ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης καί οἱ πολῖτες της
Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός
Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Προλογικά
Πρίν ἀπό εἴκοσι περίπου χρόνια δίδασκα στό ἀμφιθέατρο τῆς Σχολῆς μας, στούς πρωτοετεῖς Φοιτητές. Ἀπό τό ὕψος τῆς ἕδρας διέκρινα στά πρῶτα ἕδρανα μία ὁμάδα φοιτητῶν καί φοιτητριῶν, πού δέν ἔδειχναν γιά ἑλλαδῖτες. Στό τέλος τοῦ μαθήματος τούς πλησίασα καί τούς ρώτησα γιά τό τόπο τῆς καταγωγῆς τους. Ἕνας ἀπό αὐτούς, πού, ὅπως ἔδειχαν τά πράγματα, κατεῖχε καλύτερα τήν ἑλληνική γλώσσα, μοῦ ἀπάντησε: «Εἴμασθε Ρωμηοί ἀπό τή Μέση Ἀνατολή» (Λίβανο, Συρία, Παλαιστίνη κ.τ.λ). Αἰφνιδιάσθηκα, τό ὁμολογῶ, μέ τήν ἀπάντηση αὐτή, πού δέν τήν ἀνέμενα. Ἔτσι, προχώρησα σέ μία δεύτερη ἐρώτηση: «Γιατί εἶσθε Ρωμηοί»; Καί τότε ἦλθε ἡ ἀκόμη πιό αἰφνιδιαστική ἀπάντηση «Ἐπειδή ὁ αὐτοκράτοράς μας ἦταν στήν Νέα Ρώμη, τήν Κωνσταντινούπολη, καί ὁ πρῶτος Ὀρθόδοξος Πατριάρχης μας εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης»!
Τότε συνειδητοποίησα, ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμη Ὀρθόδοξοι στή Μέση Ἀνατολή, πού ἔχουν συνείδηση τῆς ταυτότητας καί τῆς ἱστορίας τους, σέ ἀντίθεση μέ πολλούς ἀπό ἐμᾶς τούς Νεοέλληνες, πού [ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν προπαγανδιστική συνθηματολογία τῶν Εὐρωπαίων, κυρίως ἀπό 18/19 αἰώνα], ἔχουμε τελείως ἀποξενωθεῖ ἀπό τίς ἔννοιες αὐτές, [στήν ἀκατανίκητη μανία μας τά ταυτισθοῦμε μέ τήν (Δυτική) Εὐρώπη (=ἐξευρωπαϊσμός)]. Αὐτά τά ἔχει ἀναλύσει μέ ἰσχυρή τεκμηρίωση ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης1, ἐπιφανής ὀρθόδοξος δογματολόγος, ἀλλά καί ἱστορικός(†2001), τά διδάσκω δέ καί ἐγώ (στίς παραδόσεις καί διαλέξεις μου)2. Διότι μελετώντας τίς πηγές, πού ἐξαντλητικά ἐρεύνησε ἐκεῖνος, διεπίστωσα τήν τερατώδη πλαστογράφηση τῆς μέσης περιόδου τῆς ἱστορίας μας, μέ κορύφωση τήν καθιέρωση (1562) ἀπό τήν δυτική ἐπιστήμη τοῦ ἀνύπαρκτου (ὡς κρατικοῦ) ὀνόματος ΒΥΖΑΝΤΙΟ [καί τήν δουλοπρεπῆ ἐκ μέρους μας ἀποδοχῆς καί χρήση του]. Ἡ Αὐτοκρατορία, μέσα στήν ὁποία ζήσαμε καί συναναπτυχθήκαμε οἱ Ὀρθόδοξοι πολῖτες της, εἶχε ἄλλο ὄνομα καί ἡ ἑνότητά της εἶχε ἄλλα θεμέλια ἀπό ἐκεῖνα πού ἀναζήτησαν στούς τελευταίους αἰῶνες γιά τόν ἑαυτό τούς οἱ κρατικοεθνικές ἑνότητες, πού προέκυψαν μέσα ἀπό τίς νεώτερες ἱστορικοπολιτικές ἐξελίξεις.
Γι’ αὐτά τά θέματα θά γίνει λόγος στίς σελίδες, πού ἀκολουθοῦν, μέ μοναδική ἐπιδίωξη νά συνειδητοποιηθοῦν πραγματικότητες, πού περνοῦν ἀπαρατήρητες σήμερα, καί νά κατανοηθοῦν οἱ ἑνωτικοί σύνδεσμοι ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς κοινῆς μας – κάποτε- Αὐτοκρατορίας, γιά τήν διακράτησή τους, μέσα σέ καθαρά πνευματικό πλαίσιο, στήν ἐποχή μας. [Διότι οὐδέποτε ἀπειλήθηκε περισσότερο ἡ Ὀρθοδοξία (τῶν Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων μας) ἀπ' ὅσο στήν ἐποχή τῆς παγκοσμιοποιήσεως (NEW AGE) καί τοῦ στρατιωτικοπολιτικοῦ βραχίονα τῆς ἐπιβολῆς καί ἐπεκτάσεως, τῆς Νέας Τάξης πραγμάτων, μέ τήν ἐπιδιωκόμενη καί βαθμιαία πραγματοποιούμενη, ἰσοπεδωτική - ὁλιστική συγχώνευση τῶν πάντων καί τόν γενικό ἐκδυτικισμό, μέ ὅ,τι αὐτός συνεπάγεται γιά τόν κοινό ὀρθόδοξο πολιτισμό μας3].
Εὐχαριστῶ τό παλαίφατο Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καί ἰδιαίτερα τόν Μακαριώτατο καί Θειότατο Πατριάρχη του κ.κ. Θεόφιλο γιά τήν εὐκαιρία, πού μοῦ ἔδωσε, νά ἀπευθυνθῶ μέ τήν γλώσσα τῆς ἀγάπης καί εἰλικρίνειας στούς ἀδελφούς Ὀρθοδόξους τῆς Ἐγγύς καί Μέσης Ἀνατολῆς, πού μέ τίς ἀπαντήσεις τῶν παλαιῶν ἐκείνων φοιτητῶν μου ὄχι μόνο μοῦ ἀπεκάλυψαν τήν σωζόμενη ρωμαϊκή συνείδησή τους, ἀλλά καί μέ βοήθησαν νά ἐπανακαλύψω, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν συνεχιζόμενη ὀρθόδοξη ταυτότητα καί ἑνότητά μας.
Πηγή: Ἐκκλησιαστικόν Περιοδικόν Σύγγραμμα: Νέα Σιῶν
Ἔκδοσις Ἱεροῦ κοινοῦ τοῦ Παναγίου Τάφου
http://www.impantokratoros.gr/3CD2F57D.el.aspx
Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης καί οἱ πολῖτες της
Μέρος 1ον
Α) Ἡ Αὐτοκρατορία: Τό κοινό ἱστορικό καί κρατικό πλαίσιο
Τόν 4ο μ.χ αἰώνα ἐμφανίζεται στήν ἱστορία ἑνά ὁλότελα νέο κρατικό μέγεθος καί μαζί του γεννιέται ἕνας νεός κόσμος, ἡ Αὐτοκρατορία τῆς ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ἤ ΡΩΜΑΝΙΑΣ4. Στίς 11 Μαίου τοῦ 330 ἐγκαινιάζεται ἀπό τόν αὐτοκράτορά της Μέγα Κωνσταντῖνο (280-337) ἡ νέα πρωτεύουσα, πού θά πάρει τιμητικά καί τό ὄνομα τοῦ ἱδρυτῆ της (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ), χωρίς ὅμως νά χάσει τό πρῶτο καί κύριο ὄνομά της (ΝΕΑ ΡΩΜΗ ). ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ εἶναι τό ἱστορικά ὀρθό καί πλῆρες ὄνομά της, πού διατηρεῖ μέχρι καί σήμερα στόν τίτλο του ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης (Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης ). Ἡ μεταγενέστερη ἀνάπτυξη ἐθνικιστικῆς (καί στήν οὐσία φυλετικῆς) συνειδήσεως ἐτόνισε περισσότερο τό Κωνσταντινούπολις ἤ ἔμεινε σ΄αὐτό, ὅπως γίνεται καί σήμερα, ἐνῶ ἡ Πόλη (Urbs, ὡς Πόλη κατ’ ἐξοχήν) συνδέθηκε ἀπό τήν ἀρχή μέ τήν Translatio Urbis, τήν μεταφορά δηλαδή στήν Ἀνατολή τῆς παλαιᾶς πρωτεύουσας (Παλαιᾶς Ρώμης), καί τήν ὁλοκλήρωση, διά τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, τῆς ἀνανέωσης τῆς Αὐτοκρατορίας (Renovatio Imperii), πού εἶχε ἀρχίσει μέ τόν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό (285-305). Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, τελευταῖος αὐτοκράτορας τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, ὁδήγησε τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία στή μεταστοιχείωσή της σέ «ἐπώνυμον τοῦ Χριστοῦ Πολιτείαν», δηλαδή στό Χριστιανικό Κράτος τῆς Νέας Ρώμης.
Ὁριακά ἡ Αὐτοκρατορία ἐμφανίζεται ὡς συνέχεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Κράτους τῆς Παλαιᾶς Ρώμης μέ τά ἴδια σύνορα. Ὁ Ἰ. Χρυστόστομος, ἀναφερόμενος στά ὅρια τῆς Αὐτοκρατορίας, τά προσδιορίζει μέ ἀκρίβεια: «Τώρα ἐκεῖνες οἱ ἀπέραντες ἐκτάσεις, ὅπου λάμπει ὁ ἥλιος, ἀπό τόν Τίγρη μέχρι τά βρετανικά νησιά, ὁλόκληρη ἡ Ἀφρική, ἡ Αἴγυπτος καί ἡ Παλαιστίνη, κι΄ ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἀνήκει στή Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, ζοῦν μέ εἰρήνη»5. Γρήγορα ὅμως θά ἀποδειχθεῖ ὅτι μέ τή νέα συνείδηση πού διαμορφώνεται ἀπό τό χριστιανικό φρόνημα, ἡ οὐσία τῶν ὁρίων γίνεται πνευματική καί ὄχι γεωγραφική. Συνεχίζεται, ἔτσι, ἡ ἑνοποίηση τοῦ ἀρχαίου κόσμου, πού ἄρχισε μέ τόν Μ. Ἀλέξανδρο καί ὁλοκληρώθηκε μέ τήν Παλαιά Ρώμη. Γρήγορα ὅμως θά ἀποδειχθεῖ, ὅτι τά πάντα μεταστοιχειώνονται καί μεταβάλλονται μέσα στήν ἄκτιστη ἁγιοτριαδική Χάρη. Ὁ Μ. Ἀλέξανδρος ἕνωσε τόν κόσμο μέ τόν πολιτισμό, ἡ Παλαιά Ρώμη μέ τήν κατακτητική ἐπιβολή μέσῳ τῶν ὅπλων. Ἡ Χριστιανική ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία ἑνοποίησε τά πάντα μέ τήν πίστη στόν Χριστό, ὡς Ὀρθοδοξία, συνεχίζοντας, σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο καί μία ἄλλη ποιότητα, τό ἔργο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου6.
Ὅλοι οἱ μεγάλοι Βυζαντινολόγοι , δέχονται ὁμόθυμα , ὅτι τρεῖς ἦταν οἱ βάσεις, πάνω στίς ὁποῖες στηρίχθηκε τό νέο αὐτό πολιτειακό μόρφωμα:
α) Ἡ Ρωμαϊκή Οἰκουμένη, μέ τήν ἀνανέωσή της ἀπό τόν Μ. Κωνσταντῖνο,
β) Ὁ Χριστιανισμός στήν πνευματική καθαρότητά του, ὡς ἀποστολική καί ἁγιοπατερική Ὀρθοδοξία καί
γ) ἡ Ἑλληνικότητα, ὡς πολιτισμός, γλώσσα, μέσο ἐπικοινωνίας καί παιδείας.
Ἡ συνένωση ρωμαϊκότητας καί χριστιανικῆς πίστης ἔδωσε νέο χαρακτήρα καί νόημα στήν Αὐτοκρατορία. Μία νέα πολιτειακή ἰδεολογία διαμορφώθηκε7 ὡς νέα αὐτοκρατορική ἰδέα8, πού ὁδηγοῦσε στήν ὑπέρβαση τῆς στατικῆς κατανόησης τῶν συνόρων καί στήν οἰκουμενική συνείδηση τῶν πολιτῶν της. Ἡ Αὐτοκρατορία ἀναδείχθηκε οἰκουμενική, ὄχι λόγῳ τῆς ἐδαφικῆς ἐκτάσεως της, ἀλλά διότι στόχος της ἦταν ἀπό τήν ἀρχή ἡ προοδευτική ἐνσωμάτωση ὅλων τῶν Λαῶν τῆς Οἰκουμένης στή χριστιανική / Ὀρθόδοξη Πίστη, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ : «Πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» (Ματθ. 28, 19). Τό βαθύτερο νόημα τοῦ λόγου αὐτοῦ ἑρμηνεύει ὁ μεγάλος χριστιανός ποιητής καί ὑμνογράφος Ρωμανός ὁ Μελωδός, καταγόμενος ἀπό τήν Συρία, στό Κοντάκιό του εἰς τούς ἁγίους Ἀποστόλους : «μαθητεύσατε (=ἐκχριστιανίσατε) ἔθνη καί βασιλέας». Κάθε ἐθνότητα δηλαδή καλεῖται νά ἐνταχθεῖ, μέ ὅλη τήν πολιτειακή δομή της, στή μία Χριστιανική Αὐτοκρατορία! Μία ἡ χριστιανική πίστη, μία ἡ χριστιανική οἰκουμένη, μία ἡ χριστιανική Αὐτοκρατορία. Ὁ μεγάλος χριστιανός συγγραφέας Ὠριγένης (β’ αἰ.) ἑρμηνεύει χριστολογικά τή νέα αὐτή πραγματικότητα: ὁ Θεός ἐπέλεξε νά στείλει τόν Υἱό Του στόν κόσμο, ὅταν ἡ Ρώμη εἶχε φέρει ἑνότητα καί εἰρήνη, γιά νά διαδοθεῖ τό Εὐαγγέλιο χωρίς ἐμπόδια. Καί ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος (δ’ αἰ.) φθάνει στήν ἴδια ἀκριβῶς διαπίστωση , πού εἰσῆλθε καί στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τό γνωστό «τροπάριο» τῆς ὑμνογράφου Κασσιανῆς (9ος αἰ.): «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπί τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο / καί Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς Ἁγνῆς, ἡ πολυθεῒα τῶν εἰδώλων κατήργηται. / Ὑπό μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηται,/ καί εἰς μίαν δεσποτείαν θεότητος τά ἔθνη ἐπίστευσαν»9.
Ἔτσι λοιπόν, κατανοεῖται ὅτι ἡ μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἀπώλεια ἐδαφῶν καί ἡ ἐδαφική συρρίκνωση δέν ἐπέφερε ἀλλοίωση στήν ἰδέα τῆς Αὐτοκρατορίας καί τήν οἰκουμενικότητά της . «Ἡ Ρωμανία (δηλαδή τό «Βυζάντιο») εἶναι ἡ χώρα καί τό κράτος τῶν Ρωμαίων, ἀσχέτως ἐκτάσεως καί τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πολιτῶν της»10. Μόνον ἡ ἀλλαγή τῆς πίστεως ἀποξένωνε ἀπό τήν ἑνότητα αὐτῆς τῆς χριστιανικῆς πολιτειακῆς ἰδέας. Τήν συνείδηση τῆς ἑνότητας αὐτῆς ἐξέφρασε ἡ δήλωση τοῦ φοιτητοῦ μου στό Ἀμφιθέατρο, πού εἴδαμε στήν ἀρχή: «ὁ αὐτοκράτοράς μας …». «Ὁ αὐτοκράτορας- πράγματι -ἦταν σημαντικότερο ἀπό τόν γεωγραφικό χῶρο καταστατικό στοιχεῖο τῆς Αὐτοκρατορίας, διότι σέ αὐτόν εἶχε παραχωρηθεῖ ἀπό τόν Θεό ἡ πληρότητα τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας καί ἡ ἐντολή γιά τήν ἐνεργοποίσή της σ’ ὁλόκληρη τήν Οἰκουμένη»11.
Βασικά ἐδάφη τῆς Αὐτοκρατορίας ἦσαν ἡ Μ. Ἀσία, ὁ Πόντος, ἡ Συρία, ἡ Παλαιστίνη, ἡ Χερσόνησος τοῦ Αἵμου, ἡ Β. Ἀφρική κλπ. Ὁ ἐθνολογικός κορμός τῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν ὁ ἑλληνορωμαϊκός κόσμος καί σ’ αὐτό ἐνσωματώνονται οἱ διάφορες ἐθνότητες/ λαότητες, ὡς ἰσότιμα μέλη τοῦ οἰκουμενικοῦ σώματος. Σταθερός βέβαια ἔμεινε πάντα ὁ ἑλληνικός πυρήνας, τό κύριο ἐθνολογικό στοιχεῖο στό πολυεθνικό ἀμάλγαμα τῆς Αὐτοκρατορίας, καί ἔτσι ἐξηγεῖται ὁ ἐξελληνισμός τῶν δομῶν τῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τόν 4ο αἰώνα καί τῆς διοικήσεως ἀπό τόν Ἰουστινιανό (6ος αἱ,) ὡς τόν Ἡράκλειο (7ος αἱ.). Ἡ εὐρεία αὐτή ἐθνική προέλευση δέν ἔγινε ποτέ διασπαστικό στοιχεῖο, διότι ὅλους τούς πολῖτες ἕνωνε ἡ κοινή πίστη καί οἰκουμενική ἐκκλησία (=σύναξη) Λαῶν γύρω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας (Νέα Ρώμη).
Οἱ Λαοί τῆς Αὐτοκρατορίας ἔθεταν σέ δεύτερη μοίρα τήν καταγωγή τούς (φυλετικό κριτίριο) καί οἰκοδομοῦσαν μίαν ἄλλη ἑνότητα στό ἕνα ἐκκλησιαστικό σῶμα. Καί αὐτό ἰσχύει μέχρι καί σήμερα στίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων, ὅταν φυσικά κυριαρχοῦν πνευματικά καί ὄχι φυλετικά – ἐθνικιστικά κριτήρια. Ἡ ἐκκλησιαστική αὐτή ἑνότητα ἐπιβίωνε παρ’ ὅλες τίς ἀνακύπτουσες, κατά καιρούς, ἀντιθέσεις μέ τήν πολιτική ἐξουσία ἤ τόν αὐτοκράτορα προσωπικά. Ἀληθινοί ἡγέτες, ἄλλωστε, μέ ἀνυπολόγιστη δύναμη καί ἐπιρροή στόν Λαό, δέν ἦσαν ὁ αὐτοκράτορας ἤ οἱ πολιτικοί ἄρχοντες, ἀλλά πνευματικοί Πατέρες, οἱ Ἅγιοι καί οἱ χαρισματικοί Γέροντες, ἔστω καί ἄν ἦσαν ἁπλοί μοναχοί. Τό ὑπέρτατο, ἐξ΄ἄλλου, ἰδανικό τῶν μελῶν τῆς Αὐτοκρατορίας δέν ἦταν ἡ πολιτική δύναμη ἤ ἡ κοσμική σοφία, ἀλλά ἡ ἁγιότητα, ὡς θέωση.
Ἡ ἑλληνικότητα, ὡς γλώσσα, παιδεία καί πολιτισμός, ἦταν ἡ καρδιά τῆς Αὐτοκρατορίας. Προσδιόριζε ὅμως καί τήν ταυτότητα τοῦ κράτους τῆς Ρώμης, Παλαιᾶς καί Νέας. Ἡ Παλαιά Ρώμη ἤδη τόν 4ο αἰ. π.Χ. χαρακτηριζόταν ἀπό τόν μαθητή τοῦ Πλάτωνα Ἡρακλείδη τόν Ποντικό (Πόντιο), «πόλις ἑλληνίς»12, διότι ἑλληνική ἦταν πρῶτα ἡ καταγωγή της. Οἱ ἀρχαῖοι Ρωμαῖοι προῆλθαν ἀπό τήν συγχώνευση τῶν αὐτοχθόνων (ABORIGINES) κατοίκων τῆς Ἰταλίας μέ ἀρχαιοελληνικά, πελασγικά φῦλα, πού εἶχαν ἐγκατασταθεῖ πρίν ἀπό τά τρωϊκά στήν χερσόνησο. Αὐτοί ἑνώθηκαν μέ Ἀρκᾶδες Ἕλληνες, Πελασγούς Ἕλληνες, Σαβίνους ἀπό τήν Λακεδαιμονία καί Τρῶες πρόσφυγες, ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Αἰνεία, μετά τήν κατάκτηση τῆς Τροίας ἀπό τούς Ἀχαιούς. Στήν πρώτη αὐτή συγχώνευση βασιλιᾶς ἦταν ὁ Λατῖνος , πού ἰσχυροποίησε τήν ἑνότητα ὅλων αὐτῶν τῶν διαφορετικῆς προελεύσεως, ἀλλά ἑλληνικῆς κυρίως καταγωγῆς, ὁμάδων, μέ τό γάμο τῆς κόρης του Λαβινίας μέ τόν Αἰνεία13. Κατά μία ἄλλη ἐκδοχή (παράδοση) ὁ Αἰνείας νυμφεύθηκε τήν κόρη τοῦ Ὀδυσσέα (ἀπό τήν Καλυψῶ) Ρώμη14. Ὅπως καί νά ἔχουν ὅμως τά πράγματα, τό ὄνομα Ρώμη εἶναι ἑλληνικό καί σημαίνει: δύναμη, ἰσχύς, εὐτολμία.
Μέ τή Νέα Ρώμη καί τήν ἀνανέωση τῆς Αὐτοκρατορίας συντελεῖται καί ἡ ὑπέρβαση τῆς πτωτικῆς κατατμήσεως τοῦ κόσμου, λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, σέ «ἔθνη». Καί αὐτό μέ τήν ὑπερεθνική ἕνωσή τους, μέσα στήν Ὀρθοδοξία, σέ ἕνα οἰκουμενικό «ἔθνος» τό «ἔθνος τό ἅγιον» (Α’ Πετρ. 2, 9), στό θεονόμο και ἀδελφοποιημένο «Γένος τῶν Ρωμαίων», τῶν ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς Αὐτοκρατορίας, μέ ὑπερφυλετικό χαρακτήρα (πρβλ. Γαλ. 3, 28-Κολ. 3, 11). Τό οἰκουμενικό αὐτό ἔθνος διαμορφώθηκε, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, σέ μία χριστιανική κοινοπολιτεία15, στήν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία συνιστοῦσε τήν ἰθαγένεια ὅλων τῶν πολιτῶν. Ἡ ἰσοκρατεία (4ος π.Χ. αἰ.) ὑπέρβαση τῆς φυλετικότητας στήν ὑπερφυλετική συνείδηση, μέσῳ τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς παιδείας καί ἡ πρακτική ἐφαρμογή της διά τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ὁλοκληρώθηκε στό «πᾶν-δοχεῖο» (Λουκ. 10, 24) τῆς Ἐκκλησίας , ὡς σώματος Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ Κοινωνίας. Διαμορφώθηκε, ἔτσι , μία νέα συγ-γένεια, ἡ ἐν Χριστῷ πάγ-γένεια τῶν πολιτῶν τῆς Νέας Ρώμης.
Ἄν ἀναζητήσουμε κάποιο παράλληλο στήν ἐποχή μας, θά μπορούσαμε, τηρουμένων φυσικά τῶν ἀναλογιῶν, νά ἐπιλέξουμε τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες Ἀμερικῆς (Η.Π.Α), πού βοηθοῦν ὡς ἕνα σημεῖο στήν κατανόηση τῆς συνύπαρξης τῶν Λαοτήτων τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ν. Ρώμης καί τῆς ἑνότητάς τους, μέσῳ τῆς Πίστεως καί τοῦ ἑνιαίου πολιτισμοῦ τους. Αὐτό συνοψίζει ὑποδειγματικά ὁ μεγάλος βρετανός βυζαντινολόγος Στῆβεν Ράσιμαν (St. Runciman): «Ὁ πολίτης τῆς Αὐτοκρατορίας ἔμεινε συνειδητά ὁ πιό πολιτισμένος ἐκπρόσωπος τοῦ ἀνθρώπινου γένους, συνειδητά Ρωμαῖος, συνειδητά Ὀρθόδοξος, συνειδητά κληρονόμος τῆς ἑλληνικῆς ἐκλεπτύνσεως… Οἱ “ Βυζαντινοί” εἶχαν ἐξαιρετικά λίγες φυλετικές προκαταλήψεις (τό αἷμα τους ἦταν πάρα πολύ ἀνακατεμένο). Δέχονταν ὁποιονδήποτε γιά συμπολίτη τους, φτάνει νά ἦταν Ὀρθόδοξος καί νά μιλοῦσε ἑλληνικά»16. Ἔτσι κατανοοῦσαν οἱ πολῖτες τῆς Αὐτοκρατορίας τήν πτωτική ὑπέρβαση τῆς διαίρεσης σέ ἔθνη, ζώντας τήν ἑνότητά τους μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό ψάλλουμε οἱ Ὀρθόδοξοι στό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς: «Ὅτε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος. Ὅτε τοῦ πυρός τάς γλώσσας διένειμεν εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσεν. Καί συμφώνως (=μέ ὁμόνοια) δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα».
Ἡ κατευθυνόμενη ἀπό τή χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μεγαλοφυῒα τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἐθεμελίωσε τήν ἔννοια τοῦ «Γένους, τή νέα οἰκογένεια ΟΛΩΝ τῶν Ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς Αὐτοκρατορίας, πού θά λειτουργεῖ, μέσα ἀπό τήν ἑνιαία οἰκουμενική συνείδηση, μέχρι τήν Β’ ἅλωση τῆς Νέας Ρώμης (1453), μέ κάποια χαλάρωση λόγῳ τῆς ἀναδύσεως τῶν πρώιμων ἐθνικισμῶν, μετά τήν Α΄ ἅλωση ἀπό τούς Φράγκους (1204). Ἡ ἔννοια τοῦ Γένους θά συνεχισθεῖ καί στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, στό πλαίσιο τῆς Ἐθναρχίας. Αὐτή τήν ἑνιαία οἰκουμενική συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων θά καταστρέψουν πρῶτα οἱ Φρᾶγκοι στή Δύση καί ἀπό τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα θά ἀποδυναμώσει ἡ φραγκική προπαγάνδα στήν «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή» μέ τήν δημιουργία διασπαστικῶν ρευμάτων καί κινήσεων γιά τόν πλήρη ἐκδυτικισμό μας. Τίς συνέπειες τῆς ἐξέλιξης αὐτῆς, ὡς πρός τήν οἰκουμενική μας συνείδηση, ζοῦμε σήμερα, ὅταν τά ἐθνικιστικά κριτίρια, καί στήν οὐσία ρατσιστικά, περιορίζουν ἤ καταλύουν τήν ὀρθόδοξη ἑνότητά μας. Ἀλλά σ’αὐτό θά ἐπανέλθουμε.
Σημαντικό εἶναι τό ζήτημα τῆς γλώσσας (καί τῶν γλωσσῶν ) τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ Ρωμανία εἶχε ὡς βασικό χαρακτηριστικό της τήν διγλωσσία. Ἦταν δίγλωσση. Πρέπει κατ’ἀρχάς νά δηλωθεῖ, ὅτι ποτέ δέν ἀνέκυψε πρόβλημα «ἱερῶν Γλωσσῶν» στήν Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης. Τέτοιο πρόβλημα δημιουργήθηκε στήν δυτική, φραγκική καί παπική κοινωνία τόν 9ο αἰῶνα. Τότε καθορίσθηκαν (ὄχι χωρίς δόση ρατσισμοῦ) τρεῖς ἱερές- χριστιανικές γλῶσσες. Ἐκεῖνες, δηλαδή, στίς ὁποῖες εἶχε γραφεῖ ἡ ἐπιγραφή στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ κατά τήν σταύρωσή Του: ἡ ἑλληνική , ἡ ρωμαϊκή (λατινική) καί ἡ ἑβραϊκή (Λουκ. 23,28): «γράμμασιν Ἑλληνικοῖς καί Ρωμαϊκοῖς καί Ἐβραϊκοῖς»17.
Ἡ Ρωμανία ἀπέκρουσε μία τέτοια θέση στά πρόσωπα τῶν μεγάλων Φωτιστῶν τῶν Σλάβων τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης, ἁγίων Μεθοδίου (†885 μ.Χ) καί Κυρίλλου (†869 μ.Χ), τῶν Ἑλλήνων ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι ὁδηγούμενοι ἀπό τόν διδάσκαλό τους Πατριάρχη Μέγα Φώτιο (†891), ὄχι μόνο δέχθηκαν τήν σλαβική γλώσσα καί κήρυξαν σ΄αὐτήν, ἀλλά καί ἐργάσθηκαν γιά τήν ἀνάδειξη καί καλλιέργειά της, δημιουργώντας τό πρῶτο ἀλφάβητό της καί μετέφρασαν (κυρίως ὁ Μεθόδιος καί οἱ μαθητές του) τήν Ἁγία Γραφή καί λειτουργικά βιβλία, ὡς πυρήνα τῆς σλαβικῆς φιλολογίας. Τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας ἐνσάρκωσε ἡ κίνηση αὐτή τῶν Ἁγίων Θεσσαλονικέων Ἀδελφῶν, ἀποκλείοντας κάθε ἔννοια (ρατσιστικῆς) διακρίσεως μεταξύ τῶν γλωσσῶν τῆς Αὐτοκρατορίας. Κάθε γλώσσα ἔγινε δεκτή ὡς ἐκκλησιαστική (τῆς λατρείας): ἀλβανικά (ἤ ἀρβανίτικα), ἀράβικα, τουρκικά, ἀρμένικα, συριακά, κοπτικά, (αἰγυπτιακά), γεωργιανά, ἑλληνικά, λατινικά κ.λ.π.
Ἐπίσημη γλώσσα τοῦ Κράτους ἦταν ἀρχικά ἡ λατινική. Σταδιακά ὅμως, μέ τή μετάθεση τοῦ κέντρου τῆς Αὐτοκρατορίας στήν Ἀνατολή (Δ’ αἰώνας) ἔγινε ἡ ἑλληνική, ἡ περισσότερο διαδεδόμενη γλώσσα. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι στή σημερινή ἑλληνική γλώσσα ρωμαϊκά εἶναι τά λατινικά, ἐνῶ ρωμαίικα εἶναι τά (νεώτερα) ἑλληνικά, ὅπως ἀναπτύχθηκαν στήν Αὐτοκρατορία, ὡς καθημερινή γλώσσα.
Γιά νά κατανοηθεῖ ἡ διγλωσσία τῆς Αὐτοκρατορίας, μπορεῖ καί πάλι νά χρησιμοποιηθεῖ τό παράδειγμα τῶν Η.Π.Α, τηρούμενων τῶν ἀναλογιῶν φυσικά. Ἡ ἀγγλική (ἀμερικάνικη) εἶναι ἡ ἐπίσημη γλώσσα τοῦ Κράτους στή δημόσια ζωή. Ἀκόμη καί σήμερα ὅμως πολλές οἰκογένειες ἤ κοινότητες χρησιμοποιοῦν καί τή γλώσσα τῆς Χώρας καταγωγῆς τους (γερμανικά, γαλλικά, ἑλληνικά, ἀράβικα κ.λ.π, κυρίως δέ τά ἱσπανικά, οἱ προερχόμενοι ἀπό τίς ἱσπανόφωνες περιοχές).
Στή συνάφεια αὐτή πρέπει νά ἐξαρθεῖ καί μία ἀκόμη σημαντική ἰδιοτυπία τῆς Ρωμανίας. Ἡ χρήση τῆς μίας ἤ τῆς ἄλλης γλώσσας δέν σήμαινε καί διαφορά στήν «ἐθνική συνείδηση» ἤ καλύτερα τήν «κρατική» (πολιτειακή). Ἡ ταύτιση τῆς γλώσσας μέ τήν ἐθνικότητα ἦταν ἄγνωστη στήν Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης. Αὐτό ἐπιβλήθηκε ἀπό τούς δυτικούς Εὐρωπαίους τόν 19ο αἰώνα (κάθε γλωσσική πληθυσμιακή ἑνότητα νά νοεῖται ὡς ἄλλο κράτος/ἔθνος) καί ἐφαρμόσθηκε κυρίως γιά τήν κατάτμηση τῶν λαῶν τῆς Ρωμανίας. Δέν γενικεύθηκε ὅμως στήν ἴδια τή Δύση, μέ χαρακτηριστικό παράδειγμα τούς Ἐλβετούς, πού μιλοῦν τρεῖς γλῶσσες: γαλλικά, γερμανικά, ἰταλικά, ἀλλά δέν εἶναι οὔτε Γάλλοι, οὔτε Γερμανοί, οὔτε Ἰταλοί, ἀλλά Ἐλβετοί (ἐθνικά) γαλλόφωνοι ἤ ἰταλόφωνοι. Ἔτσι καί στήν Ρωμανία, ἡ ἐθνικοκρατική ταυτότητα ἦταν μία καί κοινή σ’ ὅλους παρά τίς ὁποιεσδήποτε γλωσσικές διαφορές. Τά ρωμαίικα, ὡς κοινή γλώσσα τῆς Αὐτοκρατορίας, ἐξασφάλιζαν τήν ἑνότητά της, ὅπως τά ἀγγλικά (ἀμερικάνικα) στό πολυεθνικό Κράτος τῶν Η.Π.Α.
Β) Τά ὀνόματα
Εἶναι εὐνόητο, ὅτι οἱ πολυάριθμες Λαότητες/ἐθνικές ὁμάδες, πού συναποτελοῦσαν τήν μία Αὐτοκρατορία, εἶχαν κάθε μία τό ὄνομά της, πού δήλωνε τήν προέλευση καί καταγωγή της. Κάτι ἀνάλογο σήμερα συμβαίνει μέ τίς Η.Π.Α. καί μέ τήν «Αὐτοκρατορία» τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης (Σοβιέτα). Ὅπως σήμερα ὅμως , ἔτσι καί τότε, τά ἐπί μέρους ἐθνικά ὀνόματα δέν ὑποδήλωναν πολυδιάσπαση, ἀλλά συμπεριλαμβάνονταν στό ἑνιαῖο Κράτος, πού εἶχε καί αὐτό τό ὄνομά του. Ὅταν, ἔτσι ὀνομάζουμε σήμερα κάποιον Ἑλληνο-ἀμερικάνο, γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι τό πρῶτο ὄνομα δηλώνει τήν καταγωγή καί προέλευσή του, ἐνῶ τό δεύτερο τήν κρατική ταυτότητά του. Ἔτσι κατανοεῖται καί τό σύνθετο ὄνομα Γερμανό-ἀμερικάνος, ἰρλανδο-ἀμερικάνος, γάλλο-ἀμερικάνος κ.τ.ο. Πρόβλημα δημιουργεῖται στήν κατανόηση τῶν ὀνομάτων τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης, διότι σήμερα κυριαρχεῖ ἡ ἐθνική ἰδέα καί οἱ τότε ἐπί μέρους ἐθνότητες τῆς Αὐτοκρατορίας, σήμερα ἀποτελοῦν ἀνεξάρτητα κρατίδια, χωρίς κρατική πιά ἑνότητα μεταξύ τους. Ἄς πάρουμε ὅμως τά πράγματα μέ τή σειρά καί ἄς ἀρχίσουμε ἀπό τό ὄνομα τῆς ἴδιας της Αὐτοκρατορίας.
1. Ρωμανία
Ἡ Αὐτοκρατορία (μας), ὅπως διδασκόμεθα στό σχολεῖο, ὀνομαζόταν «ΒΥΖΑΝΤΙΟ», ἀπό τή μικρή πόλη, πού κτίσθηκε ἀπό τόν μεγαρέα Βυζάντα, τόν 7ο π.χ αἰώνα καί ἔφερε αὐτό τό ὄνομα (Βυζάντιο). Τή θέση αὐτή γιά τήν στρατηγική της σημασία, ἐπέλεξε ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, γιά νά κτίσει τή νέα πρωτεύουσα τοῦ Κράτους, τή Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη, ὅπως εἴδαμε. Ἐν τούτοις «κράτος γνωστόν ἐπισήμως ὡς “ βυζαντινόν” δέν ὑπῆρξε ποτέ. Ὅσον καί ἄν ἐρευνήσωμεν τάς πηγάς μας, ἑλληνικάς καί ξένας, ματαίως θά ἀναζητήσωμεν τόν ὅρο αὐτόν. Καί πολύ φυσικά: οἱ ὅροι “ Βυζαντινός” καί “ βυζαντινή ἱστορία” εἰς τήν σημασία τοῦ κατοίκου καί τῆς ἱστορίας τοῦ κράτους, πού πρωτεύουσάν του εἶχε τήν Κωνσταντινούπολη, τό παλαιόν Βυζάντιον, εἶναι ἀνύπαρκτοι. Οὐδέποτε οἱ κάτοικοι τοῦ παρά τόν Βόσπορον κράτους , ἐχρησιμοποίησαν διά τόν ἑαυτόν των, τό κράτος των καί τήν ἱστορίαν του τό ἐπίθετον “ βυζαντινός”. Τούς ἑαυτούς των ὠνομάζον μόνον Ρωμαίους, ἡ Αὐτοκρατορία των ἦτο “ ρωμαϊκή” καί πρωτεύουσά των ἡ Νέα Ρώμη». Αὐτά παρατηρεῖ ὁ μεγάλος βυζαντινολόγος Ἰωάννης Καραγιαννόπουλος18 καί εἶναι ἡ ὁμόφωνη ὁμολογία ὅλων τῶν ἐρευνητῶν τῆς «Βυζαντινῆς» Ἱστορίας. Ἡ νέα πρωτεύουσα τῆς ἀρχαίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ὀνομάσθηκε ΝΕΑ ΡΩΜΗ καί ἀπό αὐτήν ἡ χριστιανική πλέον Αὐτοκρατορία, ἡ φυσική συνέχειά της, ὀνομάσθηκε ΡΩΜΑΝΙΑ19 καί ποτέ Βυζάντιο. Ο Μ. Ἀθανάσιος στά μέσα τοῦ 4ου αἰώνα γράφει σέ μίαν ἀποστολή του: «…Μητρόπολις ἐστίν ἡ Ρώμη τῆς Ρωμανίας»20.
Ἡ Αὐτοκρατορία, συνεπῶς, δέν ὀνόμασε ποτέ τόν ἑαυτό της, οὔτε ὀνομάσθηκε ἀπό ἄλλους ΒΥΖΑΝΤΙΟ. Τό ὄνομα «Βυζάντιο» γιά τό κράτος εἶναι κατασκεύασμα τῶν Φράγκων καί ἐμφανίσθηκε γιά πρώτη φορά τό 1562 (Ἱερώνυμος Βόλφ/Wolf) στή Γερμανία. Ἡ χώρα καί τό κράτος τῶν Ρωμαίων (Παλαιῶν καί Νέων) ὀνομαζόταν ΡΩΜΑΝΙΑ καί ἀπό τούς πολῖτες του καί ἀπό τούς ξένους. Μέχρι τήν ἅλωση τοῦ 1453 καί ἀκόμη καί μετά ἀπό αὐτήν, ὁ λόγος ἦταν γιά ΡΩΜΑΝΙΑ. Ἔτσι τά δημοτικά τραγούδια θρηνοῦν τήν πτώση ὄχι κάποιου ἀνύπαρκτου κράτους Βυζαντίου, ἀλλά τῆς Ρωμανίας: «Οἱ Τούρκ’ … ἐκούρσευσαν τήν Πόλ’ τή Ρωμανίαν». Καί δέν εἶναι τό μόνο παραδειγμα21.
Δέν εἶναι λοιπόν περίεργο, πού οἱ ἰσλαμικές πηγές ὀνομάζουν μέ τόν ἴδιο τρόπο τήν Αὐτοκρατορία, διότι μέ αὐτό τό ὄνομα ἦταν γνωστή . «Μπιλάτ-ερ-Ρούμ»22, χώρα τῶν Ρωμαίων/ Ρωμηῶν, εἶναι ὁ ὅρος. Συχνά, λόγω στενότερης προοπτικῆς, μέ τόν ὅρο Ρωμανία χαρακτηρίζεται ἡ Μικρά Ἀσία ἤ τά παράλια της. Ὑπάρχει ὅμως καί ἀντίστοιχος ὅρος Ρούμελη, πού ἀποδίδεται στίς ἐλεύθερες περιοχές τῆς Αὐτοκρατορίας καί σημαίνει τό ἴδιο πράγμα: τῶν Ρωμηῶν, περιλαμβάνοντας τήν Κωνσταντινούπολη καί τό εὐρωπαϊκό μέρος τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας23. Ἀλλά καί οἱ Ἄραβες χρησιμοποιοῦν ἀπό αἰῶνες τό ἴδιο ὄνομα: Μπιλάτ-ερ-Ρούμ, γιά νά ὀνομάσουν τήν ἐλεύθερη Ρωμανία, συμπεριλαμβάνοντας ἀπό τόν 10ο αἰώνα καί τήν ἰταλική Ρωμανία (=ἰταλική χερσόνησο).
Στήν συνάφεια αὐτή πρέπει ἐπίσης νά λεχθεῖ, ὅτι ἱστορικά οὐδέποτε διακρίνεται λεγόμενη «Βυζαντινή Αὐτοκρατορία» ἀπό τή Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, διότι εἶναι φυσική συνέχειά της. Οἱ Φρᾶγκοι μέ τό πλαστό ὄνομα (γιά τήν Αὐτοκρατορία) «Βυζάντιο» μᾶς ἔμαθαν νά πιστεύουμε, ὅτι ὁ Μ.Κωνσταντῖνος, μεταφέροντας τήν πρωτεύουσα στήν Ἀνατολή, ἵδρυσε μία νέα Αὐτοκρατορία, τήν «Βυζαντινή» καί ἀπό ρωμαῖος ἔγινε «βυζαντινός»! Αὐτή ἡ μυθολογία μᾶς βαρύνει μέχρι σήμερα, ἰδιαίτερα τους Ἕλληνες. Οἱ πρόγονοί μας ὅμως γνώριζαν μόνο, ὅτι ἦσαν πολῖτες τοῦ κράτους μέ τό ὄνομα Ρωμανία, τό ὁποῖο ἐκτεινόταν, ἐπί Μ. Κωνσταντίνου, σ’ ὁλόκληρο τόν ἱστορικό χῶρο, πού σήμερα καλύπτει τήν Ἀγγλία, Πορτογαλλία, Ἱσπανία, Γαλλία, Ἐλβετία, Ἰταλία, Αὐστρία, τά Βαλκάνια, ὅλη τή Βόρεια Ἀφρική, τόν Λίβανο, τήν Συρία, τήν Παλαιστίνη, τήν Τουρκία καί τά ρωσικά παράλια του Εὐξείνου Πόντου.
Ὅταν ἡ Αὐτοκρατορία, μέ τήν ἵδρυση τῆς νέας πρωτεύουσας , μετέφερε τό κέντρο της στήν Ἀνατολή, δέν ἄλλαξε τήν πολιτική δομή καί τό ὄνομά της. Παρέμεινε γνωστή μέ τό ὄνομα «ρωμαϊκή», ἔστω καί ἄν ἡ γλώσσα, πού τελικά ἐπικράτησε, ἦταν ἑλληνική. Τό ρωμαϊκό Imperium ἦταν πιά γνωστό καί παραδεκτό ἀπό ὅλο τόν τότε κόσμο, μέσα σ’αὐτό ἤ ἔξω ἀπό αὐτό. Ἡ ἀλλαγή τοῦ ὀνόματος ἦταν ἀδύνατη καί ἡ υἱοθέτησή του ἀπό κάποιο ἄλλο κρατικό μόρφωμα θά ἐπέφερε σύγχυση καί ἀστάθεια. Ἀλλά καί ὅταν τό κράτος χωρίσθηκε σέ δύο τμήματα, ἀνατολικό καί δυτικό, (395μ.Χ), γιά τήν διευκόλυνση τῆς διακυβερνήσεώς του, πάλι τό ὄνομα παρέμεινε, διότι τά δύο μέρη ἦταν τμήματα τοῦ ἴδιου ἑνιαίου κράτους.
2. Ρωμαῖος -Ρωμαῖοι/Ρωμηοί
Οἱ ὑπήκοοι τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, καί τοῦ ἀνύπαρκτου κρατικά «Βυζαντίου», συνεπῶς, ὡς πολῖτες τῆς ΡΩΜΑΝΙΑΣ ὀνομαζόνταν κρατικά – πολιτειακά ΡΩΜΑΙΟΙ, ἡ ἁπλούστερα στούς μετέπειτα αἰῶνες, ΡΩΜΗΟΙ24. Ἄλλωστε ἀπό τό ἔτος 212 μ.Χ μέ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα Καρακάλλα (Constituito Antoniniana) ὅλοι οἱ πολῖτες τοῦ ἀχανοῦς Ρωμαϊκοῦ Κράτους ἔλαβαν τό ὄνομα Ρωμαῖοι. Συνεπῶς, καί πρίν ἀπό τή μεταφορά τῆς πρωτεύσουσας στήν Ἀνατολή. Τό ὄνομα «Ρωμαῖος» σήμαινε τόν ρωμαῖο πολίτη, ὅπου καί ἄν ζοῦσε. Οἱ ἑλληνόφωνοι πολῖτες τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους ὀνομαζόνταν ΡΩΜΑΙΟΙ καί οἱ λατινόφωνοι ROMANI. Ἐπειδή δέ, καί ἡ Παλαιά καί ἡ Νέα Ρώμη λειτουργοῦσαν στό πλαίσιο τῆς «πόλης – κράτους», ὅπως οἱ ἀρχαῖες ἑλληνικές πόλεις, γι’αὐτό «ρωμαῖος» δέν ἦταν μόνον ὁ κάτοικος τῆς πρωτεύουσας, ἀλλά καί κάθε ὑπήκοός της σ’ ὅλη τήν Αὐτοκρατορία. Ἡ πτώση τοῦ δυτικοῦ μέρους τῆς Αὐτοκρατορίας σέ βάρβαρα φῦλα ἀπό τό 476 μ.Χ. καί μετά δέν δημιούργησε ξεχωριστό Κράτος, ἀλλά οἱ ὑποδουλωμένες ἐπαρχίες, παραμένοντας σέ ἑνότητα μέ τό ἀνατολικό τμῆμα τοῦ ρωμαϊκοῦ Κράτους, περίμεναν τήν ἀπελευθέρωση καί ἐπανένωσή τους. Αὐτή θά πραγματοποιηθεῖ μέ τόν Ἰουστινιανό (527-565), ὡς ἕνα σημεῖο.
Ρωμαῖος, λοιπόν, ἦταν ὁ πολίτης τῆς Νέας Ρώμης καί Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Γι’αὐτό καί τό ὄνομα, χωρίς νά χάσει τήν κρατική του σημασία, ταυτίσθηκε τελικά μέ τόν Ὀρθόδοξο. Ρωμαῖος ἤ Ρωμηός εἶναι ὁ Ὀρθόδοξος πολίτης τῆς Νέας Ρώμης. Τό Ρωμαῖος, δηλαδή, δέν ἀναιρεῖ τό ὁποιοδήποτε ὄνομα καταγωγῆς (φυλετικά). Στό σύνθετο Ἑλληνορωμαῖος, τό Ἕλλην δηλώνει τήν καταγωγή καί τό Ρωμαῖος τήν κρατική (ἤ τήν ὀρθόδοξη) ταυτότητα. Αὐτό σημαίνει σήμερα καί τό ὄνομα: Ἑλληνοαμερικάνος, πού σημαίνει Ἕλληνας κατά τήν καταγωγή καί πολίτης τοῦ ἀμερικάνικου κράτους. Ἄρα τό δίλημμα, πού θέτουν κάποιοι, Ἕλλην ἤ Ρωμαῖος εἶναι πλαστό. Διότι ἀπό τήν καταγωγή του μπορεῖ κάποιος νά εἶναι: Ἕλλην, Σύρος, καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο καί κρατικά Ρωμαῖος, πολίτης δηλαδή τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους. Στούς τελευταίους αἰῶνες γίνεται ἀναφορά στόν πολιτισμό τῆς Ρωμανίας μέ τόν ὄρο Ρωμηοσύνη25.
Πρέπει ἐδῶ νά δηλωθεῖ, ὅτι ἡ χρήση τῶν ὀνομάτων ἀπό τούς λόγιους ἤ τούς πολιτικούς, πολλές φορές, ἐπιφέρει σύγχυση στά πράγματα (π.χ ταύτιση τοῦ Ρωμαῖος μέ τό ὄνομα Ἕλλην, χρήση τοῦ ὀνόματος βυζαντινός, κ.λ.π). Ὁ Λαός ὅμως, ἐλεύθερος ἀπό τήν πολιτική σκοπιμότητα ἤ τήν ἀρχαιοπληξία τῶν λόγιων, χρησιμοποιεῖ φυσικά καί ἀβίαστα τά ὀνόματα, ὅπως δείχνουν τά δημοτικά τραγούδια του. Βέβαια, ὑπάρχει καί κάποια ταύτιση, διότι τό ὄνομα Ἕλλην, ὡς πολιτιστικό, καί τό Ρωμαῖος, ὡς κρατικό, τελικά ταυτίσθηκαν, διότι οἱ Ρωμαῖοι ἔγιναν πολιτιστικά Ἕλληνες καί οἱ Ἕλληνες κρατικά Ρωμαῖοι. Ἐξ’ ἄλλου ὅλοι οἱ Λαοί τῆς Αὐτοκρατορίας (μποροῦν νά) ὀνομάζονται πολιτιστικά Ἕλληνες καί ἡ Αὐτοκρατορία Ἑλληνική. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει, ὅτι οἱ ἐκ καταγωγῆς (φυλετικά) Ἕλληνες εἶναι ἐξουσιαστές ὅλων τῶν ἄλλων Λαῶν (τῆς Αὐτοκρατορίας) καί ἡ Αὐτοκρατορία ἰδιοκτησία τῶν Ἑλλήνων. Μία τέτοια σύγχυση (παρανόηση) δημιουργήθηκε ἀπό τό γεγονός, ὅτι τό 1453 (Β’ ἅλωση ) ἡ Πόλη ἦταν στά χέρια τῶν Ἑλλήνων, μαζί μέ μερικά τμήματά της στόν ἱστορικό ἑλληνικό (ἑλλαδικό) χῶρο. Δέν ἦταν ὅμως αὐτή γεωγραφικά ΟΛΗ ἡ Αὐτοκρατορία. Μονοεθνική Αὐτοκρατορία, ἄλλωστε, δέν ὑπάρχει. Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας (τό «Βυζάντιο») ἀποκαταστάθηκε ἐδαφικά καί ξαναλειτούργησε ὡς «Αὐτοκρατορία» στά ὅρια τῆς Ἐθναρχίας, μέσα στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, τήν γεωγραφική συνέχεια τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης. Μετά τήν ἅλωση τοῦ 1453 ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, ὡς Ρωμαϊκή Ἐθναρχία (Ρούμ-μιλλετί), ξαναβρῆκε τήν ἐδαφική καί πληθυσμιακή ἑνότητά της («Κράτος ἐν κράτει»). Ἄς ἐπιστρέψουμε ὅμως στό ὄνομα Ρωμαῖος -Ρωμαῖοι.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό, ὅτι μέχρι σήμερα στήν Συρία καί στόν Λίβανο, ὅπου ζοῦν περισσότεροι ἀπό 120.000 Ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῶν ἱστορικῶν περιπετειῶν τους ἔχουν γίνει ἀραβόφωνοι, δηλώνουν αὐθόρμητα πώς εἶναι «Ρούμ Ὀρτοντόξ» καί ὄχι Σύριοι ἤ Λιβανέζοι, διότι θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους ἀπόγονους τῶν κατακτηθέντων «Ρωμαίων» τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ν. Ρώμης ἀπό τά μέσα τοῦ 7ου αἰώνα. Δηλώνουν, δηλαδή, τήν παλαιά κρατική ταυτότητά τους, πού ἐκφράζει συγχρόνως καί τήν πίστη τους. Ὡς Ὀρθόδοξοι εἶναι Ρωμαῖοι. Ἔτσι ἀπευθύνονται μέ συγκίνηση σέ ἕναν ξένο Ὀρθόδοξο (Ρωμηό), γιά νά δείξουν καί τήν ἱστορική σχέση καί συγγένεια (πνευματικά καί κρατικά) μαζί του.
Σημαντική ἐπιβεβαίωση τῆς εὐρείας χρήσης τοῦ ὀνόματος «Ρωμαῖος-Ρωμαῖοι» προσφέρει τό ἱερό βιβλίο τοῦ Ἰσλάμ, τό Κοράνιο. Ἀπό τά περισσότερο ἐνδιαφέροντα κεφάλαια (Σούρα) τοῦ βιβλίου εἶναι τό ὑπ’ἀριθμ. Λ(30), ἐπιγραφόμενο «Ἀρρούμ», δηλαδή «ἡ Ρωμανία». Ὁ Ἄραβας ἱστορικός Α. Μασούντι (10ος αἰ.) κάνει διάκριση μεταξύ Ἰουνάν (ἐθνικοί, Ἕλληνες) καί Ρούμ (Ρωμαῖοι, χριστιανοί). Οἱ πρῶτοι στίχοι τοῦ κεφαλαίου ΡΟΥΜ εἶναι οἱ ἀκόλουθοι:
«ΟΙ ΡΟΥΜ»
«Στό ὄνομα τοῦ οἰκτίρμονος καί ἐλεήμονος Ἀλλάχ, Ἄλεφ, Λάμ, Μίμ. Οἱ Ρωμηοί νικήθηκαν σέ μία χώρα γειτονική πρός τή δική μας. Ὅμως μετά ἀπό λίγα χρόνια καί αὐτοί θά νικήσουν. Τά πράγματα, εἴτε πρίν εἴτε μετά ἐξαρτῶνται ἀπό τόν Θεό. Κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη οἱ πιστοί θά χαροῦν γιά τή νίκη, πού θά γίνει μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτός δίνει νίκη σέ ὅποιον Αὐτός θέλει, διότι εἶναι ὁ μεγαλοδύναμος καί πολυέλεος»26.
Ἡ ἥττα πού ἀναφέρεται στό ἐδάφιο αὐτό εἶναι ἡ ὑποχώρηση τῶν Ρωμαίων (Βυζαντινῶν) ἀπέναντι στούς Πέρσες, τό 619, καί ἡ καταφυγή τους στήν Αἴγυπτο. Κατά τίς ἀραβικές πηγές ἡ προφητευόμενη ἐδῶ ἀπό τό Κοράνιο νίκη ἔλαβε χώρα τό 628, πού οἱ Ρωμαῖοι (=Βυζαντινοί) νίκησαν τούς Πέρσες. Σημασία ὅμως ἔχει ὅτι ὁ “ προφήτης” Μωάμεθ εἶναι μέ τό μέρος τῶν Ρούμ, ὡς χριστιανῶν, καί ὄχι μέ τό μέρος τῶν εἰδωλολατρῶν Περσῶν. Ἡ «σούρα» αὐτή εἶναι τό πνευματικό θεμέλιο τῆς ἑλληνοαραβικῆς φιλίας.
3. Γραικοί
Ὄχι μόνο τούς ἐκ καταγωγῆς Ἕλληνες, ἀλλά καί ὅλους τούς πολῖτες τῆς Αὐτοκρατορίας, ἐνδιαφέρει ἡ ἀνάδυση στούς μέσους αἰῶνες τοῦ (ἀρχαίου) ἑλληνικοῦ ὀνόματος Γραικός- Γραικοί. Ὁ Γραικός (συγκεκριμένο πρόσωπο) γενεαλογεῖται, ὅπως καί ὁ Ἕλλην, ἀπό τόν Δευκαλίωνα, κατ’ ἄλλους δέ ὑπῆρξε ὁ ἀδελφός τοῦ Λατίνου, πού εἴδαμε παραπάνω στήν Ἰταλία. Τό ὄνομα σχετίζεται μέ τή λέξη γηραιός καί ἔτσι ὀνομαζόνταν οἱ προφῆτες (ἱερεῖς) τοῦ μαντείου τῆς Δωδώνης καί συνηθέστερα Σελλοί (Ἑλλοί, Ἕλληνες) (Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά Α’, 14).
Ὅλα αὐτά δείχνουν τήν ἑλληνικότητα τῶν ὀνομάτων Γραικός καί Ἕλλην καί τήν μεταξύ τους συγγένεια. Ἄρα γιά τούς (Νέο) ἕλληνες μόνο τιμή περιποιεῖ ἡ ἀναφορά στά ὀνόματα αὐτά. Τό πρόβλημα ὅμως εἶναι γιατί στή μέση περίοδο τῆς ἱστορίας μᾶς ἐπιβλήθηκε στήν φραγκική Δύση τό ὄνομα Γραικός γιά τούς πολῖτες τῆς (Ἀνατολικῆς) Αὐτοκρατορίας. Ποῖος, δηλαδή, στόχος κάλυπτε αὐτή τήν ἐνέργεια τῶν Φράγκων.
Γραικούς βέβαια, ὀνόμαζαν καί οἱ ἀρχαῖοι Ρωμαῖοι (Λατῖνοι) τούς ἀρχαίους Ἕλληνες. Ἀλλά κατά τόν 7ο / 8ο μ.Χ αἰώνα ἐμφανίζεται γιά πρώτη φορά στή ζωή τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας τό ὄνομα Γραικός (καί: Γραικία) ὡς ἐθνική – κρατική ὀνομασία τῶν ἑλληνοφώνων κατοίκων της. Ἀπό τόν 7ο αἰώνα ἐναλλάσονται οἱ ὅροι Ρωμαῖοι καί Γραικοί καί τελικά ἐπικρατεῖ τό δεύτερο. Παράλληλα ὅμως οἱ Φράγκοι κράτησαν τό ὄνομα Ρωμαῖος (Ρωμανία), γιά νά δηλώνει τούς Δυτικούς πολῖτες τῆς Αὐτοκρατορίας, πού ἦταν ὑπό τήν κυριαρχία τους. Ἐξ’ ἄλλου, ἀπό τά μέσα τοῦ 8ου αἰώνα κάνουν τήν ἐμφάνισή τους κάποια «περίεργα» ἔργα μέ τίτλους «contra Graecos», «contra errores Graecorum» (ἐναντίον τῶν Γραικῶν καί τῶν πλανῶν-αἱρέσεών τους). Στίς δυτικές πηγές εὐρύνεται βαθμιαῖα αὐτή ἡ χρήση καί οἱ ἐλεύθεροι Ρωμαῖοι ἀποκαλοῦνται ἀνεξήγητα Γραικοί. Τί σημαίνει αὐτή ἡ «ἀνακάλυψη» τοῦ ὀνόματος Γραικός ἀπό τούς Φράγκους;
To γεγονός, ὅτι ἀπό τούς πρώτους «βυζαντινούς» χρόνους ἀπαντᾶ σποραδικά τό ὄνομα Γραικός στίς πηγές (Π. Χρήστου), δέν ἀναιρεῖ τό ἐρώτημα, γιατί τελικά ἐπιβάλλεται στόν χαρακτηρισμό τῶν ἀνατολικῶν Ρωμαίων, ἑλληνοφώνων πολιτῶν τῆς Αὐτοκρατορίας. Καί αὐτό πρακτικά σημαίνει: Μόνο οἱ Δυτικοί χαρακτηρίζονται πλέον Ρωμαῖοι, δηλαδή πραγματικοί καί γνήσιοι πολῖτες τῆς Ρωμανίας (τῆς Αὐτοκρατορίας). Αἰφνιδιαστικά, δηλαδή, οἱ ἀνατολικοί Ρωμαῖοι μετατρέπονται (ἀναβαπτίζονται) σέ Γραικούς. Ὁ αὐτοκράτορας τῆς Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως γίνεται γιά τούς Φράγκους, βασιλέας τῶν Γραικῶν καί ἡ ἀνατολική Ρωμανία μεταβάλλεται σέ Γραικία/Grecia, Imperium, Graecorum, Terra Graecorum καί Imperium Constantinopolitanum. Γιατί;
Πειστική ἀπάντηση στό κρίσιμο αὐτό ἱστορικό ἐρώτημα ἔχει δώσει ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης29. Γύρω στό 750 μ.Χ., ὅταν ἄρχισε (754) ἡ παραγωγή τῶν ἔργων «contra Graecos», συλλαμβάνεται-καί ἐκτελεῖται- ἕνα τεράστιας σημασίας καί δυναμικῆς ἐπεκτατικό/ἰμπεριαλιστικό σχέδιο. Ἡ δημιουργία μιᾶς Αὐτοκρατορίας, πού θά ἁπλωνόταν ἀρχικά στήν δυτική Εὐρώπη, μέχρι τήν Ἰταλία καί τήν παλαιά Ρώμη, πόλη – ὄνειρο γιά τούς Φράγκους. Διότι καί στήν περίπτωση αὐτή ἴσχυε τό λεγόμενο γιά τήν Κωνσταντινούπολη: ὅποιος ἔχει τήν Πόλη εἶναι κύριος τοῦ Κράτους! Βέβαια ἡ Παλαιά Ρώμη δέν ἔπαυε, παρά τήν περιθωριοποίησή της μετά τήν 11η Μαίου τοῦ 330, νά εἶναι ἡ πρωτεύουσα τοῦ Δυτικοῦ Κράτους στά πράγματα. Δέν ἐκπροσωποῦσε ὅμως ὅλη τήν Αὐτοκρατορία. Ἡ Δ’ Σταυροφορία καί ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως στούς Λατινοφράγκους (1204) ἀπέδειξε, ὅτι τό φραγκικό σχέδιο περιελάμβανε τήν ἐπέκταση καί στήν Ἀνατολή μέ τή δημιουργία μιᾶς «Ἑνωμένης Εὐρώπης» ὑπό τήν ἐξουσία τῶν Φράγκων. Εἶναι ὁ πρῶτος σχεδιασμός γιά φραγκική ἑνοποίση τῆς Εὐρώπης, πού θά ἐπαναληφθεῖ ἀπό τόν Ναπολέοντα30, ὡς τίς μέρες μας, πού τό καρλομάγνειο ὄνειρο ἔγινε πραγματικότητα.
Γιά νά περιορίσουν τά ἐμπόδια οἱ Φράγκοι τοῦ 8ου αἰώνα , ἔπρεπε νά ἀποκόψουν τούς Ρωμαίους τῆς Ἰταλίας, καί εὐρύτερα τῆς Δύσεως, ἀπό τόν Αὐτοκράτορά τους, τήν πρωτεύουσα τῆς Ρωμανίας (τήν Κωνσταντινούπολη) καί τούς ὁμοεθνεῖς καί ὁμοδόξους τους Ρωμαίους τῆς ὑπόλοιπης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (Ρωμανίας). Στήν διαφοροποιήση αὐτή τῶν δυτικῶν Ρωμαίων ἀπό τούς ἀνατολικούς διαπίστωσαν, ὅτι πολύ θά συνέβαλλε ἡ μετονομασία τῶν ἀνατολικῶν Ρωμαίων σέ Γραικούς, διακρίνοντας τούς ἑλληνόφωνους ἀπό τούς λατινόφωνους Ρωμαίους. Αὐτό ὅμως δέν ἦταν παρά τέχνασμα καί ψεῦδος, διότι, ὅπως εἴπαμε, ἡ ἑνιαία Ρωμανία ἦταν ἀπό τήν ἀρχή δίγλωσση (ἑλληνόφωνη καί λατινόφωνη). Ἐξ’ ἄλλου, πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι οἱ λατινόφωνοι Πατέρες πρίν ἀπό τό σχίσμα (1054) ῆσαν Ρωμαῖοι (Ὀρθόδοξοι), μετά δέ τό σχίσμα, Λατῖνοι στή Δύση εἶναι οἱ (αἱρετικοί) λατινοφράγκοι.
Πάντως τό ἐγχείρημα αὐτό τῶν Φράγκων, ἡ διάκριση δηλαδή Ρωμαίων καί Γραικῶν, ὄχι μόνο λειτούργησε κατά τήν προσδοκία τους, ἀλλά καί ἐπικράτησε, ὥστε μέχρι σήμερα, ἡ ἐπιστήμη νά τό δέχεται ὡς «ἱστορική ἀλήθεια»! Γι’ αὐτό στή φραγκική (γαλλική) ἱστοριογραφία ἡ Ἀνατολική Αὐτοκρατορία ὀνομάζεται «Greque» (γραίκικη), ἐνῶ οἱ Βρετανοί (=νορμανδοί) ἱστορικοί (π.χ Gibbon, Bury) δέν ἔπαυσαν νά ὀνομάζουν τό «Βυζάντιο» Roman Empire (Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία). Βέβαια, οἱ «Ἑλλαδῖτες» ταυτίζουν τό «Γραικική» μέ τό «Ἑλληνική» καί γι’ αὐτό εὐχαριστοῦνται, ὅταν χαρακτηρίζεται ἡ Αὐτοκρατορία τους Γραικική καί αὐτοί οἱ ἴδιοι Γραικοί, διότι ταυτίζουν τό «Γραικοί» (τῶν Φράγκων) μέ τό «Ἕλληνες». Στή σκέψη ὅμως καί τή γλώσσα τῶν Φράγκων τά ὀνόματα «Γραικική» καί «Γραικός» ἀναφέρονται στήν ἀνατολική Αὐτοκρατορία καί τούς πολῖτες της καί ὄχι στό μικρό ἑλληνικό κράτος (ἀπό τό 1830), πού ἦταν μία ἐπαρχία τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως ἡ Βουλγαρία, ὁ Λίβανος, ἡ Συρία, ἡ Σερβία, κ.λ.π.
Στή Δύση τό Γραικική ἤ Γραικός σημαίνει Βυζαντινή καί Βυζαντινός, ὅ,τι δηλαδή τό ὄνομα τοῦ Ρούμ στήν Ἀνατολή. Ἔτσι, ὅταν ὁ Ρήγας Φερραῖος (=1798) ὀνομάζει τήν σχεδιαζόμενη Δημοκρατία στά ἐπαναστατικά του κείμενα «Ἑλληνική», ἀναφέρεται στήν Γραίκικη «Βυζαντινή» Αὐτοκρατορία γεωγραφικά, ἀλλά μέσα σέ ὀργανωτικά σχήματα, προερχόμενα ἀπό τήν Δυτική Εὐρώπη (τή Γαλλία) τῆς ἐποχῆς του (π.χ Γαλλικό Σύνταγμα τοῦ 1793). Γι’αὐτό καί καλεῖ ὅλους τους Λαούς τῆς Αὐτοκρατορίας (Ὀθωμανική, τώρα) σέ ἐξέργεση32. Ἔτσι, λοιπόν, ἐπεκράτησαν στίς δυτικές πηγές, ὡς σήμερα, οἱ ὅροι «Γραικοί» καί «Γραικία» γιά τό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Ρωμανίας («Βυζαντίου»).
Κατά τόν π. Ι. Ρωμανίδη τό ἀποτέλεσμα τῆς γραμμῆς αὐτῆς ἦταν ἡ διάσπαση τῆς Ρωμανίας καί τῶν Λαοτήτων της, ἡ ἀφομοίωσή των ἐκτός της Ἑλλάδος Ρωμαίων ἀπό τό πολιτικό καί ἐθνικό περιβάλλον τους καί ὁ ἀφανισμός τῆς Ρωμαίικης γλώσσας (νεοελληνικῆς) ἀπό τήν Αἴγυπτο, τά Ἱεροσόλυμα, τόν Λίβανο, τήν Συρία, τήν Τουρκία, τήν Ρωσία, τήν Ρουμανία, τήν Σερβία καί τήν Ἀλβανία33. Καί τοῦτο διότι, κατά τόν ἴδιο «οἱ Ρούμ ἤ Ρωμαῖοι ἤ Ρωμανοί τῶν περιοχῶν αὐτῶν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον συνήθισαν εἰς τήν ἰδέα, ὅτι στή Ἑλλάδα ὑπάρχουν μόνο Γραικοί καί ὄχι ὁμοεθνεῖς των Ρωμηοί, πού μιλοῦν ρωμαίικα καί ὄχι κάποια ξένα γι’ αὐτούς Γραικικά»34.
Στήν Μέση Ἀνατολή μέ τήν ἐπίδραση τῶν Δυτικῶν (Γάλλων – Ἄγγλων) τό Ρούμ ἀποδίδεται μέ τό «Γραικός» τῶν Φράγκων. Ἀνάλογα καί στήν Ἑλλάδα οἱ Ρωμηοί- Ὀρθόδοξοι καί ὄχι ἀραβόφωνοι Ρωμηοί- (Ὀρθόδοξοι). Παράλληλα, ἔγινε προσπάθεια καί οἱ Ρωμαῖοι (Ρωμηοί-Ὀρθόδοξοι) τῆς Κωνσταντινουπόλεως νά χαρακτηρίζονται Τοῦρκοι Ὀρθοδόξοι. Ὅλα αὐτά βεβαιώνουν τήν σημασία τῶν ὀνομάτων καί τῆς ὀρθῆς κατανόησής τους στόν καθορισμό τῆς ἐθνικοπνευματικῆς ταυτότητας. Ὑπάρχει ὅμως καί μία ἄλλη ὄψη τοῦ θέματος.
Τό ὄνομα Γραικός κακοποιήθηκε βάναυσα στήν Φραγκική Δύση ὡς ἀποτέλεσμα τῆς θεολογικο-πολιτικῆς ἔριδας μεταξύ Ἀνατολῆς – Δύσεως καί μέ τήν ἀρνητική σημασία, πού ἔλαβε, συνέβαλε στή ριζικότερη ἀποστασιοποίηση τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Τό 754 ἱδρύθηκε ἀνεξάρτητο παπικό κράτος μέ πρωτεύουσα τήν Παλαιά Ρώμη, μετά ἀπό δωρεά τοῦ πατέρα τοῦ Καρλομάγνου Πιπίνου τοῦ Βραχέος (†768). Τό κράτος αὐτό εἶχε τήν στήριξη καί προστασία τῶν Φράγκων. Τότε ἱδρύθηκε καί ἡ Αὐτοκρατορία τῶν Φράγκων μέ αὐτοκράτορα τόν Κάρολο. Ἡ δικαιολογία ἦταν, ὅτι οἱ Γραικοί φάνηκαν ἀνάξιοι τῆς ρωμαϊκῆς κληρονομίας!
Τό ὄνομα Γραικός γρήγορα ἀπέκτησε τήν σημασία τοῦ «αἱρετικός», πού τότε σήμαινε «νόθος», «κίβδηλος» Ρωμαῖος καί συνεπῶς, κάτι τό ἐντελῶς ἀπαξιωτικό. Αὐτό ἐπιβεβαιώνουν τά ἔργα «Conta (ἤ Adversus) Graecos», ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν καί γι’ αὐτό «κίβδηλων» Ρωμαίων, ἀλλά καί ἀναξίων νά φέρουν τό τιμημένο ὄνομα Ρωμαῖος. Ἡ μεγάλη αἵρεση τῶν Γραικῶν ἦταν, κατά τούς Φράγκους Θεολόγους , ἡ μή ἀποδοχή ἀπό αὐτούς τῆς διδασκαλίας γιά τήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί «ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (Filioque). Ἔτσι ἀργότερα, ἀπό τούς Σχολαστικούς, ὑποστηρικτές τοῦ Filioque, ὁ Ἀνσελμος Καντερβουρίας (11ος αἰ.) ἔγραψε τό ἔργο του Contra Graecos καί ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης (13ος αἰ) τά ἔργα Contra Graecos καί Contra Errores Graecorum. Οἱ ἐπιθέσεις αὐτές, φθάνοντας στά ὅρια τοῦ φανατισμοῦ, αὔξαναν συνεχῶς τό μῖσος πρός τούς Γραικούς. Οἱ πολιτικές συγκρούσεις λόγῳ τῶν φραγκικῶν ἀξιώσεων ἐπέτειναν τό μῖσος καί τό ὄνομα Γραικός ἔγινε ἡ φοβερότερη πρόκληση στίς φραγκικές συνειδήσεις. Ὁ ἔντονος αὐτός μισελληνισμός (μισογραικισμός) ἐνισχύθηκε σημαντικά στήν περίοδο τῆς Φραγκοκρατίας.
Ἡ ἀποστροφή καί προκατάληψη τῶν Φράγκων ἔναντι τῶν Γραικῶν ἄφησε τά ἴχνη της μέχρι σήμερα. Κατά τήν ὁμολογία τοῦ Π. Χρήστου: «…Ἄκουσα σ’ αὐτή τή Χώρα (=Η.Π.Α) ἐπανειλημμένως νά χρησιμοποιεῖται τό ἑλληνικό ὄνομα ὡς ὕβρεις «God, Damm Greek»= «Θεέ, ἀφάνισε τόν Γραικό». Καί «You Greek»= «ἐσύ, παληάνθρωπε»35. Πράγματι τό ὄνομα Γραικός (Greek, Grec, Greco κ.λ.π.) ἔφθασε νά σημαίνει, κατά τά δυτικά Λεξικά, αἱρετικός, κλέφτης, ἀπατεώνας, δηλαδή ὅ,τι ἀπαισιότερο. Ἡ μόνιμα ἀνθελληνική στάση τῆς δυτικῆς πολιτικῆς, σ’ αὐτά ἔχει τίς ρίζες της. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται καί ἡ αἰτία τοῦ γεγονότος, ὅτι πολλοί Ἕλληνες στίς Η.Π.Α. ἀλλάζουν τά ἐπώνυμα, ἀλλά καί τά ὀνόματά τους, γιά νά μή διακρίνονται. Ἄλλοι – καί ὄχι μόνο ἀπό νεοειδωλολατρικές καί ἀρχαιολατρικές τάσεις – προτιμοῦν ἀντί τοῦ Greek τό Hellenic. Λησμονοῦν ὅμως ὅτι λόγῳ τῆς Αὐτοκρατορίας, εὐρύτερο ὄνομα εἶναι γιά τούς σημερινούς Ἕλληνες τό πρῶτο, πού δηλώνει στή Δύση τό ὄνομα τῶν πολιτῶν της, ἔστω καί μέ τήν μείωση αὐτή, ὅπως τό Rum (Ρωμαῖος ἤ Ρωμηός) στήν Ἀνατολή. Γραικός καί Ρωμαῖος εἶναι τά αὐτοκρατορικά μας ὀνόματα. Τό Ἕλλην δηλώνει κυρίως τήν ἐθνική καταγωγή μας, ὅπως καί τά : Σέρβος, Βούλγαρος, Παλαιστίνιος, Λιβανέζος κ.λ.π, γιά τούς ἄλλους πολῖτες τῆς Αὐτοκρατορίας. Τά ὀνόματα τῶν Λαῶν τῆς Αὐτοκρατορίας καί ἰδίως ἡ ἱστορική χρήση τούς εἶναι ἀπό τά δυσκολοτέρα προβλήματα τῆς Ἐπιστήμης…
http://www.impantokratoros.gr/42AA8A66.el.aspx
Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης καί οἱ πολῖτες της
Μέρος 2ον
4. Βυζάντιος-Βυζαντινοί
Ἔχει λεχθεῖ ἤδη, ὅτι ἡ Αὐτοκρατορία δέν χρησιμοποίησε ποτέ γιά τόν ἑαυτό της τό ὄνομα Βυζάντιο, οὔτε οἱ πολῖτες της ὀνομάσθηκαν ποτέ Βυζαντινοί μέχρι τό 1562. Τό ἔτος αὐτό, γιά πρώτη φορά, ὁ γερμανός Ἱερώνυμος Βόλφ (Wolf), εἰσηγήθηκε τήν σύσταση ἑνός συστήματος Βυζαντινῆς Ἱστορίας, ἑνός Corpus Historiae Byzantinae. Ἐντελῶς αὐθαίρετα, δηλαδή, δέν ὀνομάσθηκε ἡ ἱστορία αὐτή Ρωμαϊκή, ἀλλά Βυζαντινή, γιά νά διαφοροποιηθεῖ ἀπό τή Δυτική Ρωμανία, τή δυτική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, πού ἀπό τό ἔτος 962 ἔλαβε τό ὄνομα «Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους»! Ἔτσι, τό 1680 ὁ ἱστορικός Du Cange (Δουκάγκιος) ἐτιτλοφόρησε τό ἱστορικό σύγγραμμά του «Historia Byzantina»36. Μέσῳ δέ τῆς Ἐπιστήμης ἐπιβλήθηκε τό ὄνομα αὐτό καί στή Ρωμαϊκή Ἀνατολή. Ἔτσι, καί τό ἔργο τοῦ Ρωμηοῦ (Γραικοῦ) ἱστορικοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ (14ος αἰ.) «Ρωμαϊκή Ἱστορία», ὀνομάσθηκε «Βυζαντινή» (1562): «Nicephori Gregorae, Romanae, hoc est Byzantinae, Historiae, Libri XI (ἔκδ.Βασιλείας). Ἡ φράση «hoc est Byzantinae» («τουτέστιν Βυζαντινῆς»), εἶναι αὐθαίρετη προσθήκη τοῦ μεταφραστοῦ καί πρόκειται οὐσιαστικά γιά «ἐπιστημονική» πλαστογραφία.
Οἱ πολῖτες τῆς Αὐτοκρατορίας μέ τό ὄνομα «Βυζάντιο» ἐννοοῦσαν μόνο τήν ἀρχαία πόλη – ἀποικία τῶν Μεγαρέων, στή θέση τῆς ὁποίας κτίσθηκε ἡ Νέα Ρώμη- Κωνσταντινούπολη καί λέγοντας «Βυζάντιο» ἐννοοῦσαν ἤ τούς κατοίκους τῆς ἀρχαίας αὐτῆς πόλης ἤ τούς κατοίκους τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μέ αὐστηρά τοπική σημασία, καί ποτέ τόν κάτοικο τῆς Αὐτοκρατορίας (Ρωμανίας)37. Ἔτσι ὅμως, μέ τή χρήση τοῦ ὀνόματος Βυζάντιο ὡς κρατικοῦ, δημιουργήθηκε σύγχυση ὡς πρός τό ἀληθινό ὄνομα τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά καί στήν κατανόηση τῆς μεσαιωνικῆς μας ἱστορίας. Ἡ ἐπινόηση τῶν ἀνύπαρκτων, μέ κρατική ἔννοια ὅρων, «Βυζάντιο» καί «Βυζαντινοί» ἦταν καθαρή νόθευση τῆς Ἱστορίας μέ σαφή σκοπιμότητα.
Ἡ ἀποδοχή δέ τοῦ ὀνόματος ἀπό τούς σημερινούς Ἕλληνες (κυρίως ἀπό τόν 19ο αἰ.), μέσῳ τῆς σχολικῆς ἐκπαίδευσης, μαρτυρεῖ τό συμπλεγματικό μιμητισμό μας σέ κάθε τί τό προερχόμενο ἀπό τήν Εὐρώπη, καί εἶναι μία χαρακτηριστική ἔκφραση τῆς μανίας τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ μας.
Μέ αὐτό τόν τρόπο ὅμως διασπάσθηκε στήν Ἐπιστήμη ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης σέ ρωμαϊκή καί βυζαντινή, διαβάζουμε δέ συχνά, ὅτι ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, ὁ ἱδρυτής τῆς Αὐτοκρατορίας, μεταφέροντας τήν πρωτεύουσα στήν Ἀνατολή, ἀπό Ρωμαῖος Αὐτοκράτορας ἔγινε… Βυζαντινός, σάν νά ἦταν βασιλιᾶς καί αὐτοκράτορας μόνο τῆς μικρῆς πόλεως Βυζάντιο! Ἀντίθετα, ὅλοι οἱ Αὐτοκράτορές μας δέν ἔπαυσαν ποτέ νά ὑπογράφουν ὡς «Ρωμαῖοι», ὅπως λ.χ ὁ τελευταῖος (Κωνσταντῖνος ΙΑ’), ὡς τό 1453: «Αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων».
Τόν 19ο αἰῶνα ἰσχυρά ἀντιτάχθηκε στήν ἐπικράτηση τοῦ ὀνόματος «βυζαντινός» γιά τήν Αὐτοκρατορία ὁ μεγάλος Ἕλληνας Παπαρρηγόπουλος, προτείνοντας τόν ὄρο «ἑλληνική» (γιά τήν Αὐτοκρατορία), πού ὅμως καί αὐτός δέν ἀνταποκρίνεται στήν ὀρθή ἱστορική χρήση. Αὐτό ὅμως δέν ὀφείλεται σέ ἄγνοια ἤ λάθος τοῦ Παπαρρηγόπουλου, ἀλλά εἶναι σύμπτωμα τοῦ κυρίαρχου πιά ἐθνικισμοῦ (φυλετισμοῦ). Ὁ χαρακτηρισμός ὅμως «ἑλληνική» γιά τήν Αὐτοκρατορία, μολονότι δέν ἀποδίδει ἱστορικά μέ ἀκρίβεια τά πράγματα, ἀνταποκρίνεται περισσότερο στήν πραγματικότητα, ἀφοῦ ὄχι μόνο ἐκ καταγωγῆς Ἕλληνας ἀλλά καί οἱ ἄλλοι πολῖτες τῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν πολιτιστικά καί γλωσσικά ὅλοι Ἕλληνες. Τό ὀρθό ὅμως εἶναι ρωμαϊκή. Ἄς ἀφήσουμε ὅτι τό ἑλληνική μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ παρεξηγήσεις, διότι σήμερα ὁ ὅρος χαρακτηρίζει τό Ἑλληνικό Κράτος, στό ὁποῖο ἀνήκει μόνο ἕνα μέρος τῶν πολιτῶν της.
Ὁ π. Ἰ. Ρωμανίδης, ἄριστος γνώστης τῆς ἱστορίας τῶν ὀνομάτων καί τῆς χρήσης τους, χαρακτηρίζει ὡς «καταστροφή» τῆς ἐκτός τῆς Ἑλλάδος Ρωμηοσύνης τήν ἐπικράτηση τοῦ ὀνόματος «Βυζαντινός» γιά κάθε τί τό ρωμαϊκό. «Οἱ ἐναπομείναντες Ρούμ καί Ρωμανοί ἤ Ρουμάνοι, εἰς Μέσην Ἀνατολή, Ρουμανίαν καί Ἀλβανίαν, δέν γνωρίζουν πλέον, ὅτι οἱ κακῶς σήμερον λεγόμενοι Βυζαντινοί εἶναι τό ἴδιο πράγμα μέ τόν ἑαυτόν των»38.
Πρέπει νά γίνει κατανοητό, ὅτι οἱ λεγόμενοι Βυζαντινοί εἶναι στά ἑλληνικά Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί, στά λατινικά Ρωμάνοι (Ρουμάνοι) καί στά ἀραβικά καί τούρκικα Ρούμ, μέ κύρια καί ἐπίσημη γλώσσα τά ρωμαίικα.
Ὑπάρχει, ὅμως καί καθαρά πολιτική διάσταση στήν ἐπιβολή τοῦ ὀνόματος «Βυζαντινός». Ἡ χρήση τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἀντί τοῦ «Ρωμαῖοι», ἀπό τίς ἀρχές κυρίως τοῦ 19ου αἰῶνα, ἐξυπηρετοῦσε τά πολιτικά σχέδια τῶν δυτικοευρωπαίων. Μέ αὐτό τόν τρόπο οἱ λαότητες τῆς Ρωμανίας, πού κέρδιζαν τήν ἐλευθερία τους τόν 19ο αἰώνα (Ἕλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι Ρουμάνοι, κ.τ.λ.) δέν θά μποροῦσαν νά διεκδικήσουν τήν ἀνασύσταση τῆς Αὐτοκρατορίας τους, ἀλλά τήν ἵδρυση μικρῶν ἐθνικῶν κρατιδίων, ὡς προτεκτοράτων τῶν δυτικοευρωπαϊκῶν Δυνάμεων. Ἔτσι καί ἡ Μεγάλη Ἑλληνική Ἐπανάσταση ξεκίνησε μέν ὡς «Ρωμαϊκή» (Ἀλεξ. Ὑψηλάντης, Φεβρουάριος 1821), ἀλλά μετά ἔγινε ἐθνική, μέ τή διάσπαση τῶν βαλκανικῶν λαῶν. Ἡ ἐπανάσταση στή Βαλκανική χερσόνησο ἀπό οἰκουμενική -ρωμαϊκή μεταβλήθηκε σέ ἐπί μέρους ἐθνικές ἐξεγέρσεις μέ ἔντονο ἐθνικιστικό χαρακτήρα. Μέ τόν τονισμό τῆς ἐθνικότητας, κάθε βαλκανική ἐθνότητα κινήθηκε «ἀλυτρωτικά» (δημιουργία ἐθνικοῦ κράτους) καί ὄχι οἰκουμενικά (ἀνάσταση τῆς κοινῆς Αὐτοκτατορίας)39. Οἱ Τοῦρκοι, πάντως, διασώζουν σήμερα στή γλώσσα τους κάπως τίς ἱστορικές φραστικές διακρίσεις. Τούς ἑλλαδῖτες (κατοίκους τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους), ὀνομάζουν Ἴωνες (Junan), τούς ὁμοεθνεῖς μας Ρωμαίους τῆς Κωνσταντινουπόλεως καλοῦν Ρούμ (Ρωμαίους-Ρωμηούς). Τήν Αὐτοκρατορία ὅμως δέν τήν ὀνομάζουν Ρωμανία, ἀλλά Βυζάντιο καί Βυζαντινή, ἀκολουθώντας καί αὐτοί τό δυτικοευροπαϊκό παράδειγμα.
5. Ἕλληνες
Ἀπό τό 4ο αἰώνα π.Χ τό ὄνομα Ἕλληνες ἐπικράτησε γιά ὅλα τά ἑλληνόφωνα φῦλα στήν εὐρύτατη διασπορά τους καί ἔγινε τό ἐθνικό ὄνομα ὅλων τῶν ἑλληνικῶν φυλῶν40. Αὐτό εἶναι ἔκτοτε τό μόνιμο καί ἀναντικατάστατο ἐθνικό ὄνομά τους, πού δηλώνει τήν καταγωγή τους. Στήν Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας οἱ Ἕλληνες (ἐκ καταγωγῆς) ἀποτελοῦσαν τήν καρδιά καί τήν ψυχή της. Ἡ ἑλληνική παιδεία, ἡ ἑλληνική γλώσσα, ἡ ἑλληνική σκέψη καί ὁ ἑλληνικός πολιτισμός ἔγιναν κοινό κτῆμα τῶν διαφόρων ἐθνοτήτων/λαοτήτων στήν Ἀνατολή καί στή Δύση ἀρχικά, ὥστε νά μποροῦν νά ὀνομάζονται, πολιτιστικά καί πνευματικά, ὅλοι Ἕλληνες, μέ τήν εὐρύτερη σημασία τοῦ ὅρου. Οἱ Ἕλληνες ἄλλωστε, συνεχίζοντας τήν παράδοση τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, δέν ἐπιχείρησαν τήν ὑποταγή τῶν ἄλλων λαοτήτων τῆς Αὐτοκρατορίας, κάτι πού θά κάμουν ἀργότερα οἱ Φράγκοι. Μέ τήν ἐπίδραση καί τῆς χριστιανικῆς πίστης, πέτυχαν οἱ Ἕλληνες τήν ἑνοποίηση καί συναδέλφωση ὅλων στή μία μεγάλη οἰκογένεια (Γένος) τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, οἱ ἐκ καταγωγῆς Ἕλληνες ἔγιναν γιά τούς ἄλλους λαούς τῆς Αὐτοκρατορίας, ὄχι κατακτητές, ἀλλά «πρωτότοκοι ἐν πολλοῖς ἀδελφοί» (Ρωμ.8, 29).
Τό ὄνομα «Ἕλλην» ὅμως ἀπό τήν ἐποχή τῶν Μακκαβαίων (γ’-β’ αἰ. π.Χ) ἀπέκτησε καί καθαρά θρησκευτική σημασία, πέρα ἀπό τήν ἐθνική καί πολιτιστική, ταυτίσθηκε δέ μέ τήν εἰδωλολατρία καί τήν ἀσέβεια (ἐθνισμός-ἐθνικοί). Στήν ἀνθελληνική αὐτή στάση τῶν Ἰουδαίων συνετέλεσαν πολύ ἡ στάση τοῦ Ἀντίοχου Δ’ τοῦ Ἐπιφανοῦς, πού δέν σεβάστηκε τά ἔθη τῶν Ἑβραίων, ἀλλά εἰσήγαγε εἰδωλολατρικά στοιχεῖα (μεταξύ ἄλλων, ἀπαγόρευσε ἐπίσημα τήν περιτομή, ἐπιβάλλοντας ἑλληνικά πρότυπα στήν ἰουδαική λατρεία μέ ποινή θανάτου!). Ἔτσι, ἐνῶ ἕως τότε ὁ ἐξελληνισμός, ἀναφερόμενος μόνο στόν πολιτισμό καί ὄχι στή θρησκεία, ἦταν εὐπρόσδεκτος ἀπό τούς Ἑβραίους, τώρα ἔγινε βδελυκτός, κυρίως στήν συντηρητικότερη φαρισαϊκή παράταξη, πού ὁδήγησε σέ σκληρό καί ἄκαμπτο ἐθνικισμό μέ καθαρά ἀνθελληνικό χαρακτήρα.
Οἱ μή Χριστιανοί Ἕλληνες λόγιοι τῶν πρώτων αἰώνων τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀπορρίπτοντας τόν Χριστιανισμό ὡς πίστη καί γιά τίς ἰουδαϊκές ρίζες του ἔδωσαν στούς χριστιανούς συγγραφεῖς τήν ἀφορμή, νά ἐπιμένουν στήν θρησκευτική ἐκδοχή τοῦ ὀνόματος «Ἕλλην», ὥστε νά ἐπικρατήσει ἡ ταύτισή του μέ τήν εἰδωλολατρία, χωρίς ὅμως νά χαθεῖ τελείως καί ἡ ἐθνική του σημασία. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό γεγονός, ὅτι δόκιμοι χριστιανοί συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς (†215), ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος (†407), ὁ Θεοδώρητος Κύρου (†446) κ.ἄ. χρησιμοποιοῦν στόν τίτλο τῶν ἔργων τους τήν ἀναφορά «Πρός Ἕλληνας» ἀλλά ὄχι «Κατά Ἑλλήνων», ἀφοῦ ἐκ καταγωγῆς (ἐθνικά) Ἕλληνες ἦσαν καί αὐτοί. Στήν ἐπικράτηση τῆς ἀρνητικῆς θρησκευτικῆς σημασίας τοῦ ὄρου «Ἕλλην» συνέβαλε κατά πολύ καί ἡ κίνηση τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ (361-363) γιά τήν ἐπαναφορά καί ἐπιβολή τοῦ ἀρχαίου θρησκεύματος.
Τήν ἐπικράτηση τοῦ ὀνόματος «Ἕλλην» μέ τήν θρησκευτική του σημασία (εἰδωλολάτρης) δείχνει καί ἡ χρησιμοποίηση στήν Αὐτοκρατορία γιά τόν χαρακτηρισμό τῶν (ἐκ καταγωγῆς) Ἑλλήνων τοῦ ὀνόματος Ἑλλαδικοί (πολύ ἀργότερα θά ἐμφανισθεῖ καί ἡ μορφή Ἑλλαδῖτες). Ὡς τό τέλος τῆς Αὐτοκρατορίας τό ὄνομα «Ἕλλην» θά σημαίνει τόν εἰδωλολάτρη. Ὁ πρῶτος μετά τήν ἅλωση τοῦ 1453 πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (†1472) θά ὁμολογήσει σέ κάποια στιγμή: «οὐκ ἄν φαίην ἕλλην εἶναι» (δέν θά ἔλεγα ὅτι εἶμαι εἰδωλολάτρης), μολονότι ἦταν Ἕλληνας στήν καταγωγή καί ἄριστος ἀριστοτελικός στήν παιδεία του. Εἶναι ὅμως χαρακτηριστικό παράδειγμα, καί μάλιστα τόν 15ο αἰῶνα, διότι δέν ἀπέρριπτε μέν τόν ἐκ καταγωγῆς καί παιδείας ἑλληνισμό του ἀλλά διαφοροποιοῦσε τήν (χριστιανική) πίστη του ἀπό τήν εἰδωλολατρία (τοῦ Γ. Πλήθωνος- Γεμιστοῦ). Ἡ ἐπανεμφάνιση τοῦ ὀνόματος «Ἕλλην» μέ τήν ἐθνική του σημασία θά πραγματοποιηθεῖ, ὅταν θά λησμονηθεῖ ἡ ὕπαρξη εἰδωλολατρῶν καί ἡ χρήση του δέν θά στρέφεται κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ. Στήν πορεία μάλιστα τῆς ἐπανεμφάνισής του πρῶτα ἀναδύεται ἡ πολιτιστική του σημασία καί μετά ἡ ἐθνική. Ἐξ’ ἄλλου, ποτέ δέν ἔπαυσε ἡ χρήση τοῦ ὅρου ὡς ἐπιθέτου: ἑλληνική γλώσσα, ἑλληνικό πῦρ, ἑλληνική παιδεία, κ.λ.π. Ἐπίσης, εὔχρηστος ἦταν ὁ ὅρος «ἑλληνίζειν», δηλαδή ἡ μετοχή στόν ἑλληνικό πολιτισμό. Εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ καθηγ. Παν. Χρήστου42. «Ἡ ἐπάνοδος τοῦ ὀνόματος στήν ἐθνική ἔννοια ὑποβοηθήθηκε καί ἀπό τήν ἐξέλιξη τῶν πολιτικῶν πραγμάτων καί ἀντιλήψεων. Ἀφ’ ὅτου οἱ Ἄραβες ἀπέσπασαν τίς Ἀνατολικές καί νότιες ἐπαρχίες, οἱ Γερμανοί (Φράγκοι) διαμοιράστηκαν τήν Δύση καί οἱ Σλάβοι ἐδημιούργησαν διάφορα κρατίδια στόν Βορρᾶ, οἱ κάτοικοι τῆς Αὐτοκρατορίας, πού ἀπέμειναν, ἦσαν πλέον ἀμιγῶς Ἕλληνες, ἄν καί πολλοί Ἕλληνες παρέμειναν στίς χῶρες, πού εἶχαν κατακτηθῆ ἀπό τούς ξένους». Ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Φράγκους τῆς Δ’ σταυροφορίας (1204) καί ἡ ἵδρυση φραγκικῶν κρατιδίων συνέβαλαν στήν ἀνάπτυξη τοῦ αἰσθήματος τῆς ἑλληνικότητας στά ἑλληνικά Κράτη (Αὐτοκρατορία -Νίκαιας, Δεσποτάτο Ἠπείρου, Δεσποτάτου Μυστρᾶ, Αὐτοκρατορία Τρεπεζοῦντος) κυρίως ὅμως στήν Αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας (1204-1261). Ὁ τελευταῖος «βυζαντινός» αὐτοκράτορας, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, θά ὀνομάσει τήν Κωνσταντινούπολη ἐλπίδα καί χαρά «πάντων τῶν Ἑλλήνων»43.
Στό σημεῖο ὅμως αὐτό θά πρέπει νά ἀποσαφηνιθοῦν καί ὁρισμένες διατυπώσεις, πού ἀποτελοῦν πρόκληση, ὅταν ἀκούονται, κυρίως στούς Ρωμαίους (Ρωμηούς), πού σήμερα ὅμως χρησιμοποιοῦν στό ἰδιαίτερο κράτος τους. Δίκαια, ὅταν ἀκούουν τό ἐπίθετο «ἑλληνικός», εὔκολα τό ταυτίζουν μέ τό σημερινό Ἑλληνικό Κράτος καί τό Ἑλληνικό Ἔθνος. Καί γιά μέν τήν σημερινή χρήση αὐτό εἶναι λογικό καί ὀρθό, διότι καί στήν σύγχρονη διπλωματική γλώσσα οἱ ὅροι: Ἑλλάς, Ἕλλην, ἑλληνικός, σχετίζονται ἄμεσα μέ τό σημερινό Ἑλληνικό Κράτος. Ὅταν ὅμως ἀναφερόμαστε στήν Αὐτοκρατορία (Ρωμανία/Βυζάντιο), τότε γιά τόν προσδιορισμό τοῦ διοικητικοῦ θέματος τῆς Ἑλλάδος χρησιμοποιοῦμε τόν ὄρο «Ἑλλαδικόν» (τό Ἑλλαδικόν ), διότι τό ἐπίθετο «ἑλληνικός» (πολιτισμός, γλώσσα, παιδεία) σχετίζεται μέ ὅλη τήν Αὐτοκρατορία, τήν Ρωμανία. Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (†1779), ὁ νεώτερος προφήτης καί ὁ ἀπόστολος τῆς Ρωμηοσύνης, συνήθιζε νά μιλεῖ γιά τό: «ρωμαίϊκο», δηλαδή τήν Αὐτοκρατορία («αὐτό θά γίνει ρωμαίικο», δηλαδή θά ἐλευθερωθεῖ, μέ τήν ἀποκατάσταση τῆς Αὐτοκρατορίας, πού χάθηκε τό 1453). Συνέπιπτε δηλαδή μέ τόν Ρήγα (ὅπως δείχνει ἡ Χάρτα του), διότι καί οἱ δύο ἐκινοῦντο στήν οἰκουμενική (αὐτοκρατορική) ἰδέα44.
Ἔτσι πρέπει νά κατανοηθεῖ καί τό συχνά λεγόμενο ἀπό Ἕλληνες (=Ἑλλαδῖτες), ὅτι πρέπει νά διατηρηθεῖ ἡ «ἑλληνικότητα» τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Ἄν ἡ λέξη «ἑλληνικότητα» χρησιμοποιεῖται μέ τήν σημερινή ἔννοια, τότε ὀρθά παρεξηγεῖται, διότι σημαίνει ὅτι τό Πατριαρχεῖο ἀνήκει στό (σημερινό) ἑλληνικό (ἑλλαδικό) κράτος. Τό ὀρθό ὅμως εἶναι, ὅτι τό Πατριαρχεῖο εἶναι ρωμαίϊκο, μολονότι καί ἑλληνικό (πολιτιστικά), καί αὐτό φανερώνει καί ἡ ὀνομασία του: Ρούμ (Ρωμαίϊκο) Πατριαρχεῖο, διότι οἱ πιστοί του εἶναι Ρωμαῖοι (Ρωμηοί), ἀνεξάρτητα ἄν ἕνα μέρος τους εἶναι καί ἐκ καταγωγῆς Ἕλληνες. Αὐτό ἀποκαλύπτει, πόσο προσεκτικά πρέπει νά εἶναι κυρίως τά ὑπεροχικά πρόσωπα (ἐκκλησιαστικά καί πολιτικά) στή χρήση τῶν ὀνομάτων σήμερα, μετά τήν φραγκική καί τήν πολιτική κακοποίησή τους.
6. Μελχίτες: Οἱ Ρωμαῖοι (Ὀρθόδοξοι) τῆς Μ. Ἀνατολῆς
Οἱ ἱστορικές περιπέτειες καί οἱ συνθῆκες, πού διαμορφώθηκαν ἀπό αὐτές στή Μέση Ἀνατολή, συντέλεσαν νά καθιερωθεῖ ἕνα ὄνομα, πού νά χαρακτηρίζει τούς Ὀρθοδόξους πληθυσμούς της, σέ ἀντίθεση μέ τό πολυαριθμότερο μονοφυσιτικό στοιχεῖο. Τό ὄνομα αὐτό εἶναι: Μελχῖτες. Προέρχεται ἀπό τό συριακό μαλκά (μελέκ), πού σημαίνει βασιλεύς. Ἔτσι ἀπεκάλεσαν οἱ μονοφυσῖτες τῶν περιοχῶν αὐτῶν τούς πιστούς στήν Ὀρθοδοξία καί τόν Αὐτοκράτορα τῆς Νέας Ρώμης, πού ἀνῆκαν στά Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων. Ἔτσι τά ὀνόματα Ρωμαῖοι (Ρούμ) καί Μελχῖτες, εἶναι οἱ Ὀρθόδοξοί τῆς Μ. Ἀνατολῆς, τό δέ ὄνομα αὐτό ὑπενθυμίζει τήν (παλαιά) σχέση μέ τήν πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας, τή Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη) καί τόν αὐτοκράτορά της.
Τό ὄνομα Μελχίτης συχνά χρησιμοποιεῖται στή Μ. Ἀνατολή, γιά νά δηλώσει ὅλους, ὅσοι χρησιμοποιοῦν τόν «Βυζαντινό» (Ρωμαϊκό) λειτουργικό ρυθμό (ritus). Δηλαδή ὄχι μόνο τούς Ὀρθοδόξους (Ρωμηούς), ἀλλά καί τούς Οὐνῖτες (τούς ἑνωμένους μέ τόν Παπισμό). Αὐτό ὅμως δέν εἶναι ὀρθό καί ὁδηγεῖ σέ συγχύσεις. Μελχῖτες δέν εἶναι ὄνομα, πού συνδέεται κυρίως μέ «ρυθμό», ἀλλά μέ τήν πίστη (Ὀρθοδοξία). Μόνο, λοιπόν, οἱ Ὀρθοδόξοι τῶν Ρωμαϊκῶν Πατριαρχείων τῆς Μ. Ἀνατολῆς ἔχουν τό ἱστορικό δικαίωμα νά καλοῦνται Μελχῖτες, Ρωμαῖοι δηλαδή καί αὐτοκρατορικοί (βασιλικοί). Οἱ Οὐνῖτες, μέ τήν ἀποδοχή τοῦ Παπισμοῦ καί τήν ὑποταγή τούς σ’ αὐτόν, ἀρνήθηκαν (καί ἀρνοῦνται) τή ρωμαίικη ταυτότητά τους, τήν Ὀρθοδοξία τους, χάνοντας κάθε σχέση μέ τήν Αὐτοκρατορία καί τόν βασιλέα της.
Γ) Ἡ Ρωμαϊκή συνέχεια καί ἡ διασφάλισή της
Ἡ ἑνότητα καί συνέχεια τῶν Ὀρθοδόξων Λαῶν τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης ἐξασφαλίζεται μέ τήν κοινή Πίστη, τήν Ὀρθοδοξία, ὅπως αὐτή παραδόθηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους μας (πρβλ. Ἰούδα 3), τήν κοινή πνευματική ζωή (ἁγιοπατερική πνευματικότητα) καί τήν κοινή κανονική τάξη. Αὐτά εἶναι τά ὅρια τῆς ἑνότητας τῆς Ὀρθοδοξίας στήν οἰκουμενική διάστασή της. Ὅπου σώζονται αὐτές οἱ πνευματικές προϋποθέσεις, ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Ν. Ρώμης συνεχίζει νά ζεῖ, μέ ἕναν ἄλλο τρόπο, ὄχι ὡς Κράτος, ἀλλά ὡς πνευματικός σύνδεσμος καί ὡς ἐν Χριστῷ κοινωνία.
Ἡ κοινή συνείδηση, ὅτι ἱστορικά καί πνευματικά ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι (καί ὅσοι κλείνονταν στά ὅρια τῆς Αὐτοκρατορίας) συναποτελοῦμε τήν Μία ἀνά τόν κόσμο Ὀρθοδοξία, εἶναι τό θεμέλιό της ἑνότητάς μας, πού ὑπερβαίνει καί θεραπεύει τίς ἐθνικές καί ὅποιες ἄλλες κατατμήσεις. Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἁγιοπνευματικό μέγεθος, πού ζεῖ καί κινεῖται μέσα στήν αἰωνιότητα, ἐνῶ τά ἔθνη καί τά κράτη κλείνονται στήν προσωρινότητα τοῦ κόσμου τούτου.
Χωρίς νά καταργοῦνται, ἔτσι, οἱ ἐθνικές καί κρατικές ταυτότητές μας, ζοῦμε οἱ Ὀρθόδοξοι καί τήν ἐν Χριστῷ ὑπερεθνικότητάς μας, πού διασφαλίζεται μέ τήν «ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Αὐτό πού ἤμαστε, λοιπόν, μέσα στήν Αὐτοκρατορία τῆς Ὀρθόδοξης Ρωμανίας, συνεχίζεται καί σήμερα, πνευματικά, μέ ἕναν ἄλλο τρόπο, καί τό βιώνουμε, μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ἡ ἐθνικότητα καί ἡ κρατική ὑπόστασή μας δέν διεκδικοῦν κάποιο πρωτεῖο ἤ ἡγετικό ρόλο (αὐτό τό κάνουν οἱ ἐθνικισμοί), οὔτε χρησιμοποιεῖται ἡ Ὀρθοδοξία γιά τήν ἐπίτευξη καιρικῶν καί κοσμικῶν στόχων καί σκοπιμοτήτων.
Ἐν τούτοις, ἀπό ἕνα σημεῖο καί μετά, ἀναπτύχθηκε ὑπέρμετρα ὁ ἐθνικισμός (ἡ φυλετική συνείδηση) πού ὁδήγησε στόν τονισμό τῆς ἐθνικότητας, μέ θλιβερές συνέπειες γιά τήν ρωμαίική ἑνότητα. Αὐτό, λόγῳ τῆς ἐπενεργείας τῶν διαφόρων πολιτικῶν ρευμάτων, ἔλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις στά Βαλκάνια, χωρίς ὅμως νά μείνουν ἀνεπηρέαστοι καί οἱ Ρωμηοί τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ἡ ἐπικράτηση τῶν Φράγκων-Λατίνων στήν Ἀνατολή μετά τό 1204 καί ἡ ἵδρυση τῶν φραγκικῶν κρατιδίων, ὅπως καί ἡ ἐπίδραση τῶν Ἀράβων, εὐνόησαν τήν ἀνάπτυξη διασπαστικῶν-ἐθνικιστικῶν τάσεων, πού ὅλο καί ἀδυνάτιζαν τή ρωμαϊκή συνείδηση καί ἑνότητα. Καί εἶναι ἀνάγκη νά λεχθεῖ ὅτι ἡ Φραγκοκρατία δέν ἀρχίζει μέ τήν ἐμφάνιση Φράγκων στήν Ἀνατολή ἀλλά μέ τήν κατάκτηση ἀπό τούς Φράγκους τῶν δυτικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρωμανίας45. Τή γιγάντωση τοῦ ἐθνικισμοῦ ἐνίσχυσαν οἱ Μεγάλες Δυνάμεις τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης (Ἄγγλοι, Γάλλοι, κτλ.) γιά τήν προώθηση τῶν δικῶν τούς πολιτικῶν συμφερόντων, ὅπως ἐπίσης καί τό Παπικό Κράτος, πού δέν ἔπαυσε ποτέ νά ἐπιδιώκει τήν διάλυση τῆς ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς γιά τήν εὔκολη ἀπορρόφησή τους, εἴτε ὡς παπικῶν, εἴτε ὡς οὐνιτῶν. Στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία διαμορφώθηκαν δύο ἀντίρροπες καταστάσεις. Ἡ κοινή ζωή τῶν Ρωμαίων-Ὀρθοδόξων στό «ρούμ-μιλλετί» (τή ρωμαίικη ἐθνότητα) εὐνόησε τήν ἑνότητά τους, ἐνῶ οἱ ἐξισλαμισμοί προώθησαν τήν διάσπασή τους, μερική ἤ ὁλική ἀπώλεια τῆς ρωμαϊκῆς -ὀρθόδοξης συνείδησής τους.
Βέβαια, ἡ φραγκική ἐπέκταση στή Ρωμαίϊκη Ἀνατολή εἶχε καί μία ἀπρόσμενη εὐεργετική γιά τήν ἑνότητα τῶν Ρωμηῶν συνέπεια. Οἱ σταυροφορίες πού ἐπεσώρευσαν τόσα κακά στούς Ρωμαίους τῆς Ἀνατολῆς, μέ κορύφωση τήν ἅλωση τοῦ 1204, τούς βοήθησαν νά ἀντιληφθοῦν τίς πραγματικές διαθέσεις τῶν Φραγκοτευτόνων ἀπέναντί τους, ἀλλά καί τῆς ἡγεσίας τους (Πάπας, Φράγκοι Ἡγεμόνες). Ὁπότε οἱ σταυροφορίες βοήθησαν τήν ἀνάπτυξη τῆς ψυχικῆς καί πνευματικῆς ἑνότητας τῶν Ρωμηῶν, διότι ἔγινε συνειδητό, ὅτι ὅλοι ἀντιμετώπιζαν τόν ἴδιο ἀδυσώπητο ἐχθρό, τούς Φράγκους. Ὁμολογῶ, ὅτι αἰσθάνθηκα μεγάλη ἔκπληξη, ὅταν σέ κάποιο Συνέδριο σέ μεγάλη Χώρα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς (ἰσλαμική καί ἀραβόφωνη) μᾶς ἐτόνιζαν οἱ ντόπιοι συνομιλητές μας, ὅτι αἰσθάνονταν ἰσχυρό τό συναίσθημα τῆς ἀγάπης ἀπέναντι στούς Ἕλληνες – Ὀρθοδόξους, διότι ἐπί αἰῶνες ἀντιμετωπίζαμε τόν ἴδιο ἐχθρό. Καί ἐννοοῦσαν τούς Φράγκους σταυροφόρους!
Ἡ καλλιέργεια τῆς ἐθνικῆς (ἐθνικιστικῆς) ἰδέας στή Ρωμαίικη Ἀνατολή ἐντάθηκε ἀπό τά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα μέ τούς φορεῖς τοῦ δυτικοῦ πνεύματος Διαφωτιστές καί τόν 19ον αἰῶνα θά ἐπιβληθεῖ μέσῳ τῆς σχολικῆς ἐκπαίδευσης. Μόνο τό εὐρύ λαϊκό σῶμα θά συνεχίζει ὡς κάποιο βαθμό νά ἐπηρεάζεται ἀπό τό οἰκουμενικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, κυρίως μέσα στή Λατρεία. Σ΄αὐτήν, ἀνεπίγνωστα πολλές φορές, βιώνεται ἡ ὑπερεθνική -οἰκουμενική ἑνότητα τῶν Ρωμηῶν-Ὀρθοδόξων, ὅταν λειτουργοῦμε γύρω ἀπό τήν κοινή Ἁγία Τράπεζα καί κοινωνοῦμε ὅλοι ἀπό τό ἴδιο ἅγιο Ποτήριο. Σήμερα ὅμως ἡ σκέψη σχεδόν ὅλων μας κινεῖται σέ πλαίσιο ἐθνικιστικό-φυλετικό, καί γι’ αὐτό τά ἀντανακλαστικά μας ἀδρανοῦν καί μειώνονται οἱ ἀντιστάσεις μας.
Ἀνάλογη ἀρνητική ἐπίδραση ἔναντι τῆς ρωμαίικῆς ἑνότητας εἶχαν καί στή Μ. Ἀνατολή οἱ δυτικοσπουδασμένοι καί κάτοχοι φράγκικης (γαλλικῆς – ἀγγλικῆς) κουλτούρας καί γι’ αὐτό φορεῖς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ -φραγκικοῦ πνεύματος. Ἡ ἀπώλεια κάθε σχέσης καί ἐπαφῆς μέ τήν Ρωμανία, ἀφοῦ χάθηκε κάθε σχετική δυνατότητα στήν σχολική ἐκπαίδευση, ἐξασθενίζει τή ρωμαϊκή ἑνότητα καί ἀλλοιώνει τήν Ὀρθοδοξία μέσα σέ ἕνα πνεῦμα – καί συνείδηση – Οὐνίας ἤ καθαροῦ ἐκδυτικισμοῦ/ἐκφράγκευσης.
Στήν ἐποχή μας ὅμως συμβαίνει καί ἕνα ἄλλο παράδοξο. Τόν 19ο αἰώνα ἡ ἀνερχόμενη ἀστική τάξη, γιά νά σαρώσει τή φεουδαρχική κοινωνία καί νά προωθήσει τήν ἐδαφική κατάτμιση, ἐξυπηρετώντας τήν παραγωγική ἀνάπτυξη καί τήν δημιουργία «προτεκτοράτων» γιά τόν εὐκολότερο μεταπρατισμό ἐπέβαλε τήν ἰδεολογία τοῦ ἐθνικισμοῦ καί δημιούργησε τά ἐθνικά κράτη. Τά ἐπαρχιωτικά ὀνόματα ἔγιναν κρατικά (π.χ Ἑλλάς, Σερβία, Βουλγαρία, Συρία, κ.λ.π), μέ ταυτόχρονη ἀπώλεια τῆς συνείδησης τῆς ἑνότητας στό ἕνα μεγάλο κράτος. Τόν 20ο αἰώνα ὁ ἐθνικισμός ἐμπλουτίζεται μ’ ἕνα στοιχεῖο, τόν ρατσισμό ὡς ἰδεολογία, πού χωρίζει τούς Εὐρωπαίους ἀπό τήν λοιπή ἀνθρωπότητα, καί ἰδιαίτερα τούς μή λευκούς. Στά τέλη ὅμως τοῦ 20ου αἰῶνα μέ τήν ὑπερατλαντική ἰδεολογία καί πολιτική τῆς παγκοσμιοποιήσης, στήν ὁποία κυριαρχοῦν τό πολυεθνικό κεφάλαιο καί οἱ ὑπερεθνικές «ἐλίτ», ἡ ἐθνικιστική κατάτμιση τοῦ κόσμου θεωρεῖται ἐμπόδιο καί ἐπιβάλλονται τά ἰδεολογήματα τοῦ ἀντιεθνικισμοῦ καί τοῦ ἀντιρατσισμοῦ.
Ὅλα αὐτά τά ρεύματα ἐπηρεάζουν καί τούς Ὀρθοδόξους, ὡς πολῖτες τοῦ κόσμου καί μεταθέτουν τήν ἑνότητά μας ἀπό τήν ρωμαίική οἰκουμενικότητα στήν νεοεποχική παγκοσμιοποίηση. Ἡ πρώτη ὅμως ἦταν μία φυσική ροή καί ἐξέλιξη τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας, πού ἄρχισε μέ τόν Μ. Ἀλέξανδρο καί κορυφώθηκε στήν Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης (Ρωμανία). Ἡ δεύτερη εἶναι ἕνας ἄνωθεν κατευθυνόμενος ἐξαναγκασμός (αὐτό δηλώνει τό β’ συνθετικό του ὄρου: παγκόσμιο-ΠΟΙΗΣΗ), πού χειραγωγεῖται ἀπό τόν στρατιωτικό – πολιτικό βραχίονα τῆς Νέας Ἐποχῆς (New Age), τή Νέα Τάξη πραγμάτων, πού ἐπιβάλλει σέ ὅλο τόν κόσμο ἡ σημερινή Ὑπερδύναμη καί Παγκόσμια Ἡγεσία, ἡ ὁποία σύμφωνα μέ πολλές σοβαρές ἐνδείξεις δέν εἶναι μόνο ἡ Κυβέρνηση τῶν Η.Π.Α., ἀλλά καί ἡ γνωστή μέν, ἀλλ’ ἀθέατη ἐκείνη «Δύναμη», πού κρύβεται πίσω ἀπ’ αὐτήν καί τήν κατευθύνει στήν ἀλλαγή τοῦ κόσμου, σύμφωνα μέ ἕνα καθορισμένο σχέδιο. Αὐτά οἱ Ὀρθόδοξοι πρέπει νά τά λαμβάνουμε πολύ σοβαρά ὑπόψη γιά τήν κατανοήση τῆς πορείας τοῦ σημερινοῦ κόσμου καί τήν ἀντιμετώπισή της, πού ἀρχίζει μέ τήν ἀποφυγή τῆς ἐξαπάτησης.
Ἡ Ρωμαίική Ἐθναρχία, μέ τήν πρωτοβουλία τοῦ Ἐθναρχικοῦ Κέντρου, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, βλέποντας ποῦ ὁδηγοῦνται τά πράγματα γιά τούς Ρωμηούς- Ὀρθοδόξους, μετά τό πραξικοπηματικό ἑλλαδικό αὐτοκέφαλο (1833) καί τήν «Βουλγαρική Ἐξαρχία» (1870-1872), ἀντιμετώπισε τό πρόβλημα τοῦ «ἐθνικισμοῦ», ὡς θρησκευτικοπνευματικό ὅμως πρόβλημα καί ὄχι ὡς ἐθνικό, ὅπως πράγματι ἦταν, γιά τήν ἀποφυγή ἀκαίρων τριβῶν καί ἐντάσεων. Ἔτσι, ἡ (Πανορθόδοξος) Σύνοδος τοῦ 1872 στήν Κωνσταντινούπολη κατεδίκασε τόν ἐθνοφυλετισμό» ὡς αἵρεση46, πού ἀναιρεῖ τήν διδασκάλία τοῦ Εὐαγγελίου καί τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὑπάρχουν ὅμως καί ἄλλες ὄψεις τῆς ἀποδυνάμωσης τῆς ρωμαίϊκης ἑνότητας.
Ἡ οὐνιτική καί πανσλαβιστική προπαγάνδα τοῦ 19ου αἰῶνα καλλιέργησε καί ἐξάπλωσε τήν ἰδέα, ὅτι οἱ λεγόμενοι «Βυζαντινοί» ἤ Γραικοί καταδυνάστευαν τίς μή «ἑλληνικές» ἐθνότητες (Ρουμάνους, Ἀρβανίτες καί Ἀραβόφωνους Ρούμ), ὡς ἀποικιοκράτες. Ἔτσι ἔμαθαν οἱ ἐθνότητες αὐτές νά βλέπουν τούς «Βυζαντινούς» ὡς κατακτητές καί ὄχι ὡς συμπολῖτες τους. Τό ἴδιο θά συνέβαινε, ἄν οἱ ἱσπανόφωνοι λ.χ τῶν Η.Π.Α ἔβλεπαν τούς Ἀγγλοαμερικάνους ὡς κατακτητές τους.
Κατά τόν π. Ἰ. Ρωμανίδη ἡ προπαγάνδα αὐτή ἀπειλεῖ μέ μεγάλο κίνδυνο τό Πατριαρχεῖο τῶν Ἱεροσολύμων, τό ὁποῖο ὅμως ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μ. Κωνσταντίνου (4ος αἰ.) εἶναι Ρωμαίϊκο, δηλαδή ἑλληνορθόδοξο. Δέν ἀνήκει, συνεπῶς, σέ μία ἀπό τίς ἐθνότητες τῆς Ρωμανίας. Γι’ αὐτό συνυπάρχουν σ’ αὐτό Ἕλληνες καί ἀραβόφωνοι Ὀρθόδοξοι τῆς Μ. Ἀνατολῆς αὐτοαποκαλοῦνται μέ ὑπερηφάνεια Ρούμ (Ρωμηοί) ὡς Ὀρθόδοξοι πολῖτες τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης, δυσανασχετοῦν δικαίως, ὅταν ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες (Ἑλλαδῖτες) περιορίσαμε τή σημασία του, ταυτίζοντας τό ὄνομα Ρωμηός (Ρωμαῖος) μόνο μέ τούς φυλετικά Ἕλληνες, ἤ τούς ὀνομάζουμε Γραικούς (Greek), πού καί αὐτό ὅμως τό ἀποσυνδέσαμε ἀπό τήν Αὐτοκρατορία καί τό περιορίσαμε (ὅπως στήν ἀρχαιότητα) στούς ἐκ καταγωγῆς Ἕλληνες. Ὡς Ρωμηοί-Ρούμ θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους ἀδελφούς τῶν Ἑλλαδιτῶν καί (πνευματικά σήμερα) συμπολῖτες τους στήν Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, στή μία καί ἑνιαία Ρωμηοσύνη. Ἡ κοινή ρωμαίικη γλώσσα δέν σήμαινε καθόλου καταδυνάστευση τῶν Ἑλλήνων ἤ Γραικῶν πάνω στούς ἄλλους Ρωμαίους (πάλι θά παραπέμψουμε στίς Η.Π.Ά, ὅπου ὅλοι οἱ πολῖτες της, διεσπαρμένοι στίς διάφορες Πολιτεῖες (States), ἔχουν τήν ἀγγλική ὡς κοινή γλώσσα καί εἶναι συμπολῖτες τοῦ ἑνός καί ἑνιαίου Ἀμερικάνικου Ὑπερκράτους). Συνέβη ὅμως καί κάτι τραγικό καί γιά μᾶς τούς ἐκ καταγωγῆς Ἕλληνες, ὅπως παρατηρεῖ εὔστοχα ὁ π. Ἰωάννης: «Ἀδίστακτοί τινες ψευδοεπιστήμονες προπαγανδισταί ξένοι δέν ἐντρέπονται νά ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Ἑλλάς καί οἱ Ἕλληνες ἦσαν ὑπόδουλοι εἰς τούς “ Βυζαντινούς” καί ὅτι ἡ ἀρχή τῆς ἀπελευθερώσεως τῶν Ἑλλήνων “ ὑπῆρξε ἡ πτῶσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἰς τούς Τούρκους”»47. Αὐτό σημαίνει, ὅτι οἱ Ρωμηοί ὑπήρξαμε ὑπόδουλοι στούς ἑαυτούς μας!
Οἱ ἀληθινοί καί γνήσιοι ὅμως Ρωμηοί, πού θέλουν τήν Ὀρθοδοξία ὡς βάση τῆς ἑνότητάς τους καί ἱεραρχοῦν τήν ἐθνικότητά τους στήν πίστη, γνωρίζουν ὅτι ἐκκλησιαστικά μπορεῖ νά βιωθεῖ καί σήμερα ἡ ὑπερεθνικότητα τῆς Ρωμανίας, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἔκτασή της ἤ τήν κρατική ὑπόστασή της. Ρωμανία ἦταν πάντοτε ἡ χώρα, τό Κράτος, ἡ βασιλεία καί ἐπικράτεια τῶν «Ρωμαίων», τῶν Ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς Νέας Ρώμης, ἀνεξάρτητα ἀπό τά ὅρια, πού κατά καιρούς εἶχε. Ἐξ’ ἄλλου, Ρωμηοσύνη ἦταν ὁ λαός καί ὁ πολιτισμός τῶν Ρωμαίων, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν βρίσκονταν μέσα ἤ ἔξω ἀπό τά κρατικά ὅριά της. Ὁ ἡγέτης τῆς Ρωμανίας (αὐτοκράτορας) ἦταν ὁ ἡγέτης ὅλων τῶν Ρωμαίων, ἐντός καί ἐκτός της Ρωμανίας.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ρωμανίας καί ἡ συνέχεια τῆς οἰκουμενικῆς ρωμαίικῆς ἰδέας ἐξασφαλιζόταν σέ κάθε ἱστορική στιγμή στά ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακαιοδοσίας, ἡ ὁποία δέν ἀκουλούθησε τίς τύχες καί περιπέτειες τῆς κρατικῆς δικαιοδοσίας. Ὁ ἐκκλησιαστικός χῶρος, ὅταν καί ὅπου κυριαρχεῖ τό ἁγιοπατερικό φρόνημα, μένει πάντα πιστός στήν οἰκουμενικότητα τῆς Αὐτοκρατορίας. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ὅπου εἶναι ζωντανή ἡ ὀρθόδοξη συνείδηση, ἐκεῖ βιώνεται ἡ ρωμαίική οἰκουμενικότητα καί παναδελφότητα. Διαφορετικά, ὅπου ἐπικρατεῖ τό κοσμικό φρόνημα, ἐκεῖ τά πάντα καταβροχθίζονται ἀπό ἕνα νοσηρό ἐθνικισμό. Ἡ ἀπεξάρτηση ἀπό τόν καταθλιπτικό (ρατσισμό) ἐθνικισμό, γιά τήν ἀνεύρεση τῆς ρωμαϊκῆς οἰκουμενικότητας, ἀπαιτεῖ κοινή προσπάθεια ὅλων τῶν Ρωμηῶν. Διαφορετικά ἡ ἑνότητα εἶναι ἀδύνατη καί θά συνεχίζονται οἱ διαιρέσεις καί ἀνταγωνισμοί μεταξύ τους.
Αὐτό διαπιστώνεται εὐκολότερα στήν περιοχή τῶν Ἁγίων Τόπων. Τά ἱερά προσκυνήματα εἶναι Ρωμαίικα. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἀνήκουν σέ μία μόνο ρωμαίικη ἐθνότητα48, ἀλλά στό Ρωμαίικο Πατριαρχεῖο τῶν Ἱεροσολύμων. Τό ἑλληνικό σχολεῖο ὀφείλει, ὅπως πράττει ἐπί αἰῶνες, ἔτσι καί σήμερα, νά τά διαφυλάττει καί νά περιφρουρεῖ ὄχι μόνο ἀπό τήν ἁρπακτικότητα μή Ὀρθοδόξων παραγόντων, ἀλλά καί ἀπό τυχόν «ὀρθόδοξες» ὁμάδες, πού ἐργάζονται εἰς βάρος τῆς ἑνότητας τῆς Ρωμηοσύνης καί ὑπέρ τῶν δικῶν τους ἤ καί ξένων συμφερόντων. Καί εἶναι μέν κατανοητά τά αἰτήματα τῶν μή Ἑλλήνων (Ἑλλαδιτῶν) Ρωμηῶν τῆς Μ.Ἀνατολῆς γιά ἴσα δικαιώματα, λύση ὅμως τῶν προβλημάτων δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς τῆς ἐπαναπόκτηση καθαροῦ πατερικοῦ φρονήματος καί ὑπέρβαση τοῦ πνεύματος τοῦ ἐθνικισμοῦ – φυλετισμοῦ, σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1872.
Ἡ Ρωμανία ζεῖ καί ἀνθεῖ λόγῳ τῆς ἐπιβιώσεως τῶν ἐθναρχιῶν τῶν κατακτημένων ἐδαφῶν της. Τῆς Ἐθναρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης, τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας, τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου. Ἡ δικαιοδοσία αὐτῶν τῶν ἐθναρχικῶν κέντρων σώζει καί ἐδαφικά – δικαιοδοσιακά τήν παλαιά γεωγραφική ἔκταση τῆς Ρωμανίας. Στό Πατριαρχεῖο Νέας Ρώμης ἀνήκουν ἐκκλησιαστικά λόγῳ τῶν ἐκεῖ Μητροπόλεων οἱ παλαιές ἐπαρχίες τῆς Μεγάλης Ρωμανίας (Δυτική Εὐρώπη, Σκανδιναβικές χῶρες, Ἀμερικανική ἤπειρος), ἀλλά καί ἡ Νέα Ζηλανδία, ἡ Αὐστραλία, ἡ Ἰαπωνία καί τά λοιπά τμήματα τῆς Ἀσίας. Τό Ρωμαϊκό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ἔχει δικαιοδοσία σ’ ὅλη τήν Ἀφρική. Τό Ρωμαϊκό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας καλύπτει, κυρίως, τήν Συρία καί τόν Λίβανο. Τό Ρωμαϊκό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καλύπτει τά κράτη Παλαιστίνη, Ἰσραήλ καί Ἰορδανία, μέ τά σημαντικότερα προσκυνήματα τῆς Ρωμηοσύνης49.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ρωμανία ζεῖ ὄχι μόνο ἐκκλησιαστικά, πνευματικά, ἀλλά καί στήν πράξη. Ἡ συνέχειά της ὅμως καί ἑνότητά της σήμερα, ἐξαρτᾶται ἀπό τήν Ὀρθοδοξία τῶν ὀρθοδόξων πολιτῶν της καί τήν πνευματική τους ἐλευθερία ἀπό τίς ἐφάμαρτες καί θανατηφόρες δεσμεύσεις, πού δημιουργεῖ ὁ «κόσμος», πού «κεῖται ἐν τῷ πονηρῶ» (Α’ Ἰωάν. 5, 19).
Σημειώσεις
1. 1927-2001. Βλ. π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Σ.Ρωμανίδης. Ὁ «προφήτης τῆς Ρωμηοσύνης» προσωπογραφούμενος μέσα ἀπό ἄγνωστα ἤ λίγο γνωστά κείμενα, Ἀθήνα 2003. Ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους Ὀρθοδόξους Θεολόγους (δογματολόγος καί ἱστορικός) τοῦ 20ου αἰώνα, συνδεόμενος στενά μέ τόν ἐπίσης μεγάλο Θεολόγο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ (†1979). Γνώριζε ἄριστα τήν Ὀρθοδοξία τῆς Μ. Ἀνατολῆς, διότι ἐπί πολλά χρόνια δίδαξε στή Θεολογική Σχολή τοῦ Balamand.
2. Τό κύριο μάθημά μου καί βασικό ἀντικείμενο τῆς ἔρευνάς μου ἦταν (1982-2007) «Ἱστορία καί Πνευματικός Βίος τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς κατά τήν Μεταβυζαντινή περίοδο».
3. Βλ. π. Γ.Δ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Ρωμαϊκή Οἰκουμενικότητα καί «Φράγκικη» Παγκοσμιοποίηση, στό: Συναντήσεις …, Ἀθήνα 2005, σελ. 233-246.
4. π. Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Ἀπό τήν αὐτοκρατορική ἰδέα στήν ἐθνική ἰδέα, στό: Ἑλληνισμός Μετέωρος, Ἀθήνα 1992, σ. 7-29
5. Εἰς Ἠσ. 2 PG 56, 33
6. ΠΑΝ. Ι. ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ, «Ἀπ.Παῦλος καί Μ. Ἀλέξανδρος», στήν Ἐκκλησία, 1/7/1950, ἀρ. 15, σελ. 218-220
7. Βλ. ΑΝΑΣΤ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ, Ρωμηοσύνη ἤ βαρβαρότητα, Ἀθήνα 1994, σελ. 88 ἐ.ε.
8. ΒΛΑΣΙΟΥ Ι. ΦΕΙΔΑ, Βυζάντιο…, Ἀθήνα 1974, σελ. 8., 143 ἐε
9. ΑΝΑΣΤ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ, ο.π., σελ. 89
10. ΒΛΑΣΙΟΥ Ι. ΦΕΙΔΑ, ο. π., σελ. 15-16
11. Βλ. π. ΙΩ. Σ. ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Ρωμηοσύνη…, σελ. 85.
12. Στό ἴδιο, σελ. 23 ἐ.ε.
13. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ Κ. ΛΙΒΙΕΡΑΤΟΥ, Ἱστορία τῆς Νήσου Κεφαλληνίας, Πειραιεύς 1988, σελ. 77. Ἡ μαρτυρία προέρχεται ἀπό τόν Ἡσίοδο, Θεογονία στ. 1014
14. Βλ.DIMITRI OBOLENSKY, Ἡ Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, (The Byz.Commonwealth), (μετάφρ. Γιάννης Τσεβρέμος), τόμοι Α’-Β’, Θεσσαλονίκη 1991
15. «Τοσοῦτον ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περί τό φρονεῖν καί λέγειν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥστε καί τό τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλά τῆς διάνοιας δοκεῖν εἶναι καί τό μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τούς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἤ τούς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας (Πανηγυρικός, 50). Τό μεταφράζουμε: «Τόσο πολύ ἡ πόλις μας ξεπερνᾶ τούς ἄλλους ἀνθρώπους στή φρόνηση καί τόν λόγο, ὥστε ἔφερε καί τό ὄνομα τῶν Ἑλλήνων νά μή θεωρεῖται πλέον χαρακτηριστικό γένους (=καταγωγῆς), ἀλλά διανοίας (=πνεύματος) καί Ἕλληνες νά καλοῦνται οἱ μετέχοντες μᾶλλον τῆς παιδεύσεώς μας πάρα τῆς κοινῆς φύσεως».
16. ΣΤ. ΡΑΝΣΙΜΑΝ, Βυζαντινός πολιτισμός (μετάφρ. Δ.Δετζώρτζη), Ἀθήνα 1969, σ. 2001ε.
17. Βλ.ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Δ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Μαθήματα Λειτουργικῆς (τεῦχος Α’), Ἀθῆναι 1993, σελ. 345 ἐ.ἐ
18. Ι. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους , τόμ.Α’ Θεσσαλονίκη 1995, σελ 19
19. Στό ἴδιο. Γιά τό ὄνομα Ρωμανία βλ. π. Ι.Σ ΡΩΜΑΝΙΔΗ, ὄπ.π, μέ πλούσια βιβλιογραφία. J.ZEILLER, «L’aparition du mot Romania chez les ecvirains Latins», στήν Revue des Etudes Latines, τόμ. VII, Paris 1929. Κ ΑΜΑΝΤΟΥ, «Ρωμανία», Ἑλληνικά, τ.Ἱ, Ἀθῆναι 1933. ROB. CEE. WOLF, «ROMANIA: Τhe Latin Empire of Constantinopoles», στό Speculum, τ.XXIII/1 1948. DU CANGE, C, DU FRENSE, Glossarium ad scriptores Mediae et Infimae Graecitatis. Le
20. Ἐπιστολή πρός Μοναχούς τάς δυσσεβείας τῶν Ἀρειανῶν καθιστοροῦσα, PG 25, 733C: «Οὐδέ Λιβερίου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης κατά τήν ἀρχήν ἐφείσαντο, ἀλλά καί μέχρι τῶν ἐκεῖ τήν μανίαν ἐξέτεινε καί οὐχ ὅτι ἀποστολικός ἐστι θρόνος ἠδέσθησαν, οὔδ’ ὅτι μητρόπολις ἡ Ρώμη τῆς Ρωμανίας ἐστίν ηὐλαβήθησαν».
21. Ν.ΠΟΛΙΤΟΥ, Ἐκλογαί ἀπό τά τραγούδια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, τ.ά, σελ. 265. Ὁ ἀνώνυμος συγγραφέας τοῦ «Χρονικοῦ τοῦ Μορέως»: «Ποτέ Ρωμαίου μή ἐμπιστευτῆς διά ὅσα καί σοῦ ὀμνύει…» (14ος αἰ.). Στό ἴδιο, σελ. 69.
22. Οἱ Ἄραβες καί οἱ Τοῦρκοι ἀποκαλοῦν πάντα μέ σεβασμό τούς πολῖτες τῆς Ρωμανίας Ρούμ, δηλαδή Ρωμαίους ἤ Ρωμηούς. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατριάρχες Κων/λεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων ὀνομάζονται μέχρι σήμερα, στά τούρκικα καί ἀραβικά, Ρούμ Πατρίκ, δηλαδή Πατριάρχες τῶν Ρωμαίων.
23. Ρούμελη ὀνομάζεται μέχρι σήμερα ἡ ἑλληνική Στερεά Ἑλλάδα, διότι ἔτσι ὀνομαζόταν περί τό 1830 τό ἀπελευθερομένο τμῆμα της Ρούμελι πάνω ἀπό τόν Ἰσθμό τῆς Πελοποννήσου.
24. Μέχρι τήν ἅλωση οἱ αὐτοκράτορες ὑπέγραφαν «αὐτοκράτορες Ρωμαίων». Π.χ: «Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ρωμαίων ὁ Παλαιολόγος», Βλ. Ι.ΚΑΡΑΓΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Διπλωματία. Αὐτοκρατορικά ἔγγραφα , Θεσσαλονίκη 1971,σελ. 287 ἐ.
25. Ὁ ὅρος εἶναι σχετικά νεώτερος. Μαρτυρίες ἐπισημάνθηκαν στόν 18ο αἰώνα, Βλ. π.Γ.Δ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Τό ὄνομα Ρωμηός καί ἡ ἱστορική του σημασία-Ἀναχρονολόγηση τοῦ ὅρου «Ρωμηοσύνη», στό : Παρεμβάσεις -ἱστορικές καί Θεολογικές , Ἀθήνα 1998,σελ. 27-37.
26. ΑΛΥ ΝΟΥΡ, Τό Κοράνιον καί τό Βυζάντιον, Ἐν Ἀθήναις 1970, σελ. 30 ἐε.
27. Στό ἴδιο, σελ. 32ε
28. Γιά τό ὄνομα «Ἕλληνες» βλ. λεπτομερέστερα ΠΑΝ. Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, Οἱ περιπέτειες τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων τῶν Ἑλλήνων, Θεσσαλονίκη 1913, σελ. 37 ἐ.ε. ΑΝΑΣΤ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ, Ρωμηοσύνη…,ὄπ.π., σελ. 43 ἐ.ε.
29. π. Ι.Σ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ…, Ρωμηοσύνη…,ὄπ.π., σελ. 165 ἐ.ε., 251 ἐ.ε.
30. Αὐτό διαπιστώνει ὁ ἱστορικός Π. ΚΑΡΟΛΙΔΗΣ, Ἱστορία τοῦ ΙΘ’ αἰῶνος, τόμ. Β’, Ἀθήνησιν 1892, σελ. 107/108. Βλ. π. Γ.Δ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Τό Ἑλλαδικόν Αὐτοκέφαλο καί ἡ Ρωμηοσύνη, στό: Ἑλληνισμός Μαχόμενος, Ἀθήνα 1995, σελ. 97.
31. Βλ. τή «Χάρτα» καί τά ἐπαναστατικά κείμενά του, ἰδιαίτερα δέ τό «Πολίτευμά» του, ἤ ἡ «Νέα Πολιτική Διοίκησις τῶν κατοικιῶν τῆς Ρούμελης, τῆς Μ. Ἀσίας, τῶν Μεσογείων Νήσων καί τῆς Βλαχομπογδανίας». (Ρούμελη=Ρωμανία). Ἐξ΄ἄλλου ὁ «Ὕμνος Πατριωτικός» (1798) συμπληρώνεται μέ τούς στίχους: «Τῆς Ἑλλάδος καί ὅλης τῆς Γραικίας / Πρός ξαναπόκτησιν τῆς αὐτῶν Ἐλευθερίας».
32. Στόν «Θούριο» γράφει: «Βούλγαροι καί Ἀρβανῖτες, Ἀρμένιοι καί Ρωμηοί/ἀράπηδες καί ἄσπροι, μέ μία κοινή ὁρμή…». Καλεῖ μάλιστα καί τούς Μαλτέζους: «Μ’ ἐμᾶς κι ἐσεῖς, Μαλτέζοι, γενήτ’ ἕνα κορμί».
33. Ὄπ. π., σελ. 70.
34. Στό ἴδιο.
35. ΠΑΝ. Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ. Οἱ περιπέτειες…, ὄπ. π., σελ. 119.
36. Στό ἴδιο, σελ.98 ἐ.
37. Τό ὄνομα χρησιμοποιεῖται σποραδικά ἀπό κάποιους ἀρχαιολάτρες λόγιους.
38. Ὄπ. π., σελ. 70.
39. π. Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Ἀπό τήν αὐτοκρατορική Ἰδέα…, ὅπ. π., σελ.22 ἐ.ἐ Πρβλ. τοῦ Ἴδιου, Τό ἀνολοκλήρωτο ΄21. Στό: Παράδοση καί Ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα 2001, σελ. 191 ἐ.ε.
40. Βλ. ΠΑΝ. Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, ὄπ. π., σελ. 37 ἐ.ἐ
41. Αὐτό συντελεῖται ἤδη στούς ἑλληνιστικούς χρόνους. Μετά τόν Μ. Ἀλέξανδρο ὁ ἑλληνικός πολιτισμός ἐξαπλώνεται σ’ ὅλη τήν Οἰκουμένη, σέ σημεῖο πού νά λέγεται ὅτι «Ἑλλάς ὁ πᾶς κόσμος».
42. Ὄπ. π., σελ. 131.
43. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΡΑΝΤΖΗ, Ἱστορία 3,6. Ἔκδ. Βόννης, σελ. 276
44. Βλ. π. Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Ἀπό τήν αὐτοκρατορική Ἰδέα…, ὄπ. π., σελ. 20.
45. π. ΙΩ. Σ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Ρωμηοσύνη…, ὄπ. π., σελ. 66.
46. Βλ. π. Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Ἔθνος – Ἐθνικισμός καί ὀρθόδοξο φρόνημα, στό: Παρεμβάσεις Ἱστορικές καί Θεολογικές, Ἀθήνα 1998, σελ. 13-26.
47. Αὐτό τό ἀκοῦμε συχνά σέ ἱστορικά συνέδρια στό Ἑλληνικό Κράτος, ἀπό Ἕλληνες ἐπιστήμονες, πού ταυτίσθηκαν πλήρως μέ τίς φραγκικές θεωρίες.
48. π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, «Τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων δέν εἶναι μόνο ἡ ἁγιοταφιτική ἀδελφότητα», Ἐφημ. Ἐλευθεροτυπία, Σάββατο 16 Ἀπριλίου 2005, σελ. 10.
49. π. Ι. Σ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Ρωμηοσύνη… σελ. 318ε
Ἐπιλεκτική Βιβλιογραφία
Charanis P. Romiosyne as a concept for the interpretation of Greek History. Byz.Studies-Etudes Byzantines 8,11 καί 12 (1981,1984,καί 1985) σ.57-64
Χρήστου Παν. Κ., Οἱ περιπέτειες τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων τῶν Ἑλλήνων, Ἀθήνα 1991.
Καραγιαννόπουλος Ἰωάννης, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμοι 2, Θεσσαλονίκη 1995.
Μαντουβάλου Μαρία, Ρωμαῖος -Ρωμιός καί Ρωμιοσύνη. Κριτική βιβλιογραφία. Μαντατοφόρος, τεῦχος 22, Νοέμβριος 1983, σελ. 34-72.
Mantouvalou Maria, Romaios-Romios-Romiosyni. La Nation de «Romain» Avant et apres la chute de Constantinopole, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν, Τ.ΚΗ’ (1979-85), Ἀθήνα 1985, σελ. 169-198.
Μεταλληνοῦ π.Γ.Δ., Πολιτική καί Θεολογία…,Κατερίνη 1990.
Μεταλληνοῦ π.Γ.Δ., Ἑλληνισμός Μετέωρος. Ἡ Ρωμαϊκή Ἰδέα καί τό ὅραμα τῆς Εὐρώπης, Ἀθήνα 1992
Μεταλληνοῦ π.Γ.Δ ., Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνικότητα, Ἀθήνα 1983.
Μεταλληνοῦ π.Γ.Δ ., Ἑλληνισμός καί Ὀρθοδοξία, Ἀθήνα 2002.
Νούρ Ἀλύ, Τό Κοράνιον καί τό Βυζάντιον, (διατριβή). Ἐν Ἀθήναις 1970
Obolensky Dimitri, Ἡ Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, (μετάφρ. Γίαννης Τσεβρέμος), τόμοι 2, Θεσσαλονίκη 1991.
Obolensky Georg, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους (=Geschichte des Byzantinischen .Staates) (μεταφρ. Ἰω. Παναγοπούλου), τ. Α’, Ἀθήνα 1978, τ. Β’ (1979), τ, Γ’ (1981).
Παπαδοπούλου Χρ.Α., Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, Ἐν Ἀθήναις 1970.
Παπαδοπούλου Χρ.Α., Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας (62-1934),Ἀθῆναι 1985.
Φειδά Βλασίου Ἰω., Βυζάντιο, Ἀθήνα 1974.
Φιλιππίδη Ἀναστ., Ρωμηοσύνη ἤ Βαρβαρότητα, Λεβαδεία 1994.
Ράνσιμαν Στῆβεν, Βυζαντινός Πολιτισμός (μετάφραση Δέσποινας Δετζώτζης), Ἀθήνα 1979.
Ρωμανίδου Ἰω.Σ., Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1984.
Ρωμανίδου Ἰω, Σ., Ρωμηοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Θεσσαλονίκη 2002.
Στεφανίδου Βασιλείου, ἀρχιμ. Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀθῆναι 1959.
Traboulsi, Berge I., Ἡ Οὐνία στό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας καί οἱ σχέσεις Ὀρθοδόξων καί Οὐνιτῶν στόν Λίβανο (1722-1848) Ἀθῆναι 1997 (δακτυλογρ.).
http://www.impantokratoros.gr/8AABE5F5.el.aspx
Πολυτονισμός:http://HristosPanagia3.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου