Με τα απαισιότερα συναισθήματα αντιμετωπίζεται συνήθως ο θάνατος. Ο πολιτισμός μας, για τον οποίο τόσο καυχόμαστε, δεν μας έχει εξοικειώσει με την μεγαλύτερη και τραγικότερη πραγματικότητα στη ζωή μας, τον θάνατο. Ούτε μας έχει συμφιλιώσει μαζί του. Γι' αυτό λείπει στη σημερινή κοινωνία μία ρεαλιστική φιλοσοφία του θανάτου. Βέβαια, σ' αυτό συντρέχουν διάφοροι λόγοι. Ο ολιγόπιστος φοβάται τον θάνατο, διότι βλέπει την ανετοιμότητά του να τον υποδεχθεί. Ο άπιστος ή άθεος, που στηρίζει όλες τις ελπίδες του στον κόσμο αυτό, βλέπει τον θάνατο σαν καταστροφή. Γι' αυτό αποφεύγει να μιλεί για τον θάνατο ή χλευάζει τον θάνατο, αλλά στο βάθος τον φοβάται. Όπως τον φοβούνται οι οικονομικά εύρωστοι, διότι θα τους κάμει να χάσουν όσα έχουν, αλλά και οι προλετάριοι του κόσμου μας, μολονότι διατείνονται, ότι βλέπουν τον θάνατο σαν σωτηρία. Διότι γι' αυτούς, κυρίως, ισχύει ο λόγος του Δ. Σολωμού: «Γλυκειά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα».
Για τον χριστιανό, όμως, και μάλιστα τον πατερικό, δηλαδή τον ορθόδοξο, το μυστήριο του θανάτου έχει λυθεί. Η Σφίγγα του θανάτου διέκοψε τη σιωπή της. Το αίνιγμα, που τόσο απασχόλησε το ανθρώπινο πνεύμα και μόνον η σωκρατική-πλατωνική μεγαλοφυΐα μπόρεσε να ψαύσει στον «Φαίδρο», έχει πια εξιχνιαστεί και απομυθευθεί. Μένει, βέβαια, και για τον χριστιανό ο θάνατος «μυστήριο». «Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον» -ψάλλουμε στη νεκρώσιμη ακολουθία. Το μυστήριο όμως δεν έγκειται στην ύπαρξή του, αλλά στις συνέπειές του: «πώς η ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται...»! Η συμμετοχή του πιστού στο Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού βοηθά στην κατανόηση του μυστηρίου της ζωής και του θανάτου. Η ζωή είναι δώρο του Θεού, που δημιούργησε τα πάντα «εξ ουκ όντων» (από το μηδέν) και μας έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Ο θάνατος, εξάλλου, είναι έξω από τη θέληση του Θεού. Δεν είναι φυσική κατάσταση, αλλά συνδέεται με το τραγικό γεγονός της αμαρτίας, της αστοχίας του ανθρώπου να μένει στην κοινωνία του Θεού. «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν», «φθόνω διαβόλου εισήλθεν θάνατος εις τον κόσμον». Ο Θεός επέτρεψε τον θάνατό μας, «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται»
Αυτή είναι η θεολογική ερμηνεία του θανάτου από τους Αγίους μας, τους αληθινούς θεολόγους. Η αμαρτία, ως πτωτικό γεγονός, αδρανοποίησε και νέκρωσε, τελικά, τη ζωή μας, που είναι η ενοίκηση του Θεού στην καρδιά μας, το κέντρο της ύπαρξής μας. Αυτός ο «χωρισμός» από την άκτιστη χάρη του Θεού είναι ο πνευματικός θάνατος, που προκάλεσε και τον σωματικό-βιολογικό θάνατό μας. Στον πνευματικό θάνατο πρέπει να ζητηθεί η αιτία και του σωματικού θανάτου. Θρήνος, λοιπόν, κατά την κήδευση κάποιου αγαπητού μας προσώπου («Θρηνώ και οδύρομαι, όταν νοήσω τον θάνατον...», ψάλλουμε) δεν συνδέεται με τον πρόσκαιρο χωρισμό μας, αλλά με την αιτία που προκάλεσε τον θάνατό μας, την αμαρτία.
Ο σωματικός θάνατος είναι διάσπαση της αρμονικής σχέσης και συλλειτουργίας ψυχής και σώματος, ώς τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Η ανθρώπινη σάρκα νεκρώνεται, φθείρεται και, επιστρέφοντας στο χώμα, διαλύεται. Η ψυχή όμως δεν φθείρεται, ούτε διαλύεται, διότι ο Θεός την δημιούργησε πνευματική. Περιμένει το «κέλευσμα» (παράγγελμα) του Χριστού κατά τη Δευτέρα Παρουσία του (Α' Θεσσ. 4, 16), για να ξαναενωθεί με το αναστημένο σώμα και να ζήσει αιώνια μαζί Του, σε μιαν άλλη ζωή, που θα είναι όμως αιώνια συνέχεια της γήινης ύπαρξής μας. Ο «νόμος της αφθαρσίας» ισχύει απόλυτα στο δημιουργικό έργο του Θεού. Τίποτε δεν χάνεται από αυτό. Γι' αυτό κάθε στιγμής της παρούσας ζωής έχει για τον χριστιανό σωτηριολογική σημασία, διότι από τον τρόπο που τη ζούμε κρίνεται η σωτηρία μας, η κατάστασή μας στη μετά θάνατον ύπαρξή μας (βλ. Β' Κορ. 6, 7).
Ο Χριστός, με όλο το σωτήριο έργο Του, επιφέρει την πλήρη άρση όλων των συνεπειών της πτώσης. Συντρίβει την αμαρτία πρώτα στη δική Του αναμάρτητη φύση, που δεν νικιέται από τη θανατηφόρο δύναμη της αμαρτίας, αλλά και πάνω στον Σταυρό Του, στον οποίο θανάτωσε τη δική μας αμαρτία, την αμαρτία όλου του κόσμου (Ιω., 1, 29). Ο Θεός δεν ενεργεί τιμωρητικά, όπως απαιτούσε ο ανθρώπινος νόμος, αλλά ως σωτήρας και απελευθερωτής του ανθρώπου από τη δουλεία της αμαρτίας, όπως επιβάλλει ο δικός Του νόμος. Δεν τιμωρεί, συνεπώς, τους αμαρτωλούς, όπως συνέβη με τον κατακλυσμό στην Παλαιά Διαθήκη (Γεν. κεφ. 8), αλλά την αμαρτία, όπως ο καλός γιατρός δεν ζητεί τον θάνατο του ασθενούς, αλλά της νόσου. Γι' αυτό στη Θεία Λειτουργία ονομάζεται ο Χριστός «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών».
Η Ανάσταση του Χριστού είναι η κορύφωση της νίκης Του πάνω στην αμαρτία μας και γι' αυτό νοηματοδοτεί όλη την ύπαρξή μας. Ενώ η ιστορία του κόσμου βαδίζει προς ένα τέλος, ο άνθρωπος στο φως της Αναστάσεως αποδεικνύεται χωρίς τέλος. Διότι στο όριο ιστορίας και μεταϊστορίας βρίσκεται ο Νικητής του Θανάτου, ο Χριστός, ο Οποίος «θανάτω επάτησε τον Θάνατον» και μεις «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν», τον θάνατο του Θανάτου.
Ο θάνατος και η ανάσταση του Χριστού είναι η νίκη πάνω στον Θάνατο. Έξω από τη σχέση μας με τον Χριστό, ο θάνατος γίνεται φοβερός και αδυσώπητος. Με τον αναστάντα Χριστό ο Θάνατος απομυθοποιείται. Καταλύεται η παντοδυναμία του (Εβρ. 2,14). Ο Χριστός κατήργησε το φόβητρο του θανάτου, ώστε χριστιανικά ο θάνατος να νοείται ως η αληθινή γέννηση και αναμονή της κοινής ανάστασης. Κατανοείται, έτσι, το παράδοξο: ενώ ο «κόσμος» γιορτάζει γενέθλια, εμείς οι χριστιανοί πανηγυρίζουμε την «μνήμην», την κοίμηση, των Αγίων μας. Διότι η ημέρα του θανάτου για τον αυθεντικά χριστιανό είναι η αληθινή γέννησή μας («γενέθλιος ημέρα») στην αληθινή ζωή.
Ο ορθόδοξος πιστός, όμως, ζει τις περίεργες για τον χωρίς Θεό πραγματικότητες, μετέχοντας στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Δεν αρκεί γι' αυτό το τυπικό βάπτισμα. Χρειάζεται μετοχή στην εν Χριστώ ζωή και ύπαρξη. Στα όρια αυτής της ζωής ο πιστός πεθαίνει κάθε στιγμή της ζωής του, νεκρώνεται, με την άσκηση και την πνευματική ζωή για τον κόσμο, για να ζήσει μέσα στη Χάρη του Θεού, που είναι η «αιώνιος ζωή». Γι' αυτό μας διδάσκουν οι μοναχοί μας, οι αυθεντικοί πιστοί: «Εάν πεθάνεις, πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις»! Ο λόγος του Χριστού «ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται» (Ιωάνν. 11, 25) σημαίνει, ότι η μέσω του βαπτίσματος και της πνευματικής ζωής ένωσή μας μαζί Του, μας συνδέει και πάλι με τη γεννήτρια της ζωής, την πηγή της ζωής, που είναι Αυτός. Μας επαναφέρει στην κοινωνία και σχέση με τον Θεό, που ζωοποιεί τον θάνατό μας και μεταμορφώνει σε Ζωή δική Του τον καθημερινό θάνατό μας. Χωρίς να είναι, συνεπώς, κανείς ζωντανό μέλος του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, δεν μπορεί να ζήσει αληθινά, να μετέχει της ζωής του Χριστού. Ο απλά βαπτισμένος έχει τις δυνατότητες και προϋποθέσεις μετοχής σ' αυτή τη ζωή, αλλά δεν σημαίνει ότι μετέχει σ' αυτήν, αν δεν μετέχει στην άσκηση και την εμπειρία των αγίων μυστηρίων. «Ουχ ότι άπαξ γεγενήμεθα του σώματος», λέγει ο ι. Χρυσόστομος. Δεν τελειώνουν, δηλαδή, όλα όσον αφορά τη σωτηρία, με το βάπτισμα. Με αυτό αρχίζουν. Το βάπτισμα είναι το άνοιγμα της πύλης, αλλά πρέπει να διαβεί την πύλη κανείς και να ζήσει εν Χριστώ.
Οι Άγιοί μας, με τα ακέραια και άφθαρτα λείψανά τους (π.χ. Άγιος Σπυρίδων ή ο Άγιος Γεράσιμος) βεβαιώνουν την υπέρβαση του θανάτου και των συνεπειών του (φθοράς) ήδη μέσα στη ζωή μας αυτή, αλλά και δίνουν μαρτυρία της αιωνιότητας μέσα στην ιστορία. Βλέποντας τους Αγίους μας ο ορθόδοξος πιστός (και αυτή την εμπειρία έχουμε εμείς οι Επτανήσιοι από μικρά παιδιά), οικοδομεί τη δική του φιλοσοφία για τον θάνατο. Η νίκη του Χριστού δίνει τη δύναμη, ώστε να μη βλέπει ο πιστός τον θάνατο, όπως «οι μη έχοντες ελπίδα» (Α' Θεσσ. 4,14), αλλά και να νικά κάθε μορφή θανάτου (αποτυχίες, αρρώστιες, παθήματα). Διότι δεν δίνει απόλυτο χαρακτήρα στη ζωή αυτή. Δεν ήταν ούτε μαζοχιστής, ούτε πεισιθάνατος ο απόστολος Παύλος, όταν έλεγε: «την επιθυμίαν έχω εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (θέλω να πεθάνω και να είμαι με τον Χριστό», Φιλ. Ι, 23). Ο θάνατος είναι για τον ορθόδοξο πιστό «μετάβαση» στην όντως ζωή. Ένας ύπνος, που περιμένει το ξύπνημα στην ατελεύτητη αιωνιότητα. Βέβαια, ο άνθρωπος δεν είναι από την ίδια του τη φύση αθάνατος. Η αθανασία είναι χάρισμα του Θεού στον άνθρωπο, ως πλάσμα Του. Αθάνατος είναι μόνον ο άκτιστος (αδημιούργητος) Θεός (Α' Τιμ. 6,15). Αθανασία, εξάλλου, δεν είναι η απλή επιβίωση αλλά η μετοχή στον «παράδεισο», στη χάρη ή βασιλεία του Θεού. Αυτό σημαίνει και η ευχή μας «αιωνία η μνήμη». Να μετέχει, δηλαδή, ο πιστός αιώνια στην κοινωνία του Θεού, στη βασιλεία του.
Η Ορθοδοξία, με όλη τη δομή της, προσφέρει στον πιστό τη δυνατότητα συνεχούς μετοχής στον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού. Τα μυστήρια λ.χ. είναι συνεχής πραγμάτωση αυτή της δυνατότητας. Με το βάπτισμα πεθαίνει κανείς με τον Χριστό (Ρωμ. 6, 3). Γι' αυτό και τα πρώτα βαπτιστήρια, οι ομαδικές «κολυμβήθρες» της Εκκλησίας, είχαν συνήθως το σχήμα σταυρού. Το βαπτιστήριο (η κολυμβήθρα) είναι ο τάφος της αμαρτίας και η «μήτρα» της εν Χριστώ αναγεννήσεως. Γι' αυτό οι ορθόδοξοι τελούμε το βάπτισμα με τριπλή κατάδυση και ανάδυση και όχι με ραντισμό ή επίχυση. Ζούμε αισθητά και ορατά τον θάνατο και την ανάστασή μας. Η Μετάνοια ή Εξομολόγηση είναι και αυτή θάνατος (της αμαρτίας μας) και ανάστασή μας στη νέα ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Γι' αυτό είναι τόσο αναγκαίο αυτό το μυστήριο, όπως και η ολοκλήρωσή του, η Θεία Ευχαριστία, η μετοχή στη νίκη και τη δόξα του αναστημένου Χριστού, που βρίσκεται στα δεξιά του Πατρός, όπου με την Ανάληψή του ανέβασε την αναγεννημένη φύση μας. Αν και τα άλλα μυστήρια (Ευχέλαιο, Γάμος, Ιερωσύνη π.χ.), προσφέρουν την ίδια δυνατότητα. Ο γάμος λ.χ. είναι ενσωμάτωση της νέας ζωής του ζεύγους στο σώμα του Χριστού, ώστε και στην ειδική αυτή όψη της ζωής τους να ζουν το ίδιο μυστήριο του θανάτου της αμαρτίας και της συνεχούς αναστάσεώς τους σε μια ζωή, στην οποία Κύριος είναι μόνον ο Χριστός. Γι' αυτό -αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα στην αληθινή τους όψη -ο πολιτικός γάμος είναι μεν νόμιμος, αλλά δεν μπορεί να εξισωθεί με το μυστήριο, διότι πραγματοποιεί μεν ένα «νομικόν συνάλλαγμα», αλλά δεν μας εισάγει στη ζωή της Χάρης.
Συχνά, όταν μας υποβάλλεται το ερώτημα, τι έχει να προσφέρει η Εκκλησία στην αντιμετώπιση της κάθε κοινωνικής δυσλειτουργίας, η απάντησή μου είναι μια: η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, δεν μοιράζει ασπιρίνες στους πονοκεφάλους του κόσμου. Εισάγει σε μια ζωή, που δίνει τη δυνατότητα στον πιστό άνθρωπο να νικά συνεχώς τον κάθε θάνατό του και να ομολογεί όπως στον απ. Παύλο: «ως αποθνήσκοντες και ιδού ζώμεν», «φαινόμαστε σαν να πεθαίνουμε, και όμως ζούμε», (Β' Κορ. 6,9).
Του πρωτοπρ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου