Είναι πολύ ωραίοι οι μύθοι του Αισώπου, διδακτικότατοι. Τους χρησιμοποιώ συχνότατα στο μάθημα της γλώσσας (Ε’ δημοτικού). Αρέσουν στα παιδιά, τους χαίρονται και εντυπώνονται στην μνήμη τους. Ενώ οι συνταγές μαγειρικής των επισήμων βιβλίων, προκαλούν βέβαια στα παιδιά «χάχανα» αβάσταχτα, αλλά η Παιδεία... πάει περίπατο. Οι μύθοι του Αισώπου όμως αποτελούν και λαμπρά προσανάμματα για την συγγραφή άρθρων. Επιγράφεται ένας μύθος «άλογο, βόδι, σκυλί και άνθρωπος». Στο αρχαίο κείμενο ο τίτλος είναι «ίππος, βους, κύων και άνθρωπος».
Ως γνωστόν, ο μεγάλος αρχαίος μυθοποιός ήταν εχθρός των κίβδηλων ηθών, της υποκρισίας, της φιλαργυρίας, της δοξομανίας, των «αρετών», δηλαδή, που συνοδοιπορούν, με τον πολιτικό βίο της ημετέρας πατρίδας, εξ αρχαιοτάτων χρόνων. Διηγείται, λοιπόν, ο παραμυθάς Αίσωπος: «Όταν ο Δίας έπλασε τον άνθρωπο, τον έκανε ολιγοχρόνιο, ολιγόζωο. Κι ο άνθρωπος χρησιμοποιώντας την εξυπνάδα του, έφτιαξε σπίτι, όταν έφτασε ο χειμώνας και ζούσε μέσα σ’ αυτό. Κάποτε που το κρύο δυνάμωσε και ο Δίας έριχνε βροχή πολλή και σφοδρή, το άλογο μη αντέχοντας το κακό, πρόστρεξε στον άνθρωπο και τον παρακάλεσε να του δώσει καταφύγιο. Δέχτηκε ο άνθρωπος με τον όρο να του παραχωρήσει ο ίππος ένα μέρος από τα χρόνια του. Το άλογο συμφώνησε μετά χαράς. Ύστερα από λίγο εμφανίστηκε το βόδι, που δεν μπορούσε και αυτό να αντέξει τον βαρύ χειμώνα. Ο άνθρωπος το δέχτηκε, όπως και πριν το άλογο, λέγοντάς του να του δώσει κι αυτό ένα μέρος από τα χρόνια του. Το βόδι δέχτηκε ασμένως. Τέλος έφτασε το σκυλί, ταλαιπωρημένο από το κρύο, και αφού έδωσε ένα μέρος από τα χρόνια του, βρήκε και αυτό στέγη να μείνει. Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι, όταν φτάσουν στα χρόνια που τους έδωσε ο Δίας, είναι ακέραιοι και αγαθοί. Όταν φτάσουν στα χρόνια που τους έδωσε το άλογο είναι αλαζόνες και υψαύχενοι (=εγωιστές). Όταν φτάσουν στα χρόνια που τους έδωσε το βόδι «διαπλέκονται» με την εξουσία, γίνονται εξουσιομανείς και όταν φτάσουν στα χρόνια του σκυλιού είναι οργίλοι και γκρινιάρηδες». Αυτός είναι ο αισώπειος μύθος. Θα προσπαθήσουμε τώρα να αποκρυπτογραφήσουμε το κείμενο, να ανιχνεύσουμε και να ξεδιαλύνουμε τον συμβολισμό της πλοκής.
Τα χρόνια, τα ανθρώπινα, αυτά που έδωσε ο Δίας, συμβολίζουν την νεανική ηλικία του ανθρώπου, το έαρ της ηλικίας. «Οι νέοι εισίν έαρ του δήμου», έλεγε ο ρήτορας Δημάδης.
Ως γνωστόν, ο μεγάλος αρχαίος μυθοποιός ήταν εχθρός των κίβδηλων ηθών, της υποκρισίας, της φιλαργυρίας, της δοξομανίας, των «αρετών», δηλαδή, που συνοδοιπορούν, με τον πολιτικό βίο της ημετέρας πατρίδας, εξ αρχαιοτάτων χρόνων. Διηγείται, λοιπόν, ο παραμυθάς Αίσωπος: «Όταν ο Δίας έπλασε τον άνθρωπο, τον έκανε ολιγοχρόνιο, ολιγόζωο. Κι ο άνθρωπος χρησιμοποιώντας την εξυπνάδα του, έφτιαξε σπίτι, όταν έφτασε ο χειμώνας και ζούσε μέσα σ’ αυτό. Κάποτε που το κρύο δυνάμωσε και ο Δίας έριχνε βροχή πολλή και σφοδρή, το άλογο μη αντέχοντας το κακό, πρόστρεξε στον άνθρωπο και τον παρακάλεσε να του δώσει καταφύγιο. Δέχτηκε ο άνθρωπος με τον όρο να του παραχωρήσει ο ίππος ένα μέρος από τα χρόνια του. Το άλογο συμφώνησε μετά χαράς. Ύστερα από λίγο εμφανίστηκε το βόδι, που δεν μπορούσε και αυτό να αντέξει τον βαρύ χειμώνα. Ο άνθρωπος το δέχτηκε, όπως και πριν το άλογο, λέγοντάς του να του δώσει κι αυτό ένα μέρος από τα χρόνια του. Το βόδι δέχτηκε ασμένως. Τέλος έφτασε το σκυλί, ταλαιπωρημένο από το κρύο, και αφού έδωσε ένα μέρος από τα χρόνια του, βρήκε και αυτό στέγη να μείνει. Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι, όταν φτάσουν στα χρόνια που τους έδωσε ο Δίας, είναι ακέραιοι και αγαθοί. Όταν φτάσουν στα χρόνια που τους έδωσε το άλογο είναι αλαζόνες και υψαύχενοι (=εγωιστές). Όταν φτάσουν στα χρόνια που τους έδωσε το βόδι «διαπλέκονται» με την εξουσία, γίνονται εξουσιομανείς και όταν φτάσουν στα χρόνια του σκυλιού είναι οργίλοι και γκρινιάρηδες». Αυτός είναι ο αισώπειος μύθος. Θα προσπαθήσουμε τώρα να αποκρυπτογραφήσουμε το κείμενο, να ανιχνεύσουμε και να ξεδιαλύνουμε τον συμβολισμό της πλοκής.
Τα χρόνια, τα ανθρώπινα, αυτά που έδωσε ο Δίας, συμβολίζουν την νεανική ηλικία του ανθρώπου, το έαρ της ηλικίας. «Οι νέοι εισίν έαρ του δήμου», έλεγε ο ρήτορας Δημάδης.
(Το παρόν σημείωμα δεν θα αναφερθεί γενικά στις ηλικιακές μεταβολές των ανθρώπων, αλλά θα παρακολουθήσει τους αναβαθμούς και τις μεταλλάξεις των πολιτικών όντων).
Οι πολιτικοί, λοιπόν, όταν είναι νέοι – και κυρίως αναφέρομαι στους πορφυρογέννητους γόνους των πολιτικών τζακιών – είναι ακέραιοι, γεμάτοι όνειρα, βλέπουν με οίκτο και μυκτηρίζουν το βαρύμοχθο και αγχοβριθές επάγγελμα του μπαμπά, θείου, θείας, εξαδέλφου, κουμπάρου... του μεγάλου, δηλαδή, συγγενή που η βαριά του σκιά κρέμεται επί της κεφαλής των. Κανείς τους, όπως εξομολογούνται στα υστερινά χρόνια, δεν σκέφτεται να γίνει πολιτικός, γιατί αυτό δεν οφείλεται στην αδιαμφισβήτητη αξία τους, αλλά στο κληρονομημένο όνομα.
Όταν ενηλικιωθούν και μπουν στην ηλικία του αλόγου, αρχίζει η... αλογία και η παραλογία. Αποστέλλονται σε ονομαστά πανεπιστήμια της αλλοδαπής, όπου, όλως τυχαίως, σπουδάζουν την πολιτικοοικονομική επιστήμη. Μακριά από την πατρώα γη, αρχίζουν και βλέπουν τα πράγματα πιο «στρογγυλά». Μπαζώνουν τις ονειροφαντασίες τους για καλοκαγαθία, το «κληρονομικό δικαιώματι» περιουσιακό τους στοιχείο, η προίκα του ονόματος, τους κολακεύει. Η οσμή της εξουσίας, ως την μύγα τα κόπρανα, τους έλκει. Επιστρέφουν στην πτωχή πατρίδα, οραματιζόμενοι μεγαλεία, αυτοχρίονται λαοσωτήρες. Άλλοι ομοιάζουν με το υπερήφανο άτι, άλλοι δεν αίρονται σε τέτοιο επίπεδο και μόλις και μετά βίας γίνονται γαϊδούρια. Πάντως γαϊδούρια ή άλογα, τους διακρίνει η οίηση και ο εγωτική μεγαλαυχία. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτού του σταδίου είναι η δημαγωγία και η κούφια ρητορεία. Ξαφνικά ο πολιτικός νεοσσός αποκτά δύναμη. Και τότε απογειώνεται. Νιώθει την ανάγκη να βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο, να προβάλλει τον εαυτό του με κάθε τρόπο. Διακατέχεται από έπαρση και επιδίδεται στην ξιπασμένη καυχησιολογία. Η δύναμη τον μεθάει, αποχαλινώνεται. Τα τηλεπαράθυρα τον ηδονίζουν, οι ζητωκραυγές τον γεμίζουν αυτοπεποίθηση, μετεωρίζεται πεφυσιωμένος, νιώθει κυρίαρχος, ο Ένας, ο μοναδικός.
Κάπου εκεί εξαντλεί τα χρόνια του αλόγου. Επιστρατεύονται τα χρόνια του βοδιού, εισέρχεται ο πολιτικός στο στάδιο της εξουσίας, αναλαμβάνει ένα υψηλό αξίωμα, γίνεται τρόπον τινά, βουκόλος (=ο ποιμένων και περιποιούμενος βόδια. Στην αρχαία Αθήνα το «βουκόλειον» ήταν η έδρα του αρχείου του «άρχοντος βασιλέως»). Τα «βοδινά» χρόνια των πολιτικών είναι και τα πιο επικίνδυνα γιά τον λαό. Ρίχνοντας μια ματιά σε κάποιες λαογραφικές παρατηρήσεις γιά το βόδι, διαπιστώνεις πως ο λαός μας παροιμοιάζει τον δύσνουν με βόδι. Παλαιότερα, επί Τουρκοκρατίας, στην Πελοπόννησο έλεγαν: «Ανάθεμά σε, ντοβλετί, ανάθεμα σε Πόλη/ που σού ‘στειλα τον άνθρωπο και μούστειλες το βόδι». Οι αρχαίοι έλεγαν «βοός ανούστερος», δηλαδή, πιό ανόητος και από το βόδι. Ένα χαρακτηριστικό του βοδιού είναι και η παχυδερμία του. Γι’ αυτό, για να τα επαναφέρουν στην τάξη, τα κέντριζε ο λαός με την βουκέντρα, ραβδί, δηλαδή, που είχε ενσφηνωμένο στην άκρη του ένα καρφί. Σήμερα καταργήθηκαν οι βουκέντρες, τα βόδια βοσκούν αναξέλεγκτα.
Ξαναγυρνώντας τώρα, στον μύθο του Αισώπου, θα λέγαμε πως η περίοδος που ροκανίζει ο πολιτικός τα χρόνια «του βοός», είναι περίοδος πάχυνσης και άφθονου σιτισμού. Ο ίδιος, βέβαια, θεωρεί πως είναι τα πιο παραγωγικά του χρόνια. «Δουλεύουν τα βόδια, τρων τα γομάρια», λέει ο λαός. Είναι γνωστό ότι για τους πολιτικούς, όταν κατακτήσουν την πολυπόθητη εξουσία, ο λαός μεταβάλλεται σε μια εκφυλισμένη, εκχυδαϊσμένη και ευχειραγώγητη ορδή, που πιέζει και εκλιπαρεί για ρουσφέτια, «γομάρι» που μόνο να ζητάει ξέρει.
Παρένθεση. Τον λαϊκισμό, στον οποίον καταφεύγουν οι «πολιτικοί ηγέτες» για διαβουκόληση, της κοινωνίας θυμίζει το περιστατικό που καταγράφει ο Αθηναίος αγωνιστής του Εικοσιένα Γ. Ψύλλας. «Ένας Θεσσαλός προεστός, εντελώς αναλφάβητος, χρησιμοποιεί τον δάσκαλο του χωριού και ως γραμματικό του. Επειδή όμως ο δάσκαλος δεν ήταν σε όλα υπάκουος, ο προεστός προτείνει στη γενική συνέλευση των κατοίκων την απόλυσή του. Γιατί; Ρωτάει εκείνος εμβρόντητος. Γιατί δεν ξέρεις γράμματα! Και ποιός το λέει αυτό; Εγώ! Απαντά ο προεστός. Γράψε τη λέξη βόδι να δούμε αν ξέρεις. Ο δάσκαλος έγραψε σε ένα χαρτί βόδι. Τότε ο προεστός ζωγραφίζει σε άλλο χαρτί ένα βόδι, το δείχνει στους χωριανούς – το ίδιο αναλφάβητους – και ρωτάει. Πέστε μου, ποιό χαρτί γράφει βόδι; Το δικό σου! Απαντούν όλοι. Και έδιωξαν τον δάσκαλο. (Απομνημονεύματα του βίου μου, Αθήνα 1974, σελ. 286-187).
Ο αδυσώπητος όμως χρόνος τρέχει. «Ως ανθός μαραίνεται και ως όναρ παρέρχεται» ο τρυφηλός βίος της εξουσίας. Το γήρας καταφθάνει. Τότε γίνεται χρήση των χρόνων του σκύλου. Πολλές φορές για να απαλυνθεί η αποστρατεία, επιδαψιλεύεται ο πολιτικός και μ’ έναν ανούσιο, πλην όμως ηχηρό τίτλο, όπως είναι το «επίτιμος». Συνήθως φεύγουν από το προσκήνιο, μένουν όμως στο παρασκήνιο. Έχουν την απατηλή αίσθηση πως η πείρα τους είναι πολύτιμη. Εισπράττουν συνήθως περιφρόνηση, λησμονιούνται γρήγορα, επέρχεται ο πολιτικός θάαντος, οδυνηρότερος από τον φυσικό. Τότε γίνονται οργίλοι, γκρινιάρηδες. Γερόντια ανοικονόμητα, ανυπόφορα, βαρετά, κυνικά.
«Γήρας άγνωστον τιθεί άνδρα», τα γηρατιά κάνουν αγνώριστο τον άνθρωπο, έλεγε ο Μίμνερμος, και δεν εννοούσε μόνο την «εξωτερική εμφάνιση». Και μια και το άρθρο κινείται στα αρχαία χρόνια θα κλείσει με τα λόγια μιάς ελληνικής επιγραφής του 3ου π.Χ. αιώνα, που βρίσκεται στο μουσείο της Καμπούλ, στο ταλαίπωρο Αφγανιστάν: «Παίς ων γίνου κόσμιος. Ηβών εγκρατής. Μέσος δίκαιος. Πρεσβύτης εύβουλος (=σοφός). Τελευτών άλυπος».
Αρχαίο πνεύμα, αθάνατο.
Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος Κιλκίς
Οι πολιτικοί, λοιπόν, όταν είναι νέοι – και κυρίως αναφέρομαι στους πορφυρογέννητους γόνους των πολιτικών τζακιών – είναι ακέραιοι, γεμάτοι όνειρα, βλέπουν με οίκτο και μυκτηρίζουν το βαρύμοχθο και αγχοβριθές επάγγελμα του μπαμπά, θείου, θείας, εξαδέλφου, κουμπάρου... του μεγάλου, δηλαδή, συγγενή που η βαριά του σκιά κρέμεται επί της κεφαλής των. Κανείς τους, όπως εξομολογούνται στα υστερινά χρόνια, δεν σκέφτεται να γίνει πολιτικός, γιατί αυτό δεν οφείλεται στην αδιαμφισβήτητη αξία τους, αλλά στο κληρονομημένο όνομα.
Όταν ενηλικιωθούν και μπουν στην ηλικία του αλόγου, αρχίζει η... αλογία και η παραλογία. Αποστέλλονται σε ονομαστά πανεπιστήμια της αλλοδαπής, όπου, όλως τυχαίως, σπουδάζουν την πολιτικοοικονομική επιστήμη. Μακριά από την πατρώα γη, αρχίζουν και βλέπουν τα πράγματα πιο «στρογγυλά». Μπαζώνουν τις ονειροφαντασίες τους για καλοκαγαθία, το «κληρονομικό δικαιώματι» περιουσιακό τους στοιχείο, η προίκα του ονόματος, τους κολακεύει. Η οσμή της εξουσίας, ως την μύγα τα κόπρανα, τους έλκει. Επιστρέφουν στην πτωχή πατρίδα, οραματιζόμενοι μεγαλεία, αυτοχρίονται λαοσωτήρες. Άλλοι ομοιάζουν με το υπερήφανο άτι, άλλοι δεν αίρονται σε τέτοιο επίπεδο και μόλις και μετά βίας γίνονται γαϊδούρια. Πάντως γαϊδούρια ή άλογα, τους διακρίνει η οίηση και ο εγωτική μεγαλαυχία. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτού του σταδίου είναι η δημαγωγία και η κούφια ρητορεία. Ξαφνικά ο πολιτικός νεοσσός αποκτά δύναμη. Και τότε απογειώνεται. Νιώθει την ανάγκη να βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο, να προβάλλει τον εαυτό του με κάθε τρόπο. Διακατέχεται από έπαρση και επιδίδεται στην ξιπασμένη καυχησιολογία. Η δύναμη τον μεθάει, αποχαλινώνεται. Τα τηλεπαράθυρα τον ηδονίζουν, οι ζητωκραυγές τον γεμίζουν αυτοπεποίθηση, μετεωρίζεται πεφυσιωμένος, νιώθει κυρίαρχος, ο Ένας, ο μοναδικός.
Κάπου εκεί εξαντλεί τα χρόνια του αλόγου. Επιστρατεύονται τα χρόνια του βοδιού, εισέρχεται ο πολιτικός στο στάδιο της εξουσίας, αναλαμβάνει ένα υψηλό αξίωμα, γίνεται τρόπον τινά, βουκόλος (=ο ποιμένων και περιποιούμενος βόδια. Στην αρχαία Αθήνα το «βουκόλειον» ήταν η έδρα του αρχείου του «άρχοντος βασιλέως»). Τα «βοδινά» χρόνια των πολιτικών είναι και τα πιο επικίνδυνα γιά τον λαό. Ρίχνοντας μια ματιά σε κάποιες λαογραφικές παρατηρήσεις γιά το βόδι, διαπιστώνεις πως ο λαός μας παροιμοιάζει τον δύσνουν με βόδι. Παλαιότερα, επί Τουρκοκρατίας, στην Πελοπόννησο έλεγαν: «Ανάθεμά σε, ντοβλετί, ανάθεμα σε Πόλη/ που σού ‘στειλα τον άνθρωπο και μούστειλες το βόδι». Οι αρχαίοι έλεγαν «βοός ανούστερος», δηλαδή, πιό ανόητος και από το βόδι. Ένα χαρακτηριστικό του βοδιού είναι και η παχυδερμία του. Γι’ αυτό, για να τα επαναφέρουν στην τάξη, τα κέντριζε ο λαός με την βουκέντρα, ραβδί, δηλαδή, που είχε ενσφηνωμένο στην άκρη του ένα καρφί. Σήμερα καταργήθηκαν οι βουκέντρες, τα βόδια βοσκούν αναξέλεγκτα.
Ξαναγυρνώντας τώρα, στον μύθο του Αισώπου, θα λέγαμε πως η περίοδος που ροκανίζει ο πολιτικός τα χρόνια «του βοός», είναι περίοδος πάχυνσης και άφθονου σιτισμού. Ο ίδιος, βέβαια, θεωρεί πως είναι τα πιο παραγωγικά του χρόνια. «Δουλεύουν τα βόδια, τρων τα γομάρια», λέει ο λαός. Είναι γνωστό ότι για τους πολιτικούς, όταν κατακτήσουν την πολυπόθητη εξουσία, ο λαός μεταβάλλεται σε μια εκφυλισμένη, εκχυδαϊσμένη και ευχειραγώγητη ορδή, που πιέζει και εκλιπαρεί για ρουσφέτια, «γομάρι» που μόνο να ζητάει ξέρει.
Παρένθεση. Τον λαϊκισμό, στον οποίον καταφεύγουν οι «πολιτικοί ηγέτες» για διαβουκόληση, της κοινωνίας θυμίζει το περιστατικό που καταγράφει ο Αθηναίος αγωνιστής του Εικοσιένα Γ. Ψύλλας. «Ένας Θεσσαλός προεστός, εντελώς αναλφάβητος, χρησιμοποιεί τον δάσκαλο του χωριού και ως γραμματικό του. Επειδή όμως ο δάσκαλος δεν ήταν σε όλα υπάκουος, ο προεστός προτείνει στη γενική συνέλευση των κατοίκων την απόλυσή του. Γιατί; Ρωτάει εκείνος εμβρόντητος. Γιατί δεν ξέρεις γράμματα! Και ποιός το λέει αυτό; Εγώ! Απαντά ο προεστός. Γράψε τη λέξη βόδι να δούμε αν ξέρεις. Ο δάσκαλος έγραψε σε ένα χαρτί βόδι. Τότε ο προεστός ζωγραφίζει σε άλλο χαρτί ένα βόδι, το δείχνει στους χωριανούς – το ίδιο αναλφάβητους – και ρωτάει. Πέστε μου, ποιό χαρτί γράφει βόδι; Το δικό σου! Απαντούν όλοι. Και έδιωξαν τον δάσκαλο. (Απομνημονεύματα του βίου μου, Αθήνα 1974, σελ. 286-187).
Ο αδυσώπητος όμως χρόνος τρέχει. «Ως ανθός μαραίνεται και ως όναρ παρέρχεται» ο τρυφηλός βίος της εξουσίας. Το γήρας καταφθάνει. Τότε γίνεται χρήση των χρόνων του σκύλου. Πολλές φορές για να απαλυνθεί η αποστρατεία, επιδαψιλεύεται ο πολιτικός και μ’ έναν ανούσιο, πλην όμως ηχηρό τίτλο, όπως είναι το «επίτιμος». Συνήθως φεύγουν από το προσκήνιο, μένουν όμως στο παρασκήνιο. Έχουν την απατηλή αίσθηση πως η πείρα τους είναι πολύτιμη. Εισπράττουν συνήθως περιφρόνηση, λησμονιούνται γρήγορα, επέρχεται ο πολιτικός θάαντος, οδυνηρότερος από τον φυσικό. Τότε γίνονται οργίλοι, γκρινιάρηδες. Γερόντια ανοικονόμητα, ανυπόφορα, βαρετά, κυνικά.
«Γήρας άγνωστον τιθεί άνδρα», τα γηρατιά κάνουν αγνώριστο τον άνθρωπο, έλεγε ο Μίμνερμος, και δεν εννοούσε μόνο την «εξωτερική εμφάνιση». Και μια και το άρθρο κινείται στα αρχαία χρόνια θα κλείσει με τα λόγια μιάς ελληνικής επιγραφής του 3ου π.Χ. αιώνα, που βρίσκεται στο μουσείο της Καμπούλ, στο ταλαίπωρο Αφγανιστάν: «Παίς ων γίνου κόσμιος. Ηβών εγκρατής. Μέσος δίκαιος. Πρεσβύτης εύβουλος (=σοφός). Τελευτών άλυπος».
Αρχαίο πνεύμα, αθάνατο.
Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος Κιλκίς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου