Μένιππος: Πες μου, Κέρβερε, στο όνομα της Στύγας, γιατί είμαι συγγενής σου, αφού κι εγώ είμαι σκύλος (Κυνικός φιλόσοφος), πώς φέρθηκε ο Σωκράτη, όταν κατέβηκε εδώ σε μας; Ελπίζω, αφού είσαι θεός, να μη γαυγίζεις μόνο, αλλά να μιλάς και σαν άνθρωπος, όταν θέλεις.
Κέρβερος: Από μακριά, Μένιππε, μου φαινόταν πως ερχόταν ήρεμος κι ότι δεν φοβόταν και τόσο τον θάνατο. Αυτό μάλλον το έκανε, για να επιδειχθεί σ’ αυτούς που στέκονταν έξω από το στόμιο του Άδη, διότι μόλις έσκυψε και πέρασε μέσα από το χάσμα και είδε το μαύρο σκοτάδι, επειδή πρόσεξα ότι δίσταζε, βάλε μαζί και την δράση του κώνειου, του δάγκωσα το πόδι και τον έσυρα. τότε αυτός άρχισε να σκούζει σαν μωρό παιδί, να οδύρεται για την τύχη των παιδιών του και να κάνει ένα σωρό τέτοια πράγματα.
Μένιππος: Ώστε το ανθρωπάκι αυτό παραπλανούσε τον κόσμο όταν έλεγε ότι αψηφά τον θάνατο;
Κέρβερος: Όχι ακριβώς, αλλά επειδή κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να την γλιτώσει, παρίστανε τάχα μου τον άφοβο, για να δείξει ότι με τη θέλησή του βάδιζε προς αυτό, που όλοι θα πάθουν κάποτε, ώστε να τον θαυμάζουν όσοι τον έβλεπαν. Τα ίδια καμώματα, θα έλεγα πως κάνουν όλοι, που είναι σαν και του λόγου του. μέχρι την πόρτα του Άδη παριστάνουν τους άφοβους και τους γενναίους και μόλις μπούνε μέσα εκδηλώνουν τον πραγματικό τους εαυτό.
Μένιππος: Εγώ, αλήθεια, πώς σου φάνηκα όταν ήρθα εδώ κάτω;
Κέρβερος: Μόνο εσύ, Μένιππε, φέρθηκες αντάξια και σύμφωνα με τις ιδέες σου και πριν από σένα ο Διογένης, διότι ούτε με το ζόρι μπήκατε, ούτε επειδή σας σκουντούσε κάποιος, αλλά με τη θέλησή σας και γελώντας, προτρέποντας μάλιστα όλους τους άλλους να οδύρονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου