25 Φεβρουαρίου 2012

Τό Παιδί τοῦ Γεφυριοῦ

Μία φορ κι να καιρ ταν νας νθρωπος πο εχε ναν πηρέτη. τι το λεγε καμνε, ταν μπιστος πολλά. νθρωπος μως τοτος, ρχοντας, δν καμνε παιδί. καμνε τάματα στος γίους, καμνε λεημοσύνες, πολλ καλά, βοηθοσε τ ρφανά, τς χρες, το γέρους.
ταν νας ποταμς κοντ στ χωριό τους. μα βρεχε, κατέβαινε ποταμός, ρμητικός, πλατύς, κα δν μποροσαν ο νθρποι ν τν περάσουν, περίμεναν μέχρι νὰ συχάσει κα μετά. Λέει νθρωπος μέσα του:
- Θ
κτίσω κι να γιοφύρι ν περνον τ πλάσματα, ν πηγαίνουν στ δουλειά τους κα σως μου πέμψει Θες να παιδί.
Πράγματι,
κτισε να μεγάλο γιοφύρι, σπου ν χειμωνιάσει, ταν τελειωμένο. τις κι τελέψαν τ κτίσιμο, λέγει στν πηρέτη, τν μισθωτό του:
- Ν
πς ν μπες κάτω π τ γιοφύρι, ν' γροικήσεις τί θ λαλον κενοι πο θ περνον π πάνω.
πηρέτης πγε, νέβην κι κατσε κάτω π τ γιοφύρι. Περνοσαν τ πλάσματα νας - νας κι λεγαν:...

- καμε πολλ καλ τοτος νθρωπος, μ τοτο τ γιοφύρι εναι τ καλύτερο πργμα πο μς καμε. Περνς χαρά σου, μήτε ν φοβηθες τν ποταμό, μήτε τίποτε. Θες ν το χαρίνει τ γυνακα του κα ν το χαρίσει κι να παιδί...
Πέρασε
ρκετ ρα, περνοσαν λλοι, λλοι, τ δια λαλοσαν, κι εχονταν πρ το νθρώπου. στερα ρθαν τρες - ταν γία Τριάδα. κούμπησαν πάνω στ κάγκελα το γιοφυριο κα λαλε γία Τριάδα:
- Γι
τοτο τ καλ κα γι λα τ καλ πο καμε νθρωπος τοτος θ το πέμψει Θες να παιδί, πο μα γίνει πέντε χρονν, τι πε θ γίνεται.
πηρέτης κουσε, φθόνησεν μως ψυχή του κι ταν νύχτωσε, ντ ν πάει ν πε στν φέντη το τί κουσε, πγε κα το επεν λλα:
- Περνο
σαν τ πλάσματα, στέκονταν κι λεγαν: "Ε, κα τοτος... κτισε να γιοφύρι κα νομίζει τι εναι κάμποσος. Τοτα λα πο κάμνει εναι ππώματα, καμώματα κα κάμποσες περιχάρισες". Δν επαν τίποτε καλ γι σένα.
Λυπήθηκε
νθρωπος, μως δν επε τίποτε. Στ μεταξύ, μπα μέρα, βγα μέρα, γκαστρώθη γυνακα του. ρθε ρα γέννησε, πραν τ μωρ ο γειτόνισσες, τ περιποιήθηκαν, τ τύλιξαν κα τ βαλαν στν κούνια. Φρόντισαν κα τν μάνα του κι φυγαν. γυνακα κουρασμένη κοιμήθη. Πάει τότε πηρέτης, πιάνει τ μωρ κα τ παίρνει ξω του χωριο, σ μία γυνακα πο ναγιωνε τ μωρά, μα πέθαινε μάνα τους. Τς λέει:
- Πάρε το
το τ μωρ ν τ ναγιώσεις κι τι δαπανήσεις κι τι θέλεις θ σ πλωρώσω. βγαλε μάλιστα κι τς δωσε κι να πεντόλιρο.
- Ε, με
νε συχος, γιέ μου, γ ατ τ δουλει κάμνω.
-
! Ν τ φροντίζεις σπου ν γίνει πέντε χρονν.
φήνει τ μωρ στ γυνακα κα πάει βουριτς πίσω στ σπίτι το φεντικο του. Πιάνει, σφαξε μίαν ρνιθα, παίρνει τ γαμα της κα τ βάλλει πάνω στ χείλη κα στ στήθη κα στ χέρια τς λεχνας.
Σηκώνεται
ντρας τς λεχνας τ πρωΐ, πάει ν δε τ μωρό, δν πάρχει μωρό.
- Παναγία μου, Κυκκώτισσά μου! Μ
τί γινε τ μωρό μας;
-
ρχεται τότε πηρέτης κοντά:
- Μ
τί παθες, φέντη;
- Παναγία μου, χάθηκε τ
μωρό!
- Δ
ν βλέπεις, α... φεντη πς τ φαγε μάνα του; Δν καταλαβαίνεις καθόλου τι τ φαγε γυνακα σου; Δές, τ φαγε. Δς τ χείλη της, τ χέρια της, τ στήθη της... τ φαγε.
- Γυρίζει
καημένος νθρωπος κα λέει στ γυνακα του πο στ μεταξ εχε ξυπνήσει π τς φωνς :
- Τί
καμες βρά; φαγες τ μωρό μας, κόρη συγχώρητη;
γυνακα μεινε μ νοικτ τ στώμα.
- Δ
ν καταλαβαίνω τίποτε. Γι τ΄νομα το Θεο κα τς Παναγίας, εναι δυνατ ν φάω τ μωρό μου; Φώναζε, κλαιε, δν ξερε τί ν κάμει, ταν γι ν πελλάνει.
ρχεται στ μεταξ στυνομία, τν πίασαν κα τν πραν τσι λεχνα πως ταν στ νοσοκομεο κι μα γίανε τν βαλαν στ φυλακή.
καημένος ντρας τς μεινε μόνος του, δν ξερε τί ν κάμει, θελε ν παθάνει π τ μαράζι του. Πήγαινε κάθε μήνα στ φυλακ κι βλεπε τ γυνακα του.
μως, ν τος φήκομεν τούτους κα ν πμε στ παιδί.
μπα μέρα, βγα μέρα, γινε πέντε χρονν. Πγε πηρέτης κενος, πλήρωσε τ γυνακα πο τ γλεπε, κα πρε τ παιδί. Πγε τότες κα κάθισε πέναντι τν σπιτιν το βασιλέα κα λέει στ παιδ :
- Ν
πες ν γίνει να σπίτι καλύτερο π τ σπίτι το βασιλι, πιπλωμένο πως νι τ πράγματα πο χει βασιλιάς.
- Ε, ν
γίνει να σπίτι καλύτερο π τ σπίτι το βασιλι, επε τ παιδί.
Πράγματι,
γινεν να παλάτι θαμα, μ τ πράγματα μέσα, τι χρειαζόταν. "Ν πες ν΄χε ψωμιά, ν πες ν΄χε λεφτά, ν πες ν' χε...", προστασσε συνέχαια κενος πηρέτης κα τ παιδ λεγε κα γένονταν λα.
Μία μέρα
πηρέτης πγε κα ζήτησε τν κόρη το βασιλι. "Ν μο δώκεις τν κόρη σου, χω κα παράδες πολλούς, μέτρητους, κι τι θέλεις. Ν τ σπίτια μου κα τ πράγματά μου...".
Το
τν δωκε βασιλις κα τν πρε στ σπίτι του. ταν μως νας σκυλοκακός... πήγαινε κι πινε κα μεθοσε κι λεμνε τν κόρη το βασιλι μέρα - νύχτα.
Μία νύχτα,
πηρέτης λειπε πάλι, πγε ν πιε. Τ παιδ σκέφτηκε: θ' ρθε πάλι τώρα κα θ΄ντακώσει φωνές, θ πάω ν κρυφτ κάτω π τν μονή". Μπκε κάτω π τ μονή. Γύρω - γύρω μον εχε ροχο (πως τ σκλουβέρκα) ς κάτω χαμα κα δν φαινόνταν. πηρέτης ρθε τ μεσάνυχτα μεθυσμένος, ρχίνησε τς φωνές, ν κακό....
- Ε
σαι τέλεια πελλός, λαλε του βασιλοπολα. Στ φρενοκομεο πρεπε ν σ πάρουν ντ ν σ παντρέψουν μ΄ μένα ν μ βασανίζεις. Φρενοκομεο θελες.
- Φρενοκομε
ο γώνι; Ν' ξερς τί κατάφερα γώνι!
Κα
τς επε τν στορία π τν ρχή, ταν κατσε κάτω π τ γιοφύρι. Τ παιδ στ μεταξ γροικοσε.
-
μουν π κάτω ΄κε ταν ρθαν τρία πλάσματα κα επαν τι φέντης μου θ κάμει να μωρ πο μα γινε πέντε χρονν, τι πε θ γένεται. Κι τις κα γέννησεν πγα κι πρα τ μωρ κι λειψα τ μάνα το κάμποσο γαμα τς ρνιθας. γ κα ντρας τς επαμε πς τ' φγε, κα τν πρε στυνομία κα τν βαλε στ φυλακή. Μετ π πέντε χρόνια, νάλαβα τ κοπελούδιν, κι επε κι γίνη τοτο τ παλάτι. Γίνηκε τ να, γίνηκε τ λλο. γώνι τ κατάφερα μία χαρ κι σούνι θ μο πες πς εμαι πελλός;".
μα κι κουσε λα τοτα, τ παιδ ξέβην π τν μον κα λέει το πηρέτη:
-
μάνα μου εναι στ φυλακ κι κύρης μου μαραζώνει; Ν γίνεις νας σκύλος λυσοδεμένος!
Ξαφνικ
πηρέτης γινε νας σκύλος λυσοδεμένος κάτω στ πάτωμα, κι λασσε.
Λαλε
τς κοπελούδας τ παιδί:
- Ν
πάεις στν κύρη σου, γιατί δν εναι πλάσμαν τοτο κα θ γενε πάλι τοτος τόπος δ ρημος.
Πέρνει τότε
κοπελοδα τι εχε δικό της κι φυγε.
Λέει τότες τ
παιδί:
- '
πως ταν πρν χωράφι, χωράφι ν γενε πάλι τοτος τόπος. γίνη! Πιάνει τότε τ σκύλο π τν λυσίδα κι λάμνησε.
- Λάμνε, λάμνε, π
γε κα βρκε τ χωριό του. Ρώτησε, βρκε τ σπίτι του, νέβην σω, βρκε τν κύρη του, λαλε του:

-
ντα κάμνεις δ;

-
ντα ν κάμω κακότυχος; Κλείω τ μορα μου.

- Γιατί ε
σαι κακότυχος;

-
τσι κι τσι πάθαμε.

- Θωρε
ς τοτον τ σκύλο; Εναι πηρέτης σου.

-
πηρέτης μου;

- Ναί,
ρθαν πάνω στ γιοφύρι τρία πλάσματα ν πηρέτης σου ταν π κάτω κι γροκαν. Ατ τ τρία πλάσματα ταν γία Τριάδα κι επε τι θ κάμεις να μωρ πο μα γινε πέντε χρονν, τι πε θ γένεται. Κι καμες μένα. Τοτος πηρέτης, σφαξε μία ρνιθα κι χρισε τ μάνα μου γαμα, τάχα πς μ' φαγε. Κα πο νι μάνα μου τώρα;

-
νι στν φυλακή. Λάμνε ν πμε ν τν ερομεν.

Σηκώνουνται, π
γαν κα τν ηραν, λαλε τς ντρας της:

- Δ
ς τ μωρ πο καμες.

- Τ
μωρ πο καμα; Κυρι΄λέησον, Παναγία μου Δέσποινα!

Τ
ς επαν κι κείνης τι γινε, τν βγαλαν π τ φυλακ κα πγαν ες τ σπίτια τους. Τότε νθρωπος κενος λέγει:

-
λεγε πς ταν μπιστος, κα τν πίστευα, μ δς κακ πού μου΄κάμε! Ν τν Σκοτώσομε!

-
χι πατέρα, λαλε το τ παιδί, τώρα θ δες, θ π ν χαθε, ν μν ερεθε πιά. ! Τοτος σκύλος ν χαθε ν πάει στ΄γρια ρη, ν μν ρθει πι ποτ στν κόσμο.

μέσως χάθηκε σκύλος.

μεινε νθρωπος κενος μ τ γυνακα του κα τ παιδί τους κι πέρασαν ζω χαρισάμενη.

Κυπριακ
Παραμύθι
ΠΗΓΗ νόστος
Καταγράφηκε
π τν Χαράλαμπο παμεινώνδα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου