31 Ιανουαρίου 2012

Και επειδή η Διαμαντοπούλου και η παρέα της είναι ''μεταμοντέρνοι'' πολιτικοί...

Στην εποχή του Παπαδήμ(ι)ου...
Της ακροδεξιάς κυβέρνησης πασοκ-λάος-νδ...
Όταν κάποιοι μίλαγαν για υποσιτισμένους μαθητές σε σχολεία, ήταν ''λαϊκιστές'' και ''διέδιδαν ψεύδη'' και η Διαμαντοπούλου διερήγνυε τα ιμάτια της ότι δεν έχουν παρουσιασθεί φαινόμενα λιποθυμίας μαθητών σε σχολεία, από υποσιτισμό ή ασιτία...
Από την ερχόμενη εβδομάδα το Υπουργείο Παιδείας θα ξεκινήσει να παράσχει συσσίτιο σε 18 σχολεία εννέα περιοχών του Λεκανοπεδίου...
Και επειδή η Διαμαντοπούλου και η παρέα της είναι ''μεταμοντέρνοι'' πολιτικοί, χρησιμοποιούν και τις ανάλογες εκφράσεις, όπως ''μικρογεύματα'', ''Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας'', κλπ...

30 Ιανουαρίου 2012

Οι Τρείς Ιεράρχες και η ταυτότητα του Ελληνισμού


Επισκόπου Ναυπάκτου π. Ιεροθέου

Η πορεία και η ανάπτυξη της ελληνικής σκέψης

Μελετώντας την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αισθανόμαστε μία κατάπληξη για το πώς μπόρεσε να μελετήση το “είναι” και τον κόσμο μέσα από διαφορετικές προοπτικές, έχοντας όμως μια ενιαία υποδομή, το πώς αναπτύχθηκε και απετέλεσε ένα μεγάλο ρεύμα φιλοσοφίας, θρησκείας και πολιτικής.
Δύο κυρίως σημεία θα πρέπη να τονιστούν στην ενότητα αυτή.
Το πρώτο είναι ότι έχουμε μια διαρκή εξέλιξη του τρόπου με τον οποίο φιλοσοφούσαν και θρησκεύονταν οι αρχαίοι Έλληνες, μέσα όμως στα πλαίσια της ελληνικής συνείδησης. Παρατηρεί κανείς με πολύ μεγάλη έκπληξη το πώς το αρχαίο ελληνικό πνεύμα απέφευγε την στασιμότητα και διακρινόταν από μία δυναμική πορεία. Μπορεί κανείς να οριοθετήση, παρά το επικίνδυνο του πράγματος, μερικές φάσεις της αναπτύξεως του ελληνικού πνεύματος.
Στην αρχή παρατηρεί κανείς την επικράτηση μαγικών θρησκειών, λατρεύεται η φύση, η οποία συνιστά μια κατώτερη θρησκεία. Στην συνέχεια αναπτύσσεται ο ανθρωπομορφισμός, η λατρεία των θεών του Ολύμπου, όπως περιγράφεται στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Αυτός ο ανθρωπομορφισμός στην πραγματικότητα ενσαρκώνει τους ανθρώπινους πόθους για την αθανασία, την υγεία, την καλοπέραση, την δύναμη. Ακολούθως εμφανίζονται οι Ίωνες φυσικοί, οι οποίοι στρέφονται στην φύση, αποβάλλοντας την θρησκευτική άποψη για την ερμηνεία του κόσμου. Η αρχική αιτία του κόσμου θεωρείται από τον Θαλή τον Μιλήσιο το νερό, από τον Αναξίμανδρο το άπειρο, από τον Αναξιμένη ο αέρας. Στην συνέχεια εμφανίζεται ο μυστικιστικός τρόπος ζωής, η οργιαστική φάση της θρησκείας, όπως εκφράζεται από τον Διόνυσο, τους Ορφικούς και τον Πυθαγόρα, οι οποίοι φέρουν τον θεό μέσα στον άνθρωπο και ενδιαφέρονται κυρίως για την αντιμετώπιση του πόνου. Η οντολογική ερμηνεία της φύσης, όπως εκφράζεται από τους Ελεάτες (Παρμενίδης) και τον Ηράκλειτο, ασχολείται με την σχέση και διαφορά μεταξύ “είναι” και “γίγνεσθαι”. Ακόμη, η εμφάνιση του ορθολογισμού, όπως εκφράζεται από τους Σοφιστές, με πρώτο τον Πρωταγόρα, οι οποίοι θεωρούνται πρόδρομοι των Διαφωτιστών του 18 αι. μ.Χ., εκλαμβάνουν την αλήθεια όχι ως αντικείμενο, αλλά υποκείμενο που συνδεέεται με την ανθρώπινη σκέψη. Ακολούθως η ιδεαλιστική, κλασσική μεταφυσική του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, πολέμησε τον ανθρωπομορφισμό του Θεού και έκανε τον Θεό ιδέα. Έπειτα η μετακλασσική περίοδος του Ελληνισμού που εκφράζεται από τον Στωϊκούς και Επικούριους φιλοσόφους, οι οποίοι ταύτισαν την φύση του ανθρώπου με τον λόγο, έκαναν λόγο για την νέκρωση του παθητικού μέρους της ψυχής και βεβαίως έδωσαν προτεραιότητα στην ευδαιμονία, όπως αυτοί την εννοούσαν. Τέλος, ο νεοπλατωνισμός με τον Πλωτίνο, τον Πορφύριο, τον Ιάμβλιχο και τον Πρόκλο, που ήταν η τελευταία αναλαμπή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και κυρίως της μεταφυσικής συνέδεσαν τον πλατωνισμό με την γνωστικισμό.
Επίσης εκείνο το οποίο μπορεί να σημειωθή είναι ότι υπάρχουν πολλοί μελετητές οι οποίοι συνδέουν την εξέλιξη αυτή μέσα από πολιτικές ερμηνείες. Για παράδειγμα στις ελληνικές πόλεις – κράτη άλλοτε κυριαρχεί η δημοκρατία, δηλαδή η επικράτηση δημοκρατικών αρχών με τους θεούς του Δήμου, και άλλοτε κυριαρχεί ο αριστοκρατικός ιδεαλισμός, όπως εκφράζεται από τον μυστικισμό και την μεταφυσική.
Το δεύτερο σημείο που εκφράζει την ενότητα, αλλά και όλη την εξέλιξη του ελληνικού πνεύματος, είναι η “σταδιακή εξέλιξη από την μυθική αντίληψη προς την ορθολογιστική σκέψη” και στην μεταφυσική φιλοσοφία δεν είναι ένα τυχαίο φαινόμενο, αλλά υπάρχουν πολλοί παράγοντες που το προσδιόρισαν. Στην συνέχεια θα παραθέσω μερικά από τα στοιχεία, τα οποία χρησιμοποιεί ο Κωνσταντίνος Βαμβακάς στο σημαντικό βιβλίο του με τίτλο “Οι Θεμελιωτές της δυτικής σκέψης”.
Ο Karl Jaspers έχει υποστηρίξει ότι στην πνευματική εξέλιξη που συντελείται μεταξύ του 800 και 200 π.Χ., περίπου στο 500 π.Χ. τοποθετείται αυτό που χαρακτήρισε “αξονική περίοδο της ιστορίας της ανθρωπότητας”.
Παρατηρείται ότι από τον 7ο αι. π.Χ. και εντεύθεν σε διαφόρους γεωγραφικούς χώρους, την Κίνα (Λάο-Τσέ, Κομφούκιος), την Ινδία (Μαχαβίρα, Βούδας), τον Ισραήλ (προφήτες Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ), το Ιράν (Ζωροάστρης), την Ελλάδα (Προσωκρατικοί, Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης) γίνονται διάφορες πολιτισμικές θεμελιακές μεταβολές.
Όμως οι αφετηρίες κάθε τόπου και πολιτισμού είναι διαφορετικές. Στην Κίνα κυριαρχεί η πρακτική φροντίδα για την καλή σχέση των ανθρώπων στην κοινωνία, στην Ινδία επικρατεί η θρησκευτική αγωνία του ανθρώπου για νόημα ζωής, στην Ελλάδα επικρατεί κυρίως η φιλοσοφία.
Γεγονός είναι ότι την περίοδο αυτή παρατηρείται και μία επικοινωνία των Ελλήνων με τους άλλους λαούς. Οι Έλληνες, λόγω της θαλάσσης, έρχονται σε επικοινωνία με πολλούς λαούς και πολιτισμούς, λαμβάνοντας από αυτούς ό,τι τους ήταν απαραίτητο για τον τρόπο ζωής τους. Συγχρόνως το εύκρατο κλίμα και ο τόπος διαμονής τους που συνέδεε στεριά και θάλασσα, τους έδινε την δυνατότητα να φιλοσοφούν για το “είναι”, τον “χρόνο”, την “φύση”, τον “άνθρωπο”, το νόημα της ζωής και του θανάτου. Έτσι, οι Έλληνες προσλάμβαναν ό,τι καλύτερο υπήρχε στους άλλους πολιτισμούς και το μετέτρεπαν σε φιλοσοφία, ασχολούμενοι με τον “θεό”, την “αρχή”, τον “λόγο”, την “δίκη”, το “άπειρο”, την “φύση”, τον “κόσμο”, το “είναι”.
Όπως σημειώνει ο Κωνσταντίνος Βαμβακάς, “τό ορθολογικό πνεύμα των Ελλήνων έθεσε αναμφισβήτητα τα θεμέλια της φιλοσοφίας και της επιστήμης, πράγμα που υπήρξε καθοριστικό για την εξέλιξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού… Οι Έλληνες ίδρυσαν τον δυτικό πολιτισμό, οριοθετώντας τον όμως, συγχρόνως, έναντι των ανατολικών πολιτισμών”.
Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, υπήρξαν πολλοί παράγοντες για την ανάπτυξη της φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα. Θα αναφέρω μερικούς από αυτούς.
Ένας παράγοντας ήταν η “περιβάλλουσα φύση”. Το εύκρατο κλίμα, η διαυγής ατμόσφαιρα και η ηλιοφάνεια, η “αδιάκοπη διείσδυση και συμβίωση στεριάς και θάλασσας”, όπως “ο αέναος ρόχθος και κυματισμός της επιφάνειας της θάλασσας, σε αντίθεση με τον σιωπηλό, αδιόρατο και ασάλευτο βυθό της” θα δημιουργήσουν την υποψία για την αντίθεση μεταξύ “φαίνεσθαι” και “είναι”, “γίγνεσθαι” και “είναι”. Επίσης, και η θάλασσα θα βοηθήση στην επικοινωνία με πολλούς πολιτισμούς.
Άλλος παράγοντας είναι οι κοινωνικές δομές. Από τον 8ο αιώνα π.Χ. και μετά δημιουργούνται οι πόλεις – κράτη. Το πολίτευμα των πόλεων αυτών - κρατών έχει διάφορες διακυμάνσεις, αρχίζει από το αριστοκρατικό, δημιουργούνται τα ολιγαρχικά ή τιμοκρατικά πολιτεύματα, αφού αναπτύσσεται η τάξη των βιοτεχνών, εμπόρων και πλοιοκτητών, προχωρεί στα τυραννικά καθεστώτα και θα φθάση στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Παρά ταύτα δημιουργείται σε όλες αυτές τις πόλεις – κράτη η κοινή ελληνική συνείδηση, καθώς επίσης, μετά την κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού με την Γραμμική Γραφή Β΄, δημιουργείται το νέο ελληνικό αλφάβητο. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν ως πρότυτο την φοινικική γραφή, αφού όμως προσέθεσαν τα φωνήεντα, που δεν είχε το φοινικικό αλφάβητο (αποτελείτο από σύμφωνα και ημίφωνα), δημιουργώντας έτσι ένα κομψό φωνητικό αλφάβητο.
Η θρησκεία, επίσης, υπήρξε ένας σπουδαίος παράγοντας για την ανάπτυξη του ελληνικού πνεύματος. Στην αρχή “οι θεοί των Ελλήνων είναι δυνάμεις και δευτερευόντως πρόσωπα. Γι' αυτό τα θεϊκά πρόσωπα, πολλές φορές, συγχέονται”. Στην συνέχεια εξασθενίζει η πίστη στους θεούς, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο πνευματικοί δρόμοι: “τής ορθολογικής φιλοσοφίας των Ιώνων και του μυστικισμού της ορφικής διδασκαλίας, που θα ανταποκριθή και στις βαθύτερες θρησκευτικές ανάγκες των Ελλήνων”. Αυτή η μυστηριακή θρησκεία είναι εντελώς διαφορετική από “τό ελληνικό πνεύμα της ομηρικής εποχής” και οπωσδήποτε έχει επίδραση ανατολική.
Επίσης, η σχέση μεταξύ μύθου και επικής ποίησης, η πορεία από τον μύθο στον λόγο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας. Μέσα από αυτή την διάσταση οι Έλληνες έβλεπαν την ενότητα και την τάξη που υπάρχει στην φύση.
Όλες αυτές οι προϋποθέσεις υπήρχαν στο αρχαίο ελληνικό “πνεύμα”, οπότε η επικοινωνία τους με τους ανατολικούς λαούς βοήθησε στο να το αναπτύξουν ακόμη περισσότερο με εκείνα που συνάντησαν.
Για παράδειγμα, ο Θαλής ο Μιλήσιος παρέλαβε την αστρονομία από την Αίγυπτο και την Βαβυλωνία με τα ταξίδια τα οποία είχε κάνει, αλλά την ανήγαγε σε φιλοσοφία. Το ίδιο και ο Πυθαγόρας. Επίσης οι Έλληνες παρέλαβαν την αριθμητική και την γεωμετρία από την Αίγυπτο και την έκαναν φιλοσοφία. Ακόμη οι ορφικοί και οι πυθαγόρειοι παρέλαβαν στοιχεία απο τους ανατολικούς λαούς, αλλά προχώρησαν περισσότερο τις γνώσεις αυτές. Οι ανατολικοί λαοί ανέπτυξαν διάφορα μυθολογικά συστήματα και συγκέντρωσαν ένα μεγάλο υλικό που εξυπηρετούσε “ωφελιμιστικούς καθαρά σκοπούς”, ενώ οι Έλληνες τα ανήγαγαν σε άλλη σφαίρα, τα έκαναν φιλοσοφία. Το κίνητρό τους “δέν έχει σχέση με τα πρακτικά προβλήματα των ανατολικών λαών, αλλά είναι αναζήτηση της αλήθειας μέσω της ευρύτερης θεώρησης του κόσμου”.
Βέβαια, ο G. James ανέπτυξε την θεωρία περί “κλεμμένης κληρονομιάς”, δηλαδή πρόκειται για την λεγόμενη “αφροκεντρική θεωρία”, αλλά αυτή δεν έγινε αποδεκτή από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα για τα αυθαίρετα συμπεράσματά της και διότι αγνόησε το γεγονός ότι οι αρχαίοι Έλληνες προσέλαβαν μερικά στοιχεία από ξένους πολιτισμούς, αλλά τα επεξεργάσθηκαν ακόμη περισσότερο και το πρακτικό - ωφελιμιστικό επίπεδο το ανέβασαν στο οντολογικό, φιλοσοφικό, θεολογικό επίπεδο. “Η ουσία είναι –καί αυτό επιμένουν να μη κατανοούν οι αφροκεντριστές– ότι οι Έλληνες μετέτρεψαν τις πρακτικές γεωμετρικές, αριθμητικές, αστρονομικές γνώσεις των γειτονικών μεγάλων πολιτισμών σε γενικευμένα, συνεκτικά, φιλοσοφικά συστήματα”.
Οπότε, όταν παρατηρή κανείς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, θα διαπιστώση ότι διαρκώς γονιμοποιεί και γονιμοποιείται, προσλαμβάνει και προσλαμβάνεται, γεννιέται μια φάση και έπειτα πεθαίνει για να αναγεννηθή κάποια άλλη, έχει μια διαρκή κίνηση και πορεία, διακρίνεται από μια εντελέχεια, έχει μια δυναμική κίνηση προς την ολοκλήρωση. Ξεκινά από την μαγική θρησκεία, προχωρεί στον ανθρωποκεντρισμό, εξελίσσεται στον ορθολογισμό, φθάνει στον μυστικισμό, αναπτύσσεται στην μεταφυσική.
Παράλληλα η νέα φάση που δημιουργείται δεν καταργεί τελείως την προηγούμενη, οπότε υπάρχουν πολλές παράλληλες παραδόσεις. Ο ελληνικός πολιτισμός έχει μέσα του μια δυναμικότητα, μια ακατάβλητη ελευθερία, μια κίνηση προς την ολοκλήρωση. Όλο αυτό το ρεύμα κινείται μαζί, παράλληλα, ενοποιημένα, σε μερικά σημεία απομονωμένα και με όλες αυτές τις μορφές του συναντιέται με τον Χριστιανισμό.
Οι πρώτοι Αποστολικοί Πατέρες, οι Απολογητές και οι μεγάλοι Πατέρες του 4ου αιώνος συναντούν όλο αυτό το ρεύμα, το διηρημένο σε πολλά τμήματα, αλλά εσωτερικά ενοποιημένο με τον νόμο των αντιθέσεων του Ηρακλείτου, και είναι φυσικό να επηρεασθούν από αυτό. Δεν πρόκειται μόνον για την κοινή ελληνιστική γλώσσα, την οποία οι Πατέρες συνάντησαν στην εποχή τους και την χρησιμοποίησαν, αλλά όλο αυτό το οντολογικό υποσυνείδητο που υπάρχει στον Ελληνισμό. Το θέμα αυτό θα το δούμε στην επόμενη ενότητα.
Εκείνο το οποίο πρέπει να σημειωθή ως προς την ενότητα αυτή είναι ότι η ταυτότητα του ελληνισμού χαρακτηρίζεται από μια διαρκή εξέλιξη, γονιμοποίηση και ωρίμανση. Κανείς δεν μπορεί να εντάξη τον Ελληνισμό σε μια χρονική φάση της εξελίξεώς του και κανείς δεν μπορεί να απολυτοποιήση μια μόνο φάση σε αυτήν την εξέλιξη.
3. Η συνάντηση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό
Όπως είδαμε προηγουμένως, η τελευταία φάση της ελληνικής φιλοσοφίας, η οποία χαρακτηρίζεται Νεοπλατωνισμός, έχει επηρεασθή από τον Γνωστικισμό και μερικές απόψεις του Χριστιανισμού, κυρίως αιρετικών παραφυάδων.
Το γεγονός είναι ότι μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. υπήρξαν πολλές φάσεις της συναντήσεως του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό. Ο Χριστιανισμός γεννήθηκε σε Ιουδαϊκά περιβάλλοντα, αλλά όταν εξήλθε από τον χώρο της Παλαιστίνης αναγκαστικά συναντήθηκε με τον Ελληνισμό, με θετικές και αρνητικές συνέπειες. Κυρίως όμως τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν μεγάλα πνευματικά αναστήματα του Χριστιανισμού μελέτησαν την αρχαία ελληνική παιδεία, σπουδάζοντας την ελληνική φιλοσοφία και γενικότερα την ελληνική παράδοση, τότε γεννήθηκαν οι προϋποθέσεις μιας συναντήσεως μεταξύ των δύο αυτών πνευματικών μεγεθών, του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού.
Η συνάντηση αυτή Ελληνισμού και Χριστιανισμού χαρακτηρίσθηκε με δύο φράσεις. Την μία χρησιμοποίησε ο μεγάλος Προτεστάντης Θεολόγος και ιστορικός Χάρνακ, σύμφωνα με την οποία η συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού δημιούργησε “τον εξελληνισμό του Χριστιανισμού”, όπως ονόμαζε τον Γνωστικισμό. Την άλλη φράση χρησιμοποίησε ο μεγάλος Ρώσσος Θεολόγος του 20ου αιώνος, που δίδαξε στον Χάρβαρντ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σύμφωνα με την οποία η συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού δημιούργησε “τον εκχριστιανισμό του ελληνισμού”.
Ο “εξελληνισμός του Χριστιανισμού” συνίσταται στο ότι ο Χριστιανισμός εξελληνίστηκε, δηλαδή απέβαλε την αποκαλυπτική αλήθεια και πλησίασε περισσότερο προς την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Επίσης, ο “εκχριστιανισμός του Ελληνισμού” συνίσταται στο ότι ο Ελληνισμός εκχριστιανίσθηκε, δηλαδή ο Χριστιανισμός χρησιμοποίησε τον Ελληνισμό για να εκφράση την αλήθειά του.
Ενώ φαίνεται ότι ένα από τα δύο συνέβη, εν τούτοις όμως πραγματοποιήθηκαν και τα δύο αυτά ρεύματα. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας υπεστήριξε την άποψη ότι ο “εξελληνισμός του Χριστιανισμού” έγινε από τους φιλοσοφούντας θεολόγους, οι οποίοι κατέληξαν να θεωρούνται αιρετικοί της Εκκλησίας, όπως ο Γνωστικισμός, ο Δοκητισμός, ο Μοντανισμός και αργότερα άλλοι αιρετικοί, ενώ ο “εκχριστιανισμός του Ελληνισμού” έγινε από τους Πατέρας της Εκκλησίας, ιδίως τους Τρείς Ιεράρχες και τον άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης, όπως και τους μεταγενέστερους, ήτοι άγιο Μάξιμο Ομολογητή, άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά κλπ.
Το κρίσιμο θέμα το οποίο απησχόλησε τους πρώτους Πατέρας είναι το λεγόμενο κοσμολογικό, που καταλήγει στο θεολογικό. Το κοσμολογικό πρόβλημα είναι τί είναι ο κόσμος, ποιός τον δημιούργησε, που οφείλεται το κακό που υπάρχει στον κόσμο. Η εβραϊκή ερμηνεία για τον κόσμο έβλεπε πάντοτε πίσω από τον κόσμο τον Θεό. Η ελληνική - φιλοσοφική ερμηνεία για τον κόσμο θεωρούσε τον Θεό πάντοτε συνδεδεμένο με τον κόσμο. Ακόμη και ο Πλάτων που έκανε λόγο για τα αρχέτυπα των όντων, έλεγε ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από προϋπάρχουσα ύλη και έτσι δημιουργός σημαίνει διακοσμητής.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, έχοντας βιβλική - εβραϊκή σκέψη, έπρεπε να περάσουν την χριστιανική αποκάλυψη μέσα στην ελληνική νοοτροπία. Το θέμα κατ' εξοχήν ετέθη στο ερώτημα τί είναι ο Χριστός, που είναι το κέντρο της ιστορίας, και τί θα πη ότι ενηνθρώπησε ο Χριστός. Για τον Εβραίο δεν υπήρχε πρόβλημα, γιατί το ερμήνευε ως μια επέμβαση του Θεού μέσα στον κόσμο. Για τον Έλληνα όμως υπήρχε σοβαρό πρόβλημα, επειδή έπρεπε να αλλάξη όλη την νοοτροπία του. Δηλαδή, έπρεπε να αλλάξη την κοσμολογία του, που σημαίνει ότι έπρεπε να απαντά στο ερώτημα τί είναι ο Χριστός με κοσμολογικές κατηγορίες, χωρίς όμως να δεχθή την ελληνική νοοτροπία.
Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να αποβάλη την άποψη ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από προϋπάρχουσα ύλη και να δεχθή την διδασκαλία ότι ο κόσμος έγινε από το μηδέν. Επίσης έπρεπε να αποβάλη την άποψη περί της πτώσεως ως τιμωρίας και να δεχθή την διδασκαλία περί της πτώσεως ως ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου. Ακόμη έπρεπε να αποβάλη την άποψη ότι η ύλη είναι εκ φύσεως κακή και να δεχθή την δυνατότητα ενανθρωπήσεως του Λόγου και αναστάσεως του Χριστού, όπως επίσης και αναστάσεως και αφθαρσίας των σωμάτων των ανθρώπων. Έπρεπε δηλαδή να αποβάλη την άποψη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας περί φύσει θνητού σώματος και φύσει αθανάτου ψυχής.
Επίσης, άλλο θέμα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι πρώτοι Πατέρες ήταν το θέμα ποιά είναι η μέθοδος ερμηνείας του κόσμου και του ανθρώπου. Γι' αυτό, το κρίσιμο σημείο που δείχνει την διαφορά μεταξύ των φιλοσοφούντων θεολόγων και των ορθοδόξων Πατέρων είναι η σχέση μεταξύ του νου και της λογικής σε σχέση με την γνώση του Θεού. Οι φιλοσοφούντες θεολόγοι υπερύψωσαν την ανθρώπινη λογική, την έθεσαν ως κέντρο ερεύνης ακόμη και του Θεού, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στον νου και την καρδιά, προκειμένου να αποκτήσουν γνώση εμπειρική του Θεού.
Αυτό το βλέπουμε στους Τρεις Ιεράρχες, που έκαναν λόγο για την νοερά ησυχία, την καρδιακή καθαρότητα προκειμένου να αποκτήση κανείς την γνώση του Θεού. Και όταν αποκτήση κανείς την γνώση του Θεού στην συνέχεια, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο την λογική, διατυπώνει την εμπειρία του.
Σε αυτό το σημείο φαίνεται η διαφορά των Τριών Ιεραρχών από τους φιλοσοφούντας θεολόγους της εποχής τους, οι οποίοι απέκλιναν από την ορθόδοξη αλήθεια. Ενώ οι φιλοσοφούντες θεολόγοι είχαν μια ενιαία μεθοδολογία ερεύνης και γνώσεως του Θεού, οι Τρεις Ιεράρχες είχαν αναπτύξει την διπλή μεθοδολογία για την γνώση του κόσμου και του Θεού –αφού η λογική ερευνά τον κόσμο και ο νους αποκτά εμπειρίες του Θεού– με αποτέλεσμα να μη συγχέουν νου και λογική και να μη ταυτίζουν επιστήμη και θεολογία.
Όπως έχουμε εντοπίσει πιο πάνω, ο Ελληνισμός είναι ένα πολύ μεγάλο μέγεθος, που ξεκίνησε πολλούς αιώνας πριν από την έλευση του Χριστού, γονιμοποίησε όλα τα στοιχεία τα οποία βρήκε στην πορεία του, ακόμη και ανατολικές παραδόσεις, και συνεχώς αυξανόταν σε εμπειρία και γνώση. Όσες επιστημονικές και πρακτικές γνώσεις της εποχής εκείνης παρέλαβε από ανατολικούς λαούς, τις έκανε φιλοσοφία.
Μελετώντας τα ζητήματα αυτά προσεκτικά, διεπίστωσα ότι η θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, ιδίως των Τριών Ιεραρχών μπορεί να θεωρηθή μια δημιουργική εξέλιξη του ελληνισμού, μια έκφραση του εκχριστιανισμένου Ελληνισμού, αφού οι Τρεις Ιεράρχες προσέλαβαν όλα τα θετικά στοιχεία του Ελληνισμού, τα οποία συνάντησαν και τον ανέβασαν σε μεγάλο ύψος. Όπως ο Ελληνισμός γονιμοποίησε τα στοιχεία του παρελθόντος, έτσι και ο Χριστιανισμός γονιμοποίησε τα στοιχεία του Ελληνισμού που συνάντησε στην εποχή του. Για παράδειγμα, οι Τρεις Ιεράρχες αξιοποίησαν κατά τον καλύτερο τρόπο πολλές απόψεις της προσωκρατικής φιλοσοφίας (Ελεατικής Σχολής και Σχολής Ηρακλείτου) πολλές θεωρίες της κλασσικής φιλοσοφίας (Πλάτωνος - Αριστοτέλους), πολλές εκφράσεις της μυστικής φάσεως του Ελληνισμού (Πυθαγόρα - Ορφικών) κλπ., χωρίς βέβαια να αλλοιώσουν τον ορθόδοξη αποκαλυπτική αλήθεια.
Θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, δηλαδή την περίπτωση του Ηρακλείτου (βλ. Ηράκλειτος άπαντα, Τάσου Φάλκου - Αρβανιτάκη, εκδ. Ζήτρος, Κωνσταντίνου Βαμβακά: Οι θεμελιωτές της δυτικής σκέψης, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ιωάννου Θεοδωρακόπουλου: εις Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. Β΄, 432 κ. εξ., Γρηγορίου Κωσταρά: Φιλοσοφική προπαίδεια, Αθήναι 1991, Χαραλάμπους Θεοδωρίδου: Επίκουρος, η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, Κολλάρου) και πώς οι απόψεις του Ηρακλείτου πέρασαν δημιουργικά στην Ορθόδοξη παράδοση.
Είναι γνωστόν ότι ο Ηράκλειτος (535-475 π.Χ.) υπήρξε ένα φωτεινό πνεύμα κατά την πορεία της εξέλιξης της αρχαίας ελληνικής παράδοσης. Βεβαίως, δεν διασώζεται το πλήρες έργο του, μόνον διασώζονται 139 αποσπάσματα σε διαφόρους συγγραφείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι απόψεις του Ηρακλείτου έγιναν αντικείμενο προσοχής και ερεύνης από όλους τους αρχαίους κλασσικούς φιλοσόφους, όπως τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη κλπ., παλαιούς Χριστιανούς συγγραφείς, όπως τον Ιππόλυτο, τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα, και νέους φιλοσόφους, όπως τον Έγελο, τον Μπέρξον, τον Μαρξ, τον Γκαίτε, τον Νίτσε.
Τα διασωθέντα αποσπάσματά του ερμηνεύονται ποικιλοτρόπως, ακριβώς γιατί ο Ηράκλειτος χαρακτηρίστηκε “σκοτεινός φιλόσοφος”, δηλαδή είναι δύσκολος στην ερμηνεία, είναι αποφθεγματικός και ελλειπτικός και όπως έλεγε ο Διογένης ο Λαέρτιος “Δηλίου τινος δείται κολυμβητού” για την κατανόησή του.
Από τις απόψεις του Ηρακλείτου μπορούμε να σημειώσουμε τρεις βασικές του θέσεις.
Η μία αναφέρεται στην έννοια του λόγου, που είναι ο συμπαντικός νόμος που διέπει τα πάντα, βρίσκεται μέσα στα όντα, στο γίγνεσθαι, στο είναι του κόσμου, στην ψυχή του ανθρώπου. Ο λόγος είναι η αρχή από την οποία κατάγεται το γίγνεσθαι, και ο άνθρωπος πρέπει να ενωθή με τον λόγο. Για να μπορέση όμως να φθάση και να ενωθή με τον λόγο, πρέπει να ελευθερωθή από τις αισθήσεις του και τους φραγμούς της υποκειμενικότητάς του. Ο Ηράκλειτος κάνει λόγο για τον ξυνό (ξυν-νόω) κοινό λόγο, που σημαίνει την ταύτιση του κοινού λόγου με την κοινή φρόνηση. Ο λόγος αυτός είναι αιώνιος και οι άνθρωποι δεν μπορούν να τον εννοήσουν, ούτε πριν τον ακούσουν, αλλά και ούτε όταν τον ακούσουν. Όταν είναι σε εγρήγορση δεν γνωρίζουν τί κάνουν και όταν κοιμούνται λησμονούν τί πράττουν. Ενώ ο λόγος είναι κοινός, πολλοί άνθρωποι ζουν ωσάν να έχουν την δική τους αλήθεια. Ο Ηράκλειτος γράφει: “Διό δει έπεσθαι τω (ξυνώ, τουτέστι τω) κοινώ· ξυνός γαρ ο κοινός” (απόσπασμα 2).
Η δεύτερη βασική αλήθεια του Ηρακλείτου είναι τα περί του γίγνεσθαι, αφού υποστηρίζει την γνωστή άποψη ότι “τα πάντα ρει”. Το γίγνεσθαι κατά τον Ηράκλειτο δεν γνωρίζει ούτε αρχή ούτε τέλος, αλλά έχει παντού την αρχή του και το τέλος. Πρόκειται για μια αέναη σύγκρουση των αντιθέτων, γι' αυτό και ομιλούσε για το ότι “πόλεμος πατήρ πάντων”. Μέσα στο γίγνεσθαι υπάρχει ο λόγος, γι' αυτό κάθε αιών δεν μπορεί να βγη από τα μέτρα του. Έτσι, παρά το γίγνεσθαι, την αέναη κίνηση των όντων, υπάρχει μια εσωτερική ισορροπία.
Η τρίτη βασική αρχή είναι ότι ο Ηράκλειτος ταυτίζει τον λόγο με το πυρ, αφού το πυρ συμβολίζει τον αιώνιο λόγο. Ο Ηράκλειτος γράφει ότι όλος ο κόσμος δεν πλάσθηκε από κάποιον θεό ή άνθρωπο, “αλλ' ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα” (απόσπ. 30).
Επομένως κατά τον Ηράκλειτο υπάρχει μια σχέση μεταξύ του λόγου, του γίγνεσθαι και του πυρός. Συνέπεια αυτής της σχέσεως είναι ότι η αλήθεια συνδέεται με τον λόγο και όχι με την αίσθηση και γι' αυτό πρέπει ο άνθρωπος να μετέχη του λόγου. Μέσα σε αυτήν την προοπτική ο Ηράκλειτος εξασκεί μια κριτική της σύγχρονής του ειδωλολατρίας, αφού οι άνθρωποι ενώ ζητούσαν να εξαγνιστούν με καθαρμούς, εν τούτοις μιαίνονταν με άλλο αίμα από τις αιματηρές θυσίες και έτσι ομοίαζαν σαν κάποιον που μπήκε στην λάσπη και προσπαθεί μετά να ξεπλυθή με την λάσπη (απόσπ. 5). Επίσης μέσα σε αυτήν την προοπτική ελέγχει τους ανθρώπους εκείνους που ταυτίζουν την ευδαιμονία με τις σωματικές απολαύσεις, γιατί αν συνέβαινε η ευδαιμονία να βρίσκεται σε τέτοιες απολαύσεις, τότε τα πιο ευτυχισμένα όντα θα ήταν τα βόδια (απόσπ. 4).
Οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν ή απήντησαν και σε αυτές τις απόψεις του Ηρακλείτου, όπως το έκαναν και με τις απόψεις άλλων φιλοσόφων. Συγκεκριμένα:
Ο λόγος του Ηρακλείτου, που είναι ο συμπαντικός νόμος του κόσμου, υπενθυμίζει τον Λόγο – Χριστό, ο Οποίος όμως είναι πρόσωπο και δια του Οποίου δημιουργήθηκε ο κόσμος, αφού “τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν”.
Το γίγνεσθαι του Ηρακλείτου υπενθυμίζει την διδασκαλία των Πατέρων για την άκτιστη ενέργεια του Θεού σε όλη την κτίση, αφού κατά τον λόγο του Χριστού “ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι” (Ιω. ε΄, 17) και μέσα σε όλη την κτίση υπάρχουν “οι λόγοι των όντων”, δηλαδή οι άκτιστες ενέργειες του Θεού. Παρά το διαρκές γίγνεσθαι, υπάρχει ενότητα, αφού οι λόγοι των όντων δημιουργούν μια ισορροπία. Και γι' αυτό πατήρ των πάντων δεν είναι ο πόλεμος, αλλά ο Θεός της ειρήνης.
Το αείζωον πυρ του Ηρακλείτου υπενθυμίζει το πυρ της Πεντηκοστής, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, η οποία αποκαλύπτει τον Λόγο – Χριστό και ενεργεί τα χαρίσματα και βεβαίως συγκροτεί όλον τον θεσμόν της Εκκλησίας, που είναι το Σώμα του Χριστού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το χωρίο του Ηρακλείτου “αλλ' ήν αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον” χρησιμοποιήθηκε από τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο και την υμνογραφία της Εκκλησίας, για να δηλωθή το Άγιον Πνεύμα, το οποίο “ην μεν αεί, και έστι και έσται ούτε αρξάμενον ούτε παυσόμενον”.
Βεβαίως, υπάρχουν διαφορές μεταξύ της φιλοσοφίας του Ηρακλείτου και της αποκαλυπτικής αλήθειας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως εκφράσθηκε από τους Πατέρας της Εκκλησίας, αλλά στο παράδειγμα που αναφέραμε δείχνει πώς μερικές από τις βασικές διδασκαλίες του Ηρακλείτου πέρασαν δημιουργικά μέσα στην Χριστιανική αλήθεια ή για να ακριβολογήσω ακόμη περισσότερο φαίνεται πώς η χριστιανική αποκάλυψη διατυπώθηκε από τους Πατέρας της Εκκλησίας και ιδίως από τους Τρεις Ιεράρχες, μέσα από διδασκαλίες των αρχαίων φιλοσόφων ή και του Ηρακλείτου, όπως είδαμε προηγουμένως.


Πανηγυρική ομιλία στο Πανεπιστήμιο Πατρών
για την εορτή των Τριών Ιεραρχών


πηγή

Παναγια Ελεουσα Μαλακωντα (2000 - .....)


Θυμοῦμαι… μὲ παράπονο ἐσήκωσες τὸ χέρι
Εἰς τὸ κλεισμένο σπίτι της, εἰς τὰ παράθυρά της,
Καὶ μοὖπες: «−Τῆς χαρᾶς γιὰ μὲ 'βασίλεψε τἀστέρι·
Ἡ Παναγία ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά της.»

Προχθὲς σὲ εἶδα γελαστόν. −Ποῦ τρέχεις; «−Σὲ γυρεύω!»
Αἴ, τὴν αἰτία γιὰ νὰ ναὐρῶ δὲν σπάνω τὸ κεφάλι.
Ξέρω πῶς εἶσαι χριστιανὸς φανατικός, μαντεύω:
Ἡ Παναγία 'γύρισε 'ς τὴν ἐκκλησιά της πάλι.

Όπως είναι ήδη γνωστό σε
όλους σας ή Ίερά Μητρόπολις Χαλκίδος Ίστιαίας και Βορείων Σποράδων κατόπιν των
έπίμονων προσπάθειών σας λαμβάνοντας ύπόψιν της τήν μέγαλη έπιθυμία σας και
τηρώντας όλες τις νόμιμες διαδικασίες ίδρυσε μία καινούργια ένορία, τήν ένορία
της ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΛΕΟΥΣΗΣ ΕΡΕΤΡΙΑΣ στον Μαλακώντα.

Σε μια Έλλάδα πού δραματικά
άλλάζει έδώ και δεκαετίες.
Σε μια Έλλάδα πού έξορίζει
τον Χριστό, την ίστορική μνήμη, την έλληνική παιδεία άπό τά σχολεία της
άντικαθιστόντας όλα αύτά με την διαπολιτισμική έκπαίδευση.
Σε μια Έλλάδα πού κλέβει
την περηφάνεια και την άξιοπρέπεια άπό τους πολίτες της και κάνει έφιάλτες τά
όνειρα της νεολαίας της.
Σε μια Έλλάδα πού
κυριολεκτικά πεθαίνει κάθε μέρα στα νοσοκομεία, στις πλατείες με τά ναρκωτικά
και στα γκέτο των μεγαλουπόλεων
Σε μια Έλλάδα πού ‘ταίζει’
σκουπίδια τά παιδιά της 24 ώρες το 24ωρο μέσα άπό τις τηλεοράσεις και τά μέσα
μαζικής άποβλάκωσης……… σε μια τέτοια Έλλάδα την ίδρυση μιάς άκόμα ένορίας, της
ΕΝΟΡΊΑΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΊΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΟΥΣΑΣ ΣΤΟ ΜΑΛΑΚΏΝΤΑ θα πρέπει να την θεωρήσετε
ΕΥΛΟΓΙΑ και πολύ ΣΠΟΥΔΑΙΟ και σημαντικό ΓΕΓΟΝΟΣ, και τους έαυτούς σας
περήφανους πού το καταφέρατε.
Γιατί σε λίγο καιρό –αν όχι
ήδη άπό τώρα- ή καρδιά της Πατρίδας μας μόνο έκεί, στους ναούς μας και στα
προαύλια των έκκλησιών μας θα χτυπάει.
Ξέροντας ότι αύτά πού σας
λέω τά γνωρίζεται πολύ καλά και πολλοί άπό σας τά βιώνεται ήδη, θελω να
πιστεύω, και είμαι σίγουρος, ότι δεν θα σταματήσετε την προσπάθειά σας έδώ,
δηλαδή στην ίδρυση της ένορίας, άλλά θα κάνετε και το έπόμενο βήμα πού είναι Η
ΕΝΕΡΓΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΑΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ ( λειτουργική ζωή άλλά και σε όλα όσα
άπό κοινού θα άποφασίσουμε για το καλό όλων μας και ίδιαίτερα των παιδιών μας)!

Θεωρώ κάτι παραπάνω άπό
δεδομένο την παρουσία σας στην πρώτη λειτουργία πού θα κάνουμε μαζί την 1η
Αύγούστου στο καθολικό της ένορίας μας την Παναγία την Έλεούσα, άλλά και στις
άλλες λειτουργίες και στις παρακλήσεις του Δεκαπενταυγουστου πού θα γίνονται
έναλλάξ στην Παναγία και στον Άγιο Άνδρέα!


Με πατρική άγάπη
Άρχιμ. Θεαγένης Κόλλιας
Έφημέριος Παναγίας Έλεούσης Μαλακώντα

Μύτικας 1997-2000 (Στ' άρματα Στ' άρματα)






Μίστρος 2000-2010 (Παίδες έν καμίνω)




Ξημέρωνε τού Άγίου Φανουρίου όταν τά 5 παληκάρια μας, άναμμένες λαμπάδες, έγιναν όλοκαύτωμα προσπαθώντας νά προστατέψουν τό χωριό μας άπό τήν φωτιά.


Στόν τόπο πού έχασαν τήν ζωή τους κερδίζοντας τήν Άθανασία, χτίσαμε ένα έκκλησάκι πρός τιμήν τών "παίδων έν καμίνω", άλλά καί γιά τήν μνήμη τών παιδιών μας.


Κι όταν κάθε χρόνο τέτοια μέρα θά άνεβαίνουμε νά τό λειτουργούμε, μέ τά στάρια καί τίς φανουρόπιτες στά χέρια , δέν θά ζητάμε άπ' τόν Άγιο νά μάς φανερώνει πλούσιους γαμπρούς γιά τίς κόρες μας, θέσεις στό Δημόσιο γιά τά άγόρια μας, καί τούς τυχερούς άριθμούς άπό τά "λόττα" καί τά στοιχήματα, πού τόσο έπίμονα καί ξεδιάντροπα μας προτείνουν οί ταγοί μας μέσα άπό τίς τηλεοράσεις νά παίζουμε, γιά νά γίνει καλύτερη ή ζωή μας.


Μόνο θά τόν παρακαλούμε νά μας φανερώνει τόπους καί τρόπους γιά νά ύπερασπιζόμαστε ΠΑΤΡΙΔΑ και ΠΙΣΤΗ άλλά καί τήν άντίληψη ΝΑ ΝΟΙΑΖΕΣΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟ, γιατί έτσι έκαναν, καί έτσι θά ήθελαν νά κάνουμε καί έμεις, τά καμένα παιδιά μας.

Ό Χρήστος ό Καρλατήρας, ό Δημήτρης ό Λιάσκος , ό Νίκος ό Τσαμπάσης, ό Δημήτρης ό Γιαπλές, καί ό Γιάννης ό Τσώκος.


Είστε προσκεκλημένοι κι έσείς τήν Τετάρτη στίς 26 Αύγούστου τού 2009 στίς 5 τό άπόγευμα στους Άγιους Παίδες έν καμίνω στόν Όλυμπο τού Μίστρου πού θά λειτουργήσουμε γιά πρώτη φορά.
 

(Διο) Γιάννης ό σιδεράς






Διογένης ο Σινωπεύς(400-323πχχ), ΄Ο ΚΥΩΝ΄
Σπουδαίος συνεχιστής των διδασκαλιών του Αντισθένη υπήρξε ο Διογένης , ο οποίος συνέδεσε την ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του με την απόλυτη εγκράτεια αλλά και την απόλυτη περιφρόνηση στις καθιερωμένες αξίες τιμής και δόξας και στην προσήλωση σε ιδέες και δόγματα, που καθιστούν τον άνθρωπο δούλο. Αυτό, τον κατέστησε περίφημο για τα ανέκδοτά του και για την απάθειά του, απέναντι στις ηδονές. Παροιμιώδεις επίσης, έμειναν η απλότητα, η λιτότητα και το ελεγκτικό και συνάμα χλευαστικό πνεύμα του απέναντι στους άλλους. Για να ειρωνευτεί τον Πλάτωνα:
  • Πλάτωνος ὁρισαμένου, Ἄνθρωπός ἐστι ζῷον δίπουν ἄπτερον, καὶ εὐδοκιμοῦντος, τίλας ἀλεκτρυόνα εἰσήνεγκεν αὐτὸν εἰς τὴν σχολὴν καί φησιν, "οὗτός ἐστιν ὁ Πλάτωνος ἄνθρωπος."[όταν Ο Πλάτωνας όρισε ότι ΄ο άνθρωπος είναι ζώον δίποδο, άπτερο΄, χαρούμενος έφερε έναν ξεπουπουλιασμένο πετεινό στη σχολή και είπε ΄αυτός είναι ο άνθρωπος του Πλάτωνα΄]
  • καί ποτε Πλάτωνα εν δείπνω πολυτελή κατανοήσας ελάας αψάμενον, ΄τι΄φησίν,΄ο σοφός εις Σικελίαν πλεύσας των τραπεζών τούτων χάριν, νύν παρακειμένων, ουκ απολαύεις;΄ και ος ΄αλλά νη τους Θεούς΄φησί ΄Διογένη, κακεί τα πολλά προς ελάας και τα τοιαύτα εγινόμην΄, ο δε ΄τι ουν έδει πλειν εις Συρακούσας ή τότε η Αττική ουκ έφερεν ελάας;΄[Όταν κάποτε σ’ ένα πλούσιο δείπνο συνάντησε τον Πλάτωνα να τρώει ελιές, του είπε: ΄Πώς εσύ, που πήγες στη Σικελία γι’ αυτά τα πλούσια τραπέζια, τώρα που απλώνονται μπροστά σου δεν τ’ απολαμβάνειςκι εκείνος αποκρίθηκε: ΄Μα τους θεούς, Διογένη, κι εκεί τις περισσότερες φορές , έτρωγα μόνο ελιές ή κάτι παρόμοιο΄.Κι ο φιλόσοφος: ΄Ναι, ε; Κι έπρεπε να ταξιδέψεις ως τις Συρακούσες; Ή μήπως τότε η Αττική δεν έβγαζε ελιές;΄]
Ο Διογένης γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου και πέθανε στην Κόρινθο. Λέγεται ότι οι Σινωπείς τον εξόρισαν γιατί παραχάραξε το τοπικό νόμισμα. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι ακολούθησε στην εξορία τον πατέρα του Ικεσία, επόπτη του νομισματοκοπείου της Σινώπης, όταν αυτός κατηγορήθηκε σαν παραχαράκτης. Έτσι ο Διογένης, αφού περιπλανήθηκε μαζί του, κατέληξε στην Αθήνα και ακολούθησε τον Αντισθένη. Η παράδοση λέει ότι είχε μόνιμη κατοικία του ένα πιθάρι κοντά στο Μητρώο της Αγοράς και γύριζε στους δρόμους όλη μέρα με ένα φανάρι. Όταν τον ρωτούσαν τι το χρειάζεται το φανάρι την ημέρα, αυτός απαντούσε: ΄Άνθρωπο ζητώ΄. Η διδασκαλία του ήταν επαναστατική και ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε. Προσπάθησε με τα επιχειρήματα του, να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. Αυτό κατά την γνώμη του θα γινόταν δυνατό, μόνο αν ο άνθρωπος επέστρεφε στην φύση. Η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, την λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί να την εξασφαλίσει. Ο Πλάτωνας τον αποκαλούσε ΄τρελό Σωκράτη΄. Υπήρξε είρωνας καυστικότατος απέναντι στις ανθρώπινες αδυναμίες, κυρίως δε στη ματαιοδοξία και την υπεροψία. Τρεφόταν μόνο από προσφορές των θαυμαστών του.
Ο ίδιος, αυτοσαρκαζόμενος, έλεγε:΄ με φωνάζουν «σκύλο», γιατί σ’ αυτούς που μου δίνουν, κουνάω την ουρά μου, αυτούς που δε μου δίνουν, τους γαυγίζω και τους κακούς, τους δακγώνω!΄
Σ’ ένα ταξίδι του στην Αίγινα, ο Διογένης συνελήφθη από πειρατές και στάλθηκε στην Κρήτη για να πουληθεί ως δούλος. Ο πλούσιος Ξενιάδης, εντυπωσιασμένος από το πνεύμα του, τον αγόρασε, παίρνοντάς τον μαζί του στην Κόρινθο. Εκεί, του εμπιστεύτηκε το νοικοκυριό του και του ανέθεσε την ανατροφή των δύο γιων του. Ο Εύβουλος στην ΄πώληση του Διογένη΄ αναφέρει για τη διαπαιδαγώγησή τους, ότι επέτρεπε να ασκούνται στην ιππασία, την τοξοβολία, τη σφεντόνα, τον ακοντισμό και στην παλαίστρα τόσο, όσο χρειαζόταν για να είναι υγιείς. Τους μάθαινε να αυτοεξυπηρετούνται, να τρώνε λιτά, να πίνουν νερό, να μην είναι καλλωπισμένοι, να μη χαζεύουν στο δρόμο. Συχνά τους πήγαινε για κυνήγι. Τα παιδιά αυτά τον υπεραγαπούσαν και τον φρόντιζαν.
Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραθέτει μεγάλο κατάλογο από έργα που αποδίδονται στο Διογένη, από τα οποία σώζονται αρκετά, δυστυχώς όχι στην Ελληνική. Ο μαθητής του Κράτης ο Θηβαίος και αργότερα, ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς και ο Ιουλιανός ο Φιλόσοφος, οπαδοί των κυνικών διδασκαλιών, περιέσωσαν πολλά αποφθέγματά του.
Το άγαλμα του Διογένη, σήμερα στη Σινώπη
Ο Διογένης ψάχνει για "άνθρωπους" με το φανάρι!


ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΔΙΟΓΕΝΗ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Εν τῷ Κρανείῳ ἡλιουμένῳ αὐτῷ, Ἀλέξανδρος ἐπιστάς, φησίν, "αἴτησόν με ὃ θέλεις." καὶ ὅς, "ἀποσκότησόν μου," φησί.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν γνώστης της κυνικής φιλοσοφίας, γνώριζε για τον Διογένη, για το ύφος και το πνεύμα του. Όταν ήρθε στη Κόρινθο, ζήτησε να τον γνωρίσει και έστειλε ένα υπασπιστή του να τον βρει και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε: “Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει”. Ο Διογένης απάντησε “Εγώ δεν θέλω να τον δώ. Εάν θέλει αυτός, άς έρθει να με δει”. Και πράγματι, ο Αλέξανδρος πήγε να τον συναντήσει.
Τον πλησιάζει ο Αλέξανδρος και του λέει ΄Είμαι ο Βασιλιάς Αλέξανδρος΄. Ο Διογένης ατάραχος απαντά ΄Και γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων΄. Ο Αλέξανδρος απορεί και του λέγει ΄Δεν με φοβάσαι;΄ Ο Διογένης απαντάει ΄Και τί είσαι; Καλό ή κακό;΄. Ο Αλέξανδρος μένει σκεπτικός. Δεν μπορεί ένας βασιλεύς να πεί ότι είναι κακό, γιατί αν είναι καλό, ποιός να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ρωτάει: “Τί χάρη θές να σου κάνω;” Και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά “Αποσκότησόν μου”(βγάλε με από το σκοτάδι), που έχει αποδοθεί ως ‘ μη μου κρύβεις τον ήλιο ή μη μου παίρνεις αυτό που δεν μπορείς να μου δώσεις΄, εννοώντας όμως ΄βγάλε με από το σκοτάδι και δείξε μου την αλήθεια΄.Ο Αλέξανδρος τον θαύμασε και είπε το περίφημο: ΄Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης΄.
Ο Δίωνας Ο Χρυσόστομος, στο έργο του ΄Περί βασιλείας΄ (ΛΟΓΟΙ Α,Β,Γ,Δ), περιγράφει ότι σ’ αυτήν τη συνάντηση ο Διογένης έδωσε στο νεαρό φιλόδοξο και γεμάτο ορμή, Αλέξανδρο, να καταλάβει, ποιες αρετές πρέπει να έχει ως άνθρωπος, αλλά κυρίως ως βασιλιάς, πραγματικός άρχων. Χαρακτηριστικά του λέει: “Εάν κατακτήσεις όλη την Ευρώπη, όλη την Αφρική και την Ασία ακόμα, και δεν χαλιναγωγήσεις τα πάθη σου, δεν θα είσαι άξιος να κυβερνήσεις λαούς. Ακόμα και εάν περάσεις τις Στήλες του Ηρακλέους και διανύσεις όλο τον ωκεανό και κατακτήσεις αυτή την ήπειρο που είναι μεγαλυτέρα της Ασίας και δεν υποτάξεις το χειρότερο εχθρό σου, τον εαυτό σου, πάλι δεν θα μπορείς να ωφελήσεις το λαό και να είσαι καλός κυβερνήτης΄ .

Ιερά Μονή Ιβήρων 1996-1997


Κάποιο βράδυ, όταν πια στη μονή του Κλήμενος αρχίζουν να κατοικούν Ίβηρες μοναχοί, θαυμάσιο φαινόμενο βάζει σε απορία τους μοναχούς της περιοχής: πύρινος στύλος στέκεται πάνω στη θάλασσα και φθάνει μέχρι τον ουρανό. Το όραμα εξακολουθεί για μερικές μέρες και οι μοναχοί διακρίνουν στη βάση του στήλου μια εικόνα, που πλέει όρθια στα κύματα. Κάνουν δέηση στον Θεό, για να δοθεί ο ανεκτίμητος θυσαυρός και η Θεοτόκος εμφανίζεται στον ευλαβή αναχωρητή Γαβριήλ τον Ίβηρα και τον διατάζει να περπατήσει στα κύματα, να πάρει την εικόνα της και να τη δώσει στον ηγούμενο και τους αδελφούς της μονής. Ωστόσο, μετά την υποδοχή της και την τοποθέτησή της στο ναό, η εικόνα κατ΄ επανάληψη εξαφανιζόταν από αυτόν και βρισκόταν τοποθετημένη εσωτερικά πάνω από την πύλη της μονής. Η Παναγία πληροφόρησε σε όνειρο τον άγιο Γαβριήλ ότι αυτή είναι η θέση που διάλεξε μόνη της για να φυλάγει αυτή τους μοναχούς και όχι να φυλάγεται από αυτούς. Έτσι πήρε το όνομα Πορταϊτισσα και μέχρι σήμερα η παρουσία της στη μονή και στο Άγιον Όρος θεωρείται εγγύηση για την προστασία του Αγιορείτικου Μοναχισμού από τη Θεοτόκο. Αργότερα κτίστηκε παρεκκλήσι κοντά στο τείχος της μονής, όπου τοποθετήθηκε η εικόνα, ενώ έκλεισε η παλαιά και ανοίχθηκε άλλη μεγαλοπρεπέστερη είσοδος. Τα θαύματά της είναι άπειρα όπως και το πλήθος των προσκυνητών της, ιδιαίτερα τον Δεκαπεντάυγουστο και τη Δευτέρα της Διακαινησίμου, που λιτανεύεται και γίνεται η ανάμνηση της εύρεσης της με λειτουργία σε παρεκκλήσι της παραλίας, στο σημείο ακριβώς που την έβγαλε από την θάλασσα ο άγιος Γαβριήλ.










Κελί Άγίου Νικολάου Καρυές 1995-1996



Στην εκκλησιαστική παράδοση των Ελλήνων οι μοναχοί ήταν πρωτοπορία στο άθλημα της ελευθερίας, ριζοσπάστες στην άρνηση συμβάσεων και προσχημάτων, προσωπείων θωράκισης του εγώ. Φορούσαν το μαύρο ράσο, όπως οι χίπις τα κουρέλια στη δεκαετία του ’60, ανένταχτοι στις ταξικές διακρίσεις και στις υποκριτικές διαβαθμίσεις της κοινωνικής ιεραρχίας. Ρούχο του πένθους το ράσο δήλωνε την επιλογή συνειδητής αναμέτρησης με το αίνιγμα του θανάτου, την άρνηση ψευτοπαρηγόριας συμβιβασμού με οποιαδήποτε κτήση, εξουσιαστική απαίτηση, καύχηση για αρετές.
Ο μοναχισμός στην εκκλησιαστική παράδοση των Ελλήνων σάρκωνε τη βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει παρά μία και μόνη πραγματική ελευθερία: Να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από το εγώ του, από τις αναγκαιότητες (απρόσωπες ενστικτώδεις ορμές) της ατομικής του φύσης, την ύπουλη υποσυνείδητη ιδιοτέλεια. Και αυτή η απελευθέρωση να μην είναι αυτοσκοπός (εκζήτηση εγωτικής «τελειότητας»), αλλά μόνο προϋπόθεση για να αγαπήσει ο άνθρωπος άμετρα και απεριόριστα..............
 Γιατί τον άνθρωπο τον κάνει άρχοντα και καλλιτέχνη μόνο η ελευθερία από το εγώ, μόνο η ερωτική αυθυπέρβαση.


Λάμψακος 1994-1995






Άγία Έλεούσα 1992-1995




...δε νοείται χριστιανικά ο ευαγγελισμός του ανθρώπου και του κόσμου ως μηχανική μεταβίβαση μιας κωδικοποιημένης διδασκαλίας, αλλ’ ως κλήση για μετοχή σε μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, τη ζωή της Εκκλησίας, που δεν είναι παρά παραλαβή και μετάδοση Χριστού. 
Τούτο εκφράζεται συμβολικά, αλλά συνάμα και ρεαλιστικά, σ’ ένα κεντρικότατο γεγονός της εκκλησιαστικής ζωής, την χειροτονία του Πρεσβυτέρου. 

Μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων ο Επίσκοπος παραδίδει στον νεοχειροτονημένο τον καθαγιασμένο «Άγιον Άρτον» και του λέγει: «Λάβε την παρακαταθήκην ταύτην και φύλαξον αυτήν, έως της παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού, ότε παρ’ Αυτού μέλλεις απαιτείσθαι αυτήν». 

 Ευγλωττότερη έκφραση του γεγονότος της παραδόσεως δεν μπορεί να υπάρξει. 
Ο όλος Χριστός, ως πίστη – λατρεία -ζωή, πρέπει να μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο και από γενεά σε γενεά, για να σώζεται σε κάθε εποχή μέσα στην Εκκλησία ο κόσμος.

Οι τρεις δάσκαλοι, οι Τρεις Ιεράρχες

Ειλικρινά, όταν πλησιάζει η γιορτή των Τριών Ιεραρχών, η γιορτή της Παιδείας και των Γραμμάτων, αισθάνομαι άβολα, νιώθω ως εκπαιδευτικός, ακόμη και ντροπή. Χάσμα μέγα χωρίζει το πνεύμα των Πατέρων, μ’ αυτό που λέγεται σήμερα νεοελληνική Παιδεία.

Τους ονομάζουμε προστάτες μας, όμως τους τιμούμε τόσο, ώστε φροντίσαμε να τους εξοβελίσουμε από τα αναλυτικά προγράμματα. Ο μαθητής, για παράδειγμα του δημοτικού σχολείου, δεν συναντάει στα αναγνωστικά του ούτε ένα κείμενο των Τριών Ιεραρχών. Δεν αρωματίζει τα βιβλία ο λόγος ο ορθόδοξος, ο ελληνικός των Πατέρων, γιατί έτσι έκρινε η «προοδευτική» διανόηση. Ακόμη και στις σχολές, όπου παράγονται «με το κιλό» οι εκπαιδευτικοί, απουσιάζουν οι παιδευτικοί τους θησαυροί. Προς τι, λοιπόν, οι γιορτές και οι πανυγυρικοί;


Συναθροίζονται και ξανασυναθροίζονται οι ταγοί, για να λύσουν, να συμμορφώσουν τα της Παιδείας. Τόμοι ολόκληροι γράφονται με παχιές αναλύσεις και διαπιστώσεις, όμως…άλυτο το πρόβλημα. Νόσημα ανίατο, κακοφορμισμένο. Ουδείς τολμά να θέσει το δάκτυλο του επί «τον τύπον των ήλων».


Το πρόβλημα της ελληνικής Παιδείας είναι ότι δεν είναι…ελληνική. 400 και 500 χρόνια κάτω από το ζυγό των Τούρκων άντεξε το Γένος, γιατί αρδευόταν από τις ελληνοσώτειρες πηγές μιας Παιδείας, που ξεκινούσε από τους «γοναίγους της ανθρωπότης» τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τους άλλους σοφούς της αρχαιότητας και κατέληγε στους Πατέρες της Εκκλησίας.


Ο ακαδημαϊκός Σίμος Μενάρδος τονίζει: «Η ψυχή του Έθνους αγρυπνούσε. Φτωχοί παπάδες και δάσκαλοι, που ετρέφοντο με λίγο ψωμί, είχαν το σθένος εις το βάθος της ψυχής των, σθένος ποιητών. Καταλάβαιναν την ευθύνην που τους εβάρυνε να συνεχίσουν την ελληνικήν παράδοσιν διηγούντο εις τα Ελληνόπουλα ποια ήταν άλλοτε η πατρίδα τους και τους δίδασκαν δύο ονόματα: Ελλάς και ελευθερία» («Η παιδεία στη Τουρκοκρατία», σελ 181).


Το θαυμαστό αυτό κείμενο, που ανακάλυψα στο προαναφερθέν βιβλίο, αποκαλύπτει μεγαλειωδώς τα αίτια της σημερινής παρακμής. Κι αν υποστηρίζουν κάποιοι ότι οι συνθήκες οι τωρινές είναι διαφορετικές είναι γελασμένοι. Στην Τουρκοκρατία μπορεί να ήταν αλυσοδεμένα τα σώματα, όμως η ψυχή του δούλου Γένους ανέπνεε ελευθέρα. Σήμερα βιώνουμε την χειρότερη αιχμαλωσία, την πνευματική. «…αυτή είναι η ζωή για τους σημερινούς ανθρώπους. Παγερή αδιαφορία, ύπνος ψυχικός, οκνηρία, φόβος, κρυφή απελπισία, και πολλή φασαρία για να σκεπαστεί η αμηχανία. Κι η φασαρία είναι ανοησίες, κουτσομπολιό, σκάνδαλα, εγκλήματα, κάθε μικρολογία που την παίρνουμε στα σοβαρά, ενώ κανένα σοβαρό πράγμα δεν βρίσκει θέση μέσα στα ζαλισμένα μυαλά τους και στις αποσυντεθειμένες ψυχές τους». Είναι λόγια του Φώτη Κόντογλου, δασκάλου του Γένους μας, από το βιβλίο του «Μυστικά Άνθη»


Έγραψα παραπάνω πως το κείμενο του ακαδημαϊκου Σ. Μενάρδου φωτίζει το…αφεγγές πρόβλημα της Παιδείας μας. Το ότι δεν συνεχίζουμε την παράδοσή μας υπεύθυνοι είναι οι εκπαιδευτικοί. Το επίσημο κράτος είναι ανάξιο, θέλει το δάσκαλο κακομοίρη πενταροκυνηγό και τους μαθητές, ημιμαθή νευρόσπαστα, που θα παρακαλούν τους κλεφτοκατσικάδες, με ένα άχρηστο πτυχίο στο χέρι, για μια «θέση» απασχόλησης. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει για το δάσκαλο: «Ο δάσκαλος δεν πρέπει ούτε απειρία να επικαλεσθεί, ούτε να προφασισθεί άγνοια, ούτε να προβάλει ως δικαιολογία την ανάγκη και την φτώχεια…Γι αυτό κάθισε στο διδασκαλικό θρόνο, για να σαλπίσει στους άλλους την αλήθεια, για να οδηγεί (τους μαθητές) στο δρόμο της αρετής και να προμηνύει τις μελλοντικές δυσκολίες». (Β.Χαρώνη «Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Αγ. Ιω. Χρυσοστόμου», τομ. Β’ σελ 247). Πάσχει σήμερα η Παιδεία, γιατί ούτε η ευθύνη μας βαραίνει ούτε σαλπίζουμε την αλήθεια. Μονάχη έγνοια μας τα επιδόματα, η αναρρίχηση στα αξιώματα, το ύψος των αποδοχών μας. Μέγιστο παιδαγωγικό αξίωμα των Τριών Ιεραρχών είναι το παράδειγμα: «Ή μη δίδασκε ή δίδασκε δια του παραδείγματος», αναφωνεί επιγραμματικότατα ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.


Στα χρόνια της σκλαβιάς «το σχολείο μπορούσε με τον επιβλητικό εκείνο, άγιο άνθρωπο, τον σεβαστό γέροντα δάσκαλο, που χωρίς ίσως ιδέα από παιδαγωγική, έτσι σαν με άμεση μετάγγιση, ψυχή με ψυχή, έδινε το παιδί τον θησαυρό της δικής του ανώτερης προσωπικότητας. Και ξεσκόλιζε το παιδί, αγνώριστο κυριολεκτικά, άνθρωπος στ’ αλήθεια, που ήταν η ελπίδα, το κομάρι του Γένους, ο φόβος και η ανησυχία του κατακτητή…Κυβερνούσε αργότερα τη φαμίλια του, μα και το χωριό του, όπου η χρεία (=ανάγκη) το καλούσε. Πήγαινε και έβγαινε ασπροπρόσωπος σε αρχές, σε προξένους, σε δυνατούς»


Αυτό λείπει σήμερα, η ψυχή με ψυχή μετάγγιση του θησαυρού, που ονομάζεται ελληνορθόδοξη παράδοση. Μπαίνουν σήμερα στην εκπαίδευση άνθρωποι ανυποψίαστοι για το βαρύ έργο που επωμίζονται. «Γι αυτό οι πολιτείες μας είναι διεφθαρμένες, γιατί οι δάσκαλοι της νεότητας είναι κακοί. Γι αυτό εκείνοι που πρόκειται να γίνουν δάσκαλοι, πρέπει προηγουμένως να έχουν αυτοί καταρτισθεί και έπειτα να αποστέλλονται σ’αυτό το έργο». Τα λόγια του Αγίου Ιωάννη μας ελέγχουν όλους όσοι «διδάσκουμε την νεότητα». Και χωρίς να ταπεινολογώ, δεν εξαιρώ τον εαυτό μου και, όπως έλεγε ο στρατηγός Μακρυγιάννης, «ας με συγχωρέσουνε εκείνοι όπου τους λέγω τα κουσούρια τους. Έχουν το δικαίωμα να ειπούνε κι αυτείνοι τα δικά μου, ό,τι έκαμα. Κι όταν λέγωνται τα λάθη μας, τότε κάνουν λιγότερα οι μεταγενέστεροι και γινόμαστε κι εμείς έθνος».


Και ας κλείσουμε με ένα κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου, που μας υπενθυμίζει το λησμονημένο χρέος μας προς τον Ποιητή των όλων.


«Είτε γαρ εσθίετε, φησίν, είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα είς δόξαν Θεού ποιείτε». Καθεζόμενος επί τραπέζης, προσεύχου προσφερόμενος τον άρτον, τω δεδωκότι την χάριν αποπλήρου οίνω το ασθενές σώματος υπερείδων, μέμνησο του παρεχόμενου σοι το δώρον εις ευφροσύνην καρδίας και παραμυθίαν αρρωστημάτων. Παρήλθεν η χρεία των βρωμάτων. Η μέντοι μνήμη του ευεργέτου μη παρερχέσθω. Τον χιτώνα ενδυόμενος, ευχαρίστει τω δεδωκότι το ιμάτιον περιβαλλόμενος, αύξησον την είς Θεόν αγάπην, ος και χειμώνι και θέρει επιτήδεια ημίν σκεπάσματα εχαρίστατο, την τε ζωήν ημών συντηρούντα και το άσχημον περιστέλλοντα. Επληρώθη η ημέρα; Ευχαρίστει τω τον ήλιον μεν είς υπηρεσίαν των ημερινών έργων χαρισαμένω ημίν, πυρ δε παρασχομένω του φωτίζειν την νύκτα και ταις λοιπαίς χρείαις ται κατά τον βίον υπηρετείν».


«Είτε τρώτε, λέγει ο Απ.Παύλος, είτε πίνετε, είτε κάνετε οτιδήποτε άλλο, όλα να τα κάνετε για τη δόξα του Θεού». Λοιπόν, όταν κάθεσαι στο τραπέζι, να προσεύχεσαι όταν τρως το ψωμί, να ευχαριστείς εκείνον που στο έχει δώσει, όταν πίνεις το κρασί και τονώνεις με αυτό την ασθενική φύση του σώματος σου, να θυμάσαι εκείνον που σου παρέχει το δώρο αυτό, για να σου δημιουργεί ψυχική αγαλλίαση και να σε ανακουφίζει, όταν είσαι άρρωστος. Περνά η ανάγκη των τροφών; Ας μην περνά όμως η θύμηση του ευεργέτη. Όταν φορείς το πουκάμισο, να εκφράζεις ευχαριστία σ’ εκείνον που στο έχει δώσει όταν φορείς το πανωφόρι, να αγαπήσεις περισσότερο τον Θεό, ο οποίος και για το χειμώνα και για το καλοκαίρι μας χάρισε τα κατάλληλα ενδύματα, τα οποία προστατεύουν τη ζωή μας και κρύβουν την ασχήμια μας. Τελειώνει η ημέρα; Να ευχαριστείς αυτόν που μας χάρισε τον ήλιο, για να κάνουμε τις εργασίες της ημέρας, και μας έδωσε τη φωτιά, για να μας φωτίζει τη νύχτα και για να εξυπηρετεί τις υπόλοιπες ανάγκες της ζωής». (ΕΠ 31,244).