Μία φορὰ κι ἕνα καιρὸ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἕναν ὑπηρέτη. Ὅτι τοῦ ἔλεγε ἔκαμνε, ἦταν ἔμπιστος πολλά. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως τοῦτος, ὁ ἄρχοντας, δὲν ἔκαμνε παιδί. Ἔκαμνε τάματα στοὺς ἁγίους, ἔκαμνε ἐλεημοσύνες, πολλὰ καλά, βοηθοῦσε τὰ ὀρφανά, τὲς χῆρες, τοῦ γέρους.
Ἦταν ἕνας ποταμὸς κοντὰ στὸ χωριό τους. Ἅμα ἔβρεχε, κατέβαινε ὁ ποταμός, ὁρμητικός, πλατύς, καὶ δὲν μποροῦσαν οἱ ἀνθρῶποι νὰ τὸν περάσουν, περίμεναν μέχρι νὰ ἡσυχάσει καὶ μετά. Λέει ὁ ἄνθρωπος μέσα του:
- Θὰ κτίσω κι ἕνα γιοφύρι νὰ περνοῦν τὰ πλάσματα, νὰ πηγαίνουν στὴ δουλειά τους καὶ ἴσως μου πέμψει ὁ Θεὸς ἕνα παιδί.
Πράγματι, ἔκτισε ἕνα μεγάλο γιοφύρι, ὥσπου νὰ χειμωνιάσει, ἦταν τελειωμένο. Ὄτις κι ἐτελέψαν τὸ κτίσιμο, λέγει στὸν ὑπηρέτη, τὸν μισθωτό του:
- Νὰ πᾶς νὰ μπεῖς κάτω ἀπὸ τὸ γιοφύρι, ν' ἀγροικήσεις τί θὰ λαλοῦν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ περνοῦν ἀπὸ πάνω.
Ὁ ὑπηρέτης ἐπῆγε, ἐνέβην κι ἔκατσε κάτω ἀπὸ τὸ γιοφύρι. Περνοῦσαν τὰ πλάσματα ἕνας - ἕνας κι ἔλεγαν:...
Ἦταν ἕνας ποταμὸς κοντὰ στὸ χωριό τους. Ἅμα ἔβρεχε, κατέβαινε ὁ ποταμός, ὁρμητικός, πλατύς, καὶ δὲν μποροῦσαν οἱ ἀνθρῶποι νὰ τὸν περάσουν, περίμεναν μέχρι νὰ ἡσυχάσει καὶ μετά. Λέει ὁ ἄνθρωπος μέσα του:
- Θὰ κτίσω κι ἕνα γιοφύρι νὰ περνοῦν τὰ πλάσματα, νὰ πηγαίνουν στὴ δουλειά τους καὶ ἴσως μου πέμψει ὁ Θεὸς ἕνα παιδί.
Πράγματι, ἔκτισε ἕνα μεγάλο γιοφύρι, ὥσπου νὰ χειμωνιάσει, ἦταν τελειωμένο. Ὄτις κι ἐτελέψαν τὸ κτίσιμο, λέγει στὸν ὑπηρέτη, τὸν μισθωτό του:
- Νὰ πᾶς νὰ μπεῖς κάτω ἀπὸ τὸ γιοφύρι, ν' ἀγροικήσεις τί θὰ λαλοῦν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ περνοῦν ἀπὸ πάνω.
Ὁ ὑπηρέτης ἐπῆγε, ἐνέβην κι ἔκατσε κάτω ἀπὸ τὸ γιοφύρι. Περνοῦσαν τὰ πλάσματα ἕνας - ἕνας κι ἔλεγαν:...
- Ἔκαμε πολλὰ καλὰ τοῦτος ὁ ἄνθρωπος, μὰ τοῦτο τὸ γιοφύρι εἶναι τὸ καλύτερο πρᾶγμα ποὺ μᾶς ἔκαμε. Περνᾶς χαρά σου, μήτε νὰ φοβηθεῖς τὸν ποταμό, μήτε τίποτε. Ὁ Θεὸς νὰ τοῦ χαρίνει τὴ γυναῖκα του καὶ νὰ τοῦ χαρίσει κι ἕνα παιδί...
Πέρασε ἀρκετὴ ὥρα, περνοῦσαν ἄλλοι, ἄλλοι, τὰ ἴδια λαλοῦσαν, κι εὔχονταν ὑπὲρ τοῦ ἀνθρώπου. Ὕστερα ἦρθαν τρεῖς - ἦταν ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἀκούμπησαν πάνω στὰ κάγκελα τοῦ γιοφυριοῦ καὶ λαλεῖ ἡ Ἁγία Τριάδα:
- Γιὰ τοῦτο τὸ καλὸ καὶ γιὰ ὅλα τὰ καλὰ ποὺ ἔκαμε ὁ ἄνθρωπος τοῦτος θὰ τοῦ πέμψει ὁ Θεὸς ἕνα παιδί, ποὺ ἅμα γίνει πέντε χρονῶν, ὅτι πεῖ θὰ γίνεται.
Ὁ ὑπηρέτης ἄκουσε, φθόνησεν ὅμως ἡ ψυχή του κι ὅταν νύχτωσε, ἀντὶ νὰ πάει νὰ πεῖ στὸν ἀφέντη τοῦ τί ἄκουσε, πῆγε καὶ τοῦ εἶπεν ἄλλα:
- Περνοῦσαν τὰ πλάσματα, στέκονταν κι ἔλεγαν: "Ε, καὶ τοῦτος... ἔκτισε ἕνα γιοφύρι καὶ νομίζει ὅτι εἶναι κάμποσος. Τοῦτα ὅλα ποὺ κάμνει εἶναι ἀππώματα, καμώματα καὶ κάμποσες περιχάρισες". Δὲν εἶπαν τίποτε καλὸ γιὰ σένα.
Λυπήθηκε ὁ ἄνθρωπος, ὅμως δὲν εἶπε τίποτε. Στὸ μεταξύ, ἔμπα μέρα, ἔβγα μέρα, ἐγκαστρώθη ἡ γυναῖκα του. Ἦρθε ἡ ὥρα γέννησε, πῆραν τὸ μωρὸ οἱ γειτόνισσες, τὸ περιποιήθηκαν, τὸ τύλιξαν καὶ τὸ ἔβαλαν στὴν κούνια. Φρόντισαν καὶ τὴν μάνα του κι ἔφυγαν. Ἡ γυναῖκα κουρασμένη ἐκοιμήθη. Πάει τότε ὁ ὑπηρέτης, πιάνει τὸ μωρὸ καὶ τὸ παίρνει ἔξω του χωριοῦ, σὲ μία γυναῖκα ποὺ ἀναγιωνε τὰ μωρά, ἅμα πέθαινε ἡ μάνα τους. Τῆς λέει:
- Πάρε τοῦτο τὸ μωρὸ νὰ τὸ ἀναγιώσεις κι ὅτι δαπανήσεις κι ὅτι θέλεις θὰ σὲ πλωρώσω. Ἔβγαλε μάλιστα κι τῆς ἔδωσε κι ἕνα πεντόλιρο.
- Ε, μεῖνε ἥσυχος, γιέ μου, ἐγὼ αὐτὴ τὴ δουλειὰ κάμνω.
- Ἅ! Νὰ τὸ φροντίζεις ὥσπου νὰ γίνει πέντε χρονῶν.
Ἀφήνει τὸ μωρὸ στὴ γυναῖκα καὶ πάει βουριτὸς πίσω στὸ σπίτι τοῦ ἀφεντικοῦ του. Πιάνει, ἔσφαξε μίαν ὄρνιθα, παίρνει τὸ γαῖμα της καὶ τὸ βάλλει πάνω στὰ χείλη καὶ στὰ στήθη καὶ στὰ χέρια τῆς λεχῶνας.
Σηκώνεται ὁ ἄντρας τῆς λεχῶνας τὸ πρωΐ, πάει νὰ δεῖ τὸ μωρό, δὲν ὑπάρχει μωρό.
- Παναγία μου, Κυκκώτισσά μου! Μὰ τί ἔγινε τὸ μωρό μας;
- Ἔρχεται τότε ὁ ὑπηρέτης κοντά:
- Μὰ τί ἔπαθες, ἀφέντη;
- Παναγία μου, χάθηκε τὸ μωρό!
- Δὲν βλέπεις, α... φεντη πῶς τὸ ἔφαγε ἡ μάνα του; Δὲν καταλαβαίνεις καθόλου ὅτι τὸ ἔφαγε ἡ γυναῖκα σου; Δές, τὸ ἔφαγε. Δὲς τὰ χείλη της, τὰ χέρια της, τὰ στήθη της... τὸ ἔφαγε.
- Γυρίζει ὁ καημένος ὁ ἄνθρωπος καὶ λέει στὴ γυναῖκα του ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχε ξυπνήσει ἀπὸ τὲς φωνὲς :
- Τί ἔκαμες βρά; Ἔφαγες τὸ μωρό μας, κόρη ἀσυγχώρητη;
Ἡ γυναῖκα ἔμεινε μὲ ἐνοικτὸ τὸ στώμα.
- Δὲν καταλαβαίνω τίποτε. Γιὰ τ΄ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας, εἶναι δυνατὸ νὰ φάω τὸ μωρό μου; Φώναζε, ἔκλαιε, δὲν ἤξερε τί νὰ κάμει, ἦταν γιὰ νὰ πελλάνει.
Ἔρχεται στὸ μεταξὺ ἡ Ἀστυνομία, τὴν ἐπίασαν καὶ τὴν ἐπῆραν ἔτσι λεχῶνα ὅπως ἦταν στὸ νοσοκομεῖο κι ἅμα ἑγίανε τὴν ἔβαλαν στὴ φυλακή.
Ὁ καημένος ὁ ἄντρας τῆς ἔμεινε μόνος του, δὲν ἤξερε τί νὰ κάμει, ἤθελε νὰ παθάνει ἀπὸ τὸ μαράζι του. Πήγαινε κάθε μήνα στὴ φυλακὴ κι ἔβλεπε τὴ γυναῖκα του.
Ὅμως, νὰ τοὺς ἀφήκομεν τούτους καὶ νὰ πᾶμε στὸ παιδί.
Ἔμπα μέρα, ἔβγα μέρα, ἔγινε πέντε χρονῶν. Πῆγε ὁ ὑπηρέτης ἐκεῖνος, πλήρωσε τὴ γυναῖκα ποὺ τὸ ἔγλεπε, καὶ πῆρε τὸ παιδί. Πῆγε τότες καὶ κάθισε ἀπέναντι τῶν σπιτιῶν τοῦ βασιλέα καὶ λέει στὸ παιδὶ :
- Νὰ πεῖς νὰ γίνει ἕνα σπίτι καλύτερο ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ βασιλιᾶ, ἐπιπλωμένο ὅπως ἔνι τὰ πράγματα ποὺ ἔχει ὁ βασιλιάς.
- Ε, νὰ γίνει ἕνα σπίτι καλύτερο ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ βασιλιᾶ, εἶπε τὸ παιδί.
Πράγματι, ἔγινεν ἕνα παλάτι θαῦμα, μὲ τὰ πράγματα μέσα, ὅτι χρειαζόταν. "Νὰ πεῖς νὰ΄χεῖ ψωμιά, νὰ πεῖς νὰ΄χεῖ λεφτά, νὰ πεῖς νὰ' χεῖ...", προστασσε συνέχαια ἐκεῖνος ὁ ὑπηρέτης καὶ τὸ παιδὶ ἔλεγε καὶ γένονταν ὅλα.
Μία μέρα ὁ ὑπηρέτης πῆγε καὶ ζήτησε τὴν κόρη τοῦ βασιλιᾶ. "Νὰ μοῦ δώκεις τὴν κόρη σου, ἔχω καὶ παράδες πολλούς, ἀμέτρητους, κι ὅτι θέλεις. Νὰ τὰ σπίτια μου καὶ τὰ πράγματά μου...".
Τοῦ τὴν ἔδωκε ὁ βασιλιὰς καὶ τὴν πῆρε στὸ σπίτι του. Ἦταν ὅμως ἕνας σκυλοκακός... πήγαινε κι ἔπινε καὶ μεθοῦσε κι ἔλεμνε τὴν κόρη τοῦ βασιλιᾶ μέρα - νύχτα.
Μία νύχτα, ὁ ὑπηρέτης ἔλειπε πάλι, πῆγε νὰ πιεῖ. Τὸ παιδὶ σκέφτηκε: θὰ' ρθεῖ πάλι τώρα καὶ θ΄ἀντακώσει φωνές, θὰ πάω νὰ κρυφτῶ κάτω ἀπὸ τὴν μονή". Μπῆκε κάτω ἀπὸ τὴ μονή. Γύρω - γύρω ἡ μονὴ εἶχε ροῦχο (ὅπως τὰ σκλουβέρκα) ὡς κάτω χαμαὶ καὶ δὲν φαινόνταν. Ὁ ὑπηρέτης ἦρθε τὰ μεσάνυχτα μεθυσμένος, ἀρχίνησε τὲς φωνές, ἑνὰ κακό....
- Εἶσαι τέλεια πελλός, λαλεῖ του ἡ βασιλοποῦλα. Στὸ φρενοκομεῖο ἔπρεπε νὰ σὲ πάρουν ἀντὶ νὰ σὲ παντρέψουν μ΄ ἐμένα νὰ μὲ βασανίζεις. Φρενοκομεῖο ἤθελες.
- Φρενοκομεῖο ἐγώνι; Νὰ' ξερὲς τί κατάφερα ἐγώνι!
Καὶ τῆς εἶπε τὴν ἱστορία ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅταν ἔκατσε κάτω ἀπὸ τὸ γιοφύρι. Τὸ παιδὶ στὸ μεταξὺ ἀγροικοῦσε.
- Ἤμουν ἀπὸ κάτω ΄κεῖ ὅταν ἦρθαν τρία πλάσματα καὶ εἶπαν ὅτι ὁ ἀφέντης μου θὰ κάμει ἕνα μωρὸ ποὺ ἅμα γινεῖ πέντε χρονῶν, ὅτι πεῖ θὰ γένεται. Κι ὄτις καὶ γέννησεν πῆγα κι πῆρα τὸ μωρὸ κι ἄλειψα τὴ μάνα τοῦ κάμποσο γαῖμα τῆς ὄρνιθας. Ἐγὼ καὶ ὁ ἄντρας τῆς εἴπαμε πὼς τὸ' φᾶγε, καὶ τὴν πῆρε ἡ Ἀστυνομία καὶ τὴν ἔβαλε στὴ φυλακή. Μετὰ ἀπὸ πέντε χρόνια, ἀνάλαβα τὸ κοπελούδιν, κι εἶπε κι ἐγίνη τοῦτο τὸ παλάτι. Γίνηκε τὸ ἕνα, γίνηκε τὸ ἄλλο. Ἐγώνι τὰ κατάφερα μία χαρὰ κι ἐσούνι θὰ μοῦ πεῖς πῶς εἶμαι πελλός;".
Ἅμα κι ἄκουσε ὅλα τοῦτα, τὸ παιδὶ ἐξέβην ἀπὸ τὴν μονὴ καὶ λέει τοῦ ὑπηρέτη:
- Ἡ μάνα μου εἶναι στὴ φυλακὴ κι ὁ κύρης μου μαραζώνει; Νὰ γίνεις ἕνας σκύλος ἁλυσοδεμένος!
Ξαφνικὰ ὁ ὑπηρέτης ἔγινε ἕνας σκύλος ἁλυσοδεμένος κάτω στὸ πάτωμα, κι ἔλασσε.
Λαλεῖ τῆς κοπελούδας τὸ παιδί:
- Νὰ πάεις στὸν κύρη σου, γιατί δὲν εἶναι πλάσμαν τοῦτο καὶ θὰ γενεῖ πάλι τοῦτος ὁ τόπος ἐδῶ ἔρημος.
Πέρνει τότε ἡ κοπελοῦδα ὅτι εἶχε δικό της κι ἔφυγε.
Λέει τότες τὸ παιδί:
- 'Ὅπως ἦταν πρὶν χωράφι, χωράφι νὰ γενεῖ πάλι τοῦτος ὁ τόπος. Ἐγίνη! Πιάνει τότε τὸ σκύλο ἀπὸ τὴν ἁλυσίδα κι ἐλάμνησε.
- Λάμνε, λάμνε, πῆγε καὶ βρῆκε τὸ χωριό του. Ρώτησε, βρῆκε τὸ σπίτι του, ἐνέβην ἔσω, βρῆκε τὸν κύρη του, λαλεῖ του:
- Ἴντα κάμνεις ἐδῶ;
- Ἴντα νὰ κάμω ὁ κακότυχος; Κλείω τὴ μοῖρα μου.
- Γιατί εἶσαι κακότυχος;
- Ἔτσι κι ἔτσι πάθαμε.
- Θωρεῖς τοῦτον τὸ σκύλο; Εἶναι ὁ ὑπηρέτης σου.
- Ὁ ὑπηρέτης μου;
- Ναί, ἦρθαν πάνω στὸ γιοφύρι τρία πλάσματα ἐνῷ ὁ ὑπηρέτης σου ἦταν ἀπὸ κάτω κι ἀγροῖκαν. Αὐτὰ τὰ τρία πλάσματα ἦταν ἡ Ἁγία Τριάδα κι εἶπε ὅτι θὰ κάμεις ἕνα μωρὸ ποὺ ἅμα γινεῖ πέντε χρονῶν, ὅτι πεῖ θὰ γένεται. Κι ἔκαμες ἐμένα. Τοῦτος ὁ ὑπηρέτης, ἔσφαξε μία ὄρνιθα κι ἔχρισε τὴ μάνα μου γαῖμα, τάχα πὼς μ' ἔφαγε. Καὶ ποῦ ἔνι ἡ μάνα μου τώρα;
- Ἔνι στὴν φυλακή. Λάμνε νὰ πᾶμε νὰ τὴν εὔρομεν.
Σηκώνουνται, πῆγαν καὶ τὴν ηὔραν, λαλεῖ τῆς ὁ ἄντρας της:
- Δὲς τὸ μωρὸ ποὺ ἔκαμες.
- Τὸ μωρὸ ποῦ ἔκαμα; Κυρι΄ἐλέησον, Παναγία μου Δέσποινα!
Τῆς εἶπαν κι ἐκείνης ὅτι ἔγινε, τὴν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ πῆγαν εἰς τὰ σπίτια τους. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος λέγει:
- Ἔλεγε πὼς ἦταν ἔμπιστος, καὶ τὸν ἐπίστευα, μὰ δὲς κακὸ πού μου΄κάμε! Νὰ τὸν Σκοτώσομε!
- Ὄχι πατέρα, λαλεῖ τοῦ τὸ παιδί, τώρα θὰ δεῖς, θὰ πῶ νὰ χαθεῖ, νὰ μὴν εὑρεθεῖ πιά. Ἅ! Τοῦτος ὁ σκύλος νὰ χαθεῖ νὰ πάει στ΄ἄγρια ὅρη, νὰ μὴν ἔρθει πιὰ ποτὲ στὸν κόσμο.
Ἀμέσως χάθηκε ὁ σκύλος.
Ἔμεινε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος μὲ τὴ γυναῖκα του καὶ τὸ παιδί τους κι ἐπέρασαν ζωὴ χαρισάμενη.
Κυπριακὸ Παραμύθι
ΠΗΓΗ νόστος
Καταγράφηκε ἀπὸ τὸν Χαράλαμπο Ἐπαμεινώνδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου