01 Σεπτεμβρίου 2011

«Φέρτε μας, ρε καριόληδες, σε απόγνωση. Φέρτε μας…»


 «Ουδέν ισχυρότερον της απογνώσεως…»
Χωμένος μέσα στις περισπούδαστες οικονομικές και άλλες αναλύσεις και με τα spreads ολοένα να σκαρφαλώνουν στα ιστορικά υψηλά τους, μπορώ -ευτυχώς ακόμη- να ψηλαφώ την  προφητική μαρτυρία των πεθαμένων γιαγιάδων μου.  «Θε να ‘ρθει καιρός που η Ευρώπη θα καυχηθεί να κάνει την Ελλάδα να διακονευτεί».  Λόγια μιας άπορης τότε εφηβείας, ηχούν σήμερα με μιαν αφοπλιστική επικαιρότητα.  Αυτή είναι η βεβαιωμένη αλήθεια των γιαγιάδων μας. Η πατρίδα σέρνεται σαν  τελειωμένος διακονιάρης στα σαλόνια της εσπερίας, γυρεύοντας όχι να πάρει πίσω τα κλεμμένα μας όνειρα, αλλά να διατηρήσει πάσει θυσία τον καταναλωτικό εφιάλτη της κοινωνικής απανθρωπιάς που οικοδόμησε η μεταπολίτευση.  Ένα καθωσπρέπει σπιτάκι με ιταλικά έπιπλα, δυό σινιέ ταγιεράκια ραμμένα από ανήλικους κάπου στην Ασία, δυό βδομάδες το χρόνο διακοπές από την τερατούπολη, τέσσερα ζαντολάστιχα, τρία σουβλάκια delivery, μία οθόνη υψηλής ευκρίνειας αποβλάκωσης  και ένα Laptop για να μην γίνονται ενοχλητικοί οι πιτσιρικάδες. Άχνα για το κλεμμένο τραπέζι της Κυριακής, ούτε κουβέντα για το τσιμενταρισμένο χώμα, ούτε μιλιά για την καθημερινή απανθρωπιά. Διακονιάρηδες για ένα άσαρκο «αδειανό πουκάμισο».

Λες και τρέμουμε στην ιδέα πως η μείωση της κατανάλωσης θα αποκαλύψει το εντός μας κενό. Σα γυμνοσάλιαγκες που λουφάζουν στον κίνδυνο διάρρηξης του -μέχρι χτες τάχα μου- αδιαπέραστου και ισχυρού κελύφους.  Μια ολόκληρη κοινωνία βουβά περιμένει να δει την τρύπα που θα ανοίξει στο κέλυφος της το πιστόλι του Δ.Ν.Τ., με την κακόμοιρη προσδοκία του ατομικού κουτσοβολέματος. Καμιά υποψία εθελούσιας απαλλαγής από το «αδειανό πουκάμισο», καμιά πρωτοβουλία οικειοθελούς αποτίναξης της σκλαβιάς των αναγκών, καμιά διάθεση άσκησης της ελεύθερης βούλησης αυτοαπαραίτησης από τη χρησιμοθηρία και τα καταναλωτικά παρελκόμενα της. Καμιά φωνή διαμαρτυρίας για το περιφερόμενο ντενεκαδάκι της ελληνικής επαιτείας. Μονάχη αγωνία μη τύχει και διαταραχθεί το κατά κεφαλήν επίπεδο κατανάλωσης.  Ακριβώς όπως για χρόνια ολόκληρα δεν υπήρξε η παραμικρή αγωνία για τη ραγδαία πτώση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας.

Απορώ τέτοιες ώρες γιατί οι γιαγιάδες μας, ιδιαίτερα εκείνες οι μικρασιάτισσες, δεν σηκώνονται από τους τάφους να μας πλακώσουν στις σφαλιάρες.

Ίσως γιατί, για τους λίγους ψυλλιασμένους, φαίνεται πως έρχεται η ώρα της απόγνωσης.  Της απόγνωσης εκείνης που δεν υπάρχει τίποτα ισχυρότερο απ’ αυτήν. Γιατί όπως λέει η εκκλησιαστική μας παράδοση «Αύτη ού γιγνώσκει ηττηθήναι υπό τινός. Ότε ο άνθρωπος εν τη διανοία εαυτού κόψει την ελπίδα εκ της ζωής αυτού, ουδέν θαρσαλεώτερον. Και ουκ έστι θλίψις ής τινός η φήμη εξασθενήσαι το φρόνημα αυτού ποιεί. Διότι πάσα θλίψις γινομένη, υποκάτωθεν του θανάτου εστί. Και αυτός έκυψε δέξασθαι καθ’ εαυτού τον θάνατον».

 Και αυτή οφείλει να είναι η μοναδική απάντηση των ολίγων «υποψιασμένων» απέναντι στις διεθνείς ελίτ των τραπεζιτών και στους ντόπιους υποστηριχτές του ελληνικού παρασιτισμού.
«Φέρτε μας, ρε καριόληδες, σε απόγνωση. Φέρτε μας…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου