Ανδρέας Σταλίδης
Αυτά λίγο-πολύ συνιστούν την τοπική ελληνική πτυχή της κρίσης.
Και το ερώτημα είναι το εξής: θα αποφεύγονταν όλα αυτά εάν είχαμε διαμορφώσει μία συνεπέστερη μορφή έθνους-κράτους, «εφάμιλλη των ευρωπαϊκών» βασισμένη σε μία αντίστοιχη ελληνική αστική τάξη. Αυτήν την οποία απωλέσαμε ή έστω μία οποιαδήποτε άλλη ιδεατά φτιαγμένη; Είναι αυτός ο λόγος που καταρρέει η Ελλάδα;
Προσωπικά έχω επιφυφλάξεις. Το ένα τεκμήριο είναι, όπως ήδη επισήμανα, ότι η κρίση είναι μερικώς τοπική και μερικώς συστημική. Το μοντέλο αυτό δεν είναι ελληνικό. Εμείς μόνο το αντιγράψαμε. Όπως και άλλοι. Επίσης, με την εξαίρεση ίσως της Γερμανίας (και 1-2 πολύ μικρών κρατών, όπως πχ του Λουξεμβούργου), όλα τα κράτη της ΕΕ νοσούν από την ίδια ασθένεια των πολλαπλών ελλειματικών προϋπολογισμών. Πολλές δε από αυτές έχουν κοινά προβλήματα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ισπανία, το Βέλγιο. Μέχρι και η Γαλλία. Επίσης, το μοντέλο αυτό δεν είναι καν ευρωπαϊκό. Προεξάρχων θιασώτης του είναι οι ΗΠΑ.
Δεν εστιάζω λοιπόν το ελληνικό πρόβλημα τόσο στην αδυναμία μίας αστικής τάξης αντάξια των δυτικών κοινωνιών, αλλά στον μεταπρατικό χαρακτήρα του ελλαδικού κράτους. Από την ίδρυσή του το ελληνικό κράτος αποσκοπούσε σαφώς στην αντιγραφή θεσμών, ιδεών και μεθόδων από τα δυτικά κράτη. Άκριτη αντιγραφή. Χωρίς την προϋπόθεση της ζωντανής αφομοίωσης, δηλαδή την επεξεργασία και τον στοχασμό των ιδιαιτεροτήτων της κοινωνίας.
Με αφορμή το άρθρο του Βλάση Αγτζίδη «Ποια Ελλάδα καταρρέει» έκανα ορισμένες σκέψεις. Δεν μπορεί μεν να διαφωνίσει κανείς με τον κύριο όγκο της ιστορικής αποτίμησης του κειμένου, δηλαδή την απώλεια της αστικής τάξης Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου στο Ελλαδικό κράτος, ως τέτοια. Έχω όμως μία επιφύλαξη και μία επισήμανση αποσαφήνισης της κατάρρευσης.
Θα αρχίσω από τη δεύτερη και σταδιακά θα προχωρήσω στην πρώτη.
Το πλαίσιο ή η αφορμή του κειμένου είναι η κατάρρευση της Ελλάδας κατά την παρούσα κρίση. Αξίζει να ξεχωρίσουμε τον συστημικό (γενικό) από τον τοπικό (Ελλαδικό) χαρακτήρα της κατάρρευσης. Ειδάλλως θα έχουμε παρεξηγήσεις και εμπέδωση της στρεβλής εικόνας, την οποία φαίνεται, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, να υιοθετεί ένα μεγάλο μέρος του Δυτικοευρωπαϊκού τύπου και πολιτικού συστήματος. Η επισήμανσή μου είναι ότι η κρίση είναι πολύ περισσότερο συστημική από τοπική. Είναι μάλλον πολιτικοί λόγοι πίσω από την ελλειπή προβολή του συστημικού χαρακτήρα της κρίσης.
Πιο συγκεκριμένα, εκτιμώ ότι ένα υποτιμημένο αίτιο της κρίσης έγκειται σε εκείνο το οικονομικό μοντέλο όπου ένα κράτος λειτουργεί με πολλαπλά ελλείματα επί συναπτά έτη. Τα ελλείματα καλύπτονται με επαναλαμβανόμενο ετήσιο δανεισμό από τις αγορές. Εφόσον το μοντέλο αυτό υιοθετείται, είτε έχει κανείς λόγο χρέους προς ΑΕΠ 120%, είτε έχει 80%, είτε 50%, κάποια στιγμή η συνεχής άνοδος του λόγου θα δημιουργήσει πρόβλημα περαιτέρω δανεισμού. Ομολογουμένως, η παραπάνω εικόνα είναι απλουστευτική, διότι άφησε αδιάφορη την ικανότητα διαχείρισης του χρέους, καθώς και τον ρυθμό αύξησής του.
Ξεκαθαρίζοντας μία ακόμα στρέβλωση, θα πω ότι ακόμα και ο ίδιος λόγος χρέους δεν συνιστά απαραίτητα ακριβώς ίδια περίπτωση. Είναι εντελώς διαφορετικό το ρίσκο και η δυναμική για έναν δανειστή να δώσει δάνειο 20 μονάδων νομίσματος σε κάποιον ο οποίος εισπράττει τον χρόνο 100 από μίσθωση ακινήτου σε σύγκριση με άλλον ο οποίος εισπράττει 100 από επιχειρηματική δραστηριότητα παραγωγής προϊόντων.
Θα αρχίσω από τη δεύτερη και σταδιακά θα προχωρήσω στην πρώτη.
Το πλαίσιο ή η αφορμή του κειμένου είναι η κατάρρευση της Ελλάδας κατά την παρούσα κρίση. Αξίζει να ξεχωρίσουμε τον συστημικό (γενικό) από τον τοπικό (Ελλαδικό) χαρακτήρα της κατάρρευσης. Ειδάλλως θα έχουμε παρεξηγήσεις και εμπέδωση της στρεβλής εικόνας, την οποία φαίνεται, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, να υιοθετεί ένα μεγάλο μέρος του Δυτικοευρωπαϊκού τύπου και πολιτικού συστήματος. Η επισήμανσή μου είναι ότι η κρίση είναι πολύ περισσότερο συστημική από τοπική. Είναι μάλλον πολιτικοί λόγοι πίσω από την ελλειπή προβολή του συστημικού χαρακτήρα της κρίσης.
Πιο συγκεκριμένα, εκτιμώ ότι ένα υποτιμημένο αίτιο της κρίσης έγκειται σε εκείνο το οικονομικό μοντέλο όπου ένα κράτος λειτουργεί με πολλαπλά ελλείματα επί συναπτά έτη. Τα ελλείματα καλύπτονται με επαναλαμβανόμενο ετήσιο δανεισμό από τις αγορές. Εφόσον το μοντέλο αυτό υιοθετείται, είτε έχει κανείς λόγο χρέους προς ΑΕΠ 120%, είτε έχει 80%, είτε 50%, κάποια στιγμή η συνεχής άνοδος του λόγου θα δημιουργήσει πρόβλημα περαιτέρω δανεισμού. Ομολογουμένως, η παραπάνω εικόνα είναι απλουστευτική, διότι άφησε αδιάφορη την ικανότητα διαχείρισης του χρέους, καθώς και τον ρυθμό αύξησής του.
Ξεκαθαρίζοντας μία ακόμα στρέβλωση, θα πω ότι ακόμα και ο ίδιος λόγος χρέους δεν συνιστά απαραίτητα ακριβώς ίδια περίπτωση. Είναι εντελώς διαφορετικό το ρίσκο και η δυναμική για έναν δανειστή να δώσει δάνειο 20 μονάδων νομίσματος σε κάποιον ο οποίος εισπράττει τον χρόνο 100 από μίσθωση ακινήτου σε σύγκριση με άλλον ο οποίος εισπράττει 100 από επιχειρηματική δραστηριότητα παραγωγής προϊόντων.
Φτάσουμε έτσι και στις καθαρά ελληνικές πτυχές της κρίσης. Υιοθετήσαμε μεν το μοντέλο, όμως η περίπτωσή μας είχε και ιδιάζοντα στοιχεία που μας έκαναν τελικά τον πιο αδύναμο κρίκο.
Ιδού τι κάναμε ως χώρα τις τελευταίες δεκαετίες: εξαφανίσαμε την παραγωγή μας (πηγαίνετε με χρονομηχανή σε μία λαϊκή αγορά το 1980 και σήμερα και συγκρίνετε την προέλευση αγροτικών προϊόντων), μετασχηματίσαμε τον ιδιωτικό τομέα σε κρατικοδίαιτο, ενοχοποιήσαμε το επιχειρηματικό κέρδος, εισαγάγαμε τη φαυλότητα σε όλην την κοινωνία (βλέπε ομολογία Πάγκαλου ότι τις εκλογές του 1985 τις κέρδισε το ΠΑΣΟΚ λόγω ενός «πρωτοφανούς οργίου διορισμών και παροχών» - βίντεο στο youtube), αναγάγαμε την διαπλοκή του ενός και ενιαίου πολιτικοδημοσιογραφικού συστήματος σε επιστήμη και σε προπαγανδιστικό μηχανισμό, μαγειρέψαμε τα στατιστικά ώστε να ικανοποιήσουμε τους όρους εισόδους στην ΟΝΕ, καταχραστήκαμε τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού του ευρώ και συνεχίσαμε τη διόγκωση των κρατικών εξόδων την περίοδο εντός ευρώ 2001-2009. Ταυτόχρονα, θρέψαμε ένα τεράστιο παρακράτος μιζών με σωρεία σκανδάλων. Μπορεί τα μαύρα χρήματα από τα ταμεία της Ζήμενς την περίοδο 1998-2006 να έφταναν στο ύψος των 100 εκατομυρίων ευρώ σύμφωνα με τη Γερμανική δικογραφία (από τα οποία ανιχνεύσαμε τελικά μόνο το 1.2 εκ., και οι δύο επιβεβαιωμένοι παραλήπτες κυκλοφορούν σήμερα ελεύθεροι με πρόστιμα 5000 ευρώ λόγω «ελλειπούς πόθεν έσχες» 7-8 χρόνια αργότερα!), όμως το κόστος στο ελληνικό δημόσιο όλων αυτών των έργων ήταν πολλαπλάσιο λόγω κακών αναθέσεων, ελλατωματικών προϊόντων, καθυστερημένων παραδόσεων κλπ.
Αυτά λίγο-πολύ συνιστούν την τοπική ελληνική πτυχή της κρίσης.
Και το ερώτημα είναι το εξής: θα αποφεύγονταν όλα αυτά εάν είχαμε διαμορφώσει μία συνεπέστερη μορφή έθνους-κράτους, «εφάμιλλη των ευρωπαϊκών» βασισμένη σε μία αντίστοιχη ελληνική αστική τάξη. Αυτήν την οποία απωλέσαμε ή έστω μία οποιαδήποτε άλλη ιδεατά φτιαγμένη; Είναι αυτός ο λόγος που καταρρέει η Ελλάδα;
Προσωπικά έχω επιφυφλάξεις. Το ένα τεκμήριο είναι, όπως ήδη επισήμανα, ότι η κρίση είναι μερικώς τοπική και μερικώς συστημική. Το μοντέλο αυτό δεν είναι ελληνικό. Εμείς μόνο το αντιγράψαμε. Όπως και άλλοι. Επίσης, με την εξαίρεση ίσως της Γερμανίας (και 1-2 πολύ μικρών κρατών, όπως πχ του Λουξεμβούργου), όλα τα κράτη της ΕΕ νοσούν από την ίδια ασθένεια των πολλαπλών ελλειματικών προϋπολογισμών. Πολλές δε από αυτές έχουν κοινά προβλήματα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ισπανία, το Βέλγιο. Μέχρι και η Γαλλία. Επίσης, το μοντέλο αυτό δεν είναι καν ευρωπαϊκό. Προεξάρχων θιασώτης του είναι οι ΗΠΑ.
Δεν εστιάζω λοιπόν το ελληνικό πρόβλημα τόσο στην αδυναμία μίας αστικής τάξης αντάξια των δυτικών κοινωνιών, αλλά στον μεταπρατικό χαρακτήρα του ελλαδικού κράτους. Από την ίδρυσή του το ελληνικό κράτος αποσκοπούσε σαφώς στην αντιγραφή θεσμών, ιδεών και μεθόδων από τα δυτικά κράτη. Άκριτη αντιγραφή. Χωρίς την προϋπόθεση της ζωντανής αφομοίωσης, δηλαδή την επεξεργασία και τον στοχασμό των ιδιαιτεροτήτων της κοινωνίας.
Η γνώμη μου είναι λοιπόν ότι αυτή είναι η Ελλάδα που καταρρέει: η μεταπρατική Ελλάδα.
Ποια Ελλάδα καταρρέει;
Toυ Βλάση Αγτζίδη*
Λίγα μόλις χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οπότε οι Ελληνες –τουλάχιστον οι ελίτ αυτής της χώρας– έζησαν με πάθος το παραμύθι της Σταχτοπούτας, η σκληρή πραγματικότητα έστρεψε τη δημόσια συζήτηση στην ακριβώς αντίθετη φορά. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, παράλληλα με την κρίση του ενιαίου νομίσματος, οδήγησε την ελλαδική κοινωνία σε μια πρωτοφανή κρίση και δυσανεξία. Εφερε παράλληλα στην επιφάνεια όλες τις δομικές δυσπλασίες του νεοελληνικού κρατικού εγχειρήματος. Ετσι η Ελλάδα αναδείχθηκε σε ιδιαίτερο και μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη, καταλύτη μεγάλων αρνητικών αλλαγών.
Ποιες όμως είναι εκείνες οι παράμετροι που οδήγησαν την Ελλάδα σε μια τόσο δυσμενή θέση; Είναι μόνο η μεταπολιτευτική διαχείριση που μετέτρεψε το κράτος σε θεραπαινίδα των κομματικών μηχανισμών; Μήπως υπάρχουν βαθύτερες αιτίες, που ανάγονται στον τρόπο που συγκροτήθηκε η Ελλάδα ως έθνος–κράτος και απλώς επιδεινώθηκαν από την πρόσφατη διαχείριση;
Η ελληνική παλιγγενεσία, η δεύτερη μεγάλη αντιαπολυταρχική ευρωπαϊκή επανάσταση μετα τη Γαλλική, οδήγησε στη δημιουργία του νεαρού ελληνικού κράτους το 1830. Ομως, τα γεωγραφικά όρια του νεαρού εθνικού κράτους απείχαν πολύ από τα όνειρα των προοδευτικών διαφωτιστών που ονειρεύτηκαν και σχεδίασαν την Επανάσταση.
Το έθνος–κράτος ήταν μια νέα πολιτειακή μορφή που εμφανίστηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση και εξέφραζε την άνοδο των αστικών στρωμάτων στην εξουσία, ενάντια στους παλιούς φεουδάρχες και αριστοκράτες. Στην ελληνική, όμως, περίπτωση, το έθνος–κράτος δημιουργήθηκε σε μια περιοχή απ’ όπου απουσίαζαν πλήρως τα αστικά στρώματα. Δηλαδή, οι κοινωνικές εκείνες δυνάμεις που αντιστοιχούσαν στη νέα πολιτειακή μορφή. Τα εδάφη που αποτέλεσαν το έδαφος του ελεύθερου κράτους βρίσκονταν στην καθυστερημένη περιφέρεια της αυτοκρατορίας από την οποία αποσχίστηκαν. Τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου ζούσε και αναπτυσσόταν δημιουργικά ο ελληνισμός, βρέθηκαν εκτός των συνόρων.
Εντός των συνόρων, οι παραγωγικές δυνάμεις ήταν ελάχιστα ανεπτυγμένες, όπως και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία ενός έθνους–κράτους. Βασικό χαρακτηριστικό στην εξέλιξη της ελλαδικής κοινωνίας θα είναι η απουσία σημαντικών αστικών στρωμάτων. Ετσι το κράτος θα συγκροτηθεί στη βάση προαστικών, πατριαρχικών σχέσεων. Οι πραγματικές δομικές αδυναμίες θα οδηγήσουν σε μια ιδεολογική «υπερ–αναπλήρωση» βασισμένη στην αρχαιοελληνική ανάκληση, στην αναβίωση ενός νεκρού παρελθόντος ως αντιστάθμισμα στην υπαρκτή πολιτισμική ταυτότητα των εξωελλαδικών ελληνικών κέντρων. Παράλληλα, θα εδραιωθεί μέσω της αυτοαναγνώρισης η ιδεολογία της «μητρόπολης» ως συναίσθημα υπεροχής.
Ειδικά μετά την καθιέρωση του Συντάγματος του 1844, τα ισχυρά από την προεπαναστατική εποχή τοπικά συμφέροντα των προεστών και των φεουδαρχών θα καταλάβουν πλήρως και ολοκληρωτικά την εξουσία στο βασίλειο, θα επηρεάσουν αποφασιστικά τη μοναρχία, θα εδραιώσουν έναν πελατειακό κοινοβουλευτισμό και θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός παλαιοελλαδικού τοπικισμού, που στις κρίσιμες εποχές της Ιστορίας θα έχει μοιραία συμβολή στις εξελίξεις. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε υπερ–λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ ελεύθερης αγοράς και κρατικής–κομματικής λειτουργίας. Η πολιτισμική ενοποίηση του πληθυσμού και η δημιουργία μηχανισμών λειτουργίας που αντιστοιχούσαν στη νέα πολιτειακή μορφή απορρόφησαν τις δραστηριότητες των νέων ελίτ, κρατικοδίαιτων σε μεγάλο βαθμό, που αναπτύχθηκαν.
Σε αντίθεση με την κοινωνική εξέλιξη εντός του ελληνικού βασιλείου, ως απόρροια του Τανζιμάτ και του Χάτι Χουμαγιούν –δηλαδή της οθωμανικής περεστρόικα–, οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα αναπτυχθούν ραγδαία καθ’ όλο το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Θα αναπτύξουν αξιοσημείωτα αστικά στρώματα, που μαζί με τους Αρμένιους και, λιγότερο, τους Εβραίους θα αποτελέσουν την οθωμανική αστική τάξη, την οποία θα επιχειρήσουν επιτυχημένα, από το 1908, να εξοντώσουν οι νεότουρκοι εθνικιστές. Ετσι, η μοναδική ελληνική αστική τάξη που διαμορφώθηκε ιστορικά και είχε χαρακτηριστικά που αντιστοιχούσαν στην ευρωπαϊκή τυπολογία, βρισκόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι εξελίξεις στην Ελλάδα και η πολιτική που θα επιλεγεί στις αρχές του 20ού αι. θα καθοριστούν από τις ενδοοθωμανικές εξελίξεις, την εμφάνιση ενός μιλιταριστικού εξτρεμιστικού τουρκικού εθνικισμού και την ήττα των μεταρρυθμιστικών οθωμανικών δυνάμεων. Η άνοδος στην εξουσία των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων που ήταν συσπειρωμένες γύρω από τον Βενιζέλο εγγυόταν εν μέρει τη συμμετοχή του ελληνισμού στις κοσμογονικές αλλαγές που σύντομα επρόκειτο να έρθουν.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι μεταπολεμικές διευθετήσεις με τη Μικρασιατική Εκστρατεία υπήρξαν η μοναδική ευκαιρία αναίρεσης της αρχικής γενετικής αντινομίας. Η ενσωμάτωση των περιοχών όπου ζούσε και δρούσε η ακμαία ελληνική αστική τάξη και βρισκόταν στον άξονα Κωνσταντινούπολης–Σμύρνης, θα οδηγούσε στην αποκατάσταση μιας φυσιολογικής κοινωνικής δομής στο ελληνικό έθνος–κράτος.
Η αποτυχία του εγχειρήματος, που επί της ουσίας υπονομεύτηκε συνειδητά από τις κυρίαρχες ελίτ, σφράγισε αμετάκλητα τη μορφή της ελληνικής κοινωνίας.
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι ιστορικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου