21 Νοεμβρίου 2009

ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΚΑΙ ΕΡΜΟΥ (γέννηση Διόνυσου)

Ποσειδών: Ερμή μου, είναι εύκολο να δω τον Δία τώρα αμέσως;

Ερμής: Με κανέναν τρόπο, Ποσειδώνα μου.

Ποσειδών: Αλλά εσύ κάνε μια προσπάθεια, παρ’ όλ’ αυτά.

Ερμής: Στο λέω, μην επιμένεις. Αυτή τη στιγμή είναι αδύνατο, δεν πρόκειται να τον δεις την ώρα αυτή.

Ποσειδών: Μήπως πλαγιάζει με την Ήρα;

Ερμής: Όχι, πρόκειται για κάτι άλλο.

Ποσειδών: Καλά τη ψυλλιάστηκα, θα είναι μέσα με τον Γανυμήδη.

Ερμής: Έπεσες έξω, κάτι άλλο του συμβαίνει. είναι εντελώς εξουθενωμένος κι ανήμπορος.

Ποσειδών: Τι τρέχει, Ερμή μου, γιατί αυτό που λες είναι φοβερό.

Ερμής: Ντρέπομαι να σου το πω, τέτοιο που είναι το πάθημά του.

Ποσειδών: Σε μένα όμως που είμαι θείος σου, δεν θα έπρεπε.

Ερμής: Γέννησε πριν από λίγο, Ποσειδώνα μου.

Ποσειδών: Καλά, πλάκα μου κάνει; Γέννησε ο Δίας; Κι αλήθεια, ποιος του την έκανε τη δουλειά; Μωρέ, αυτός ήταν αρσενικοθήλυκος κι εμείς το αγνοούσαμε τόσο καιρό; Και να φανταστείς ότι η κοιλιά του δεν έδειχνε κανένα σημάδι, πως ήταν γκαστρωμένος.

Ερμής: Πες το ψέματα. Πράγματι το γκάστρωμα δεν ήταν στη κοιλιά του.

Ποσειδών: Άα..., κατάλαβα. Πάλι θα γέννησε από το κεφάλι του. όπως την Αθηνά. γιατί αυτουνού το τσερβέλο είναι σκέτο μαιευτήριο.

Ερμής; Όχι-όχι, αυτή τη φορά, για το μωρό που σκάρωσε με τη Σεμέλη, αγκάστρωσε το μπούτι του.

Ποσειδών: Μωρέ μπράβο του, τον καρπερότατο, που για το καλό μας γκαστρώνεται, χαλαλίζοντας όλα τα μέρη του σώματός του. αλλά, για πες μου, πια είναι πάλι αυτή η Σεμέλη;

Ερμής: Είναι Θηβαία, μια από τι κόρες του Κάδμου. Πλάγιασε μαζί της και την γκάστρωσε.

Ποσειδών: Και μετά γέννησε, Ερμή μου, για ελόγου της;

Ερμής: Κι ακόμα περισσότερο, όσο και να σου φαίνεται απίστευτο. Άκουσε: η Ήρα – σίγουρα ξέρεις πόσο ζηλιάρα είναι – πήγε στη Σεμέλη και την έπεισε να ζητήσει από τον Δία, να παρουσιαστεί μπροστά της, μετά βροντών και αστραπών. αυτός δέχτηκε και πήγε στο σπίτι της κρατώντας και τον κεραυνό. Όμως πήρε φωτιά το σπίτι και κατακάηκε. μαζί δε μ΄ αυτό και η ίδια η Σεμέλη.
Τότε με διέταξε ν΄ ανοίξω την κοιλιά της γυναίκας και να του παραδώσω το έμβρυο που ήταν ακόμα εφταμηνίτικο. Αμέσως μόλις εκτέλεσα την διαταγή του, αυτός άνοιξε το μπούτι του κι έβαλε μέσα το βρέφος, για να ολοκληρωθεί εκεί ο υπόλοιπος χρόνος της κυοφορίας.
Σήμερα λοιπόν που μπήκε στον τρίτο μήνα, από τότε, το ξεγέννησε, και τώρα είναι εξουθενωμένος από τους πόνους τη γέννας.

Ποσειδών: Και δε μου λες, πού είναι τώρα το μωρό;

Ερμής: Το πήγα στη Νύσα και το παράδωσα στις Νύμφες για να το αναθρέψουν. Αυτές ονόμασαν το παιδί Διόνυσο.

Ποσειδών: Άρα, ο αδελφός μου τώρα είναι και τα δυο μαζί γι’ αυτό το παιδί, δηλαδή και μάνα και πατέρας.

Ερμής: Έχεις δίκιο. Ας φύγω όμως τώρα, να πάω να του φέρω νερό για να πλύνει την πληγή του, και για να κάνω όλα τ’ άλλα, όσα είναι αναγκαία για μια λεχώνα.

ΝΕΚΡΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ


ΚΡΟΙΣΟΣ: Δεν τον υποφέρουμε πια βρε Πλούτωνα τούτο τον σκύλο τον Μένιππο να ‘ναι με μας. Ή στείλ’τον αλλού ή στείλε μας να πάμε σ’ άλλο τόπο.


ΠΛΟΥΤΩΝ: Τι μπορεί να σας κάνει; Νεκρός είναι κι αυτός όπως κι εσείς.


ΚΡΟΙΣΟΣ: Όταν εμείς θρηνούμε και στενάζουμε, όταν θυμόμαστε πόσα είχαμε στον επάνω κόσμο, ο Μίδας χρυσάφι, ο Σαρδανάπαλος δόξα και μαλθακότητα κι εγώ τα πλούτια μου, αυτός μας εμπαίζει και μας βρίζει. Μας λέει γομάρια και καθάρματα κι όταν κλαίμε, αυτός τραγουδά και γενικά μας λυπεί όσο δε φαντάζεσαι.


ΠΛΟΥΤΩΝ: Τι είν’ αυτά που λένε Μένιππε;


ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Αλήθεια λένε βρε Πλούτωνα. Τους σιχαίνομαι γιατί είν’ άχρηστα κουφάρια και παλιάνθρωποι. Δεν τους έφτανε που ζήσανε με τόσο κακό τρόπο, αλλά και πεθαμένοι θυμούνται και νοσταλγούν αυτό ακριβώς.
Καλαμπουρίζω με το δούλεμά τους.


ΠΛΟΥΤΩΝ: Μα δεν είναι φυσικό να λυπούνται; Χάσανε πάρα πολλά!


ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Χάζεψες και συ Πλούτωνα; Επικροτείς τα παράπονά τους;


ΠΛΟΥΤΩΝ: Κάθε άλλο! Απλώς δε θέλω φασαρίες μεταξύ σας.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Λοιπόν ακούστε με σεις που ‘σασταν οι χειρότεροι ανάμεσα στους Λυδούς, τους Φρύγες και τους Ασσύριους, μάθετε πως εγώ δε θα σταματήσω όπου κι αν πάτε να σας ακολουθώ και να σας περιγελώ, να σας χλευάζω και να σας βρίζω.


ΚΡΟΙΣΟΣ: Αυτά δεν είναι βρισιές;


ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Όχι. Βρισιές ήταν αυτά που κάνατε στη ζωή σας. Που θέλατε να σας προσκυνάνε λεύτεροι άνθρωποι και καλοπερνάγατε χωρίς να σκεφτόσαστε το τέλος. Από δω κι πέρα θα θρηνείτε καθώς θα θυμόσαστε όσα χάσατε.


ΚΡΟΙΣΟΣ: Εγώ, Θεέ μου, τα πολλά και μεγάλα χτήματα που ‘χα!


ΜΙΔΑΣ: Εγώ το χρυσάφι μου!


ΣΑΡΔΑΝΑΠΑΛΟΣ: Εγώ τη βόλεψή μου!


ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Έτσι μπράβο. Εσείς να θρηνείτε κι εγώ να σας θυμίζω το γνώθι σ’ αυτόν. Είναι ότι πρέπει για τους οδυρμούς σας.

ΜΙΝΩΟΣ ΚΑΙ ΣΩΣΤΡΑΤΟΥ

Μίνως: Αυτόν εδώ τον ληστή, τον Σώστρατο, ρίξτε τον στον Πυριφλεγέθοντα, αυτός δε ο ιερόσυλο ας κατασπαραχθεί από την Χίμαιρα, τον δε τύραννο, Ερμή, βάλ’ τον δίπλα στον Τιτυό, για να του κατασπαράζουν κι αυτουνού το συκώτι οι γύπες, εσείς δε οι αγαθοί να πάτε γρήγορα στα Ηλύσια πεδία, για να κατοικήσετε στα νησιά των μακάρων, ως ανταμοιβή για τον δίκαιο βίο σας.

Σώστρατος: Άκουσέ με, Μίνω, μήπως και σου φανούν σωστά αυτά που θα σου πω.

Μίνως: Γιατί να σε ξανακούσω; Δεν κατηγορήθηκες, Σώστρατε, πως είσαι απατεώνας και φονιάς τόσων ανθρώπων;

Σώστρατος: Ναι κατηγορήθηκα, αλλά ας επανεξετάσεις εάν είναι δίκαιη η τιμωρία μου.

Μίνως: Και πολύ μάλιστα, και δικαίως θα πληρώσεις γι’ αυτά που έκανες.

Σώστρατος: Σε παρακαλώ Μίνω, απάντησέ μου, γιατί είναι πολύ σύντομη η ερώτησή μου.

Μίνως: Άντε λέγε, αλλά μη μακρηγορείς, γιατί ήδη αρχίσαμε να κρίνουμε τους επόμενους.

Σώστρατος: Όσα έκανα όταν ζούσα, τα έκανα με τη θέλησή μου ή όλ’ αυτά ήταν γραφτά απ’ τη Μοίρα να τα κάνω;

Μίνως: Οπωσδήποτε έτσι τα όρισε η Μοίρα.

Σώστρατος: Επομένως και οι καλοί και οι κακοί, όπως εμείς νομίζουμε, ότι κι αν κάναμε, το κάναμε γιατί έτσι μας πρόσταζε εκείνη;

Μίνως: Φυσικά ότι ήθελε η Κλωθώ, αφού αυτή προκαθορίζει όλες τις πράξεις μας από τη στιγμή που γεννιόμαστε.

Σώστρατος: Εάν λοιπόν εξαναγκαστεί κανείς από άλλον, να σκοτώσει κάποιον, δίχως να μπορεί να προβάλει αντίρρηση σ’ αυτόν που τον βιάζει, όπως, να πούμε, ο δήμιος ή ο σωματοφύλακας, διότι τον έναν τον διατάζει ο δικαστής και τον άλλον ο τύραννος, σε ποιον, από τους δυο, θα χρεώσεις τον φόνο;

Μίνως: Ξεκάθαρα στον δικαστή ή στον τύραννο και σε καμμιά περίπτωση σ’ αυτόν που κρατούσε το μαχαίρι, διότι το εκτελεστικό όργανο υπηρετεί την θέληση αυτού, που είναι η κύρια αιτία του φόνου.

Σώστρατος: Μπράβο σου, Μίνω, διότι πρόσθεσες πόντους στο επιχείρημά μου, εάν δε κάποιος υπηρέτης, που τον έστειλε το αφεντικό του, μας φέρει χρυσάφι ή ασήμι, σε ποιον θα χρωστάμε την χάρη ή ποιον θα λογαριάσουμε για ευεργέτη;

Μίνως: Αυτόν που το έστειλε, Σώστρατε, γιατί αυτός που το έφερε ήταν ένας απλός μεταφορέας.

Σώστρατος: Βλέπεις λοιπόν πως άδικα μας καταδικάζεις, την στιγμή που βρισκόμασταν κάτω από τις υπηρεσίες της Κλωθώς, όπως επίσης είναι άδικη η τιμή προς αυτούς που προσκομίζουν αγαθά, που τα έστειλαν άλλοι. Διότι δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι είναι σε θέση ν’ αποφύγει αυτά που του διατάχτηκαν κάτω από τόσο ισχυρή βία.

Μίνως: Μωρέ και πολλά άλλα, Σώστρατε, αν τα εξετάσεις καλλίτερα, θα διαπιστώσεις ότι είναι παράλογα. Όμως εσύ με την ερώτησή σου κάτι κέρδισες, διότι φάνηκες πως δεν είσαι μόνο ληστής αλλά και πολύ επιδέξιος στη ρητορική τέχνη. Άσ’ τον ελεύθερο, Ερμή, κι ας μη τιμωρηθεί ξανά. Πρόσεξε καλά όμως, μη τυχόν ανοίξεις τα μάτια και των άλλων νεκρών κι αρχίσουν να μου κάνουν τέτοιες ερωτήσεις.

Μαύσωλος καὶ Διογένης

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Ὦ Κάρ, ἐπὶ τίνι μέγα φρονεῖς καὶ πάντων ἡμῶν προτιμᾶσθαι ἀξιοῖς;

ΜΑΥΣΩΛΟΣ: Καὶ ἐπὶ τῇ βασιλείᾳ μέν, ὦ Σινωπεῦ, ὃς ἐβασίλευσα Καρίας μὲν ἁπάσης, ἦρξα δὲ καὶ Λυδῶν ἐνίων καὶ νήσους δέ τινας ὑπηγαγόμην καὶ ἄχρι Μιλήτου ἐπέβην τὰ πολλὰ τῆς Ἰωνίας καταστρεφόμενος· καὶ καλὸς ἦν καὶ μέγας καὶ ἐν πολέμοις καρτερός· τὸ δὲ μέγιστον, ὅτι ἐν Ἁλικαρνασσῷ μνῆμα παμμέγεθες ἔχω ἐπικείμενον, ἡλίκον οὐκ ἄλλος νεκρός, ἀλλ' οὐδὲ οὕτως ἐς κάλλος ἐξησκημένον, ἵππων καὶ ἀνδρῶν ἐς τὸ ἀκριβέστατον εἰκασμένων λίθου τοῦ καλλίστου, οἷον οὐδὲ νεὼν εὕροι τις ἂν ῥᾳδίως. οὐ δοκῶ σοι δικαίως ἐπὶ τούτοις μέγα φρονεῖν;

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Ἐπὶ τῇ βασιλείᾳ φῄς καὶ τῷ κάλλει καὶ τῷ βάρει τοῦ τάφου;

ΜΑΥΣΩΛΟΣ: Νὴ Δί' ἐπὶ τούτοις.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Ἀλλ', ὦ καλὲ Μαύσωλε, οὔτε ἡ ἰσχὺς ἔτι σοι ἐκείνη οὔτε ἡ μορφὴ πάρεστιν· εἰ γοῦν τινα ἑλοίμεθα δικαστὴν εὐμορφίας πέρι, οὐκ ἔχω εἰπεῖν, τίνος ἕνεκα τὸ σὸν κρανίον προτιμηθείη ἂν τοῦ ἐμοῦ· φαλακρὰ γὰρ ἄμφω καὶ γυμνά, καὶ τοὺς ὀδόντας ὁμοίως προφαίνομεν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀφῃρήμεθα καὶ τὰς ῥῖνας ἀποσεσιμώμεθα. ὁ δὲ τάφος καὶ οἱ πολυτελεῖς ἐκεῖνοι λίθοι Ἁλικαρνασσεῦσι μὲν ἴσως εἶεν ἐπιδείκνυσθαι καὶ φιλοτιμεῖσθαι πρὸς τοὺς ξένους, ὡς δή τι μέγα οἰκοδόμημα αὐτοῖς ἐστιν· σὺ δέ, ὦ βέλτιστε, οὐχ ὁρῶ ὅ τι ἀπολαύεις αὐτοῦ, πλὴν εἰ μὴ τοῦτο φῄς, ὅτι μᾶλλον ἡμῶν ἀχθοφορεῖς ὑπὸ τηλικούτοις λίθοις πιεζόμενος.

ΜΑΥΣΩΛΟΣ: Ἀνόνητα οὖν μοι ἐκεῖνα πάντα καὶ ἰσότιμος ἔσται Μαύσωλος καὶ Διογένης;

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Οὐκ ἰσότιμος, ὦ γενναιότατε, οὐ γὰρ· Μαύσωλος μὲν γὰρ οἰμώξεται μεμνημένος τῶν ὑπὲρ γῆς, ἐν οἷς εὐδαιμονεῖν ᾤετο, Διογένης δὲ καταγελάσεται αὐτοῦ. καὶ τάφον ὁ μὲν ἐν Ἁλικαρνασσῷ ἐρεῖ ἑαυτοῦ ὑπὸ Ἀρτεμισίας τῆς γυναικὸς καὶ ἀδελφῆς κατεσκευασμένον, ὁ Διογένης δὲ τοῦ μὲν σώματος εἰ καί τινα τάφον ἔχει οὐκ οἶδεν· οὐδὲ γὰρ ἔμελεν αὐτῷ τούτου· λόγον δὲ τοῖς ἀρίστοις περὶ τούτου καταλέλοιπεν ἀνδρὸς βίον βεβιωκὼς ὑψηλότερον, ὦ Καρῶν ἀνδραποδωδέστατε, τοῦ σοῦ μνήματος καὶ ἐν βεβαιοτέρῳ χωρίῳ κατεσκευασμένον.


DIOGENES: Tu, Car, ob quam rem magnum spiras, omnibusque nobis praeferri postulas?

MAUSOLOS: Primum ob regnum, Sinopensis, ut qui rex fuerim Cariae universae, imperaverim etiam Lydorum nonnullis, insulas quasdam subegerim et Miletum usque progressus pleraque Ioniae debellaverim. Deinde quia pulcher eram et magnus belloque strenuus. Tum, quod maximum est, quia Halicarnassi monumentum ingens habeo mihi impositum, quantum mortuus alius nemo; sed neque ita in speciem elegantissimam expolitum, equis virisque exactissime assimilatis ex lapide pulcherrimo, quale ne templum quidem facile quis invenerit. Non tibi videor iure ob ista superbius efferri?

DIOGENES: Ob regnum, inquis, et formam et pondus sepulcri?

MAUSOLOS: Omnino ob ista.

DIOGENES: Sed, formose Mausole, neque robut illud amplius, nec forma tibi adest. Quare si capiamus iudicem de pulchritudine, dicere nequeas, cur tuum cranium anteponendum sit meo: utrumque calvum et nudum, dentes deinde nobis prominent; oculis sumus spoliati naresque simas gerimus. De sepulcro autem pretiosisque istis lapidibus, Halicarnassensibus fortasse conducant ad ostentandum et ambitiosius ad peregrinos iactandum, ingens aliquod aedificium esse scilicet apud se: tu autem, vir optime, non video, quo tibi monumentum prosit; nisi hoc dixeris, te maius quam nos gestare pondus tantis lapidibus oppressum.

MAUSOLOS: Infructuosa igitur ista mihi fuerint omnia et pari honore aequabitur Mausolus ac Diogenes?

DIOGENES: Non pari, vir praestantissime, haudquaquam. Mausolus etenim lamentabitur, recordatus eorum, quae in terra praesta fuerunt, in quibus felicitatem esse sitam ducebat. Diogenes contra deridebit ipsum. Et ille monumentum quidem suum Halicarnassi memorabit ab Artemisia uxore simul et sorore constructum; Diogenes autem corpusculi sepulcrum aliquod an habeat, est nescius, siquidem nihil eam rem curavit; verum perpetuam sapientissimis viris sui commemorationem reliquit, quippe qui viri vitam vixerit sublimiorem tuo, Carum abiectissimum mancipium, monumento, inque tutiore loco conditam



DIOGENES: Höre, du, Karier, worauf bildest du dir so viel ein, dass du vor uns allen den Rang haben willst?

MAUSOLOS: Fürs erste, Herr Sinopenser, war ich König von ganz Karien, und Herr über verschiedene Distrikte von Lydien; ich erweiterte mein Reich durch Unterwerfung verschiedener Inseln, erstreckte meine Eroberungen bis Milet, und überwältigte den größten Teil von Ionien. Außerdem hatte ich persönliche Vorzüge, : Ich war schön, groß von Statur und von einer Leibesbeschaffenheit, die alle Beschwerden des Krieges aushalten konnte. Endlich, und was das Vornehmste ist, habe ich zu Halikarnass ein ungeheueres Grabmal auf mir liegen, das an Größe und Schönheit seinesgleichen in der ganzen Welt nicht hat, und mit den herrlichsten Bildern von Menschen und Pferden ausgeziert ist, alles aus einem so schönen Marmor, wie man nicht leicht an einem Tempel finden wird. Und auf das alles sollte ich nicht mit Recht stolz sein, meinst du?

DIOGENES: Also auf deine Krone, auf deine Gestalt und auf die Schwere deines Grabmals?

MAUSOLOS: Das sollt' ich denken, beim Jupiter!

DIOGENES: Aber, schönster Mausolus, von deiner Schönheit und Stärke ist nichts mehr zu sehen; und wenn ich dir den Vorzug der Gestalt streitig machen wollte, würdest du dem Richter keinen Grund angeben können, warum dein Schädel schöner als der meine sein sollte. Beide sind kahl und abgeschält; unsere Zähne grinsen beiderseits auf gleiche Art, und wir haben beide statt der Augen leere Löcher und aufgestülpte Affennasen. Was aber dein Grabmal betrifft und die kostbaren Edelsteine, woraus es verfertigt ist, so mögen die Einwohner von Halikarnass allerdings Ursache haben, sie den Fremden zu zeigen und sich groß damit zu machen, dass sie ein so großes Werk der Kunst in ihren Mauern besitzen. Was aber du, mein schöner Herr, für einen Genuss davon hättest, sehe ich nicht; du müsstest denn nur sagen, dass du doch eine größere Last tragest, als wir andern, da du einen so ungeheueren Steinhaufen au dir liegen hast.

MAUSOLOS: Das alles sollte mir also zu nichts helfen, und Mausolus sollte nicht mehr und nicht weniger sein als Diogenes?

. DIOGENES: Was den letzten Punkt betrifft, mein edler Herr, nein; diese Gleichheit muss ich verbitten. Denn Mausolus wird wimmern und wehklagen, sooft er sich der Dinge erinnert, die im Leben seine Vorzüge und sein Glück ausmachten. Diogenes hingegen wird ihn auslachen. Mausolus spricht von dem Grabmal, das ihm Artemisia, seine Gemahlin und Schwester, zu Halikarnass errichten ließ; Diogenes weiß nicht einmal, ob sein Leichnam irgendwo ein Grab bekommen hat. Dafür hat er hingegen den Besten der Menschen das Andenken hinterlassen, das Leben eines Mannes gelebt zu haben, und dieses Denkmal, o du Erster unter allen deinen sklavischen Kariern , ist höher, und ruhet auf einem festeren Grund als das deinige.

ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Διογένης: Απίστευτο, Αλέξανδρε! Πέθανες και συ όπως κι όλοι εμείς;

Αλέξανδρος: Δεν το βλέπεις Διογένη. Γιατί σου φαίνεται απίστευτο, πέθανα κι εγώ αφού είμαι άνθρωπος.

Διογένης: Δηλαδή ο Άμμων έλεγε ψέματα πως είσαι γιός του, κι επομένως εσύ είσαι παιδί του Φιλίππου.

Αλέξανδρος: Φυσικά του Φιλίππου, γιατί αν ήμουνα του Άμμωνα δεν θα πέθαινα.

Διογένης: Και για την Ολυμπιάδα, αλήθεια, τα ίδια κι απαράλλαχτα λέγονταν, πως τάχα μου συνουσιάζονταν με κάποιον δράκοντα, που τον έβλεπαν στο κρεβάτι της, και μετά γέννησε εσένα, ενώ ο Φίλιππος ξεγελασμένος, νόμιζε πως ήσουν γιό του.

Αλέξανδρος: Κι εγώ τα ίδια με σένα άκουγα, αλλά τώρα κατάλαβα ότι ούτε η μάνα μου ούτε οι ιερείς του Άμμωνα έλεγαν τη πάσα αλήθεια.

Διογένης: Όμως, Αλέξανδρε, τα παραμύθια τους αυτά, δεν βλέπω να σε ζημίωσαν στα κατορθώματά σου. Γιατί πολλούς τους κυρίεψε ο φόβος, επειδή σε περνούσαν για θεό. Για πες μου όμως, αυτή την μεγάλη εξουσία σου, σε ποιόν την άφησες;

Αλέξανδρος: Ούτε που ξέρω, Διογένη. Γιατί δεν πρόλαβα να φροντίσω για το ζήτημα αυτό. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι, την ώρα που έβγαινε η ψυχή μου, έδωσα το δαχτυλίδι μου στον Περδίκκα. Αλλά που το βρίσκεις το αστείο, Διογένη, και γελάς;

Διογένης: Πώς να μη γελώ αφού θυμήθηκα τα καμώματα όλων των Ελλήνων, αμέσως μόλις πήρες την εξουσία, όταν σε κολάκευαν και σε ανακήρυξαν προστάτη και αρχιστράτηγο, για να τους σώσεις από τους βάρβαρους. Χώρια που μερικοί σε κατάταξαν ανάμεσα στους δώδεκα θεούς και σου οικοδόμησαν ναούς, προσφέροντάς σου θυσίες σαν να ήσουν ο γιος του δράκοντα. Όμως, αλήθεια, πού σε έθαψαν οι Μακεδόνες;

Αλέξανδρος: Τριάντα τόσες μέρες ακόμα, το πτώμα μου βρίσκεται στη Βαβυλώνα, αλλά υπόσχεται ο υπασπιστής μου ο Πτολεμαίος, αν βρει καμμιά ευκαιρία, ανάμεσα στις πολλές σκοτούρες που τον ταλανίζουν, να με πάει στην Αίγυπτο, να με θάψει εκεί, για να γίνω ένας από τους θεούς των Αιγυπτίων.

Διογένης: Δηλαδή θέλεις να μη γελάσω τώρα Αλέξανδρε, όταν σε βλέπω ακόμα και στον Άδη να χαζολογάς και να ελπίζεις να γίνεις Άνουβις ή Όσιρις; Αυτά, μεγάλε, ξέχνα τα, γιατί δεν υπάρχει ελπίδα γυρισμού γι’ αυτόν που πέρασε, έστω και για μια φορά, την στενή πόρτα του Άδη. Ούτε ο Αιακός χαρίζεται σε κανέναν, ούτε να θεωρείς τον Κέρβερο ελαφρόμυαλο.
Εκείνο όμως που ευχαρίστως θα ήθελα να μάθω από σένα, είναι πώς αισθάνεσαι, όταν θυμάσαι την τόσο μεγάλη καλοπέραση που παράτησες εκεί κάτω, όταν έφτασες εδώ. Τους σωματοφύλακες, τους υπασπιστές και τους σατράπες και τόσο πολύ χρυσάφι και ολόκληρα έθνη που σε προσκυνούσαν και τη Βαβυλώνα και τα Βάκτρα και τους φοβερούς ελέφαντες και τόσες τιμές και δόξες κι εκείνες τις μεγαλόπρεπες παρελάσεις στις οποίες παρουσιαζόσουνα με την λευκή κορδέλα στο κεφάλι και την κατακόκκινο μανδύα. Όταν έρχονται όλ’ αυτά στο μυαλό σου, δεν σε στενοχωρούν;
Και γιατί κλαις τώρα σαν μικρό παιδί; Ούτε αυτό δεν σου έμαθε ο σοφός Αριστοτέλης; Ότι όσα μας χαρίζει η τύχη δεν κρατούν για πολύ καιρό;

Αλέξανδρος: Σιγά τον σοφό. Αυτόν που ήταν ο πιο τρισάθλιος κόλακας απ’ όλους τους άλλους. Εγώ μόνο ξέρω τι κουμάσι ήταν αυτός ο Αριστοτέλης, πόσα μου ζήτησε, κι πόσα άλλα με επιστολές, πώς καταχράστηκε τη αγάπη μου για τη μόρφωση, κολακεύοντας και επαινώντας με, πότε για την σωματική μου ομορφιά, θαρρείς ότι κι αυτό είναι μέρος του αγαθού, και πότε για τα κατορθώματά μου και τα πλούτη μου. Διότι ακόμα και τα πλούτη τα θεωρούσε μέρος του αγαθού, ώστε να μη ντρέπεται όταν έπαιρνε κι αυτός μερίδιο απ’ αυτά.
Ήταν απατεώνας, Διογένη μου, και παμπόνηρος. Και το μόνο που κέρδισα από την σοφία του είναι η στενοχώρια μου, που έχασα όλα εκείνα που ανάφερες πριν, σαν να πρόκειται για τόσο σπουδαία αγαθά.

Διογένης: Ξέρεις όμως τι πρέπει να κάνεις τώρα; Βρήκα το φάρμακο για να γιατρέψεις την στενοχώρια σου. Επειδή εδώ πέρα δεν φυτρώνει ελλέβορο, σκύψε κάτω και πίνε και ξαναπίνε συνεχώς από την πηγή που βγάζει το νερό της λησμονιάς. Έτσι θ’ απαλλαγείς από το ντέρτι, που έχασες τα αγαθά, που σου δίδαξε ο Αριστοτέλης.
Μα να, τώρα βλέπω το ίδιο τον Κλείτο και τον Καλλισθένη και πολλούς άλλους να ορμούν κατά πάνω σου, για να σε καταξεσκίσουν παίρνοντας εκδίκηση για τα κακά που τους έκανες. Κοπάνησέ την τώρα από τον άλλο δρόμο και πίνε συνεχώς, όπως σε συμβούλεψα.

ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ

Διογένης: Αυτός δεν είναι ο Ηρακλής; Δε νομίζω να είναι άλλος, μα τον Ηρακλή. Το τόξο, το ρόπαλο, η λεοντή, το μπόι, από πάνω μέχρι κάτω είναι ίδιος ο Ηρακλής. Πώς είναι δυνατόν να πέθανε ένας γιος του Δία; Για πες μου ένδοξε νικητή, είσαι πεθαμένος; Γιατί εγώ ως θεό, όταν ήμουνα πάνω στη γη, σου προσέφερα θυσίες.


Ηρακλής: Πολύ καλά έκανες . γιατί εκείνος ο Ηρακλής βρίσκεται πάνω στον ουρανό, δίπλα στους άλλους θεούς ‘κι έχει γυναίκα την Ήβη με τα πανέμορφα πόδια’, ενώ εγώ είμαι το είδωλό του.

Διογένης: Τι μου λες; Είδωλο θεού; Και πώς γίνεται να είναι κανείς κατά το ένα μισό θεός, και να πεθάνει το άλλο του μισό;

Ηρακλής: Γίνεται και παραγίνεται. Διότι δεν πέθανε εκείνος αλλά εγώ το ομοίωμά του.

Διογένης: Σαν ν’ άρχισα να καταλαβαίνω. Δηλαδή παρέδωσε στον Πλούτωνα εσένα, και τώρα είσαι εσύ νεκρός. στη θέση αυτουνού.

Ηρακλής: Κάπως έτσι έγινε το πράμμα.

Διογένης: Αλλά πώς δε το αντιλήφθηκε ο Αιακός, που δεν του ξεφεύγει τίποτα. πώς δεν πρόσεξε ότι ήσουν εσύ αντί γι’ αυτόν, και δέχτηκε τον αντικαταστάτη, σαν να βρίσκονταν μπροστά του ο Ηρακλής;

Ηρακλής: Διότι η ομοιότητα ήταν πολύ τέλεια.

Διογένης: Αυτό που λες είναι αλήθεια. γιατί μοιάζεις τόσο πολύ, που φαίνεσαι να είσαι εκείνος. Είσαι σίγουρος όμως ότι δε συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή να είσαι εσύ ο Ηρακλής και το είδωλό σου να πλαγιάζει με την Ήβη δίπλα στους θεούς;

Ηρακλής: Είσαι αναιδής και πολυλογάς, κι αν δεν πάψεις να με δουλεύεις, αμέσως θα μάθεις ποιανού θεού είδωλο είμαι.

Διογένης: Το βλέπω, που έχεις βγάλει το τόξο σου και το έχεις έτοιμο. Αλλά τι να φοβηθώ εγώ από σένα, αφού έτσι κι αλλιώς είμαι πεθαμένος; Άσ’ τα αυτά κατά μέρος και πες μου τώρα, στο όνομα του δικού σου Ηρακλή, όταν εκείνος ζούσε, συνυπήρχες μαζί του και ήσουνα και τότε είδωλο; Ή όταν ζούσατε ήσασταν ένας κι όταν πεθάνατε, αφού χωριστήκατε, ο μεν ένας πέταξε προ τους θεούς, εσύ δε το είδωλο, όπως είναι φυσικό, κατέβηκες στον Άδη;

Ηρακλής: Δεν έπρεπε να συζητήσω καθόλου με άνθρωπο που ξεστομίζει τέτοιες ανοησίες. Παρ’ όλ’ αυτά άκουσε κάτι. όσο μέρος στον Ηρακλή ήταν του Αμφιτρύωνα, αυτό πέθανε, κι όλο αυτό το μέρος είμαι εγώ. το υπόλοιπο, που ήταν του Διός, βρίσκεται στον ουρανό μαζί με τους θεούς.

Διογένης: Τώρα κατάλαβα καλά. μου λες ότι η Αλκμήνη γέννησε δυο παιδιά μέσα στον ίδιο Ηρακλή, το ένα από τον Αμφιτρύωνα και το άλλο από τον Δία, αλλά εσείς αγνοούσατε ότι ήσασταν δίδυμοι από την ίδια μάνα.

Ηρακλής: Τον κακό σου τον καιρό, χαμένε. ήμασταν και οι δυο ένα και το αυτό.

Διογένης: Φαίνεται ότι δεν είναι και τόσο εύκολο να μάθει κανείς πώς δυο Ηρακλήδες κάνανε έναν, εκτός κι αν ήσασταν, όπως λένε για εκείνον τον ιπποκένταυρο, συγκολλημένοι σε ένα, θεός και άνθρωπος μαζί.

Ηρακλής: Καλά, δεν παραδέχεσαι ότι όλοι αποτελούνται από δυο πράγματα, την ψυχή και το σώμα; Δηλαδή τι είναι αυτό που εμποδίζει την μεν ψυχή να βρίσκεται στον ουρανό, αφού προέρχεται από τον Δία, κι εγώ που είμαι το θνητό μέρος να βρίσκομαι ανάμεσα στους νεκρούς;

Διογένης: Όμως, εξοχότατέ μου εσύ γιε του Αμφιτρύωνα, θα συμφωνούσα μ’ όλ’ αυτά που λες, αν ήσουν υλικό σώμα. Τώρα όμως είσαι ένα άϋλο ομοίωμα. και δεν απέχεις και πολύ από το να μας παραστήσεις τον Ηρακλή σαν τρισυπόστατο.

Ηρακλής: Από πού κι ως πού τρισυπόστατο;

Διογένης: Περίμενε και θα δεις πώς. ο ένας λοιπόν βρίσκεται στον ουρανό, κι ο άλλος ανάμεσα σε μας, δηλαδή εσύ το είδωλο. έχουμε όμως και το σώμα που έλυωσε κι έγινε ήδη σκόνη. άρα τρία πράγματα είναι όλα μαζί. Σκέψου λοιπόν τώρα ποιόν πατέρα θα επινοήσεις και για τον τρίτο Ηρακλή, αυτόν που θα είναι μπαμπάς του για το σώμα του.

Ηρακλής: Είσαι αναιδής και άπαιχτος στα παραπλανητικά λόγια. Για πες μου όμως, ποιος είσαι του λόγου σου;

Διογένης: Είμαι το είδωλο του Διογένη από την Σινώπη. και τίποτε από μένα δεν βρίσκεται ‘ανάμεσα στους θεούς’, αλλά κάνοντας παρέα εδώ, με τους πιο υπέροχους από τους πεθαμένους ανθρώπους, ειρωνεύομαι τις παπαρολογίες του Ομήρου.

ΜΕΝΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΚΕΡΒΕΡΟΥ



Μένιππος: Πες μου, Κέρβερε, στο όνομα της Στύγας, γιατί είμαι συγγενής σου, αφού κι εγώ είμαι σκύλος (Κυνικός φιλόσοφος), πώς φέρθηκε ο Σωκράτη, όταν κατέβηκε εδώ σε μας; Ελπίζω, αφού είσαι θεός, να μη γαυγίζεις μόνο, αλλά να μιλάς και σαν άνθρωπος, όταν θέλεις.

Κέρβερος: Από μακριά, Μένιππε, μου φαινόταν πως ερχόταν ήρεμος κι ότι δεν φοβόταν και τόσο τον θάνατο. Αυτό μάλλον το έκανε, για να επιδειχθεί σ’ αυτούς που στέκονταν έξω από το στόμιο του Άδη, διότι μόλις έσκυψε και πέρασε μέσα από το χάσμα και είδε το μαύρο σκοτάδι, επειδή πρόσεξα ότι δίσταζε, βάλε μαζί και την δράση του κώνειου, του δάγκωσα το πόδι και τον έσυρα. τότε αυτός άρχισε να σκούζει σαν μωρό παιδί, να οδύρεται για την τύχη των παιδιών του και να κάνει ένα σωρό τέτοια πράγματα.

Μένιππος: Ώστε το ανθρωπάκι αυτό παραπλανούσε τον κόσμο όταν έλεγε ότι αψηφά τον θάνατο;

Κέρβερος: Όχι ακριβώς, αλλά επειδή κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να την γλιτώσει, παρίστανε τάχα μου τον άφοβο, για να δείξει ότι με τη θέλησή του βάδιζε προς αυτό, που όλοι θα πάθουν κάποτε, ώστε να τον θαυμάζουν όσοι τον έβλεπαν. Τα ίδια καμώματα, θα έλεγα πως κάνουν όλοι, που είναι σαν και του λόγου του. μέχρι την πόρτα του Άδη παριστάνουν τους άφοβους και τους γενναίους και μόλις μπούνε μέσα εκδηλώνουν τον πραγματικό τους εαυτό.

Μένιππος: Εγώ, αλήθεια, πώς σου φάνηκα όταν ήρθα εδώ κάτω;

Κέρβερος: Μόνο εσύ, Μένιππε, φέρθηκες αντάξια και σύμφωνα με τις ιδέες σου και πριν από σένα ο Διογένης, διότι ούτε με το ζόρι μπήκατε, ούτε επειδή σας σκουντούσε κάποιος, αλλά με τη θέλησή σας και γελώντας, προτρέποντας μάλιστα όλους τους άλλους να οδύρονται.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Ὦ Πολύδευκες, ἐντέλλομαί σοι, ἐπειδὰν τάχιστα ἀνέλθῃς - σὸν γάρ ἐστιν, οἶμαι, ἀναβιῶναι αὔριον - ἤν που ἴδῃς Μένιππον τὸν κύνα, - εὕροις δ' ἂν αὐτὸν ἐν Κορίνθῳ κατὰ τὸ Κράνειον ἢ ἐν Λυκείῳ τῶν ἐριζόντων πρὸς ἀλλήλους φιλοσόφων καταγελῶντα - εἰπεῖν πρὸς αὐτόν, ὅτι σοί, ὦ Μένιππε, κελεύει ὁ Διογένης, εἴ σοι ἱκανῶς τὰ ὑπὲρ γῆς καταγεγέλασται, ἥκειν ἐνθάδε πολλῷ πλείω ἐπιγελασόμενον· ἐκεῖ μὲν γὰρ ἐν ἀμφιβόλῳ σοὶ ἔτι ὁ γέλως ἦν καὶ πολὺ τὸ "τίς γὰρ ὅλως οἶδε τὰ μετὰ τὸν βίον;" ἐνταῦθα δὲ οὐ παύσῃ βεβαίως γελῶν καθάπερ ἐγὼ νῦν, καὶ μάλιστα ἐπειδὰν ὁρᾷς τοὺς πλουσίους καὶ σατράπας καὶ τυράννους οὕτω ταπεινοὺς καὶ ἀσήμους, ἐκ μόνης οἰμωγῆς διαγινωσκομένους, καὶ ὅτι μαλθακοὶ καὶ ἀγεννεῖς εἰσι μεμνημένοι τῶν ἄνω. ταῦτα λέγε αὐτῷ, καὶ προσέτι ἐμπλησάμενον τὴν πήραν ἥκειν θέρμων τε πολλῶν καὶ εἴ που εὕροι ἐν τῇ τριόδῳ Ἑκάτης δεῖπνον κείμενον ἢ ᾠὸν ἐκ καθαρσίου ἤ τι τοιοῦτον.

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: ᾿Αλλ' ἀπαγγελῶ ταῦτα, ὦ Διόγενες. ὅπως δὲ εἰδῶ μάλιστα ὁποῖός τίς ἐστι τὴν ὄψιν -

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Γέρων, φαλακρός, τριβώνιον ἔχων πολύθυρον, ἅπαντι ἀνέμῳ ἀναπεπταμένον καὶ ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον, γελᾷ δ' ἀεὶ καὶ τὰ πολλὰ τοὺς ἀλαζόνας τούτους φιλοσόφους ἐπισκώπτει.

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: Ῥᾴδιον εὑρεῖν ἀπό γε τούτων.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Βούλει καὶ πρὸς αὐτοὺς ἐκείνους ἐντείλωμαί τι τοὺς φιλοσόφους;

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: Λέγε· οὐ βαρὺ γὰρ οὐδὲ τοῦτο.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Τὸ μὲν ὅλον παύσασθαι αὐτοῖς παρεγγύα ληροῦσι καὶ περὶ τῶν ὅλων ἐρίζουσιν καὶ κέρατα φύουσιν ἀλλήλοις καὶ κροκοδείλους ποιοῦσι καὶ τὰ τοιαῦτα ἄπορα ἐρωτᾶν διδάσκουσι τὸν νοῦν.

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: Ἀλλὰ ἐμὲ ἀμαθῆ καὶ ἀπαίδευτον εἶναι φάσκουσι κατηγοροῦντα τῆς σοφίας αὐτῶν.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Σὺ δὲ οἰμώζειν αὐτοὺς παρ' ἐμοῦ λέγε.

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: Καὶ ταῦτα, ὦ Διόγενες, ἀπαγγελῶ.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Τοῖς πλουσίοις δ', ὦ φίλτατον Πολυδεύκιον, ἀπάγγελλε ταῦτα παρ' ἡμῶν· τί, ὦ μάταιοι, τὸν χρυσὸν φυλάττετε; τί δὲ τιμωρεῖσθε ἑαυτοὺς λογιζόμενοι τοὺς τόκους καὶ τάλαντα ἐπὶ ταλάντοις συντιθέντες, οὓς χρὴ ἕνα ὀβολὸν ἔχοντας ἥκειν μετ' ὀλίγον;

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: Εἰρήσεται καὶ ταῦτα πρὸς ἐκείνους.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Ἀλλὰ καὶ τοῖς καλοῖς τε καὶ ἰσχυροῖς λέγε, Μεγίλλῳ τε τῷ Κορινθίῳ καὶ Δαμοξένῳ τῷ παλαιστῇ, ὅτι παρ' ἡμῖν οὔτε ἡ ξανθὴ κόμη οὔτε τὰ χαροπὰ ἢ μέλανα ὄμματα ἢ ἐρύθημα ἐπὶ τοῦ προσώπου ἔτι ἔστιν ἢ νεῦρα εὔτονα ἢ ὦμοι καρτεροί, ἀλλὰ πάντα μία ἡμῖν κόνις, φασί, κρανία γυμνὰ τοῦ κάλλους.

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: Οὐ χαλεπὸν οὐδὲ ταῦτα εἰπεῖν πρὸς τοὺς καλοὺς καὶ ἰσχυρούς.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Καὶ τοῖς πένησιν, ὦ Λάκων, - πολλοὶ δ' εἰσὶ καὶ ἀχθόμενοι τῷ πράγματι καὶ οἰκτείροντες τὴν ἀπορίαν - λέγε μήτε δακρύειν μήτε οἰμώζειν διηγησάμενος τὴν ἐνταῦθα ἰσοτιμίαν, καὶ ὅτι ὄψονται τοὺς ἐκεῖ πλουσίους οὐδὲν ἀμείνους αὑτῶν· καὶ Λακεδαιμονίοις δὲ τοῖς σοῖς ταῦτα, εἰ δοκεῖ, παρ' ἐμοῦ ἐπιτίμησον λέγων ἐκλελύσθαι αὐτούς.

ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ: Μηδέν, ὦ Διόγενες, περὶ Λακεδαιμονίων λέγε· οὐ γὰρ ἀνέξομαί γε. ἃ δὲ πρὸς τοὺς ἄλλους ἔφησθα, ἀπαγγελῶ.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Ἐάσωμεν τούτους, ἐπεί σοι δοκεῖ· σὺ δὲ οἷς προεῖπον ἀπένεγκον παρ' ἐμοῦ τοὺς λόγους.


DIOGENES: O Pollux, mando tibi, simulatque ad superos escenderis (tuum est enim, opinor, invitam redire cras), sicubi videris Menippum canem (inverneris autem illum Corinthi ad Craneum, aut in Lyceo altercantes inter se philosophos deridentem), ut dicas ad eum: Te, Menippe, iubet Diogenes, si tibi satis, quae super terram geruntur, sunt derisa, venire huc milta plura irrisurum: illic etenim in ambiguo tibi risus erat, illudque in ore multum, "Quis enim omnino novit, quae post vitam sint consectura?", hic vero non desines bona fide ridere, veluti ego nunc; et maxime quidem, ubi videris divites istos et satrapes et tyrannos, tam humilesnulloque insigni distinctos, ex solo eiulatu dignoscendos, eosque esse molles et ignavos, dum recordantur rerum superarum. Ista dic ipsi atque insuper, ut impleta lupinis multis pera veniat, et si quam reperit in trivio Hecates cenam iacentem aut ovum lustrale aut tale quiddam.

POLLUX: At ista renuntiabo, Diogenes: modo noverim accurate, qualis sit facie.

DIOGENES: Senex, calvus, pallium habens multifore, omni vento apertum et applicatis pannorum assumentis varium: ridet autem semper et plurimum illos mendaces arroganter philosophos illudit.

POLLUX: Facile est eum invenire ab istis quidem indiciis.

DIOGENES: Vin ad ipsos quoque illos mandem quiddam philosophos?

POLLUX: Dic: neque enim grave mihi fuerit hoc.

DIOGENES: Ergo in summa serio ipsis denuntia, ut desinant nugari, de rebus universis ricari, cornua generare sibi mutuo crocodilos fingere et eiusmodi perplexas interrogatiunculas mentibus inserere.

POLLUX: Sed me indoctum et disciplinae expertem esse dicent, qui audeam incusare sapientiam ipsorum.

DIOGENES: Tum tu plorare illos a me iube.

POLLUX: Et haec ipsa, Diogenes, referam.

DIOGENES: Divitibus autem, suavissime Pollucule, nuntia istaec a nobis: Quid, o vani, aurum custoditis? Quid autem vosmet ipsi cruciatis, rationem ineuntes usurarum et talenta super talentis componentes, quos oportet uno obolo instructos huc venire paulo post?

POLLUX: Et illa dicentur ad eos.

DIOGENES: Immo etiam formosulis illis ac robustis dicito, Megillo Corinthio et Damoxeno luctatori, apud nos nec flavam comam nec grate torvos aut nigricantes oculos nec florem in facie amplius adesse, aut nervos intentos umerosve validos; sed omnia, quod aiunt, unus pulvis1 ) , crania nuda pulchritudine.

POLLUX: Ne ista quidem molestum erit exponere apud pulchros et robustos.

DIOGENES: Porro pauperibus, o Lacon, (nam sunt sane multi et graviter ferentes illam rem, misereque deplorantes inopiam) dic, ne lacrimas neu eiulatum edant, enarrata, quae hic obtinet, condicionum aequalitate; idque etiam eos visuros, qui istic in vita sunt divites, nihilo meliores se. Et Lacedaemoniis tuis ista, si videtur, meo nomine exprobra, dicitoque moribus solutis eos a pristina severitate descivisse.

POLLUX: Cave, Diogenes, de Lacedaemoniis quicquam dixeris; equidem non feram. quae vero ad alios mandasti, renuntiabo

DIOGENES: Mittamus istos, quoniam ita tibi videtur; at tu, quibus ante dixi, perfer mandata mea.



DIOGENES: Mein lieber Pollux, wenn du in die Oberwelt hinaufsteigst, - und morgen, denke ich, trifft dich die Reihe, wieder lebendig zu werden, - so hätte ich dir einen Auftrag an Menippos, den Hund, mitzugeben, den du entweder im Kraneion zu Korinth oder zu Athen im Lykeion finden wirst, wo er sich über die Zänkereien der Philosophen lustig macht. Sag ihm: Diogenes befehle ihm, wenn er die Torheiten, die auf der Erde vorgehen, genug belacht habe, hierher zu kommen, wo er viel mehr zu lachen finden werde. Denn dort sei er doch öfters unentschlossen, ob er lachen oder weinen wolle, und es falle ihm doch oft ein, wer weiß, wie es nach diesem Leben geht? Hier aber werde er mit vollständiger Kenntnis der Sache lachen und gar nicht wieder aufhören können (wie jetzt bei mir der Fall ist), besonders wenn er sehen werde, was für eine armselige Figur die Reichen, die Satrapen und die Könige hier machen, wie man sie nur noch an ihrem Geheul unterscheiden könne, und wie wehmütig und niederträchtig sie sich gebärden, wenn sie sich ihres Zustandes da oben erinnern. Sag' ihm das, Pollux; und er möchte nicht vergessen, seine Taschen mit Wolfsbohnen anzufüllen, und wenn er etwa im Herabkommen ein Hekatemahl oder ein Reinigungsei auf einem Scheidewege finde, soll er es gleichfalls zu sich stecken.

POLLUX: Ich will es nicht an mir fehlen lassen, Diogenes. Aber, damit ich ihn nicht etwa verfehle, wie sieht er aus?


DIOGENES: Alt, kahlköpfig, trägt einen abgeschabten Mantel, der gegen alle Winde Öffnungen in Menge hat und mit Lappen in allen möglichen Farben geflickt ist; er lacht unaufhörlich, und meistens sind die Windbeutel, die Philosophen, der Gegenstand seines Spottes.

POLLUX: Mittels dieser Beschreibung werd' ich ihn leicht finden.



DIOGENES: Dürft' ich dich auch noch mit einem kleinen Auftrag an die besagten Philosophen selbst beschweren?

POLLUX: Herzlich gern, sage nur!

DIOGENES: Um es kurz zusammen zu fassen: Leg' es ihnen recht nahe, dass sie doch endlich einmal aufhören sollen, die Zeit mit Possen zu verderben, sich über die Universalien zu zanken, einander Hörner aufzupflanzen, Krokodile zu machen und junge Leute auf dergleichen läppische Spitzfindigkeiten Wert legen zu lehren.

POLLUX: Aber sie werden sagen, ich sei ein ungelehrter Dummkopf, dass ich mir herausnehme, ihre Weisheit zu bekritteln.

DIOGENES: So sage du ihnen in meinem Namen, sie sollen - an den Galgen gehen!

POLLUX: Ich will alles getreulich ausrichten, Diogenes.

DIOGENES: Auch an die Reichen, liebes Polluxchen, hätte ich dir noch ein paar Worte aufzugeben. Sag' ihnen in meinem Namen: Ihr Narren, wofür hütet ihr euer Gold? Was plagt ihr euch mit Ausrechnung eurer Zinsen, und wozu häuft ihr Tausende auf Tausende an, da ihr doch in kurzem mit einem einzigen Obolus im Munde ins Reich der Toten wandern müsst?

POLLUX: Gut! Es soll ihnen gesagt werden.

DIOGENES: Und den Schönen und Starken, dem Megillus von Korinth und dem Ringer Damoxenus, sage: Es gäbe bei uns weder gelbes Haar noch schwarze blitzende Augen, noch blühende Gesichtsfarbe, noch straffe Sehnen und breite Schultern mehr, sondern alles, wie man sagt, allein noch Staub, nichts als kahle Schädel, die einander der Schönheit halber nichts vorzuwerfen haben.

POLLUX: Auch dieser Auftrag an die Schönen und Starken soll mir nicht zu viel sein.

DIOGENES: Und den Armen, unter denen so viele sich gar nicht damit abfinden können und immer über ihre Dürftigkeit wehklagen, sage, sie sollen dem Winseln und Heulen ein Ende machen, und erzähle ihnen, wie hier alle gleichen Standes sind, und sie würden sehen, dass die dortigen Reichen bei uns hier keine Vorzüge haben. Und deine Lakedämonier schilt, wenn du willst, in meinem Namen aus, dass sie nicht mehr sind, was sie ehemals waren.

.
POLLUX: Nichts gegen die Lakedämonier, Diogenes, das leid' ich nicht! Was du mir an die anderen aufgetragen hast, das will ich ihnen hinterbringen.

DIOGENES: Lassen wir die, weil es dir so scheint; den andern aber, die ich zuvor sagte, richte meine Worte aus!

29 Σεπτεμβρίου 2009

LE BALCON



Mère des souvenirs, maîtresse des maîtresses,
O toi, tous mes plaisirs, ô toi, tous mes devoirs!
Tu te rappelleras la beauté des caresses,
La douceur du foyer et le charme des soirs,
Mère des souvenirs, maîtresse des maîtresses!

Les soirs illuminés par l’ardeur du charbon,
Et les soirs au balcon, voilés de vapeurs roses;
Que ton sein m’était doux! que ton cœur m’était bon!
Nous avons dit souvent d’impérissables choses
Les soirs illuminés par l’ardeur du charbon.

Que les soleils sont beaux dans les chaudes soirées!
Que l’espace est profond! que le cœur est puissant!
En me penchant vers toi, reine des adorées,
Je croyais respirer le parfum de ton sang.
Que les soleils sont beaux dans les chaudes soirées!

La nuit s’épaississait ainsi qu’une cloison,
Et mes yeux dans le noir devinaient tes prunelles
Et je buvais ton souffle, ô douceur, ô poison!
Et tes pieds s’endormaient dans mes mains fraternelles,
La nuit s’épaississait ainsi qu’une cloison.

Je sais l’art d’évoquer les minutes heureuses,
Et revis mon passé blotti dans tes genoux.
Car à quoi bon chercher tes beautés langoureuses
Ailleurs qu’en ton cher corps et qu’en ton cœur si doux?
Je sais l’art d’évoquer les minutes heureuses!

Ces serments, ces parfums, ces baisers infinis,
Renaîtront-ils d’un gouffre interdit à nos sondes,
Comme montent au ciel les soleils rajeunis
Après s’être lacés au fond des mers profondes!
–O serments! ô parfums! ô baisers infinis!

CHARLES BAUDELAIRE (1821-1867)


25 Σεπτεμβρίου 2009

LEARN TO WRITE YOUR HURTS IN THE SAND AND TO CARVE YOUR BENEFITS IN STONE


TWO FRIENDS IN THE DESERT

A story tells that two friends were walking through the desert. During some point of the journey they had an argument, and one friend slapped the other one in the face.

The one who got slapped was hurt, but without saying anything, wrote in the sand:

TODAY MY BEST FRIEND SLAPPED ME IN THE FACE.

They kept on walking until they found an oasis, where they decided to take a bath. The one who had been slapped got stuck in the mire and started drowning, but the friend saved him.

After he recovered from the near drowning, he wrote on a stone:

TODAY MY BEST FRIEND SAVED MY LIFE.

The friend who had slapped and saved his best friend asked him, "After I hurt you, you wrote in the sand and now, you write on a stone, why?" The other friend replied "When someone hurts us we should write it down in sand where winds of forgiveness can erase it away. But, when someone does something good for us, we must engrave it in stone where no wind can ever erase it."

LEARN TO WRITE YOUR HURTS IN THE SAND AND TO CARVE YOUR BENEFITS IN STONE.

They say it takes a minute to find a special person, an hour to appreciate them, a day to love them, but then an entire life to forget
them.


Δυό φίλοι περπατούν στην έρημο.

Κάποια στιγμή τσακώθηκαν και ο ένας από τους δύο έδωσε ένα χαστούκι στον άλλο.
Αυτός ο τελευταίος, πονεμένος, αλλά χωρίς να πει τίποτα, έγραψε στην άμμο:

ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΕ ΧΑΣΤΟΥΚΙΣΕ.

Συνέχισαν να περπατούν μέχρι που βρήκαν μια όαση όπου αποφάσισαν να κάνουν μπάνιο.

Αλλά αυτός που είχε φάει το χαστούκι παραλίγο να πνιγεί και ο φίλος του τον έσωσε.
Όταν συνήλθε, έγραψε πάνω σε μια πέτρα:

ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΖΩΗ.

Αυτός που τον είχε χαστουκίσει και στη συνέχεια του έσωσε τη ζωή, τον ρώτησε : όταν σε χτύπησα, έγραψες πάνω στην άμμο, και τώρα έγραψες πάνω στην πέτρα. Γιατί;
Ο άλλος φίλος απάντησε : «όταν κάποιος μας πληγώνει, πρέπει να το γράφουμε στην άμμο όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν.
Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας, πρέπει να το χαράζουμε στην πέτρα, όπου κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει ».

The Puppet


If for a moment God would forget that I am a rag doll and give me a scrap of life, possibly I would not say everything that I think, but I would definitely think everything that I say.
I would value things not for how much they are worth but rather for what they mean.
I would sleep little, dream more. I know that for each minute that we close our eyes we lose sixty seconds of light.
I would walk when the others loiter; I would awaken when the others sleep.
I would listen when the others speak, and how I would enjoy a good chocolate ice cream.
If God would bestow on me a scrap of life, I would dress simply, I would throw myself flat under the sun, exposing not only my body but also my soul.
My God, if I had a heart, I would write my hatred on ice and wait for the sun to come out. With a dream of Van Gogh I would paint on the stars a poem by Benedetti, and a song by Serrat would be my serenade to the moon.
With my tears I would water the roses, to feel the pain of their thorns and the incarnated kiss of their petals...My God, if I only had a scrap of life...
I wouldn't let a single day go by without saying to people I love, that I love them.
I would convince each woman or man that they are my favourites and I would live in love with love.
I would prove to the men how mistaken they are in thinking that they no longer fall in love when they grow old--not knowing that they grow old when they stop falling in love. To a child I would give wings, but I would let him learn how to fly by himself. To the old I would teach that death comes not with old age but with forgetting. I have learned so much from you men....
I have learned that everybody wants to live at the top of the mountain without realizing that true happiness lies in the way we climb the slope.
I have learned that when a newborn first squeezes his father's finger in his tiny fist, he has caught him forever.
I have learned that a man only has the right to look down on another man when it is to help him to stand up. I have learned so many things from you, but in the end most of it will be no use because when they put me inside that suitcase, unfortunately I will be dying.



Μαριονέτα

'Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.
Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν, αλλά γι' αυτό που σημαίνουν.
Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.
Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ' ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ' αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.
Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους... Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ' αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.
Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ' αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα, θα σ' αγκάλιαζα και θα σου 'δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα, θα έλεγα 'σ' αγαπώ' και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.
Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μάς δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα 'θελα να σου πω πόσο σ' αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.
Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν' το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις 'συγνώμη', 'συγχώρεσέ με', 'σε παρακαλώ', 'ευχαριστώ' κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.
Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ' τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα.'

Μετάφραση από τα Ισπανικά: Βασίλης Τερζής




"Se despide un genio"

Gabriel García Márquez se ha retirado de la vida pública por razones de salud: cáncer linfático. Ahora, parece, que es cada vez más grave. Ha enviado una carta de despedida a sus amigos, y gracias a Internet está siendo difundida.
Les recomiendo su lectura porque es verdaderamente conmovedor este corto texto escrito por uno de los Latinoamericanos más brillantes de los últimos tiempos.
"Si por un instante Dios se olvidara de que soy una marioneta de trapo y me regalara un trozo de vida, posiblemente no diría todo lo que pienso, pero en definitiva pensaría todo lo que digo.
Daría valor a las cosas, no por lo que valen, sino por lo que significan.
Dormiría poco, soñaría más, entiendo que por cada minuto que cerramos los ojos, perdemos sesenta segundos de luz. Andaría cuando los demás se detienen, despertaría cuando los demás duermen. Escucharía cuando los demás hablan y cómo disfrutaría de un buen helado de chocolate!
Si Dios me obsequiara un trozo de vida, vestiría sencillo, me tiraría de bruces al sol, dejando descubierto, no solamente mi cuerpo, sino mi alma.
Dios mío si yo tuviera un corazón, escribiría mi odio sobre el hielo, y esperaría a que saliera el sol. Pintaría con un sueño de Van Gogh sobre las estrellas un poema de Benedetti, y una canción de Serrat sería la serenata que les ofrecería a la luna. Regaría con mis lágrimas las rosas, para sentir el dolor de sus espinas, y el encarnado beso de sus pétalos...
Dios mío, si yo tuviera un trozo de vida... No dejaría pasar un sólo día sin decirle a la gente que quiero, que la quiero. Convencería a cada mujer u hombre que son mis favoritos y viviría enamorado del amor.
A los hombres les probaría cuán equivocados están al pensar que dejan de enamorarse cuando envejecen, sin saber que envejecen cuando dejan de enamorarse! A un niño le daría alas, pero le dejaría que él solo aprendiese a volar. A los viejos les enseñaría que la muerte no llega con la vejez, sino con el olvido. Tantas cosas he aprendido de ustedes, los hombres... He aprendido que todo el mundo quiere vivir en la cima de la montaña, sin saber que la verdadera felicidad está en la forma de subir la escarpada. He aprendido que cuando un recién nacido aprieta con su pequeño puño, por primera vez, el dedo de su padre, lo tiene atrapado por siempre.
He aprendido que un hombre sólo tiene derecho a mirar a otro hacia abajo, cuando ha de ayudarle a levantarse. Son tantas cosas las que he podido aprender de ustedes, pero realmente de mucho no habrán de servir, porque cuando me guarden dentro de esa maleta, infelizmente me estaré muriendo.
Siempre di lo que sientes y haz lo que piensas. Si supiera que hoy fuera la última vez que te voy a ver dormir, te abrazaría fuertemente y rezaría al Señor para poder ser el guardián de tu alma. Si supiera que esta fuera la última vez que te vea salir por la puerta, te daría un abrazo, un beso y te llamaría de nuevo para darte más. Si supiera que esta fuera la última vez que voy a oír tu voz, grabaría cada una de tus palabras para poder oírlas una y otra vez indefinidamente. Si supiera que estos son los últimos minutos que te veo diría “te quiero” y no asumiría, tontamente, que ya lo sabes.
Siempre hay un mañana y la vida nos da otra oportunidad para hacer las cosas bien, pero por si me equivoco y hoy es todo lo que nos queda, me gustaría decirte cuanto te quiero, que nunca te olvidaré.
El mañana no le está asegurado a nadie, joven o viejo. Hoy puede ser la última vez que veas a los que amas. Por eso no esperes más, hazlo hoy, ya que si el mañana nunca llega, seguramente lamentarás el día que no tomaste tiempo para una sonrisa, un abrazo, un beso y que estuviste muy ocupado para concederles un último deseo. Mantén a los que amas cerca de ti, diles al oído lo mucho que los necesitas, quiérelos y trátalos bien, toma tiempo para decirles "lo siento", "perdóname", "por favor", "gracias" y todas las palabras de amor que conoces.
Nadie te recordará por tus pensamientos secretos. Pide al Señor la fuerza y sabiduría para expresarlos. Demuestra a tus amigos cuanto te importan.”
ENVIA ESTO A QUIENES QUIERAS
Si no lo haces hoy, mañana será igual que ayer. Y si no lo haces nunca tampoco importa.
Ponle acción a tus sueños. El momento es este.

05 Σεπτεμβρίου 2009

Gabriel Garcia Marquez - 13 λόγοι για να ζείς...


"Σε αγαπώ, όχι γι' αυτό που είσαι... αλλά γι' αυτό που είμαι εγώ, όταν είμαι κοντά σου"


"Δεν αξίζει να κλαίς για κανέναν. Όσοι αξίζουν τα δάκρυά σου, δεν θα σε κάνουν ποτέ να κλάψεις..."


"Επειδή πιστεύεις ότι κάποιος δεν σε αγαπάει όσο εσύ θα ήθελες... δεν σημαίνει ότι δεν σε αγαπά με όλη την καρδιά του."


"Αληθινός φίλος είναι αυτός που σου κρατάει το χέρι... και ταυτόχρονα αγγίζει την καρδιά σου."


"Ο χειρότερος τρόπος να χάσεις κάποιον που αγαπάς... είναι να είσαι δίπλα του, αλλά αυτός να μην είναι εκεί."


"Μην σταματάς ποτέ να χαμογελάς, ακόμη και αν είσαι δυστυχισμένος... κάποιος ίσως ερωτευθεί το χαμόγελό σου."


"Μπορεί απλά να είσαι ένα άτομο σε όλο τον κόσμο... αλλά για κάποιο άτομο μπορεί να είσαι ο κόσμος όλος."


"Μην ξοδεύεις τον χρόνο σου για κάποιον, που δεν νοιάζεται να τον ξοδέψει μαζί σου."


"Ίσως ο Θεός, θέλει να γνωρίσεις πολλούς λάθος ανθρώπους, μέχρι να γνωρίσεις τον σωστό, έτσι όταν συμβεί αυτό θα είσαι πραγματικά ευγνώμων."


"Μην κλάψεις γιατί ήρθε το τέλος σε μια σχέση... χαμογέλα για όλα αυτά που περάσατε μαζί."


"Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα σε πληγώνουν, πρέπει να συνεχίσεις να έχεις εμπιστοσύνη... απλά να είσαι πιο προσεχτικός."


"Γίνε καλύτερος άνθρωπος μέρα με τη μέρα... όταν γνωρίσεις αυτόν που ψάχνεις, θα είσαι σίγουρος ότι θα σε αγαπήσει γι' αυτό που είσαι."


"Μην ανυπομονείς, τα καλύτερα έρχονται όταν δεν τα περιμένεις..."

28 Αυγούστου 2009

Μίστρος - Έλμπος


Δεν ήταν μόνο οι καρδιές
Των ανθρώπων δακρυσμένες
Ήταν και ο Έλμπος τα’ψηλο βουνό
Και τα περήφανα του Λίλλα τα πλατάνια
Ήταν τα πεύκα τα γυμνά
Και τα πράσινα τα νέα
Ήταν το ρέμα το στεγνό
Και οι στριφτές ελιές του.
Ήταν οι πέτρες οι σπαρτές
Κι οι πανέμορφες αγκάθες...
Ήταν κι η Παναγιά η Ξαριστή
Ο Αη Θανάσης κι η Αγιά Μαρίνα...
…………………………………………
Ψαλμοί, κραυγές και σπαραγμοί
Χαμένων και ζωντανών
Ακούγονταν συνάμα…
Πόνος και σεβασμός
Δάκρυ Φως Μνήμη
Μαζί και το άδικο Γιατί
Άφηναν εκεί οι Μιστρι-ώτες
Στου Φανουρίου τη Παραμονή
Στων Παίδων του Μαρτυρίου Τόπο.

Ερέτρια 26-27 Αυγούστου 2009
(Ευχαριστώ τον κ. Σταματούκο Παναγιώτη γα την ξενάγηση)



27 Αυγούστου 2009

"Παίδες έν καμίνω"


Ξημέρωνε τού Άγίου Φανουρίου όταν τά 5 παληκάρια μας, άναμμένες λαμπάδες, έγιναν όλοκαύτωμα προσπαθώντας νά προστατέψουν τό χωριό μας άπό τήν φωτιά.


Στόν τόπο πού έχασαν τήν ζωή τους κερδίζοντας τήν Άθανασία, χτίσαμε ένα έκκλησάκι πρός τιμήν τών "παίδων έν καμίνω", άλλά καί γιά τήν μνήμη τών παιδιών μας.


Κι όταν κάθε χρόνο τέτοια μέρα θά άνεβαίνουμε νά τό λειτουργούμε, μέ τά στάρια καί τίς φανουρόπιτες στά χέρια , δέν θά ζητάμε άπ' τόν Άγιο νά μάς φανερώνει πλούσιους γαμπρούς γιά τίς κόρες μας, θέσεις στό Δημόσιο γιά τά άγόρια μας, καί τούς τυχερούς άριθμούς άπό τά "λόττα" καί τά στοιχήματα, πού τόσο έπίμονα καί ξεδιάντροπα μας προτείνουν οί ταγοί μας μέσα άπό τίς τηλεοράσεις νά παίζουμε, γιά νά γίνει καλύτερη ή ζωή μας.


Μόνο θά τόν παρακαλούμε νά μας φανερώνει τόπους καί τρόπους γιά νά ύπερασπιζόμαστε ΠΑΤΡΙΔΑ και ΠΙΣΤΗ άλλά καί τήν άντίληψη ΝΑ ΝΟΙΑΖΕΣΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟ, γιατί έτσι έκαναν, καί έτσι θά ήθελαν νά κάνουμε καί έμεις, τά καμένα παιδιά μας.

Ό Χρήστος ό Καρλατήρας, ό Δημήτρης ό Λιάσκος , ό Νίκος ό Τσαμπάσης, ό Δημήτρης ό Γιαπλές, καί ό Γιάννης ό Τσώκος.


Είστε προσκεκλημένοι κι έσείς τήν Τετάρτη στίς 26 Αύγούστου τού 2009 στίς 5 τό άπόγευμα στους Άγιους Παίδες έν καμίνω στόν Όλυμπο τού Μίστρου πού θά λειτουργήσουμε γιά πρώτη φορά.

 

ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΟΥ ΜΙΣΤΡΟΥ

04 Αυγούστου 2009

Άχ! αύτή ή νεότητα




Οι νέοι είναι γεμάτοι επιθυμίες στους χαρακτήρες τους και μπορούν να πραγματοποιούν όσα τυχόν επιθυμήσουν. Είναι ασταθείς και ευκολοχόρταστοι στις επιθυμίες τους, και απ’ τη μια μεριά έχουν έντονες επιθυμίες, απ’ την άλλη όμως ησυχάζουν γρήγορα^ γιατί οι επιθυμίες τους είναι ζωηρές αλλά έχουν μικρή διάρκεια, όπως ακριβώς η δίψα και η πείνα των κουρασμένων. Και οργίζονται και παραφέρονται εύκολα και παρασύρονται απ’ την οργή τους και δεν μπορούν να συγκρατήσουν το θυμό τους γιατί δεν ανέχονται να τους περιφρονούν, επειδή αγαπούν τις τιμές και αγανακτούν, αν νομίζουν πως αδικούνται. Αγαπούν τις τιμές αλλά πιο πολύ αγαπούν τη νίκη γιατί τα νιάτα επιθυμούν την υπεροχή και η νίκη είναι μια μορφή υπεροχής... Δεν είναι μοχθηροί αλλά καλοσυνάτοι... Είναι και ευκολόπιστοι, γιατί δεν έχουν εξαπατηθεί ακόμη πολλές φορές... Και είναι γεμάτοι ελπίδα, γιατί ακόμα δεν έχουν αντιμετωπίσει πολλές αποτυχίες. Και πιο πολύ ζούνε με την ελπίδα^ γιατί η ελπίδα αναφέρεται στο μέλλον, ενώ η μνήμη στο παρελθόν... Και είναι πιο ανδρειωμένοι, γιατί είναι ψυχωμένοι και γεμάτοι ελπίδα. Η γενναία ψυχή τούς κάνει να μη φοβούνται, η ελπίδα να είναι θαρραλέοι. Είναι και μεγαλόψυχοι, γιατί ακόμη δεν έχουν ταπεινωθεί απ’ τη ζωή τους, αλλά αγνοούν την πίεση της ανάγκης, και το να θεωρεί κάποιος τον εαυτό του άξιο για μεγάλα πράγματα είναι μεγαλοψυχία αυτό είναι χαρακτηριστικό ανθρώπου που ελπίζει... Και αγαπούν τους φίλους και τους συντρόφους περισσότερο απ’ τις άλλες ηλικίες, επειδή ικανοποιούνται με την συμβίωση και γιατί δεν κρίνουν ακόμη τίποτε σύμφωνα με το συμφέρον τους, κατά συνέπεια ούτε και τους φίλους τους... Και νομίζουν πως τα ξέρουν όλα και το βεβαιώνουν με σιγουριά... Και κάνουν τα αδικήματα με αυθάδεια και όχι με κακότητα... Είναι ευσπλαχνικοί... Λοιπόν, ο χαρακτήρας των νέων τέτοιος είναι.


[ Αριστοτέλη:Ρητορική(1389α3-β18) ]
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - Γ. ΠΟΛΙΤΙΔΗΣ

Νιώθει πως ο κόσμος όλος τού ανήκει. Είναι άπειρος, ευαίσθητος, συναισθηματικός ο νέος άνθρωπος, ακόμα και αυτός που αλλιώς δείχνει, ή μάλλον θέλει έτσι να δείχνει. Η νεότητα είναι μία εύπλαστη, δημιουργική και μοναδική ηλικία του ανθρώπου. Στους απέραντους και ανοικτούς ορίζοντες της ψυχής του νέου φυτρώνουν ταυτόχρονα δύο τεράστιοι και εχθρικοί μεταξύ τους κλώνοι, τα πάθη από τη μία μεριά και η σύνεση από την άλλη, κλώνοι που δε γνωρίζουν το μέτρο εξάπλωσης τους, είναι ανεξέλεγκτοι και ασυγχρόνιστοι. Γιατί το συναίσθημα του νέου είναι ακαλλιέργητο, τού είναι ασμίλευτο ακόμα. Υπάρχει βέβαια μέσα του εκλεπτυσμένο πάθος, ασυγκράτητο όμως και με ένταση φοβερή, από την οποία λείπει η διάρκεια, η σταθερότητα, η ποιότητα πολλές φορές, η σύνεση και η προοπτική. Κι άλλες πάλι φορές μέσα σ’ αυτήν την ένταση υποβόσκει ο φόβος του αγνώστου, οι φοβίες για μια σκληρή και απάνθρωπη κοινωνία, η οργή για έναν κόσμο ξένο προς τις προσδοκίες του. Η παιδεία, η γονική αγωγή, οι συναναστροφές και φυσικά μια υγιής και πολιτισμένη κοινωνία εκεί θα πρέπει να στοχεύουν. Να κάνουν το νέο να συλλάβει και την άλλη προοπτική της ζωής, τον αγώνα και την ομορφιά που κρύβει ο κόσμος. Να του διαμορφώσουν κριτήρια αισθητικά έτσι που να τον φέρουν σ’ επαφή με τις αισθητικές αξίες του ωραίου, της ισορροπίας και του ιδεώδους, ώστε ευαίσθητος ηθικά, ώριμος κοινωνικά, ψυχικά ρωμαλέος και πνευματικά γυμνασμένος να ξεπεράσει τις εσωτερικές του συγκρούσεις και τα εξωτερικά εμπόδια που ορθώνονται μπρος στα μάτια του από τους φόβους της κοινωνικής του ένταξης και καταξίωσης. Ένας νέος κοινωνικά ώριμος, έντονα προβληματισμένος, με διευρυμένους πνευματικούς ορίζοντες, που περνά από βασανιστικό έλεγχο τις αποφάσεις του, δεν άγεται και φέρεται, δε χαλιναγωγείται από σκοτεινά συμφέροντα, ούτε υφίσταται το διαλυτικό πνεύμα της εποχής μας με την ασάφεια, την αοριστία της, το δογματισμό και το φανατισμό της, τις αντιφατικές ενέργειες και τον ηθικό της ξεπεσμό, είναι ο νέος ο αυτόνομος, ο πρακτικός, ο λειτουργικός, που υπόσχεται πολλά για το μέλλον αυτής της ανθρωπότητας.

Οι αλλαγές που επισυμβαίνουν τόσο στην προσωπικότητα όσο και στη γενικότερη συμπεριφορά του νέου είναι πολλαπλές, συνεχείς, διαρκείς και έντονες. Οι ποσοτικές και κυρίως οι ποιοτικές νοητικές αλλαγές που γίνονται στο νέο καθώς μεγαλώνει, αποτελούν την αφετηρία για παραπέρα εξελίξεις σε δομικά σημεία της εξελισσόμενης προσωπικότητας του νέου, ψυχοσωματικά, συναισθηματικά και γλωσσικά. Ο νέος, σε σύγκριση με την παιδική του ηλικία, έχει τη δυνατότητα να διατυπώνει θεωρητικές απόψεις και υποθέσεις, αν και δεν έχει άμεσα και πολλά εμπειρικά δεδομένα και βιώματα. Το γεγονός αυτό τον καθιστά ικανό να προσεγγίζει τώρα σε βάθος και με κατανόηση λογοτεχνικά και ιστορικά κείμενα, δοκίμια, θεωρίες, δόγματα και ιδεολογίες, κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα, μ’ άλλα λόγια γίνεται ικανός πλέον να αντιλαμβάνεται, να αναλύει και να ελέγχει το ιδεολογικό, πολιτικό και πολιτιστικό υπόβαθρο των ιδιοτήτων της κοινωνικής ομάδας. Η σύλληψη της άμεσης πραγματικότητας, αλλά και η δυνατότητα, με το θεωρητικό στοχασμό, της σχηματοποίησης ενός πιθανού και δυνατού κόσμου, κάνουν τον έφηβο να επινοεί και να διεκδικεί εναλλακτικές λύσεις για τα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά δεδομένα, νέα δηλ. περίτεχνα και θεωρητικά μοντέλα ζωής.
Όταν μάλιστα συγκρίνει την απτή πραγματικότητα με τις πιθανές δικές του, νιώθει αγανάκτηση, θυμό και κατάθλιψη. Γίνεται τότε επαναστάτης προς όλους και σε όλα. Εναντιώνεται προς τους γονείς του και αμφισβητεί κάθε μορφή αυθεντίας, κατηγορώντας τους για υποκριτική στάση, για λιποταξία ανάμεσα στις καθημερινές τους πράξεις, τις αξίες και τα λόγια που πρεσβεύουν και διαρκώς τον συμβουλεύουν για έναν κόσμο καλύτερο. Ο επαναστάτης νέος δεν είναι ρεαλιστής, διότι απαιτεί εδώ και τώρα λύσεις σε μακροχρόνια και φοβερά προβλήματα. Προτείνει λύσεις πολλές φορές που είναι αδύνατον οικονομικά ή πολιτικά να πραγματοποιηθούν. Κι έτσι γρήγορα απογοητεύεται από την σκληρή υποδοχή που του επιφύλαξε η κοινωνία. Οι μεγαλύτεροί του, οι ισχυροί της κοινωνίας, δύσκολα συγχωρούν ή ικανοποιούν τις ριζοσπαστικές απαιτήσεις του νέου, γι’ αυτό και δεν τις πραγματοποιούν. Κι αυτή η άρνηση είναι για το νέο η πρώτη γνωριμία του με την πραγματικότητα, ίσως η πρώτη του προσγείωση από τους φανταστικούς του κόσμους που πιστεύει ότι αμέσως, μόλις το απαιτήσει, θα πραγματωθούν, ίσως όμως πάλι η πρώτη του συνειδητή ή όχι, απομάκρυνση και απέχθεια προς την κοινωνία, η πρώτη δηλ. φάση περιθωριοποίησής του από αυτήν.
Κάποιες φορές και για ασήμαντη αφορμή ο νέος αρχίζει να εκτοξεύει ύβρεις και κατηγορίες με γλώσσα ψυχρή και απότομη που δεν ταιριάζει στην ηλικία του. Και τότε αρχίζουν οι διαπιστώσεις: Φταίνε οι γονείς, η κοινωνία, το σχολείο, οι φίλοι. Δε θα σταθώ στο αποτέλεσμα, αλλά θα αναζητήσω τα βαθύτερα αίτια. Θα επισημάνω λοιπόν ότι τόσο ο νέος, όσο και οι μεγαλύτεροί του, είναι πολλές οι φορές που έρχονται σε σύγκρουση, σε έντονη αντιπαράθεση. Οι αφορμές είναι ασήμαντες, αν κάποιος τις κρίνει λογικά. Όμως οι αφορμές λειτουργούν γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο που υπάρχουν. Για να γίνονται η πρόσβαση, η έκρηξη, η αρχή, η αποκάλυψη, η αφετηρία δηλ. σε μια κατάσταση που προϋπάρχει και χρόνο με το χρόνο ανυποψίαστα φτάνει σε οριακά σημεία.
Η διαφωνία των νέων προς τους μεγαλύτερους και την κοινωνία θα ήταν επιπόλαιο να πούμε ότι εκδηλώνεται απλά και μόνο κάτω από την εσωτερική, τη γεμάτη ένταση φυσική παρόρμηση μιας γενεάς που τώρα πρωτομαθαίνει τη ζωή. Ο νέος γονατίζει συχνά απ’ το βάρος των υποχρεώσεών του, ήδη από τα πρώτα σχολικά χρόνια, καθώς σιγά-σιγά συνειδητοποιεί τις φοβερές δυσκολίες του ατόμου μέσα στη ζωή. Τα συναισθήματά του γίνονται ακόμα πιο έντονα και αναζητούν το ξέσπασμα, τη διέξοδο, απ’ τη στιγμή που αντιλαμβάνεται πως κι αυτός ο μακρόχρονος, ο χρονοβόρος αγώνας σπουδών του ίσως αποβεί μάταιος, ένα χαρτί, ένα δίπλωμα μονάχα στην κορνίζα. Κι όταν πάλι βλέπει τη βία, το έγκλημα, τα σκάνδαλα, την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την αναξιοκρατία να επικρατούν στην καθημερινή πράξη, τότε τα βάζει με τους πάντες, με όλους εκείνους που τον μαθαίνουν επί χρόνια να είναι άνθρωπος με λογική, με συναίσθημα και με δημοκρατικό ήθος. Επιτίθεται στους γονείς, τα βάζει με τους δασκάλους, αυθαδιάζει με αναίδεια, φέρεται ανήθικα και ξεδιάντροπα πολλές φορές, κάνοντας όλα όσα του έμαθαν πως δεν πρέπει. Νιώθει έτσι πως επαναστατεί πως πράττει διαφορετικά πως δε συγχωνεύεται στη μάζα πως αντιδρά με τον τρόπο του ενάντια στο κατεστημένο.
Ίσως θα έπρεπε στα παιδιά μας να τα μάθουμε και κάτι άλλο: πως εμείς οι πιο μεγάλοι με τις συμβουλές, τις υποδείξεις και τις ηθικές αρχές που προσπαθούμε να τους ενσταλάξουμε, πως εμείς είμαστε εκείνοι, γονείς και δάσκαλοι, που στην ουσία τα βάζουμε με την κοινωνία, τις αντιφάσεις και τις παραβάσεις της. Κι αυτό γιατί διδάσκουμε το νέο αξίες και αρχές αντίθετες με τις υλικές αξίες και τον ισοπεδωτικό, καταναλωτικό τρόπο ζωής που η παγκόσμια ολιγαρχία του πλούτου έχει επιβάλλει στο σύγχρονο άνθρωπο. Και ότι όταν οι νεαροί επαναστάτες μάς εναντιώνονται, διαπράττουν ένα σοβαρό τους σφάλμα, που εμείς δεν τους δώσαμε να το καταλάβουν : ότι τα βάζουν με εκείνους που πράγματι τους αγαπούν, που προσπαθούν με τα λόγια, τα συναισθήματα, τις πράξεις και τις μεθόδους τους, να τους κάνουν προσωπικότητες λογικές και ηθικές, ώστε να είναι ικανοί να αντιμετωπίζουν μια ζωή σκληρή, μια κοινωνία αλλοπρόσαλλη, την οποία οφείλουν να καταπολεμήσουν αλλά με τις μεθόδους που ταιριάζουν στο συνετό άνθρωπο και το δημοκρατικό πολίτη.
Οι σχέσεις του νέου προς τους μεγαλύτερους του γίνονται πιο ομαλές και ανεκτικές πολύ αργότερα, μετά το τέλος της εφηβείας και της πρώτης νεότητας, όταν δηλ. ο χρόνος τον ωριμάζει, τον κάνει πιο αυτόνομο και ο ίδιος σταδιακά οικειοποιείται την πραγματικότητα και προσαρμόζεται στα κοινωνικά δεδομένα, νιώθοντας ισότιμος μέσα στην οργανωμένη κοινωνία. Όσο περισσότερο ο νέος αρχίζει να αποκτά σιγουριά για τις σπουδές, το επάγγελμα, τη μελλοντική του ζωή, όσο πιο πολύ αποκτά μία πιο σταθερή εικόνα, από τις πολλαπλές, για τον εαυτό του, την προσωπική του δηλ. εικόνα και ταυτότητα, τόσο περισσότερο μειώνει την κριτική διάθεση και αμφισβήτηση, δείχνοντας μεγαλύτερη κατανόηση προς τους μεγαλύτερούς του και αληθινό ενδιαφέρον για τη βελτίωση των κοινωνικών προβλημάτων. Είναι τότε ίσως η εποχή που καταλαβαίνει πως ο δάσκαλος και ο γονιός των εφηβικών του χρόνων ήταν φίλος και όχι εχθρός του. Η κριτική του τώρα στρέφεται περισσότερο προς τον εαυτό του, καθώς η ενδοσκόπηση και η ελεγχόμενη αυτοανάλυση τον οδηγούν σταδιακά προς την αυτογνωσία. Νιώθει πλέον μία προσωπικότητα, με ενιαία και σταθερή εικόνα του Εγώ του που τον διαφοροποιεί όχι μόνο απλά από τους άλλους, αλλά και που τον κάνει να αισθάνεται ως ένα και το αυτό πρόσωπο παρ’ όλες τις διάφορες εικόνες – πρόσωπα που έχει ζήσει στο παρελθόν του, παρ’ όλες τις ποικίλες μεταβολές που υφίσταται μέσα και έξω του. Η βιολογική του ωρίμανση, αλλά και η σταδιακή του κοινωνικοποίηση στα πλαίσια της κοινωνικής συμβίωσης ευθύνονται τα μέγιστα για τη σταδιακή αυτή ενσωμάτωση και ένταξη του νέου μέσα στην κοινωνική ομάδα.
Η ομαδική αυτή συμβίωση δημιουργεί νέα νοοτροπία στο νέο τέτοια ώστε κατ’ αυτήν οι κοινωνικές και πολιτικές υποθέσεις, τα ζητήματα δηλ. και τα προβλήματα του δημοσίου βίου, να γίνονται εκούσια και συνειδητά υποθέσεις προσωπικού ενδιαφέροντος. Και ο άνθρωπος, παρ’ όλο που συνηθίσαμε να αποδεχόμαστε ότι από τη φύση του είναι κοινωνικό ον, για να λειτουργήσει κοινωνικά, δημοκρατικά και ηθικά, πρέπει να μάθει όπως είπε και ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του ότι σε μία ομάδα, σε ένα έθνος, είμαστε πρώτα στο εμείς και έπειτα στο εγώ. Κι αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να βιώσει ο νέος, ότι έχει δηλ. ευθύνη απέναντι στον εαυτό του, την κοινωνία και την Ιστορία, ότι οφείλει να παραδώσει στους μεταγενέστερούς του έναν κόσμο καλύτερο και με λιγότερα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και οικολογικά προβλήματα, σε σύγκριση με εκείνον που του κληροδότησε η προηγούμενη γενεά. Να συνειδητοποιήσει ακόμα πως με μόνη την άρνηση αυτού του κόσμου και τις κατηγορίες προς τους προγενέστερους του για τα δεινά της κοινωνίας, χωρίς συγχρόνως μια προσωπική θέση και δράση, μια θετική αντιπροσφορά, στην ουσία περιθωριοποιεί και δεν εστιάζει τις άφθονες μέσα του δυνάμεις για ένα καλύτερο αύριο. Αυτή η απουσία του συναισθήματος κοινωνικής ενότητας και ευθύνης του νέου προς τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνική ομάδας, όταν απουσιάζει, είναι δείγμα ανωριμότητας, ατομικιστικής και αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Ο ανώριμος νέος πιο εύκολα ετεροκαθορίζεται από ιδέες ρευστές, χωρίς ηθικοκοινωνική προοπτική, αποδιοργανώνεται, κατανέμει αλλοπρόσαλλα και απερίσκεπτα τα όνειρά του, γίνεται σταδιακά άκαμπτος ηθικά και ψυχρός απέναντι σε θέματα της συλλογικής ζωής. Γίνεται δηλ. ένα εύκολο πια και χωρίς αντιστάσεις θύμα στα στεγανά όρια της καταναλωτικής και της ατομικιστικής κοινωνίας μας που σήμερα πανίσχυρη απλώνει τα ισοπεδωτικά και διαλυτικά της δίχτυα και στους χώρους του πνεύματος, των ιδεών, της πολιτικής,των συνειδήσεων και των ηθικών αξιών. Και αναρωτιόμαστε τότε πού πήγαν όλα αυτά τα οράματα, τα ιδανικά, τα ενθουσιώδη σχέδια του νέου, αυτή τέλος πάντων η απλότητα και η αγνότητα που είναι φυσικό να χαρακτηρίζει κάθε νέο άνθρωπο. Όταν βλέπεις ένα νέο χωρίς προορισμό, στόχους, ιδανικά, ηθικούς φραγμούς και εσωτερικές αντιστάσεις, αναρωτιέσαι τι έφταιξε, προβληματίζεσαι για το τι φταίει. Ούτε η εκπαίδευση ούτε η αγωγή φαίνονται πως είναι στοιχεία ικανά, για να παράσχουν στο νέο κάποια ψυχικά και πολιτιστικά εφόδια, κάποια στηρίγματα, πάνω στα οποία βασισμένος να χαράξει κατά τρόπο συνειδητό την προσωπική πορεία του και να αναλάβει τις κοινωνικές του υποχρεώσεις, με γνώμονα το μέτρο, τη σύνεση, το νόμο και τον εσωτερικό προσωπικό του κώδικα αξιών. Αντί για όλα τούτα βλέπεις μόνο ένα νέο που απαιτεί επίμονα, που ζητά, που διεκδικεί, μ’ αυτό το ασυγκράτητο πάθος της ηλικίας του, τα δικαιώματά του. Και φυσικά, αυτό δεν είναι κακό. Είναι αναγκαίο, θα έλεγα.
Το δυστύχημα όμως εντοπίζεται στο ότι ο ίδιος αυτός νέος είναι έτοιμος να διαγράψει τις υποχρεώσεις του, να ανταποδώσει αχαριστία και αδιαφορία απέναντι στη χάρη που του έγινε, και εύκολα, χωρίς εσωτερικούς άξονες, να οδηγηθεί στην αναίδεια, τον κυνισμό και τον ξεπεσμό με τη συμπεριφορά ή με τις εγκληματικές κάποτε πράξεις του. Ποιος να φταίει άραγε, αναρωτιόμαστε. Όλοι εμείς, ο κόσμος γύρω, η ηθική σήψη, τα καταναλωτικά πρότυπα της εποχής, η εμπορευματοποίηση των αξιών, ηθικών και κοινωνικών, οι γονείς, η εκούσια απομόνωση και λιποταξία των πνευματικών ταγών της εποχής μας, ίσως και η σύγχρονη παιδεία η στραμμένη σχεδόν αποκλειστικά προς την παροχή γνώσεων ; Η παιδεία που στοχεύει πολύ σωστά στο να αναπτύξει τις ικανότητες και δυνατότητες του νέου, να του μάθει το παρελθόν, να τον μυήσει στο παρόν του κόσμου μας; Η παιδεία που όμως ίσως θα έπρεπε να του διδάξει με διδακτικό τρόπο και τη σκληρή όψη της ζωής ; Να μην τον αφήνει να μετεωρίζεται σε καταστάσεις ακραίες, φαντασιακές, άλλοτε σε μυθικό κόσμο που συχνά κατασκευάζει, στον οποίο επικρατεί ξενοιασιά και ειρήνη, δεν υπάρχει βία, κυριαρχεί η ειλικρίνεια και η ανιδιοτέλεια ή άλλοτε πάλι σε έναν άλλο κατασκευασμένο κόσμο όπου φυσιολογικό είναι να κυριαρχεί η ασυδοσία, η ελευθεριότητα και η παρανομία, και μάλιστα χωρίς τιμωρία όλα τούτα, όλα αυτά που εμπνευσμένα ίσως του έρχονται κατ’ ευθείαν από τον κόσμο των video games ; Ίσως η παιδεία θα πρέπει συχνότερα να επιχειρεί να προσγειώνει το νέο, να του γνωρίζει σε βάθος τις κοινωνικές δομές, να του γνωρίζει πώς να μελετά ουσιαστικότερα τα προβλήματα της ζωής και της κοινωνίας, πώς να διακρίνει το μύθο από την πραγματικότητα, πώς να κατανοεί την πραγματικότητα, πώς να ενσωματώνεται και πώς να επιβιώνει σε αυτήν. Είναι πολύ πιθανό, μαθαίνοντας στα παιδιά για τις μεγάλες ηθικές-κοινωνικές αρχές της συμβίωσης, αλλά και συγχρόνως προσγειώνοντάς τα στην απτή πραγματικότητα, έτσι να μειώσουμε μιαν αιτία, μιαν ανησυχία από αυτές τις πολλές που ενυπάρχουν στη νεανική ψυχή και που όταν παραμερίζονται βίαια ή αδιάφορα από τους μεγαλύτερους του, μεταλλάσσονται επικίνδυνα σε ενέργειες αντιπαλότητας του νέου προς τους μεγάλους γενικότερα. Είναι δικαίωμα του νέου να μάθει όλη τη ζωή που ολόκληρη τού ανήκει, που μόλις την ξεκινά. Είναι χρέος μας να του τη γνωρίσουμε, να τον συμβουλεύσουμε και να του υποδείξουμε, να τον βοηθήσουμε να αποδράσει απ’ τον κλειστό υποκειμενικό κόσμο που συχνά δημιουργεί, να τον κάνουμε ένα ρεαλιστή νέο, γιατί η συμφορά θα είναι μεγαλύτερη, κάθε φορά που θα συνειδητοποιεί ότι ζει σε μία άλλη, ξένη γι’ αυτόν και ψυχρή πραγματικότητα. Και τότε η αντίδραση στην κλίμακα της καταστροφής θα ξεκινά με την αυτοκαταστροφή του και θα τελειώνει με την βίαιη στροφή του ενάντια στην μισητή κοινωνία, τους θεσμούς της, τους σπουδαίους αλλά και τους ασήμαντους ανθρώπους των χώρων που κινείται. Μια αντίδραση που ξεφεύγει από το μέτρο και κινείται πλέον στα ανεξέλεγκτα όρια της, χωρίς νομικούς ή ηθικούς περιορισμούς, περιθωριακής πρακτικής.
Ίσως όμως κάτι τέλος να ξέχασα, ίσως και το πιο σημαντικό. Για την αντικοινωνική, ανάρμοστη, εγκληματική ή και ανήθικη συμπεριφορά και δράση του, όποτε συμβαίνει, ευθύνεται και ο ίδιος ο νέος. Και η συμμετοχή του στις ευθύνες βρίσκεται στο μεγαλύτερο ποσοστό. Γιατί αν αναζητήσουμε τις ευθύνες μόνο στους άλλους [ γονείς, δασκάλους, κοινωνία ] για τη δράση του και τις δικές του επιλογές, παράνομες ή ανήθικες, είναι σαν να εκμηδενίζουμε και να ισοπεδώνουμε την ιδιαίτερη φύση που μέσα του κρύβει ο κάθε άνθρωπος. Σε αυτήν την περίπτωση αυθαίρετα καταργούμε τα σπουδαιότερα γνωρίσματα της ανθρώπινης ύπαρξης, τη βούληση και την ελευθερία επιλογής, την ατομική δηλαδή αυθυπαρξία του ανθρώπινου χαρακτήρα, τα συνειδησιακά χαρακτηριστικά και δομικά στοιχεία της βαθύτερης προσωπικότητας.