04 Ιανουαρίου 2010

Η πάλη με το σκοτεινό αίνιγμα



Πώς παρηγοριέται ο θάνατος ενός εικοσιεφτάχρονου παλικαριού; Επιτέλους, αν αιτία είναι ο αδυσώπητος παραλογισμός της φύσης, σφίγγεις τα δόντια και σκύβεις το κεφάλι στην αμείλικτη νομοτέλεια. Αλλά όταν ο θάνατος έρχεται από το χέρι ανθρώπου, αδίστακτου φονιά, από ποια λογική να αρπαχτείς, πώς να αντιπαλαίψεις τον ίλιγγο του πανικού;
Θα ήθελα -ο καθένας θα ήθελε- μιαν απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα ικανή να κριθεί για τον ρεαλισμό της από το κυρίως θύμα, που είναι ο γονιός. Τι θα είχαν να πουν οι γλαφυροί ιεροκήρυκες, οι ρήτορες ηθικολόγοι, οι σοφοί των σπουδαστηρίων της μεταφυσικής. Πώς παρηγοριέται ένας τέτοιος θάνατος με γλώσσα ανοιχτή στη δυνατότητα της εμπειρικής επαλήθευσης - όχι με νοησιαρχικές κατασκευές και παραμυθένιες διαφυγές στην ψυχολογική παραίσθηση.
Ας προσπαθήσει ο τολμητίας της απάντησης να βιώσει, έστω σαν άθικτος τρίτος, την εμπειρία που συμπυκνώνει αυτή η εξωφρενική απώλεια. Προτού αρθρώσει λόγο να βλέπει με ενάργεια μπροστά του ολόκληρη τη διαδρομή της βιωμένης σχέσης που βίαια και αναίτια διακόπηκε: Τη χαρά από την πρώτη αίσθηση της σύλληψης του παιδιού. Την προσμονή των μηνών της κύησης ώσπου να αναδυθεί στον κόσμο μας μια καινούργια ύπαρξη με τη δική της απόλυτη ετερότητα. Το πρώτο χαμόγελο, τα πρώτα τρεμάμενα βήματα, τα πρώτα στραπατσαρισμένα μιλήματα. Το ξεπροβόδισμα κάθε πρωί για το σχολειό, το ανέβασμα, χρονιά τη χρονιά, από τάξη σε τάξη, την αγωνία για τις δυσκολίες, τη χαρά για τις προόδους. Την έγνοια μετά για τις καίριες επιλογές, την είσοδο στο πανεπιστήμιο, τη μέρα που πήρε το πτυχίο, το άνοιγμα στις μεταπτυχιακές σπουδές. Ως τη στιγμή που το λεπίδι του φονιά μηδένισε αυτήν τη ζωή, τη ζυμωμένη, στιγμή προς στιγμή, με την ψυχή σου. Kαι έχεις μπροστά σου άψυχο κέλυφος την ύπαρξη που ανθοβολούσε.
Δεν έχει παρηγόρια ο θάνατος, είναι αδύνατο και αφύσικο να συμβιβαστούμε μαζί του. Σοφά οι πολύπειρες πνευματικές παραδόσεις συμβουλεύουν το πένθος, την άμεση αισθητή έκφραση της ανυπόφορης οδύνης. Είναι σκέτη παθολογία οι στωικοί παλικαρισμοί, η δήθεν ορθολογική ψυχραιμία. Αν υπάρχει απάντηση στη φρικτή αλογία, αν στο αδιαπέραστο σκοτάδι υπάρχει ενδεχόμενο να αναδυθεί φωτισμός, η πιθανότητα δεν βρίσκει ερείσματα στη διάνοια ούτε στον ναρκισσισμό της μηδενιστικής «αξιοπρέπειας».
Σε άλλους καιρούς οι άνθρωποι «ήξεραν» περισσότερα από μας για τον θάνατο και τη γνώση την αντλούσαν από τη σχέση, όχι από τη διάνοια. Ο Μακρυγιάννης μιλούσε με τους αγίους σαν να ήταν γειτόνοι του, τους ζήταγε ρουσφέτια και τους έταζε ανταλλάγματα. Ζούσε τη στέρεα σιγουριά ότι η ύπαρξή μας δεν καταλύεται με τον θάνατο, ότι η επίγεια βιοτή είναι μόνο πρόγευση της ολόκληρης σχέσης, της απερίσταλτης ζωής. Kαι αυτή την εμπειρικά βεβαιωμένη βιωματική σιγουριά την έζησαν γενιές γενεών. Σήμερα ο δικός τους τρόπος (να αντλούν γνώση από τη σχέση, από την έμπρακτη εμπιστοσύνη-πίστη, από την αυτοπροσφορά και αγάπη), μοιάζει για μας απροσπέλαστος. Είναι σα να σου λείπουν τα πόδια και να θέλεις να τρέξεις, σα να σου λείπει η γλώσσα και θες να τραγουδήσεις.
Πώς ξανασυλλαβίζει κανείς τη σχέση, πώς παραδίνεται δίχως αντιστάσεις στην εμπειρία της αυταπάρνησης που ίσως να ρίχνει φως στο σκοτάδι του θανάτου; Περισσότερο και από την αφελή αλλά εξουσιαστική της νοο-τροπίας φυσιοκρατία της νεωτερικότητας, μας εγκλώβισαν στην άσχετη επιβίωση οι γλαφυροί ιεροκήρυκες και οι ρήτορες ηθικολόγοι.
Αλλοτρίωσαν βάναυσα τον προβληματισμό για την ύπαρξη σε προβληματισμό για τη συμπεριφορά, υποκατέστησαν την οντολογία με τα ψυχολογήματα. Ακύρωσαν τη γλώσσα που προϋποθέτει τη σχέση και παραπέμπει στη σχέση, επέβαλαν τη γλώσσα που εξουσιάζει νοήματα. Μας έφτιαξαν βουβούς μπροστά στον θάνατο. Γιατί στα χείλη τους η «αγάπη» είναι ηθική εντολή για βολικότερη επιβίωση, όχι ενδεχόμενος τρόπος της ύπαρξης, όχι πιθανή ελευθερία της ύπαρξης από τις νευτώνειες αναγκαιότητες. (Δεν μας άφησαν ούτε τα περιθώρια ανυποταξίας στον χρόνο και στον χώρο που έχει μια «υπερχορδή» στο κβαντικό πεδίο).
Πριν από μια εβδομάδα υποτίθεται ότι «γιορτάζαμε» στον τόπο μας τα Φώτα: τον φωτισμό του σκοτεινού αινίγματος της ύπαρξής μας, όπως εμπειρικά τον μεταγγίζει από γενιά σε γενιά η βιωματική συνέχεια της πίστης. Kαι άκουγα τον προεστώτα της σύναξης, που υποτίθεται ότι λειτουργεί αυτήν τη μετάγγιση, να μας εξηγεί ποιον λέμε «Μεγάλο» Αγιασμό και ποιον «Μικρό» Αγιασμό, ποια τα νομικά προαπαιτούμενα για την πόση του αγιασμού και πότε παρέχεται «κατά συγκατάβασιν».
Νήπιος εγώ στην ανοχή ήθελα να κραυγάσω το ερώτημα που με έκανε να βρίσκομαι εκεί: «Πώς παρηγοριέται ο θάνατος ενός εικοσιεφτάχρονου παλικαριού, ποια γλώσσα μπορεί να δηλώσει εμπειρία νίκης καταπάνω στον θάνατο. Kαι όποιος δεν ξέρει να μιλήσει τέτοια γλώσσα, ας περιοριστεί ταπεινά στη σιωπή.
Δεν υπάρχει ίσως τραγικότερη επιλογή από το να εκπροσωπείς κατ’ επάγγελμα τη μεταφυσική. Να είσαι ένστολος φορέας απαντήσεων σε υπαρξιακά ερωτήματα που εσένα δεν σε βασανίζουν.
Τις προσδοκίες που οι άλλοι έχουν επενδύσει στο λειτούργημά σου να τις εκλαμβάνεις ως προνόμιο εξουσίας, και χρυσοστολισμένος να θεατρίζεσαι μαζί με τις κοσμικές εξουσίες, σε φολκλορικές φιέστες, όπου χειμερινοί κολυμβητές διαγωνίζονται να αλιεύσουν το άλλοτε σύμβολο κατάλυσης του θανάτου. Το μόνο ένδυμα που δικαιολογεί η πάλη με τα μεταφυσικά ερωτήματα, είναι το μαύρο του πένθους για τη φρικτή αλογία του θανάτου και για το δυσπρόσιτο της ρεαλιστικής πίστης στην αναίρεσή του. Τα χρυσοστόλιστα ενδύματα γίνονται γλώσσα και φανέρωση γιορτής, μόνο όταν η γιορτή είναι φωτισμός των σκοτεινών μας αινιγμάτων. Οταν δεν λειτουργεί γλώσσα που να απαντάει στον γονιό εικοσιεφτάχρονου αδικοχαμένου παλικαριού, ο χρυσοστολισμός είναι απάτη.
Αν το καλοσκεφθεί κανείς, θάνατος δεν είναι μόνο το μαχαίρι του αδίστακτου φονιά, είναι και η νέκρα των στερεότυπων συμβάσεων, η κατάποση της ζωής από τα ψυχολογικά παραισθησιογόνα. Kαι, δυστυχώς, από τον ίλιγγο της φρίκης μοιάζει πιθανότερο να φτάσεις στο άθλημα της σχέσης που κυοφορεί ελπίδα. Από τα ψυχολογικά παραισθησιογόνα των ρητορικών βεβαιοτήτων δεν φτάνεις ποτέ στον ρεαλισμό της πίστης.

Μνήμη Θανάτου (Λαϊκὴ Παράδοση)


Τὶ μὲ κοιτὰζεις ἄνθρωπε; κἀγὼ ἄνθρωπος ἤμην,

κι ἀπό ὁμοίαν ὡς καὶ σύ, ἤμην πλασμένος ζύμην.
Κἀγὼ ὑπῆρχον ἄλλοτε, ,τι καὶ σύ ῾σαι τώρα,

καὶ σὺ ὡς εἶμαι τώρα γώ, νὰ γίνῃς θά ῾λθῃ ὥρα.
Τὸ δρέπανόν του τὸ βαρὺ ὁ θάνατος συστρέφει,

μικρούς, μεγάλους πάντοτε, θερίζει, καταστρέφει.

Τὴν ἡλικίαν, τίτλους καὶ εὐγένειαν δὲν βλέπει,

καὶ τὴν σκληράν τ᾿ ἀπόφασιν, ποσῶς δὲν μετατρέπει.

Τὸ σκῆπτρον, τὸ διὰδημα, τὴν μεγαλοφυΐαν,

εἰς τοῦ τάφου τὴν ισότητα, τὰ ῥίπτει μ᾿ ἀσπλαχνίαν.

Καὶ πλούσιον καὶ πένητα, ἄρχοντα, στρατιώτην,

εἰς τάφου φυλακήν στενήν τὸν καθιστᾷ δεσμῶτην.

Ὅμως μετὰ τὸν θάνατον ὑπάρχει κόσμος ἄλλος,

ἐκ᾿ εἶναι τίτλος καὶ βαθμός, ἐκεῖ πλοῦτος μεγάλος.

Χρυσεστεμμέν᾿ ἡ ἀρετὴ μ᾿ ἀθάνατον βραϐεῖον,

μακαριότης ἄπαυστος μακρὰν ἀπὸ δακρύων.

Λοιπὸν εἰς τὴν χώραν τ᾿ Οὐρανοῦ ἂν θὲλῃς σὺ νὰ φθάσῃς,

Εὐαγγελίου τὴν ὁδὸν φρόντισον νὰ περάσῃς.

Ἡ γῆ ἅπασα ἓν μνῆμα, καὶ ὁ κόσμος εἶν᾿ ἓν θῦμα, νεκροθάπτης ὁ καιρός.
Ὡς εἰς τὸν βράχον θραύεται τὸ ἓν μετ᾿ ἄλλο κῦμα,

αἱ γενεαὶ παρέρχονται καὶ σπῶσιν εἰς τὸ μνῆμα

Καὶ ὁ ἀνεμοστρόϐιλος γοργὸς περνᾷ τῶν χρόνων,

καὶ τὴν σκηνήν τοῦ σύμπαντος ὁ θάνατος σαρώνων.

Ἀθάνατος ὑψοῦται, κ᾿ ἡ γῆ ἓν κοιμητήριον Ἰωασαφάτ ἁπλοῦται...
Στρέφει ὁ κόσμος ἄπαυστα κ᾿ εἰς κάθε γύρισμά του

ἕνα κρημνίζει ἀπ᾿ ἐδῶ, κι᾿ ἄλλον ἐκεῖ σηκώνει·

κι᾿ ἐκεῖνος ποὺ σηκώνεται πατεῖ τὸν ἀποκάτου,

καὶ λησμονεῖ ὅτι κι᾿ αυτόν θὰ τὸν πατήσουν σκόνη.

Ἅνθρωπε ὑπερήφανε σταμάτησε τὸ βῆμα,

καὶ μετὰ προσοχῆς πολλῆς θεώρησον τὸ μνῆμα.

Πῶς δέχεται τὸ εὔθαρτον καὶ ἄχαρόν σου Σῶμα,

ποὺ χῶμα ἦτον πρώτερον καὶ θὲ νὰ γίνῃ χῶμα.

Ματαιότης Ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον.
Τὸ ἄνθος μαραίνεται, τὸ φύλλο ξεραίνεται, ὁ κόσμος περνᾷ.

Καὶ μόνος ὁ θάνατος ὑπάρχει ἀθάνατος, αὐτός δὲν γερνᾷ.

Θάνατος μᾶς περιμένει ( Ἐκδοχὴ Α´ )


Ἄρχοντες καὶ μεγιστᾶνες καὶ λοιποὶ πτωχολογιά,

θάνατος μᾶς περιμένει, νέους, γέρoυς καὶ παιδιά.
Βλέπετε μὴ πλανηθεῖτε, εἰς τῆς γῆς τὰ ἀγαθά,

ἐπειδὴ καὶ ταῦτα πάντα, ὅλα εἶναι περιττά.

Γῆ εἶναι τὰ σώματά μας, εἰς τὸ χῶμα θὰ θαφτoῦν,

στὴν δεύτερα παρουσία αἱ ψυχαίς μας θὰ κριθοῦν.

Δὲν μᾶς συνοδεύει τότε πλοῦτος δόξα καὶ τιμή,

ὅλα δῶ τὰ παρατοῦμε καὶ πηγαίνομε γυμνοί.

πλανήθηκεν ἡ φύσις, εἰς τοῦ κόσμου τὰ φθαρτά.

κι᾿ ὅσα τὴν ψυχήν μας βλάπτουν ῾κεῖνα θέλει καὶ ζητᾷ.

Ζήλευε τοὺς ἐνάρετους, ἐπιθύμει τοὺς καλοὺς

καὶ μὴν βάλλεις εἰς τὸν νοῦν σου τοὺς κακοὺς συλλογισμούς.

κουσα εἶδον πολλάκις ὅτι εἴπανε πολλοί,

σὰν γεράσουν καὶ χορτάσουν κάμνουσι τὴν ἀποχή.

Θανατώνεται τὸ σῶμα μένει ἡ ψυχὴ γυμνή,

κλαίει χύνει μαῦρα δάκρυακαὶ οὐδεὶς τὴν ἐλεεῖ.

δεῖτε, ἰδεῖτε, ἀδελφοί τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας,

τούτου χάριν ἂς φροντίσομε τὴν ἀθάνατον ψυχήν μας.

Κάλλιο διορθώσου τώρα ὅπου ἔχεις τὸν καιρόν

παρὰ νὰ φλογίζεσαι τότε εἰς τὴν γέεννα τοῦ πυρός.

Λυπηθεῖτε τὴν ψυχήν σας ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί,

χύσατε τὰ δάκρυά σας εἰς τὴν πρόσκαιρο ζωή.

Μὴν ὀρέγεστε τοῦ κόσμου πράγματα προσωρινά,

ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς τάζει τὴν αἰώνιων χαρά.

Νὰ ἦτο βολετὸ νὰ πάγεις εἰς τὸν Ἅδη καὶ νὰ δεῖς

εἰς καμία χαρὰ τοῦ κόσμου δὲν γυρίζεις νὰ ἰδεῖς.

Ξαφνικὰ φθάνει ὁ χειμώνας καὶ θερίζει τὴν ζωὴν

θερίζει καὶ τὴν δόξα τὴν ματαίαν καὶ τερπνή.

λοι μας τὰ θεωροῦμε καὶ προβλέπομε καλά,

πὼς ὁ κόσμος εἶναι πλάνος καὶ ὁλοὲν μᾶς ἀπατᾶ.

Πάντες τιμήσατε τὴν ἀρετή, νὰ λάβετε βραβεῖον

τὴν βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, χαρὰ ἄνευ δακρύων.

Ρώτα τοὺς ἀποθαμένους εἰς τὸν Ἅδη πῶς περνοῦν,

ὅτι τὸ σκωλήκια ὅλους τοὺς ἀθλίους κατελοῦν.

Σῴνονται τὰ ψέματά μας ἀμαυρώνεται τὸ φῶς

χάνεται κ᾿ ἡ νοστιμάδα κι᾿ ὅλος μας ὁ στολισμός.

Τίποτε δὲν διαφεύγει ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τὸν νοῦν

ὅλα τὰ κρυπτὰ τοῦ κόσμου ἐκεῖ θὰ φανερωθοῦν.

πηρέται καὶ Κριταί, ἄθεοι καὶ χριστιανοί,

ὅλοι θὰ παρασταθοῦμε εἰς τὸν φοβερὸ Κριτή.

Φάγε σύμμετρα καὶ πιές, δῶσε καὶ τινὸς πτωχοῦ,

διὰ νὰ ἔχεις παρρησία στὸ κριτήριο τοῦ Χριστοῦ.

Χάνονται τὰ σώματά μας χάνονται καὶ τὰ ὀστά,

στὴν δεύτερα παρουσία γίνονται πάλιν σωστά.

Ψεύτικη εἶν᾿ τώρα ἡ δόξα ψεύτικη καὶ ἡ τιμή,

καὶ ὡς ὄνειρο τὰ πλούτη καὶ ὡσὰν ἄνθος ἡ ζωή.

ψυχή μου παναθλία, λυπημένον μου κορμί,

κλαύσατε ἀπὸ καρδία τώρα ὅπου εἶσθε μαζί
.

Θάνατος μᾶς περιμένει ( Ἐκδοχὴ Β´ )


Ἄρχοντες καὶ μεγιστᾶνες, καὶ λοιπὴ φτωχολογιά·
θάνατος μᾶς περιμένει, νέους γέρους καὶ παιδιά.

Βλέπετε μὴν πλανηθῆτε, εἰς τοῦ κόσμου τ᾿ ἀγαθά·
πλούτη, δόξαις κ᾿ εὐμορφίαις, εἶναι ὅλα περιττά.

Γῆ εἶναι τὰ σώματά μας, κ᾿ εἰς τὴν γῆν θὰ ἐπιστραφοῦν·
στὴν Δευτέραν Παρουσίαν, ὅμως θὰ ἀναστηθοῦν.

Διὰ νὰ λογοδοτήσουν, ὅ,τι ἔπραξαν στὴν γῆν·
ὅταν ἦσαν ἡνωμένα, μὲ τὴν ἄϋλον ψυχήν.

Ἐκεῖ μέσα εἰς τὸν τάφον, ἄσοφος καὶ ὁ σοφός·
Βασιλεὺς καὶ στρατιώτης, πλούσιος καὶ ὁ πτωχός.

Ζήσαντες στὸν κόσμον τοῦτον, οὗτοι ἄνισον ζωήν·
μέσα ὅμως εἰς τὸν τάφον, ἔχουν τὴν αὐτὴν τιμήν.

Ἡ σαπίλα καὶ ἡ βρῶμα, καὶ σκωλήκων ὁ ἐσμός·
κάμνουν τὴν ἐνέργειάν των, καὶ συγχρόνως καὶ κοινῶς.

Θἄλθῃ ὅμως μία ὥρα, καθὼς εἶπεν ἡ Γραφή·
καὶ θ᾿ ἀναστηθῶσι πάντες, καὶ μεγάλοι καὶ μικροί.

Ἵνα δώσῃ ὁ καθένας, ἀκριβῆ λογαριασμόν·
τῶν ἐν τῇ ζωῇ του ἔργων, τῶν κρυπτῶν καὶ φανερῶν.

Καὶ ἡ μέρα καὶ ἡ ὥρα, εἶναι ἄγνωστος αὐτή·
πότε θὰ παρασταθῶμεν, ἔμπροσθεν εἰς τὸν Κριτή.

Λόγοι μερικῶν Πατέρων, λέγουν κάπως ἀμυδρῶς·
πῶς στὸν ὄγδοον αἰῶνα τέλος κόσμου τοῦ παντός.

Μόνους τότε μακαρίζει, ὁ Δεσπότης τοῦ παντός·
τοὺς τὰς θείας ἐντολάς Του, ἐκπληρώσαντας πιστῶς.

Νόμους τοῦ Εὐαγγελίου, Ἀποστόλων Διατάξεις·
καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Δόγματα καὶ ἀποφάσεις.

Ξενοτρόπους τιμωρίας, ἔχουσι νὰ ὑποστῶσι·
ὅσοι τοῦ Χριστοῦ τῶν Νόμων, παραβάται εὑρεθῶσι.

Ὀδυρμός, καὶ πῦρ, καὶ σκώληξ, καὶ βρυγμὸς ὁ τῶν ὁδόντων·
ἔστ᾿ αὐτῶν ἡ τιμωρία, εἰς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Πάντα ταῦτα βεβαιώνει, Βίβλος τοῦ Εὐαγγελίου,
ἡ ὁποία συνεγράφη, διὰ Πνεύματος Ἁγίου.

Ρώμην δίδου Παντοκράτορ, εἰς τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Σου·
ἵνα πληρωταὶ φανῶμεν, ἅπαντες τῶν Ἐντολῶν Σου.

Σωτηρίας αἰωνίου, διὰ νὰ ἀξιωθῶμεν·
καὶ στὰ δεξιά Σου μέρη, ἐν τῇ Κρίσει νὰ σταθῶμεν.

Τοὺς πιστεύοντας γνησίως, εἰς Τριάδα τὴν Ἁγίαν·
καὶ ὀρθῶς βεβαπτισμένους, ποίησον Μονήν Σου θείαν.

Ὕψωσον ἐκ τῶν γηΐνων, τοὺς θερμῶς μετανοοῦντας·
καὶ Πνευματικοῖς Πατράσιν, ἐξαγόρευσιν ποιοῦντας.

Φοβερὸν καὶ ξένον θαῦμα! ἡ Μετάνοια λαμπρύνει·
καὶ στοὺς ἐξομολογηθέντας, τὸν Παράδεισον ἀνοίγει.

Χάριν ὁ Χριστὸς παρέχει, σ᾿ ὅσους ἐξομολογηθῶσι·
καὶ στὰ ἔργα Μετανοίας, ἐν χαρᾷ ἐπιδοθῶσι.

Ψυχῆς ὅθε σωτηρία, ἔστω ἡ ἡμῶν φροντίδα·
ἵνα φθάσωμεν αἰσίως, στὴν παντοτεινὴν Πατρίδα.

Ὦ χαρά! τί εὐτυχία! τοὺς Δικαίους περιμένει!
καὶ εἰς τί φρικώδεις τόπους, στέλλονται οἱ κολασμένοι!

Η νεκρόκεφαλή



Ὦ πές μου νεκροκεφαλή, καὶ σὺ μίαν ἡμέραν
δὲν ἔπνεες τῆς φύσεως τὸν καθαρὸν ἀέραν;
Δὲν εἶχες πνεῦμα καὶ ἐσὺ ποτὲ δὲν ὁμιλοῦσες;
δὲν τραγουδοῦσες στὴ χαρά, στὴ λύπη δὲν θρηνοῦσες;

Τί ἔγιναν τὰ κάλλη σου ποὺ εἶν᾿ τὰ χρήματά σου;
τοῦ βίου σου αἱ ἡδοναὶ ἡ μαγικὴ χαρά σου;

Ποὖναι τὸ μέλλον τῆς ζωῆς ποῦνε ἡ εὐτυχία;
ποῦνε αἱ δόξαι, αἱ τιμαὶ ποῦ τὰ μεγαλεῖα;

Ποῦνε ἡ περηφάνεια καὶ ἡ εὐδαιμονία;
τῶν κερδοσκόπων τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ πάντα μ᾿ ἀτιμία,
μὲ φθόνους, μὲ διαβολάς, μὲ πάθη καὶ μὲ μίση,
νομίζει ἕκαστος αὐτὴν τὴν γῆν νὰ κατακτήση;

Ποὖναι τῶν πλουσίων ὁ χορὸς καὶ τῶν πτωχῶν ἡ γύρα,
ποὖν᾿ ἡ ἀδαμαντοστόλιστος βασιλικὴ πορφύρα;

Ὦ πές μου νεκροκεφαλή, τί ἦσο ὅταν ζοῦσες;
πές μου μὲ ποῖα ὄνειρα στὸν κόσμον ἐπετοῦσες;

Καὶ ὅμως τί κατάλαβες ὅτ᾿ εἶδες στὴν ζωήν σου;
εὐχαριστήθηκε ποτὲ στὸν κόσμον ἡ ψυχή σου;

Δὲν ἦσαν ὅλα μάταια μ᾿ ἀβάσιμες ἐλπίδες;
Ἐσκέφθης νεκροκεφαλὴ προτοῦ ριφθῆς στὸ μνῆμα
ὅταν διέπραττες κακῶς τὸ φοβερὸν τὸ κρίμα;

Ἐσκέφθης, τί θὰ πῆ τιμὴ καὶ ὄχι ἀτιμία;
ἔζησες μὲ τὴν ἀρετή, καὶ ὄχι μ᾿ ἁμαρτία;

Γιατὶ ἐδῶ εἰς τὴν ζωὴν τ᾿ ἀγριεμένο μνῆμα,
ὅπου ἀχόρταγα ρουφᾶ τοῦ κόσμου μας τὸ κῦμα;

Κανένας δὲν τὸ σκέπτεται πῶς θὰ βρεθῆ μπροστά του,
νἄχῃ τὸ στόμα ἀνοικτὸ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου.

Αὐτὸ ποὺ αἰώνια ρουφᾶ ἀνθρώπινα κουφάρια,
καὶ μᾶς ἀφήν᾿ ὀπίσω του ἀνθρώπινα λιθάρια;

Σβήνει τὴν κάθ᾿ ἐλπίδα μας τὴ δόλια τὴ χαρά μας,
καὶ δόλια ποτίζεται ἀπὸ τὰ δάκρυά μας.

Γι᾿ αὐτὸ ὅταν πηγαίνετε εἰς τὰ νεκροταφεῖα
νὰ ρίχνετε θερμὴ ματιὰ ἐπάνω στὰ μνημεῖα.

Τὰ γράμματα διαβάζετε τὸν ἄνθρωπον σκεφθῆτε,
πῶς ἦταν καὶ τί ἔγινε κι εὐθὺς μετανοεῖτε.

Ὅλα αὐτὰ τὰ μνήματα κρατοῦν χρυσοῦν βιβλίο
καὶ μᾶς δεικνύουν τοῦ Θεοῦ τὸ οὐράνιο μεγαλεῖο.

Ἰδοὺ μᾶς λέγουν τί ἐστὶ στὸν κόσμον ἀνθρωπότης,
τὰ πάντα εἶναι μάταια τὰ πάντα ματαιότης.

Σκεφθῆτε ὅτι ἄνθρωπος πάντα στὸ μνῆμα σβύνει,
μόνον τὰς ἀναμνήσεις του εἰς τὴν ζωὴν ἀφήνει.

Βρῶμα σκωλήκων γίνεται τὸ σῶμα του στὸ χῶμα,
μόν᾿ ἡ ψυχή του σώζεται εἰς τ᾿ οὐρανοῦ τὸ δῶμα.

Καὶ σώζεται, ὅταν κανεὶς εἰς τὴν ζωὴν γνωρίζει,
τιμὴν καὶ δόξαν κι ἀρετὴν κι ὅτι ἀγαθὸν βαδίζει.

Κι ἂν σφάλλη εἰς τὸν βίον του κι εὐθὺς μετανοήση,
τότε ἡ ψυχή του τ᾿ οὐρανοῦ τὸ δῶμα θὰ κερδίση.

Ο εξοδιαστικός


Δυο είναι κυρίως οι μεγάλες ιεροτελεστίες σ' ένα κοινόβιο, στις οποίες μπορεί κανείς να δει να εφαρμόζεται απόλυτα το «όλοι για τον ένα»: η κουρά και ο εξοδιαστικός. Με την πρώτη εντάσσεται ο μοναχός στην αδελφότητα. Με τη δεύτερη εξάγεται από την επί γης αδελφότητα. Η πρώτη χαρακτηρίζεται ως πνευματική γέννηση. Η δεύτερη είναι ο σωματικός θάνατος.

Η κοίμηση του μοναχού

Η κοίμηση του μοναχού γίνεται αμέσως γνωστή σ' όλη τη Μονή και στη συνέχεια σ' όλο τον αγιορειτικό κόσμο.
Στον απελθόντα, αφού ευπρεπίσουν τη σορό, φορούν τα σανδάλια, το ζωστικό, τα σχήματα, το σκούφο, το κουκούλι του. Στη συνέχεια τον τυλίγουν στο ράσο του, το οποίο έχουν προηγουμένως διαπλατύνει. Το ράσο του γίνεται το σάβανό του κι επάνω σ' αυτό κοσμούν τρεις σταυρούς: στο μέτωπο, το στήθος, τα γόνατα. Τώρα είναι έτοιμος για τη μεταφορά του στο νάρθηκα του Καθολικού (η του Κυριακού).
Η ακολουθία του εξοδιαστικού γίνεται αμέσως μετά τη λειτουργία, το πρωί, ή μετά τον εσπερινό, το απόγευμα.
Συγκεντρώνεται όλη η αδελφότητα, όπως διατυπώνεται σε αρχαιότατο μοναστικό κανόνα, πως όταν πεθάνει αδελφός «πρέπει να συνοδεύση όλη η αδελφότης την εκφοράν του».

Η ακολουθία είναι, στ' αλήθεια, στο ξετύλιγμά της, μια αποκάλυψη. Ποιητές με μεγάλη ευαισθησία, τρόφιμοι των μοναστηριών κι αυτοί, είναι οι συνθέτες της. Τα τροπάρια δεν μιλούν μόνο για την ματαιότητα του βίου (πράγμα που μπορεί κανείς να το διδαχτεί και από τη σορό που κείται στο μέσον της λιτής), αλλά υμνούν και τη νίκη της Ζωής, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επί του θανάτου και της φθοράς.
Προς το τέλος της ακολουθίας, τη στιγμή που αρχίζουν να ψάλλονται τα προσόμοια με πρώτο το: «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, δώμεν, αδελφοί, τω θανόντι ...» προσέρχονται οι αδελφοί και ασπάζονται τον κεκοιμημένο.

Στη συνέχεια, υπό τις πένθιμες κρούσεις της καμπάνας, γίνεται η εκφορά του κεκοιμημένου. Προηγούνται τα εισοδικά και οι ιερείς. Έπεται η σορός και ακολουθούν, με αναμμένες τις λαμπάδες τους, οι λοιποί πατέρες.
Με συνηγμένη την αδελφότητα γύρω από τον νεοσκαμμένο τάφο, θα γίνει το πρώτο κομβοσχοίνι από τον τυπικάρη. Κάθε αδελφός θα κάνει κομβοσχοίνι για 40 ημέρες υπέρ του θανόντος. Οι αιτήσεις και δεήσεις υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του θα συνεχίζονται «επί εν έτος παρρησία εν τω Κυριακώ Ναώ, εν δε τω κοιμητηρίω μέχρι της ανακομιδής αυτού, ήτοι επί τριετίαν».

Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί ως αξιοθαύμαστο προνόμιο των Αθωιτών μοναχών, είναι ότι το σώμα του αποιχομένου μένει, μέχρι την ταφή του, μαλακό και ευλύγιστο, αντίθετα με τα σώματα όλων των νεκρών, χωρίς εξαίρεση, που μένουν σκληρά και αλύγιστα.

«ουχί Θεός έκτισε θάνατον, αλλ’ ημείς εαυτοίς εκ πονηράς γνώμης επεσπασάμεθα».

Πέθανε την ίδια νύχτα. Θυμάμαι, όταν επέστρεψα από το νοσοκομείο όπου εργαζόμουν και μου είπαν πως είχε πεθάνει, προχώρησα στο δωμάτιό του και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Αυτό που αντιλήφθηκα από την πρώτη στιγμή ήταν η ποιότητα και το βάθος της σιωπής, η οποία κατά κανένα τρόπο δεν ήταν μια απουσία θορύβου, σύμφωνα με την έκφραση του Γάλλου συγγραφέα Ζωρζ Μπερνανός, σε ένα από τα μυθιστορήματά του -«μια σιωπή που ήταν παρουσία». Έπιασα μάλιστα τον εαυτό μου να λέει: «και οι άνθρωποι τολμούν να λένε ότι υπάρχει ο θάνατος. Τι ψέμα».

Αυτό ίσως εξηγεί το γιατί η στάση μου απέναντι στο θάνατο είναι τόσο μονόπλευρη: επειδή βλέπω τη δόξα του και όχι μόνο τον πόνο και την απώλεια. Η εμπειρία μου αναφέρεται στον ξαφνικό θάνατο, στον απροσδόκητο θάνατο, στο θάνατο που έρχεται σαν «κλέφτης εν νυκτί». Αν τέτοιες εμπειρίες βρεθούν μπροστά σας, θα καταλάβετε ίσως το γιατί κάποιος μπορεί ακόμη και να χαίρεται, όταν η καρδιά του βρίσκεται σε έντονο πόνο και αγωνία, και το πώς -σ' αυτό θα επιστρέψουμε αργότερα- μπορούμε να αναφωνήσουμε στην εξόδια ακολουθία μας: «Μακαρία η οδός, η πορεύει σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως». Γι' αυτό και χρησιμοποιούμε τα λόγια ενός ψαλμού από την ίδια ακολουθία, ωσάν ο κεκοιμημένος, στρεφόμενος προς εμάς, να μας έλεγε: «Ζήσεται η ψυχή μου και αινέσει σε».

Πολύ συχνότερα, όμως, αντί για έναν ξαφνικό θάνατο, αντιμετωπίζουμε μια μακρόχρονη ή ολιγόχρονη αρρώστια, ή γηρατειά, που σταδιακά μας φέρνουν είτε στον τάφο, είτε στην ελευθερία μας, ανάλογα από ποια πλευρά θα το δει κανείς. Αυτή είναι η υπέρτατη συνάντηση που λαχταρά ο καθένας μας, συνειδητά ή ασυνείδητα, και για την οποία αγωνίζεται σε όλη την επίγεια ζωή του, που είναι η πρόσωπο με πρόσωπο συνάντησή μας με τον ζώντα Θεό, με την Αιώνια Ζωή, και η κοινωνία μαζί Του. Αυτή η περίοδος της αρρώστιας, ή των προϊόντων γηρατειών, πρέπει να αντιμετωπισθεί και να κατανοηθεί δημιουργικά και χρήσιμα.

Μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της ζωής, που φέρνει μεγάλη πνευματική αγωνία στους ανθρώπους, είναι όταν βλέπουν ένα αγαπημένο τους πρόσωπο να γερνάει, να χάνει, τις σωματικές και πνευματικές του ικανότητες, να φαίνεται πως χάνει ό, τι ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα: το καθαρό μυαλό, την πνευματώδη ανταπόκριση στη ζωή. Πολύ συχνά, αυτή η πορεία βρίσκεται στη μία πλευρά. Κλείνουμε τα μάτια μας για να μη βλέπουμε, επειδή φοβόμαστε να δούμε και να προβλέψουμε. Με αποτέλεσμα, όταν έρχεται ο θάνατος, να είναι ένας ξαφνικός θάνατος που όχι μόνο διαθέτει τον τρόμο του απροσδόκητου θανάτου, αλλά και τον επιπλέον τρόμο να μας κτυπά στην πλέον ευαίσθητη χορδή μας.

Αυτό συμβαίνει επειδή ο πόνος, ο φόβος και η αγωνία έχουν ανεβάσει την έντασή τους μέσα μας, αφού εμείς αρνηθήκαμε να τους δώσουμε ελευθερία έκφρασης και τη δυνατότητα να ωριμάσουν. Το κτύπημα γίνεται ακόμη πιο οδυνηρό και καταστροφικό απ' ό, τι στην περίπτωση ενός ξαφνικού θανάτου, επειδή, χώρια από τον τρόμο και τον πόνο της απώλειας που δημιουργεί, στη συνέχεια μεμφόμαστε και καταδικάζουμε τον εαυτό μας για το ότι δεν κάναμε όλα όσα θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει. Αν τα είχαμε κάνει, αυτό θα μας ωθούσε στην αλήθεια και θα ξεσκέπαζε σε μας και στον θνήσκοντα το γεγονός ότι ο θάνατος άνοιγε σιγά σιγά την πόρτα - και πως αυτή η πόρτα θα άνοιγε διάπλατα μια μέρα και το αγαπημένο μας πρόσωπο θα έπρεπε να τη διαβεί δίχως να κοιτάζει πίσω.

Είναι σημαντικό για όλους μας, οποτεδήποτε αντιμετωπίζουμε αυτή την απώλεια που πλησιάζει σταδιακά, να την αντιμετωπίζουμε απ' αρχής με εκείνον τον όμορφο και ισορροπημένο τρόπο, με τον οποίο μπορούμε όσο το αγαπημένο μας πρόσωπο βρίσκεται ακόμη εν ζωή και ανάμεσά μας. Απέναντι στη σκέψη του επερχόμενου θανάτου υπάρχει η πραγματικότητα μιας ζωντανής παρουσίας. Μπορούμε κάθε στιγμή να ακουμπάμε στην ασφάλεια αυτής της παρουσίας ενώ όλο και περισσότερο θα συνειδητοποιούμε την περιπλοκότητα της επερχόμενης απώλειας. Αυτή η ισορροπία ανάμεσα στη δύναμη της πραγματικότητας και στην αστάθεια της σκέψης είναι που μας δίνει τη δυνατότητα να προετοιμαστούμε για το θάνατο πολύτιμων για μας ανθρώπων.

Αυτή η προετοιμασία συνεπάγεται επίσης -όπως ανέφερα προηγουμένως- μια στάση απέναντι στο θάνατο που να αναγνωρίζει αφενός τον τρόμο και τον πόνο της απώλειας, αλλά να αναγνωρίζει επίσης και το γεγονός ότι ο θάνατος είναι μια πύλη που ανοίγει στην αιώνια ζωή. «Το να πεθάνω δεν σημαίνει να απεκδυθώ την πρόσκαιρη ζωή, αλλά να ενδυθώ την αιωνιότητα», λέει ο απόστολος Παύλος. Μπορούμε τώρα να δώσουμε λίγα παραδείγματα γι' αυτή την περίοδο προετοιμασίας.

Η μητέρα μου πέθανε από καρκίνο που τη βασάνισε για μια περίοδο περισσότερο από τρία χρόνια. Εγχειρίστηκε, αλλά ανεπιτυχώς. Ο γιατρός μου μίλησε γι' αυτό και κατόπιν πρόσθεσε: «Φυσικά, δεν θα πεις τίποτε στη μητέρα σου».
Toυ είπα: «Θα το πω». Και το είπα.

Θυμάμαι πως την πλησίασα και της είπα ότι είχε τηλεφωνήσει ο γιατρός και μου είχε πει ότι η εγχείρηση δεν είχε πετύχει. Σιωπήσαμε για ένα λεπτό και κατόπιν η μητέρα μου είπε:«Και έτσι θα πεθάνω».
Της είπα: «Ναί».

Κατόπιν έμεινα κοντά της, εντελώς σιωπηλός, επικοινωνώντας μαζί της δίχως λέξεις. Δεν νομίζω ότι κάναμε τίποτε σκέψεις. Είχαμε να αντιμετωπίσουμε κάτι που είχε εισβάλει στη ζωή μας και την είχε αλλάξει τελείως. Αυτό δεν ήταν κάποια σκιά, ένα κακό, κάποιος τρόμος. Ήταν το έσχατο. Και έπρεπε να αντιμετωπίσουμε αυτό το έσχατο χωρίς ακόμη να γνωρίζουμε πως θα εκτυλισσόταν. Μείναμε μαζί όσο αισθανθήκαμε ότι έπρεπε να μείνουμε. Και μετά η ζωή συνεχίστηκε.

Το αποτέλεσμα ήταν να μην κλειστούμε ούτε για μια στιγμή, η μητέρα μου κι εγώ, σ' ένα ψέμα, να μην οδηγηθούμε σε μια κωμωδία, στερημένοι από οποιαδήποτε βοήθεια. Δεν υπήρξε στιγμή που να μπήκα στο δωμάτιο της μητέρας μου μ' ένα ψεύτικο χαμόγελο, ή λέγοντας κάτι το ψεύτικο. Δεν υπήρξε καμία στιγμή που να παίξαμε την κωμωδία μιας ζωής που κατακτά το θάνατο, ποτέ δεν ισχυριστήκαμε ότι η αρρώστια θα φύγει, όταν και οι δυο γνωρίζαμε ότι αυτό δεν θα συμβεί. Δεν υπήρξε καμιά στιγμή που να στερήθηκε ο ένας τη βοήθεια του άλλου. Υπήρξαν στιγμές που η μητέρα μου αισθάνθηκε να χρειάζεται βοήθεια. Θα κτυπούσε τότε το κουδούνι και θα ερχόμουν, και θα μιλούσαμε για τον επερχόμενο θάνατο και το αίσθημα απώλειας που είχα.

Αγαπούσε τη ζωή. Την αγαπούσε βαθιά. Λίγες μέρες πριν πεθάνει έλεγε ότι θα προτιμούσε να ζήσει 150 χρόνια υποφέροντας, αντί να πεθάνει. Μας αγαπούσε. Θλιβόταν για τον χωρισμό: «Ω! Για το άγγιγμα ενός χαμένου χεριού και τον ήχο μιας φωνής που ακόμη υπάρχει».

Κατόπιν, υπήρξαν άλλες στιγμές που αισθάνθηκα τον πόνο, και πήγαινα τότε και μιλούσα γι' αυτόν στη μητέρα μου. Με στήριζε και με βοηθούσε να αντικρίσω τον θάνατο. Αυτή υπήρξε μια βαθιά και αληθινή σχέση, δίχως κανένα ψέμα μέσα της. Σ' αυτήν τη σχέση είχε βρει θέση οτιδήποτε είναι αληθινό.

Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά, που την ανέφερα προηγουμένως. Επειδή ο θάνατος μπορεί να επέλθει ανά πάσα στιγμή, και τότε θα είναι πολύ αργά να διορθωθεί κάτι που ήταν στραβό, όλη η ζωή πρέπει κάθε στιγμή να γίνεται μια έκφραση, όσο το δυνατόν τελειότερη και πιο ολοκληρωμένη, σχέσης σεβασμού και αγάπης. Μόνο ο θάνατος μπορεί να μετατρέψει όσα πράγματα φαίνονται μικρά και ασήμαντα σε σημεία μεγάλα και σημαντικά. Ο τρόπος που προετοιμάζεις ένα φλιτζάνι τσάι πάνω σ' ένα δίσκο, που τοποθετείς τα μαξιλάρια κάτω από έναν άρρωστο, ο τρόπος που ηχεί η φωνή σου, ο τρόπος που κινείσαι - τα πάντα μπορούν να γίνουν έκφραση όλων όσων υπάρχουν σε μία σχέση.

Αν υπάρχει μια λανθασμένη παρατήρηση, αν υπάρχει ένα ρήγμα, αν κάτι έχει στραβώσει, πρέπει να διορθωθεί αμέσως, επειδή υπάρχει η αναπόφευκτη βεβαιότητα ότι αργότερα θα είναι πολύ αργά. Ο θάνατος μας κάνει να αντιμετωπίζουμε την αλήθεια της ζωής, με μια αδρότητα και σαφήνεια που τίποτε άλλο δεν μπορεί να μας τη μεταδώσει.

Είναι σημαντικό, είτε αντικρίζοντας το θάνατό μας είτε αντιμετωπίζοντας το θάνατο κάποιου άλλου, να συνειδητοποιούμε την αιωνιότητα. Πριν από τριάντα περίπου χρόνια, ένας άνθρωπος οδηγήθηκε στο νοσοκομείο, με μια φαινομενικά συνηθισμένη αρρώστια. Μετά τις εξετάσεις βρέθηκε ότι έπασχε από καρκίνο που δεν μπορούσε να χειρουργηθεί. Το πληροφορήθηκε η αδελφή του καθώς και εγώ, αλλά όχι αυτός. Αισθανόταν ακμαίος, δυνατός και πάρα πολύ ζωντανός.

Μου είπε: «Έχω τόσα να κάνω και βρίσκομαι εδώ, καθηλωμένος στο κρεβάτι, για πόσο ακόμη;»

Του είπα: «Πόσο συχνά δεν μου έχεις πει ότι ονειρεύεσαι τη στιγμή που θα μπορούσες να σταματήσεις το χρόνο ώστε να μπορείς να είσαι αντί να φτιάχνεις; Ποτέ δεν το έκανες. Ο Θεός το κάνει τώρα για σένα. Τώρα είναι καιρός για να είσαι».

Αντιμετωπίζοντας την ανάγκη του να «είναι», σε μια κατάσταση που θα την αποκαλούσαμε εντελώς θεωρητική, έμεινε έκπληκτος και είπε: «Τι πρέπει να κάνω;»

Του είπα ότι η αρρώστια και ο θάνατος δεν καθορίζονται μόνο από φυσιολογικές αλλαγές -από τα μικρόβια και την παθολογία-αλλά και από όλα εκείνα τα στοιχεία που καταστρέφουν την εσωτερική μας ενέργεια. Αυτά είναι όλα όσα θα μπορούσε κάποιος να αποκαλέσει αρνητικές σκέψεις και αισθήματα, το καθετί που εξασθενίζει τη ζωή μέσα μας, το καθετί που εμποδίζει τη ζωή από το να ξεχυθεί σαν ποτάμι, καθαρό και ελεύθερο. Του πρότεινα λοιπόν να τακτοποιήσει όχι μόνο εξωτερικά, αλλά και μέσα του όλα όσα υπήρξαν λανθασμένα στη σχέση του με τους ανθρώπους, με τον ίδιο, σε όλες τις περιστάσεις της ζωής του, και να αρχίσει από εκείνη τη στιγμή. Όταν μάλιστα το κάνει αυτό για, το τώρα, ας προχωρήσει πίσω στο παρελθόν για να το καθαρίσει, για να κάνει ειρήνη με τους πάντες, λύνοντας τους κόμβους, για να αντιμετωπίσει κάθε κακό, για να μετανοήσει, για να δεχθεί και να ευγνωμονήσει με όλη του τη ζωή - πράγματι, η ζωή του είχε σταθεί σκληρή.

Έτσι, μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, περάσαμε από όλη αυτήν τη διαδικασία. Έκανε ειρήνη με ολόκληρη τη ζωή. Και τον θυμάμαι στο τέλος, ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, τόσο αδύνατο που να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει το κουτάλι, να μου λέει με μάτια που έλαμπαν: «Το σώμα μου έχει, κιόλας πεθάνει, και όμως ποτέ δεν ένιωσα τόσο πολύ ζωντανός, όπως νιώθω τώρα». Είχε ανακαλύψει ότι η ζωή δεν ήταν μόνο το σώμα του, αν και ο ίδιος ήταν το σώμα του, και ότι διέθετε μια πραγματικότητα που ο θάνατος του σώματός του δεν μπορούσε να καταστρέψει.

Αυτή είναι μια πολύ σπουδαία εμπειρία. Είναι κάτι που πρέπει να κάνουμε σ' όλη τη διάρκεια της ζωής μας, σε κάθε στιγμή, αν θέλουμε να συνειδητοποιήσουμε τη δύναμη της αιώνιας ζωής μέσα μας και συνεπώς να αποβάλουμε το φόβο για οτιδήποτε συμβεί στην πρόσκαιρη αυτή ζωή, που επίσης μας ανήκει.

Δεκάλογος Περὶ τῆς ἀναχωρήσεώς μας ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή

1. Ὥρα ἀναχωρήσεως: Κάθε λεπτὸ καθ᾿ ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο.

2. Τὰ εἰσιτήρια ἐκδίδονται στὸν οὐρανό, ἀλλὰ πληρώνονται στὴ γῆ.

3. Τιμὴ εἰσιτηρίου: Αὐτὸ πληρώνεται μὲ πολλὴ ἀγάπη, ὑπομονή, ἀγῶνες καί, θυσίες.

4. Τὰ βρέφη δὲν πληρώνουν εἰσιτήριο, διότι ταξιδεύουν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας Ἐκκλησίας.

5. Τὸ εἰσιτήριο εἶναι προσωπικὸ καὶ δὲν μεταβιβάζεται σὲ ἄλλο ἄτομο.

6. Οἱ ἐπιβάτες ταξιδεύουν χωρὶς ἀποσκευές. Οἱ ἄγγελοι τὶς ἔχουν μεταφέρει σὲ προηγούμενο δρομολόγιο.

7. Εἰσιτήριο μὲ ἐπιστροφὴ δὲν ἐκδίδεται.

8. Χρήματα δὲ μεταφέρονται. Οἱ ἐπιβάτες τὰ ἔχουν καταθέσει στὴν Τράπεζα τῶν Οὐρανῶν. Οἱ ἀποδείξεις βρίσκονται στὰ χέρια τῶν φτωχῶν.

9. Δηλώσεις συμμετοχῆς δὲ χρειάζονται. Τὰ ὀνόματα τῶν ἐπιβατῶν εἶναι γνωστὰ στὸν ὁδηγὸ τῆς ἁμαξοστοιχίας.

10. Εἰδοποιήσεις γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἀναχώρησης κάθε ἐπιβάτη δὲν ἀποστέλλονται. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει ὅλοι νὰ εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι μὲ μετάνοια, Ἐξομολόγηση καὶ θεία Κοινωνία γιὰ τὸ ταξίδι πρὸς τὴν αἰωνιότητα.

Ζουν οι ψυχές μετά το Θάνατο;

Όταν ο όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης ίδρυσε το μοναστήρι του, είχε στην άρχη μόνον έπτά μοναχούς. Για να εδραιώσει μέσα τους τη μνήμη του θανάτου, ο άγιος τους έδωσε εντολή να σκάψουν έναν τάφο. Όταν ο τάφος ολοκληρώθηκε, ο Θεοδόσιος στάθηκε από πάνω και περιτριγυρισμένος από τους επτά μοναχούς, είπε: «Δείτε παιδιά μου, ο τάφος είναι έτοιμος! Μήπως υπάρχουν ανάμεσα σας κάποιοι έτοιμοι να πεθάνουν και να ταφούν μέσα σε τούτο τον τάφο;». Ένας απ’ αυτούς, ο ιερομόναχος Βασίλειος, έπεσε στα γόνατα και ζήτησε από το Θεοδόσιο την ευλογία του για να πεθάνει. Ο Θεοδόσιος όρισε να τελέσουν επιμνημόσυνη δέηση για την ψυχή του Βασιλείου την τρίτη, την ενάτη και την τεσσαρακοστή ήμερα, όπως γίνεται συνήθως για τους κεκοιμημένους. Όταν ολοκληρώθηκε και το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο, ο Βασίλειος, ο όποιος έχαιρε άκρας υγείας, ξάπλωσε, σταύρωσε τα χέρια του και πέθανε.

Τον έθαψαν στο νέο τάφο που είχαν σκάψει. Σαράντα μέρες μετά από την ταφή του ο Βασίλειος εμφανίστηκε ανάμεσα στους ζώντες αδελφούς του και έψαλλε μαζί τους το πρωΐ στην εκκλησία.
αρχή, μόνον ο Θεοδόσιος τον είδε και προσευχόταν στο Θεό να ανοίξει τα μάτια και των άλλων μοναχών.
Ύστερα, πράγματι, σύσσωμη η αδελφότητα κοίταξε και είδε τον Βασίλειο εν μέσω αυτής.
Ένας αδελφός, περιχαρής, άνοιξε τα χέρια του και θέλησε να αγκαλιάσει το Βασίλειο – εκείνος όμως μονομιάς εξαφανίστηκε.
Ο αδελφός άκουσε μόνον τη φωνή του Βασιλείου να λέει:

«Σώστε τους εαυτούς σας, πατέρες και αδελφοί, σώστε εαυτούς».

Εμπειριών ανάγνωσμα! .. Σοφία! Πρόσχωμεν!

[...] Ξαφνικά ακούστηκε κάποιος θόρυβος και με κραυγές και γέλια άρχισε γρήγορα να μας πλησιάζει ένα πλήθος κάποιων απαίσιων Όντων.
«Δαίμονες!» σκέφτηκα. Το κατάλαβα μάλιστα πάρα πολύ γρήγορα και με έπιασε κάτι σαν τρόμος πού μέχρι τότε μου ήταν άγνωστος. Δαίμονες! Φαντάζομαι πώς ειρωνευόμουν και γελούσα αν κάποιος, λίγες μέρες, ακόμα και λίγες ώρες, νωρίτερα θα μου έλεγε ότι πιστεύει στην ύπαρξη τους και είδε με τα μάτια του τούς δαίμονες!

'Ως μορφωμένος άνθρωπος του τέλους του δεκάτου ενάτου αιώνα, με το όνομα αυτό, θεωρούσα τις κακές συνήθειες και τα πάθη του ανθρώπου. Γι' αυτό και ή λέξη αυτή δεν ήταν για μένα όνομα αλλά ένας όρος πού δηλώνει κάποια αφηρημένη έννοια και ξαφνικά αυτή «ή αφηρημένη έννοια» παρουσιάστηκε μπροστά μου σαν ζωντανό πρόσωπο! Και σήμερα ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω πώς και γιατί τότε αμέσως χωρίς καμία αμφιβολία αναγνώρισα στο πρόσωπό τους τούς δαίμονες. Είναι όμως σίγουρο ότι ο χαρακτηρισμός τους σαν δαίμονες ήταν για μένα τότε κάτι το τελείως παράλογο διότι, αν έβλεπα ένα τέτοιο θέαμα κάποια άλλη στιγμή, σίγουρα θα έλεγα ότι αυτό είναι μία μορφοποιημένη φαντασία, με απλά λόγια θα έλεγα οτιδήποτε άλλο εκτός από δαίμονες. Και δεν θα τούς καλούσα μ' αυτό το όνομα, επειδή, όπως είπα, δεν το θεωρούσα όνομα αλλά έναν όρο πού δηλώνει κάτι πού ούτε καν μπορούμε να το δούμε. Τότε όμως τόσο γρήγορα κατάλαβα ότι είναι δαίμονες, και το πράγμα αυτό ήταν για μένα τόσο φανερό, πού δεν υπήρξε λόγος ούτε και να το σκεφτώ. Σαν να αντίκρισα κάτι πού το ξέρω πολύ καλά από παλιά. Και επειδή, όπως έλεγα, τότε ο νους μου ενεργούσε πάρα πολύ γρήγορα, γι' αυτό και γρήγορα κατάλαβα ότι αύτή ή απαίσια όψη αυτών των όντων δεν ήταν ο πραγματικός τους εαυτός αλλά ένα τρομερό προσωπείο πού το φορούσαν πιθανώς με σκοπό να με τρομοκρατήσουν περισσότερο. Τότε ξύπνησε ή υπερηφάνειά μου. Αισθάνθηκα ντροπή και για τον εαυτό μου και για τον άνθρωπο γενικά, πού αυτά τα πλάσματα για να τον φοβερίσουν αυτόν πού τόσο μεγάλη ιδέα έχει για τον εαυτό του, χρησιμοποιούν τέτοιους τρόπους πού εμείς τούς χρησιμοποιούμε μόνο για τα μικρά παιδιά. Αφού μας περικύκλωσαν από όλες τις πλευρές οι δαίμονες φώναζαν και απαιτούσαν από τούς αγγέλους να με παραδώσουν σ' αυτούς. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να με αρπάξουν από τα χέρια τους, αλλά δεν τολμούσαν να το κάνουν. Από τις αισχρές κραυγές και τα ουρλιάσματα πού έβγαζαν ξεχώριζα κάποιες λέξεις και μερικές φορές και ολόκληρες τις φράσεις. - Είναι δικός μας, αρνήθηκε τον Θεό, - ξαφνικά φώναξαν όλοι με μία φωνή και ταυτόχρονα όρμησαν πάνω μου. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου. «Είναι ψέμα! αυτό δεν είναι αλήθεια!», ήθελα να τούς απαντήσω. Όταν ξαναβρήκα τον εαυτό μου, και όμως ή μνήμη μου έδεσε την γλώσσα. Με έναν τρόπο ακατανόητο θυμήθηκα ξαφνικά ένα ασήμαντο περιστατικό πού συνέβη τόσο παλιά, την εποχή πού ήμουν νέος, και πού το ξέχασα σχεδόν εντελώς.[...]



2
Στην Καλύβα «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» της Αγίας Άννης Αγίου Όρους ασκήθηκε με άκρα υπακοή και ταπείνωση ο μοναχός Ευλόγιος ο οποίος τελειώθηκε στα 1885 σε ηλικία 95 ετών. Κατά κοινή ομολογία των Πατέρων της Σκήτης ο Γέρο-Ευλόγιος, πριν ακόμη παραδώσει την ψυχή του, δέχθηκε τα εναέρια πνεύματα σε μία φρικτή απολογία, ή όποία διήρκεσε 24 ώρες. Οι πάντες έβλεπαν τον μελλοθάνατο αδελφό να κινεί το κεφάλι του πότε δεξιά και πότε αριστερά και συγχρόνως ν' απολογείται στις εναντίον του κατηγορίες των δαιμόνων με τις ερωτήσεις: «Που, πότε; Πού, πότε;». Αυτό γινόταν συνέχεια χωρίς διακοπή. Πολλοί από τούς παριστάμενους δοκίμασαν να κρατήσουν το κεφάλι του, ώστε να μη κινείται συνεχώς, αλλά στάθηκε αδύνατον. Πολλές φορές έλεγε: «Όχι, δεν έγινε Αυτό, λέτε ψέματα, για εκείνο πού με κατηγορείτε, έκανα μετάνοια. και πάλι συνέχιζε: «Που, πότε;». Έτσι, χωρίς να ειπεί τίποτε στους άλλους μοναχούς, παρέδωσε το πνεύμα, χωρίς καμία άλλη πληροφορία.



3
Από το βίο του αγίου Αντωνίου

Κάποια μέρα, στις τρεις το απόγευμα, ο άγιος, Αντώνιος ετοιμαζόταν να φάει. Καθώς σηκώθηκε να προσευχηθεί, ένιωσε τον εαυτό του ν' αρπάζεται νοερά και το περίεργο είναι ότι, ενώ στεκόταν, έβλεπε την ψυχή του σαν να έχει βγει από το σώμα και να οδηγείται από κάποιους στον αέρα. Έπειτα έβλεπε άλλους, φοβερούς και μοχθηρούς, να στέκονται στον αέρα και να θέλουν να εμποδίσουν τη διάβασή του. Εκείνοι όμως πού τον οδηγούσαν αντιδικούσαν μ' αυτούς πού ζητούσαν λόγο, μήπως ήταν υπεύθυνη απέναντί τους για κάτι. και ενώ ήθελαν να κάνουν έλεγχο της ζωής του από τον καιρό πού γεννήθηκε, οι οδηγοί του Αγίου Αντώνιου τούς εμπόδιζαν, λέγοντας:
- ο Κύριος του έσβησε όλες τις αμαρτίες από τη γέννησή του. Μπορείτε να λογαριάσετε μόνο όσα έπραξε αφότου έγινε μοναχός και αφιερώθηκε στό Θεό.
Τότε, επειδή τον κατηγορούσαν χωρίς να μπορούν ν' αποδείξουν τις κατηγορίες, ο δρόμος του έγινε ελεύθερος και ανεμπόδιστος και αμέσως είδε την ψυχή του να επιστρέφει, κι ένιωσε να συνέρχεται και να γίνεται πάλι ο 'Αντώνιος, όπως ήταν πρώτα.
Ξέχασε τότε να φάει και πέρασε την υπόλοιπη μέρα κι όλη τη νύχτα με στεναγμούς και προσευχές. Έμενε εκστατικός, καθώς αναλογιζόταν με πόσους έχουμε να παλέψουμε και με τι κόπους πρέπει κανείς να περάσει την εναέρια διάβαση (ώσπου να φτάσει στον ουρανό). και σκεφτόταν ότι αυτό εννοούσε ο απόστολος Παύλος όταν έλεγε, «κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος» (Έφ. 2:2). Γιατί ή εξουσία του εχθρού αυτή είναι να πολεμάει και να προσπαθεί να εμποδίσει όσους περνούν από τον εναέριο αυτό δρόμο. Συμβούλευε λοιπόν συνεχώς: "Φορέστε την πανοπλία του θεού, για να μπορέσετε ν' αντισταθείτε την πονηρή μέρα, ώστε να καταντροπιαστεί ο εχθρός, αφού δεν θα έχει να πει κανένα κακό εναντίον μας" (Έφ. 6:13. τι τ. 2:8).


4
Του αββά Ισαάκ

Ο Σωτήρας ονομάζει «πολλάς μονάς Του Πατρός» (πρβλ. !ω. 14:2) τις πνευματικές βαθμίδες αυτών πού κατοικούν σ' εκείνη τη χώρα, δηλαδή τις ποικιλίες (των πνευματικών χαρισμάτων) πού απολαμβάνει ο νους τους. με τη φράση «πολλάς μονάς» (ο Κύριος) μίλησε όχι για τη διαφορά των τόπων, αλλά για την τάξη των χαρισμάτων. και όπως ο καθένας απολαμβάνει τον αισθητό ήλιο ανάλογα με την καθαρότητα πού έχει ή οπτική του δύναμη και αντίληψη, (και όπως από ένα λυχνάρι πού φέγγει σ' ένα σπίτι ή λάμψη φαίνεται διαφορετική στον καθένα) χωρίς το φως νά μοιράζεται σε πολλές λάμψεις, έτσι και στον μέλλοντα αιώνα όλοι οι δίκαιοι θα μένουν μαζί σ' έναν τόπο, αλλά ο καθένας θα φωτίζεται και θα ευφραίνεται από τον νοητό Ήλιο, ανάλογα με την αξία και τα μέτρα της δικής του καθαρότητας

5
Έλεγε ο μακάριος Θεόφιλος ο αρχιεπίσκοπος.
Πόσο φόβο και τρόμο και βία δοκιμάζει ή ψυχή όταν χωρίζεται από το σώμα! Γιατί καταφτάνουν σ' αυτήν τότε όλοι οι άρχοντες και οι εξουσιαστές τού σκοτεινού κόσμου και της παρουσία ζουν όσα αμαρτήματα έκανε - συνειδητά ή από άγνοια - από τη γέννησή της μέχρι την τελευταία εκείνη στιγμή πού φεύγει από το σώμα. Στέκονται λοιπόν και την κατηγορούν με δριμύτητα.
Αντιμέτωπες σ' αυτούς όμως στέκονται και οι άγιες δυνάμεις, αντιπροτείνοντας τα καλά έργα πού τυχόν έκανε ή ψυχή. Σ' αυτή τη μεγάλη στενοχώρια, μπροστά σ' ένα τέτοιο αδέκαστο κριτήριο και σε μία τόσο φοβερή εξέταση, φαντάζεσαι τι τρόμο και αγωνία θα έχει ή ψυχή; δεν μπορεί λόγος να διηγηθεί ή νους να συλλάβει το φόβο εκείνο της ψυχής, ώσπου νά τελειώσει ή δίκη και να βγει ή απόφαση από τον δίκαιο Κριτή.
Κι αν μεν της δοθεί ελευθερία, αμέσως οι εχθροί ντροπιάζονται και ή ψυχή αρπάζεται απ' αυτούς και χωρίς κανένα εμπόδιο οδηγείται και τοποθετείται στην ανεκλάλητη εκείνη χαρά και δόξα. Αν όμως έζησε με αμέλεια και δεν κριθεί άξια για την ελευθερία, θ' ακούσει τη φρικτή εκείνη φωνή: «Άρθήτω ο ασεβής, ίνα μη Ίδη την δόξα Κυρίου» «Ης. 26:10). Τότε αρχίζει γι' αυτήν ή ήμέρα της οργής, της θλίψεως και της ατέλειωτης οδύνης. Παραδίνεται ατό σκότος το εξώτερο, βυθίζεται στον Άδη, καταδικάζεται στην αιώνια φωτιά, όπου θα κολάζεται στους απέραντους αιώνες. που είναι τότε οι κοσμικές επιδείξεις και οι κομπασμοί; που ή κενοδοξία και ή καλοπέραση και ή απόλαυση της μάταιης και ακατάστατης αυτής ζωής; που είναι τα χρήματα; που ή σπουδαία καταγωγή; που Ο πατέρας η ή μητέρα η οι αδελφοί η οι φίλοι; Ποιος απ' αυτούς θα μπορέσει νά γλιτώσει την ψυχή πού κατακαίγεται στη φωτιά και δεινοπαθεί από τόσες απερίγραπτες τιμωρίες;



6
Ο θάνατος δεν συγκλονίζει τον πιστό χριστιανό, αλλά τον κάνει περισσότερο προσεκτικό στην επίγεια ζωή του με τη διαφύλαξη στην καρδιά του των εντολών του Θεού. Διότι γνωρίζει ότι εκείνος που τηρεί το θέλημα του Θεού θα αντικρίσει το Φως του Θεού για να ξεκουράσει την ψυχή του από τις επιθέσεις του διαβόλου και τις συνεχείς για τη διατήρηση του καλού μάχες του εαυτού του. Δεν αγωνιά μπροστά στο θάνατο του άλλου, αλλά συναισθάνεται το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού σε εκείνον που έχει μετάνοια και ταπείνωση στη ζωή του.


7
[...]από το Νου του Θεού (Ο) εισερχόμαστε στο 4 (τον χωροχρόνο) και εξερχόμενοι από τον χωροχρόνο (4) είθε να μην εξέλθουμε κενοί από σταυρικά - αναστάσιμα βιώματα, αλειτούργητοι, ασυγχώρητοι και ακοινώνητοι, ώστε να επανεισαχθούμε πλήρεις στην Αγάπη Του Θεού, σωσμένοι – ολοκληρωμένοι (Ο). Γι' αυτό και ορίζονται με πλήρη και αναφαίρετη γνώση και ελπίδα τα μεσοδιαστήματα προς πλήρη ένταξη στη μία και στην άλλη κατάσταση, με τα 40 του νεογέννητου και τα 40 του νεκρού, ενθυμούμενοι πως αν πεθάνουμε πριν πεθάνουμε, δεν θα πεθάνουμε όταν θα πεθάνουμε. …και αγιογραφικά, …ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνει ζήσεται…

Είθε ο καλός Θεός να μας προσθέτει πίστη, η καλή μας Παναγία να μας νουθετεί (εμάς τους συληθέντας το νου…) και ο Τίμιος Πρόδρομος να μας παράσχει αφορμές μετανοίας… προσ-ήλωσης (σταύρωσης) στα άνω που αναλόγως αυτής ακινητοποιείται η δράση του νόμο της φθοράς στα μέλη μας, ώστε να μην ενεργείται δι ημών και κατά ημών, η φαντασία και η αμαρτία…, στενοχωρώντας και σταυρώνοντας (με την άτακτη ζωή μας) Τον Κύριο, που αίρει από μακροθυμία τα αμαρτήματά μας. Αμήν

8
Ο μοναχός ζούσε αμελέστατα, χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για την ψυχή του. Κάποτε όμως αρρώστησε τόσο βαριά πού έφτασε στο σημείο να φαίνεται νεκρός για μία ώρα περίπου. Μετά συνήλθε και παρακάλεσε όσους ήταν εκεί να φύγουν και να τον αφήσουν μόνο. Έκτισε τότε την πόρτα τού κελιού του κι' έμεινε κλεισμένος μέσα δώδεκα oλόκληρα χρόνια, χωρίς να μιλήσει ποτέ με κανένα και χωρίς να φάει τίποτ' άλλο πέρα από ψωμί και νερό. Συλλογιζόταν ακατάπαυστα εκείνα πού είδε στην έκστασή του την ώρα πού φαινόταν σαν νεκρός. Μόνο σαν πλησίασε η ώρα τού θανάτου του, οι άλλοι αδελφοί γκρέμισαν τη χτισμένη πόρτα και μπήκαν μέσα. Η έκφραση τού προσώπου του δεν άλλαξε όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν συνεχώς σαν αφηρημένος, κι' από τα μάτια του έτρεχαν θερμά δάκρυα. Μετά από πολλές ικεσίες, κατόρθωσαν να τού πάρουν αυτά τα λόγια: «Συγχωρέστε με, αδελφοί! Όποιος γνώρισε τι σημαίνει μνήμη θανάτου δεν θα μπορέσει πια να αμαρτήσει!». Οι αδελφοί θαύμαζαν, βλέποντας τον άλλοτε αμελέστατο Ησύχιο να έχει μεταμορφωθεί τόσο ανέλπιστα. Όταν πια ξεψύχησε, τον έθαψαν στο κοιμητήρι. Μα ύστερα από λίγες μέρες το λείψανό του είχε εξαφανιστεί. Με το θαυμαστό αυτό σημείο τής σωματικής μεταστάσεως, o Κύριος φανέρωσε σε όλους, όσους θα αποφασίσουν να διορθωθούν μετά από μεγάλη αμέλεια, πόσο ευάρεστα δέχτηκε την μετάνοιά του.

ιστορία τού Ησυχίου τού Χωρηβίτη, για τον oποίον γράφει o άγιος Ιωάννης τής «Κλίμακος» στον έκτο λόγο του

9
Ο Θεός δεν επιθυμεί το θάνατο του αμαρτωλού, όπως ομολογεί δια του στόματος του προφήτη Ιεζεκιήλ «Ου βούλομαι τον θάνατον του ασεβούς» (λγ΄ 11), αλλά ζητά την επιστροφή του ως του τελώνη και του ασώτου, για να ζήσει αιώνια στους κόλπους του παραδείσου και να ευφρανθεί με τα ουράνια αγαθά αυτού. Γι’ αυτό ο Κύριος μας παρακαλεί με αγάπη: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ια΄ 28). Ο θείος λόγος Του είναι γεμάτος έλεος, που μας τονίζει να μην απελπιζόμεθα από τις αμαρτίες μας, αλλά να τρέχουμε σ’ Αυτόν όπως ο ασθενής στον καλό γιατρό για να τον θεραπεύσει. Η θεία χάρη νικά οποιαδήποτε αμαρτία αν υπάρχει ειλικρινής μετάνοια, απομακρύνει τον άνθρωπο από την κόλαση και δεν τον αφήνει να αμαρτάνει πλέον.

10
Φθάσαμε σε μια λαμπρή τοποθεσία. Υπήρχε εκεί ένα άλλο θαυμαστό παραπέτασμα, πού έμοιαζε με πολύ λαμπρό και καθαρό ήλεκτρο. Κάποιο χέρι το παραμέρισε και μας έδειξε να περάσουμε. Μέσα σ' αυτό συναντήσαμε αναρίθμητο πλήθος αγίων αγγέλων. Τα πρόσωπα τούς φλογερά, έλαμπαν από μακριά πιο πολύ από τον ήλιο. Είχαν σταθεί με ταξί και πολλή κοσμιότητα με τα άϋλα αναστήματα τους, μετέωροι σ' εκείνο το τρομερό ύψος. Στα χέρια κρατούσαν φοβερά σκήπτρα. Σχημάτιζαν αναρίθμητες λεγεώνες παρατεταγμένες δεξιά και αριστερά. «Όταν σηκωθεί κι αυτό το παραπέτασμα, μου είπε ο οδηγός μου δείχνοντας το, θα δεις τον Υιό του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Πατρός. Να πέσεις να τον προσκύνησης. Ό νους σου να είναι όλος προσηλωμένος σ' Εκείνον, για ν' ακούσης Τι θα σου πει».

Ενώ άκουγα τις συμβουλές του, κοιτάζω το παραπέτασμα και βλέπω ένα μεγαλόπρεπο περιστέρι να κατεβαίνει και να κάθεται πάνω σ' αυτό. Το κεφάλι του ήταν σαν από χρυσάφι, το στήθος πορφυρό, τα φτερά λαμπερά σαν φλόγα, τα πόδια λευκά, ενώ τα μάτια τόξευαν φωτεινές ακτίνες. Καθώς απολάμβανα την ομορφιά του, ξαφνικά πέταξε στα ύψη. Ενώπιος ενωπίω Παραμερίσθηκε κι αυτό το παραπέτασμα, και βλέπω τότε στο αχανές εκείνο ύψος, πού καταπλήττει κάθε νου και διάνοια, θρόνο φοβερό, υπερυψωμένο. Κανείς δεν τον κρατούσε, κρεμόταν μετέωρος. Από μέσα έβγαιναν φλόγες πιο λευκές κι από το χιόνι. Επάνω στον θρόνο άστραφτε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Φορούσε βαθυκόκκινα και ολόλευκα ενδύματα. Ή λαμπρότης του όμως από συγκατάβαση στη δική μου αδυναμία- ήταν περιορισμένη. Είδα λοιπόν την θεανθρώπινη ευπρέπεια και ωραιότητα Του.

Ήταν σαν να βλέπει κανείς τον ήλιο να σκορπίζει χαρούμενα τις πρώτες ακτίνες της ανατολής. "Έπεσα και τον προσκύνησα τρεις φορές. Προσπάθησα ν' ανασηκωθώ και ν' αντικρίσω πάλι την ωραιότητα Του, την πύρινη λαμπρότητα της δυνάμεως Του, αλλά δεν μπόρεσα. Με είχε κυριεύσει ανέκφραστος φόβος, φρίκη και χαρά. Μέσα άπ' αυτό το φως ακούσθηκε μια φωνή, πού με τον δυνατό της ήχο έσχιζε τον αέρα. Ήταν μελιστάλακτη, ήμερη και γλυκεία. Μου είπε τρεις λέξεις. Το νόημα τους το κατάλαβα και δοκίμασα πρωτόγνωρη πνευματική ηδονή. Σε λίγο μου είπε άλλες τρεις λέξεις, πού μόλις τις άκουσα γέμισε ή καρδιά μου από θεϊκή χαρά. Κατόπιν μου είπε για τρίτη φορά άλλες τρεις και ξαφνικά ακούσθηκε ισχυρή δοξολογική κραυγή από τα αγγελικά στρατεύματα: "Άγιος, "Άγιος, "Άγιος.

Κατάλαβα ότι αυτό έγινε για μένα. Ή δοξολογία τους βέβαια είναι ακατάπαυστη. Εκείνη όμως ή εξαίσια μελωδική κραυγή ήταν για την εύνοια, πού τόσο πλούσια έδειξε σ' έμενα ο Δεσπότης Χριστός. Μόλις άκουσα αυτές τις ανέκφραστες και θεϊκές λέξεις, κατέβηκα αμέσως με τον ίδιο τρόπο πού ανέβηκα. Ήρθα πάλι στον εαυτό μου και είδα πώς βρέθηκα στον κήπο, άπ' οπού είχε γίνει ή αρπαγή μου. Αναλογιζόμουν με απορία τα όσα μου συνέβησαν. Που ήμουν και που βρέθηκα! Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς πήγα σ' εκείνον τον θεϊκό τόπο. Φέρνοντας στον νου μου όσα είδα εκεί και άκουσα, μονολογούσα: «"Άραγε έχει έρθει και άλλος εδώ ή μόνο εγώ;».

ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ

Θερμή προειδοποίηση

Ἄκουσε σὺ ὅπου περνᾶς,
μ᾿ ἀγέρωχο τὸ βῆμα
καὶ γράψε ὅ,τι θὰ σοῦ πεῖ
φωνὴ ἀπὸ τὸ μνῆμα.

Ἡ θύρα ποὺ ἀντικρύζομεν
ὅταν θὰ γεννηθοῦμε
εἶναι τοῦ τάφου καὶ χωρεῖ
ὅσους καὶ ἂν θὰ μποῦμε.

Ἐκεῖ θὰ μποῦνε βασιλεῖς,
ἄρχοντες, μεγιστᾶνες,
ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς,
ὡς καὶ Πατριαρχᾶδες.

Λόγο διὰ νὰ δώσουμε
διὰ τὰ πεπραγμένα
ὅσα δὲν ἔλυσαν στὴ γῆ
κατὰ τὰ γεγραμμένα.

Ὅσο γιὰ κεῖ τὸ ξεύρομεν
τὸ τί μᾶς περιμένει
ἐὰν κατάλληλον στολὴν
δὲν εἴμαστε ντυμένοι.

Δῶ μέσα γύρισε νὰ ῾δῇς
καὶ πὲς ὅτι γνωρίζεις
τὸν πλούσιο ἀπ᾿ τὸν φτωχό,
ἐὰν τοὺς ξεχωρίζεις.

Χῶμα ὅλοι θὰ γίνωμεν
καὶ τῶν σκωλήκων βρῶμα
ἡ γῆ ὅπου πατούσαμεν
μᾶς εἶναι τώρα στρῶμα.

Ὅλους μᾶς πῆρε ὁ θάνατος
πρίγκηπες, βασιλιᾶδες
ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς
ὡς καὶ Πατριαρχᾶδες.

Δι᾿ ὅλου μὴν ὀλιγορεῖς
ἐκεῖ θὰ καταντήσεις
καὶ λάβε το ὑπ᾿ ὄψιν σου
προτοῦ μετανοήσῃς.

Ὡς εἶσαι, ἤμουνα καὶ γὼ
καὶ ὡς εἶμ᾿ ἐγὼ θὰ γίνεις
χωρὶς ποτὲ νὰ δυνηθεῖς
ὅπως τὸ ἀποφύγεις.

Ὅπως ὅλους, θὰ σὲ φέρουνε
ἄψυχο τὰ παιδιά σου
καὶ ἀπ᾿ τὴν γῆ θὰ βγάλουνε
μόνον τὰ κόκκαλά σου.

Τὸ σῶμα μας εἶναι φθαρτὸ
στὸ χῶμα θὲ νὰ λειώσει,
μὰ τὴν ψυχὴ πού ᾿ναι ἄφθαρτη
ποῦ θὰ τὴν παραδώσεις;

Δὲν τελειώνουν ὡς ἐδῶ
ὡς οἱ μωροὶ δοκοῦνε,
εἰς τὴν αἰωνιότητα
θὲ νὰ συνεχισθοῦνε.

Ἀπὸ ἐτούτη τὴ ζωὴ
στὴν ἄλλη θὰ περάσεις,
οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονο σὲ σὲ
ἂν δεὲν μετανοήσεις.

Ἂν πᾶς ἐκεῖ χωρὶς στολή,
οὐαὶ κι ἀλλοίμονό σου
μὲ τὰ ἐρίφια θὰ ταχθεῖς
κι ἂς εἶν᾿ πρὸ ὀφθαλμόν σου.

Ἄνθρωπε ματαιόδοξε
τὴν ματαιοδοξία
μαζὶ τὴν ἐκουβάλησες,
ἀκόμα καὶ στὸ μνῆμα.

Ἔστησες ἀπὸ πάνω σου
βουνὰ πελεκημένα
μάρμαρα τοῦ Πεντελικοῦ
στὸν τόρνο περασμένα.

Ἐνῶ ὑπάρχουνε φτωχοὶ
ὑπάρχουν πεινασμένοι,
κατάδικοι καὶ ἄρρωστοι
τόσο δυστυχισμένοι.

ποὺ μὲ τὰ χρήματα αὐτὰ
θὰ ἦσαν χορτασμένοι.

Ἐὰν ὁ δίκαιος κριτὴς
σ᾿ αὐτὰ σὲ ἐρωτήσει
εσὺ ὁ ἀπερίγραπτος
τί θὰ τοῦ ἀπαντήσεις;

Οἱ πύργοι τ᾿ ἀγροκτήματα
οἱ πολυκατοικίες
ἐὰν δὲν χαρισθοῦν καλῶς
γεμίζουνε κακίες.

Οἱ λίρες τὰ δολλάρια
ἀντάλλαγμα δὲν εἶναι,
γιὰ τὴν ψυχὴν τοῦ χριστιανοῦ
ἀντάλαγμα δὲν εἶναι.

Μὲ λίρες καὶ δολλάρια
ψυχὴ δὲν ξαγοράζεις
καὶ εἰς τὴν ἄλλη τὴν ζωὴν
μάταια θὰ φωνάζεις.

Στὴν κόλαση θὰ βρίσκεσαι
χωρὶς καμμίαν ἐλπίδαν
ἡ γλῶσσα σου νὰ δροσισθεῖ
ἔστω καὶ μὲ ρανίδα.

«Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν...»


Με τα απαισιότερα συναισθήματα αντιμετωπίζεται συνήθως ο θάνατος. Ο πολιτισμός μας, για τον οποίο τόσο καυχόμαστε, δεν μας έχει εξοικειώσει με την μεγαλύτερη και τραγικότερη πραγματικότητα στη ζωή μας, τον θάνατο. Ούτε μας έχει συμφιλιώσει μαζί του. Γι' αυτό λείπει στη σημερινή κοινωνία μία ρεαλιστική φιλοσοφία του θανάτου. Βέβαια, σ' αυτό συντρέχουν διάφοροι λόγοι. Ο ολιγόπιστος φοβάται τον θάνατο, διότι βλέπει την ανετοιμότητά του να τον υποδεχθεί. Ο άπιστος ή άθεος, που στηρίζει όλες τις ελπίδες του στον κόσμο αυτό, βλέπει τον θάνατο σαν καταστροφή. Γι' αυτό αποφεύγει να μιλεί για τον θάνατο ή χλευάζει τον θάνατο, αλλά στο βάθος τον φοβάται. Όπως τον φοβούνται οι οικονομικά εύρωστοι, διότι θα τους κάμει να χάσουν όσα έχουν, αλλά και οι προλετάριοι του κόσμου μας, μολονότι διατείνονται, ότι βλέπουν τον θάνατο σαν σωτηρία. Διότι γι' αυτούς, κυρίως, ισχύει ο λόγος του Δ. Σολωμού: «Γλυκειά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα».

Για τον χριστιανό, όμως, και μάλιστα τον πατερικό, δηλαδή τον ορθόδοξο, το μυστήριο του θανάτου έχει λυθεί. Η Σφίγγα του θανάτου διέκοψε τη σιωπή της. Το αίνιγμα, που τόσο απασχόλησε το ανθρώπινο πνεύμα και μόνον η σωκρατική-πλατωνική μεγαλοφυΐα μπόρεσε να ψαύσει στον «Φαίδρο», έχει πια εξιχνιαστεί και απομυθευθεί. Μένει, βέβαια, και για τον χριστιανό ο θάνατος «μυστήριο». «Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον» -ψάλλουμε στη νεκρώσιμη ακολουθία. Το μυστήριο όμως δεν έγκειται στην ύπαρξή του, αλλά στις συνέπειές του: «πώς η ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται...»! Η συμμετοχή του πιστού στο Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού βοηθά στην κατανόηση του μυστηρίου της ζωής και του θανάτου. Η ζωή είναι δώρο του Θεού, που δημιούργησε τα πάντα «εξ ουκ όντων» (από το μηδέν) και μας έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Ο θάνατος, εξάλλου, είναι έξω από τη θέληση του Θεού. Δεν είναι φυσική κατάσταση, αλλά συνδέεται με το τραγικό γεγονός της αμαρτίας, της αστοχίας του ανθρώπου να μένει στην κοινωνία του Θεού. «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν», «φθόνω διαβόλου εισήλθεν θάνατος εις τον κόσμον». Ο Θεός επέτρεψε τον θάνατό μας, «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται»

Αυτή είναι η θεολογική ερμηνεία του θανάτου από τους Αγίους μας, τους αληθινούς θεολόγους. Η αμαρτία, ως πτωτικό γεγονός, αδρανοποίησε και νέκρωσε, τελικά, τη ζωή μας, που είναι η ενοίκηση του Θεού στην καρδιά μας, το κέντρο της ύπαρξής μας. Αυτός ο «χωρισμός» από την άκτιστη χάρη του Θεού είναι ο πνευματικός θάνατος, που προκάλεσε και τον σωματικό-βιολογικό θάνατό μας. Στον πνευματικό θάνατο πρέπει να ζητηθεί η αιτία και του σωματικού θανάτου. Θρήνος, λοιπόν, κατά την κήδευση κάποιου αγαπητού μας προσώπου («Θρηνώ και οδύρομαι, όταν νοήσω τον θάνατον...», ψάλλουμε) δεν συνδέεται με τον πρόσκαιρο χωρισμό μας, αλλά με την αιτία που προκάλεσε τον θάνατό μας, την αμαρτία.

Ο σωματικός θάνατος είναι διάσπαση της αρμονικής σχέσης και συλλειτουργίας ψυχής και σώματος, ώς τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Η ανθρώπινη σάρκα νεκρώνεται, φθείρεται και, επιστρέφοντας στο χώμα, διαλύεται. Η ψυχή όμως δεν φθείρεται, ούτε διαλύεται, διότι ο Θεός την δημιούργησε πνευματική. Περιμένει το «κέλευσμα» (παράγγελμα) του Χριστού κατά τη Δευτέρα Παρουσία του (Α' Θεσσ. 4, 16), για να ξαναενωθεί με το αναστημένο σώμα και να ζήσει αιώνια μαζί Του, σε μιαν άλλη ζωή, που θα είναι όμως αιώνια συνέχεια της γήινης ύπαρξής μας. Ο «νόμος της αφθαρσίας» ισχύει απόλυτα στο δημιουργικό έργο του Θεού. Τίποτε δεν χάνεται από αυτό. Γι' αυτό κάθε στιγμής της παρούσας ζωής έχει για τον χριστιανό σωτηριολογική σημασία, διότι από τον τρόπο που τη ζούμε κρίνεται η σωτηρία μας, η κατάστασή μας στη μετά θάνατον ύπαρξή μας (βλ. Β' Κορ. 6, 7).

Ο Χριστός, με όλο το σωτήριο έργο Του, επιφέρει την πλήρη άρση όλων των συνεπειών της πτώσης. Συντρίβει την αμαρτία πρώτα στη δική Του αναμάρτητη φύση, που δεν νικιέται από τη θανατηφόρο δύναμη της αμαρτίας, αλλά και πάνω στον Σταυρό Του, στον οποίο θανάτωσε τη δική μας αμαρτία, την αμαρτία όλου του κόσμου (Ιω., 1, 29). Ο Θεός δεν ενεργεί τιμωρητικά, όπως απαιτούσε ο ανθρώπινος νόμος, αλλά ως σωτήρας και απελευθερωτής του ανθρώπου από τη δουλεία της αμαρτίας, όπως επιβάλλει ο δικός Του νόμος. Δεν τιμωρεί, συνεπώς, τους αμαρτωλούς, όπως συνέβη με τον κατακλυσμό στην Παλαιά Διαθήκη (Γεν. κεφ. 8), αλλά την αμαρτία, όπως ο καλός γιατρός δεν ζητεί τον θάνατο του ασθενούς, αλλά της νόσου. Γι' αυτό στη Θεία Λειτουργία ονομάζεται ο Χριστός «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών».

Η Ανάσταση του Χριστού είναι η κορύφωση της νίκης Του πάνω στην αμαρτία μας και γι' αυτό νοηματοδοτεί όλη την ύπαρξή μας. Ενώ η ιστορία του κόσμου βαδίζει προς ένα τέλος, ο άνθρωπος στο φως της Αναστάσεως αποδεικνύεται χωρίς τέλος. Διότι στο όριο ιστορίας και μεταϊστορίας βρίσκεται ο Νικητής του Θανάτου, ο Χριστός, ο Οποίος «θανάτω επάτησε τον Θάνατον» και μεις «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν», τον θάνατο του Θανάτου.

Ο θάνατος και η ανάσταση του Χριστού είναι η νίκη πάνω στον Θάνατο. Έξω από τη σχέση μας με τον Χριστό, ο θάνατος γίνεται φοβερός και αδυσώπητος. Με τον αναστάντα Χριστό ο Θάνατος απομυθοποιείται. Καταλύεται η παντοδυναμία του (Εβρ. 2,14). Ο Χριστός κατήργησε το φόβητρο του θανάτου, ώστε χριστιανικά ο θάνατος να νοείται ως η αληθινή γέννηση και αναμονή της κοινής ανάστασης. Κατανοείται, έτσι, το παράδοξο: ενώ ο «κόσμος» γιορτάζει γενέθλια, εμείς οι χριστιανοί πανηγυρίζουμε την «μνήμην», την κοίμηση, των Αγίων μας. Διότι η ημέρα του θανάτου για τον αυθεντικά χριστιανό είναι η αληθινή γέννησή μας («γενέθλιος ημέρα») στην αληθινή ζωή.

Ο ορθόδοξος πιστός, όμως, ζει τις περίεργες για τον χωρίς Θεό πραγματικότητες, μετέχοντας στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Δεν αρκεί γι' αυτό το τυπικό βάπτισμα. Χρειάζεται μετοχή στην εν Χριστώ ζωή και ύπαρξη. Στα όρια αυτής της ζωής ο πιστός πεθαίνει κάθε στιγμή της ζωής του, νεκρώνεται, με την άσκηση και την πνευματική ζωή για τον κόσμο, για να ζήσει μέσα στη Χάρη του Θεού, που είναι η «αιώνιος ζωή». Γι' αυτό μας διδάσκουν οι μοναχοί μας, οι αυθεντικοί πιστοί: «Εάν πεθάνεις, πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις»! Ο λόγος του Χριστού «ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται» (Ιωάνν. 11, 25) σημαίνει, ότι η μέσω του βαπτίσματος και της πνευματικής ζωής ένωσή μας μαζί Του, μας συνδέει και πάλι με τη γεννήτρια της ζωής, την πηγή της ζωής, που είναι Αυτός. Μας επαναφέρει στην κοινωνία και σχέση με τον Θεό, που ζωοποιεί τον θάνατό μας και μεταμορφώνει σε Ζωή δική Του τον καθημερινό θάνατό μας. Χωρίς να είναι, συνεπώς, κανείς ζωντανό μέλος του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, δεν μπορεί να ζήσει αληθινά, να μετέχει της ζωής του Χριστού. Ο απλά βαπτισμένος έχει τις δυνατότητες και προϋποθέσεις μετοχής σ' αυτή τη ζωή, αλλά δεν σημαίνει ότι μετέχει σ' αυτήν, αν δεν μετέχει στην άσκηση και την εμπειρία των αγίων μυστηρίων. «Ουχ ότι άπαξ γεγενήμεθα του σώματος», λέγει ο ι. Χρυσόστομος. Δεν τελειώνουν, δηλαδή, όλα όσον αφορά τη σωτηρία, με το βάπτισμα. Με αυτό αρχίζουν. Το βάπτισμα είναι το άνοιγμα της πύλης, αλλά πρέπει να διαβεί την πύλη κανείς και να ζήσει εν Χριστώ.


Οι Άγιοί μας, με τα ακέραια και άφθαρτα λείψανά τους (π.χ. Άγιος Σπυρίδων ή ο Άγιος Γεράσιμος) βεβαιώνουν την υπέρβαση του θανάτου και των συνεπειών του (φθοράς) ήδη μέσα στη ζωή μας αυτή, αλλά και δίνουν μαρτυρία της αιωνιότητας μέσα στην ιστορία. Βλέποντας τους Αγίους μας ο ορθόδοξος πιστός (και αυτή την εμπειρία έχουμε εμείς οι Επτανήσιοι από μικρά παιδιά), οικοδομεί τη δική του φιλοσοφία για τον θάνατο. Η νίκη του Χριστού δίνει τη δύναμη, ώστε να μη βλέπει ο πιστός τον θάνατο, όπως «οι μη έχοντες ελπίδα» (Α' Θεσσ. 4,14), αλλά και να νικά κάθε μορφή θανάτου (αποτυχίες, αρρώστιες, παθήματα). Διότι δεν δίνει απόλυτο χαρακτήρα στη ζωή αυτή. Δεν ήταν ούτε μαζοχιστής, ούτε πεισιθάνατος ο απόστολος Παύλος, όταν έλεγε: «την επιθυμίαν έχω εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (θέλω να πεθάνω και να είμαι με τον Χριστό», Φιλ. Ι, 23). Ο θάνατος είναι για τον ορθόδοξο πιστό «μετάβαση» στην όντως ζωή. Ένας ύπνος, που περιμένει το ξύπνημα στην ατελεύτητη αιωνιότητα. Βέβαια, ο άνθρωπος δεν είναι από την ίδια του τη φύση αθάνατος. Η αθανασία είναι χάρισμα του Θεού στον άνθρωπο, ως πλάσμα Του. Αθάνατος είναι μόνον ο άκτιστος (αδημιούργητος) Θεός (Α' Τιμ. 6,15). Αθανασία, εξάλλου, δεν είναι η απλή επιβίωση αλλά η μετοχή στον «παράδεισο», στη χάρη ή βασιλεία του Θεού. Αυτό σημαίνει και η ευχή μας «αιωνία η μνήμη». Να μετέχει, δηλαδή, ο πιστός αιώνια στην κοινωνία του Θεού, στη βασιλεία του.

Η Ορθοδοξία, με όλη τη δομή της, προσφέρει στον πιστό τη δυνατότητα συνεχούς μετοχής στον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού. Τα μυστήρια λ.χ. είναι συνεχής πραγμάτωση αυτή της δυνατότητας. Με το βάπτισμα πεθαίνει κανείς με τον Χριστό (Ρωμ. 6, 3). Γι' αυτό και τα πρώτα βαπτιστήρια, οι ομαδικές «κολυμβήθρες» της Εκκλησίας, είχαν συνήθως το σχήμα σταυρού. Το βαπτιστήριο (η κολυμβήθρα) είναι ο τάφος της αμαρτίας και η «μήτρα» της εν Χριστώ αναγεννήσεως. Γι' αυτό οι ορθόδοξοι τελούμε το βάπτισμα με τριπλή κατάδυση και ανάδυση και όχι με ραντισμό ή επίχυση. Ζούμε αισθητά και ορατά τον θάνατο και την ανάστασή μας. Η Μετάνοια ή Εξομολόγηση είναι και αυτή θάνατος (της αμαρτίας μας) και ανάστασή μας στη νέα ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Γι' αυτό είναι τόσο αναγκαίο αυτό το μυστήριο, όπως και η ολοκλήρωσή του, η Θεία Ευχαριστία, η μετοχή στη νίκη και τη δόξα του αναστημένου Χριστού, που βρίσκεται στα δεξιά του Πατρός, όπου με την Ανάληψή του ανέβασε την αναγεννημένη φύση μας. Αν και τα άλλα μυστήρια (Ευχέλαιο, Γάμος, Ιερωσύνη π.χ.), προσφέρουν την ίδια δυνατότητα. Ο γάμος λ.χ. είναι ενσωμάτωση της νέας ζωής του ζεύγους στο σώμα του Χριστού, ώστε και στην ειδική αυτή όψη της ζωής τους να ζουν το ίδιο μυστήριο του θανάτου της αμαρτίας και της συνεχούς αναστάσεώς τους σε μια ζωή, στην οποία Κύριος είναι μόνον ο Χριστός. Γι' αυτό -αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα στην αληθινή τους όψη -ο πολιτικός γάμος είναι μεν νόμιμος, αλλά δεν μπορεί να εξισωθεί με το μυστήριο, διότι πραγματοποιεί μεν ένα «νομικόν συνάλλαγμα», αλλά δεν μας εισάγει στη ζωή της Χάρης.

Συχνά, όταν μας υποβάλλεται το ερώτημα, τι έχει να προσφέρει η Εκκλησία στην αντιμετώπιση της κάθε κοινωνικής δυσλειτουργίας, η απάντησή μου είναι μια: η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, δεν μοιράζει ασπιρίνες στους πονοκεφάλους του κόσμου. Εισάγει σε μια ζωή, που δίνει τη δυνατότητα στον πιστό άνθρωπο να νικά συνεχώς τον κάθε θάνατό του και να ομολογεί όπως στον απ. Παύλο: «ως αποθνήσκοντες και ιδού ζώμεν», «φαινόμαστε σαν να πεθαίνουμε, και όμως ζούμε», (Β' Κορ. 6,9).

Του πρωτοπρ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

Περί του χαροποιού πένθους

Κ Λ Ι Μ Α Ξ

ΛΟΓΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ


ΤΟ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ πένθος είναι η σκυθρωπότητα της ψυχής, η διάθεσις της πονεμένης καρδιάς, η οποία δεν παύει να ζητή με πάθος εκείνο για το οποίο είναι διψασμένη. Και όσο δεν το κατορθώνει, τόσο περισσότερο κοπιάζει και το κυνηγά και τρέχει πίσω του με οδυνηρό κλάμα.

2. Ας το χαρακτηρίσωμε και έτσι: Πένθος είναι ένα χρυσό καρφί της ψυχής. Το καρφί αυτό απογυμνώθηκε από κάθε γήϊνη προσήλωσι και σχέσι, και καρφώθηκε από την ευλογημένη λύπη (στην πόρτα) της καρδιάς για να την φρουρή.

3. Κατάνυξις είναι ένας συνεχής βασανισμός της συνειδήσεως, ο οποίος με την νοερά εξομολόγησι κατορθώνει να δροσίζη την φλογισμένη καρδιά.

4. Εξομολόγησις σημαίνει το να λησμονούμε την ίδια την φύσι μας. Κάποιος εξ αιτίας της «ελησμονούσε ακόμη να φάγη τον άρτο του» (Ψαλμ. ρα΄ 5).

5. Μετάνοια είναι το να στερηθής κάθε σωματική παρηγορία, χωρίς καθόλου να λυπηθής.

6. Χαρακτηριστικό εκείνων πού προώδευσαν κάπως στο μακάριο πένθος είναι η εγκράτεια και η σιωπή των χειλέων. Εκείνων πού προώδευσαν περισσότερο, η αοργησία και η αμνησικακία. Και αυτών πού έφθασαν στην τελειότητα, η ταπεινοφροσύνη, η δίψα της ατιμίας, η εκούσια πείνα των ακουσίων θλίψεων, το ότι δεν κατακρίνουν τους αμαρτάνοντας, και το ότι αισθάνονται υπερβολική συμπάθεια προς αυτούς.
Ευπρόσδεκτοι ενώπιον του Θεού οι πρώτοι. Αξιέπαινοι οι δεύτεροι. Μακάριοι όμως οι τελευταίοι πού πεινούν για θλίψι και διψούν για ατιμία. Διότι αυτοί θα χορτάσουν από τροφή πού δεν χορταίνεται.

7. Όταν κατακτήσης το πένθος, κράτα το με όλη τη δύναμί σου. Διότι προτού αποκτηθή μόνιμα και οριστικά, χάνεται εύκολα από τους θορύβους και τις μέριμνες του σώματος και την καλοπέρασι, και μάλιστα από την πολυλογία και την αστειολογία, και διαλύεται όπως το κερί από την φωτιά.

8. Ανώτερη από το βάπτισμα αποδεικνύεται η μετά το βάπτισμα πηγή των δακρύων (της μετανοίας), αν και είναι κάπως τολμηρό αυτό που λέγω. Διότι εκείνο μας καθαρίζει από τα προηγούμενά μας κακά, ενώ τούτο, το βάπτισμα των δακρύων, από τα μετέπειτα. Και το πρώτο, εφ΄όσον το ελάβαμε όλοι στην νηπιακή ηλικία, το εμολύναμε. Ενώ με το δεύτερο καθαρίζομε πάλι και το πρώτο. Και εάν η φιλανθρωπία του Θεού δεν το είχε χαρίσει αυτό στους ανθρώπους, οι σωζόμενοι θα ήταν πράγματι σπάνιοι και δυσεύρετοι.

9. Οι στεναγμοί και η κατήφεια φωνάζουν δυνατά προς τον Κύριον. Τά δάκρυα πού προέρχονται από φόβο μεσιτεύουν. Και τά δάκρυα πού προέρχονται από την παναγία αγάπη μας φανερώνουν ότι η ικεσία μας έγινε δεκτή.

10. Αφού τίποτε δεν ταιριάζει τόσο με την ταπεινοφροσύνη, όσο το πένθος, και τίποτε πάντως δεν είναι τόσο πολύ αντίθετό της, όσο το γέλιο.

11. Να κρατής σφικτά την μακαρία χαρμολύπη, η οποία προέρχεται από την ευλογημένη κατάνυξι∙ και ακατάπαυστα να την καλλιεργής μέχρις ότου σε ανυψώση από τά γήϊνα και σε παρουσιάση καθαρόν εμπρός στον Χριστόν.

12. Ακατάπαυστα να αναπαριστάνης μέσα σου και να περιεργάζεσαι την άβυσσο του σκοτεινού πυρός, τους άσπλαγχνους υπηρέτες, τον Κριτή πού δεν θα συμπαθή και δεν θα συγχωρή πλέον, το απέραντο χάος με τις καταχθόνιες φλόγες, το οδυνηρό κατέβασμα στα χάσματα και στους υπογείους και φοβερούς τόπους… και όλες τις παρόμοιες εικόνες. Έτσι από τον πολύ τρόμο θα εξαφανισθή από μέσα μας η λαγνεία και θα ενωθή η ψυχή μας με την άφθαρτη αγνεία. Δηλαδή θα δεχθή μέσα μας το άφθαρτο πύρ της αγνείας, το κατά πολύ λαμπρότερο (από το πύρ των κολάσεων και) του πένθους.

13. Στάσου έντρομος όταν προσεύχεσαι και ικετεύης τον Θεόν, σαν τον κατάδικο εμπρός στον δικαστή, ώστε και με την εξωτερική εμφάνισι και με την εσωτερική στάσι να σβήσης τον θυμό του δικαίου Κριτού. Διότι δεν αντέχει να παραβλέπη την ψυχή εκείνη, η οποία σαν την χήρα της παραβολής ίσταται εμπρός Του γεμάτη οδύνη και κουράζει τον Ακούραστο (πρβλ.. Λουκ. ιη΄ 1-8).

14. Σε όποιον απέκτησε το χάρισμα του εσωτερικού δακρύου, ο κάθε τόπος είναι κατάλληλος για πένθος. Αυτός όμως που ασκεί ακόμη το εξωτερικό δάκρυ, άς μην παύση να ερευνά και να ευρίσκη τους καταλλήλους τόπους και τρόπους.

15. Ο κρυμμένος θησαυρός είναι περισσότερο ασφαλισμένος από τον εκτεθειμένο στην αγορά. Βάσει αυτής της εικόνας ας κατανοήσωμε και το προηγούμενο.

16. Μην συμπεριφέρεσαι σαν εκείνους πού μετά την ταφή των νεκρών τους άλλοτε θρηνούν γι΄ αυτούς και άλλοτε (στα νεκρόδειπνα τρώγουν, πίνουν και) μεθούν. Αλλά να ομοιάσης με τους καταδίκους στα μεταλλεία πού τους μαστιγώνουν κάθε ώρα οι δήμιοι.

17. Εκείνος που άλλοτε επιδίδεται στο πένθος και άλλοτε στην τρυφή και στα γέλια ομοιάζει μ΄ εκείνον πού διώχνει τον «κύνα» της φιληδονίας πετροβολώντας τον με ψωμί. Έτσι εξωτερικά φαίνεται ότι τον διώχνει, ενώ στην πραγματικότητα τον προσκαλεί κοντά του.

18. Να είσαι «σύννους». Να είσαι αφιλένδεικτος, (να μην αγαπάς δηλαδή να επιδεικνύεσαι). Να παρατηρής την καρδιά σου και να είσαι στραμμένος προς αυτήν ωσάν μέσα σε κάποια έκστασι, διότι οι δαίμονες φοβούνται την «σύννοια», όπως οι κλέπτες τους σκύλους.

19. Δεν είναι εδώ, αγαπητοί μου, ο γάμος στον οποίον έχομε προσκληθή. Οπωσδήποτε λοιπόν Εκείνος πού μας εκάλεσε εδώ, μας εκάλεσε για να πενθήσωμε τους εαυτούς μας.

20. Μερικοί, ενώ δακρύζουν, δεν δείχνουν καμμία προσπάθεια, ώστε να καλλιεργήσουν, κατά την ευλογημένη εκείνη ώρα, την σκέψι η οποία προκάλεσε το δάκρυ, αλλά άκαιρα και άστοχα την αντιπαρέρχονται. Και δεν συλλογίζονται ότι δάκρυ χωρίς αιτία και χωρίς έννοια δεν έχει θέσι στα λογικά πλάσματα, αλλά μόνο στα άλογα. Το δάκρυ γεννάται από ωρισμένες σκέψεις. Και οι σκέψεις έχουν ως πατέρα τον λογικό νου.

21. Η κατάκλισίς σου στο κρεββάτι, ας σου είναι προτύπωσις της κατακλίσεώς σου στον τάφο, και τότε θα κοιμηθής λιγώτερο. Και αυτή η απόλαυσις του φαγητού στην τράπεζα, ας σου υπενθυμίζη το θλιβερό εκείνο φαγητό πού θα κάνουν τα σκουλήκια το σώμα σου, και τότε λιγώτερο θα φάγης. Και όταν πίνης νερό, να μή λησμονής την δίψα στην φλόγα της κολάσεως, οπότε θα περιορίσης οπωσδήποτε την φυσική σου επιθυμία.
Και όταν ο Γέροντας μας προσφέρη την τιμημένη ατιμία, την επίπληξι και την επιτίμησι, άς σκεφθούμε την φοβερή απόφασι του Κριτού, και τότε την παράλογη εκείνη λύπη και την πικρία πού εισχωρεί μέσα μας θα την κατασφάξωμε σαν με δίστομη μάχαιρα με την πραότητα και την υπομονή.

22. «Με την πάροδο του χρόνου -λέει ο Ιώβ (ιδ΄ 11)- σπανίζεται η θάλασσα» (χάνει δηλαδή τα νερά της και αποσύρεται βαθύτερα από την παραλία). Κατά παρόμοιο τρόπο, με την πάροδο του χρόνου και την υπομονή, ολίγον κατ΄ ολίγον εμφυτεύονται και τελειοποιούνται μέσα μας τα προηγούμενα.

23. Η μνήμη του αιωνίου πυρός ας κοιμηθή κάθε βράδυ μαζί σου και ας ξυπνήση πάλι μαζί σου. Με τον τρόπο αυτό δεν θα σε κυριεύση ποτέ η ραθυμία στον καιρό της ψαλμωδίας.

24. Ας σε παρακινή τουλάχιστον στην άσκησι του πένθους το μαύρο σου ένδυμα. Όλοι βέβαια όσοι θρηνούν νεκρούς, φορούν μαύρα. Εάν λοιπόν μέχρι τώρα δεν πενθής, ας πενθής για τον λόγο αυτό, (για το ότι δηλαδή φορείς μαύρα). Εάν όμως πενθής, να αυξήσης το πένθος σου και τον θρήνο, διότι εξ αιτίας των αμαρτιών σου άφησες την άνετη ζωή και αναγκάσθηκες να ασπασθής τον σκληρό (και πένθιμο μοναχικό) βίο.

25. Όπως σε όλα τα άλλα, έτσι και στην περίπτωσι των δακρύων ο καλός και δίκαιος Κριτής μας λαμβάνει υπ΄όψι Του και την φυσική προδιάθεσι και δύναμι του καθενός. Είδα μικρές σταγόνες να χύνωνται με πόνο σαν αίμα. Και είδα βρύσες δακρύων πού έτρεχαν χωρίς δυσκολία. Εγώ τουλάχιστον εβαθμολόγησα τους αγωνιστές ανάλογα με τον πόνο και όχι με το ποσόν των δακρύων. Και ο Θεός νομίζω παρόμοια θα τους έκρινε.

26. Σε όσους πενθούν δεν αρμόζει να θεολογούν, διότι η θεολογία συνήθως διασκορπίζει το πένθος τους. Επειδή εκείνος πού θεολογεί είναι σαν να κάθεται σε διδασκαλικό θρόνο, ενώ εκείνος πού πενθεί «επί κοπρίας και σάκκου». Και αυτό νομίζω ότι εννοούσε ο Δαβίδ, ο οποίος, αν και σοφός και διδάσκαλος, όταν θρηνούσε για τις αμαρτίες του, απαντούσε σ΄εκείνους πού τον παρακαλούσαν να ψάλη: «Πώς άσομαι την ωδήν Κυρίου επί γής αλλοτρίας; δηλαδή στην γη της εμπαθείας;» (πρβλ. Ψαλμ. ρλστ΄ 4).

27. Μερικά από τα κτίσματα είναι αυτό-κίνητα και μερικά ετερο-κίνητα. Το ίδιο συμβαίνει και στην κατάνυξι, (άλλοτε δηλαδή έρχεται μόνη της και άλλοτε με την ιδική μας προσπάθεια και βία). Όταν, χωρίς καμμία ιδική μας προσπάθεια και ενέργεια, κατανυχθή η ψυχή μας και υγρανθή και μαλακώση από τα δάκρυα, ας τρέξωμε (να αρπάξωμε την ευκαιρία). Διότι αυτό σημαίνει ότι ο Κύριος μας επισκέφθηκε απρόσκλητος και μας έδωσε το σφουγγάρι της θεαρέστου λύπης και το δροσιστικό ύδωρ των ευλαβικών δακρύων, για να εξαλείψωμε το χειρόγραφο των αμαρτιών μας. Αυτή την κατάστασι φύλαξέ την σαν κόρη οφθαλμού, μέχρις ότου υποχωρήση, διότι είναι περισσότερο δυνατή και αποτελεσματική σε σύγκρισι με εκείνη που δημιουργείται από τον ιδικό μας ζήλο και αγώνα.

28. Δεν κατέκτησε το κάλλος του πένθους εκείνος που πενθεί όταν θέλη, αλλά εκείνος πού πενθεί για τον λόγο πού θέλει. Ούτε αυτός πού πενθεί για ό,τι θέλει, αλλά αυτός που πενθεί όπως ο Θεός θέλει.

29. Πολλές φορές το κατά Θεόν πένθος αναμειγνύεται με το άχαρο δάκρυ της κενοδοξίας. Αυτό θα το αναγνωρίσωμε με τρόπο επιτυχή και ευσεβή, όταν συλλάβωμε τον εαυτό μας να πενθή και συγχρόνως να ενεργή με (κακότητα και) πονηρία.

30. Κατάνυξις στην κυριολεξία σημαίνει να έχη ο μοναχός στην ψυχή του αμετεώριστη οδύνη, χωρίς να επιτρέπη στον εαυτό του καμμία παρηγορία. Το μόνο πού συλλογίζεται συνεχώς είναι η αναχώρησίς του από την ζωή αυτή. Και εκείνο πού περιμένει σαν δροσιστικό ύδωρ είναι η παρηγορία του Θεού, ο οποίος «παρηγορεί τους ταπεινούς» (Β΄ Κορ. ζ΄ 6) μοναχούς.

31. Όσοι απέκτησαν με πραγματική καρδιακή συναίσθησι το πένθος, εμίσησαν ακόμη και αυτήν την ζωή τους, σαν αιτία κόπων και δακρύων και πόνων. Το δε σώμα τους το απεστράφησαν σαν εχθρό.

32. Όταν, σε όσους φαίνονται ότι πενθούν κατά Θεόν, διακρίνωμε οργή η υπερηφάνεια, ας θεωρήσωμε ότι τα δάκρυά τους προέρχονται από δαιμονικά πάθη, διότι «ποία κοινωνία -λέγει η Γραφή- φωτί προς σκότος»; (Β΄ Κορ. στ΄ 14).

33. Γέννημα της νοθευμένης κατανύξεως είναι η οίησις, ενώ της επαινετής η παράκλησις. Όπως η φωτιά καίει και εξαφανίζει την «καλαμιά», έτσι και το αγνό δάκρυ εξαφανίζει κάθε εξωτερική και εσωτερική ακαθαρσία.

34. Ο περί των δακρύων λόγος από πολλούς Πατέρες χαρακτηρίζεται ασαφής κάπως, σκοτεινός και δυσερμήνευτος, και μάλιστα όταν πρόκειται για δάκρυα των αρχαρίων. Πολλές και διάφορες, λέγουν, είναι οι αιτίες πού τα γεννούν. Προέρχονται δηλαδή, από την ιδιοσυγκρασία, από την χάρι του Θεού, από θλίψι δαιμονική, από θλίψι θεάρεστη, από κενοδοξία, από πορνεία, από αγάπη, από μνήμη θανάτου και από πολλά άλλα.

35. Με φόβο Θεού ας δοκιμάσωμε και ας διακρίνωμε τα ιδιώματα όλων αυτών των δακρύων. Και ας φροντίσωμε να καλλιεργούμε τα καθαρά και άδολα δάκρυα πού προέρχονται από την μνήμη του θανάτου μας. Σ΄αυτά τα δάκρυα δεν έχει θέσι ούτε η οίησις ούτε η κλοπή (από τον διάβολο), αλλά μάλλον η κάθαρσις, η πρόοδος στην αγάπη του Θεού, το πλύσιμο από τις αμαρτίες και η απάθεια.

36. Το να αρχίση κάποιος πού πενθεί με επαινετά δάκρυα και να καταλήξη σε άσχημα, δεν είναι και τόσο περίεργο. Το να αρχίση όμως με δάκρυα που προέρχονται από τα πάθη ή έστω από την φυσική ιδιοσυγκρασία, και να τα μεταποιήση σε πνευματικά, είναι πράγματι κάτι το αξιέπαινο. Αυτό το ζήτημα το γνωρίζουν πολύ καλά όσοι ρέπουν προς την κενοδοξία.

37. Μην εμπιστεύεσαι στις πηγές των δακρύων σου πρίν από την τελεία κάθαρσι. Δεν μπορούμε να παραδεχθούμε ως καλόν τον οίνο πού μόλις μετά το πατητήρι τον εβάλαμε στα βαρέλια. Όλα βέβαια τά κατά Θεόν δάκρυά μας είναι ωφέλιμα. Κανείς δεν έχει αντίρρησι σ΄αυτό. Ποια όμως είναι η ωφέλειά τους, θα το γνωρίσουμε στην ώρα του θανάτου μας.

38. Όποιος περνά την ζωή του συνεχώς με το κατά Θεόν πένθος, δεν παύει από του να εορτάζη καθημερινά. Εκείνον όμως πού συνεχώς πανηγυρίζει υλικά και σωματικά, τον περιμένει το αιώνιο πένθος.

39. Δεν μπορεί να έχουν χαρές οι κατάδικοι των φυλακών. Ούτε οι πραγματικοί μοναχοί πανηγύρια. Γι΄αυτό ίσως εκείνος ο καλλίπενθος έλεγε με στεναγμό: «Εξάγαγε έκ φυλακής την ψυχήν μου (Ψαλμ. ρμα΄ 8), για να ευφρανθώ στο άρρητο και απερίγραπτο φώς σου».

40. Να γίνης σαν βασιλεύς στην καρδιά σου, καθισμένος στον υψηλό θρόνο της ταπεινοφροσύνης. Να διατάζης το γέλιο να απομακρυνθή, και αμέσως να απομακρύνεται∙ το κλάμα να έλθη, και αμέσως να έρχεται∙ και στον δούλο μας, το σώμα, πού είναι συγχρόνως και τύραννος, να επιτελέση κάποιο έργο και αμέσως να το επιτελή (πρβλ. Ματθ. η΄ 9).

41. Όποιος εφόρεσε το μακάριο και χαριτωμένο πένθος σαν νυμφική διπλοΐδα, αυτός εγνώρισε τον «πνευματικό γέλωτα» της ψυχής. Ποιος είναι άραγε ο μοναχός αυτός πού εδαπάνησε τόσο θεάρεστα τον καιρό του στην μοναχική ζωή, ώστε ούτε μία ημέρα ούτε μία ώρα ούτε μία στιγμή να μην την εξώδευσε επιζήμια, αλλά την προσέφερε στον Κύριον, με την σκέψι ότι είναι αδύνατον την ίδια ημέρα να την συναντήση δύο φορές στην ζωήν του.

42. Μακάριος είναι ο μοναχός πού έφθασε στο σημείο να αντικρύζη με τα μάτια της ψυχής τις αγγελικές δυνάμεις. Άπτωτος όμως είναι ο μοναχός πού ακατάπαυστα βρέχει το πρόσωπό του με την ροή των δακρύων του, πού αναβλύζουν από τους οφθαλμούς του με την μνήμη του θανάτου και των αμαρτιών του. Δεν δυσκολεύομαι μάλιστα να πιστεύσω, ότι από την δεύτερη αυτή κατάστασι εδιάβηκε η πρώτη.

43. Συνήντησα μερικούς επαίτες και πτωχούς πού δεν είχαν εντροπή και πού με μερικά αστεία έκαναν και τις καρδιές των βασιλέων να καμφθούν και να τους συμπαθήσουν. Και συνήντησα πάλι ανθρώπους πτωχούς από αρετές, οι οποίοι εχρησιμοποίησαν όχι αστεία, αλλά λόγια ταπεινώσεως και σκοτεινής απογνώσεως βγαλμένα από το βάθος της απελπισμένης καρδιάς τους. Με τα λόγια αυτά, χωρίς εντροπή και με επιμονή, ανέκραζαν προς τον επουράνιο Βασιλέα και κατώρθωσαν με την βία τους να παραβιάσουν την απαραβίαστη θεϊκή φύσι και ευσπλαγχνία.

44. Εκείνος που υπερηφανεύεται μέσα του για τα δάκρυά του και κατακρίνει με τον νου του όσους δεν δακρύζουν, ομοιάζει μ΄ εκείνον ο οποίος εζήτησε από τον βασιλέα όπλο εναντίον των εχθρών του και μ΄ αυτό εφόνευσε τον εαυτό του.

45. Ο Θεός, αγαπητοί μου, δεν έχει ανάγκη από δάκρυα ούτε επιθυμεί να πενθή ο άνθρωπος από την οδύνη της καρδιάς του, αλλά μάλλον να τον βλέπη να αγάλλεται και να ευθυμή εσωτερικά από την αγάπη του προς Αυτόν.

46. Θανάτωσε την αμαρτία, και τότε θα είναι περιττά τα δάκρυα της οδύνης στους οφθαλμούς σου. Όπου δεν υπάρχει πληγή, δεν χρειάζεται νυστέρι. Στον Αδάμ πρίν από την παράβασι δεν υπήρχαν δάκρυα, όπως ακριβώς και (στους δικαίους) μετά την ανάστασι των νεκρών, εφ΄όσον θα έχη καταργηθή η αμαρτία και «θα έχη εξαφανισθή η οδύνη, η λύπη και ο στεναγμός» (Ησ. λε΄ 10).

47. Είδα σε μερικούς πένθος. Είδα και άλλους οι οποίοι πενθούσαν, διότι δεν είχαν πένθος, οι οποίοι, μολονότι στην πραγματικότητα έχουν πένθος, ζούν σαν να μην έχουν, και με την καλή αυτή άγνοια παραμένουν ασφαλισμένοι (από τον δαίμονα της κενοδοξίας). Και γι΄ αυτούς μάλλον έχει λεχθεί στην Γραφή: «Κύριος σοφοί τυφλούς» (Ψαλμ. ρμε΄ 8).

48. Πολλές φορές, συνήθως στους πιο επιπολαίους, και τα δάκρυα προκαλούν έπαρσι. Γι΄αυτό και σε μερικούς δεν δίδονται, ώστε με την στέρησι και την αναζήτησί τους να ελεεινολογούν τους εαυτούς των και να τους καταδικάζουν, γεμάτοι στεναγμούς και κατήφεια και λύπη ψυχής και βαθειά σκυθρωπότητα και αμηχανία. Και έτσι αναπληρώνεται χωρίς κίνδυνο η έλλειψις του πένθους, έστω και αν αυτοί νομίζουν ότι δεν έχουν κανένα συμφέρον από αυτά.

49. Εάν προσέξωμε, θα αντιληφθούμε τους δαίμονας να μας πολεμούν με έναν γελοίο τρόπο: Όταν είμαστε χορτασμένοι, μας δημιουργούν κατάνυξι, και αντιθέτως, όταν νηστεύωμε, μας σκληρύνουν. Αυτό το κάνουν για να μας εξαπατήσουν με τα νοθευμένα δάκρυα, κι έτσι να μας ρίξουν στην τρυφή, πού είναι η μητέρα των παθών. Δεν πρέπει λοιπόν να τους ακούμε, αλλά μάλλον να κάνουμε το αντίθετο.

50. Εγώ, καθώς σκέπτομαι την ποιότητα της κατανύξεως, μένω έκθαμβος. Πώς αυτό πού ονομάζεται πένθος και λύπη είναι συμπεπλεγμένο με την χαρά και την ευφροσύνη, όπως το μελί με το κερί! Και τι διδασκόμεθα από αυτό; Ότι η κατάνυξις είναι καθ΄ εαυτό δώρο του Κυρίου. Και στην ψυχή πού κατανύσσεται υπάρχει μία αληθινή ηδονή, διότι ο ίδιος ο Θεός με μυστικό τρόπο παρηγορεί τους «συντετριμμένους τη καρδία».
Για να αποκτήσωμε γνήσιο και καθαρό πένθος και οδύνη ωφέλιμη, (αφού και τα αντίθετα διδάσκουν), ας ακούσωμε μια ψυχωφελή και πολύ αξιοθρήνητη διήγησι:
Έμενε εδώ κάποιος μοναχός Στέφανος, ο οποίος είχε ασπασθή την ερημική και ησυχαστική ζωή. Αγωνίσθηκε πολλά έτη στην μοναχική παλαίστρα. Ήταν στολισμένος με νηστείες, και ιδιαιτέρως με δάκρυα και με άλλα ενάρετα κατορθώματα. Είχε το κελλί του στην κατάβασι του αγίου τούτου όρους, (κάτω από την Αγία Κορυφή), στο σημείο πού ευρίσκεται το σπήλαιο του Προφήτου Ηλιού.
Αυτός λοιπόν ο αείμνηστος για πιο ακριβή και κοπιαστική μετάνοια και άσκησι, επήγε στον τόπο όπου έμεναν οι αναχωρηταί, που ονομάζεται Σίδδης. Παρέμεινε εκεί μερικά χρόνια με υπερβολικές στερήσεις και σκληρή άσκησι, εφ΄ όσον ο τόπος ήταν «απαράκλητος» και αδιάβατος σχεδόν από ανθρώπους – απείχε περίπου εβδομήντα μίλια από το κάστρο. Έπειτα, γύρω στο τέλος της ζωής του, ανεβαίνει ο γέροντας αυτός στο κελλί του, κάτω από την Αγία Κορυφή. Είχε μάλιστα και δύο υποτακτικούς από την Παλαιστίνη πολύ ευλαβείς, οι οποίοι και του εφύλαγαν το κελλί πρίν επιστρέψη.
Αφού επέρασαν ολίγες ημέρες έπεσε σε ασθένεια, με την οποία και ετελείωσε την ζωή του. Την παραμονή του θανάτου του περιέπεσε σε έκστασι και με τα μάτια ανοικτά παρατηρούσε δεξιά και αριστερά της κλίνης του. Σαν να τον ανέκριναν κάποιοι, απαντούσε -τον άκουγαν όλοι οι παρευρισκόμενοι- και άλλοτε έλεγε: «Ναι, πράγματι, αληθινά, πλήν όμως ενήστευσα τόσα έτη γι΄αυτό». Άλλοτε: «Όχι. Είναι ψέμα. Αυτό δεν το έκανα». Έπειτα από λίγο: «Αυτό ναι, αληθινά το έπραξα, αλλά έκλαυσα, έκανα διακονήματα αγάπης». Και πάλι: «Αληθινά με κατηγορείτε». Μερικές φορές για ωρισμένα απαντούσε: «Ναι, αληθινά, ναι. Γι΄ αυτά δεν έχω τι να απολογηθώ. Ο Θεός είναι ελεήμων».
Ήταν αλήθεια ένα θέαμα φρικτό και φοβερό. Ένα δικαστήριο αόρατο και χωρίς έλεος. Και το φοβερώτερο, ότι τον κατηγορούσαν και για πράγματα πού δεν είχε διαπράξει. Ο ησυχαστής αυτός και αναχωρητής για ωρισμένα πταίσματά του -αλλοίμονο!- έλεγε: «Γι΄ αυτά δεν έχω τι να ειπώ». Και είχε σαράντα περίπου έτη μοναχός, χωρίς να του λείπη και το δάκρυ!
Αλλοίμονο! Και πάλι αλλοίμονο! Πού ήταν τότε η φωνή εκείνη του προφήτου Ιεζεκιήλ, για να τους ειπή: «Εν ώ εύρω σε, εκεί και κρίνω σε, είπεν ο Θεός» (πρβλ. Ιεζ. λγ΄ 12-16). Αλλά δεν κατώρθωσε να χρησιμοποιήση μία τέτοια απολογία. Γιατί άραγε; Άγνωστον. Ας έχη δόξα ο Θεός, ο μόνος που γνωρίζει. (Ας σημειωθή και τούτο): Ο μοναχός αυτός -μου το διηγήθηκαν αψευδείς μάρτυρες- στην έρημο (είχε τόσο χάρι), ώστε να τρέφη με τα χέρια του και λεοπάρδαλι.
Και ενώ συνεχιζόταν η αυστηρά αυτή δικαστική ανάκρισις, αποχωρίσθηκε το σώμα του, χωρίς να αφήση καμμία ένδειξι για την κρίσι ή το πόρισμα ή την απόφασι και το τέλος της δίκης.

51. Η χήρα που έχασε τον άνδρα της και έμεινε με το μονάκριβο παιδί της, αυτό έχει σαν μόνη παρηγορία της μετά τον Κύριον. Παρόμοια και για την ψυχή που αμάρτησε δεν υπάρχει άλλη καμμία παρηγορία την ώρα του θανάτου εκτός από τους κόπους του λαιμού, (την νηστεία δηλαδή), και τα δάκρυα. Όσοι πενθούν έτσι, δεν θα ψάλουν ποτέ ούτε θα ξεσπάσουν σε αλαλαγμούς ύμνων, διότι όλα αυτά αφανίζουν το πένθος. Εάν επιχειρής με αυτά να αποκτήσης το πένθος, γνώριζε ότι ευρίσκεσαι μακρυά από τον σκοπό σου. Διότι πένθος σημαίνει συνεχής και μονιμοποιημένη κατάστασις πόνου σε μία φλογισμένη (από θεϊκή αγάπη) ψυχή.
Σε πολλούς το πένθος υπήρξε πρόδρομος της μακαρίας απαθείας, διότι προευτρέπισε την ψυχή και εσάρωσε και έκαψε το υλικό των αμαρτιών και των παθών.

52. Κάποιος «δόκιμος εργάτης» του επαινετού αυτού πένθους μου ανέφερε το εξής: «Πολλές φορές πού επήγαινα να παρασυρθώ στην κενοδοξία ή στην οργή ή στην γαστριμαργία, διαμαρτυρόταν μέσα μου ο λογισμός του πένθους και μου ψιθύριζε: «Μην κενοδοξήσης, γιατί σε εγκαταλείπω». Παρόμοια και για τα άλλα πάθη. Και εγώ του απαντούσα: «Δεν θα σε παρακούσω μέχρις ότου με οδηγήσης εμπρός στον Χριστόν».

53. Η άβυσσος του πένθους αντικρύζει την (έκ μέρους του Θεού) παράκλησι. Και η καθαρότης της καρδίας δέχεται την (θεία) έλλαμψι.
Έ λ λ α μ ψ ι ς σημαίνει απερίγραπτη ενέργεια, η οποία κατανοείται χωρίς να κατανοήται και βλέπεται χωρίς να βλέπεται.
Π α ρ ά κ λ η σ ι ς σημαίνει ανάψυξις της ψυχής ενός πονεμένου ανθρώπου, ο οποίος σαν νήπιο την ώρα αυτή και κλαυθμυρίζει μέσα του και φωνάζει χαρούμενα.
Α ν τ ί λ η ψ ι ς σημαίνει ανανέωσις της ψυχής πού κατέπεσε από την λύπη, με θαυμαστή μεταβολή των δακρύων του πόνου σε δάκρυα ανώδυνα.

54. Τα δάκρυα του θανάτου γεννούν τον φόβο. Ο φόβος γεννά την αφοβία, και έτσι προβάλλει η χαρά. Και όταν λήξη η χαρά πού δεν λήγει, προβάλλει το άνθος της ευλογημένης αγάπης.

55. Όταν έρχεται στην ψυχή σου χαρά, να την διώχνης με το χέρι της ταπεινοφροσύνης. Διότι δεν πρέπει να είσαι «ευπαράδεκτος», μήπως και αντί βοσκό υποδεχθής λύκο.

56. Μη βιάζεσαι να φθάσης την θεωρία, ενώ δεν ήλθε ακόμη η ώρα της. Άφησε καλύτερα να κυνηγήση εκείνη και να φθάση το κάλλος της ταπεινώσεώς σου, οπότε και θα ενωθή μαζί σου με αιώνιο πάναγνο γάμο.

57. Στις αρχές, καθώς το νήπιο αντικρύζει τον πατέρα του, γεμίζει όλο από χαρά. Όταν όμως ο πατέρας απουσιάση ωρισμένο καιρό σκόπιμα και έπειτα επιστρέψη, τότε το παιδί είναι γεμάτο και από χαρά και από λύπη. Από χαρά, διότι είδε αυτόν που ποθούσε, και από λύπη, διότι τόσο καιρό στερήθηκε την καλλονή του προσώπου του.

58. Μερικές φορές κρύπτεται η μητέρα από το βρέφος της, και ενώ αυτό την αναζητεί κλαίοντας, εκείνη χαίρεται. Μ΄ αυτόν τον τρόπο το μαθαίνει να προσκολλάται πάντοτε κοντά της, και αναφλέγει έντονα την αγάπη και το φίλτρο που έχει γι΄αυτήν. (Αυτά έχουν κάποιο μυστικό νόημα). «Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω» (Ματθ. ια΄ 15), λέγει ο Κύριος[1].

59. Εκείνος που άκουσε την καταδικαστική απόφασι του θανάτου του, δεν θα ενδιαφερθή πλέον για προγραμματισμούς θεατρικών παραστάσεων. Και εκείνος πού πενθεί πραγματικά, δεν θα σκεφθή ποτέ την τρυφή ή την δόξα ή τον θυμό και την έξαψι της οργής.

60. Πένθος σημαίνει μονιμοποιημένη κατάστασις οδύνης στην ψυχή που μετανοεί. Η οδύνη αυτή γεννά καθημερινά οδύνη επάνω στην οδύνη, σαν γυναίκα «τίκτουσα και ωδίνουσα».

61. Ο Κύριος είναι δίκαιος και όσιος. Και σε όποιον ασκείται κανονικά στην ησυχία, ανάλογα του χαρίζει κατάνυξι. Και όποιον ασκείται στην υποταγή κανονικά, κάθε ημέρα τον ευφραίνει. Όποιος όμως δεν ζή καθαρά και ανόθευτα την μία από τις δύο αυτές ασκήσεις στερείται το πένθος.

62. Διώξε τον εκείνον τον «κύνα» που πλησιάζει, όταν πενθής υπερβολικά για τις αμαρτίες σου, και σου ψιθυρίζει ότι ο Θεός είναι άσπλαγχνος και ασυμπαθής. Διότι, εάν προσέξης την τακτική του, θα διαπιστώσης ότι πρίν από την αμαρτία σου παρουσιάζει τον Θεόν ευσπλαγχνικό και συγχωρητικό.

63. Η επίμονος απασχόλησις και άσκησις (στο πένθος) δημιουργεί την συνεχή καλλιέργειά του. Η συνεχής καλλιέργεια οδηγεί στην γεύσι του. Και εκείνο που γευόμεθα και συναισθανόμεθα την αξία του είναι δύσκολο να μας το αφαιρέσουν.

64. Οσονδήποτε υψηλή και αν είναι η ασκητική μας ζωή, εάν δεν υπάρχη πόνος στην καρδιά μας, αποβαίνει νοθευμένη και ανωφελής.

65. Πρέπει, πρέπει οπωσδήποτε, για να το ειπώ έτσι, όσοι εμολύνθηκαν και μετά το βάπτισμα, να αφαιρέσουν την πίσσα από τα χέρια τους, με φωτιά και με λάδι, με την ακατάπαυστη δηλαδή φλόγα της καρδιάς τους και με το λάδι της θεϊκής ευσπλαγχνίας.

66. Είδα εγώ σε μερικούς ένα ακρότατο όριο πένθους. Να βγάζουν δηλαδή από το στόμα τους αίμα, πού προερχόταν από την πικραμένη και πληγωμένη καρδιά τους. Και ενθυμήθηκα τα λόγια του Ψαλμωδού: «Επλήγην ωσεί χόρτος και εξηράνθη η καρδιά μου» (Ψαλμ. ρα΄ 5).

67. Τα δάκρυα του φόβου (του Θεού) περιέχουν μέσα τους τον τρόμο και την προφύλαξι. Τα δάκρυα όμως της αγάπης, πρίν από την κατάκτησι της τελείας αγάπης, είναι κάπως εκτεθειμένα σε κίνδυνο, εκτός εάν το ευλογημένο πύρ της αγάπης τον καιρό της ενεργείας του πυρακτώση πολύ την καρδιά. Είναι δε αξιοθαύμαστο, ότι τα δάκρυα του φόβου, ο οποίος είναι ταπεινότερο και κατώτερο πράγμα, είναι ασφαλέστερα στον καιρό τους από τα δάκρυα της αγάπης.

68. Υπάρχουν ουσίες που ξηραίνουν τις πηγές των δακρύων μας, και άλλες πού επί πλέον δημιουργούν μέσα στις πηγές βόρβορο και γεννούν θηρία. Και παράδειγμα του ενός είναι ο Λώτ πού συνευρέθη παράνομα με τις θυγατέρες του, ενώ του άλλου ο διάβολος πού εξέπεσε από την αγγελική του κατάστασι[2].

69. Είναι μεγάλη η κακία των εχθρών μας: Τις μητέρες των αρετών τις μετατρέπουν σε μητέρες κακιών! Και τις αιτίες της ταπεινώσεως τις κάνουν αιτίες υπερηφανείας.

70. Πολλές φορές οδηγεί τον νου μας σε κατάνυξι και η τοποθεσία που μένομε και η θέα που έχει. Ας σε πείσουν γι΄αυτό ο Κύριος, ο Ηλίας και ο Ιωάννης, οι οποίοι προσεύχονταν κατά μόνας (σε διαλεγμένους ερημικούς τόπους).

71. Συνήντησα πολλές φορές μέσα στον θόρυβο των πόλεων δάκρυα. (Προέρχονταν από δαιμονική συνεργία). Ήταν για να μας σπρώξουν προς τον κόσμο, με την ιδέα ότι δεν βλαπτόμεθα καθόλου από τον θόρυβο. Σ΄ αυτό αποσκοπούσαν οι πονηροί δαίμονες.

72. Ένας λόγος πολλές φορές υπήρξε ικανός να διασκορπίση το πένθος. Είναι δε αξιοθαύμαστο, εάν ένας λόγος μπόρεσε να το συγκεντρώση πάλι.

73. Δεν θα κατηγορηθούμε, αγαπητοί μου, δεν θα κατηγορηθούμε την ώρα του θανάτου μας, διότι δεν εθαυματουργήσαμε ή διότι δεν εθεολογήσαμε ή διότι δεν εγίναμε θεωρητικοί. Οπωσδήποτε όμως θα δώσωμε λόγο στον Θεόν διότι δεν επενθήσαμε συνεχώς.

Βαθμίς εβδόμη! Όποιος αξιώθηκε να την ανεβή, ας βοηθήση κι εμένα.

Διότι αυτός πλέον εβοηθήθηκε, αφού με την εβδόμη βαθμίδα έπλυνε τις κηλίδες της παρούσης ζωής.


Ι.Μ.Παρακλήτου

[1] Ως μητέρα θα νοηθή η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Εδώ έχομε εμφανή επίδρασι των ομιλιών του Μακαρίου του Αιγυπτίου, όπου συχνά γίνεται λόγος για την επουράνιο μητέρα, την χάρι δηλαδή του Πνεύματος: «Αί ψυχαί αί έν τη νηπιότητι του κόσμου τυγχάνουσαι και υπό των παθών συνεχόμεναι… την επουράνιον μητέρα, το Πνεύμα το Άγιον, κλαυθμώ και βοή ζητούσαι επί μηδενί επαναπαυόμεναι του κόσμου τούτου…» (ομιλ. 84).

[2] Παλαιός σχολιαστής σημειώνει: «Ύλες πού ξηραίνουν τις πηγές των δακρύων είναι ο οίνος, όταν πίνεται χωρίς μέτρο», όπως συνέβη στην περίπτωσι του Λώτ (Γεν. ιθ΄ 30-36). Και συμπληρώνει: «Άλλες ύλες, ας τις ειπούμε έτσι, είναι, νομίζω, η εξουσία και η υπερβολική τιμή. Αυτές προκαλούν την υπερηφάνεια με την οποία εξέπεσε ο διάβολος».