28 Νοεμβρίου 2009

Καραϊσκάκης




Να 'χα τη λεβεντιά λιγάκι
του Γιώργη του Καραϊσκάκη,
τον τύραννο να πολεμούσα
και τους σουλτάνους να νικούσα,
τσάμικο να 'στηνα στη μάχη,
στην αψηλότερη τη ράχη,
την λεβεντιά σου τιμημένε,
Καραΐσκάκη δοξασμένε.


Με τον Ανδρούτσο στο ταμπούρι
θ' αρχίζαμε το νταβαντούρι,
λεβέντες πολιορκημένοι,
στο Μεσολόγγι αποκλεισμένοι,
να 'χα τη λεβεντιά λιγάκι
του Γιώργη του Καραϊσκάκη,
θα 'χα κουμπούρια προσκεφάλι,
αητός θα ήμουν και τσακάλι,
να 'χα τη λεβεντιά λιγάκι
του Γιώργη του Καραϊσκάκη.


Στίχοι: Ξενοφώντας Φιλέρης
Μουσική: Κώστας Χατζής
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Χατζής

21 Νοεμβρίου 2009

Τηλοῦ φίλοι ναίοντες οὔκ εἰσι φίλοι

Μᾶς κάνει ὁ Σύντροφος ὁ σκοτεινὸς τώρα τὸ σκεφτικιστή. Κι' ἔχει δίκιο, τοῦ φαίνεται ἄπειρο κι' ἐρεθίζεται, γιατί τοὺς σοφοὺς τυραγνεῖ μονάχα ἡ ἄγνοια εἲτε ἡ ἀμφιβολία τοῦ τί εἶναι καθαρὰ ζωὴ καὶ θάνατος. Καὶ γιατί τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους δὲν τοὺς τυραγνεῖ. Ἐτοῦτοι τὄχουνε λυμένο τὸ αἴνιγμα συλλογικά. Ζωὴ εἶναι ἀπὸ τότες ποὺ σὲ γεννάει ἡ μάννα σου. Θάνατος εἶναι ἀπὸ τότες ποὺ σὲ μεταλαβαίνουν καὶ τὰ κλείνεις. Οἱ σοφοὶ αἰστάνονται ἄσοφοι καὶ δὲ βρίσκουν τέλος μήτε καθορισμὸ στὶς φαῦλες τοῦτες ἔννοιες ποὺ τοὺς ξεφεύγουν. Βρίσκει τὴ λύση ὁ σκεφτικιστής, μᾶς κατεβάζει τὸ φολιδωτό, σὰ βράχο τοῦ Ἄθωνα, μὲ τὰ μυριάδες μάτια, τὸν Ἄγγελο μὲ τὶς ἐπίσκεψές του, μὲ τὲς ἀποκάλυψές του, μὲ τὰ δῶρα τὰ προικιά, τὰ διανοιχτικὰ ποὺ χαρίζει.

Μὰ ἔλα ποὺ σ’ ἄλλονα τῆς συντροφιᾶς, στὸ κελλάκι τῆς παγωνιᾶς, ἔρχεται ἐτούτων τῶν καλογέρων ἡ σκέψη. Εἶδε τόσους ἀσκητάδες, τόσους ἐρημῖτες, ποὺ τὰ γεράματα τοὺς φέρουν χιονάτα γένεια, ἷρι εὐλαβητικιά, σουρνάμενα κατὰ γῆς, ποὺ ὁ αἰώνας τῆς ζωῆς, μήνους μήνους, χρόνους χρόνους ποὺ τὸν ἀπεράσαν, κι' εἶναι ἑκατὸν δέκα, κι’ ἑκατὸν εἲκοσι χρονῶ, τοὺς ἔβγαλε τὸ ρύπο κάθε γήινης λίγδας. Εἶδε τόσους ἅγιους καὶ ἄμωμους σὲ τοῦτο τὸ βουνό, ποὔναι ἀκόμα πιὸν ἁπλοϊκοὶ κι' ἀπ' τὰ παιδὶα τὰ νήπια. Κανένας ἄγγελος δὲν ἦρθε νὰ τοὺς ἐπισκεφτεῖ, κι' ἀπόδειξη ποὺ τοὺς λείπουν τὰ μάτια τὰ ἐπουράνια, ποὺ τοὺς λείπει τὸ πνεῦμα τῆς συνέσεως. Κι' ἐν τούτοις κι' ἐτοῦτοι ἔχουν μεταστρέψει τὶς ἀξίες ζωῆς καὶ θανάτου. Ποῦθε ἄντλησαν ἐτούτη τὴ μεταστροφή; Ποῦθε τοὺς γένηκε, τοὺς στάρθηκε γιὰ φίλευμα ἐτοῦτος ὁ παραλογισμός, ποῦθε ἡ ἀσυμμετρία, οἱ ἁπλοϊκοί τοῦ κόσμου, νἄχουνε λύσει τὸ γρῖφο, σύφωνα μὲ τὶς ἔννοιες τὶς κοινότυπες, οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου ν' ἀμφιβάλνουνε γιὰ τὶς ἔννοιες τὶς κοινότυπες καὶ νὰ πασκίζουν νὰ μεταστρέψουν τὶς ἀξίες καὶ νὰ μπαλεύουν, κι' ἐτοῦτοι οἱ ἁπλοϊκοί τῆς ἅγιας ἔρημος νἄχουν ξενωθεῖ ἀπ' τοὺς ἄλλους τοὺς ἁπλοϊκούς, καὶ προσπεράσει τοὺς σοφούς, καὶ μεταστρέψει ἀπὸ μονάχοι τους, ἀπ' τὴν ἁπλότητά τους μέσα τὶς βαθειὲς ἀξίες, καὶ νὰ μὴν πατῆσαν ποτὲς τους σφαλερά, εἴτε γλιστερά, μὰ ἐπὶ τῆς πέτρας, ἀκατάλυτοι; Καὶ φτάνουμε στὴ Χάρη. Δὲ στέρνεται μονάχα ὁ Ἄγγελος ὁ Ἰσκερὸς στὸν κόσμο, νὰ λύσει τὶς διαφορὲς τῶν γρίφων, μὰ στέρνεται κι' ἡ Χάρη, γυναίκα τούτη καὶ λευκότατη καὶ φωτεινή, κι' ἀγαπάει τοὺς ἁπλοϊκούς, καὶ μεταστρέφει καθετὶ κατὰ τὸν ροῦν της καὶ γίνεται τὸ μέγα ρεῦμα τοῦ Ὄρους τοῦ ἁγίου, κι' ἐβγάνει τὸ ἀγαθώτατο τὸ φῶς. Οἱ ἁπλοϊκοὶ τοῦ κόσμου εἶναι οἱ γαληνεμένοι, οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου εἶναι οἱ ταραγμένοι.

Ἐδῶ στὸ Ὄρος, καθὼς καὶ σὲ ὅλες τὶς τάξες τὶς μοναχικές, ὅλοι τους εἶναι καὶ ἁπλοϊκοὶ ἐν τῇ σοφίᾳ, καὶ σοφοὶ μὲ τὸ νὰ εἶναι ἁπλοϊκοί, καὶ γαληνεμένοι μὲ τὸ νὰ κατέχουν τὸ πᾶν ἐν τῷ μηδενί. Ἐτοῦτοι ἀπογδυθῆκαν κάθε γήινο ἔνδυμα, ἐτοῦτοι θαφτῆκαν, κάνοντας τὴν κουρά τους, ἐτοῦτοι votum voverunt impietatis et blasphemiae per vitan eorum, καθὼς ὁ Λέοντας εἰρωνικά τους ὅρκους τοὺς ἀποκαλεῖ, ἐτοῦτοι δὲν ὠχρίασαν στὴ νεκρικὴ ψαλίδα, ποὺ τοὺς ἀπόκοψε τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς των καὶ τοὺς ἕντυσε μαύρη σακκούλα. Ἐτούτους, χειρότερα κι' ἀπὸ νεκρούς, τοὺς ἀπολησμονάει ὁ καθένας τοὺς ἀποτραβηγμένους. Χάνεται ὁ κρίκος τῆς φιλίας, ὁ γάντζος καὶ τὸ ἀγκίστρι τοῦ ἔρωτα. Οἱ φίλοι τοὺς ξεγράφουνε ἀνομολόγητα καὶ λένε τὸ

τηλοῦ φίλοι ναίοντες οὔκ εἰσι φίλοι

καὶ δίκαια, γιατί τί «τηλοῦ», ἐτοῦτοι καλὲ μακρυνθῆκαν πέρα κι' ἀπὸ τ' ἄστρα, γενῆκαν ἀγρίμια καὶ ζηλωτὲς τῶν ἀγριμιῶν. Οὔτε ποὺ λογιάξανε ποτὲς ἢ νιαχτῆκαν γιὰ τὸν κόσμο. Ἂν τοὺς λογιάξαν τοὺς ἔχουν γιὰ «πατρόθεν πορδηκίδες», ποὺ μὲ κληρονομιὰ ἀπὸ παπποὺ σ' ἀγγόνι μαραίνονται σκαλεύοντας τὰ βρώμικα καὶ τὴ σαπρία. «Ἐρρέτω φίλος σὺν ἐχθρῷ». Ἀλλὰ πεθνήσκοντας ἔτσι ζωντανοί, μὴ δὲν ἔχουνε τὸ ξαναγέννημά τους, μὴ δὲν ἀναστηθῆκαν, οἱ ἄξιοι, οἱ μακαριστοί, τί τετραήμεροι, τί τριήμεροι, ἀναστηθῆκαν τῆς στιγμῆς, κι' ἐκεῖνο ποὺ οἱ ὄξω τὄχουν σβέσει ἀπὸ μυαλοῦ των, ἐδῶ λουλουδίζει καὶ φουντώνει. Τί ξένοι οὐρανοί, τί βαρύτατα σύγνεφα καὶ τί πέλαο μεγαλωμένο. Ὅλα ξένα, ὅλα ξένα, ὅλα οὐρανικά τοῦ πέρα κόσμου. Ἐτοῦτος ὁ τάφος εἶναι οὐρανοὶ τῆς 'Ανάστασης. Μερμηγκιάζουν ἐδῶ τὰ στίφη τ' ἀγγελικά. Ἐδῶ νότος κυλίνδει κύματ' εὐρείης ἁλός. Ἀλλὰ εἶναι ἀλλιώτικος ὁ νότος, ἀλλιώτικια κι' ἡ θάλασα, οὐσίας οὐρανίας. Εἶναι σὰν τὸ θυμίαμα ποὺ τὸ σάχνουν ἀλλιώτικα ἐδῶ, μὲ ἐπιμέλεια τόση, καὶ τὸ καῖνε ὄχι στὰ κάρβουνα, καθὼς ἐμεῖς, μὰ σὲ στάχτη ἀπὸ μαραμένα κλήματα, γιὰ νὰ χύνει ἐλεύτερα ὅλες του τὶς εὐωδίες. Ἐνῷ ὁ ταλαίπωρος ὁ Φεντόρ, ἡ πάλη του δὲν εἶχε μπεῖ σὲ τοῦτες τὶς οὐσίες, καὶ δὲν ἐκάρπισε ὅσο θὰ κάρπιζε κλεινάμενη ἐδῶ. Κι' ἐδέτσι ἐκεῖνος μὲ τὸν Ἄγγελό του γίνηκε δυστυχισμένος, δίχως τὴ Χάρη, ἐνῶ σέ μᾶς, μολονότι στὸ λαβύρινθο τοῦ σκότους, μολονότι στὶς ταλάντευσες τῶν δισταγμῶν, μᾶς πέτυχε, στιγμιαία Περιστερά, ἡ Χάρη σήμερα γιὰ λίγο καὶ βρεθήκαμε νεκροὶ ἔνθεοι, φυλακωμένοι θαματουργικά, ζωντανοὶ σωσμένοι. Μὰ τί ὡραῖα, τί μεγάλα, τί θαματερὰ πράγματα εἶναι ὅσα μᾶς συντύχαν ἐδῶ πέρα.

Θέλω καὶ γιὰ τοὺς Λωβιασμένους τοὺς ἁγίους νὰ ξαναφέρω τὸ λόγο, γιατί σὲ αὐτοὺς θέλει νὰ μὲ φέρει ἡ θεία ἡ ἕνωση. Τοὺς Πέτρους Κραὸν τῶν περβολιῶν. Στὴ μάντρα τους τοὺς ἐβρῆκα καὶ βάλθηκα νὰ μπῶ, νὰ μεταλάβω τὰ πλούτια τῆς Λέπρας. Καθὼς εἶμαι σὰν ἀρραβωνιασμένος μὲ τὸ δαχτυλιδάκι τοῦ ἄη-Παντελεήμονα, γίνουμαὶ ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος ὁ Κραόν, καὶ τρέχει ὁ νοῦς μου στὰ περιβόλια τῆς Violaine, ἐκείνης τῆς σιωπηλῆς, ποὺ μ' ἒθαψε μὲ πλάκα καὶ μὲ σφράγισε μετὰ τῆς Κουστωδίας, μιὰ κι' ἔφυγα τοῦ κόσμου κι' ἦρθα σὲ τοῦτες τὶς καθαγιασμένες μόνωσες, παρατώντας τη, μὰ ὄχι στὴ σκέψη, καθὼς Ἐκείνη. Ὁ Χορὸς τῶν Λεπρῶν μὲ συντροφεύει τώρα κι' αἰστάνομαι ἀνάμεσό τοὺς σὰ δεσπότης. Πόσο μοῦ εἶναι ἀγαπητοί. Πῶς θὰ βλέπουνε ἕνα κομμάτι τ' οὐρανοῦ, κι' ὅλὸ τὸν οὐρανό, καὶ σὰν πέφτει ὁ μαῦρος χιτώνας τῆς νύχτας, σὰν δὲν εἶναι ὥριμοι πρὸς ὕπνον, πῶς θὰ σιγομιλᾶνε καὶ τὰ χωρατὰ τους τί φαρμάκι θἄχουνε ἐντός. Καὶ πῶς συνταιριάζω τοῦτες τὶς ὁσιώτατες ἀπόλαυσες μὲ τὸ πετράδι ἀπό τοπάζι ὑπερμέγεθες, μὲ τὴ Violaine, μὲ τοὺς γήινους ἐρώτους τῆς Κάτου Ἱερουσαλήμ, τῆς ὁλοπράσινης, ἀπὸ ἄλλο πράσινο, τῆς Κάτου Ἱερουσαλήμ.

Τρεχάτοι προβαίνουμε στὴν κατρακύλα τοῦ τέλους. Βουίζουνε οἱ σκέψες καὶ οἱ λογισμοὶ σὰ σφηκοφωλιά. Ριπίζουνται ὁλοῦθε, σὲ ὅλες τὶς διεύθυνσες τὰ κελλιὰ ἀπὸ τοὺς νοητοὺς σκουλαρικάδες τῶν λογισμῶν. Προβαίνουμε στὸ τέλος. Διαβήκαμε τὰ δασώδη τοῦτα δεκάμερα, διαβήκαμε τὶς ἀγρυπνίες, τοὺς σταυρούς, τὶς λειτουργίες, διαβήκαμε τὶς θαυμαστὲς δρᾶσες τῆς θάλασσας τῆς ἄβατης, τῆς κυμαινόμενης κάτω τοῦ ἀθάνατου βουνοῦ, ποὺ σὰ σάλιαγκος μακραίνει μακραίνει καὶ ἀψηλώνει γιὰ νὰ καταλὴξει στὸ πανύψηλο καὶ ἄγριο ὄγκος τῆς κορφῆς, τὸν τάφο τῶν τρεμόντων, τὸν ἀνάγγιχτον ἀνθῶνα τῶν Ἀμάραντων, τὸ συνομιλητὴ τῶν σύγνεφων τῶν βαριῶν, καὶ τὸ σύνδεσμο μὲ τὰ σπαθωτὰ τ' ἀστροπελέκια. Προβάλθηκαν στὴ μόνωση τῆς σημερνῆς τῆς βαρυχειμωνιᾶς οἱ Ἔρωτοι. Τί ἔχουν νὰ κάνουνε οἱ Ἔρωτοι στὸν ἀσκητισμό; Τούτη τὴν ἕνωση ἒχουνε τὰ δυό, ποὺ εἶναι θεῖες μανίες, περιβλημένες τὴ χλιδὴ τοῦ πάθους. Βλέπεις ἐκείνους τοὺς ρούσσους τοὺς μουζίκους μὲ τὶς πουκαμίσες καὶ τὰ ζουνάρια καὶ τὶς μπὸττες τῶν τριάντα ὀκαδῶν τὶς σουρνάμενες σὰ στρωτῆρες, τοὺς στραγγιγμένους τοὺς μουζίκους ἀπὸ τὴ δουλειὰ καὶ τὴν ἀγγάρεια κι' ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια καὶ τὴν κοινοβιακὴ τὴν πεῖνα τῆς ὁσιότητας, βλέπεις τὰ κελλιὰ τους, μ' ἕνα ξύλο γιὰ κρεβάτι, ἐρημωμένα σὰν τοὺς γδυμνωμένους βωμοὺς τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, καὶ πλάι βλέπεις σὰ βασίλισσα Παρθένα βουτημένη στὴν ἡδονὴ τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τῶν ἀρωμάτων τὴν Ἐκκλησία! Ἐκεῖ περνοῦν τὴν ἔκστασή τους οἱ ἀποξεραμένοι τοῦτοι ἐργάτες τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ τὰ θάμπη τους. Ἐκεῖ βρίσκεις τὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο μὲ τὰ βαρύτιμα πετράδια, ἐκεῖ τὸ τίμιο Δισκάριο τὸ ὁλόχρυσο τριγύρω μὲ τὸν ἴασπι στὸ μέσο, μὲ τὸν ἀστερίσκο νὰ φεγγοβολᾶ, ὅλα τοῦτα τὰ σκεύη τῆς Εὐχαριστίας κουκουλωμένα στὰ βελοῦδα, μὲ τὸ μουζίκο νὰ ὀνειρεύεται τὸ Πάσχα καὶ τὴ Γέννα καὶ τὶς ἄλλες πανηγύρεις, ποὺ θὰ κάνει τὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεό, πεσμένος ἀπὸ τὴ μετάνοια καὶ τὴ νήψη καὶ τὴν ἀγρύπνια, ὥριμος γιὰ νὰ δοθεῖ στὸ στὸ θεωτικὸ τὸν ἔρωτα.

Γιατὶ τὸν ἐδικό μου ἀσκητισμὸ νὰ μὴν τὸν βάψω στὸ ζωηφόρον αἷμα τῆς ἀνάμνησης μιανῆς Ἀγάπης, μουσμουλιᾶς ἀνάλαφρης, τῆς πολιτείας; Γιατὶ καὶ τ’ ὄρθρισμα καὶ τὰ ἑσπερινά μου νὰ μὴν εἶναι δοσμένα στὀ πάθος ἐτοῦτο, ποὺ μοιάζει τὰ μπρούτζινα, εἴτε τὰ ζαφειρένια χρώματα ποὺ παίρνει ὁ οὐρανὸς τὶς ὧρες τοῦτες τῆς Μεγάλης Προσευκῆς. Τὸ ἴδιο Προβόδισμα γιὰ τὸ Θάνατο τὸν ἁπλωτὸ εἶναι οἱ Ἐρῶτοι ὅσο καὶ οἱ ὅρκοι τοῦ Ἀσκητισμοῦ. Περβόλια εἶναι χλιδῆς καὶ τὰ δυό τους. Καὶ δὲν εἶναι καλύτερη εὐλογία ἀπὸ τὸ νὰ συμφύρεσαι στ’ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς Λωβιασμένους, νὰ πειρᾶσαι νὰ μάσεις τὰ ἐλέη τῶν πληγῶν τους καὶ νὰ βλέπεις ν’ἀντιφεγγίζει στὰ μάτια τους ποὺ σβένουν καὶ τὰ λιμάρει ἡ ἀρρώστια τοῦ μυστικοῦ τοῦ κάλλους, δαφνούλα εὐωδιασμένη, τόσο λαμπρὰ ὁλοπράσινη, σὰν νέα σελήνη, δρέπανο, κι’ἐν τούτοις δρέπανο χαδιοῦ, τὴν εἰκόνα, πλάϊ στὶς τόσες τίμιες ποὺ ἀντίκρυσες μονὲς καὶ τὰ κελλιά, ἑνοῦ κοριτσιοῦ μαυρειδεροῦ, πηδηχτοῦ σὰν τὰ νέα κατσίκια τὰ ὁλόμαυρα, ποὺ νὰν τὸ βλέπεις μόνο θυμίζεσαι τοὺς φράχτες τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων.

Λέω τοῦ Λέοντα, τοῦ σκοτεινοῦ συντρόφου: «Φίλε μὲ τὰ ἄγρια γένεια, ἕνα εἶναι ἀλήθεια, τὸ ποὺ προβαίνουμε γιὰ κάπου. Γιὰ κάπου μᾶς προβοδᾶνε. Τώρα, εἴτε τὸ σήμερα εἶναι προβάδισμα γιὰ τὴ Ζωή, εἴτε προβάδισμα γιὰ τοῦ Θανάτου τὰ μέρη, δὲν τὸ ξέρεις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ μέλει. Ἐλπίζεις νὰ εἶναι προβάδισμα γιὰ τὴ ζωή. Ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ μέλει. Κάτι ὅμως μᾶς λέει μέσα μας καὶ τῶν δυονῶν, ποὺ ἐξάπαντος τὸ Θάνατο τὸν ἐγευθήκαμε πιά, καὶ στὸ χτὲς καὶ στὸ σήμερα. Τὸ αὔριο θάναι Ζωή. Ἕναν κέδρο βλέπουμε στὸ βάθος - βάθος, πολὺ πέρα τοῦ καλντεριμιοῦ. Ἕναν κέδρο καὶ θἄχει καὶ πουλιά. Θὰ τὸν φτάσουμε καὶ θἆναι ἡ Ζωή. Θἄχει θέα, ὕστερ' ἀπ' τὸν ἀνήφορο σ' ἐκεῖνο τὸ σύνορο. Ἔχουμε νὰ ἰδοῦμε! Ἔχουμε νὰ ἰδοῦμε! Σὰν νὰ μυρίζουν τὶς οὐσίες τοῦ θανάτου ἐτοῦτα μας τὰ χτές, ἐτοῦτα μας τὰ σήμερα, ποὺ μπερδεύουνται ὅσο πᾶμε πιὸ πολὺ καὶ ξεχωρισμὸ κι' ἀκριβοέπεια δὲν ἔχουν. Στὸ αὔριο ἐκεῖνο τοῦ βάθους τρεχάτο ἕνα λάφι γιὰ τὸ δάσος. Τί τρεχάτο, τί ζωηρὸ ποὺ δρασκέλισε τὸ μονοπάτι κι' ἐχάθη. Τοῦτο τὸ λάφι ἀνήκει στῆς Ζωῆς τὰ μέρη. Λέοντα, ὁ Ἄγγελος ποὺ μᾶς πρόσφερε τὰ μάτια εἶναι καὶ τοῦτος τῆς Ζωῆς. Ἡ Χάρη ποὺ συναντήσαμε νὰ περιίπταται σὲ τοῦτο τὸ βουνὸ ἀφτονώτατη—κανένας δὲν τὴν κυνηγᾶ, ὅλοι ἔχουν τὸ εἶδος της στὴν αὐλή τους, δὲ θέλουν ἄλλη περισσή—εἶναι ἡ Χάρη τῆς Ζωῆς».

Καρυές, βράδυ, 2 Νοεμβρίου 1927.

Ἀπὸ τὴν «Ἄσκηση στὸν Ἄθω» Ἐκδόσεις Ἴκαρος, 1963.

Τάκης Παπατσώνης

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕΝΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΕΡΜΟΥ




MENIPPUS: Where are the handsome men and the beautiful women, Hermes? Show me the sights, since I am a stranger here.

HERMES: I don't have the time, Menippus. But look over there to the right; there are Hyacinthus, Narcissus, Nireus, Achilles, Tyro, Helen, Leda, and in brief, all the beauties of old.

MENIPPUS: I see only bones and skulls stripped of flesh, many of them alike.

HERMES: These bones that you seem to despise are what all the poets marvel at.

MENIPPUS: But still show me Helen; for I should not recognize her.

HERMES: This is the skull of Helen.

MENIPPUS: Was it for this then that the thousand ships were launched from all of Greece, and so many Greeks and non-Greeks fell and so many cities were destroyed?

HERMES: But Menippus, you did not see the woman when she was alive; you too would have said it worthwhile "to suffer sorrows so much time for such a woman." [Iliad 3. 157.] For if one looks at flowers when they are dry and have lost their hues, obviously they will seem ugly; but when they are in bloom and have their color they are most beautiful.

MENIPPUS: And so I wonder at this: whether or not the Achaeans realized that they were toiling for a thing so short-lived and so easily destroyed.

HERMES: I do not have the time to philosophize with you. So pick out a spot wherever you wish and be comfortable there; now I shall go to fetch the other shades.






Μ. Ερμή πού βρίσκονται οι ωραίοι και οι ωραίες; Ξενάγησέ με σε παρακαλώ, καθώς είμαι νεοφερμένος.


Ε. Δεν έχω πολλήν ώρα στη διάθεσή μου βρε Μένιππε, αλλά να, παρατήρησε εκεί στα δεξιά, εκεί βρίσκονται ο Υάκινθος, ο Νάρκισσος, ο Νιρέας, ο Αχιλλέας, και η Τυρώ και η Ελένη και η Λήδα και όλες οι παλιές ομορφιές.


Μ. Εγώ βλέπω μονάχα κόκαλα και κρανία άσαρκα και όμοια μεταξύ τους.


Ε. Και όμως αυτοί είναι που όλοι οι ποιητές θαυμάσανε, αυτά τα κόκαλα που εσύ καταφρονείς.


Μ. Τουλάχιστον δείξε μου την Ελένη, δεν μπορώ να την ξεχωρίσω.


Ε. Να, αυτό το κρανίο είναι της Ελένης.


Μ. Δηλαδή για τούτο εδώ το καύκαλο γεμίσανε χίλια καράβια με τα νιάτα όλης της Ελλάδας και σκοτώθηκαν τόσοι Έλληνες και βάρβαροι και αναστατώθηκαν τόσες πόλεις;


Ε. Βλέπεις εσύ Μένιππε δεν είδες ζωντανή αυτή τη γυναίκα. Αν την είχες δει θα έλεγες και συ: «Ας βρίσκομαι κοντά σ’ αυτή τη γυναίκα και ας υποφέρω πολλά». Γιατί και τα λουλούδια αν δει κανείς ξερά, να έχουν χάσει το χρώμα και το σχήμα τους, δεν μπορεί να φανταστεί πόσο όμορφα ήταν όταν ήταν νωπά.


Μ. Λοιπόν απορώ Ερμή, πως δέχτηκαν οι Αχαιοί να υποφέρουν για κάτι που τόσο γρήγορα και τόσο εύκολα μαραίνεται.


Ε. Δεν έχω καιρό βρε Μένιππε να κάτσω να φιλοσοφήσω μαζί σου. Διάλεξε όποιο μέρος θέλεις και βολέψου. Εγώ πρέπει να πάω να φέρω καινούργιους πεθαμένους.

ΗΦΑΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ (Συζητούν για τον νεογεννηθέντα Ερμή)

Ήφαιστος: Είδες καθόλου Απόλλων το μωράκι της Μαίας, που γεννήθηκε πριν από λίγο; Και ομορφούλικο είναι και σ’ όλους χαμογελά και από τώρα φαίνεται ότι θα γίνει πολύ σπουδαίος όσο θα μεγαλώνει.
Απόλλων: Για ’κείνο το βρέφος, Ήφαιστέ μου, μιλάς, ότι θα γίνει τόσο σπουδαίος, που είναι πιο επιδέξιος στην πανουργία ακόμη κι από τον Ιαπετό;
Ήφαιστος: Μα τι κακό μπορεί να κάνει ένα μωρό που γεννήθηκε μόλις προχθές;
Απόλλων: Για ρώτα τον Ποσειδώνα, που του έκλεψε την Τρίαινα, ή τον Άρη. γιατί κι αυτού, δίχως να το αντιληφθεί, του τράβηξε το ξίφος από την θήκη, για να μη πω και για τα δικά μου, που μου ξάφρισε το τόξο και τα βέλη.
Ήφαιστος: Όλ’ αυτά τα έκανε ένα μωρό, που μόλις στάθηκε στα πόδια του κι ακόμα βρίσκεται μέσα στα σπάργανά του;
Απόλλων: Θα το γνωρίσεις, Ήφαιστέ μου, αν πλησιάσει και μόνο κοντά σου.
Ήφαιστος: Αλλά να, ήδη βρίσκεται δίπλα μου.
Απόλλων: Για δες, έχεις όλα τα εργαλεία σου και κανένα δεν χάθηκε απ΄ αυτά;
Ήφαιστος: Όλα τα έχω, Απόλλωνά μου.
Απόλλων: Μωρέ κύτταξε κάπως καλύτερα.
Ήφαιστος: Μα τον Δία, δεν βλέπω την μασιά μου.
Απόλλων: Μάλλον θα την βρεις κάπου μέσα στις φασκιές του μωρού.
Ήφαιστος: Μα είναι τόσο σβέλτος στο χέρι, που θαρρείς πως εξασκούνταν στην κλεψιά, ακόμη και μέσα στην κοιλιά της μάνας του!
Απόλλων: Δεν έτυχε να τον ακούσεις όταν μιλάει, πόσο γρήγορη και κοφτερή είναι η γλώσσα του; Θέλει μάλιστα και να μας υπηρετεί. Χθες προκάλεσε τον Έρωτα σε πάλι και τον ξάπλωσε αμέσως κάτω, χωρίς να αντιληφτώ καθόλου πώς του έβαλε την τρικλοποδιά. Εν τω μεταξύ, καθώς τον επαινούσαν, από μεν την Αφροδίτη έκλεψε την ζώνη της, τη στιγμή που τον αγκάλιασε, για να τον συγχαρεί, από δε τον Δία, που γελούσε, το σκήπτρο. Θα έκλεβε ακόμα και τον κεραυνό αν δεν ήταν τόσο βαρύς και ζεματιστός.
Ήφαιστος: Ατσίδα μας το περιγράφεις αυτό το παιδί.
Απόλλων: Όχι μόνο αυτό, αλλά γνωρίζει κι από μουσική.
Ήφαιστος: Έχεις λόγω να το λες αυτό;
Απόλλων: Κατασκεύασε ολόκληρο όργανο, από μια νεκρή χελώνα που βρήκε κάπου. αφού συνάρμοσε τους δυο πήχεις και τους στερέωσε με τον ζυγό, κάρφωσε σ’ αυτόν στριφτάρια, τέντωσε μ’ αυτά επτά χορδές, βάζοντας από κάτω τους καβαλάρη, κι άρχισε να παίζει τόσο μελωδικά, Ήφαιστέ μου, και αρμονικά, που κι εγώ ο ίδιος τον ζήλεψα. Εγώ που εξασκούμαι στην τέχνη της κιθάρας χρόνια και ζαμάνια.
Η μάνα του η Μαία έλεγε ότι τις νύχτες δεν μένει στον ουρανό, αλλά από περιέργεια κατεβαίνει μέχρι τον Άδη, μπας και κλέψει κάτι κι από εκεί δηλαδή. Έχει δε φτερά στα πόδια και έφτιαξε ένα ραβδί με θαυματουργική δύναμη, με το οποίο οδηγεί τις ψυχές και τις κατεβάζει στον Άδη.
Ήφαιστος: Εγώ του το έδωσα για να παίζει.
Απόλλων: Δηλαδή σου το πλήρωσε με το κλέψιμο της μασιάς σου.
Ήφαιστος: Καλά που μου το θύμησες, για να πάω να την πάρω, αν, όπως είπες, βρεθεί μέσα στις φασκιές.

ΗΦΑΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΣ (γέννηση Αθηνάς)

Ήφαιστος: Τι πρέπει τώρα εγώ να κάνω Δία; Ήρθα, όπως με ειδοποίησες, φέρνοντας ένα κοφτερότατο τσεκούρι, που, αν χρειαστεί, μ’ ένα και μόνο κτύπημα, μπορεί να κόψει στα δυο, μέχρι και πέτρα.

Δίας: Μπράβο σου Ήφαιστε, κτύπα λοιπόν μ’ αυτό το κεφάλι μου και άνοιξέ το στα δυο.

Ήφαιστος: Καλά, με περνάς για παλαβό; Έλα τώρα, πες μου τι ακριβώς θέλεις να κάνω για σένα.

Δίας: Αυτό ακριβώς που σου είπα, να μου ανοίξεις το κεφάλι μου στα δυο. Γιατί αν δεν συμμορφωθείς, δεν θα είναι τώρα η πρώτη φορά που θα δοκιμάσεις την οργή μου. Κτύπα το αμέσως μ’ όλη σου τη δύναμη και μη καθυστερείς, γιατί κοντεύω να αποτρελαθώ από τους πόνους, που μ’ ανακατεύουν το μυαλό.

Ήφαιστος: Πρόσεξε Δία μου, μη τυχόν και προξενήσουμε κανένα κακό, γιατί το τσεκούρι είναι πολύ κοφτερό και θα βγάλει αίματα που ούτε η Ειλήθυια δεν θα κατορθώσει να τα συμμαζέψει.

Δίας: Χτύπα με θάρρος, μωρέ Ήφαιστε, γιατί εγώ γνωρίζω πολύ καλά πως θα λυθεί το πρόβλημά μου.

Ήφαιστος: Αν και παρά τη θέλησή μου, θα χτυπήσω. διότι πώς να κάνω αλλιώς, όταν εσύ διατάζεις.
Αμάν! Τι είναι αυτό! Ένα κορίτσι με πανοπλία; Ώστε μεγάλο μπελά, Δία μου, κουβαλούσες στο κεφάλι σου. με το δίκιο σου λοιπόν ήσουν αναστατωμένος, αφού έτρεφες, κάτω από τα μηνίγγια σου, τέτοια παρθένα και μάλιστα ένοπλή. Ολόκληρο στρατόπεδο ήταν κρυμμένο εκεί μέσα.
Μωρέ αυτή πηδάει και χορεύει πολεμικό χορό και προβάλλει την ασπίδα και κραδαίνει το ακόντιο ξεχειλίζει από ενθουσιασμό. Και, ω του θαύματος, αμέσως έγινε μια πανέμορφη κι ολοκληρωμένη κοπελλάρα, με γυαλιστερά μάτια που συνταιριάζουν με την περικεφαλαία.
Και σου ζητώ, Δία μου, αντί για την πληρωμή της μαμής που δικαιούμαι, να μου την δώσεις τώρα για γυναίκα μου.

Δίας: Μη ζητάς πράγματα που δεν γίνονται, Ήφαιστέ μου. διότι από μόνη της αυτή θα διαλέξει να παραμείνει για πάντα παρθένα. Για ό,τι όμως περνάει από το χέρι μου, δε θα σου το αρνηθώ.

Ήφαιστος: Ακριβώς αυτό σκεφτόμουνα. για τα υπόλοιπα εγώ θα φροντίσω, κι αμέσως τώρα θα την πάρω απ’ εδώ.

Δίας: Αν σου είναι εύκολο κάνε το. παρ’ όλ’ αυτά βλέπω ότι γουστάρεις πράγματα που δεν γίνονται με τίποτα.

ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΚΑΙ ΕΡΜΟΥ (γέννηση Διόνυσου)

Ποσειδών: Ερμή μου, είναι εύκολο να δω τον Δία τώρα αμέσως;

Ερμής: Με κανέναν τρόπο, Ποσειδώνα μου.

Ποσειδών: Αλλά εσύ κάνε μια προσπάθεια, παρ’ όλ’ αυτά.

Ερμής: Στο λέω, μην επιμένεις. Αυτή τη στιγμή είναι αδύνατο, δεν πρόκειται να τον δεις την ώρα αυτή.

Ποσειδών: Μήπως πλαγιάζει με την Ήρα;

Ερμής: Όχι, πρόκειται για κάτι άλλο.

Ποσειδών: Καλά τη ψυλλιάστηκα, θα είναι μέσα με τον Γανυμήδη.

Ερμής: Έπεσες έξω, κάτι άλλο του συμβαίνει. είναι εντελώς εξουθενωμένος κι ανήμπορος.

Ποσειδών: Τι τρέχει, Ερμή μου, γιατί αυτό που λες είναι φοβερό.

Ερμής: Ντρέπομαι να σου το πω, τέτοιο που είναι το πάθημά του.

Ποσειδών: Σε μένα όμως που είμαι θείος σου, δεν θα έπρεπε.

Ερμής: Γέννησε πριν από λίγο, Ποσειδώνα μου.

Ποσειδών: Καλά, πλάκα μου κάνει; Γέννησε ο Δίας; Κι αλήθεια, ποιος του την έκανε τη δουλειά; Μωρέ, αυτός ήταν αρσενικοθήλυκος κι εμείς το αγνοούσαμε τόσο καιρό; Και να φανταστείς ότι η κοιλιά του δεν έδειχνε κανένα σημάδι, πως ήταν γκαστρωμένος.

Ερμής: Πες το ψέματα. Πράγματι το γκάστρωμα δεν ήταν στη κοιλιά του.

Ποσειδών: Άα..., κατάλαβα. Πάλι θα γέννησε από το κεφάλι του. όπως την Αθηνά. γιατί αυτουνού το τσερβέλο είναι σκέτο μαιευτήριο.

Ερμής; Όχι-όχι, αυτή τη φορά, για το μωρό που σκάρωσε με τη Σεμέλη, αγκάστρωσε το μπούτι του.

Ποσειδών: Μωρέ μπράβο του, τον καρπερότατο, που για το καλό μας γκαστρώνεται, χαλαλίζοντας όλα τα μέρη του σώματός του. αλλά, για πες μου, πια είναι πάλι αυτή η Σεμέλη;

Ερμής: Είναι Θηβαία, μια από τι κόρες του Κάδμου. Πλάγιασε μαζί της και την γκάστρωσε.

Ποσειδών: Και μετά γέννησε, Ερμή μου, για ελόγου της;

Ερμής: Κι ακόμα περισσότερο, όσο και να σου φαίνεται απίστευτο. Άκουσε: η Ήρα – σίγουρα ξέρεις πόσο ζηλιάρα είναι – πήγε στη Σεμέλη και την έπεισε να ζητήσει από τον Δία, να παρουσιαστεί μπροστά της, μετά βροντών και αστραπών. αυτός δέχτηκε και πήγε στο σπίτι της κρατώντας και τον κεραυνό. Όμως πήρε φωτιά το σπίτι και κατακάηκε. μαζί δε μ΄ αυτό και η ίδια η Σεμέλη.
Τότε με διέταξε ν΄ ανοίξω την κοιλιά της γυναίκας και να του παραδώσω το έμβρυο που ήταν ακόμα εφταμηνίτικο. Αμέσως μόλις εκτέλεσα την διαταγή του, αυτός άνοιξε το μπούτι του κι έβαλε μέσα το βρέφος, για να ολοκληρωθεί εκεί ο υπόλοιπος χρόνος της κυοφορίας.
Σήμερα λοιπόν που μπήκε στον τρίτο μήνα, από τότε, το ξεγέννησε, και τώρα είναι εξουθενωμένος από τους πόνους τη γέννας.

Ποσειδών: Και δε μου λες, πού είναι τώρα το μωρό;

Ερμής: Το πήγα στη Νύσα και το παράδωσα στις Νύμφες για να το αναθρέψουν. Αυτές ονόμασαν το παιδί Διόνυσο.

Ποσειδών: Άρα, ο αδελφός μου τώρα είναι και τα δυο μαζί γι’ αυτό το παιδί, δηλαδή και μάνα και πατέρας.

Ερμής: Έχεις δίκιο. Ας φύγω όμως τώρα, να πάω να του φέρω νερό για να πλύνει την πληγή του, και για να κάνω όλα τ’ άλλα, όσα είναι αναγκαία για μια λεχώνα.

ΝΕΚΡΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ


ΚΡΟΙΣΟΣ: Δεν τον υποφέρουμε πια βρε Πλούτωνα τούτο τον σκύλο τον Μένιππο να ‘ναι με μας. Ή στείλ’τον αλλού ή στείλε μας να πάμε σ’ άλλο τόπο.


ΠΛΟΥΤΩΝ: Τι μπορεί να σας κάνει; Νεκρός είναι κι αυτός όπως κι εσείς.


ΚΡΟΙΣΟΣ: Όταν εμείς θρηνούμε και στενάζουμε, όταν θυμόμαστε πόσα είχαμε στον επάνω κόσμο, ο Μίδας χρυσάφι, ο Σαρδανάπαλος δόξα και μαλθακότητα κι εγώ τα πλούτια μου, αυτός μας εμπαίζει και μας βρίζει. Μας λέει γομάρια και καθάρματα κι όταν κλαίμε, αυτός τραγουδά και γενικά μας λυπεί όσο δε φαντάζεσαι.


ΠΛΟΥΤΩΝ: Τι είν’ αυτά που λένε Μένιππε;


ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Αλήθεια λένε βρε Πλούτωνα. Τους σιχαίνομαι γιατί είν’ άχρηστα κουφάρια και παλιάνθρωποι. Δεν τους έφτανε που ζήσανε με τόσο κακό τρόπο, αλλά και πεθαμένοι θυμούνται και νοσταλγούν αυτό ακριβώς.
Καλαμπουρίζω με το δούλεμά τους.


ΠΛΟΥΤΩΝ: Μα δεν είναι φυσικό να λυπούνται; Χάσανε πάρα πολλά!


ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Χάζεψες και συ Πλούτωνα; Επικροτείς τα παράπονά τους;


ΠΛΟΥΤΩΝ: Κάθε άλλο! Απλώς δε θέλω φασαρίες μεταξύ σας.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Λοιπόν ακούστε με σεις που ‘σασταν οι χειρότεροι ανάμεσα στους Λυδούς, τους Φρύγες και τους Ασσύριους, μάθετε πως εγώ δε θα σταματήσω όπου κι αν πάτε να σας ακολουθώ και να σας περιγελώ, να σας χλευάζω και να σας βρίζω.


ΚΡΟΙΣΟΣ: Αυτά δεν είναι βρισιές;


ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Όχι. Βρισιές ήταν αυτά που κάνατε στη ζωή σας. Που θέλατε να σας προσκυνάνε λεύτεροι άνθρωποι και καλοπερνάγατε χωρίς να σκεφτόσαστε το τέλος. Από δω κι πέρα θα θρηνείτε καθώς θα θυμόσαστε όσα χάσατε.


ΚΡΟΙΣΟΣ: Εγώ, Θεέ μου, τα πολλά και μεγάλα χτήματα που ‘χα!


ΜΙΔΑΣ: Εγώ το χρυσάφι μου!


ΣΑΡΔΑΝΑΠΑΛΟΣ: Εγώ τη βόλεψή μου!


ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Έτσι μπράβο. Εσείς να θρηνείτε κι εγώ να σας θυμίζω το γνώθι σ’ αυτόν. Είναι ότι πρέπει για τους οδυρμούς σας.

ΜΙΝΩΟΣ ΚΑΙ ΣΩΣΤΡΑΤΟΥ

Μίνως: Αυτόν εδώ τον ληστή, τον Σώστρατο, ρίξτε τον στον Πυριφλεγέθοντα, αυτός δε ο ιερόσυλο ας κατασπαραχθεί από την Χίμαιρα, τον δε τύραννο, Ερμή, βάλ’ τον δίπλα στον Τιτυό, για να του κατασπαράζουν κι αυτουνού το συκώτι οι γύπες, εσείς δε οι αγαθοί να πάτε γρήγορα στα Ηλύσια πεδία, για να κατοικήσετε στα νησιά των μακάρων, ως ανταμοιβή για τον δίκαιο βίο σας.

Σώστρατος: Άκουσέ με, Μίνω, μήπως και σου φανούν σωστά αυτά που θα σου πω.

Μίνως: Γιατί να σε ξανακούσω; Δεν κατηγορήθηκες, Σώστρατε, πως είσαι απατεώνας και φονιάς τόσων ανθρώπων;

Σώστρατος: Ναι κατηγορήθηκα, αλλά ας επανεξετάσεις εάν είναι δίκαιη η τιμωρία μου.

Μίνως: Και πολύ μάλιστα, και δικαίως θα πληρώσεις γι’ αυτά που έκανες.

Σώστρατος: Σε παρακαλώ Μίνω, απάντησέ μου, γιατί είναι πολύ σύντομη η ερώτησή μου.

Μίνως: Άντε λέγε, αλλά μη μακρηγορείς, γιατί ήδη αρχίσαμε να κρίνουμε τους επόμενους.

Σώστρατος: Όσα έκανα όταν ζούσα, τα έκανα με τη θέλησή μου ή όλ’ αυτά ήταν γραφτά απ’ τη Μοίρα να τα κάνω;

Μίνως: Οπωσδήποτε έτσι τα όρισε η Μοίρα.

Σώστρατος: Επομένως και οι καλοί και οι κακοί, όπως εμείς νομίζουμε, ότι κι αν κάναμε, το κάναμε γιατί έτσι μας πρόσταζε εκείνη;

Μίνως: Φυσικά ότι ήθελε η Κλωθώ, αφού αυτή προκαθορίζει όλες τις πράξεις μας από τη στιγμή που γεννιόμαστε.

Σώστρατος: Εάν λοιπόν εξαναγκαστεί κανείς από άλλον, να σκοτώσει κάποιον, δίχως να μπορεί να προβάλει αντίρρηση σ’ αυτόν που τον βιάζει, όπως, να πούμε, ο δήμιος ή ο σωματοφύλακας, διότι τον έναν τον διατάζει ο δικαστής και τον άλλον ο τύραννος, σε ποιον, από τους δυο, θα χρεώσεις τον φόνο;

Μίνως: Ξεκάθαρα στον δικαστή ή στον τύραννο και σε καμμιά περίπτωση σ’ αυτόν που κρατούσε το μαχαίρι, διότι το εκτελεστικό όργανο υπηρετεί την θέληση αυτού, που είναι η κύρια αιτία του φόνου.

Σώστρατος: Μπράβο σου, Μίνω, διότι πρόσθεσες πόντους στο επιχείρημά μου, εάν δε κάποιος υπηρέτης, που τον έστειλε το αφεντικό του, μας φέρει χρυσάφι ή ασήμι, σε ποιον θα χρωστάμε την χάρη ή ποιον θα λογαριάσουμε για ευεργέτη;

Μίνως: Αυτόν που το έστειλε, Σώστρατε, γιατί αυτός που το έφερε ήταν ένας απλός μεταφορέας.

Σώστρατος: Βλέπεις λοιπόν πως άδικα μας καταδικάζεις, την στιγμή που βρισκόμασταν κάτω από τις υπηρεσίες της Κλωθώς, όπως επίσης είναι άδικη η τιμή προς αυτούς που προσκομίζουν αγαθά, που τα έστειλαν άλλοι. Διότι δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι είναι σε θέση ν’ αποφύγει αυτά που του διατάχτηκαν κάτω από τόσο ισχυρή βία.

Μίνως: Μωρέ και πολλά άλλα, Σώστρατε, αν τα εξετάσεις καλλίτερα, θα διαπιστώσεις ότι είναι παράλογα. Όμως εσύ με την ερώτησή σου κάτι κέρδισες, διότι φάνηκες πως δεν είσαι μόνο ληστής αλλά και πολύ επιδέξιος στη ρητορική τέχνη. Άσ’ τον ελεύθερο, Ερμή, κι ας μη τιμωρηθεί ξανά. Πρόσεξε καλά όμως, μη τυχόν ανοίξεις τα μάτια και των άλλων νεκρών κι αρχίσουν να μου κάνουν τέτοιες ερωτήσεις.

Μαύσωλος καὶ Διογένης

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Ὦ Κάρ, ἐπὶ τίνι μέγα φρονεῖς καὶ πάντων ἡμῶν προτιμᾶσθαι ἀξιοῖς;

ΜΑΥΣΩΛΟΣ: Καὶ ἐπὶ τῇ βασιλείᾳ μέν, ὦ Σινωπεῦ, ὃς ἐβασίλευσα Καρίας μὲν ἁπάσης, ἦρξα δὲ καὶ Λυδῶν ἐνίων καὶ νήσους δέ τινας ὑπηγαγόμην καὶ ἄχρι Μιλήτου ἐπέβην τὰ πολλὰ τῆς Ἰωνίας καταστρεφόμενος· καὶ καλὸς ἦν καὶ μέγας καὶ ἐν πολέμοις καρτερός· τὸ δὲ μέγιστον, ὅτι ἐν Ἁλικαρνασσῷ μνῆμα παμμέγεθες ἔχω ἐπικείμενον, ἡλίκον οὐκ ἄλλος νεκρός, ἀλλ' οὐδὲ οὕτως ἐς κάλλος ἐξησκημένον, ἵππων καὶ ἀνδρῶν ἐς τὸ ἀκριβέστατον εἰκασμένων λίθου τοῦ καλλίστου, οἷον οὐδὲ νεὼν εὕροι τις ἂν ῥᾳδίως. οὐ δοκῶ σοι δικαίως ἐπὶ τούτοις μέγα φρονεῖν;

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Ἐπὶ τῇ βασιλείᾳ φῄς καὶ τῷ κάλλει καὶ τῷ βάρει τοῦ τάφου;

ΜΑΥΣΩΛΟΣ: Νὴ Δί' ἐπὶ τούτοις.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Ἀλλ', ὦ καλὲ Μαύσωλε, οὔτε ἡ ἰσχὺς ἔτι σοι ἐκείνη οὔτε ἡ μορφὴ πάρεστιν· εἰ γοῦν τινα ἑλοίμεθα δικαστὴν εὐμορφίας πέρι, οὐκ ἔχω εἰπεῖν, τίνος ἕνεκα τὸ σὸν κρανίον προτιμηθείη ἂν τοῦ ἐμοῦ· φαλακρὰ γὰρ ἄμφω καὶ γυμνά, καὶ τοὺς ὀδόντας ὁμοίως προφαίνομεν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀφῃρήμεθα καὶ τὰς ῥῖνας ἀποσεσιμώμεθα. ὁ δὲ τάφος καὶ οἱ πολυτελεῖς ἐκεῖνοι λίθοι Ἁλικαρνασσεῦσι μὲν ἴσως εἶεν ἐπιδείκνυσθαι καὶ φιλοτιμεῖσθαι πρὸς τοὺς ξένους, ὡς δή τι μέγα οἰκοδόμημα αὐτοῖς ἐστιν· σὺ δέ, ὦ βέλτιστε, οὐχ ὁρῶ ὅ τι ἀπολαύεις αὐτοῦ, πλὴν εἰ μὴ τοῦτο φῄς, ὅτι μᾶλλον ἡμῶν ἀχθοφορεῖς ὑπὸ τηλικούτοις λίθοις πιεζόμενος.

ΜΑΥΣΩΛΟΣ: Ἀνόνητα οὖν μοι ἐκεῖνα πάντα καὶ ἰσότιμος ἔσται Μαύσωλος καὶ Διογένης;

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Οὐκ ἰσότιμος, ὦ γενναιότατε, οὐ γὰρ· Μαύσωλος μὲν γὰρ οἰμώξεται μεμνημένος τῶν ὑπὲρ γῆς, ἐν οἷς εὐδαιμονεῖν ᾤετο, Διογένης δὲ καταγελάσεται αὐτοῦ. καὶ τάφον ὁ μὲν ἐν Ἁλικαρνασσῷ ἐρεῖ ἑαυτοῦ ὑπὸ Ἀρτεμισίας τῆς γυναικὸς καὶ ἀδελφῆς κατεσκευασμένον, ὁ Διογένης δὲ τοῦ μὲν σώματος εἰ καί τινα τάφον ἔχει οὐκ οἶδεν· οὐδὲ γὰρ ἔμελεν αὐτῷ τούτου· λόγον δὲ τοῖς ἀρίστοις περὶ τούτου καταλέλοιπεν ἀνδρὸς βίον βεβιωκὼς ὑψηλότερον, ὦ Καρῶν ἀνδραποδωδέστατε, τοῦ σοῦ μνήματος καὶ ἐν βεβαιοτέρῳ χωρίῳ κατεσκευασμένον.


DIOGENES: Tu, Car, ob quam rem magnum spiras, omnibusque nobis praeferri postulas?

MAUSOLOS: Primum ob regnum, Sinopensis, ut qui rex fuerim Cariae universae, imperaverim etiam Lydorum nonnullis, insulas quasdam subegerim et Miletum usque progressus pleraque Ioniae debellaverim. Deinde quia pulcher eram et magnus belloque strenuus. Tum, quod maximum est, quia Halicarnassi monumentum ingens habeo mihi impositum, quantum mortuus alius nemo; sed neque ita in speciem elegantissimam expolitum, equis virisque exactissime assimilatis ex lapide pulcherrimo, quale ne templum quidem facile quis invenerit. Non tibi videor iure ob ista superbius efferri?

DIOGENES: Ob regnum, inquis, et formam et pondus sepulcri?

MAUSOLOS: Omnino ob ista.

DIOGENES: Sed, formose Mausole, neque robut illud amplius, nec forma tibi adest. Quare si capiamus iudicem de pulchritudine, dicere nequeas, cur tuum cranium anteponendum sit meo: utrumque calvum et nudum, dentes deinde nobis prominent; oculis sumus spoliati naresque simas gerimus. De sepulcro autem pretiosisque istis lapidibus, Halicarnassensibus fortasse conducant ad ostentandum et ambitiosius ad peregrinos iactandum, ingens aliquod aedificium esse scilicet apud se: tu autem, vir optime, non video, quo tibi monumentum prosit; nisi hoc dixeris, te maius quam nos gestare pondus tantis lapidibus oppressum.

MAUSOLOS: Infructuosa igitur ista mihi fuerint omnia et pari honore aequabitur Mausolus ac Diogenes?

DIOGENES: Non pari, vir praestantissime, haudquaquam. Mausolus etenim lamentabitur, recordatus eorum, quae in terra praesta fuerunt, in quibus felicitatem esse sitam ducebat. Diogenes contra deridebit ipsum. Et ille monumentum quidem suum Halicarnassi memorabit ab Artemisia uxore simul et sorore constructum; Diogenes autem corpusculi sepulcrum aliquod an habeat, est nescius, siquidem nihil eam rem curavit; verum perpetuam sapientissimis viris sui commemorationem reliquit, quippe qui viri vitam vixerit sublimiorem tuo, Carum abiectissimum mancipium, monumento, inque tutiore loco conditam



DIOGENES: Höre, du, Karier, worauf bildest du dir so viel ein, dass du vor uns allen den Rang haben willst?

MAUSOLOS: Fürs erste, Herr Sinopenser, war ich König von ganz Karien, und Herr über verschiedene Distrikte von Lydien; ich erweiterte mein Reich durch Unterwerfung verschiedener Inseln, erstreckte meine Eroberungen bis Milet, und überwältigte den größten Teil von Ionien. Außerdem hatte ich persönliche Vorzüge, : Ich war schön, groß von Statur und von einer Leibesbeschaffenheit, die alle Beschwerden des Krieges aushalten konnte. Endlich, und was das Vornehmste ist, habe ich zu Halikarnass ein ungeheueres Grabmal auf mir liegen, das an Größe und Schönheit seinesgleichen in der ganzen Welt nicht hat, und mit den herrlichsten Bildern von Menschen und Pferden ausgeziert ist, alles aus einem so schönen Marmor, wie man nicht leicht an einem Tempel finden wird. Und auf das alles sollte ich nicht mit Recht stolz sein, meinst du?

DIOGENES: Also auf deine Krone, auf deine Gestalt und auf die Schwere deines Grabmals?

MAUSOLOS: Das sollt' ich denken, beim Jupiter!

DIOGENES: Aber, schönster Mausolus, von deiner Schönheit und Stärke ist nichts mehr zu sehen; und wenn ich dir den Vorzug der Gestalt streitig machen wollte, würdest du dem Richter keinen Grund angeben können, warum dein Schädel schöner als der meine sein sollte. Beide sind kahl und abgeschält; unsere Zähne grinsen beiderseits auf gleiche Art, und wir haben beide statt der Augen leere Löcher und aufgestülpte Affennasen. Was aber dein Grabmal betrifft und die kostbaren Edelsteine, woraus es verfertigt ist, so mögen die Einwohner von Halikarnass allerdings Ursache haben, sie den Fremden zu zeigen und sich groß damit zu machen, dass sie ein so großes Werk der Kunst in ihren Mauern besitzen. Was aber du, mein schöner Herr, für einen Genuss davon hättest, sehe ich nicht; du müsstest denn nur sagen, dass du doch eine größere Last tragest, als wir andern, da du einen so ungeheueren Steinhaufen au dir liegen hast.

MAUSOLOS: Das alles sollte mir also zu nichts helfen, und Mausolus sollte nicht mehr und nicht weniger sein als Diogenes?

. DIOGENES: Was den letzten Punkt betrifft, mein edler Herr, nein; diese Gleichheit muss ich verbitten. Denn Mausolus wird wimmern und wehklagen, sooft er sich der Dinge erinnert, die im Leben seine Vorzüge und sein Glück ausmachten. Diogenes hingegen wird ihn auslachen. Mausolus spricht von dem Grabmal, das ihm Artemisia, seine Gemahlin und Schwester, zu Halikarnass errichten ließ; Diogenes weiß nicht einmal, ob sein Leichnam irgendwo ein Grab bekommen hat. Dafür hat er hingegen den Besten der Menschen das Andenken hinterlassen, das Leben eines Mannes gelebt zu haben, und dieses Denkmal, o du Erster unter allen deinen sklavischen Kariern , ist höher, und ruhet auf einem festeren Grund als das deinige.

ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Διογένης: Απίστευτο, Αλέξανδρε! Πέθανες και συ όπως κι όλοι εμείς;

Αλέξανδρος: Δεν το βλέπεις Διογένη. Γιατί σου φαίνεται απίστευτο, πέθανα κι εγώ αφού είμαι άνθρωπος.

Διογένης: Δηλαδή ο Άμμων έλεγε ψέματα πως είσαι γιός του, κι επομένως εσύ είσαι παιδί του Φιλίππου.

Αλέξανδρος: Φυσικά του Φιλίππου, γιατί αν ήμουνα του Άμμωνα δεν θα πέθαινα.

Διογένης: Και για την Ολυμπιάδα, αλήθεια, τα ίδια κι απαράλλαχτα λέγονταν, πως τάχα μου συνουσιάζονταν με κάποιον δράκοντα, που τον έβλεπαν στο κρεβάτι της, και μετά γέννησε εσένα, ενώ ο Φίλιππος ξεγελασμένος, νόμιζε πως ήσουν γιό του.

Αλέξανδρος: Κι εγώ τα ίδια με σένα άκουγα, αλλά τώρα κατάλαβα ότι ούτε η μάνα μου ούτε οι ιερείς του Άμμωνα έλεγαν τη πάσα αλήθεια.

Διογένης: Όμως, Αλέξανδρε, τα παραμύθια τους αυτά, δεν βλέπω να σε ζημίωσαν στα κατορθώματά σου. Γιατί πολλούς τους κυρίεψε ο φόβος, επειδή σε περνούσαν για θεό. Για πες μου όμως, αυτή την μεγάλη εξουσία σου, σε ποιόν την άφησες;

Αλέξανδρος: Ούτε που ξέρω, Διογένη. Γιατί δεν πρόλαβα να φροντίσω για το ζήτημα αυτό. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι, την ώρα που έβγαινε η ψυχή μου, έδωσα το δαχτυλίδι μου στον Περδίκκα. Αλλά που το βρίσκεις το αστείο, Διογένη, και γελάς;

Διογένης: Πώς να μη γελώ αφού θυμήθηκα τα καμώματα όλων των Ελλήνων, αμέσως μόλις πήρες την εξουσία, όταν σε κολάκευαν και σε ανακήρυξαν προστάτη και αρχιστράτηγο, για να τους σώσεις από τους βάρβαρους. Χώρια που μερικοί σε κατάταξαν ανάμεσα στους δώδεκα θεούς και σου οικοδόμησαν ναούς, προσφέροντάς σου θυσίες σαν να ήσουν ο γιος του δράκοντα. Όμως, αλήθεια, πού σε έθαψαν οι Μακεδόνες;

Αλέξανδρος: Τριάντα τόσες μέρες ακόμα, το πτώμα μου βρίσκεται στη Βαβυλώνα, αλλά υπόσχεται ο υπασπιστής μου ο Πτολεμαίος, αν βρει καμμιά ευκαιρία, ανάμεσα στις πολλές σκοτούρες που τον ταλανίζουν, να με πάει στην Αίγυπτο, να με θάψει εκεί, για να γίνω ένας από τους θεούς των Αιγυπτίων.

Διογένης: Δηλαδή θέλεις να μη γελάσω τώρα Αλέξανδρε, όταν σε βλέπω ακόμα και στον Άδη να χαζολογάς και να ελπίζεις να γίνεις Άνουβις ή Όσιρις; Αυτά, μεγάλε, ξέχνα τα, γιατί δεν υπάρχει ελπίδα γυρισμού γι’ αυτόν που πέρασε, έστω και για μια φορά, την στενή πόρτα του Άδη. Ούτε ο Αιακός χαρίζεται σε κανέναν, ούτε να θεωρείς τον Κέρβερο ελαφρόμυαλο.
Εκείνο όμως που ευχαρίστως θα ήθελα να μάθω από σένα, είναι πώς αισθάνεσαι, όταν θυμάσαι την τόσο μεγάλη καλοπέραση που παράτησες εκεί κάτω, όταν έφτασες εδώ. Τους σωματοφύλακες, τους υπασπιστές και τους σατράπες και τόσο πολύ χρυσάφι και ολόκληρα έθνη που σε προσκυνούσαν και τη Βαβυλώνα και τα Βάκτρα και τους φοβερούς ελέφαντες και τόσες τιμές και δόξες κι εκείνες τις μεγαλόπρεπες παρελάσεις στις οποίες παρουσιαζόσουνα με την λευκή κορδέλα στο κεφάλι και την κατακόκκινο μανδύα. Όταν έρχονται όλ’ αυτά στο μυαλό σου, δεν σε στενοχωρούν;
Και γιατί κλαις τώρα σαν μικρό παιδί; Ούτε αυτό δεν σου έμαθε ο σοφός Αριστοτέλης; Ότι όσα μας χαρίζει η τύχη δεν κρατούν για πολύ καιρό;

Αλέξανδρος: Σιγά τον σοφό. Αυτόν που ήταν ο πιο τρισάθλιος κόλακας απ’ όλους τους άλλους. Εγώ μόνο ξέρω τι κουμάσι ήταν αυτός ο Αριστοτέλης, πόσα μου ζήτησε, κι πόσα άλλα με επιστολές, πώς καταχράστηκε τη αγάπη μου για τη μόρφωση, κολακεύοντας και επαινώντας με, πότε για την σωματική μου ομορφιά, θαρρείς ότι κι αυτό είναι μέρος του αγαθού, και πότε για τα κατορθώματά μου και τα πλούτη μου. Διότι ακόμα και τα πλούτη τα θεωρούσε μέρος του αγαθού, ώστε να μη ντρέπεται όταν έπαιρνε κι αυτός μερίδιο απ’ αυτά.
Ήταν απατεώνας, Διογένη μου, και παμπόνηρος. Και το μόνο που κέρδισα από την σοφία του είναι η στενοχώρια μου, που έχασα όλα εκείνα που ανάφερες πριν, σαν να πρόκειται για τόσο σπουδαία αγαθά.

Διογένης: Ξέρεις όμως τι πρέπει να κάνεις τώρα; Βρήκα το φάρμακο για να γιατρέψεις την στενοχώρια σου. Επειδή εδώ πέρα δεν φυτρώνει ελλέβορο, σκύψε κάτω και πίνε και ξαναπίνε συνεχώς από την πηγή που βγάζει το νερό της λησμονιάς. Έτσι θ’ απαλλαγείς από το ντέρτι, που έχασες τα αγαθά, που σου δίδαξε ο Αριστοτέλης.
Μα να, τώρα βλέπω το ίδιο τον Κλείτο και τον Καλλισθένη και πολλούς άλλους να ορμούν κατά πάνω σου, για να σε καταξεσκίσουν παίρνοντας εκδίκηση για τα κακά που τους έκανες. Κοπάνησέ την τώρα από τον άλλο δρόμο και πίνε συνεχώς, όπως σε συμβούλεψα.

ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ

Διογένης: Αυτός δεν είναι ο Ηρακλής; Δε νομίζω να είναι άλλος, μα τον Ηρακλή. Το τόξο, το ρόπαλο, η λεοντή, το μπόι, από πάνω μέχρι κάτω είναι ίδιος ο Ηρακλής. Πώς είναι δυνατόν να πέθανε ένας γιος του Δία; Για πες μου ένδοξε νικητή, είσαι πεθαμένος; Γιατί εγώ ως θεό, όταν ήμουνα πάνω στη γη, σου προσέφερα θυσίες.


Ηρακλής: Πολύ καλά έκανες . γιατί εκείνος ο Ηρακλής βρίσκεται πάνω στον ουρανό, δίπλα στους άλλους θεούς ‘κι έχει γυναίκα την Ήβη με τα πανέμορφα πόδια’, ενώ εγώ είμαι το είδωλό του.

Διογένης: Τι μου λες; Είδωλο θεού; Και πώς γίνεται να είναι κανείς κατά το ένα μισό θεός, και να πεθάνει το άλλο του μισό;

Ηρακλής: Γίνεται και παραγίνεται. Διότι δεν πέθανε εκείνος αλλά εγώ το ομοίωμά του.

Διογένης: Σαν ν’ άρχισα να καταλαβαίνω. Δηλαδή παρέδωσε στον Πλούτωνα εσένα, και τώρα είσαι εσύ νεκρός. στη θέση αυτουνού.

Ηρακλής: Κάπως έτσι έγινε το πράμμα.

Διογένης: Αλλά πώς δε το αντιλήφθηκε ο Αιακός, που δεν του ξεφεύγει τίποτα. πώς δεν πρόσεξε ότι ήσουν εσύ αντί γι’ αυτόν, και δέχτηκε τον αντικαταστάτη, σαν να βρίσκονταν μπροστά του ο Ηρακλής;

Ηρακλής: Διότι η ομοιότητα ήταν πολύ τέλεια.

Διογένης: Αυτό που λες είναι αλήθεια. γιατί μοιάζεις τόσο πολύ, που φαίνεσαι να είσαι εκείνος. Είσαι σίγουρος όμως ότι δε συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή να είσαι εσύ ο Ηρακλής και το είδωλό σου να πλαγιάζει με την Ήβη δίπλα στους θεούς;

Ηρακλής: Είσαι αναιδής και πολυλογάς, κι αν δεν πάψεις να με δουλεύεις, αμέσως θα μάθεις ποιανού θεού είδωλο είμαι.

Διογένης: Το βλέπω, που έχεις βγάλει το τόξο σου και το έχεις έτοιμο. Αλλά τι να φοβηθώ εγώ από σένα, αφού έτσι κι αλλιώς είμαι πεθαμένος; Άσ’ τα αυτά κατά μέρος και πες μου τώρα, στο όνομα του δικού σου Ηρακλή, όταν εκείνος ζούσε, συνυπήρχες μαζί του και ήσουνα και τότε είδωλο; Ή όταν ζούσατε ήσασταν ένας κι όταν πεθάνατε, αφού χωριστήκατε, ο μεν ένας πέταξε προ τους θεούς, εσύ δε το είδωλο, όπως είναι φυσικό, κατέβηκες στον Άδη;

Ηρακλής: Δεν έπρεπε να συζητήσω καθόλου με άνθρωπο που ξεστομίζει τέτοιες ανοησίες. Παρ’ όλ’ αυτά άκουσε κάτι. όσο μέρος στον Ηρακλή ήταν του Αμφιτρύωνα, αυτό πέθανε, κι όλο αυτό το μέρος είμαι εγώ. το υπόλοιπο, που ήταν του Διός, βρίσκεται στον ουρανό μαζί με τους θεούς.

Διογένης: Τώρα κατάλαβα καλά. μου λες ότι η Αλκμήνη γέννησε δυο παιδιά μέσα στον ίδιο Ηρακλή, το ένα από τον Αμφιτρύωνα και το άλλο από τον Δία, αλλά εσείς αγνοούσατε ότι ήσασταν δίδυμοι από την ίδια μάνα.

Ηρακλής: Τον κακό σου τον καιρό, χαμένε. ήμασταν και οι δυο ένα και το αυτό.

Διογένης: Φαίνεται ότι δεν είναι και τόσο εύκολο να μάθει κανείς πώς δυο Ηρακλήδες κάνανε έναν, εκτός κι αν ήσασταν, όπως λένε για εκείνον τον ιπποκένταυρο, συγκολλημένοι σε ένα, θεός και άνθρωπος μαζί.

Ηρακλής: Καλά, δεν παραδέχεσαι ότι όλοι αποτελούνται από δυο πράγματα, την ψυχή και το σώμα; Δηλαδή τι είναι αυτό που εμποδίζει την μεν ψυχή να βρίσκεται στον ουρανό, αφού προέρχεται από τον Δία, κι εγώ που είμαι το θνητό μέρος να βρίσκομαι ανάμεσα στους νεκρούς;

Διογένης: Όμως, εξοχότατέ μου εσύ γιε του Αμφιτρύωνα, θα συμφωνούσα μ’ όλ’ αυτά που λες, αν ήσουν υλικό σώμα. Τώρα όμως είσαι ένα άϋλο ομοίωμα. και δεν απέχεις και πολύ από το να μας παραστήσεις τον Ηρακλή σαν τρισυπόστατο.

Ηρακλής: Από πού κι ως πού τρισυπόστατο;

Διογένης: Περίμενε και θα δεις πώς. ο ένας λοιπόν βρίσκεται στον ουρανό, κι ο άλλος ανάμεσα σε μας, δηλαδή εσύ το είδωλο. έχουμε όμως και το σώμα που έλυωσε κι έγινε ήδη σκόνη. άρα τρία πράγματα είναι όλα μαζί. Σκέψου λοιπόν τώρα ποιόν πατέρα θα επινοήσεις και για τον τρίτο Ηρακλή, αυτόν που θα είναι μπαμπάς του για το σώμα του.

Ηρακλής: Είσαι αναιδής και άπαιχτος στα παραπλανητικά λόγια. Για πες μου όμως, ποιος είσαι του λόγου σου;

Διογένης: Είμαι το είδωλο του Διογένη από την Σινώπη. και τίποτε από μένα δεν βρίσκεται ‘ανάμεσα στους θεούς’, αλλά κάνοντας παρέα εδώ, με τους πιο υπέροχους από τους πεθαμένους ανθρώπους, ειρωνεύομαι τις παπαρολογίες του Ομήρου.

ΜΕΝΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΚΕΡΒΕΡΟΥ



Μένιππος: Πες μου, Κέρβερε, στο όνομα της Στύγας, γιατί είμαι συγγενής σου, αφού κι εγώ είμαι σκύλος (Κυνικός φιλόσοφος), πώς φέρθηκε ο Σωκράτη, όταν κατέβηκε εδώ σε μας; Ελπίζω, αφού είσαι θεός, να μη γαυγίζεις μόνο, αλλά να μιλάς και σαν άνθρωπος, όταν θέλεις.

Κέρβερος: Από μακριά, Μένιππε, μου φαινόταν πως ερχόταν ήρεμος κι ότι δεν φοβόταν και τόσο τον θάνατο. Αυτό μάλλον το έκανε, για να επιδειχθεί σ’ αυτούς που στέκονταν έξω από το στόμιο του Άδη, διότι μόλις έσκυψε και πέρασε μέσα από το χάσμα και είδε το μαύρο σκοτάδι, επειδή πρόσεξα ότι δίσταζε, βάλε μαζί και την δράση του κώνειου, του δάγκωσα το πόδι και τον έσυρα. τότε αυτός άρχισε να σκούζει σαν μωρό παιδί, να οδύρεται για την τύχη των παιδιών του και να κάνει ένα σωρό τέτοια πράγματα.

Μένιππος: Ώστε το ανθρωπάκι αυτό παραπλανούσε τον κόσμο όταν έλεγε ότι αψηφά τον θάνατο;

Κέρβερος: Όχι ακριβώς, αλλά επειδή κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να την γλιτώσει, παρίστανε τάχα μου τον άφοβο, για να δείξει ότι με τη θέλησή του βάδιζε προς αυτό, που όλοι θα πάθουν κάποτε, ώστε να τον θαυμάζουν όσοι τον έβλεπαν. Τα ίδια καμώματα, θα έλεγα πως κάνουν όλοι, που είναι σαν και του λόγου του. μέχρι την πόρτα του Άδη παριστάνουν τους άφοβους και τους γενναίους και μόλις μπούνε μέσα εκδηλώνουν τον πραγματικό τους εαυτό.

Μένιππος: Εγώ, αλήθεια, πώς σου φάνηκα όταν ήρθα εδώ κάτω;

Κέρβερος: Μόνο εσύ, Μένιππε, φέρθηκες αντάξια και σύμφωνα με τις ιδέες σου και πριν από σένα ο Διογένης, διότι ούτε με το ζόρι μπήκατε, ούτε επειδή σας σκουντούσε κάποιος, αλλά με τη θέλησή σας και γελώντας, προτρέποντας μάλιστα όλους τους άλλους να οδύρονται.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Ὦ Πολύδευκες, ἐντέλλομαί σοι, ἐπειδὰν τάχιστα ἀνέλθῃς - σὸν γάρ ἐστιν, οἶμαι, ἀναβιῶναι αὔριον - ἤν που ἴδῃς Μένιππον τὸν κύνα, - εὕροις δ' ἂν αὐτὸν ἐν Κορίνθῳ κατὰ τὸ Κράνειον ἢ ἐν Λυκείῳ τῶν ἐριζόντων πρὸς ἀλλήλους φιλοσόφων καταγελῶντα - εἰπεῖν πρὸς αὐτόν, ὅτι σοί, ὦ Μένιππε, κελεύει ὁ Διογένης, εἴ σοι ἱκανῶς τὰ ὑπὲρ γῆς καταγεγέλασται, ἥκειν ἐνθάδε πολλῷ πλείω ἐπιγελασόμενον· ἐκεῖ μὲν γὰρ ἐν ἀμφιβόλῳ σοὶ ἔτι ὁ γέλως ἦν καὶ πολὺ τὸ "τίς γὰρ ὅλως οἶδε τὰ μετὰ τὸν βίον;" ἐνταῦθα δὲ οὐ παύσῃ βεβαίως γελῶν καθάπερ ἐγὼ νῦν, καὶ μάλιστα ἐπειδὰν ὁρᾷς τοὺς πλουσίους καὶ σατράπας καὶ τυράννους οὕτω ταπεινοὺς καὶ ἀσήμους, ἐκ μόνης οἰμωγῆς διαγινωσκομένους, καὶ ὅτι μαλθακοὶ καὶ ἀγεννεῖς εἰσι μεμνημένοι τῶν ἄνω. ταῦτα λέγε αὐτῷ, καὶ προσέτι ἐμπλησάμενον τὴν πήραν ἥκειν θέρμων τε πολλῶν καὶ εἴ που εὕροι ἐν τῇ τριόδῳ Ἑκάτης δεῖπνον κείμενον ἢ ᾠὸν ἐκ καθαρσίου ἤ τι τοιοῦτον.

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: ᾿Αλλ' ἀπαγγελῶ ταῦτα, ὦ Διόγενες. ὅπως δὲ εἰδῶ μάλιστα ὁποῖός τίς ἐστι τὴν ὄψιν -

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Γέρων, φαλακρός, τριβώνιον ἔχων πολύθυρον, ἅπαντι ἀνέμῳ ἀναπεπταμένον καὶ ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον, γελᾷ δ' ἀεὶ καὶ τὰ πολλὰ τοὺς ἀλαζόνας τούτους φιλοσόφους ἐπισκώπτει.

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: Ῥᾴδιον εὑρεῖν ἀπό γε τούτων.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Βούλει καὶ πρὸς αὐτοὺς ἐκείνους ἐντείλωμαί τι τοὺς φιλοσόφους;

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: Λέγε· οὐ βαρὺ γὰρ οὐδὲ τοῦτο.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Τὸ μὲν ὅλον παύσασθαι αὐτοῖς παρεγγύα ληροῦσι καὶ περὶ τῶν ὅλων ἐρίζουσιν καὶ κέρατα φύουσιν ἀλλήλοις καὶ κροκοδείλους ποιοῦσι καὶ τὰ τοιαῦτα ἄπορα ἐρωτᾶν διδάσκουσι τὸν νοῦν.

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: Ἀλλὰ ἐμὲ ἀμαθῆ καὶ ἀπαίδευτον εἶναι φάσκουσι κατηγοροῦντα τῆς σοφίας αὐτῶν.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Σὺ δὲ οἰμώζειν αὐτοὺς παρ' ἐμοῦ λέγε.

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: Καὶ ταῦτα, ὦ Διόγενες, ἀπαγγελῶ.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Τοῖς πλουσίοις δ', ὦ φίλτατον Πολυδεύκιον, ἀπάγγελλε ταῦτα παρ' ἡμῶν· τί, ὦ μάταιοι, τὸν χρυσὸν φυλάττετε; τί δὲ τιμωρεῖσθε ἑαυτοὺς λογιζόμενοι τοὺς τόκους καὶ τάλαντα ἐπὶ ταλάντοις συντιθέντες, οὓς χρὴ ἕνα ὀβολὸν ἔχοντας ἥκειν μετ' ὀλίγον;

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: Εἰρήσεται καὶ ταῦτα πρὸς ἐκείνους.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Ἀλλὰ καὶ τοῖς καλοῖς τε καὶ ἰσχυροῖς λέγε, Μεγίλλῳ τε τῷ Κορινθίῳ καὶ Δαμοξένῳ τῷ παλαιστῇ, ὅτι παρ' ἡμῖν οὔτε ἡ ξανθὴ κόμη οὔτε τὰ χαροπὰ ἢ μέλανα ὄμματα ἢ ἐρύθημα ἐπὶ τοῦ προσώπου ἔτι ἔστιν ἢ νεῦρα εὔτονα ἢ ὦμοι καρτεροί, ἀλλὰ πάντα μία ἡμῖν κόνις, φασί, κρανία γυμνὰ τοῦ κάλλους.

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: Οὐ χαλεπὸν οὐδὲ ταῦτα εἰπεῖν πρὸς τοὺς καλοὺς καὶ ἰσχυρούς.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Καὶ τοῖς πένησιν, ὦ Λάκων, - πολλοὶ δ' εἰσὶ καὶ ἀχθόμενοι τῷ πράγματι καὶ οἰκτείροντες τὴν ἀπορίαν - λέγε μήτε δακρύειν μήτε οἰμώζειν διηγησάμενος τὴν ἐνταῦθα ἰσοτιμίαν, καὶ ὅτι ὄψονται τοὺς ἐκεῖ πλουσίους οὐδὲν ἀμείνους αὑτῶν· καὶ Λακεδαιμονίοις δὲ τοῖς σοῖς ταῦτα, εἰ δοκεῖ, παρ' ἐμοῦ ἐπιτίμησον λέγων ἐκλελύσθαι αὐτούς.

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: Μηδέν, ὦ Διόγενες, περὶ Λακεδαιμονίων λέγε· οὐ γὰρ ἀνέξομαί γε. ἃ δὲ πρὸς τοὺς ἄλλους ἔφησθα, ἀπαγγελῶ.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Ἐάσωμεν τούτους, ἐπεί σοι δοκεῖ· σὺ δὲ οἷς προεῖπον ἀπένεγκον παρ' ἐμοῦ τοὺς λόγους.


DIOGENES: O Pollux, mando tibi, simulatque ad superos escenderis (tuum est enim, opinor, invitam redire cras), sicubi videris Menippum canem (inverneris autem illum Corinthi ad Craneum, aut in Lyceo altercantes inter se philosophos deridentem), ut dicas ad eum: Te, Menippe, iubet Diogenes, si tibi satis, quae super terram geruntur, sunt derisa, venire huc milta plura irrisurum: illic etenim in ambiguo tibi risus erat, illudque in ore multum, "Quis enim omnino novit, quae post vitam sint consectura?", hic vero non desines bona fide ridere, veluti ego nunc; et maxime quidem, ubi videris divites istos et satrapes et tyrannos, tam humilesnulloque insigni distinctos, ex solo eiulatu dignoscendos, eosque esse molles et ignavos, dum recordantur rerum superarum. Ista dic ipsi atque insuper, ut impleta lupinis multis pera veniat, et si quam reperit in trivio Hecates cenam iacentem aut ovum lustrale aut tale quiddam.

POLLUX: At ista renuntiabo, Diogenes: modo noverim accurate, qualis sit facie.

DIOGENES: Senex, calvus, pallium habens multifore, omni vento apertum et applicatis pannorum assumentis varium: ridet autem semper et plurimum illos mendaces arroganter philosophos illudit.

POLLUX: Facile est eum invenire ab istis quidem indiciis.

DIOGENES: Vin ad ipsos quoque illos mandem quiddam philosophos?

POLLUX: Dic: neque enim grave mihi fuerit hoc.

DIOGENES: Ergo in summa serio ipsis denuntia, ut desinant nugari, de rebus universis ricari, cornua generare sibi mutuo crocodilos fingere et eiusmodi perplexas interrogatiunculas mentibus inserere.

POLLUX: Sed me indoctum et disciplinae expertem esse dicent, qui audeam incusare sapientiam ipsorum.

DIOGENES: Tum tu plorare illos a me iube.

POLLUX: Et haec ipsa, Diogenes, referam.

DIOGENES: Divitibus autem, suavissime Pollucule, nuntia istaec a nobis: Quid, o vani, aurum custoditis? Quid autem vosmet ipsi cruciatis, rationem ineuntes usurarum et talenta super talentis componentes, quos oportet uno obolo instructos huc venire paulo post?

POLLUX: Et illa dicentur ad eos.

DIOGENES: Immo etiam formosulis illis ac robustis dicito, Megillo Corinthio et Damoxeno luctatori, apud nos nec flavam comam nec grate torvos aut nigricantes oculos nec florem in facie amplius adesse, aut nervos intentos umerosve validos; sed omnia, quod aiunt, unus pulvis1 ) , crania nuda pulchritudine.

POLLUX: Ne ista quidem molestum erit exponere apud pulchros et robustos.

DIOGENES: Porro pauperibus, o Lacon, (nam sunt sane multi et graviter ferentes illam rem, misereque deplorantes inopiam) dic, ne lacrimas neu eiulatum edant, enarrata, quae hic obtinet, condicionum aequalitate; idque etiam eos visuros, qui istic in vita sunt divites, nihilo meliores se. Et Lacedaemoniis tuis ista, si videtur, meo nomine exprobra, dicitoque moribus solutis eos a pristina severitate descivisse.

POLLUX: Cave, Diogenes, de Lacedaemoniis quicquam dixeris; equidem non feram. quae vero ad alios mandasti, renuntiabo

DIOGENES: Mittamus istos, quoniam ita tibi videtur; at tu, quibus ante dixi, perfer mandata mea.



DIOGENES: Mein lieber Pollux, wenn du in die Oberwelt hinaufsteigst, - und morgen, denke ich, trifft dich die Reihe, wieder lebendig zu werden, - so hätte ich dir einen Auftrag an Menippos, den Hund, mitzugeben, den du entweder im Kraneion zu Korinth oder zu Athen im Lykeion finden wirst, wo er sich über die Zänkereien der Philosophen lustig macht. Sag ihm: Diogenes befehle ihm, wenn er die Torheiten, die auf der Erde vorgehen, genug belacht habe, hierher zu kommen, wo er viel mehr zu lachen finden werde. Denn dort sei er doch öfters unentschlossen, ob er lachen oder weinen wolle, und es falle ihm doch oft ein, wer weiß, wie es nach diesem Leben geht? Hier aber werde er mit vollständiger Kenntnis der Sache lachen und gar nicht wieder aufhören können (wie jetzt bei mir der Fall ist), besonders wenn er sehen werde, was für eine armselige Figur die Reichen, die Satrapen und die Könige hier machen, wie man sie nur noch an ihrem Geheul unterscheiden könne, und wie wehmütig und niederträchtig sie sich gebärden, wenn sie sich ihres Zustandes da oben erinnern. Sag' ihm das, Pollux; und er möchte nicht vergessen, seine Taschen mit Wolfsbohnen anzufüllen, und wenn er etwa im Herabkommen ein Hekatemahl oder ein Reinigungsei auf einem Scheidewege finde, soll er es gleichfalls zu sich stecken.

POLLUX: Ich will es nicht an mir fehlen lassen, Diogenes. Aber, damit ich ihn nicht etwa verfehle, wie sieht er aus?


DIOGENES: Alt, kahlköpfig, trägt einen abgeschabten Mantel, der gegen alle Winde Öffnungen in Menge hat und mit Lappen in allen möglichen Farben geflickt ist; er lacht unaufhörlich, und meistens sind die Windbeutel, die Philosophen, der Gegenstand seines Spottes.

POLLUX: Mittels dieser Beschreibung werd' ich ihn leicht finden.



DIOGENES: Dürft' ich dich auch noch mit einem kleinen Auftrag an die besagten Philosophen selbst beschweren?

POLLUX: Herzlich gern, sage nur!

DIOGENES: Um es kurz zusammen zu fassen: Leg' es ihnen recht nahe, dass sie doch endlich einmal aufhören sollen, die Zeit mit Possen zu verderben, sich über die Universalien zu zanken, einander Hörner aufzupflanzen, Krokodile zu machen und junge Leute auf dergleichen läppische Spitzfindigkeiten Wert legen zu lehren.

POLLUX: Aber sie werden sagen, ich sei ein ungelehrter Dummkopf, dass ich mir herausnehme, ihre Weisheit zu bekritteln.

DIOGENES: So sage du ihnen in meinem Namen, sie sollen - an den Galgen gehen!

POLLUX: Ich will alles getreulich ausrichten, Diogenes.

DIOGENES: Auch an die Reichen, liebes Polluxchen, hätte ich dir noch ein paar Worte aufzugeben. Sag' ihnen in meinem Namen: Ihr Narren, wofür hütet ihr euer Gold? Was plagt ihr euch mit Ausrechnung eurer Zinsen, und wozu häuft ihr Tausende auf Tausende an, da ihr doch in kurzem mit einem einzigen Obolus im Munde ins Reich der Toten wandern müsst?

POLLUX: Gut! Es soll ihnen gesagt werden.

DIOGENES: Und den Schönen und Starken, dem Megillus von Korinth und dem Ringer Damoxenus, sage: Es gäbe bei uns weder gelbes Haar noch schwarze blitzende Augen, noch blühende Gesichtsfarbe, noch straffe Sehnen und breite Schultern mehr, sondern alles, wie man sagt, allein noch Staub, nichts als kahle Schädel, die einander der Schönheit halber nichts vorzuwerfen haben.

POLLUX: Auch dieser Auftrag an die Schönen und Starken soll mir nicht zu viel sein.

DIOGENES: Und den Armen, unter denen so viele sich gar nicht damit abfinden können und immer über ihre Dürftigkeit wehklagen, sage, sie sollen dem Winseln und Heulen ein Ende machen, und erzähle ihnen, wie hier alle gleichen Standes sind, und sie würden sehen, dass die dortigen Reichen bei uns hier keine Vorzüge haben. Und deine Lakedämonier schilt, wenn du willst, in meinem Namen aus, dass sie nicht mehr sind, was sie ehemals waren.

.
POLLUX: Nichts gegen die Lakedämonier, Diogenes, das leid' ich nicht! Was du mir an die anderen aufgetragen hast, das will ich ihnen hinterbringen.

DIOGENES: Lassen wir die, weil es dir so scheint; den andern aber, die ich zuvor sagte, richte meine Worte aus!