονομάζεται Τεσσαρακοστή ή Σαρακοστή (και από την ονομασία αυτή, τα επιτρεπτά προς κατανάλωση τρόφιμα ονομάστηκαν "σαρακοστιανά"). Ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης (6ος αι.) αναφέρεται σε τρεις τεσσαρακοστές όπου σε αυτές του Πάσχα (49 ημέρες μαζί με τη Μεγάλη εβδομάδα όπου νηστεύουμε σε ανάμνηση των Παθών του Χριστού) και των Χριστουγέννων (40 ημέρες) εντάσσει και αυτή των Αγίων Αποστόλων (από την επομένη των Αγίων Πάντων μέχρι την 28η Ιουνίου). Σε αυτές θα πρέπει να προστεθεί και μία ακόμη σημαντική περίοδος νηστείας, αυτή του Δεκαπενταύγουστου (συνολικά 15 μέρες) όπου εορτάζεται η Κοίμηση της Θεοτόκου.
Το διάστημα μέχρι τη Μεγάλη εβδομάδα
Το διάστημα μέχρι τη Μεγάλη εβδομάδα περιλαμβάνει τις εξής εορτές:
Η πρώτη εβδομάδα της Τεσσαρακοστής λέγεται και Καθαρή, επειδή καθαριζόμαστε εσωτερικά με την προσευχή και τη νηστεία, με την οποία στρέφουμε και το σώμα "στην υπηρεσία της ψυχής".
Η πρώτη Κυριακή της Καθαρής Εβδομάδας λέγεται Κυριακή της Ορθοδοξίας όπου γιορτάζουμε το θρίαμβο της Ορθοδοξίας εναντίον των εχθρών της και την οριστική αναστήλωση των αγίων εικόνων. Η γιορτή αυτή καθιερώθηκε την εποχή της αυτοκράτειρας του Βυζαντίου Θεοδώρας, το έτος 843, όποτε και αναστηλώθηκαν οι άγιες εικόνες.
Η Δεύτερη Κυριακή των Νηστειών ορίσθηκε εις μνήμη του υπερασπιστή της Ορθοδοξίας αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, που έζησε τον δέκατο τέταρτο αιώνα. Η Εκκλησία προβάλλει το παράδειγμα του αγίου Γρηγορίου προς μίμηση από τους πιστούς.
Η Τρίτη Κυριακή των Νηστειών είναι η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως. Η Εκκλησία προβάλλει προς προσκύνηση τον Τίμιο και ζωοποιό Σταυρό ψάλλοντας τον ύμνο "Τον Σταυρόν Σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, και την αγίαν Σου Ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν" (όπως και στην εορτή της υψώσεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου), υπενθυμίζοντας στους πιστούς ότι πλησιάζει η χαρμόσυνη ημέρα της Αναστάσεως.
Ακολουθεί η Τετάρτη Κυριακή των Νηστειών όπου γιορτάζουμε τη μνήμη του οσίου Ιωάννου (6ος-7ος αι.), του συγγραφέα του περίφημου βιβλίου της Κλίμακος, ένα βιβλίο με πνευματικές διδαχές που γράφτηκε ώστε "ωσάν κάποια κλίμαξ [σκάλα] που θα φθάνη τις πύλες του ουρανού...θα ανεβάζη εκεί σώους και αβλαβείς όσους θέλουν".
Την Πέμπτη της εβδομάδας αυτής και κατά τον Όρθρο, ψάλλεται η ακολουθία του Μεγάλου κατανυκτικού Κανόνα. Πρόκειται για το εκτενές ποίημα του σημαντικού μελωδού της Εκκλησίας, αρχιεπίσκοπου Κρήτης Ανδρέα (7ος αι.), που αποτελείται από 280 τροπάρια. Στο έργο αυτό περιέχεται ολόκληρη η ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και μέσω αυτού η Εκκλησία καλεί τον άνθρωπο να μιμηθεί τις αρετές και "όσα δε των φαύλων απόφευγειν".
Κατά την Πέμπτη Κυριακή των Νηστειών τελεί η Εκκλησία τη μνήμη της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.
Κάθε Παρασκευή, από την πρώτη εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής ψάλλεται ο Ακάθιστος Ύμνος ή αλλιώς, οι Χαιρετισμοί, μια καθιερωμένη ονομασία για την ακολουθία του Ακάθιστου ύμνου, η οποία προήλθε από τα αλλεπάλληλα "Χαίρε" που περιλαμβάνει. Στο σύνολό του, ο Ακάθιστος ύμνος περιλαμβάνει 24 οίκους (λειτουργικά άσματα που συνήθως ακολουθούν αλφαβητική ακροστιχίδα) οι οποίοι ψάλλονται τμηματικά σε διάρκεια 5 εβδομάδων ως εξής: καταρχάς 4 ακολουθίες, από 6 οίκους την κάθε φορά, κι έπειτα άλλη μία ακολουθία όπου ψάλλεται ολόκληρος ο Ακάθιστος, και με τους 24 οίκους.
Το Σάββατο της Έκτης Εβδομάδας της Μ. Τεσσαρακοστής τελείται η μνήμη της αναστάσεως του φίλου του Χριστού Λαζάρου, τον οποίο ο Κύριος ήγειρεν εκ νεκρών λέγοντας δεύρο έξω (Ιωάν. 11,43).
Την επομένη, Έκτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής, γιορτάζεται η Κυριακή των Βαΐων, προς ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα.
To πνευματικό νόημα της Σαρακοστής *
Πώς θα μπορούσε η Μεγάλη Σαρακοστή να έχει όχι μια απλή επιφανειακή, αλλά μια αληθινή επίδραση στην ύπαρξή μας; Πώς είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε στη ζωή μας τη διδασκαλία της Εκκλησίας σχετικά με τη Μεγάλη Σαρακοστή όπως μας μεταδίδεται κυρίως μέσα από τη λατρεία αυτής της περιόδου; Τούτη η ζωή είναι πολύ διαφορετική από τη ζωή των ανθρώπων εκείνων που ζούσαν τον καιρό που γράφονταν αυτοί οι ύμνοι και οι Ακολουθίες και συντάσσονταν οι κανόνες και τα τυπικά. Ζούσε τότε κανείς σε μια σχετικά μικρή και βασικά αγροτική κοινωνία, μέσα σ' ένα οργανωμένο ορθόδοξο κόσμο και η Εκκλησία διαμόρφωνε το γενικό ρυθμό της ζωής του. Τώρα όμως ζούμε σε τεράστια αστικά κέντρα, σε τεχνοκρατούμενες κοινωνίες, πληθωρικές στα θρησκευτικά «πιστεύω» τους με εκκοσμικευμένες απόψεις για τον κόσμο, και μέσα σ' αυτές εμείς οι ορθόδοξοι αποτελούμε μια ασήμαντη μειονότητα.
Η Μεγάλη Σαρακοστή δεν είναι πια «αισθητή», όπως ήταν παλιά στην Ελλάδα ή στην Ρωσία, ας πούμε. Η ερώτησή μας λοιπόν είναι πολύ ουσιαστική: πώς μπορούμε εμείς -πέρα από το να κάνουμε μια ή δυο «συμβατικές» αλλαγές στην καθημερινή ζωή μας - να τηρήσουμε τή Σαρακοστή; Είναι φανερό, λόγου χάρη, ότι για τους πιο πολλούς από τους πιστούς το να παρακολουθούν καθημερινά τις Ακολουθίες αυτής της περιόδου είναι πέρα από κάθε συζήτηση. Εξακολουθούν, φυσικά να εκκλησιάζονται την Κυριακή, αλλά, όπως έχουμε πει, τις Κυριακές της Σαρακοστής η Θεία Λειτουργία, τουλάχιστον εξωτερικά, δεν αντανακλά κάτι από τη Μεγάλη Σαρακοστή και έτσι δεν μπορεί κανείς να έχει ούτε καν την αίσθηση του λατρευτικού τυπικού της Σαρακοστής, δεδομένου μάλιστα ότι η λατρεία είναι το μόνο μέσο που μας μεταφέρει στο πνεύμα της Σαρακοστής. Και εφ' όσον η Σαρακοστή με κανένα τρόπο δεν χρωματίζει τον πολιτισμό στον οποίο ανήκουμε, δεν είναι ν' απορεί κανείς που αρνητικά καταλαβαίνουμε τη Σαρακοστή, δηλαδή, σαν μια περίοδο στην οποία απαγορεύονται μερικά πράγματα, όπως το κρέας, τα λίπη, οι χοροί και οι διασκεδάσεις.
Η συνηθισμένη ερώτηση: «τι προσπαθείς να στερηθείς τούτη τη Σαρακοστή;» συνοψίζει τέλεια την αρνητική προσέγγιση της Σαρακοστής. Σαν θετική προσέγγιση, θεωρείται η αντίληψη ότι η Σαρακοστή είναι ο καιρός για την πραγματοποίηση της ετήσιας «υποχρέωσης» της Εξομολόγησης και της θείας Κοινωνίας («... και όχι αργότερα από την Κυριακή των Βαΐων...» έγραφε ένα φυλλαδιάκι μιας ενορίας). Και αφού εκπληρωθεί αυτή η υποχρέωση τότε το υπόλοιπο της Σαρακοστής φαίνεται να χάνει όλα τα θετικά νοήματα.Έτσι είναι φανερό ότι έχει αναπτυχθεί μια, μάλλον βαθιά, διαφωνία ανάμεσα στο πνεύμα ή τη «θεωρία» της Σαρακοστής, που προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε με βάση τη λατρεία, και στην κοινή και συνηθισμένη αντίληψη που επικρατεί και υποστηρίζεται όχι μόνο από τους λαϊκούς αλλά ακόμα και από τους ίδιους τους κληρικούς. Γιατί είναι πάντοτε πολύ πιο εύκολο να περιορίσεις κάτι πνευματικό μέσα σε κάτι τυπικό παρά ν' αναζητήσεις το πνευματικό μέσα στο τυπικό.
Μπορούμε να πούμε, χωρίς καμιά υπερβολή, ότι αν και η Μεγάλη Σαρακοστή "τηρείται" ακόμα, όμως έχει χάσει την επίδρασή της στη ζωή μας, σταμάτησε να είναι το λουτρό της μετανοίας και της ανανέωσης που είχε σαν σκοπό της, σύμφωνα με τη λειτουργική καί πνευματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Αλλά τότε, μπορούμε άραγε να ξαναβρούμε και να ξανακάνουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή μια πνευματική δύναμη για την καθημερινή πραγματικότητα της ύπαρξής μας; Η απάντηση σ' αυτή την ερώτηση εξαρτάται πρώτα πρώτα - θα έλεγα και μοναδικά - από το αν επιθυμούμε να πάρουμε στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή ή όχι. Όσο και αν είναι νέες ή διαφορετικές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούμε σήμερα, όσο και αν είναι πραγματικές οι δυσκολίες και τα εμπόδια που υψώνονται από το σύγχρονο κόσμο μας, τίποτε απ' αυτό δεν αποτελεί αμετάκλητο εμπόδιο, τίποτε δεν κάνει τη Μεγάλη Σαρακοστή «αδύνατη».
Η πραγματική αιτία για την οποία βαθμιαία χάνουμε την επίδραση της Σαρακοστής στη ζωή μας βρίσκεται βαθύτερα. Είναι η δική μας συνειδητή ή ασυνείδητη μείωση της θρησκείας σε ένα επιπόλαιο τυπικισμό και συμβολισμό, πράγμα που αποτελεί ακριβώς το ξεστράτισμα και μετριάζει τη σοβαρότητα των απαιτήσεων της θρησκείας από τη ζωή μας, την αίτηση για δέσμευση και προσπάθεια. Αυτή η μείωση, θα πρέπει να προσθέσουμε, είναι, κατά κάποιο τρόπο, ιδιόμορφη στην Ορθοδοξία. Οι χριστιανοί της Δύσης, Καθολικοί ή Προτεστάντες, όταν αντιμετωπίζουν αυτό που εκείνοι θεωρούν «αδύνατον» αλλάζουν την ίδια τη θρησκεία, την «προσαρμόζουν» στις νέες συνθήκες έτσι ώστε να την κάνουν «εφαρμόσιμη». Πρόσφατα, λόγου χάρη, είδαμε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πρώτα να ελαττώνει τη νηστεία στο κατώτατο όριο και ύστερα να την ξεφορτώνεται τελείως.
Με σωστή και δικαιολογημένη αγανάκτηση, καταγγέλλουμε μια τέτοια «προσαρμογή» σαν προδοσία της χριστιανικής παράδοσης και σαν περιορισμό στο ελάχιστο της χριστιανικής πίστης. Και πραγματικά, η αλήθεια και η δόξα της Ορθοδοξίας είναι ότι δεν «προσαρμόζεται» και δεν συμβιβάζεται με τις χαμηλότερες επιδιώξεις και δεν κάνει το Χριστιανισμό «εύκολο». Αυτό είναι η δόξα για την Ορθοδοξία αλλά φυσικά, όχι για μας, τους ορθόδοξους. Δεν είναι σήμερα, ούτε και χθες, αλλά πολύ παλιότερα που βρήκαμε ένα τρόπο να συμφιλιώνουμε τις απόλυτες απαιτήσεις της Εκκλησίας με την ανθρώπινη αδυναμία μας" και αυτό δεν γίνεται μόνο με «απώλεια του προσώπου» αλλά και με πρόσθετες αφορμές για αυτοδικαίωση και ήσυχη συνείδηση.
Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η εκπλήρωση αυτών των απαιτήσεων συμβατικά, και ο συμβολικός τυπικισμός που διαποτίζει σήμερα όλη τη θρησκευτική μας ζωή. Έτσι, λόγου χάρη, δε θα σκεπτόμασταν ποτέ να αναθεωρήσουμε τη Λειτουργία μας και τους μοναστικούς κανονισμούς της -Θεός φυλάξοι!- θα συνεχίζαμε όμως να ονομάζουμε την Ακολουθία της μιας ώρας «ολονύκτια αγρυπνία» και υπερήφανα θα εξηγούσαμε ότι αυτή είναι η ίδια Ακολουθία που έκαναν οι μοναχοί στη Λαύρα του Αγίου Σάββα τον 9ο αιώνα! Σε σχέση με τη Μεγ. Σαρακοστή, αντί να κάνουμε ουσιαστικές ερωτήσεις -«τι είναι νηστεία; ή «τι είναι Σαρακοστή»;- εμείς ικανοποιούμαστε με τα σύμβολά της. Στα εκκλησιαστικά περιοδικά και φυλλάδια εμφανίζονται συνταγές για «ένα υπέροχο νηστήσιμο πιάτο»!
Μπορεί ακόμα η ενορία και να συγκεντρώσει μερικά πάρα πάνω χρήματα οργανώνοντας ένα καλοδιαφημισμένο «σαρακοστιανό γεύμα». Είναι τόσα πολλά εκείνα που στις εκκλησίες μας εξηγούνται συμβολικά σαν ενδιαφέροντα, πολύχρωμα και διασκεδαστικά έθιμα και παραδόσεις, σαν κάτι δηλαδή που μας δένει όχι τόσο πολύ με τον Θεό και με μια νέα ζωή «εν Αυτώ», όσο με το παρελθόν και τις συνήθειες των προγόνων μας, ώστε γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολο να διακρίνουμε πίσω απ' αυτά τα λαϊκά έθιμα τη σοβαρότητα της θρησκείας σε όλη της την έκταση. Θέλω να τονίσω ότι δεν υπάρχει τίποτε το άσχημο στα διάφορα έθιμα. Όταν αυτά πρωτοεμφανίστηκαν ήταν τα μέσα με τα οποία η κοινωνία μπορούσε να δείξει ότι έπαιρνε στα σοβαρά τη θρησκεία. Τότε τα έθιμα δεν ήταν σύμβολα, αλλά η ίδια η ζωή. Αυτό που συνέβηκε πάντως ήταν το ότι καθώς άλλαξε η ζωή και έπαψε λίγο λίγο η θρησκεία να τη διαμορφώνει στην ολότητά της, λίγα από τα έθιμα διασώθηκαν σαν σύμβολα ενός τρόπου ζωής που δεν υπήρχε πια. Και αυτό που διασώθηκε ήταν εκείνο που, αφ' ενός είναι έντονα ζωντανό και αφ' ετέρου είναι λιγότερο δύσκολο.
Ο πνευματικός κίνδυνος εδώ είναι ότι σιγά σιγά αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει τη θρησκεία σαν ένα σύστημα από σύμβολα και έθιμα μάλλον, παρά να ερμηνεύει όλα αυτά σαν μια πρόκληση για πνευματική ανανέωση και προσπάθεια. Μεγαλύτερη είναι η προσπάθεια που γίνεται για να προετοιμάζονται νηστίσιμα φαγητά ή για το πασχαλινό τραπέζι, παρά για τη νηστεία και τη συμμετοχή στην πνευματική πραγματικότητα του Πάσχα. Αυτό σημαίνει ότι, όσο τα έθιμα και οι παραδόσεις δεν συνδεθούν και πάλι με τη γενική θρησκευτική αντίληψη από την οποία προέρχονται, όσο δηλαδή δεν παίρνουμε στα σοβαρά τα σύμβολα, η Εκκλησία θα παραμένει χωρισμένη από τη ζωή και δεν θα την επηρεάζει καθόλου. Αντί να παριστάνουμε με σύμβολα την «πλούσια κληρονομιά» μας καιρός είναι ν' αρχίσουμε να την ενσωματώνουμε στην καθημερινή ζωή μας. Το να πάρουμε λοιπόν στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή σημαίνει ότι θα τη θεωρούμε, πρώτα απ' όλα με την πιο βαθιά έννοια, μια πνευματική πρόκληση που απαιτεί αντίδραση, απόφαση, πρόγραμμα και συνεχή προσπάθεια. Kαι ακριβώς για το λόγο αυτό, όπως ξέρουμε, θεσπίστηκαν από την Εκκλησία οι εβδομάδες προετοιμασίας για τη Μεγάλη Σαρακοστή.
Η περίοδος αυτή είναι καιρός για δράση, για απόφαση, για προγραμματισμό. Και ο καλύτερος και ευκολότερος τρόπος είναι ν' ακολουθήσουμε την καθοδήγηση της Εκκλησίας που είναι η μελέτη και ο στοχασμός πάνω στα πέντε ευαγγελικά θέματα που μας προσφέρονται τις πέντε Κυριακές της περιόδου πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Τα θέματα αυτά είναι: η διακαής επιθυμία (Ζακχαίος), η ταπείνωση (Τελώνης και φαρισαίος), επιστροφή από την εξορία (Άσωτος), η κρίση (Κυριακή της Απόκρεω) και η συγχωρητικότητα (Κυριακή της Τυροφάγου). Αυτές οι ευαγγελικές περικοπές δεν διαβάζονται μόνο και μόνο για ν' ακουστούν στην Εκκλησία" σκοπός είναι να τις «πάρω μαζί μου στο σπίτι» και να στοχαστώ πάνω σ' αυτές σχετίζοντάς τις μάλιστα με τη ζωή μου, την οικογενειακή μου κατάσταση, τις επαγγελματικές υποχρεώσεις μου, το ενδιαφέρον μου για τα υλικά πράγματα, τις σχέσεις μου με τους συγκεκριμένους ανθρώπους με τους οποίους ζω. Αν σ' αυτή την προσπάθεια περισυλλογής προσθέσει κανείς και την προσευχή αυτής της περιόδου: «της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλαις ζωοδότα...» και τον ψαλμό 136 «επί των ποταμών της Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν...» μπορεί να καταλάβουμε τι σημαίνει να «νιώθεις ότι είσαι με την Εκκλησία», και πώς μπορεί μια λειτουργική περίοδος να χρωματίσει τη καθημερινή ζωή. Επίσης είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να διαβάσει κανείς κάποιο θρησκευτικό βιβλίο. Ο σκοπός δε αυτού του διαβάσματος δεν είναι μόνο ν' αυξήσουμε τις θρησκευτικές γνώσεις μας" είναι βασικά να καθαρίσουμε το μυαλό μας απ' όλα όσα συνήθως το πλημμυρίζουν. Είναι πραγματικά απίστευτο πόσο στο μυαλό μας συνωστίζονται όλων των ειδών οι έννοιες, τα ενδιαφέροντα, οι αγωνίες και οι εντυπώσεις και πόσο ελάχιστο έλεγχο ασκούμε πάνω σ' όλα αυτά. Διαβάζοντας ένα θρησκευτικό βιβλίο συγκεντρώνουμε την προσοχή μας σε κάτι εντελώς διαφορετικό από το συνηθισμένο περιεχόμενο των σκέψεών μας" δημιουργείται έτσι μια άλλη διανοητική και πνευματική ατμόσφαιρα. Όλα αυτά, φυσικά, δεν είναι «συνταγές», ίσως να υπάρχουν άλλοι τρόποι για να προετοιμαστεί κανείς για τη Σαρακοστή. Το βασικό σημείο είναι ότι, στη διάρκεια αυτής της περιόδου βλέπουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή σαν να βρίσκεται σε κάποια απόσταση, σαν κάτι δηλαδή που ακόμα έρχεται και που μας το στέλνει ο ίδιος ο Θεός σαν ευκαιρία για αλλαγή, για ανανέωση, για εμβάθυνση, και ότι παίρνουμε αυτή την επερχόμενη ευκαιρία πολύ στα σοβαρά. Έτσι, όταν την Κυριακή της Συγγνώμης αφήνουμε το σπίτι μας και πάμε στον Εσπερινό, μπορεί να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε δικά μας - έστω και για λίγο - τα λόγια από το Μεγάλο Προκείμενο που ανοίγει τη Μεγάλη Σαρακοστή: Mη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι...
(* Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου