24 Σεπτεμβρίου 2011

Ή λύπη κατά τούς πατέρες τής έκκλησίας




Προλογικό Σημείωμα

Ἡ λύπη καί ἡ ἀθυμία εἶναι καταστάσεις πού καθημερινά ταλαιπωροῦν καί βαραίνουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὄντας καί αὐτοί μέτοχοι τῶν συνεπειῶν τῆς πεσμένης ἀνθρώπινης φύσης, προβληματίσθηκαν πάνω στό θέμα τῆς λύπης, τό μελέτησαν βαθιά καί μᾶς ἄφησαν μέ τό σοφό λόγο καί τή γραφίδα τους τά συμπεράσματά τους, τόσο γιά τά αἴτια καί τίς συνέπειες τῆς λύπης, ὅσο καί γιά τόν τρόπο ὑπέρβασής της.
Ὡς πρός τά αἴτια ἀναφέρουν ἄλλες ἐμπαθεῖς καταστάσεις καί μεταλλαγμένες δυνάμεις τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τή φιλαρχία, τή φιλαυτία, τή φιλοκτημοσύνη, τήν ὀργή καί τή μνησικακία. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει, γιά παράδειγμα, ὅτι πολλές φορές ἀπολαμβάνει κανείς νοσηρά, λόγῳ φιλαυτίας καί ἐγωκεντρισμοῦ, τήν κατάσταση τῆς λύπης, γιατί μ’ αὐτόν τόν τρόπο, γίνεται κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν συνανθρώπων του. Σημειώνει μάλιστα, μέ ἰδιαίτερο νόημα τό γεγονός τῆς ἰδιότυπης αὐτῆς ἔκφρασης τῆς φιλαυτίας τοῦ ἀνθρώπου, λέγοντας ὅτι πρέπει νά πονέσει κανείς πολύ γιά νά λυτρωθεῖ ἀπό τή λύπη καί μάλιστα, ἄν χρειασθεῖ, νά πονέσει μέ ὀξύτερο καί πιό μακροχρόνιο πόνο ἀπό τόν πόνο ἐκεῖνο πού τοῦ προκαλεῖ τό αἴσθημα τῆς λύπης . Κι’ αὐτό γιατί ὁ ἄνθρωπος, ὄντας δέσμιος τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ του, θεωρεῖ ὡς φυσικό ἐπακόλουθο τῶν δυσκολιῶν τῆς ζωῆς του τήν κατάσταση τῆς λύπης καί μάλιστα, ἀπαιτεῖ ὡς κεκτημένο δικαίωμά του τή συμμετοχή τῶν ἄλλων στό πάθος του. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ ὅτι μιά ψυχή πού ἔχει τέτοια βιώματα δέν προσδοκᾶ τήν ἀληθινή ἀνακούφιση, πού προέρχεται ἀπό τό Παράκλητο Πνεῦμα, ἀλλά ἐπιζητεῖ «τή νοσοῦσα χαρά», ἡ ὁποία εἶναι ἐμπαθής. Αὐτή ὅμως ἡ χαρά εἶναι, κατά τόν Ἅγιο, «ἕλκος ψυχῆς» .
Ὁ Κύριος μακάρισε τούς πενθοῦντες, ἐκείνους πού διακατέχονται ἀπό τό «κατά Θεόν» πένθος, ἀλλά ὄχι καί ἐκείνους πού ὑποφέρουν ἀπό τήν ἄκαιρη καί ἐμπαθή λύπη. Γιατί τό «κατά Θεόν» πένθος εἶναι δηλωτικό τῆς συναίσθησης τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν πτώση του καί γιά τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό. Αὐτό τό πένθος ἔχει τή δύναμη νά ἐκκενώσει τό χῶρο τῆς ψυχῆς καί νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τήν ἐμπαθή λύπη, ὥστε νά εἰσοδεύσει στήν «βαθεῖα καρδία» τό χαροποιό ἐκεῖνο στοιχεῖο τῆς ἐλπίδας καί τῆς κατά Θεόν εἰρήνης πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Ἔτσι μπορεῖ κανείς νά ἐννοήσει τή σημασία τοῦ Κυριακοῦ λόγου πού προαναγγέλει τήν ἐλευθερία ἀπό τό πάθος, λέγοντας: «Ἡ λύπη σας θά μεταστραφεῖ σέ χαρά».
Ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τή λύπη δέν εἶναι αὐτοσκοπός γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά τήν ἐπιδιώκει κανείς, γιά νά ἀνοίξει χῶρο μέσα του ὥστε νά ἐγκατοικήσει ἐκεῖ ἡ εὐδόκιμη λύπη. Αὐτή ἡ εὐλογημένη λύπη μπορεῖ νά γίνει γόνιμο ἔδαφος, στό ὁποῖο ἀργότερα θά φυτρώσει ἡ ἀληθινή χαρά τῶν «κατά Θεόν καί ἐν Χριστῷ, πενθούντων». Εἶναι ἡ χαρά αὐτή, ἡ ὁποία στή γλώσσα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζεται «χαροποιόν πένθος» ἤ «χαρμολύπη». Εἶναι δηλαδή, ἡ μετάνοια καί ἡ αἴσθηση τῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τίς προδιαγραφές τῆς δημιουργίας του, ἀπό τή ζωή τῆς Τριαδικῆς καί αἰώνιας Ἀγάπης . Τό «χαροποιόν πένθος» ὁδηγεῖ, κατά τόν Ἀπόστολο, στή σωτηρία, ἐνῶ ἡ λύπη τοῦ κόσμου προετοιμάζει καί συντηρεῖ τό θάνατο.
Αὐτόν τόν θεοποιθή λόγο τῶν ἁγίων Πατέρων μας προσπαθοῦμε μέ τήν παρούσα ἔκδοση νά προσφέρουμε στούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας, ὡς συνδρομή καί ὑποστήριξη στόν ἀγώνα τους κατά τῆς ἐμπαθοῦς λύπης, πού συνεχῶς γεμίζει τό ποτήρι τῆς ζωῆς μας καί μᾶς στερεῖ τή χαρά «τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ».
Τό μικρό αὐτό πόνημα εἶναι χωρισμένο σέ τρία μέρη, τῶν ὁποίων προηγεῖται τό παρόν προλογικό σημείωμα.
Στό πρῶτο μέρος παραθέσαμε ὁμιλίες τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, μεταγλωττισμένες στήν καθομιλουμένη Ἑλληνική, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στό ἴδιο θέμα τῆς λύπης καί ἀθυμίας.
Στό δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου συμπεριλάβαμε, ὑπό τύπον συνοπτικῆς ἀναφορᾶς, μικρό δοκίμιο, σχετικά μέ τό θέμα τῆς λύπης. Αὐτό ἀναφέρεται σέ ἀπόψεις ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας –ἐκτός ἐκείνων τῶν ὁποίων ἐκθέτουμε στούς συγκεκριμένους μεταφρασμένους λόγους– μέ τίς ὁποῖες δίδεται μιά, κατά κάποιον τρόπο, πληρέστερη εἰκόνα τῆς Πατερικῆς θέσεως πάνω στό εὐαίσθητο αὐτό θέμα τῆς λύπης καί τῆς ἀθυμίας.
Θεωρήσαμε σκόπιμο τό νά παραθέσουμε ἐπίσης, στό τρίτο καί τελευταῖο μέρος τοῦ παρόνοντος βιβλίου, ὁρισμένες παραμυθητικές ἐπιστολές τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Αὐτές οἱ περιστασιακές κυρίως ἐπιστολές ἀπευθύνονται σέ διάφορα πρόσωπα, τά ὁποῖα πενθοῦσαν γιά κάποια ἀπώλεια εἴτε αὐτή ἦταν ὁ θάνατος προσφιλῶν τους προσώπων, εἴτε ἡ στέρησης ὑλικῶν ἀγαθῶν, τοῦ γοήτρου, τῆς ἀξιοπρέπειας ἤ ἀκόμα καί ἡ ἀπώλεια τῆς αὐτοεκτίμησής τους.
Τό τρίτο αὐτό μέρος τοῦ βιβλίου εἶναι ἰδιαίτερης σημασίας. Γιατί σ’ αὐτό φαίνεται καθαρά ἡ ὑποδειγματική ἀγωγή τῶν ἁγίων Πατέρων. Πῶς δηλαδή, αὐτοί ἐκφράζουν τή συμπάθειά τους πρός τόν πάσχοντα, χωρίς ὅμως, ἡ παρακλητική αὐτή στάση τους, νά μειώνει στή συνείδηση τῶν λυπημένων τή σημασία τοῦ πάθους τῆς λύπης καί τήν ἀνάγκη τῆς ἀποκοπῆς τους ἀπ’ αὐτό.
Πράγματι, ἄν ἐρευνήσει κανείς κατά βάθος τά αἴτια τῆς λύπης, θά διαπιστώσει ὅτι αὐτή εἶναι ἀπόλυτα συσχετισμένη μέ ὅ,τι ἀφορᾶ στά ἀγαθά καί τίς ἀπολαβές τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ ἄνθρωπος τίς περισσότερες φορές πάσχει ἀπό τή φιλαυτία του καί ἐξαιτίας αὐτῆς πρέπει, ἄν θέλει τήν ἐλευθερία του, νά παλαίψει γιά νά ἀποκτήσει πάλι «τό χαμένο θησαυρό του». Ἡ κολοκυθιά τοῦ προφήτη Ἰωνᾶ , ὅσο καί ἄν δόθηκε φιλάνθρωπα ἀπό τόν Θεό, γιά νά καλυφθεῖ μιά συγκεκριμένη καί πρόσκαιρη ἀνάγκη τοῦ Προφήτη, δέν θά ἔπρεπε, γιά κανένα λόγο, νά γίνει διαχωριστικό τεῖχος καί νά σκιάσει τή θέα τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή του. Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ Ἰωνᾶς «βολεύτηκε» κάτω ἀπό τή σκιά τοῦ ὑλικοῦ αὐτοῦ ὑποκατάστατου τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, θεώρησε τήν ἀνάπαυση πού τοῦ πρόσφερε ἡ κολοκυθιά ὡς εὐχάριστο ἀντίδοτο κατά τῆς λύπης του καί ὡς πλήρωμα τοῦ κενοῦ τῆς ψυχῆς του. Ἀλλά ἡ σκιά τῆς κολοκυθιᾶς δέν ἦταν πηγή ἀληθινῆς χαρᾶς καί ἀνάπαυσης. Ἦταν μονάχα ἕνα ἐφήμερο εἴδωλο εὐτυχίας, στό ὁποῖο ὁ Ἰωνᾶς στήριξε τόσο ἀπερίσκεπτα τήν ἐλπίδα τῆς ἀνάπαυσης καί τῆς πληρότητάς του.
Ἡ ἀπερισκεψία αὐτή τοῦ Ἰωνᾶ προκάλεσε τή φιλάνθρωπη καί πάνσοφη ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος πρόσταξε τήν κολοκυθιά νά ξεραθεῖ κι ἀμέσως αὐτή, μέσα σέ μιά νύχτα, ξεράθηκε. Ἡ ὑπερβολική λύπη τοῦ Ἰωνᾶ, ἡ ὁποία ἐπακολούθησε, ἄφησε νά φανεῖ ξεκάθαρα ὁ εἰδωλικός χαρακτήρας, τόν ὁποῖο εἶχε προσλάβει τό ἐφήμερο αὐτό κτίσμα στήν ψυχή τοῦ Προφήτη.
Καθένας μας, βέβαια, μέ τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλο τρόπο, διατηροῦμε κρυφά ἤ φανερά κάποια «κολοκυθιά», στήν ὕπαρξη τῆς ὁποίας ἔχουμε στηρίξει τίς προσδοκίες, τά αἰσθήματα καί τίς ἐπιδιώξεις μας. Ἐκεῖ ἀπολαμβάνουμε νοσηρά τόν ψυχοφθόρο ὕπνο πού μᾶς χαρίζει «ἡ πυκνή καί πανόλεθρη σκιά της». Ὁ πανοικτίρμονας Θεός ὅμως, ὁ Ὁποῖος θέλει ὅλοι νά σωθοῦν καί νά ἔλθουν «εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀλήθειας» , ἐπιτρέπει κάποια στιγμή, νά «ξεραθεῖ» ἡ εἰδωλική αὐτή χαρά μας καί νά χαθοῦν γιά πάντα τά ψεύτικα στηρίγματά μας.
Ἐξαιτίας λοιπόν τῆς λύπης, ἡ ὁποία θά πλημμυρίσει στή συνέχεια τήν ψυχή μας, μποροῦμε νά συνειδητοποιήσουμε τό ὅτι ποικίλλες «κολοκυθιές» ἔχουν οἰκειοποιηθεῖ τή θέση τοῦ Θεοῦ καί ἔχουν ἐκβάλλει τήν ἐλπίδα Του ἀπό τήν ψυχή μας. Θά ἀντιληφθοῦμε, δηλαδή ὅτι ἡ ἀγαπητική δύναμη, ἡ ὁποία θά ἔπρεπε νά λειτουργεῖται μέσα μας «Θεοπρεπῶς» καί ἡ ὁποία ὄφειλε νά στρέφεται πάντα, καθώς Ἐκεῖνος ἔχει ὁρίσει, πρός τόν Θεό καί τόν ἀδελφό , διοχετεύεται ἄσκοπα σέ ἀλλότριους τόπους καί ἔχει ἐντελῶς ἐκτραπεῖ ἀπό τήν πορεία της πρός τό «καθ’ ὁμοίωσιν». Ἔχει, μ’ ἄλλα λόγια, κάνει ἀντικείμενο καί ἀποδέκτη της τήν ἐφήμερη ὕλη, τίς ἀθέμιτες σχέσεις μέ τό παρόν καί μέ τήν ἄκρατη φιλαυτία.
Αὐτά ὅμως, καθώς θά μᾶς ἐξηγήσουν στή συνέχεια οἱ Πατέρες μας, εἶναι ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά τρέφουμε ἐλπίδες καί νά χαιρόμαστε. Εἶναι «οἱ κολοκυθιές μας», τῶν ὁποίων τή σκιά ἐπέτρεψε βέβαια, πρός καιρόν, ὁ Θεός –γιά νά μᾶς προσφέρουν κάποια ἀνακούφιση καί νά μᾶς προστατεύσουν, «ὡς δερμάτινοι χιτῶνες», ἀπό τίς συνέπειες τῆς πτώσης μας– ἀλλά αὐτές τίς τρώει εὔκολα κάποια στιγμή ἕνα σκουλήκι καί ἔτσι μένουμε ἐκτεθειμένοι καί ἀπροστάτευτοι «στόν καύσωνα τῆς ἡμέρας». Ἀλλά γι’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς ἀναπαύσεις θά πρέπει νά λυπούμαστε συνεχῶς καί νά μετανοοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Γιατί, καθώς λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «θά μᾶς ζητηθεῖ λόγος ἀπό τόν Θεό, ὄχι γιατί δέν θαυματουργήσαμε, οὔτε γιατί δέν θεολογήσαμε, οὔτε, ἐπίσης, γιατί δέν φθάσαμε στή θεωρία τῶν ἀθεάτων, ἀλλά θά δώσουμε ὁπωσδήποτε λόγο, γιατί δέν κλαύσαμε καί δέν μετανοούσαμε συνεχῶς».
Εὐχή καί προσευχή μας γιά τόν καθένα μας εἶναι νά μήν ἐπενδύουμε πλέον, στή σκιά πού μᾶς προσφέρουν οἱ «κολοκυθιές» μας, ἀλλά νά βιαστοῦμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τέτοια ἀβέβαια ὑποστηλώματα, ὥστε νά μή βρίσκει ἡ λύπη στήν ψυχή μας ἀντικείμενο γιά νά τρέφεται καί νά συντηρεῖται.
Παραδίδοντας τή σκυτάλη τοῦ λόγου στή σοφή καί διακριτική γραφίδα τῶν ἁγίων Πατέρων μας, ἐκζητοῦμε τίς εὐχές τοῦ κάθε σεβαστοῦ ἀναγνώστη, ἀπευθύνοντάς του συγρόνως τό ἀποστολικό κέλευσμα: «Χαίρετε, ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε».

Η ΕΚΔΟΤΡΙΑ ΜΟΝΗ




 Λύπη και αθυμία (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)

 Τη λύπη την έβαλε μέσα μας ο Θεός. Όχι, όμως, για να τη μεταχειριζόμαστε άσκοπα ή και βλαπτικά, σε ακατάλληλο χρόνο και σε αντίθετες συνθήκες στη φύση μας περιστάσεις, κλονίζοντας έτσι την υγεία της ψυχής και του σώματος, αλλά για ν’ αποκομίζουμε απ’ αυτήν όσο γίνεται μεγαλύτερο πνευματικό κέρδος. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να λυπόμαστε όταν παθαίνουμε κάτι κακό, μα όταν κάνουμε κάτι κακό. Εμείς, ωστόσο, έχουμε αντιστρέψει τα πράγματα. Έτσι, και αμέτρητα κακά να διαπράξουμε, ούτε λυπόμαστε ούτε ντρεπόμαστε. Αν, όμως, πάθουμε και το παραμικρό κακό από κάποιον, τότε τα χάνουμε, βαριοθυμούμε, γινόμαστε συντρίμμια και δεν συλλογιζόμαστε πως οι θλίψεις και οι πειρασμοί φανερώνουν τη φροντίδα του Θεού για μας περισσότερο από τα ευχάριστα περιστατικά.
Αλλά γιατί αναφέρω τις θλίψεις αυτής της ζωής; Μήπως και η απειλή του αιωνίου κολασμού δεν αποτελεί τη φιλανθρωπία του Θεού καλύτερα από την υπόσχεσή Του για την ουράνια βασιλεία; Γιατί ,αν δεν υπήρχε η απειλή του αιωνίου κολασμού, λίγοι θα ήταν εκείνοι που θα κέρδιζαν τη σωτηρία. Δεν είναι, βλέπεις, αρκετή για μας, τους ράθυμους, η υπόσχεση των ουράνιων αγαθών. Ο φόβος της κολάσεως πιο πολύ μας παρακινεί στην αρετή.

Γι’ αυτό, λοιπόν, υπάρχουν η λύπη και η αθυμία, όχι για να μας κυριεύουν όταν πεθαίνει ένα αγαπημένο μας πρόσωπο ή όταν χάνουμε χρήματα ή όταν δοκιμάζουμε κάποια αποτυχία, αλλά για να μας βοηθούν στον πνευματικό μας αγώνα. Ας λυπόμαστε όχι για τη θλίψη ή τη βλάβη που μας προξενεί κάποιος, αλλά για τις αμαρτίες μας, με τις οποίες λυπούμε το Θεό. Γιατί οι αμαρτίες διώχνουν μακριά μας το Θεό, ενώ οι θλίψεις, που δοκιμάζουμε από άλλους ανθρώπους, Τον κάνουν να μένει κοντά μας ως προστάτης.


Αλλωστε, πρέπει να το πάρεις απόφαση, άνθρωπέ μου, ότι στη ζωή αυτή θα έχεις βάσανα, δοκιμασίες, προβλήματα, πειρασμούς. Πρέπει να τ’ αντιμετωπίζεις με γενναιότητα όλα αυτά, χρησιμοποιώντας ως όπλα την πίστη, την ελπίδα, την υπομονή. Ας εύχεσαι, βέβαια, να μην πέσεις ποτέ σε πειρασμό. Όταν, όμως, παραχωρεί κάποιον ο Θεός, μην ταράζεσαι. Κάνε ό,τι μπορείς για να φανείς αληθινός στρατιώτης του Χριστού. Δεν βλέπεις που οι γενναίοι στρατιώτες, όταν η σάλπιγγα τους καλεί στην μάχη, αποβλέποντας στη νίκη, θυμούνται τους ένδοξους προγόνους τους, που έκαναν μεγάλα κατορθώματα, και ρίχνονται με θάρρος στον αγώνα; Όμοια κι εσύ, όταν έρχεται η ώρα της πνευματικής μάχης, να θυμάσαι τα κατορθώματα των αγίων μαρτύρων και ν’ αγωνίζεσαι με γενναιότητα, με πίστη, με χαρά.


Δεν μπορεί, λοιπόν, ποτέ να λυπάται ο χριστιανός; Μπορεί, αλλά για δύο μονάχα λόγους: Όταν είτε ο ίδιος είτε ο πλησίον του έρχεται σε αντίθεση με το Θεό και το άγιο θέλημά Του. Δεν πρέπει, επομένως, να στενοχωριούνται και να θλίβονται εκείνοι που κακολογούνται, μα εκείνοι που κακολογούν. Γιατί δε θ’ απολογηθούν οι πρώτοι ,για όσα λέγονται σε βάρος άλλων. Αυτοί πρέπει να τρέμουν και ν’ ανησυχούν, γιατί αργά ή γρήγορα θα συρθούν στο φοβερό Δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσουν για όσες κακολογίες ξεστόμισαν. Κι εκείνοι που κακολογούνται, πάντως, πρέπει ν’ ανησυχούν, αν όσα λένε γι’ αυτούς είναι αληθινά.


Αξιολύπητοι, βλέπεις, είναι οι αμαρτωλοί, έστω κι αν κανένας δεν τους κατηγορεί. Αξιοζήλευτοι, απεναντίας, είναι οι ενάρετοι, έστω κι αν ο κόσμος όλος τους κατατρέχει. Γιατί, όταν η συνείδηση ενός ανθρώπου είναι ήσυχη, όσες τρικυμίες κι αν ξεσηκώνονται εναντίον του, αυτός θα βρίσκεται πάντα σε λιμάνι γαλήνιο. Όταν, όμως, η συνείδησή του είναι ταραγμένη, ακόμη κι αν όλα του έρχονται ευνοϊκά, θα βασανίζεται, σαν τον ναυαγό στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.


Αλλά και με την πέψη των τροφών, τί συμβαίνει; Όταν το στομάχι μας είναι γερό, όσο δύσπεπτο φαγητό κι αν τρώμε, το χωνεύουμε ομαλά, δίχως να ταλαιπωρούμαστε από βαρυστομαχιά, ξυνίλες ή καούρες. Όταν, όμως, το στομάχι μας έχει κάποια βλάβη, και την πιο εύπεπτη τροφή αν του προσφέρουμε, τη δέχεται με δυσκολία, σαν να είναι η πιο βαρειά.


Τί εννοώ με όλα αυτά; Ότι η ψυχή που υποφέρει από λύπη και αθυμία, δεν μπορεί ούτε απ’ όσα της λες να ωφεληθεί ούτε κάτι ωφέλιμο να πει. Όπως ένα πυκνό σύννεφο, που σκεπάζει τον ήλιο, εμποδίζει τις ακτίνες του να φθάσουν στη γη, έτσι και η λύπη, που σαν άλλο σύννεφο σκεπάζει την ψυχή, δεν αφήνει τις ακτίνες της λογικής να την φωτίσουν. Γι’ αυτό ο υπερβολικά λυπημένος άνθρωπος συνήθως είτε παραλογίζεται είτε βυθίζεται σε σιωπή. Μα και οι άλλοι, που τον βλέπουν, προτιμούν κι αυτοί να σωπάσουν. Θυμάστε τους τρεις φίλους του Ιώβ; Όταν τον αντίκρισαν γεμάτο πληγές και καθισμένο πάνω στην κοπριά, ξέσπασαν σε κλάματα και ξέσκισαν τα ρούχα τους. Έπειτα έμειναν μαζί του εφτά μερόνυχτα, αλλά, βλέποντας πόσο μεγάλος ήταν ο πόνος του, κανένας τους δεν άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει. Γνώριζαν καλά, βλέπεις, ότι, γι’ αυτούς που υποφέρουν, τίποτα δεν υπάρχει καλύτερο από την ησυχία και την σιωπή (Ιώβ 2:11-13).


Ας μην αφήνουμε την λύπη, πάντως, να μας κυριεύει τόσο, ώστε να μας οδηγεί σε παράλογες ενέργειες είτε σε αδιάκριτη εσωστρέφεια. Μας βρήκε ένας πειρασμός, μια δοκιμασία, μια συμφορά; Ο Θεός, που παραχώρησε τον πειρασμό, γνωρίζει και πότε πρέπει να λήξει. Αυτός, ως παντοδύναμος, μπορεί να μας απαλλάξει από κάθε κακό, όταν έρθει η κατάλληλη ώρα, προπαντός όταν μετανοήσουμε για τις αμαρτίες μας και επιστρέψουμε κοντά Του.


Είναι, πραγματικά αξιοθαύμαστοι όσοι καίγονται μέσα στο καμίνι των θλίψεων και υπομένουν τη φωτιά με γενναιότητα. Μας θυμίζουν τους άγιους Τρεις Παίδες, τον Ανανία, τον Μισαήλ και τον Αζαρία, που δεν τους άγγιξαν οι φλόγες του καμινιού, όταν ρίχτηκαν εκεί από το βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ για την εμμονή τους στη λατρεία του αληθινού Θεού (Δαν. 3:1-33). Ούτε ταράχθηκαν ούτε λιποψύχησαν τα τρία παλικάρια, όταν αποφασίστηκε η θανάτωσή τους με τόσο φρικτό τρόπο. Η πίστη, η αγάπη και η αφοσίωσή τους στον Κύριο ήταν τόσες, ώστε αντιμετώπιζαν με χαρά ακόμα και το μαρτύριο. Μέσα στο καμίνι δεν έκαναν τίποτ’ άλλο παρά να δοξολογούν το όνομα του Θεού. Κι Εκείνος δεν άφησε ούτε μια τρίχα τους να καεί. Έτσι, βγήκαν από τη φωτιά θριαμβευτές και θαυμάζονται μέχρι σήμερα από τους ανθρώπους.


Το ίδιο μπορούμε να πούμε για όλους τους αγίους. Τους θαυμάζουμε και τους τιμούμε, γιατί όχι μόνο δίχως λύπη, μα και με μεγάλη χαρά αντιμετώπισαν κινδύνους, διώξεις, συκοφαντίες, βασανιστήρια, ακόμα και θάνατο. Χίλιοι πειρασμοί του κύκλωναν, κι αυτοί ήταν ευδιάθετοι. Μύριοι κίνδυνοι τους απειλούσαν, κι αυτοί ήταν γαλήνιοι. Στη σφαγή οδηγούνταν, κι αυτοί ένιωθαν ευφροσύνη. Ό,τι για τους κοινούς ανθρώπους είναι το μεγαλύτερο κακό, δηλαδή η απώλεια της ζωής, γι’ αυτούς ήταν η υπέρτατη ευλογία. Γιατί γνώριζαν πως ο θάνατος για τους πιστούς δούλους του Κυρίου δεν είναι παρά λύτρωση από τα βάσανα της πρόσκαιρης ζωής και μετάβαση στην αιωνιότητα της πάντερπνης ουράνιας βασιλείας. Γνώριζαν, όμως, επίσης πως ο φιλάνθρωπος Θεός, όταν πρέπει, σώζει θαυματουργικά και από τον σωματικό ακόμα θάνατο όσους σταθερά ελπίζουν σ’ Αυτόν και ακλόνητα πιστεύουν στην πρόνοιά Του.


Θυμηθείτε τι έγινε κατά τη μεταγωγή του αποστόλου Παύλου στη Ρώμη. Ενώ το πλοίο, με το οποίο ταξίδευαν αυτός και οι συνοδοί του στρατιώτες, έπλεε κοντά στις ακτές της Κρήτης, ξέσπασε σφοδρή θαλασσοταραχή. Η κακοκαιρία συνεχίστηκε για μέρες τόσο άγρια, που κάθε ελπίδα σωτηρίας των ταξιδιωτών χάθηκε. Και τότε ο Παύλος, αφού κάλεσε κοντά του το πλήρωμα και τους επιβάτες, τους είπε:


«… Σας συνιστώ να μη χάσετε το θάρρος σας, γιατί, εκτός από το πλοίο, που θα βουλιάξει, κανένας σας δε θα χάσει τη ζωή του. Την περασμένη νύχτα μου φανερώθηκε άγγελος του Θεού, στον οποίο ανήκω και τον οποίο λατρεύω και μου είπε : “Μη φοβάσαι, Παύλε! Πρέπει, σύμφωνα  με το σχέδιο της θείας πρόνοιας, να παρουσιαστείς στον αυτοκράτορα. Για χάρη σου, λοιπόν, ο Θεός θα σώσει όλους όσοι είναι μαζί σου στο πλοίο”» (Πραξ. 27: 22-24).Τον Παύλο, τον εκλεκτό του Χριστού και διδάσκαλο της οικουμένης, που τόσο σκληρά ταλαιπωρήθηκε αλλά και τόσο θαυμαστά ευεργετήθηκε, ας έχουμε πάντα στο νου μας. Γιατί είναι πολύ ωφέλιμη η ενθύμηση των ευεργεσιών του Θεού στους ανθρώπους. Όπως, όταν θυμηθούμε τα καλά που μας έκανε κάποιος φίλος μας, η αγάπη μας σ’ αυτόν γίνεται θερμότερη, έτσι και όταν σκεφτούμε από πόσους κινδύνους μας γλύτωσε ο Θεός, η ευλάβειά μας στο πανάγιο Πρόσωπό Του γίνεται βαθύτερη, ο αγώνας μας για την ευαρέστησή Του εντονότερος, η προθυμία μας για την απόκτηση της αρετής μεγαλύτερη.


Πόσες και πόσες δοκιμασίες, λοιπόν, δεν πέρασε ο Παύλος! Τις αναφέρει ο ίδιος συνοπτικά, γράφοντας στους Κορίνθιους: «Φυλακίστηκα πολλές φορές, χτυπήθηκα με αφάνταστη αγριότητα, κινδύνεψα να θανατωθώ. Πέντε φορές μαστιγώθηκα από τους Ιουδαίους με τριάντα εννέα μαστιγώματα. Τρεις φορές ραβδίστηκα. Μια φορά πετροβολήθηκα. Τρεις φορές ναυάγησα κι ένα μερόνυχτο έμεινα ναυαγός στο πέλαγος. Έκανα πολλές κοπιαστικές οδοιπορίες. Διάβηκα επικίνδυνα ποτάμια. Κινδύνεψα από ληστές. Κινδύνεψα από τους ομογενείς μου Ιουδαίους. Κινδύνεψα από τους ειδωλολάτρες. Κινδύνεψα από ανθρώπους που υποκρίνονταν τους αδελφούς. Κοπίασα και εμόχθησα πολύ. Πολλές φορές ξαγρύπνησα, πείνασα, δίψασα. Πολλές φορές μου έλειψε ολότελα το φαγητό. Ξεπάγιαζα και δεν είχα ρούχα να φορέσω. Εκτός από τα άλλα, είχα και την καθημερινή πίεση των εχθρών μου…» ( Β΄ Κορ. 11:23-28).


Ακούτε τι τράβηξε ο μακάριος απόστολος για το κήρυγμα του Ευαγγελίου; Έφτανε ένα μόνο κακό απ’ όλα αυτά, για να καταθλίψει, να συνταράξει, να συντρίψει την ψυχή του. Και όμως, κανένα δικό του ατύχημα, καμιά δική του περιπέτεια δεν τον στενοχώρησε, δεν τον αποκάρδιζε, δεν τον λυπούσε. Τί τον λυπούσε μόνο; Το γράφει ο ίδιος: «Ποιός από τους χριστιανούς είναι άρρωστος σωματικά ή ψυχικά, και δεν υποφέρω κι εγώ μαζί του; Ποιός πέφτει στην αμαρτία, και δεν καίγομαι κι εγώ στο καμίνι του πόνου;» (Β΄ Κορ. 11: 29). Για τα δικά του παθήματα όχι μόνο δεν νοιαζόταν, αλλά και καυχιόταν – «αν πρέπει να καυχηθώ, θα καυχηθώ για τα παθήματά μου», έλεγε (Β΄Κορ. 11:30). Για τους αδελφούς του χριστιανούς, όμως, και νοιαζόταν και λυπόταν, όταν μάθαινε πως δεν ήταν καλά ή λύγιζαν σε πειρασμό. Τότε, όπως έλεγε, καιγόταν κι αυτός στο καμίνι του πόνου. Και επειδή ποτέ δεν έλειπαν από την Εκκλησία εκείνοι που είχαν το ένα ή το άλλο πρόβλημα, ποτέ δεν έσβηνε κι από την ψυχή του Παύλου η φλόγα της οδύνης, που τον έκαιγε. Και ο πόνος του γινόταν ακόμα μεγαλύτερος, όταν έβλεπε τους Ιουδαίους να εμμένουν στην απιστία τους. Έφτανε στο σημείο να λέει: «Θα ευχόμουν να χωριστώ εγώ αιώνια από τον Χριστό, φτάνει να πήγαιναν κοντά Του οι ομοεθνείς αδελφοί μου, οι απόγονοι του Ισραήλ» (Ρωμ. 9:3-4). Θα προτιμούσε, μ’ άλλα λόγια, να πέσει στη φωτιά της κολάσεως, παρά να βλέπει τους Εβραίους να μένουν στην απιστία. Και αν ήταν πρόθυμος να κολαστεί για τη σωτηρία των αδελφών του, είναι φανερό πως, αφού δεν κατόρθωνε να τους οδηγήσει στο Χριστό, δοκίμαζε θλίψη μεγαλύτερη απ’ όση θα δοκιμάζουν οι κολασμένοι.


Ας θυμηθούμε, όμως, κι άλλο ένα περιστατικό από τη ζωή του αποστόλου Παύλου. Τον βασάνιζε μια χρόνια ασθένεια. Τρεις φορές παρακάλεσε τον Κύριο να τον θεραπεύσει. Μα η απάντησή Του ήταν: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα στην αδυναμία σου» (Β΄ Κορ. 12:9). Γιατί, αλήθεια, η δύναμη του Θεού φανερώνεται μέσα στην ανθρώπινη αδυναμία; Επειδή, όταν ο άνθρωπος με τις δικές του δυνάμεις δεν μπορεί να κατορθώσει σπουδαία πράγματα, με την ενίσχυση του Θεού μπορεί να επιτελέσει έργα μεγάλα και θαυμαστά:  Να αναστήσει νεκρούς, να θεραπεύσει τυφλούς, να καθαρίσει λεπρούς, να κάνει θαύματα πολλά και εξαίσια. Ας μη ζητάει, όμως, και την απαλλαγή από τους κινδύνους, από το φόβο, από τις ασθένειες. Όλα αυτά τα παραχωρεί ο Θεός, για να μην υπερηφανεύεται ο άνθρωπος.


Μήπως, πάλι, πονάει και υποφέρει ψυχικά, επειδή πολλοί είναι εκείνοι που τον επιβουλεύονται, τον καταδιώκουν, τον χτυπούν; Ας μη νομίσει πως τα παθήματά του οφείλονται σε αδυναμία του Θεού. Γιατί αυτά ακριβώς είναι που αποδεικνύουν τη δύναμή Του: Το να καταδιώκεται κανείς και να καταβάλλει τους διώκτες του∙ το να βασανίζεται και ν’ αποδεικνύεται πιο ισχυρός από τους βασανιστές του∙ το να φυλακίζεται και να μεταστρέφει τους δεσμοφύλακές του∙ το να χλευάζεται και να συγχωρεί, όπως ο Χριστός, τους χλευαστές του.


Γνωρίζω, βέβαια, πόσο φοβερή και δυσβάσταχτη είναι η χλεύη, η κοροϊδία, η συκοφαντία, η κάθε λογής κακολογία. Όταν, μάλιστα, μας κατηγορεί και μας βρίζει άνθρωπος που τον έχουμε ευεργετήσει, τότε η προσβολή γίνεται ανυπόφορη∙ τότε, αν μας λείπουν η ταπείνωση και η μακροθυμία, μπορεί να πνιγούμε από τη λύπη και την οδύνη.


Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ας μη νοιαζόμαστε για το αν μας κατηγορούν κάποιοι, αλλά για το αν μας κατηγορούν δικαιολογημένα. Αν, λοιπόν, δικαιολογημένα μας κατηγορούν, πρέπει να κλαίμε και να μετανοούμε. Αν, πάλι, μας κατηγορούν άδικα, πρέπει εκείνους να κλαίμε και τους εαυτούς μας να μακαρίζουμε, φέροντας στο νου μας τα λόγια του Κυρίου: «Μακάριοι είστε όταν σας χλευάσουν και σας καταδιώξουν και σας κακολογήσουν με κάθε ψεύτικη κατηγορία» (Ματθ. 5:11). Όχι λύπη και αθυμία, αλλά χαρά και αγαλλίαση ας αισθανόμαστε τότε, γιατί η ανταμοιβή μας στους ουρανούς θα είναι μεγάλη.
Για τη λύπη και την αθυμία (Μέγας Βασίλειος)
Όταν βλέπω το κακό να μεγαλώνει και να πολλα­πλασιάζεται και πάλι εσάς, ευλαβέστατοι, να έχετε αποκάμει από τις αδιάκοπες επιθέσεις, τότε και η δική μου καρδιά γεμίζει από αθυμία.
Όταν πάλι συνειδητοποιήσω τη μεγάλη δύναμη του Θεού, και ότι Εκείνος γνωρίζει να ανορθώνει τους τσακισμένους, να αγαπά τους δικαίους, να συ­ντρίβει τους υπερήφανους και να κατεβάζει τους ηγεμόνες που καταδυναστεύουν όσους κυβερνούν, τότε αισθάνομαι κάποια ανακούφιση και γεμίζω ελπίδα.
Γνωρίζω, και είμαι σίγουρος γι’ αυτό, πράγμα το οποίο θέλω και σεις να γνωρίζετε, ότι η επέμ­βαση του Θεού δεν είναι μακριά και ότι Εκείνος δεν εγκαταλείπει τελικά τον άνθρωπο.

Γνωρίζω ότι, όσα υποφέρουμε, μας συμβαίνουν εξαιτίας της αμαρτίας μας και ότι ο φιλάνθρωπος Θεός θα κάνει φανερή την αγάπη και την ευσπλαγχνία που έχει για τους δούλους Του. Είτε λοιπόν οι μάστιγες που μας δέρνουν, εξαιτίας της αμαρ­τίας μας, είναι μεγάλη τιμωρία για μας, ώστε να μη χρειάζεται να δεχθούμε και άλλες τιμωρίες από τον Θεό, είτε με τους πειρασμούς καλούμαστε να αγω­νισθούμε για την αλήθεια, ο δίκαιος Θεός που μας θέτει το άθλημα, δεν θα μας αφήσει να πειρασθούμε πέρα από τις δυνάμεις μας, αλλά θα μας αμείψει για όσα υποφέρουμε, με το στεφάνι της υπομονής και της ελπίδας (Α' Κορ. 10, 13).

Ποιός λοιπόν έχει τόσο σκληρή ψυχή σαν το διαμάντι; Ποιός είναι τόσο άσπλαγχνος και ανήμερος, ο οποίος θα άκουγε το στεναγμό που ολόγυρά μας βουίζει σαν το ίδιο το θρηνητικό τραγούδι πολλών ανθρώπων που ψάλλουν ομόφωνα, και δεν θα πο­νούσε η ψυχή του, δεν θα λύγιζε και δεν θα έλιωνε από όλα αυτά τα θλιβερά και αξιοθρήνητα; Αυτά βέβαια δεν τα λέω για παρηγοριά -γιατί ποιός λόγος θα μπορούσε να γιατρεύσει αυτή τη συμφορά- αλλά τα λέω με την θρηνητική αυτή κραυγή μου, θέλοντας να καταδείξω τον πόνο και την οδύνη και της δικής μου ψυχής.
 

*

Συλλογίζομαι τη μεγάλη τέχνη του διαβόλου στον πόλεμο εναντίον μας. Αυτός, επειδή από πείρα γνωρίζει ότι, όταν πολεμείσθε από τους εχθρούς δαί­μονες, τότε αυξάνει και περισσότερο ζωντανεύει μέσα σας η αρετή, άλλαξε γνώμη. Έτσι δεν σας πολεμά πια κατά πρόσωπο και φανερά, αλλά σας στήνει κρυφές παγίδες, καλύπτοντας τον κακό σκοπό του για σας, κάτω από το όνομα εκείνων που σας πολεμούν. Αυτό μας το κάνει για να πάθουμε κι εμείς εκείνο που έπαθαν και οι πρόγονοί μας: Δη­λαδή να μη θεωρήσουμε ότι τα παθήματά μας είναι για χάρη του Χριστού, αφού, δήθεν, εκείνοι που μας καταδιώκουν είναι αδελφοί χριστιανοί.

Αυτό ήταν που εξέπληξε και μένα και μ’ έκανε να φθάσω μέχρι παραλογισμού. Γιατί μαζί μ’ αυτή τη σκέψη μου μπήκε παράλληλα και ένας άλλος λογισμός και αυτός είναι: Μήπως εγκατέλειψε ο Κύριος τους δούλους Του; Μήπως ήρθαν τα έσχατα και αρχίζει η αποστασία με όλα τούτα που συμβαί­νουν, ώστε να αποκαλυφθεί ο «άνομος», «ο γιος της απώλειας», εκείνος που «αντιστρατεύεται και εξουσιάζει καθέναν που σχετίζεται με τον Θεό και τη λατρεία Του;» (Β' Θεσ. 2, 3-4). 

*

Υπομείνατε λοιπόν τον πειρασμό, ως καλοί στρατιώτες του Χριστού. Υπομείνατε, και όταν ο πειρασμός είναι πρόσκαιρος, αλλά και όταν τα πάντα καταστραφούν. Ας μην πέσουμε σε βαριά λύπη για τα πράγματα αυτού του κόσμου. Ας περιμένουμε τον ερχομό από τον ουρανό του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Γιατί, εφόσον πρόκει­ται όλη η κτίση να σταματήσει να υπάρχει και να αλλάξει η μορφή και ο τρόπος ύπαρξης αυτού του κόσμου, τί το περίεργο θα είναι, αν και εμείς οι οποίοι αποτελούμε τμήμα αυτής της κτίσης, πάθουμε ό,τι συμβεί και σ’ όλους τους άλλους; Αν δηλαδή παραδοθούμε στις θλίψεις, αυτές που, ανάλογα με τις δυνάμεις μας, έχει ορίσει ο Δίκαιος Κριτής; Δεν είναι «Εκείνος ο Οποίος θα εμποδίσει να πειρασθούμε περισσότερο απ’ ό,τι αντέχουμε, αλλά θα δώσει μαζί με τον πειρασμό και την έκβαση, ώστε να μπορέσουμε να τον σηκώσουμε;» (Πρβλ. Α' Κορ. 10, 13).

Ας μην αποκάμουμε λοιπόν, αδελφοί μου, γιατί μας περιμένουν στεφάνια Μαρτύρων. Οι χοροί των Ομολογητών είναι έτοιμοι να απλώσουν τα χέρια, να μας υποδεχθούν και να μας συναριθμήσουν στη δική τους τάξη. Αναλογισθείτε τους Αγίους από τα παλιά χρόνια μέχρι σήμερα. Κανένας τους δεν αξιώθηκε να λάβει το στεφάνι της υπομονής, ζώντας μέσα στην τρυφή και στις περιποιήσεις των ανθρώπων. Όλοι αποδείχθηκαν δόκιμοι στην πίστη, περνώντας μέσα από μεγάλες θλίψεις και από τη φωτιά των πειρασμών.

Μακάριος είναι εκείνος που καταξιώθηκε να υποφέρει παθήματα για χάρη του Χριστού. Πιο μα­κάριος απ’ αυτόν είναι όποιος καταξιώθηκε να πε­ράσει μέσα από πληθώρα τέτοιων πειρασμών και θλίψεων. Γιατί «δεν είναι άξια τα παθήματα που περνάμε σ’ αυτή τη ζωή, αν συγκριθούν με τη δόξα που πρόκειται να μας αποκαλυφθεί» (Ρωμ. 8, 18).
 

Εκείνος που δεν θα λυγίσει κάτω από το βάρος των πειρασμών, αλλά θα υπομένει τις θλίψεις, με τη βοήθεια της ελπίδας προς τον Θεό, θα έχει ως μεγάλη ανταπόδοση από τον Θεό το χάρισμα της υπομονής.

 

*

Όπως ακριβώς τα σκουλήκια γεννιούνται κυ­ρίως μέσα στα μαλακότερα ξύλα, έτσι και οι λύπες βρίσκουν πρόσφορο έδαφος κυρίως στους πιο ευαί­σθητους ανθρώπους.

Δεν επιτρέπεται ούτε στους άνδρες ούτε στις γυναίκες να πενθούν και να κλαίνε υπερβολικά.

Όσο κι αν είναι κανείς λυπημένος, ας χύνει λίγα δάκρυα και αυτό με ήσυχο τρόπο, χωρίς δυνα­τές φωνές και μοιρολόγια, χωρίς σχίσιμο των ρούχων ή ρίξιμο στάχτης στο κεφάλι, χωρίς κάποια άλλη άσχημη έκφραση, από εκείνες που εκδηλώνουν όσοι δεν έχουν πνευματική καλλιέργεια, σε ό,τι σχετίζεται με τα γεγονότα της ανθρώπινης ζωής. Γιατί είναι δείγμα άνανδρης ψυχής και εκείνης που δεν παίρνει καμιά δύναμη από την ελπίδα στον Θεό, το να κλαίει απαρηγόρητα, σχίζοντας τα ρούχα και το να λυγίζει κάτω από το βάρος των λυπηρών. Τα δάκρυα έχουν το φυσικό ιδίωμα να γεννιούνται από κάποια πληγή, η οποία ερεθίζει την ψυχή και την μουδιάζει, χωρίς εκείνη να ενεργεί εκούσια και που επηρεάζει όλο τον συναισθηματικό χώρο του ανθρώπου.

Η χαρά είναι σαν κάποιο σκίρτημα της ψυχής που χαίρεται και αγάλλεται για καθετί, στο οποίο κι εκείνη συμφωνεί και συμμετέχει. Γι' αυτό ακριβώς και τα σημάδια που εμφανίζονται στο σώμα έχουν σχέση και είναι συνέπεια των καταστάσεων αυτών που διακατέχουν την ψυχή. Εκείνοι που είναι λυ­πημένοι είναι ωχροί και πελιδνοί και η όλη τους εμφάνιση είναι ανέκφραστη και παγερή.

Εκείνοι πάλι που είναι χαρούμενοι, έχουν όψη ανθηρή και ροδοκόκκινη και, με μια λέξη, είναι σαν να χοροπηδά η ψυχή τους και να ωθείται από τη χαρά, για να εκφρασθεί με διάφορους τρόπους.

Γνωρίσαμε πολλούς που, όταν έπεσαν σε με­γάλες συμφορές, πίεσαν πολύ τον εαυτό τους για να μην κλάψουν. Μετά αυτοί οι άνθρωποι αρρώστησαν βαριά και ή έχασαν το λογικό ή έμειναν ανάπηροι. Άλλοι πάλι έχασαν κι αυτή τη ζωή τους, γιατί δεν είχαν δυνατό στήριγμα· και έτσι η λύπη τσάκισε τις λίγες δυνάμεις τους.

Εκείνο που συμβαίνει με τη φλόγα της φωτιάς, που καταπνίγεται από τον ίδιο τον καπνό της, όταν αυτός δεν βρίσκει διέξοδο και παραμένει στο χώρο, συμβαίνει και με τη δύναμη που έχει κάθε ζωντανή ύπαρξη. Αυτή μαραίνεται, εξασθενεί και καταπνί­γεται από τα λυπηρά της ζωής, γιατί δεν βρίσκει καμιά διέξοδο, για να εκτονωθεί και να παραμείνει δυνατή.

Για ποιό λόγο ο Χριστός δάκρυσε για τον Λάζαρο; Οπωσδήποτε για να επανορθώσει την κατώδυνη και ταπεινωτική συμπεριφορά εκείνων, οι οποίοι θρηνούσαν υπερβολικά και οδύρονταν για τις συμφορές τους. Και το ότι το δάκρυ του Κυρίου δεν γεννήθηκε από κάποιο πάθος, αλλά ήταν διδακτικό για τους ανθρώπους, γίνεται φανερό από αυτό που είπε: «Ο φίλος μου ο Λάζαρος κοιμήθηκε, αλλά θα πάω τώρα να τον ξυπνήσω» (Ιωάν. 11, 11). Ποιός από μας θα έκλαιγε και θα οδυρόταν για ένα φίλο του που κοιμόταν, τον οποίο σε λίγη ώρα επρόκειτο να τον ξυ­πνήσει; «Λάζαρε, βγες έξω» (Ιωάν. 11, 43). Και ο νεκρός έπαιρνε ζωή και ο δεμένος περπατούσε, θαύμα πάνω στο θαύμα. Τα πόδια ήταν σφιχτοδεμένα και ταυτόχρονα δεν εμπόδιζαν στο βάδισμα, αφού ήταν μεγαλύτερη η κινητήρια δύναμη από τα δεσμά. Πώς λοιπόν, Εκείνος που επρόκειτο να κάνει τέτοιο θαύμα, θα θεωρούσε άξιο δακρύων το συμβάν του θανάτου του Λαζάρου; Είναι ολοφάνερο ότι, επειδή γνώριζε την ασθένεια της φύσης μας σε όλες της τις πλευρές, οριοθέτησε μερικά από τα πάθη, που αναγκαστικά συνακολουθούν την ασθένειά μας. Έτσι, με αυτή τη συμπεριφορά Του, μας καθοδήγησε, ώστε και να αποφεύγουμε την έλλειψη συμμετοχής στον πόνο, θεωρώντας κάτι τέτοιο ως θηριωδία. Ταυτόχρονα όμως μας δίδαξε να μην υποχωρούμε στην τάση που μας ωθεί στην υπερβολική έκφραση της λύπης και σε θρήνους, γιατί αυτή είναι έλλειψη ευγένειας και χριστιανικού ήθους.
 

*

Τί να πούμε για τον Ιώβ; Μήπως αυτός είχε σκληρή καρδιά σαν το διαμάντι; Μήπως τα σπλάγχνα του ήταν πέτρινα; Σκοτώθηκαν σε μια στιγμή και τα δέκα παιδιά του, μέσα στο ολόχαρο σπιτικό. Και αυτό συνέβη γιατί τους κτύπησε η ίδια συμφορά, η οποία τους βρήκε την ώρα που όλοι γιόρταζαν χαρούμενοι, καθώς με ενέργεια διαβολική κατέπεσε το σπίτι και τους πλάκωσε.

Είδε έτσι ο Ιώβ το γιορτινό τραπέζι βαμμένο από αίματα. Είδε τα παιδιά του που χρονικά ήρθαν ξέχωρα στη ζωή, να φεύγουν όλα μαζί την ίδια ώρα. Και παρόλα αυτά, δεν έβγαλε ουρλιαχτά, δεν ξεμαλλιάσθηκε, δεν ξεφώνησε με απρέπεια, αλλά ξεστόμισε την αλησμόνητη εκείνη και χιλιοτιμημένη ευχαρι­στία προς τον Θεό: «Ο Κύριος έδωσε, ο Κύριος και τα πήρε. Όπως θεώρησε ο Κύριος καλό, έτσι κι έγινε. Ας είναι το Όνομά Του ευλογημένο» (Ιώβ 1, 21). Μήπως αυτός ο άνθρωπος δεν αγαπούσε τα παιδιά του; Πώς είναι δυνατόν; Αυτός, κάνοντας λόγο για τον εαυτό του, λέει: «Εγώ έκλαιγα για κάθε θλιμ­μένο» (Ιώβ 30, 25). Μήπως όταν μιλούσε έτσι έλεγε ψέματα; Την ειλικρίνειά του την επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι ήταν ολοκληρωμένος και γνήσιος και σε όλες τις άλλες αρετές. Λέει γι' αυτόν η Αγία Γραφή: «Ήταν άνθρωπος άμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, αληθι­νός» (Ιώβ 1, 1). 

*

Οι περισσότεροι όμως άνθρωποι φτιάχνουν μοι­ρολόγια και θρηνούν και με γοερές φωνές κάνουν τις ψυχές τους να λιώνουν από τον πόνο και να φθείρονται. Όπως κάνουν οι σκηνοθέτες που στή­νουν τραγωδίες και αναπλάθουν σκηνές και συν­θέτουν έργα θεατρικά και γεμίζουν με θεατές τα θέατρα, έτσι νομίζουν μερικοί πως πρέπει να συμπε­ριφέρονται εκείνοι που πενθούν. Πρέπει δηλαδή να φοράνε μαύρα, να μη λούζονται, να έχουν κλειστά τα παράθυρα και σκοτεινό το σπίτι, βρώμικο, γεμάτο σκόνη, βαρύθυμη έκφραση, πράγματα που κρατούν το τραύμα της λύπης πάντα νωπό στην ψυχή. Δεν γνωρίζουν αυτοί οι άνθρωποι ότι η ψυχή εκείνη που γέμισε με τον πόθο του Δημιουργού της και που έχει συνηθίσει να ευφραίνεται με αυτή την πνευματική σχέση, δεν έχει τις συνηθισμένες ψυχικές μεταπτώ­σεις, εξαιτίας των παθημάτων που συμβαίνουν σ’ αυτή τη ζωή.

Αντίθετα, κι απ’ αυτά τα λυπηρά συμβάντα παίρνει αφορμή, για να ζήσει εντονότερα η ψυχή την πνευματική σχέση της με τον Θεό. Κι έτσι αυξάνει η ευφροσύνη που ήδη πριν απολάμβανε.

Όπως λοιπόν εκείνοι που έχουν κακή όραση δεν αντέχουν το πολύ φως, αλλά ξεκουράζουν τα μάτια τους, ατενίζοντας τα λουλούδια και την πρα­σινάδα, έτσι πρέπει να συμπεριφέρεται και κάθε ψυχή. Δεν πρέπει δηλαδή να επικεντρώνει τη σκέψη της στο λυπηρό γεγονός, ούτε να πολυασχολείται με τις δύσκολες περιστάσεις αυτής της ζωής, αλλά να απασχολεί τη σκέψη και το λογισμό της με τη θεωρία των πραγματικών και αιωνίων αγαθών.
 

*

Οι λύπες δοκιμάζουν την ψυχή, όπως η φω­τιά το χρυσάφι. Γι’ αυτούς που είναι γυμνασμένοι πνευματικά, οι θλίψεις μοιάζουν με τροφή και με αθλητικά γυμνάσματα που προβιβάζουν τον αγωνι­στή και τον οδηγούν στη δόξα των υιών του Θεού. Η πολλή όμως στενοχώρια γίνεται αφορμή αμαρτίας. Η λύπη βουλιάζει το νου και τον αποχαυνώνει και αδρανεί η λειτουργία των λογισμών, η οποία είναι μητέρα της αχαριστίας. Γιατί είναι ντροπή μας να δοξάζουμε τον Θεό όταν όλα πάνε καλά και να σω­παίνουμε όταν συμβαίνουν Ρα δύσκολα και λυπηρά. Αντίθετα, τότε πρέπει περισσότερο να ευχαριστούμε τον Θεό, γνωρίζοντας ότι «όποιον αγαπά ο Κύριος τον παιδαγωγεί και μαστιγώνει κάθε παιδί που το θεωρεί δικό Του» βρ. 12, 6-7).

Ο Θεός, θα γλυτώσει τους αγίους Του, από όλες τις θλίψεις όχι βέβαια με το να τους αφήσει χωρίς δοκιμασίες, αλλά χαρίζοντάς τους την υπομονή. Γιατί, «η θλίψη γεννά την υπομονή και η υπομονή, δοκιμασμένο και ώριμο άνθρωπο» (Ρωμ. 5, 3). 

*

Εκείνος λοιπόν που αποφεύγει τη θλίψη, στε­ρεί τον εαυτό του από τη δοκιμασία, η οποία τον ωριμάζει και τον εδραιώνει στην αρετή. Όπως δεν στεφανώνεται κανείς αν δεν παλέψει με κάποιον, έτσι δεν μπορεί να αποδειχθεί κανείς δοκιμασμένος και έμπειρος με άλλο τρόπο, παρά μονάχα δια μέσου των θλίψεων. Από όλες τις θλίψεις, λέει ο Απόστολος, θα τους γλυτώσει ο Κύριος, όχι βέβαια εμποδίζοντάς τους να πέσουν στους πειρασμούς, αλλά χαρίζοντάς τους «μαζί με τον πειρασμό και τη διέξοδο, ώστε να μπορέσουν να αντέξουν» (Α' Κορ. 10, 13).
 

Εκείνος που ισχυρίζεται ότι δεν ταιριάζει η θλίψη στον δίκαιο άνθρωπο, είναι σαν να λέει ότι δεν είναι στον αθλητή απαραίτητος ο αντίπαλος.


 Επειδή προξενεί παρηγοριά στους πονεμένους το να συμπάσχει κανείς μαζί τους, είναι φανερό ότι πρέπει να συμμετέχουμε στον πόνο τους. Θα κάνεις πραγματικά τον εαυτό σου συμμέτοχο της συμφοράς των πονεμένων, όχι εκμηδενίζοντας την ένταση και τη σημασία των λυπηρών, ούτε περιφρονώντας τον πόνο των άλλων.

Δεν πρέπει βέβαια από την άλλη μεριά, να κάνει κανείς ό,τι κάνουν οι λυπημένοι. Δηλαδή, να φωνάζει ή να θρηνεί μαζί τους ή να συμπεριφέρεται όπως εκείνοι που είναι σκοτισμένοι από τη συμ­φορά. Δεν πρέπει, μ' άλλα λόγια, να κλείνεσαι μέσα, άνθρωπέ μου, ούτε να μαυροφορείς, ούτε να κάθεσαι καταγής και να μην κόβεις τα μαλλιά σου. Έτσι αν κάνεις, μεγαλώνεις στον πονεμένο τη συμφορά αντί να του τη λιγοστεύεις.

Αντίθετα, και εσύ πρέπει να πονάς για ό,τι συμβαίνει, αλλά να συμμετέχεις με ησυχία στα λυ­πηρά γεγονότα, με σοβαρότητα στο πρόσωπο και με σεμνή συμπεριφορά. Έτσι δηλαδή που να γίνεται στον αδελφό σου φανερή εξωτερικά η λύπη της ψυχής σου. Όταν πάλι εκφράζεται με έντονο τρόπο ο λυπημένος, δεν πρέπει να πετάγεται κανείς και να αρχίζει να τον επιτιμά για ό,τι λέει, σαν να θέλει να εκφράσει τη δική του αντίδραση και να επέμβει στα όσα γίνονται. Γιατί είναι πολύ φορτικό πράγμα για τους λυπημένους τα επιτιμητικά λόγια. Δεν γίνονται αποδεκτά εύκολα και δεν υπάρχει περίπτωση να παρηγορήσουν όσα λέγονται από εκείνους που είναι έξω από τη συμφορά. Όπως σε ένα μάτι που έχει φλεγμονή και το πιο μαλακό πράγμα να βάλλουμε επάνω του τού προκαλεί πόνο, έτσι συμβαίνει και με την ψυχή που έχει βαρύ πόνο. Ακόμα κι αν φέρνει πολλή παρηγοριά ο λόγος στην ψυχή του πονεμένου, όμως είναι σε ένα βαθμό ενοχλητικός, όταν προσφέ­ρεται την ώρα της μεγάλης οδύνης. Όταν όμως δεις τον αδελφό σου να κλαίει και να οδύρεται για τις αμαρτίες του, κλάψε και συ μαζί του και κακοπάθησε. Γιατί συμμετέχοντας στη μετάνοια των άλλων, επανορθώνεις και τα δικά σου σφάλματα.
 

Εκείνος που θα χύσει πικρά δάκρυα για την αμαρτία του άλλου, θεράπευσε ήδη τον εαυτό του, όσον αφορά τις αμαρτίες, για τις οποίες κλαίει με το να συμμετέχει στον πόνο του αδελφού.

 

Για την αμαρτία να κλαις. Αυτή είναι η αρρώ­στια και ο θάνατος της αθάνατης ψυχής και γι’ αυτή πρέπει να κλαίει κανείς συνέχεια και να οδύρεται.


Γι' αυτή πρέπει να χύνονται όλα τα δάκρυα και να μη σταματά κανείς να στενάζει από τα βάθη της καρδιάς του. Έτσι έκλαιγε ο Προφήτης Ιερεμίας, για εκείνους που είχαν χαθεί από την αμαρτία. Και επειδή δεν ήταν αρκετά τα φυσικά δάκρυα, ζητούσε αστείρευτη πηγή δακρύων (Ιερ. 8, 23-9, 1).

Τέλος, ας ευχαριστήσουμε τον Χριστό και Θεό μας, γιατί σ’ Εκείνον πρέπει κάθε τιμή και προσκύ­νηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το Πανάγιο και Ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Για τη Λύπη (Αντίοχος Μοναχός)
Το να λυπάται κανείς με το παραμικρό είναι κατάσταση που προέρχεται από τον φθονερό δαίμονα. Γιατί μ’ αυτό τον τρόπο θέλει να βρει ο εχθρός αφορμή, ώστε να αποσπάσει το νου από τη διάθεση που έχει για προσευχή και έτσι να κάνει τον άνθρωπο άκαρπο. Γι’ αυτό ο δαίμονας προκαλεί στον άνθρωπο την άκαιρη λύπη. Δεν πρέπει λοιπόν να αποδεχόμαστε αυτό τον πειρασμό και να γεμίζουμε με χαρά τον εχθρό, κάνοντάς του το θέλημα.

Να φεύγουμε μακριά από αυτή την επιβουλή του αιμοβόρου εχθρού, δηλαδή του δαίμονα της λύ­πης. Γιατί, όταν το πονηρό αυτό πνεύμα περιτυλίξει την ψυχή και τη σκοτίσει ολόκληρη, δεν την αφήνει πια να προσευχηθεί με προθυμία, ούτε να παρα­κολουθήσει με υπομονή τα ιερά αναγνώσματα που ωφελούν τόσο την ψυχή.

Δεν επιτρέπει επίσης στον άνθρωπο να παρα­μένει πράος και να επικοινωνεί με τους αδελφούς του. Δημιουργεί αίσθημα αντιπάθειας, ακόμα και για τα αγαθά που μας υπόσχεται η κατά Θεόν ζωή. Και με λίγα λόγια, ό,τι καλό έχει μέσα της η ψυχή για τη σωτηρία, η λύπη τα ανατρέπει και καταντά τον άνθρωπο σαν άφρονα και μισότρελλο, εμποδί­ζοντάς τον από κάθε σχέση και επικοινωνία με τους συνανθρώπους του.

Η λύπη δεν αφήνει περιθώριο στην ψυχή να ακούσει συμβουλή, ούτε κι από τους πιο στενούς φίλους της. Δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να δώσει ούτε μια ήρεμη απάντηση. Ζώνει από παντού την ψυχή και τη γεμίζει με πίκρα και αηδία. Την πείθει να αποφεύγει τους ανθρώπους, γιατί δήθεν αυτοί φταίνε για την κατάστασή της.

Η λύπη δεν αφήνει την ψυχή να καταλάβει ότι το κακό δεν προέρχεται από έξω, αλλά ότι η ίδια η ψυχή μέσα της έχει την πηγή της αρρώστιας. Αυτό έρχεται βέβαια στο φως μονάχα όταν πέσουν οι πειρασμοί. Γιατί με την προσπάθεια που κάνει η ψυχή, για να αντιμετωπίσει τους πειρασμούς, συνει­δητοποιεί τα πράγματα όπως ακριβώς είναι.

Η λύπη είναι σκυθρωπότητα της ψυχής, αλλά συγχρόνως και στόμα λιονταρίσιο, που εύκολα κα­ταπίνει αυτόν που κυριεύεται από αυτή.
 

Η λύπη είναι σκουλήκι της καρδιάς, που κατα­τρώει τη μάννα που το γέννησε. Δεν ξέρει τη γεύση του μελιού ο μοναχός που λυπάται και μοιάζει μ' εκείνον που έχει υψηλό πυρετό. Ο μοναχός που δια­κατέχεται από τη λύπη δεν κινεί το νου στη θεωρία του Θεού, ούτε ποτέ του απευθύνει καθαρή προσευχή προς τον Θεό.

Εκείνος που νίκησε τα πάθη, νίκησε και τη λύπη. Κι εκείνος που έχει ηττηθεί από την ηδονή, δεν θα ξεφύγει από τα δίχτυα της λύπης.

Εκείνος που βρίσκεται μόνιμα κυριευμένος από τη λύπη και συγχρόνως προσποιείται ότι είναι απα­θής, μοιάζει με άρρωστο που υποκρίνεται ότι είναι υγιής. Γιατί, όπως ο άρρωστος προδίδεται από την ωχρότητα του προσώπου του, έτσι και τον εμπαθή τον ξεσκεπάζει η λύπη.

Εκείνος που αγαπά τον κόσμο θα δοκιμάσει πολλές θλίψεις. Όποιος όμως περιφρονεί ό,τι έχει ο κόσμος, θα ζει και θα παραμένει πάντα μέσα στη χαρά.
 

Όπως το χωνευτήρι καθαρίζει το ακάθαρτο ασήμι, έτσι και η λύπη καθαρίζει την αμαρτωλή καρδιά.


*

Είναι πολύ καλό και πολύ συμφέρον για την ψυχή το να σηκώνει γενναία κάθε θλίψη, είτε αυτή προέρχεται από τους ανθρώπους, είτε από τους δαίμονες. Έτσι θα καταλάβει βαθιά ότι εμείς φταίμε γι' αυτή την καταπόνηση που περνάμε.

Πρέπει με προσευχή και υπομονή να αντιστα­θούμε σ’ αυτό το δαίμονα. Γιατί όποιος θελήσει να αντιμετωπίσει τους πειρασμούς χωρίς προσευχή και υπομονή όχι μονάχα δεν θα τους νικήσει, αλλά θα εμπλακεί χειρότερα σ' αυτούς.

Ας ψάλλουμε λοιπόν κι εμείς μαζί με τον Δαυίδ: «Γιατί, ψυχή μου, είσαι περίλυπη και γιατί με συνταράσσεις; Στήριξε την ελπίδα σου στον Θεό, γιατί Του προσφέρω δοξολογικό ψαλμό, επειδή Εκείνος είναι η σωτηρία μου και ο Θεός μου» (Ψαλμ. 41, 6). 

*


Είναι λοιπόν αδύνατον χωρίς λύπη, ανώδυνα, να ξεπεράσει τους πειρασμούς εκείνος που ασκείται πνευματικά. Στη συνέχεια όμως, οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν κατ’ αυτό τον τρόπο τους πειρα­σμούς, γεμίζουν με χαρά άπλετη και μάλιστα αν είναι οπλισμένοι με την ευχή και την υπομονή.


Γεμίζουν με δάκρυα γλυκά και με θεία νοή­ματα, εκείνοι που άσκησαν την καρδιά τους στον πόνο και στη θλίψη, εφόσον στους αθλητές μονάχα χαρίζονται οι στέφανοι.

Αν απομακρυνθεί ο νους από την καρδιά, η λύπη αρχίζει να κατατρώει τον άνθρωπο, όπως προείπαμε. Τον τρώει όπως ακριβώς τρώει ο σκόρος το ρούχο και το σαράκι το ξύλο, και κατακλύζει όλα τα έγκατα του ανθρώπου. Καταντά τότε ο άνθρω­πος, από τη σκοτούρα των λογισμών, περίλυπος και σκυθρωπός. Γι’ αυτό η Αγία Γραφή μας συμβουλεύει και μας λέει: «Διώξε από μέσα σου τη λύπη που διαρκεί. Γιατί πολλούς τους θανάτωσε η λύπη και δεν βγαίνει τίποτα καλό απ’ αυτή» (Σοφ. Σειρ. 30, 23). Και ακόμα λέει: «Από τη λύπη γεννιέται ο θάνατος και η λύπη της καρδιάς λυγίζει τη δύναμη του ανθρώπου» (Σοφ. Σειρ. 38, 19). Και καταλήγει: «Μην αφήσεις την καρδιά σου να πέσει στη λύπη, αλλά διώξε την μακριά, φέρνοντας στό νου σου ποια είναι η κατάληξή της» (Σοφ. Σειρ. 38, 19).
 

*

Διώξε λοιπόν από μέσα σου κι εσύ αυτή τη λύπη και μη λυπείς το Πνεύμα το Αγιο, το Οποίο κατοικεί μέσα σου, μήπως ζητήσει από τον Θεό να σε εγκαταλείψει. Γιατί το Πνεύμα του Θεού, το Οποίο χαρίσθηκε στη σάρκα αυτή, δεν ανέχεται τη λύπη, ούτε τη στενοχώρια.

Απόκτησε την ιλαρότητα, που έχει πάντα τη Χάρη του Θεού και εντρύφησε σ’ αυτή. Γιατί ο άν­θρωπος που έχει ιλαρότητα εργάζεται πάντοτε το αγαθό και καταφρονεί τη λύπη. Εκείνος όμως που διακατέχεται από τη λύπη πάντοτε ασχολείται με έργα του «πονηρού». Το πρώτο κακό που κάνει αυτός που λυπάται είναι ότι λυπεί το Πνεύμα το Αγιο, το Οποίο χαρίσθηκε στον άνθρωπο και είναι Πνεύμα χαράς και αγαλλίασης.

Δεύτερο κακό είναι ότι ο λυπημένος άνθρωπος δεν ανοίγει την καρδιά του στον Θεό. Γιατί η προ­σευχή εκείνου που διακατέχεται από λύπη, δεν έχει τη δύναμη να φθάσει στο θυσιαστήριο του Θεού, επειδή έχει θρονιασθεί στην καρδιά του ανθρώπου η λύπη.
 

Όταν η λύπη ανακατευθεί με την προσευχή, δεν την αφήνει να ανεβεί καθαρή προς τό ουράνιο θυσιαστήριο. Όπως λοιπόν το κρασί που ανακατεύεται με ξίδι χάνει πια την πρώτη γεύση, έτσι και η λύπη. Όταν αυτή αναμιχθεί με την προσευχητική διάθεση -η οποία είναι δωρεά του Αγίου Πνεύμα­τος- τότε στερεί από την προσευχή την αρχική της καθαρότητα.

Πρέπει λοιπόν να διώξουμε από την ψυχή μας τη λύπη και να ασπασθούμε όλη τη χαρά του Θεού.

Ας απομακρυνθούμε λοιπόν, το συντομότερο, από αυτού του είδους τη λύπη, γιατί είναι εφάμαρτη και χαρακτηριστικό του κόσμου τούτου.
 

*

Η λύπη που είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, όπως λέει και ο Απόστολος Παύλος, «προκα­λεί μετάνοια, η οποία οδηγεί στη σωτηρία και για την οποία ποτέ κανείς δεν μετανοιώνει. Η λύπη όμως πού σχετίζεται με τούτο τον κόσμο προξενεί θάνατο» (Β' Κορ. 7, 10). Και ο συγγραφέας των Παροιμιών λέει: «Η ευλογία του Κυρίου έρχεται στην κεφαλή του δικαίου. Αυτή τον κάνει πλούσιο και δεν θα έρθει ποτέ λύπη στην καρδιά του» (Παροιμ. 10, 6, 22). Και αλλού πάλι λέει: «Καρδιά που ευφραίνεται, δίνει ευεξία στον άνθρωπο. Του λυπημένου όμως ανθρώπου ξεραί­νεται η ψυχή του» (Παροιμ. 17, 22). Ο Απόστολος Παύλος επίσης λέει: «Δεν θέλουμε, αδελφοί, να αγνοείτε τη θλίψη που μας βρήκε στην Ασία. Τόσο πολύ το βάρος της ξεπέρασε τις δυνάμεις μας, ώστε φθάσαμε να χάσουμε κι αυτή ακόμα την ελπίδα, ότι θα επιζήσουμε. Εκείνος όμως που παρηγορεί τους ταπεινούς, ο Θεός, παρηγόρησε κι εμάς» (Κορ. 1, 8 και 7, 6).

Κι εμείς λοιπόν, μαζί με τον Δαυίδ, ας πούμε: «Ελέησέ με Κύριε, γιατί θλίβομαι. Από το θυμό σου θόλωσαν τα μάτια μου από τα δάκρυα, γιατί κακοπάθησα και ταπεινώθηκα πάρα πολύ και οι στεναγμοί της καρδιάς μου έβγαιναν σαν βρυχηθμοί λιονταριού» (Ψαλμ. 30, 10). Και πάλι: «Η λύπη κυρίευε την καρδιά μου καθώς σκεπτόμουν διαρκώς τα δεινά μου και ένοιωσα ταραχή από τα λόγια που είπε εναντίον μου ο εχθρός μου κι από τη θλίψη που μου προκαλεί ο αμαρτωλός» (Ψαλμ. 54, 3-4). Αλλά, «σώσε με, θεέ μου, γιατί τα δάκρυα από τη θλίψη μου έφθασαν μέχρι τα βάθη της ψυχής μου. Βυθίσθηκα σε βαθύ βούρκο και δεν υπάρχει μέρος να σταθώ (Ψαλμ. 68, 2-3).

Και πάλι: «Μην αποστρέψεις το πρόσωπό Σου από τον δούλο σου, γιατί θλίβομαι, αλλά άκουσε την παράκλησή μου» (Ψαλμ. 68, 18). «Γιατί Εσύ είσαι η καταφυγή και η παρηγοριά από τη θλίψη που με διακατέχει» (Ψαλμ. 31, 7). «Μακάρι να φθάσει σε Σένα η προσευχή μου και να χαμηλώσεις το αυτί Σου για να ακούσεις τη δέησή μου» (Ψαλμ. 87, 3).
Όταν τέλος απαλλαχθείς από τη λύπη, να λες ευχαριστώντας τον Θεό: «Ο Κύριος έρριξε από τον ουρανό το βλέμμα Του, για να ακούσει το στεναγμό των φυλακισμένων, για να λύσει τα δε­σμά των παιδιών Του που είχαν θανατωθεί» (Ψαλμ. 101, 20-21). Κι ακόμα: «Τί να ανταποδώσω στον Κύριο για όλες τις ευεργεσίες Του προς εμένα(Ψαλμ. 115, 3). Γιατί, «Τον επικαλέσθηκα μέσα στη θλίψη μου κι άκουσε την παράκλησή μου και μου πρόσφερε μεγάλη ανα­κούφιση» (Ψαλμ. 117, 5).

Ο Κύριος έλεγε στους μαθητές Του: «Αληθινά σας λέω, ότι εσείς θα κλάψετε και θα θρηνήσετε. ενώ ο κόσμος θα χαρεί». Και μιλώντας στη συνέχεια παραβολικά για την γυναίκα εκείνη που γεννάει και έχει λύπη, προσθέτει: «Έτσι και εσείς. Θα έχετε τώρα λύπη, αλλά πάλι θα σας επισκεφθώ και θα χαρεί η καρδιά σας και κανένας δεν θα μπορέσει ποτέ πια να αφαιρέσει από σας εκείνη τη χαρά σας» (Ιωάν. 16, 20. 22).
 

Σ' Αυτόν πρέπει η δόξα, εκείνη που δίνει χαρά στους θλιμμένους, στους αιώνες. Αμήν.
Για το Πνεύμα της Λύπης (Aββάς Κασσιανός)
Τί κακό προξενεί η λύπη στην ψυχή μας.

Ο πέμπτος αγώνας μας εστιάζεται στην αντίστα­ση που πρέπει να προβάλλουμε εναντίον του πάθους της λύπης. Γιατί, αν αφήσουμε τη λύπη να κυριεύει λίγο-λίγο την ψυχή μας, αυτή αμέσως, μόλις θα δίδεται κάποια αφορμή, θα μας αποσπά από τη Θεία Θεωρία και θα καταθλίβει το πνεύμα μας. Όταν η λύπη καταλάβει την ψυχή του ανθρώπου, δεν του επιτρέπει να προσεύχεται με την ίδια χαρά, ούτε να καταφεύγει στη μελέτη της Αγίας Γραφής, ώστε να βρει σ' αυτή φάρμακο και να θεραπευθεί.

Η λύπη μας εμποδίζει επίσης από το να είμα­στε ειρηνικοί και πράοι προς τους αδελφούς μας. Μας κάνει ανυπόμονους και σκληρούς, μας δυσκο­λεύει και δρα ανασταλτικά στην προσπάθειά μας για την εκτέλεση των πνευματικών καθηκόντων και υποχρεώσεών μας.

Αν αφήσει ο μοναχός την ψυχή του να παρα­δοθεί στη λύπη, αυτή τον κάνει σιγά-σιγά ανίκανο να αντιδρά πνευματικά και να αντιστέκεται στις επιθέσεις της. Γιατί αυτός θα έχει πλέον στερηθεί την ειρήνη της καρδιάς του και θα καταντήσει σαν τον τρελλό ή σαν τον μεθυσμένο. Και τελικά, αυτή θα τον συνθλίψει και θα τον ρίξει σε οδυνηρή απελπισία.

 


Πώς θα θεραπεύσουμε την αρρώστια της λύπης και της αθυμίας

Γι’ αυτό, αν θέλουμε να διεξάγουμε τον πνευ­ματικό αγώνα, όπως μας υποδεικνύει ο Απόστολος, δηλαδή «σύμφωνα με τους κανόνες της αθλήσε­ως» (Β' Τιμ. 2, 5), πρέπει να φροντίσουμε να θεραπεύσουμε αυτή την αρρώστια με την ίδια προσοχή και επιμέλεια που καταβάλλουμε για να νικήσουμε και τα άλλα πάθη. Πράγματι, «σαν το σκόρο που τρυπάει το ρούχο και το σαράκι που κατατρώει το ξύλο, έτσι και η λύπη βλάπτει την καρδιά του ανθρώπου» (Παροιμ. 25, 20α). Μ' αυτόν το λόγο το Αγιο Πνεύμα εκφράζει, ξεκάθαρα και με πολλή ακρίβεια, τη βιαιότητα αυτού του τόσο επικίνδυνου πάθους.

 

Με τί μπορούμε να συγκρίνουμε την ψυχή που είναι θύμα των επιθέσεων της λύπης

Ένα ρούχο που έχει φαγωθεί από το σκόρο, έχει χάσει την αξία του και δεν χρησιμεύει πια για να ντυθούμε με ευπρέπεια. Ένα ξύλο επίσης που έχει φαγωθεί από σαράκι, δεν είναι κατάλληλο για να διακοσμήσει ένα απλό έστω κτίριο, ούτε αξίζει πλέον για άλλη χρήση, παρά μόνο για να γίνει καυσόξυλο. Έτσι είναι και η ψυχή που έχει καταφαγωθεί από το σαράκι της λύπης. Θα είναι πια τελείως άχρηστη για να γίνει αυτό το αρχιερατικό ένδυμα, το οποίο, όπως λέει ο Προφήτης, δέχεται το μύρο του Αγίου Πνεύματος που κατεβαίνει από τον ουρανό και χύνε­ται πρώτα στο πηγούνι του Ααρών και κατόπιν φθάνει μέχρι το κρόσσι του ενδύματός του: «Σαν το μύρο», λέει, «που χύθηκε στην κεφαλή του Ααρών και κατεβαίνει στον πώγωνά του και ακόμη πιο κάτω, μέχρι τα κρόσσια του αρχιερατικού του σάκκου» (Ψαλμ. 132, 2). Αυτή η ψυχή δεν θα μπορέσει να λάβει μέρος στην οικοδόμηση και το στολισμό αυτού του πνευματικού ναού, τα θεμέλια του οποίου έθεσε, σαν ένας σοφός αρχιτέκτονας, ο απόστολος Παύλος· «είσθε ναός του Θεού», λέει, «και το Αγιο Πνεύμα κατοικεί μέσα σας» (Α' Κορ. 3, 16). Στο Ασμα Ασμάτων επίσης «η Νύμφη» περιγράφει ποια είναι τα ξύλα, με τα οποία έχει οικοδομηθεί αυτός ο ναός: «Τα δοκάρια του σπιτιού μας», λέει, «είναι από ξύλα κέδρου και τα κουφώματά του από κυπαρίσσι» (Ασμα Ασμ. 1, 16). Επομένως, για το ναό του Θεού επιλέγουμε είδη ξύλων που να είναι ευωδιαστά και πολύ ανθεκτικά, αυτά να μη φθείρονται με το χρόνο, ούτε να κινδυνεύουν να φαγωθούν από το σαράκι.
 
 
Πού οφείλεται η λύπη και πώς εμφανίζεται στην ψυχή μας


Η λύπη πολλές φορές προέρχεται από την οργή που αισθάνεται κανείς, εξαιτίας της απώλειας κάποιας απόλαυσης ή κάποιας ελπίδας απολαβής. Μερικές φορές όμως δεν υπάρχει κανένας εμφανής λόγος, ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει αυτή την πτώση.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ευθύνεται αποκλει­στικά η κακία του Εχθρού, η οποία ξαφνικά μας φορτώνει με ένα τέτοιο βάρος. Πολλές φορές μάλι­στα, φθάνουμε στο σημείο, ώστε δεν μπορούμε να συναναστραφούμε, με τη συνηθισμένη μας προσήνεια, ούτε τα αγαπημένα μας πρόσωπα ή τους φίλους και συνεργάτες μας. Τότε, όσο ευχάριστη και φυσι­ολογική κι αν είναι η συζήτηση μαζί τους, εμείς τη θεωρούμε φορτική και περιττή και ανταποκρινόμαστε σ’ αυτή με απρέπεια ή με αχαριστία. Κι αυτό, γιατί το βάρος της λύπης έχει κατακλύσει κάθε πτυχή της καρδιάς μας.

 


Η λύπη μας δεν οφείλεται στα σφάλματα των άλλων, αλλά στα δικά μας πάθη
 Αυτό αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι τα πάθη μας δεν διεγείρονται πάντα ως αντίδραση στα σφάλματα των άλλων, αλλά πιο συχνά οφείλονται σε δικό μας φταίξιμο. Γιατί μέσα μας κρύβουμε την αιτία και τα σπέρματα των παθών, τα οποία, μόλις μας κτυπήσει η καταιγίδα των πειρασμών, αμέσως φυτρώνουν και βγάζουν τους καρπούς τους. Στη λύπη δεν φθάνουμε μετά από μια ξαφνική πτώση, αλλά η καταστροφή μας προκαλείται από σφάλματα που, από απροσεξία μας, έχουν χρονίσει μέσα μας.

Ποτέ λοιπόν δεν είναι κανείς αναγκασμένος να αμαρτήσει, όταν τον προκαλεί το σφάλμα του συ­νανθρώπου του, αν δεν έχει ο ίδιος μέσα στην καρδιά του τη ρίζα της αμαρτίας. Δεν θα πρέπει συνεπώς να πιστεύουμε ότι κάποιος πλανήθηκε ξαφνικά και έπεσε στο βάραθρο της αισχρής επιθυμίας, εξαιτίας της θέας ενός εξαισίου ετερόφυλου προσώπου. Θα πρέπει μάλλον να γνωρίζουμε ότι αυτή η θέα ήταν η ευκαιρία, για να βγει στην επιφάνεια μια αρρώστια που επωαζόταν για καιρό μυστικά μέσα του.

 

Δεν πρέπει να διακόπτουμε τη συναναστροφή με τους αδελφούς μας, νομίζοντας ότι έτσι θα γίνουμε τέλειοι, αλλά μάλλον πρέπει να καλλιεργούμε την αρετή της υπομονής

Γι’ αυτό ο Θεός, ο Δημιουργός των πάντων, γνωρίζοντας καλύτερα από τον καθένα πως να γιατρεύσει το πλάσμα Του και ότι οι αιτίες και οι ρίζες των παθών μας δεν βρίσκονται στους άλλους, αλλά μέσα στον ίδιο τον εαυτό μας, δεν μας είπε να μη συναναστρεφόμαστε τους αδελφούς μας, ούτε μας έδωσε εντολή να αποφεύγουμε εκείνους που νομίζουμε ότι μας προκαλούν ή ότι εμείς γινόμαστε αιτία της πτώσης τους. Αλλά θέλει να αγωνιζόμαστε να υπερβαίνουμε κάθε δυσκολία.

Πρέπει να γνωρίζουμε καλά ότι η καθαρότητα της καρδιάς δεν αποκτάται τόσο με την απομάκρυνση από τους ανθρώπους, όσο με την αρετή της υπομονής. Όπως ακριβώς, όταν έχουμε υπομονή μπορούμε να παραμείνουμε ειρηνικοί, ακόμα και μ' αυτούς που μισούν την ειρήνη, έτσι και όταν μας λείπει η υπομονή, βρισκόμαστε σε συνεχή ασυμφωνία και διαμάχη, ακόμα και μ' αυτούς που είναι φθασμένοι στην αρετή και πολύ καλύτεροι από εμάς. Γιατί οι ευκαιρίες για ταραχές και οι αφορμές που μας ωθούν, για να απομακρυνθούμε από τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρεφόμαστε, δεν είναι ποτέ δυνατόν να λείψουν από τη ζωή μας. Έτσι, αλλάζο­ντας τόπο, δεν ξεφεύγουμε συγχρόνως και από τις αιτίες της λύπης, η οποία μας οδηγεί στο χωρισμό από τους αδελφούς μας.

 

Εάν βελτιώσουμε το χαρακτήρα μας, μπορούμε να συναναστρεφόμαστε με όλους, χωρίς δυσκολία

Ας φροντίσουμε λοιπόν να εξαλείψουμε τα πάθη μας και να διορθώσουμε το λογισμό μας. Και αν το πετύχουμε αυτό, τότε θα ζήσουμε ευκολότερα, όχι μόνο με τους ανθρώπους, αλλά, όπως λέει η Αγία Γραφή, και με τα άγρια θηρία: «Θα έχεις ειρήνη», λέει, «ακόμα και με τα άγρια θηρία» (Ιώβ 5, 2). Πράγματι, «ειρήνη πολλή κυριαρχεί στην ψυχή αυτών που σε αγαπούν. Κύριε, και δεν σκοντάφτουν σε πα­γίδα» (Ψαλμ. 118, 165).

 

Για ένα άλλο είδος λύπης που μας οδηγεί στην απελπισία για τη σωτηρία μας

Υπάρχει επίσης ένα άλλο, πιο αποτρόπαιο είδος λύπης. Αυτό δεν σπρώχνει τον ένοχο να αλλάξει τρόπο σκέψης και ζωής ή να διορθώσει τα λάθη του, αλλά τον σπρώχνει προς μια θανάσιμη απελπισία. Αυτή η απελπισία εμπόδισε τον Κάιν, μετά το φόνο του αδελφού του, να μετανοήσει (Γεν. 4, 9-16). Αυτή επίσης παρέσυρε τον Ιούδα, μετά την προδοσία, αντί να επανορθώσει το λάθος του με τη μετάνοια, να δώσει τέλος στη ζωή του (Ματθ. 27, 5).

 Η λύπη μας ωφελεί σε μια μόνο περίπτωση

Δεν θα πρέπει να θεωρούμε τη λύπη επιτρεπτή και χρήσιμη, παρά μόνο σε μία περίπτωση: Όταν δηλαδή λυπούμαστε για τις αμαρτίες μας, επειδή αυτές αναστέλλουν την πρόοδό μας προς την πνευματική τελείωση και τη μέλλουσα μακαριότητα. Γι’ αυτήν ο Απόστολος λέει: «Η κατά Θεόν λύπη έχει σαν αποτέλεσμα τη μετάνοια που καταλήγει στη σωτηρία, για την οποία κανείς δεν θα μεταμεληθεί. Ενώ η «κατά κόσμον» λύπη οδηγεί στο θάνατο» (Β' Κορ. 7, 10).
 

Πώς θα ξεχωρίσουμε την «κατά Θεόν» λύπη από τη λύπη που προκαλεί ο διάβολος και η οποία μας οδηγεί στο θάνατο;


Η «κατά Θεόν» λύπη κάνει τον άνθρωπο υπάκουο, ευγενή, ταπεινό, πράο, γεμάτο γλυκύτητα και υπομονή. Γιατί αυτή η λύπη γεννιέται από την αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό και εκφράζεται αβίαστα -εξαιτίας του πόθου που τρέφει ο άνθρωπος για την πνευματική του ολοκλήρωση- με την όλη σωματική άσκηση και τη συντριβή του πνεύματος. Ο άνθρωπος που τρέφει αυτή τη λύπη είναι ιλαρός και ευπροσήγορος. Και επειδή ελπίζει στην πνευματική του τελείωση και στην απολαβή των μελλοντικών αγαθών, διατηρεί πάντοτε την ευγένειά του και τη μακροθυμία του, μετέχοντας έτσι σε όλους τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, όπως τους απαριθμεί ο Απόστολος που λέει: «Ο καρπός του Πνεύματος είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η καλοσύνη, η αγαθότητα της καρδιάς, η πίστη, η πραότητα και η εγκράτεια» (Γαλ. 5. 22-23).

Αντίθετα, αυτός που έχει κυριευθεί από την άλλη, την «κατά κόσμον» λύπη είναι ευερέθιστος, ανυπόμονος, αμετάπειστος, γεμάτος μνησικακία, άκαρπο πένθος και οδυνηρή απελπισία. Η λύπη πα­ραλύει την ενεργητικότητα εκείνου τον οποίο καταλαμβάνει και τον εκτρέπει από τη σωτήρια οδύνη που γεννά η μετάνοια. Γιατί αυτή η λύπη κάνει τον άνθρωπο παράλογο. Αυτή καταστρέφει, όχι μόνο τους καρπούς της προσευχής, αλλά αποστερεί τον άνθρωπο από όλους τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, τους οποίους χαρίζει πλούσια η «κατά Θεόν» λύπη.


Πρέπει να διώχνουμε από μέσα μας, εκτός από την ωφέλιμη, κάθε άλλη επιζήμια λύπη. Η επιζήμια λύπη έχει τρεις αιτίες

Γι’ αυτό, αν εξαιρέσουμε αυτή τη λύπη, η οποία γεννιέται από τη σωτήρια μετάνοια και από την αναζήτηση της τελειότητας ή από την επιθυμία της απόκτησης των μελλοντικών αγαθών, κάθε άλλου είδους λύπη πρέπει να θεωρείται επιζήμια και να κα­ταπολεμείται. Γιατί αυτή είναι λύπη που προέρχεται από τις υποθέσεις της εφήμερης αυτής ζωής και γεννά το θάνατο. Συνεπώς, οφείλουμε να τη διώχνουμε από την καρδιά μας, και μάλιστα με τόση επιμέλεια και προσοχή, όση καταβάλλουμε προκειμένου να αντισταθούμε και να θανατώσουμε το πνεύμα της πορνείας, της φιλαργυρίας ή της οργής.


Πώς θα ξεριζώσουμε τη λύπη από την καρδιά μας

Θα αξιωθούμε να απαλλαγούμε από αυτό το ολέθριο πάθος, με τη συνεχή πνευματική μελέτη, με το να ανυψώνουμε και να διατηρούμε το νου μας προσηλωμένο στην ελπίδα και στην προσδοκία των μελλοντικών αγαθών και στη θεωρία της μακαριότητας, η οποία μας περιμένει. Μ' αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε ασφαλώς να νικήσουμε όλα τα είδη της λύπης, είτε αυτή προέρχεται από θυμό, είτε από την απώλεια κάποιου κέρδους, είτε από κάποια ζημιά ή από μια προσβολή που δεχθήκαμε.

Θα πρέπει επίσης να υπερβαίνουμε την εμπαθή αυτή κατάσταση, όταν νιώθουμε πως μας φορτώνει με αναιτιολόγητα ενοχικά συναισθήματα ή όταν αυτή μας παρασύρει σε θανάσιμη απελπισία. Η ελπίδα των αιωνίων αγαθών θα μας κρατά διαρκώς μέσα στη χαρά και θα παραμένουμε σταθεροί στα βιώματά μας, χωρίς να απελπιζόμαστε από τις συμφορές που μας βρίσκουν, αλλά και χωρίς να επαναπαυόμαστε στην ευημερία. Θα πρέπει να θεωρούμε και την ευη­μερία και τις θλίψεις ως καταστάσεις μάταιες και προσωρινές, οι οποίες σύντομα θα παρέλθουν.
Η άκαιρη λύπη (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)
 Όσοι αμαρτήσαμε έχουμε ανάγκη πάλι από τη λύπη και τον πόνο της μετάνοιας για τα αμαρτήματα που έχουμε διαπράξει. Πρέπει να μετανοήσουμε και να πέσουμε στα γόνατα, για να ακούσει καθένας μας μυστικά μέσα στην καρ­διά του, όπως ο Παράλυτος του Ευαγγελίου, «έχε θάρρος, τέκνο». Και έτσι, αφού πληροφορηθεί η καρδιά μας ότι έχουμε λάβει τη συγχώρηση, να με­ταστρέψουμε τη λύπη σε χαρά. Διότι αυτή είναι η λύπη, το μέλι το πνευματικό, που θηλάζουμε εμείς από τη στερεά πέτρα, σύμφωνα με το αποστολικό ρητό: «ΕΘήλασαν μελί από πέτρα» (Δευτ. 32, 13) «η δε πέτρα είναι ο Χριστός» (Α' Κορ. 10, 4).

Να μη σας κάνει όμως εντύπωση που απο­κάλεσα τη λύπη «μέλι». Γιατί αυτή είναι η λύπη για την οποία ο απόστολος Παύλος λέει: «Η κατά Θεόν λύπη προκαλεί αμεταμέλητη μετάνοια για τη σωτηρία» (Β' Κορ. 7, 10). Όπως δηλαδή σ' αυτόν που έχει τραυματισμένη γλώσσα το μέλι θα του φανεί πικρό -αλλά όταν θα θεραπευθεί θα αλλάξει γνώμη,- έτσι και ο φόβος του Θεού προκαλεί λύπη στις ψυχές που είναι δεκτικές του Ευαγγελικού κηρύγματος. Όσο καιρό οι ψυχές αυτές έχουν ανοικτά τα τραύματα των αμαρτιών τους, αισθάνονται λύπη. Όταν όμως ελευθερωθούν απ’ αυτά δια της μετανοίας, νιώθουν εκείνη τη χαρά, την οποία εννοεί ο Κύριος όταν λέει: «η λύπη σας θα μεταβληθεί σε χαρά» (Ιωάν. 16, 20). Ποιά λύπη; Ασφαλώς εκείνη που αισθάνονταν οι Μαθητές στο άκουσμα ότι θα στερούνταν τον Κύριο και Διδά­σκαλό τους. Τη λύπη εκείνη που αισθάνθηκε ο Πέτρος όταν Τον αρνήθηκε. Δηλαδή τη λύπη που αισθάνεται ο κάθε πιστός όταν μετανοεί για τις αμαρτίες, για τις ελλείψεις του στην αρετή, πράγμα που οφείλεται στη ραθυμία του.

Και εμείς λοιπόν, όταν πέφτουμε σε τέτοιου είδους αμαρτίες, να λυπούμαστε και να κατηγορούμε τους εαυτούς μας και όχι κάποιον άλλο. Άλλωστε, ούτε τον Αδάμ, όταν αθέτησε την εντολή του Θεού, τον ωφέλησε η μετάθεση της ευθύνης προς την Εύα, αλλά ούτε και την Εύα τη βοήθησε το ότι επέρριψε την ευθύνη στον αρχέκακο όφι. Κι αυτό, γιατί εμείς έχουμε πλασθεί από τον Θεό ως αυτεξούσιοι· και έχουμε λάβει το ηγεμονικό της ψυχής ως εξουσιαστική δύναμη κατά των παθών. Δεν έχουμε λοιπόν κανέναν που να κυριαρχεί επάνω μας και να μας αναγκάζει σε υποταγή.

Αυτό θεωρείται κατά Θεόν σωτήρια λύπη: Το να κατηγορούμε τους εαυτούς μας, και όχι κάποιον άλλο, για όσα πλημμελήματα διαπράττουμε. Να λυ­πούμαστε για τον εαυτό μας και να ειρηνεύουμε με τον Θεό με την κατάνυξη και την εξομολόγηση. Αυτή την αυτομεμψία και κατάνυξη επέδειξε ο Λάμεχ, ο οποίος εξομολογήθηκε ενώπιον όλων την αμαρ­τία του, κατέκρινε τον εαυτό του και τον θεώρησε περισσότερο ένοχο από τον Κάιν, σύμφωνα με την Αγία Γραφή που λέει: «Για τον Κάιν προβλεπόταν τιμωρία επτά φορές, και για τον Λάμεχ εβδομή­ντα επτά» (Γεν. 4, 24). Έτσι, αφού πένθησε τον εαυτό του ως ένοχο, με την βαθιά του κατάνυξη και την ομο­λογία της αμαρτίας του, διέφυγε από την καταδίκη του Νόμου, όπως είπε αργότερα και ο Προφήτης: «Ομολόγησε εσύ πρώτος τις αμαρτίες σου για να δικαιωθείς» (Ησ. 43, 26). Αυτό επιβεβαίωσε αργότερα και ο Απόστολος, λέγοντας: «Αν εμείς κρίναμε τους εαυτούς μας, δεν θα κρινόμαστε» (Α' Κορ. 11, 31). 

*

Πρώτος λοιπόν ο Λάμεχ αναφέρεται ότι απέ­φυγε την καταδίκη του Νόμου, διότι μετανόησε και λυπήθηκε για την αμαρτία του. Έπειτα από αυτόν, συμπεριφέρθηκαν, κατά τον ίδιο τρόπο, και οι Νινευίτες, λαός πολύς και πόλη μεγάλη. Αυτοί μάλιστα είχαν τη βεβαιότητα ότι θα ξεπεράσουν την καταδίκη τους με τη λύπη και τη μετάνοια, όχι μόνο όταν συνειδητοποίησαν την αμαρτία τους, αλλά και όταν άκουσαν από τον προφήτη Ιωνά την απόφαση του Θεού που έλεγε: «Ακόμα τρεις ημέρες και η Νινευί θα καταστραφεί» (Ιωνά 3, 4). Ακουσαν λοιπόν οι Νινευίτες και πίστευσαν. Δεν έπεσαν στο πονηρό και δαιμο­νικό βάραθρο της απογνώσεως, ούτε φόρτωσαν στις καρδιές τους το λίθο της πωρώσεως. Αλλά είπε ο ένας στον άλλο: «Ποιός ξέρει, μπορεί να αλλάξει απόφαση ο Θεός και να μας ελεήσει, ώστε να μην καταστραφούμε» (Ιωνά 3, 9). Έτσι εγκατέλειψαν την πονηρία και τις αμαρτωλές συνήθειές τους. Κήρυξαν γενική νηστεία, φόρεσαν μικροί και μεγάλοι, ακόμα και ο βασιλιάς τους, σάκκους, έριξαν πάνω τους στάχτη. Έμειναν ακόμα και τα βρέφη χωρίς τροφή, γιατί, όπως φαίνεται, λησμόνησαν από τη λύπη τους οι μητέρες να τα θηλάσουν, σύμφωνα μ’ αυτό που λέει και ο Ψαλμωδός: «Από τη φωνή του στεναγμού μου λησμόνησα να φάω τον άρτο μου» (Ψαλμ. 101,5 και εξ.). Και όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά ακόμα και τα ζώα τα άφησαν, εξαιτίας του πένθους τους, νηστικά και απότιστα, κλεισμένα στα μαντριά τους. Έτσι, ζώντας όλοι στην ατμόσφαιρα της σωτήριας λύπης και του πένθους, απέφυγαν τις ολέθριες συνέπειες της αμαρτίας τους και βρήκαν συγχώρηση και έλεος από τον Θεό.

Επειδή λοιπόν, αδελφοί μου, και η δική μας ζωή περνάει σχεδόν ολόκληρη μέσα στην αμαρτία, οφείλουμε κι εμείς να λειτουργήσουμε τη σωτήρια αυτή λύπη που γεννιέται από τη μετάνοια. Γιατί αν δεν κάνουμε αυτό, τότε, καθώς λέει ο Κύριος, «οι Νινευίτες θα μας κατακρίνουν κατά την ημέρα της κοινής αναστάσεως» (Ματθ. 12, 41). Κι αυτό, γιατί εκείνοι μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά, ενώ εμείς δεν μετανοούμε με το λόγο του Κυρίου μας Ιησού Χρι­στού, ο Οποίος είναι και ο Θεός του Ιωνά.

Ο Ιωνάς, επίσης, δεν κήρυττε μόνο μετάνοια, αλλά μιλούσε και για τις βαριές συνέπειες της αμαρ­τίας τους, δηλαδή για καταδίκη και για θάνατο. Ο Χριστός όμως ήλθε για να έχουμε ζωή και κάτι περισσότερο ακόμα: Για να απολαύσουμε τη Θεία Υιοθεσία και την Ουράνια Βασιλεία.

Ο Ιωνάς, με το κήρυγμά του, δεν υποσχόταν Βασιλεία Ουρανών. Ο Χριστός όμως, κηρύττοντας μετάνοια, μας υπόσχεται Βασιλεία Ουράνια. Ταυτό­χρονα, μας προλέγει τη μέλλουσα συντέλεια του κόσμου, λέγοντας: «Όπως οι άνθρωποι της εποχής του Νώε απολάμβαναν τα σωματικά αγαθά με άνεση και χωρίς φόβο, και ξαφνικά ήλθε ο κατακλυσμός και τους αφάνισε όλους, έτσι θα συμβεί και στη συντέλεια, γιατί παρέρχεται το σχήμα αυτού του κόσμου» (Α' Κορ. 7, 31).

Ο Ιωνάς απειλούσε τότε τους Νινευίτες με καταστροφή φθαρτών πραγμάτων, αλλά δεν τους μίλησε για φοβερό βήμα και αδέκαστη Κρίση ούτε βέβαια για το πυρ το άσβεστο ούτε για ακοίμητο σκώληκα ούτε για σκότος εξώτερο ούτε τριγμό των οδόντων ούτε πένθος απαράκλητο. Ο Κύριος όμως, παράλληλα με αυτά, είπε ότι όσοι δεν λυπηθούν για τις αμαρτίες τους εδώ και δεν κλαύσουν, αυτές τις συνέπειες θα τις γευθούν μετά τη συντέλεια του κόσμου, η οποία δεν θα λάβει χώρα σε τρεις ημέρες, όπως κήρυττε τότε ο Ιωνάς, αλλά μετά από πολύ χρόνο. Και αυτό θα γίνει από την απέραντη μακροθυμία του Χριστού.

Η μακροθυμία λοιπόν του Θεού σε οδηγεί, αδελφέ μου, σε μετάνοια και λύπη. Πρόσεχε όμως, μήπως, από τη σκληρότητά σου και την ανάλγητη καρδιά σου, «θησαυρίσεις για τον εαυτό σου οργή κατά την ημέρα της συντέλειας και της δικαιοκρισίας του Θεού» (Ρωμ. 2, 5). Διότι ο Κύριος θα αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του.

Σ' εκείνους που ζητούν, με τη ζωή της μετά­νοιας και της υπομονής, με την οδύνη και συντριβή της καρδιάς, την άφεση των αμαρτιών τους, θα δώ­σει ο Κύριος χαρά και ανάπαυση, ζωή αιώνια και βασιλεία άρρητη. Σε όσους όμως παρέμειναν στην ζωή ανάλγητοι και αμετανόητοι, θα έλθει θλίψη και στενοχώρια αφόρητη και επιπλέον, ατελεύτητη κό­λαση.
 

*

Ο προφήτης Δαυίδ επίσης αναδείχθηκε στήλη «της κατά Θεόν λύπης». Και μάλιστα, στήλη που ζει και διακηρύττει την αξία της σωτήριας λύπης και της κατανύξεως. Διότι αυτός κατέγραψε και την αμαρτία που διέπραξε, αλλά και το πένθος προς τον Θεό και τη μετάνοια που ο ίδιος επέδειξε, καθώς και το έλεος που δέχθηκε από τον Θεό. Αυτός λέει στον Ψαλμό: «Είπα, θα εξομολογηθώ ενώπιον του Κυρίου την ανομία μου, και Συ συγχώρεσες την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. 31, 5). Εννοούσε βέβαια ως ασέβεια τη ρίζα της κακίας, το ένοικο πάθος και ως ανομία την έμπρακτη αμαρτία. Γι’ αυτήν, αφού την έκανε σε όλους γνωστή, θρήνησε και πένθησε. Έτσι βρήκε όχι μόνο την άφεση, αλλά δέχθηκε στην ψυχή του και τη θεραπεία.

Πώς όμως πενθούσε; Ας ακούσουμε πάλι τον ίδιο να μας λέει: «Με μαστίγωναν οι θλίψεις και οι αδικίες όλη την ημέρα και ήλεγχα τον εαυτό μου συνεχώς μήπως και έχω πέσει σε κάποια αμαρτία» (Ψαλμ. 72, 14) και «όλη την ημέρα πενθούσα και σκυθρώπαζα και ταπείνωνα τον εαυτό μου» (Ψαλμ. 34, 14)...

Εμπρός λοιπόν, αδελφοί μου, ας προσκυνή­σουμε και ας προσπέσουμε και ας κλαύσουμε, -όπως ο ίδιος Προφήτης μας προτρέπει- ενώπιον του Κυ­ρίου που μας έπλασε και μας κάλεσε σε μετάνοια και σ' αυτή τη σωτήρια λύπη, το πένθος και την κατάνυξη. Κι αυτό, γιατί εκείνος που δεν έχει λύπη, δεν έχει υπακούσει σ' Εκείνον που έχει κάνει την κλήση, δεν έχει συναριθμηθεί με τους προσκαλεσμέ­νους Αγίους του Θεού, ούτε, ασφαλώς, θα αξιωθεί να λάβει την παρηγοριά εκείνη που έχει υποσχεθεί ο Κύριος στο Ευαγγέλιο. Γιατί Εκείνος λέει: «Είναι μακάριοι εκείνοι που πενθούν, διότι αυτοί θα βρουν παρηγοριά» (Ματθ. 5, 4). 

*

Υπάρχει κανένας που μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν έχει αμαρτίες και γι' αυτό δεν χρειάζεται το πένθος; Αλλά και αν ακόμα λέγαμε κάτι τέτοιο -πράγμα σχεδόν αδύνατον, αφού και μόνο το να έχει φθάσει κανείς στη μετριοπάθεια είναι μεγάλο κατόρθωμα- όμως στην αρχή του λόγου μας αναφέ­ραμε και μια ακόμα αιτία πένθους. Οι μαθητές του Χριστού λυπούνταν επειδή δεν θα έβλεπαν πλέον τον Μόνο και Αληθινό Αγαθό, Τον Διδάσκαλο και Σωτήρα τους. Εκείνου και εμείς τώρα τη θέα στερού­μαστε. Και όχι μόνο Εκείνον αλλά και την τρυφή του Παραδείσου. Διότι ξεπέσαμε από αυτή και ανταλ­λάξαμε τον απαθή εκείνο τόπο με τον εμπαθή και επίπονο τούτο χώρο που τώρα ζούμε. Στερηθήκαμε την πρόσωπο με Πρόσωπο συνομιλία μας με τον Θεό, την συναναστροφή με τους Αγγέλους Του και την ατελεύτητη ζωή.

Ποιός λοιπόν, γνωρίζοντας το τι έχουμε στερη­θεί, δεν θα πονέσει και δεν θα πενθήσει γι' αυτό; Αν υπάρχει κάποιος που το γνωρίζει και δεν το κάνει, τότε, σίγουρα, αυτός δεν είναι πιστός.

Επομένως, εμείς τώρα που γνωρίζουμε, με τη θεόπνευστη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, τι έχει συμβεί, ας πενθήσουμε τους εαυτούς μας, αδελφοί, και ας καθαρίσουμε τους μολυσμούς που έχουμε υποστεί από τις αμαρτίες που έχουμε διαπράξει, με το σωτήριο πένθος. Έτσι και το έλεος του Θεού θα βρούμε και τον Παράδεισο θα ανακτήσουμε και την αιώνια παρηγοριά και ανάπαυση θα απολαύσουμε.
 

*

Αυτή τη ζωή, μακάρι όλοι να την αποκτήσουμε, με τη Χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Αναρχο Πατέρα και το Πανάγιο και Αγαθό και Ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
H λύπη στην ευρύτερη σκέψη των Πατέρων της Εκκλησίας (Αδελφότης Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα)
Η φύση της λύπης
H λύπη, κατά τους αγίους Πατέρες, είναι δύναμη της ψυχής, η οποία ενυπάρχει στη φύση του ανθρώπου. O άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει χαρακτηριστικά ότι τη λύπη την έβαλε ο Θεός στην ψυχή του ανθρώπου, ώστε, χρησιμοποιώντας την κανείς σωστά, να λάβει μεγάλο κέρδος.

Σε ένα άλλο επίσης σημείο ο ίδιος Πατέρας συμπληρώνει, λέγοντας ότι ο άνθρωπος χρειάζεται να επιδείξει πολλή ανδρεία, ώστε να αντιμετωπί­σει αυτή τη δύναμη της ψυχής με γενναιότητα και να καρπωθεί το χρήσιμο στοιχείο που αυτό ενέχει, απορρίπτοντας ό,τι περιττό. Ως χρήσιμο θεωρεί το να λυπάται κανείς όταν ο ίδιος ή κάποιος άλλος άνθρωπος έχει πέσει σε αμαρτίες· ενώ ως άχρηστο θεωρεί το να διακατέχεται η ψυχή από το πάθος της λύπης, εξαιτίας διαφόρων αντίξοων καταστάσεων και πειρασμών της παρούσας ζωής.

Στο ίδιο ακριβώς επίπεδο σκέψεως κινούνται όλοι οι νηπτικοί Πατέρες επισημαίνοντας ότι δεν επιτρέπεται να λυπάται κανείς για τα πράγματα αυτού του κόσμου, αλλά μόνο για εκείνα που γίνο­νται αντίθετα προς το θέλημα του Θεού.
  Τα είδη της λύπης

Η φυσική όμως αυτή δύναμη της ψυχής, μετά την πτώση του Προπάτορα, διαστράφηκε. Η λύπη από δύναμη της ψυχής έγινε «τυραννίς», πάθος δριμύ που συνακολούθησε τον εκπεσόντα σε όλες τις φάσεις της μετέπειτα ζωής αυτού του ίδιου, αλλά και των απογόνων του.

Η λύπη, ως δύναμη της ψυχής, δεν είναι, ασφαλώς, διαφορετικής φύσεως από την εκφυλισμένη μορφή της, δηλαδή από τη λύπη-πάθος, όπως αυτή βιώνεται από τον μεταπτωτικό άνθρωπο. Αλλά τα δύο αυτά είδη διαφέρουν, κατά τους Πατέρες, ως προς το στόχο, στον οποίο επικεντρώνονται και ως προς το σκοπό, τον οποίο εξυπηρετούν.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διακρίνει τη λύπη σε δύο είδη:

α) Αυτή που αφορά στις αισθήσεις, της οποίας αιτία είναι η στέρηση των ηδονών και,

β) Αυτή που έχει επιπτώσεις στο νου, της οποίας γεννήτορας και τροφός είναι η στέρηση των πνευματικών αγαθών.

Ο άγιος Πατέρας σημειώνει με ιδιαίτερη έμ­φαση, λέγοντας ότι τα θλιβερά συμβάντα της ζωής του ανθρώπου είναι ανάλογα των λογισμών και την εν γένει πολιτεία του. Και, αν αυτά αξιοποιηθούν σύμφωνα με τις Ευαγγελικές εντολές, με μετάνοια δηλαδή και προσευχή, αυτά λειτουργούν θεραπευτικά και ελευθερώνουν από τα πάθη την ψυχή του. Αν πάλι δεν δεχθεί ο άνθρωπος τις διάφορες θλίψεις ως φάρμακα πνευματικά και αδιαφορήσει -πολύ περισσότερο, αν θεωρήσει ως αίτιους των κακών τους συνανθρώπους του ή και τον ίδιο τον Θεό και παραμείνει ανεπηρέαστος και αθεράπευτος από το καυστικό και ιαματικό φάρμακο των θλίψεων- τότε δίκαια χάνει τη Χάρη του Θεού και παραδίδεται στη σύγχυση των παθών και ενδίδει στη δαιμονική επιρροή. Γι' αυτό οι Πατέρες μας συστήνουν την υπομονή και την προσευχή, ως τον επιτυχέστερο τρόπο και ως τη μόνη θεάρεστη οδό για την αντιμετώπιση των εκάστοτε πειρασμών και των θλίψεων.

Ο αββάς Κασσιανός, καταγράφοντας τα ιδιαί­τερα χαρακτηριστικά της κάθε μορφής λύπης, λέει ότι η λύπη-πάθος είναι οξεία, ανυπόμονη, δύσκολη στην αντιμετώπιση, γεμάτη μνησικακία, πικρία, και συχνά, απελπισία. Αυτή παραλύει τη δύναμη του ανθρώπου για ζωή και δράση και του κρύβει την ελπίδα. Κι αυτό γιατί αυτή του εμπνέει την εγωκεντρική αντί­δραση και εν πολλοίς τον παραλογισμό. Αντίθετα, «η κατά Θεόν» λύπη, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο απόστολος Παύλος, «φέρνει τον άνθρωπο σε μετά­νοια και του εξασφαλίζει την αιώνια σωτηρία» (Β' Κορ. 7, 10).

Η σωτήρια αυτή λύπη είναι επιπλέον υπάκουη, ευγενική, ταπεινή, πραεία και υπομονετική. Κι αυτό, γιατί η κατά Θεόν λύπη πηγάζει από την αγάπη του Θεού και είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος.

Η «κατά Θεόν» λύπη, είναι ευλογημένη επι­δίωξη κάθε πιστού και εργαλείο πρόσφορο για την άσκηση και την πνευματική προκοπή του. Παρόλα αυτά, αυτή η μορφή της λύπης πρέπει να λειτουρ­γεί ως πένθος, όχι για συγκεκριμένα αμαρτήματα, αλλά ως αίσθηση της διακοπής της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, πράγμα που τον καθιστά «κατάχρεων» ενώπιον Του.

Οι Πατέρες μάλιστα θεωρούν ότι, εκτός από την «κατά Θεόν», ευλογημένη λύπη και την άλλη, τη διεστραμμένη και εμπαθή μορφή της, υπάρχει και ένα τρίτο είδος λύπης, την οποία χαρακτηρίζουν ως αναιτιολόγητη ή καλύτερα ως ανοημάτιστη σπατάλη δυνάμεων της ψυχής. Αυτό το είδος της λύπης το ανάγουν στο επίπεδο της ζηλόφθονης δαιμονικής παρέμβασης στο έργο της οικονομίας του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Η αναιτιολόγητη λύπη συχνά υποθάλπει, κατά τη γνώμη των Πατέρων, δαιμονική παρέμβαση ή ακόμα και κυριαρχία. Ο δαίμονας δηλαδή έχει -όχι βέβαια πάντα, αλλά τουλάχιστον περιπτωσιακά και εν μέρει- την ευθύνη της ύπαρξης και της λειτουργίας του πάθους της λύπης. Θεωρούν μάλιστα την ύπαρξη της λύπης, σε όλες τις μορφές και τις εκφάνσεις της, ως απόδειξη της άμεσης ή έμμεσης δαιμονικής ενέργειας.

Το πάθος της λύπης, εν τέλει, είναι από τα βα­σικότερα όπλα του δαίμονα εναντίον του ανθρώπου και συχνά η ύπαρξή της είναι ενδεικτικό στοιχείο της δικής του ενέργειας, η οποία συντελεί τόσο στη γέννηση, όσο και στην ανάπτυξη και τη μόνιμη εγκα­τάστασή της στην ψυχή.
Δεν είναι όμως απολύτως υπεύθυνος ο πονη­ρός για τις επιπτώσεις που θα έχουν στον άνθρωπο τα βέλη που εξαπολύει εναντίον του. Αλλά, συχνά, συμβαίνει να προϋπάρχει, της δαιμονικής επέμβασης στην ψυχή, η λύπη. Αυτό λοιπόν που κάνει τότε ο δαίμονας είναι να εκμεταλλεύεται την υπάρχουσα ανειρήνευτη κατάσταση της ψυχής, και μάλιστα με τέτοιο δόλιο τρόπο, ώστε η επέμβασή του να είναι δύσκολα αντιληπτή και έτσι να συντελεί στην ανά­πτυξη του πάθους και την εγκατάστασή του, κυρι­αρχικά πλέον, στην ψυχή του ανθρώπου.

Η λύπη, σε γενικές γραμμές, είναι απεγνω­σμένη προσπάθεια έκφρασης του αισθήματος της αποτυχίας, της μειωμένης αυτοεκτίμησης και της αδυναμίας του ανθρώπου για αυτοπραγμάτωση.

Η Πατερική σκέψη και σοφία επιμένει στο ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πηγή της λύπης κάποιο εξωτερικό συμβάν. Η απώλεια πολύτιμων αγαθών ή η ανεκπλήρωτη επιθυμία δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη γέννηση και κυρίως την εμμονή της στην ψυχή του ανθρώπου και μάλιστα του πιστού.
Όλα αυτά ασφαλώς είναι οι αφορμές, οι οποίες, πράγματι, επιδρούν ποικιλότροπα και επηρεάζουν, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τον άνθρωπο και τη ζωή του. Μπορούν όμως, οπωσδήποτε, να αναχαιτι­σθούν επιτυχώς από αυτόν και να παραμείνουν μόνο μέχρι το στάδιο της προσβολής του λογισμού.
Αλλά ο άνθρωπος, μη όντας σε κατάσταση νήψης και προσευχής, δεν αντιδρά πάντα έγκαιρα και κατάλληλα. Έτσι παραδίδεται αμαχητί στο δαί­μονα της λύπης, ο οποίος, στη συνέχεια, φροντίζει να αποκρύψει ύπουλα, από τα πνευματικά αισθητήρια του θύματος του, την αλήθεια. Παρουσιάζει λοιπόν έντεχνα, ως απολύτως δικαιολογημένη την κατάσταση της αθυμίας και της λύπης του, υποβάλλοντάς του το λογισμό ότι δήθεν αιτία όλων των κακών που του συμβαίνουν είναι ένα συγκεκριμμένο συμβάν ή κάποιες ατυχείς συγκυρίες.
Επιπλέον ο πονηρός, όταν επιτύχει και κα­ταλάβει το λογισμό του ανθρώπου, τότε εμφανίζει ως υπεύθυνο για όλα, όχι ασφαλώς τον ίδιο τον άνθρωπο και την αδυναμία του, αλλά τις αντίξοες περιστάσεις της ζωής, τις άστοχες και κακόβουλες ενέργειες των συνανθρώπων του, τις στερήσεις και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες του ή ακόμα και τον Ίδιο τον Θεό, τον Οποίο μάλιστα χαρακτηρίζει ως άδικο και ανελεήμονα.
Συνεπώς, για την αναιτιολόγητη λύπη δεν ευθύνεται αποκλειστικά ο διάβολος. Δεν τη γεννά δηλαδή ο Πονηρός «εκ του μη όντος». Αλλά το στοιχείο αυτό του πάθους ενυπάρχει ως δύναμη στη φύση του ανθρώπου και το εκμεταλλεύεται ο πονηρός, προκειμένου να οδηγήσει τον άνθρωπο, που έχει πέσει στα δίχτυα της λύπης, στην απόγνωση και την καταστροφή.

Ως αίτια της εμπαθούς λύπης οι Πατέρες κα­ταγράφουν ενδεικτικά:

α) Τη ματαίωση επιθυμίας ηδονής ή την απώ­λεια κάποιου αγαθού.

β) Την κενοδοξία

γ) Το θυμό, την οργή και τη μνησικακία
  α) Η ματαίωση επιθυμίας ηδονής ή η απώλεια κάποιου αγαθού

Οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες του μεταπτωτικού ανθρώπου είναι συνήθως αντίστοιχες της εμπάθειας που τον διακατέχει. Γι' αυτό συχνά προσπαθεί κα­νείς να στηριχθεί σε επίγεια και φθαρτά πράγματα, οικοδομώντας τα όνειρα και τις ελπίδες του «στην άμμο». Έτσι, όταν έρχεται η θύελλα των πειρασμών, οι καταιγίδες της «κατά κόσμον» αποτυχίας του, η στέρηση της τρυφής και της ανάπαυσης, ταράζεται και θλίβεται, ανάλογα με τον βαθμό που είναι κανείς στηριγμένος σ' αυτά.
Συνιστούν λοιπόν οι άγιοι Πατέρες μας να μη στηρίζεται ο άνθρωπος σε τίποτα φθαρτό και εφή­μερο, ούτε να ψάχνει τη χαρά και την ειρήνη της ψυχής του στις ηδονές και τις επιθυμίες της από­λαυσης του κόσμου τούτου. Γιατί οι επιθυμίες της σαρκός μόνο φθορά μπορούν να προσπορίσουν στον άνθρωπο, αφού κατά το Ευαγγελικό είναι απατηλές και μάταιες.


β) Η κενοδοξία

Η αναζήτηση αναγνώρισης, τιμής και δόξας και η αποτυχία της προσπάθειας για την απόκτησή τους είναι, κατά τους Πατέρες, τα βασικότερα αίτια της εμπαθούς λύπης, που συντελούν στο να παραμένει ανοιχτή και ανικανοποίητη η άβυσσος της ανθρώπι­νης ψυχής. Κι αυτό, γιατί αυτά παράγουν άφθονη τροφή στους ανέλπιδους και θλιβερούς λογισμούς του φιλόυλου και κενόδοξου ανθρώπου.

Η επίδειξη των χαρισμάτων, «η αλαζονεία του βίου», η επίδειξη των αγαθών ή και των αρετών, καθώς και οι ποικίλες άλλες εμπαθείς επινοήσεις του ανθρώπου για την ανάδειξή του, είναι μερικοί από τους πλέον συνήθεις τρόπους του εγώ, ώστε να επιπλεύσει και να επιδειχθεί. Γιατί όλα αυτά προ­σπορίζουν στον άνθρωπο τον αντίστοιχο θαυμασμό και την αναγνώριση του εκ μέρους του στενού και του ευρύτερου περιβάλλοντός του.
Οι βαθιές και θεμελειώδεις αναζητήσεις και τα υπαρξιακά ερωτηματικά ξεπροβάλλουν τότε εντονό­τερα και η στιγμή της αποτυχίας είναι για τον κενόδοξο άνθρωπο βαριά και καταλυτική. Γιατί ο μη αναγεννημένος άνθρωπος δεν είναι σε θέση, -έχοντας ως βάση τη λογική «του αιώνος τούτου»- να αποκρυπτογραφήσει το μήνυμα της αδοξίας που ενέχει ο σταυρός της αποτυχίας, τον οποίο καλείται στο εξής να σηκώσει. Η αυτοεκτίμησή του εξαντλείται, το αυτοείδωλό του πέφτει και αν δεν βρεθεί στο δρόμο του άνθρωπος «Κυρηναίος», βοηθός διακρι­τικός και φιλάδελφος, για να τον συνδράμει και να τον καθοδηγήσει στην «οδό του Μαρτυρίου» του, τότε αποδομείται ή και, πολλές φορές, συντρίβεται ανεπανόρθωτα.
Επιπλέον, η κενοδοξία είναι περιεκτική κακία, ρίζα και μητέρα πολλών άλλων παθών, όπως για παράδειγμα της φιλαρχίας και της φιλαργυρίας. Ο άγιος Κασσιανός παρομοιάζει πολύ εύστοχα την κενοδοξία με το κρεμμύδι. «Όταν βγάζουμε», λέει, «από το κρεμμύδι μια φλούδα, βρίσκουμε αμέσως από κάτω μια άλλη. Και όσο βγάζουμε φλούδες, τόσο βρίσκουμε άλλες από κάτω».
Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος, ο οποίος βρί­σκεται υπό το κράτος της λύπης, εμφανίζεται να έχει πληγωμένο ή μειονεκτικό «εγώ» και υπερβολική φιλαυτία.
Η λύπη, λοιπόν, είναι το αναπόφευκτο αποτέ­λεσμα του πάθους της κενοδοξίας και των ποικίλων εκφάνσεών της και προδίδει ανειρήνευτη εσωτερική κατάσταση και ανέλπιδο βίο.


γ) Ο θυμός, η οργή και η μνησικακία
Η υποδούλωση του ανθρώπου στα πάθη γε­νικά, αλλά και ειδικότερα στα πάθη του θυμού, της οργής και της μνησικακίας, είναι πηγή λύπης. Επιπλέον, αυτά είναι ενδεικτικά της ματαίωσης κάποιας επιθυμίας ηδονής ή της απώλειας υλικών αγαθών ή ακόμη και μείωσης της εκτίμησης και αμαύρωση της ιδέας που ο ίδιος ο άνθρωπος τρέ­φει για τον εαυτό του.
Στις περιπτώσεις αυτές, η οργή καταλαμ­βάνει τον άνθρωπο και γεμίζει την ψυχή του λύπη και αθυμία, εξαιτίας της αδυναμίας του να απο­λαύσει το αντικείμενο της επιθυμίας του. Κι αυτό γιατί, καθώς λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, βαθιά μέσα στην επιθυμία της ηδονιστικής από­λαυσης κρύβεται ο πόνος και η οδύνη.

Λυπάται επίσης ο άνθρωπος και θρηνεί, όταν αντιληφθεί ότι κάποιος τον προσέβαλε και σπίλωσε την τιμή και την αξιοπρέπειά του. Αυτή τη λύπη οι Πατέρες τη θεωρούν ως σύμπτωμα της νόσου τής υπερηφάνειας, στην οποία το πάθος στηρίζεται, από την οποία ζωοποιείται, τρέφεται και μεγαλώνει τόσο, ώστε να φθάνει να παραμένει ισχυρό, κυρίαρχο, και συχνά, αθεράπευτο.
Η οργή στρέφεται, συχνά, ευθέως κατά του ανθρώπου που, δια της προσβολής, επέφερε το κτύ­πημα και είναι ενδεχόμενο να εκφρασθεί ακόμα και με βίαιες εξωτερικές εκδηλώσεις. Ο άλλος τότε γίνε­ται αποδέκτης σκληρών λόγων ή ακόμη και χειροδικίας, εφόσον, στη συνείδηση του οργισμένου, αυτός έχει χάσει πλέον τη θέση του αδελφού.
Αυτή ακριβώς είναι και η ερμηνεία που δίνει ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο οποίος στην Κα­θολική Επιστολή του αναφέρεται σ' αυτό το θέμα, λέγοντας ότι όλοι οι πόλεμοι και οι αντιδικίες με­ταξύ των ανθρώπων προέρχονται από τη στέρηση της επιθυμίας των ηδονών, οι οποίες ασφαλώς είναι ταυτόχρονα πολέμιοι και φονείς των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο έχει λάβει ο πιστός και που συνοδεύουν τη ζωή του σε όλη την επίγεια πορεία του.
Στην ίδια βάση κινείται και η σκέψη όλων γε­νικά των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θεωρεί μάλιστα, ότι το φιλόυλο και φιλήδονο πνεύμα που κυβερνά τον άνθρωπο, τον εξαγριώνει, του στερεί την αγάπη του αδελφού και τον κάνει σκληρό, δύσθυμο και συχνά, αδελφοκτόνο. Αλλά, καθώς λέει ο Μέγας Βασίλειος, τα άπρεπα ή προσβλητικά, ενδεχομένως, λόγια κά­ποιου συνανθρώπου, δεν είναι ασφαλώς, ο πραγμα­τικός λόγος και η αιτία της οργής του θιγμένου. Η αλήθεια είναι ότι αυτά απευθύνθηκαν σε άνθρωπο που η οργή του τον πρόδωσε και τον αποκάλυψε ως υπερόπτη και λάτρη της ιδεατής εικόνας του.

Η οργή, και κυρίως, η μνησικακία, φωλιάζουν και χρονίζουν στην ψυχή, γιατί οδηγούν τον άνθρωπο στο να μηρυκάζει τα λόγια και τα γεγονότα που τον έχουν προσβάλει και να επανακαθορίζει τη στάση του εναντίον του συνανθρώπου του· και μάλιστα, με περισσότερο μένος και συγχυσμένη διάνοια. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θεωρεί την κατάσταση αυτή ως σκουλήκι που κατατρώει το νου και την ψυχή του ανθρώπου με μάταιη και αδικαιολόγητη λύπη (Κλίμαξ).
Ως απόδειξη του ότι το σκουλήκι της οργής και της μνησικακίας είναι αυτό που κατατρώει το νου και γεμίζει την ψυχή με αφόρητη θλίψη, φέρεται το γεγονός ότι, αυτός που πάσχει εξαιτίας τους, φέρνει στο νου του τον αδελφό του με απέχθεια και τον θεωρεί ως πηγή πειρασμών και λύπης.
Το πάθος της οργής φθείρει το «κατ' εικόνα» του ανθρώπου και του στερεί τη δωρεά των καρπών του Αγίου Πνεύματος, οι οποίοι είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η χρηστότητα, η αγαθωσύνη, η πίστη, η πραότητα και η εγκράτεια, καταστάσεις που είναι ακριβώς αντίθετες της λύπης και της αθυμίας. Όταν, λοιπόν, λείψουν από τον άνθρωπο αυτές οι αρετές και επικρατήσει στην ψυχή η οργή και η μνησικακία, τότε ο άνθρωπος ερημώνεται, φτωχαίνει και καταλαμβάνεται από το δαιμονικό πνεύμα διχοστασίας, σύγχυσης, φόβου και λύπης. Ενδέχε­ται μάλιστα αυτός να οδηγηθεί μέχρι μίσους του συνανθρώπου του· οπότε, είτε το πάθος της οργής εκδηλωθεί έμπρακτα, είτε παραμείνει φωλιασμένο και ανενέργητο στα ενδότερα της ψυχής, κατατάσσει τον πάσχοντα από αυτό, στο επίπεδο του μισάδελφου και αδελφοκτόνου.
Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες συστήνουν στον άν­θρωπο, που κατατρώγεται από το πάθος της οργής και της μνησικακίας εναντίον του συνανθρώπου του, να αποδιώκει τη λύπη που αισθάνεται από την προσβολή που του έχει γίνει, με προσευχή και με ειλικρινή και αμέριστη φιλανθρωπία. Έτσι, και ο ίδιος θα λυτρωθεί από το σκουλήκι της λύπης και της αθυμίας που τον κατατρώει, αλλά και τον συ­νάνθρωπό του θα ελεήσει. Γιατί, με την ελεήμονα, διαλλακτική, φιλάδελφη και φιλήσυχη στάση του, θα συντελέσει στη μετάνοια και τη σωτηρία του.
  Η αντιμετώπιση της εμπαθούς λύπης: Προϋποθέσεις και τρόποι
Καταστάσεις αιτιολογημένης ή αναιτιολόγητης λύπης αντιμετωπίζει συχνά ο μεταπτωτικός και «υπό αναγέννησιν» άνθρωπος. Η πείρα των αγίων Πατέ­ρων μας ανοίγει και εδώ δρόμους, υποδεικνύοντάς μας ορισμένα κομβικά σημεία-στόχους, προς τους οποίους θα πρέπει να επικεντρώσουμε ιδιαίτερα την προσοχή μας και να δώσουμε την πνευματική μάχη κατά του τροφοδότη και δημιουργού της ανέλπιδης και φθοροποιού αυτής κατάστασης.
Ως βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της εμπαθούς λύπης, θεωρείται:

α) Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και η εξ αυτής γόνιμη αυτομεμψία
Το Ψαλμικό «Την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί διαπαντός» (Ψαλμ. 50, 5), είναι ακριβώς, το ορμητήριο και το επιθυμητό βίωμα, το οποίο μπορεί να αποτελέσει τη βάση εκκινήσεως για τη μεταποίηση της εμπαθούς λύπης σε ειλικρινή μετάνοια και στον εξ αυτής καρπό, το «χαροποιόν πένθος».
Το να μεμφόμαστε τον εαυτό μας και να ανα­θέτουμε τα πάντα στον Θεό, είναι, κατά τον όσιο Ησύχιο, πηγή ανακούφισης, χαράς και αφανισμού των «αλόγων» λογισμών, οι οποίοι πολεμούν σκληρά τον άνθρωπο.
Ο άγιος Μάρκος ο ερημίτης, επίσης, λέει ότι η άγνοια του θελήματος του Θεού και η λήθη της αμαρτίας, είναι εκείνα που βαρύνουν το νου και κάνουν την ψυχή του ανθρώπου να σκεπάζεται και να τυραννιέται κάτω από το νέφος της αθυμίας. Αυτός λοιπόν, λέει ο όσιος, που γνώρισε την αλήθεια δεν αντιδρά αρνητικά και δύσθυμα στις εμπαθείς επιθέσεις και τις ποικίλες θλίψεις που τον βρίσκουν. Κι αυτό γιατί γνωρίζει καλά ότι οι πειρασμοί και οι θλίψεις, αν αντιμετωπισθούν «εν Χριστώ», οδη­γούν τον άνθρωπο στο φόβο του Θεού. Συστήνει, επίσης, ο Όσιος σ' αυτόν που έχει επίγνωση της αδυναμίας του, να μην επαναφέρει στο νου του τις συγκεκριμένες αμαρτίες του. Γιατί η μνήμη τους, και μάλιστα χωρίς την απαιτούμενη μετάνοια και τον πόνο, μπορεί να αφαιρέσουν από την ψυχή του την ελπίδα· και πολύ περισσότερο, να τον οδηγήσουν στην επανάληψη του παλαιού μολυσμού.
Θεωρεί, επιπλέον, ο όσιος Πατέρας ότι είναι προϋπόθεση το να γνωρίσει ο πιστός, όχι μόνο δογ­ματικά αλλά και έμπρακτα την αλήθεια, ώστε να εξομολογείται στον Θεό, όχι με το να φέρει στο νου του μια-μια τις συγκεκριμένες αμαρτίες του, αλλά με το να δείχνει υπομονή και καρτερία στις ακούσιες θλίψεις και τους πειρασμούς που τον βρίσκουν.
Αν λοιπόν αντιμετωπίζει κανείς τις θλίψεις, προσδοκώντας τα μέλλοντα αγαθά, έχει ήδη βρει την επίγνωση της Αλήθειας και θα απαλλαγεί γρήγορα από την οργή και τη λύπη. Έτσι, έχοντας συναίσθηση της αδυναμίας του, θα λειτουργεί πλέον τη γόνιμη και ψυχωφελή αυτομεμψία, καθώς και την καθαρτική εξομολόγηση.


β) Νήψη και η προσευχή
Η πνευματική εγρήγορση και η προσευχή είναι το ασφαλές φυλακτήριο των λογισμών του πάθους της αθυμίας και της λύπης. Ο δαίμονας που σχετίζεται με αυτά τα πάθη, λένε οι άγιοι Πατέρες, καιροφυλακτεί για να βρει τον άνθρωπο αφύλακτο, σε πνευματική νωθρότητα και ραθυμία, ώστε να τον παρασύρει δια της φαντασίας και να καταλάβει ανενόχλητος το λογισμό και την καρδιά του. Μας συμβουλεύουν, λοιπόν, να ελέγχουμε τη φαντασία μας, ώστε να σταματήσουμε, ει δυνατόν, την έφοδο του πάθους στο στάδιο της προσβολής. Γιατί, χωρίς το πέρασμα από την κερκόπορτα της φαντασίας, ο διάβολος δεν μπορεί να καταλάβει την ψυχή του ανθρώπου. Η προσευχή βέβαια, πρέπει να είναι διαρκής και κα­θαρή, και μάλιστα τον καιρό της αθυμίας και της λύπης, εντονότερη, πιο επίμονη και απαλλαγμένη από λογισμούς μνησικακίας. Διαφορετικά θα μοιάζει κανείς με άνθρωπο που προσπαθεί να βγάλει νερό από το πηγάδι, κρατώντας τρύπιο κουβά.
Ο σωστός τρόπος και οι προϋποθέσεις για να προσευχηθεί κανείς είναι το να έχει φόβο Θεού, να καταβάλει κόπο, να έχει ειρηνική και νηφάλια σκέψη και να τηρεί τους λογισμούς άγρυπνα, μήπως, δια της φαντασίας, χάσει τον καρπό της προσευχής του.
Να, λοιπόν, λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, ο ουρανός βρίσκεται μέσα σου. Κι αν έχεις καθαρή καρδιά, θα δεις εκεί τους φωτεινούς Αγγέλους.


γ) Η πνευματική μελέτη
Ως πνευματικό λειμώνα και πηγή γνήσιας χαράς χαρακτηρίζουν οι άγιοι Πατέρες τις θείες Γραφές. Τις συγκρίνουν, συχνά, με τα αγαθά του Παραδείσου και μάλιστα τις βρίσκουν ακόμα πιο ευφρόσυνες και καρποφόρες.
Πράγματι η πνευματική μελέτη παρηγορεί την ψυχή και συνεργεί στο έργο και την καρποφορία της προσευχής. Γιατί, μελετώντας κανείς το λόγο του Θεού, ξεφεύγει από την τυραννία της εφήμερης ανάπαυσης και διατηρεί την ελπίδα για τα μέλλοντα και αιώνια.
Ο λόγος του Θεού, είναι ζωντανός, δραστι­κός και πιο κοφτερός από δίκοπο μαχαίρι, λέει ο Απόστολος, και μπαίνει βαθιά μέχρι το μεδούλι του ανθρώπου (Πρβλ. Εβρ. 4, 12). Έτσι, λειτουργεί θεραπευτικά για την ψυχή. Κι αυτό, γιατί ο λόγος του Θεού έχει αναγεν­νητική δύναμη και Χάρη. Γι' αυτό μπορεί να επανα­φέρει τον σκοτισμένο λογισμό και να τον απαλλάξει από τα βέλη των δαιμονικών προσβολών και της άκαιρης φαντασίας. Τότε, επανέρχεται η δύναμη της ψυχής και η θέληση γίνεται αποφασιστικότερη στην αντίστασή της κατά του πάθους της λύπης και της αθυμίας. Έτσι ο άνθρωπος προσπαθεί να ανορθωθεί και να κερδίσει πάλι ό,τι έχει ήδη χάσει, όντας κάτω από την κυριαρχία της λύπης.
Με το λόγο του Θεού πληροφορείται επίσης ο άνθρωπος εναργέστερα για την αιτία της πτώσεώς του, ώστε να μπορεί πλέον να επιλέγει την καλύτερη και ασφαλέστερη οδό για την επιστροφή του στον «οίκο του Πατρός» (Πρβλ. Λουκ. 15, 11 εξ.). Γι' αυτό μας παροτρύνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος να συγκεντρώνουμε βιβλία πνευματικά. Γιατί, όπου βρίσκονται τέτοια βιβλία, από εκεί φεύγει κάθε δαιμονική ενέργεια και ο άνθρωπος βρίσκει ειρήνη και παρηγοριά.
  δ) Η μνήμη του Θεού, του θανάτου και της μέλλουσας Κρίσης
Η μνήμη του Θεού είναι η σωτηριώδης αυτή κατάσταση που αναγεννά την ψυχή και την ζωογονεί, γιατί βγάζει από το σκοτάδι της λήθης στη χαρά της αγάπης και της ελευθερίας «των τέκνων του Θεού» (Πρβλ. Ιωάν. 1, 13).
Ο όσιος Νείλος παροτρύνει τον πιστό να δι­ατηρεί δια της ευχής, και της πνευματικής γενικά άσκησης, τη μνήμη του Θεού. Όπως, λέει ο Όσιος, αναπνέουμε αδιάκοπα, έτσι πρέπει να κρατούμε τη μνήμη του Θεού και να μελετούμε την ώρα του θανάτου μας και της παράστασης μας ενώπιόν Του, κατά την οποία θα αποδώσουμε λόγο, ως οικονόμοι και διαχειριστές των χαρισμάτων και των δωρεών Του προς εμάς.
Η μελέτη του θανάτου μπορεί, ενδεχομένως να φέρνει λύπη στην ψυχή, λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αλλά αυτή η λύπη είναι θεόσδοτη και σωτηριώδης για τον άνθρωπο. Η μνήμη του Θεού, εξάλλου, πάντα συνοδεύει τη μνήμη του θανάτου και γι' αυτό η λύπη αυτή είναι «λύπη θεοφιλής», «χαροποιός» και γεμάτη πνευματική ευφροσύνη.


ε) Η «κατά Θεόν πτωχεία», η σιωπή και η ησυχία
Η κατά Θεόν πτωχεία είναι η εκούσια απο­ποίηση των υλικών αγαθών και όλων γενικά των κτήσεων, των δικαιωμάτων και των σχέσεων του ανθρώπου με αυτά. Κι αυτό γιατί, όταν ο άνθρω­πος απορρίψει κάθε σχέση με τα υλικά αγαθά και με το κοσμικό, γενικά, φρόνημα, «το φρόνημα της σαρκός» (Ρωμ. 8,  6), όπως το αποκαλεί χαρακτηριστικά ο Απόστολος, τότε ελαχιστοποιούνται ή και, συχνά, μηδενίζονται τα αίτια της λύπης.
Ο Μέγας Βασίλειος λέει ξεκάθαρα ότι η σι­ωπή, η «κατά Θεόν πτωχεία» και η ησυχία είναι παράγοντες δημιουργίας της «πτωχείας του πνεύ­ματος» (Ματθ. 5, 3). Γιατί ο άνθρωπος, σβήνοντας κάθε σχέση του με τα αγαθά και το φρόνημα του κόσμου τού­του, ελαφρύνεται και καθαρίζεται από τα πάθη και μοιάζει με άγραφη πλάκα που είναι καλυμμένη με κέρινη επιφάνεια. Σ' αυτή λοιπόν, λέει, την ισόπεδη πλάκα υπάρχει δυνατότητα να εγγραφούν καθαρά και να παραμείνουν ανόθευτα τα Θεία δόγματα, απαλλαγμένα από τις εμπαθείς επιρροές και τις διαστρεβλωμένες αμαρτωλές προσμίξεις τους.
Παρομοιάζει μάλιστα ο άγιος Ιεράρχης τη λύπη και τα άλλα πάθη με άγρια θηρία. Και όπως, λέει, τα θηρία, όταν παγώσουν, αδυνατούν πλέον να έχουν την επιθετική δύναμή τους ενεργή, έτσι και η λύπη χάνει τη σφοδρότητα και την καυστικότητά της, όταν αυτή δεν συντηρηθεί με το αίσθημα ασφάλειας που πηγάζει από την κτήση των αγαθών. Έτσι, μπορεί κανείς να την υπερβεί πιο εύκολα, γιατί αυτή χάνει τη βαρύτητα και τη σημασία της και γίνεται πλέον «ευκαταγώνιστη».
Οι άγιοι Πατέρες σημειώνουν ιδιαίτερα το θέμα της «κατά Θεόν» σιωπής και ησυχίας, ως παράγοντα ισχυρό και ως προϋπόθεση για την απόκτηση της πνευματικής ελευθερίας του ανθρώπου από τα πάθη, καθώς και για την ετοιμασία της ψυχής να δεχθεί το μήνυμα της Ευαγγελικής ειρήνης και της χαράς.
Η πτωχεία και η ακτημοσύνη είναι επίσης οδοί που διευκολύνουν τη μετάνοια της ψυχής και την ελευθερία της από την «προσπάθεια» [Η λέξη προσπάθεια εδώ χρησιμοποιείται με την ειδική σημα­σία του όρου, που στη γλώσσα των ασκητών Πατέρων σημαί­νει την πέραν του φυσικού αγάπη και την εμπαθή προσκόλ­ληση σε κάποιο πρόσωπο ή κτίσμα.] που έχει προς την κτίση και τα εφήμερα αγαθά της. Κι αυτό, γιατί δεν είναι όλοι οι άνθρωποι σε θέση να διαχει­ρίζονται τα αγαθά, τις σχέσεις και τα χαρίσματά τους απαθώς, πράγμα που σημαίνει ότι η στέρησή τους αποτελεί πηγή και τροφοδότιδα της λύπης και της αθυμίας.
Η αντίδραση που επέδειξε ο πλούσιος νέος του Ευαγγελίου στην υπόδειξη που του έγινε από τον Ιησού Χριστό, επιβεβαιώνει την αλήθεια του πράγ­ματος. Ο νέος αυτός είχε ελκυσθεί από το Πρόσωπο του Κυρίου και το κήρυγμά Του για τη Βασιλεία του Θεού, ώστε επιθύμησε να αποκτήσει την τελειότητα των «τέκνων του Θεού» (Ιωάν. 1, 13). Όταν όμως άκουσε ότι, η αποποίηση των αγαθών του ήταν προϋπόθεση της αποκτήσεως της ελευθερίας του, ώστε να μπορέσει απρόσκοπτα να ακολουθήσει τον Χριστό, «έφυγε σκυθρωπός». Και ερμηνεύοντας ο ιερός Ευαγγελιστής την περίεργη αυτή στάση του νέου, λέει: Συμπεριφέρθηκε έτσι, «γιατί είχε κτήματα πολ­λά» (Μάρκ. 10, 22).

ζ) Η εξαγόρευση των λογισμών
Ο πόλεμος με τους λογισμούς είναι αφανής και επώδυνη μορφή του πνευματικού αγώνα, αλλά και η πλέον σημαντική και αποφασιστική κίνηση για την απαλλαγή του ανθρώπου από τα πάθη και την αποφυγή της αμαρτίας.
Το πεδίο μάχης με τους λογισμούς, αλλά και το έδαφος στο οποίο αυτοί γεννιούνται και αναπτύσσο­νται, είναι η καρδιά του ανθρώπου. Οι άγιοι Πα­τέρες μας διδάσκουν ότι οι επιθέσεις των λογισμών μπορούν εύκολα να αναχαιτισθούν, παραμένοντας μόνο στο στάδιο της προσβολής, αν ο αγωνιστής του πνεύματος δεν τους δεχθεί και, πολύ περισσότερο, αν, με σθένος, τους αντικρούσει.
Αυτό όμως απαιτεί μεγάλη πείρα και ισχυρή θέληση. Αλλά, επειδή η αντίδραση εκ μέρους εκείνου που πλήττεται από αυτούς, δεν είναι σθεναρή και έγκαιρη, οι λογισμοί εισέρχονται στην ψυχή, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος και εκλεκτούς συνεργούς, τα πάθη τού άνθρωπου και μάλιστα, την υπερηφάνεια. Έτσι ο άνθρωπος στερείται τη Χάρη του Θεού, βυ­θίζεται στο σκοτάδι της λύπης και συχνά, καταλαμ­βάνεται και από τον βρόγχο της απελπισίας. Γιατί, καθώς λέει ο άγιος Σιλουανός, μπορεί κανείς να χάσει τη Χάρη και από έναν κακό λογισμό. Γιατί με τον κακό λογισμό εισέρχεται στην ψυχή μια εχθρική δύναμη και τότε ο νους σκοτίζεται και βασανίζεται από κακές σκέψεις. Γι' αυτό μάθε, λέει, να σταματάς αμέσως τους λογισμούς. Αν όμως ξεχάσεις και δεν τους διώξεις αμέσως, τότε πρόσφερε μετάνοια.
Οι λογισμοί μπορεί να είναι πονηροί, βλάσφημοι και να υποκινούν τον άνθρωπο σε απιστία προς τον Θεό και ιδιαίτερα, προς το Πρόσωπο του Σαρκωθέντος Θεού-Λόγου, του Ιησού Χριστού. Από αυτούς, συνεχίζει ο άγιος Σιλουανός, οι πονηροί, κυρίως, λο­γισμοί γεννιούνται από την υπερηφάνεια της ψυχής και πλήττουν ιδιαίτερα αυτόν, ο οποίος ασχολείται με τη ζωή του άλλου.
Ο άνθρωπος όμως, ενώ, πολλές φορές, δεν φαί­νεται να ενοχλείται από τους κακούς λογισμούς, να αδιαφορεί -αντίθετα, συλλαμβάνεται συχνά να ανοί­γει διάλογο άνισο και επιζήμιο μαζί τους- εντούτοις, αισθάνεται μεγάλη δυσκολία να τους αποκαλύψει και να τους εκθέσει σε κάποιον μεγαλύτερο και εμπειρότερο στον πνευματικό αγώνα, άνθρωπο.
Αλλά κάνοντας έτσι, παραμένοντας δηλαδή κανείς ανενεργός, σε ράθυμη και αναποφάσιστη κατάσταση, χάνει τη δύναμη και, κατά συνέπεια, τη δυνατότητα να τους αντικρούσει εύστοχα, ώστε να απαλλαγεί από τη θανατηφόρα επίδραση και φορτικότητά τους.
Η εμπειρία των αγίων Πατέρων όμως, και μά­λιστα των Νηπτικών, μας υπογραμμίζει ότι η αποκά­λυψη «των κρυφίων» του ανθρώπου είναι απαραί­τητη προϋπόθεση της ελευθερίας του, και μάλιστα για τον εύχαρη και ειρηνικό βίο και την άσκηση της προσευχής.
Ο αββάς Ησαΐας επιμένει ότι πρέπει κανείς να αναφέρει στους εμπειρότερους περί τα πνευματικά, όχι μόνο τους κακούς, αλλά και τους καλούς λογι­σμούς. Κι αυτό, γιατί πολλές φορές, οι καλοί λογι­σμοί είναι «προβατόσχημοι». Κρύβουν δηλαδή μέσα τους υπερήφανα βιώματα, καλλιεργούν «υπερόπτη νου» και τελικά οδηγούν τον άνθρωπο σε πλήθος αδιεξόδων και άβυσσο απελπισίας.
Ο άνθρωπος, βέβαια, μπροστά στη δυσκολία του να αποκαλύψει τους λογισμούς του, προφασίζεται, συχνά, ότι ο ίδιος έχει τη δύναμη και την απαιτούμενη γνώση και εμπειρία, ώστε να τους αντιμετωπίσει μόνος του, χωρίς άλλη βοήθεια και συμπαράσταση. Άλλοτε πάλι ισχυρίζεται ότι δεν έχει συναντήσει κάποιον εμπειρότερο και παλαίμαχο στον πνευματικό αγώνα, κατά των πονηρών λογισμών, άνθρωπο, ώστε να τον εμπιστευθεί και να ακολουθήσει με σιγουριά τις συμβουλές του.
Ο αββάς Δωρόθεος, συμβουλεύοντας τα πνευ­ματικά του παιδιά σχετικά με αυτό το θέμα, λέει χαρακτηριστικά ότι δεν πρέπει κανείς να βασίζεται ποτέ στο λογισμό του ούτε να διστάζει, σε περίπτωση πραγματικής έλλειψης οδηγού, να συμβουλεύεται, ακόμα και ένα μικρό παιδί. Γιατί ο Πανάγαθος Θεός, βλέποντας την ταπείνωσή του, θα φωτίσει ακόμα και ένα μικρό παιδί, ώστε να του απαντήσει θεοδίδακτα και να τον κατευθύνει με γεροντική σωφροσύνη.

 η) Η αποδοχή των ακουσίων θλίψεων ως παιδείας του Κυρίου και η μεταποίησή τους σε εκούσιες Ο κύριος παράγοντας που προκαλεί στον άνθρωπο τη λύπη είναι τα διάφορα εξωτερικά συμ­βάντα που συντελούνται χωρίς τη δική του θέληση -και ενδεχομένως τη συμμετοχή- και τα οποία έχουν δυσάρεστες επιπτώσεις σ' αυτόν και στο περιβάλλον του.
Γενεσιουργός αιτία της λύπης είναι επίσης και όσα πλήττουν τον άνθρωπο ως πρόσωπο, είτε αυτά αναφέρονται στη σωματική του υπόσταση και ακε­ραιότητα (ασθένειες, πτωχεία κτλ.), είτε αυτά θίγουν την εικόνα και την ιδέα που ο ίδιος τρέφει για τον εαυτό του.
Όταν λοιπόν βρεθεί κανείς στο μάτι του κυ­κλώνα της λύπης, τότε συνήθως κατευθύνει τα βέλη των αντιδράσεών του προς τους εκτός του εαυτού του συντελεστές της δημιουργίας των αδόκητων πει­ρασμών του. Οι άγιοι Πατέρες μας όμως, οι οποίοι γνώρισαν, με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, τα ενδό­τερα του ανθρώπινου είναι και των κινήσεών του, μας βοηθούν, με την εμπειρία και το θεοφώτιστο λόγο τους, να αλλάξουμε οπτική γωνία. Μας συνιστούν δηλαδή να στρέψουμε τον προβολέα μας προς τον «έσω άνθρωπο», ο οποίος, όντας δέσμιος των παθών του, δεν υποψιάζεται ότι πάσχει. «Πάσχει», καθώς λέει ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, «έως ότου αυτός ταπεινωθεί» [«Ο υπερήφανος εγκαταλείπεται από τη Χάρη, για να βασα­νισθεί από την αδυναμία του, μέχρι να ταπεινωθεί. Και όταν ταπεινωθεί η ψυχή, τότε έχουν πια νικηθεί οι εχθροί, και η ψυχή βρίσκει μεγάλη ανάπαυση εν τω Θεώ» («Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», Έκδοση 10η, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρό­μου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003, σελ. 520)].
Ο άγιος Μάρκος ο ερημίτης, μιλώντας πάνω στο ίδιο θέμα, είναι ακριβέστερος και αποκαλυπτι­κότερος: «Οι διάφορες θλίψεις, λέει, που βρίσκουν τον άνθρωπο είναι γεννήματα της κακίας που ο ίδιος έχει μέσα του».
Γι' αυτό μας συνιστά, όταν βρισκόμαστε κάτω από λυπηρές και δυσάρεστες καταστάσεις, να μη θεωρούμε τους συνανθρώπους μας ως αίτιους των συμφορών μας, αλλά να υπομένουμε. Γιατί αυτός ο τρόπος της αντιμετώπισης φανερώνει γνωστικό άνθρωπο και γίνεται αιτία καθαρισμού του από την αμαρτία. Έτσι, επίσης, επαναφέρει κανείς τη «μνήμη του Θεού» στην καρδιά του. Κι αυτό, γιατί καθετί δυσάρεστο θλίβει την ψυχή «κατά αναλογίαν» της λήθης του Θεού, της διάσπασης του νου και του διασκορπισμού του εις «χώραν μακράν» (Πρβλ. Λουκ. 15).
Είναι μοναδικής σημασίας ο λόγος του αγίου Μάρκου, ο οποίος, ως έμπειρος και γνωστικός πνευ­ματικός οδηγός, αποφθέγγεται λέγοντας ότι κάθε ακούσια θλίψη έχει την αιτία της σε κάποια άλλη εκούσια πτώση. Γιατί, σύμφωνα με το λόγο της Αγίας Γραφής, συνεχίζει ο Όσιος, κανένας δεν είναι εχθρός του ανθρώπου, όπως είναι αυτός ο ίδιος για τον εαυτό του.
Ως εκούσιο θεωρεί η Αγία Γραφή το λογισμό και ως ακούσιο το δυσάρεστο γεγονός που επακο­λούθησε. Γιατί ο Θεός επιτρέπει ώστε να πλήξουν τον άνθρωπο οι ακούσιες θλίψεις, με τη μορφή ακού­σιων συμβάντων. Κι αυτό του συμβαίνει εξαιτίας της παράβασης των εντολών του Θεού, τις οποίες ο άνθρωπος εκουσίως καταπάτησε.
Αυτός, συμπληρώνει ο Όσιος, είναι ο πνευματι­κός νόμος. Ανάλογα με το βαθμό της εκούσιας κακίας είναι και το μέγεθος της ακούσιας καρποφορίας. Αυτή, βέβαια, την οδυνηρή συνέπεια δεν μπορεί κα­νένας να την αποφύγει, παρά μονάχα με τη βοήθεια της προσευχής και της μετάνοιας.
Αν αντικρούσει ο άνθρωπος τα θλιβερά και τους πειρασμούς που τον βρίσκουν, εκτός προσευχής και υπομονής, τότε όχι μόνο αυτά δεν υποχωρούν, αλλά επιτίθενται σφοδρότερα και οδυνηρότερα. Ο πιστός, λοιπόν, κάνοντας τον πνευματικό αγώνα του, θα πρέπει πάντα να θυμάται ότι μέσα στις ακού­σιες θλίψεις που δέχεται, βρίσκεται κρυμμένο, με τρόπο άδηλο και θαυμαστό, το έλεος του Θεού. Αυτό οδηγεί τον άνθρωπο σε μετάνοια και «εις νομάς αιωνίους».
 

Μεταξύ ακουσίων και εκουσίων θλίψεων, δεν υπάρχει ασφαλώς καμιά σύνδεση και αλληλουχία, ως προς το είδος και το χρόνο που αυτές συντελέσθη­καν, αλλά συμβαίνουν σύμφωνα με τη φιλάνθρωπη λειτουργία του νόμου της δικαιοσύνης του Θεού.


Αν λοιπόν με αυτά τα δεδομένα σκέπτεται και λειτουργεί ο άνθρωπος, δεν θα τρέφει βιώματα αναξιοπαθούντα, ούτε θα πέφτει στους βρόγχους της λύπης, αλλά θα αξιοποιεί προσευχητικά τα ακούσια θλιβερά γεγονότα της ζωής του κατά τρόπο θετικό, δηλαδή με ταπείνωση, αυτογνωσία και υπομονή.
Ενεργώντας έτσι, δεν θα εκτεθεί στον κίνδυνο της κατάρρευσης, αλλά θα αποδέχεται καθετί ευχα­ριστιακά. Και αυτό σημαίνει ότι καθετί λυπηρό θα γίνεται σ' αυτόν δάσκαλος Θεογνωσίας και έναυ­σμα για την προσπάθεια της κάθαρσης του από τις «εν επιγνώσει» ή «εν αγνοία» αμαρτίες του.

Οι ακούσιες θλίψεις, τελικά, δεν παράγουν το δηλητήριο της λύπης και της αθυμίας, αλλά είναι ευεργέτιδες και διάκονοι στην εργασία του ανθρώ­που για την κάθαρση της ψυχής από τα τερατώδη πάθη. Γιατί η οδός που υποδεικνύουν οι ακούσιες θλίψεις διασώζει, δια της συνεχούς μετανοίας, τη σω­στή σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και τον αδελφό, τον οποίο δεν δακτυλοδεικτούν ως υπεύθυνο των συμφορών του, αλλά τον αποδέχονται ως καθρέπτη της αμαρτωλότητας και της δικής του εμπάθειας.
Τότε μόνο δεν θα δεχόμαστε τους κεραυνούς της ακούσιας λύπης, όταν με τη ζωή και τα βιώματά μας δεν θλίβουμε κανένα, δηλαδή όταν δεν λυπούμε το Πνεύμα το Αγιο, με το Οποίο έχουμε σφραγισθεί, για να οδηγηθούμε στη σωτηρία (Πρβλ. Εφεσ. 4, 30).
Παρηγορητική επιστολή του Μεγάλου Βασιλείου, προς την σύζυγον του Νεκταρίου, για τον θάνατο του παιδιού της
σκόπευα ν σιωπήσω πέναντι στν κοσμιότητά σου, λογιζόμενος τι, μ τν ψυχ συμβαίνει τι κα μ να μάτι πο πάσχει π φλεγμονή. Ατό, δηλαδ τ μάτι κα τ πι παλ πράγμα ν τ γγίσει, ρεθίζεται. τσι ασθάνεται κα ψυχ πο χει τραυματιστε π βαρι θλίψη, ταν πάει κανες ν τς μιλήσει. Γιατ τ λόγια σο κα ν εναι παρηγορητικά, ταν λέγονται τν ρα πο ψυχ πάσχει κα γωνι, τς φαίνονται πολ νοχλητικά. πειδ μως σκέφθηκα τι τώρα χω ν κάνω μ Χριστιαν κπαιδευμένη στ θεα π πολ καιρ κα πεπειραμένη στ νθρώπινα, νόμισα τι δν θ ταν σωστ ν παραλείψω τ καθκον μου. Γνωρίζω ποι εναι τ σπλάγχνα τν μητέρων κα διαίτερα ταν θυμηθ τος δικούς σου καλος κα μερους τρόπους πρς λους, λογαριάζω πόσο μεγάλος πρέπει ν εναι πόνος γι τ συμφορ πο σ χει βρε τώρα. χασες γιό, τν ποο, σον ζοσε, μακάριζαν λες ο μητέρες κα εχονταν τέτοιοι ν εναι κα ο δικοί τους γιοί. Κα ταν πέθανε, κλαψαν σν ν εχε θάψει κάθε μία τν δικό της. θάνατος κείνου πρξε πλγμα στς δύο πατρίδες (ννοε κα το πατέρα κα τς μητέρας του), τν δική μας κα τν χώρα τν Κιλίκων. Μ κενον μαζ πεσε κα τ μέγα κα νδοξον γένος (σημ: σως τ πεθαμένο παιδ ν ταν μονάκριβο, πότε μ τν θάνατό του ξεκληριζόταν γενιά τους), κατέρρευσε σν ν μετακινήθηκε βάση του. συναπάντημα πονηρο δαίμονος! Πόσο τρομερ κακ μπόρεσε ν προκληθε! γ, πο ναγκάστηκες ν ποφέρεις να τέτοιο πάθος! Κα λιος σφαλς θ φριττε, ν εχε ασθηση μπροστ σ κενο τ σκυθρωπ θέαμα. Κα τί μπορε ν πε κανες ξιο ν κφράζει σα το παγορεύει πελπισία τς ψυχς;
λλά, πως διδαχθήκαμε π τ Εαγγέλιο, τ σα μς συμβαίνουν δν εναι ξω π τ θεία Πρόνοια, γιατ οτε σπουργίτης δν πέφτει χωρς τ θέλημα το Πατέρα μας. στε ,τι χει συμβε γινε μ τ θέλημα το Δημιουργο μας. Κα ποιός μπορε ν ντισταθε στ θέλημα το Θεο; ς δεχτομε λοιπν τ συμβάν. Διότι μ τν δυσανασχέτηση, οτε ατ πο χει γίνει διορθώνουμε, π πλέον δ καταστρέφουμε τος αυτούς μας. ς μ κατηγορήσουμε τν δίκαιη κρίση το Θεο, διότι εμαστε πολ μαθες, γι ν λέγχουμε τς νέκφραστες κρίσεις Του. Τώρα Κύριος δοκιμάζει τν γάπη σου σ κενον. Τώρα χεις τν εκαιρία ν κερδίσεις μ τν πομονή σου τν μερίδα τν Μαρτύρων. μητέρα τν Μακκαβαίων εδε τ θάνατο πτ παιδιν της κα δν στέναξε, οτε χυσε σκοπα δάκρυα, λλ ν βλεπε τ παιδιά της ν φεύγουν π ατ τ ζω μ σκληρ βασανιστήρια, εχε εχαριστιακ βιώματα πρς τ Θεό. Γι ατ κα κρίθηκε κα π τ Θε κα π τος νθρώπους τέλεια κα καταξιωμένη Χριστιανή. Μεγάλη συμφορά, τ μολογ κα γώ. Μεγάλοι μως κα ο μισθο πο Κύριος χει τοιμάσει γι σους κάνουν πομονή. ταν γινες μητέρα κα εδες τ παιδί σου κα εχαριστοσες τ Θεό, γνώριζες πωσδήποτε τι εσαι θνητ κα τι θ γέννησες θνητό. Τί τ παράδοξον λοιπόν, πο θνητς πέθανε; Μήπως σ στενοχωρε πο πέθανε πρόωρα; Δν μπορομε ν ξέρουμε ἐὰν δν ταν τώρα κατάλληλος καιρς ν φύγει. Γιατ μες δν ξέρουμε τί συμφέρει τν ψυχή μας οτε ρίζουμε προθεσμίες στν νθρώπινη ζωή. Στρέψε τ μάτια σου γύρω σ λο τν κόσμο που κατοικες κα θ κατανοήσεις τι λα σα βλέπουμε εναι θνητ κα τι πόκεινται λα στ φθορά. Κοίταξε πάνω στν ορανό. Κάποτε κα ατς θ διαλυθε. Κοίταξε τν λιο. Oτε κα ατς θ παραμείνει. Τ στέρια λα, τ ζα τς ξηρς κα τν δάτων, α ραιότητες τς γς, δια γ, λα εναι φθαρτά, λα μετ π λίγο δν θ πάρχουν. ς εναι λοιπν σκέψις λων ατν παρηγορι γι τι σο χει τώρα συμβε. Μν μετρς τν συμφορ στ βάθος της, γιατί τότε θ σο φανε φόρητη. ν μως τ συγκρίνεις μ λα τ νθρώπινα, τότε θ βρες παρηγοριά. πάνω δ π λα χω ν σο π κενο τ σπουδαο: Λυπήσου τν σύζυγόν σου. Ν παρηγορε νας τν λλο. Μ κάμεις σκληρότερη τν συμφορ μ τ ν σ βλέπει ν καταστρέφεις π τ στενοχώρια τν αυτό σου. Κα μ λίγα λόγια χω τ γνώμη τι δν πάρχουν λόγια τέτοια, πο ν μπορον ν χαρίσουν σ ατ τν πόνο σας παρηγοριά. Πιστεύω τι ατ τ δοκιμασία θ τν ξεπεράσετε μονάχα μ τν προσευχή. Εχομαι λοιπν διος Κύριος ν γγίξει τν καρδιά σου μ τν νέκφραστη δύναμή Του κα ν νάψει μ γαθος λογισμος τ φς στ ψυχή σου, στε ν βρες ντός σου τς παρηγορις τς φορμές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου