Tο κύριο μένος τού επικριτή κατευθύνεται κατά της Ορθόδοξης ασκητικής διδασκαλίας περί των δαιμονικών τελωνίων τα οποία αντιμετωπίζει η ψυχή μετά το θάνατο, και υποπτεύεται κανείς ότι είναι η επιθυμία του να εξαλείψει αυτήν την ίδια την έννοια των τελωνίων που τον οδήγησε στη σύλληψη μίας τόσο αυτοαναιρούμενης θεωρίας όπως αυτής τού «ύπνου της ψυχής». Η γλώσσα που χρησιμοποιεί για να περιγράψει τα τελώνια είναι απόλυτη και μάλλον υπερβολική. Μιλά για τα «φανταστικά μετά θάνατον τελώνια»38 και αποκαλεί τις σχετικές αναφορές στην Ορθόδοξη γραμματεία «παράλογες ιστορίες»39 και «ιστορίες φρίκης δεξιοτεχνικά σχεδιασμένες έτσι ώστε να ρίξουν την ψυχή στην απελπισία και την άπιστία»40 «το μύθευμα των τελωνίων είναι... παντελώς ξένο προς το Θεό και την Αγία Του Εκκλησία»41.
Όταν όμως επιχειρεί να περιγράψει το πως ο ίδιος αντιλαμβάνεται τα τελώνια, το αποτέλεσμα είναι μία τόσο παράλογη καρικατούρα ώστε δεν μπορεί κανείς να πιστέψει ακόμα και ότι έχει διαβάσει τα εν λόγω κείμενα. Κατά τη γνώμη του οι αναφορές στα τελώνια «θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι "ο δρόμος προς τη Βασιλεία τού Θεού" ανήκει στο Σατανά, ό οποίος μπορεί να εισπράττει τέλη απ' όσους διασχίζουν το δρόμο αυτόν... Οι δαίμονες παραχωρούν άδεια διέλευσης σε ανταπόδοση για το εξαιρετικό ποιόν ενός αγίου».42 Θεωρεί ότι τα τελώνια περιγράφουν «μία πλανώμενη ψυχή που έχει ανάγκη από προσευχές για να αναπαυθεί» (όπως πίστευαν οι παγανιστές) και ότι είναι μία «απόκρυφη έννοια σύμφωνα με την οποία τα έξοδα για το ταξίδι καταβάλλονται από τις προσευχές και τις ελεημοσύνες».43 Αναζητά «θύραθεν επιρροές» για να εξηγήσει το πως μία τέτοια έννοια εισήλθε για πρώτη φορά στην Ορθόδοξο Εκκλησία, και συμπεραίνει ότι «το μύθευμα των τελωνίων είναι η άμεση επίδραση των θρησκευτικών λατρειών οι οποίες χρησιμοποιούσαν την ανατολική αστρολογία και θεωρούσαν ότι όλη η δημιουργία δε βρίσκεται υπό την φροντίδα ενός δίκαιου και στοργικού Θεού».44 «Αυτά τα τελώνια είναι απλώς μία παράλογη μεταλλαγή αυτών των παγανιστικών μυθευμάτων»45. Για το συμπέρασμά του, ωστόσο, δεν παρουσιάζει ίχνος αποδεικτικών στοιχείων εκτός από το ίδιο είδος των ασαφών παραλληλισμών που οδηγούν τους ανθρωπολόγους στο συμπέρασμα ότι o Χριστιανισμός είναι απλώς και μόνον άλλη μία παγανιστική «λατρεία που πιστεύει στην ανάσταση». Θεωρεί ότι τα τελώνια είναι ουσιαστικά ταυτόσημα με το Λατινικό δόγμα περί «καθαρτηρίου», και δηλώνει ότι «η διαφορά ανάμεσα στο μύθευμα τού καθαρτηρίου και αυτό των εναέριων τελωνίων είναι ότι το πρώτο παρέχει ικανοποίηση στο Θεό μέσω τού σωματικού μαρτυρίου, ενώ το δεύτερο Τού παρέχει την αναγκαία γι' Αυτόν ικανοποίηση μέσω τού ψυχικού μαρτυρίου»46.47 Ο επικριτής αποκαλεί την περιγραφή της διέλευσης της αγ. Θεοδώρας από τα τελώνια ως «μία ιστορία που βρίθει από αιρετικά στοιχεία»48, βασισμένη σε μία «παραίσθηση»49 κάποιου ανθρώπου τον οποίο, στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, «θα τον είχαν δικαίως σύρει έξω και πετροβολήσει» επειδή «βρισκόταν σε μία κατάσταση αξιοθρήνητης πνευματικής πλάνης».50 Ο λόγος για τον οποίο ο επικριτής είναι τόσο εξοργισμένος με τη διήγηση της αγ. Θεοδώρας δεν είναι σαφής• είναι μόνο μία ανάμεσα σε πολλές παρόμοιες διηγήσεις και δε διδάσκει τίποτε το διαφορετικό από αυτές, τόσο που δεν το θεώρησα αναγκαίο να την παραθέσω στο περί τελωνίων κεφάλαιο.
Αυτές οι ακραίες κατηγορίες συνιστούν προσωπικές απόψεις τού επικριτή οι οποίες ασφαλώς δεν υποστηρίζονται από αποδεικτικά στοιχεία. Διερωτάται κανείς για ποιο λόγο εμμένει στη διαμόρφωση της δικής του ερμηνείας περί των τελωνίων και αρνείται να τα κατανοήσει με τον τρόπο που ανέκαθεν τα έχει κατανοήσει η Εκκλησία, η γελοία απομίμηση κατά της οποίας καταφέρεται δεν έχει ποτέ αποτελέσει διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και σαστίζει κανείς προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή από την οποία έχει αντλήσει τις παράλογες ερμηνείες του.
Εδώ και δεκαέξι περίπου αιώνες οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφέρονται στα τελώνια ως τμήμα της Ορθόδοξης ασκητικής διδασκαλίας, το τελικό και καθοριστικό στάδιο τού «αόρατου πολέμου» που κάθε Χριστιανός διεξάγει στην επίγεια ζωή του. Κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων πολυάριθμοι Βίοι Αγίων και άλλα Ορθόδοξα κείμενα περιγράφουν τις πραγματικές εμπειρίες Ορθόδοξων χριστιανών, αγίων καθώς και αμαρτωλών, οι οποίοι έχουν συναντήσει αυτά τα τελώνια μετά - και, μερικές φορές, πριν - το θάνατο τους. Μόνο τα μωρά παιδιά δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι ο όρος «τελώνιο» δεν πρέπει να εκλαμβάνεται με την κυριολεκτική του έννοια, είναι μία μεταφορά την οποία οι Ανατολικοί Πατέρες θεώρησαν κατάλληλη για να περιγράψουν την πραγματικότητα που συναντά η ψυχή μετά το θάνατο. O καθένας επίσης μπορεί να αντιληφθεί ότι μερικά στοιχεία στις περιγραφές αυτών των τελωνίων είναι μεταφορικά η συμβολικά. Οι ίδιες οι διηγήσεις, ωστόσο, δεν είναι ούτε «αλληγορίες» ούτε «μυθεύματα,» αλλά ειλικρινείς διηγήσεις προσωπικών εμπειριών στην πιο ικανοποιητική γλώσσα που διαθέτει ό διηγούμενος. Εάν οι περιγραφές των τελωνίων φαίνονται πολύ «ζωντανές» για κάποιους, αυτό οφείλεται πιθανώς στο ότι δεν έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως την πραγματική φύση τού αόρατου πολέμου ο οποίος διεξάγεται στην επίγεια ζωή. Τώρα, επίσης, πολιορκούμαστε μονίμως από δαιμονικούς πλανευτές και κατήγορους, όμως, οι πνευματικοί οφθαλμοί μας είναι σφαλισμένοι και βλέπουμε μόνον τα αποτελέσματα των ενεργειών τους, δηλαδή τις αμαρτίες στις οποίες υποπίπτουμε, τα πάθη τα οποία αναπτύσσονται εντός μας. Αλλά μετά το θάνατο, οι οφθαλμοί της ψυχής ανοίγονται στην πνευματική πραγματικότητα και βλέπουν, συνήθως για πρώτη φορά, τα πραγματικά όντα τα οποία μας επιτίθονταν κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής μας.
Δεν υπάρχει ούτε παγανισμός, ούτε αποκρυφισμός, ούτε «ανατολική αστρολογία», ούτε οποιοδήποτε «καθαρτήριο» στις περιγραφές των Ορθόδοξων πηγών για τα τελώνια. Αντιθέτως, αυτά τα τελώνια μας διδάσκουν ότι ο καθένας μας είναι υπόλογος για τις δικές του αμαρτίες, ότι στο θάνατο γίνεται αναμφισβήτητα μία συγκεφαλαίωση της επιτυχημένης ή αποτυχημένης πορείας του στον αγώνα κατά της αμαρτίας - η Μερική Κρίση - και τέλος ότι οι δαίμονες που τον παραπλανούσαν σε όλη τη διάρκειά της ζωής του κάνουν την τελική τους επίθεση στο τέλος αυτής της ζωής, αλλά έχουν εξουσία μόνο πάνω σε όσους δε διεξήγαγαν με επιτυχία τον αόρατο πόλεμο κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής τους.
Όσον αφορά τις κυριολεκτικές μορφές με τις οποίες εκφράζονται, τα τελώνια εμφανίζονται με την ίδια μορφή στις θείες λειτουργίες της Εκκλησίας - την ποίηση της Εκκλησίας -, στα ασκητικά κείμενα των Πατέρων, καθώς και στους Βίους Αγίων. Κανείς Ορθόδοξος δεν ερμηνεύει οποιοδήποτε από αυτά τα κείμενα με τον χονδροειδώς κυριολεκτικό τρόπο με τον οποίο τα έχει ερμηνεύσει ο επικριτής, αλλά τα προσεγγίζει με σεβασμό και φόβο Θεού, αναζητώντας πνευματικό όφελος. Κάθε πνευματικός πατέρας ο οποίος έχει προσπαθήσει να καλλιεργήσει στα πνευματικά του παιδιά την πανάρχαιη παράδοση της Ορθόδοξης ευλάβειας είναι σε θέση να επιβεβαιώσει το ευεργετικό αποτέλεσμα των Ορθόδοξων πηγών οι οποίες αναφέρουν τα τελώνια, μάλιστα, ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Ανδρέας τού Νόβο-Ντιβέγιεβο, ένας ιδιαιτέρως αγαπητός και σεβαστός πνευματικός πατέρας, χρησιμοποιούσε ακριβώς τα είκοσι τελώνια, από τα οποία περιγράφεται ότι διήλθε η Θεοδώρα, ως βάση μίας πολύ αποτελεσματικής προετοιμασίας των πνευματικών παιδιών του για το μυστήριο της εξομολόγησης. Εάν υπάρχει κάποια «δυσαρμονία» μεταξύ των κειμένων αυτών και τού σύγχρονου ανθρώπου, το σφάλμα οφείλεται στην τρυφηλή και επιτρεπτική εποχή μας, η οποία ενθαρρύνει την έλλειψη πίστης και τη χαλαρή στάση απέναντι στις αληθινά φοβερές πραγματικές καταστάσεις τού άλλου κόσμου, και ειδικά την κόλαση και την κρίση.
Η διδασκαλία περί τελωνίων στις Ορθόδοξες πηγές δεν έχει ποτέ ορισθεί ως «δόγμα», αφού μάλλον ανήκει στην παράδοση της Ορθόδοξης ευσέβειας, αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρόκειται για κάτι «ασήμαντο» ή για θέμα «προσωπικής άποψης». Έχει διδαχθεί παντού και πάντοτε στην Εκκλησία, οπουδήποτε έχει μεταβιβασθεί η Ορθόδοξη ασκητική παράδοση. Το ότι το συγκεκριμένο θέμα βρίσκεται έως τώρα εκτός τού πεδίου ενδιαφερόντων πολλών σύγχρονων Ορθόδοξων θεολόγων, οφείλεται στο ότι οι θεολόγοι αυτοί ανήκουν πρωτίστως στον ακαδημαϊκό κόσμο και όχι στον κόσμο της ασκητικής παράδοσης. Ωστόσο, οι θεολόγοι μίας πιο παραδοσιακής τάσης, καθώς κι εκείνοι που θεωρούν την Ορθόδοξη ασκητική παράδοση ως ζωντανή παράδοση, έχουν αντιμετωπίσει το θέμα με ιδιαίτερη προσοχή. Εντός της Ρωσικής Εκκλησίας, η περί τελωνίων διδασκαλία έχει ευρέως συζητηθεί και υποστηριχθεί από τον Επίσκοπο Ιγνάτιο Μπριαντσιανίνωφ, τον Επίσκοπο Θεοφάνη τον Έγκλειστο, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Μόσχας, τον άγ. Ιωάννη της Κρονστάνδης, τον Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη Μαξίμοβιτς, τον Πρωτοπρεσβύτερο Μιχαήλ Πομαζάνσκυ, και πολλούς άλλους διδάσκαλους και θεολόγους. Αλλά και εκτός της Ρωσικής Εκκλησίας, η διδασκαλία περί τελωνίων είναι μία διδασκαλία στην οποία αποδίδει ιδιαίτερη σπουδαιότητα η Σερβική Εκκλησία, αφού καταλαμβάνει μία σεβαστή θέση στη Δογματική Θεολογία τού αείμνηστου Αρχιμανδρίτη Ιουστίνου Πόποβιτς (τόμος III).
38. Στο ίδιο 6:8-9, σελ. 18.
39. Στο ίδιο 6:8-9, σελ. 24.
40. Στο ίδιο 7:1, σελ. 33.
41. Στο ίδιο 7:1, σελ. 23.
42. Στο ίδιο 6:2, σελ. 22.
43. Στο ίδιο 6:2, σελ. 26.
44. Στο ίδιο 7:1, σελ. 23.
45. Στο ίδιο 6:8-9, σελ. 24.
46. Στο ίδιο 6:12, σελ. 23.
47. Η σύγκριση των τελωνίων με το «καθαρτήριο» είναι ασφαλώς υπερβολική. Τα τελώνια αποτελούν τμήμα της Ορθόδοξης ασκητικής διδασκαλίας και αφορούν αποκλειστικά τη «δοκιμασία» που περνά ο άνθρωπος για τις αμαρτίες που έχει διαπράξει: δεν παρέχουν καμία «ικανοποίηση» στο Θεό και σκοπός τους σίγουρα δεν είναι ό «βασανισμός». Από την άλλη, το «καθαρτήριο» είναι μία νομικίστικη παρερμηνεία εκ μέρους των Λατίνων μίας τελείως διαφορετικής πλευράς της Ορθόδοξης εσχατολογίας - της κατάστασης των ψυχών στην κόλαση (μετά τη δοκιμασία των τελωνίων) η οποία ωστόσο μπορεί να βελτιωθεί μέσω των προσευχών της Εκκλησίας. Οι ίδιες οι πηγές των Λατίνων δεν παρέχουν καμία ένδειξη περί οιασδήποτε απολύτως συμμετοχής των δαιμόνων στις οδύνες όσων βρίσκονται στο «καθαρτήριο».
48. The Tlingit Herald, 6:8-9, σελ. 24.
49. Στο ίδιο 7:2, σελ. 14.
50. Στο ίδιο 6:6-7, σελ. 28.
Όταν όμως επιχειρεί να περιγράψει το πως ο ίδιος αντιλαμβάνεται τα τελώνια, το αποτέλεσμα είναι μία τόσο παράλογη καρικατούρα ώστε δεν μπορεί κανείς να πιστέψει ακόμα και ότι έχει διαβάσει τα εν λόγω κείμενα. Κατά τη γνώμη του οι αναφορές στα τελώνια «θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι "ο δρόμος προς τη Βασιλεία τού Θεού" ανήκει στο Σατανά, ό οποίος μπορεί να εισπράττει τέλη απ' όσους διασχίζουν το δρόμο αυτόν... Οι δαίμονες παραχωρούν άδεια διέλευσης σε ανταπόδοση για το εξαιρετικό ποιόν ενός αγίου».42 Θεωρεί ότι τα τελώνια περιγράφουν «μία πλανώμενη ψυχή που έχει ανάγκη από προσευχές για να αναπαυθεί» (όπως πίστευαν οι παγανιστές) και ότι είναι μία «απόκρυφη έννοια σύμφωνα με την οποία τα έξοδα για το ταξίδι καταβάλλονται από τις προσευχές και τις ελεημοσύνες».43 Αναζητά «θύραθεν επιρροές» για να εξηγήσει το πως μία τέτοια έννοια εισήλθε για πρώτη φορά στην Ορθόδοξο Εκκλησία, και συμπεραίνει ότι «το μύθευμα των τελωνίων είναι η άμεση επίδραση των θρησκευτικών λατρειών οι οποίες χρησιμοποιούσαν την ανατολική αστρολογία και θεωρούσαν ότι όλη η δημιουργία δε βρίσκεται υπό την φροντίδα ενός δίκαιου και στοργικού Θεού».44 «Αυτά τα τελώνια είναι απλώς μία παράλογη μεταλλαγή αυτών των παγανιστικών μυθευμάτων»45. Για το συμπέρασμά του, ωστόσο, δεν παρουσιάζει ίχνος αποδεικτικών στοιχείων εκτός από το ίδιο είδος των ασαφών παραλληλισμών που οδηγούν τους ανθρωπολόγους στο συμπέρασμα ότι o Χριστιανισμός είναι απλώς και μόνον άλλη μία παγανιστική «λατρεία που πιστεύει στην ανάσταση». Θεωρεί ότι τα τελώνια είναι ουσιαστικά ταυτόσημα με το Λατινικό δόγμα περί «καθαρτηρίου», και δηλώνει ότι «η διαφορά ανάμεσα στο μύθευμα τού καθαρτηρίου και αυτό των εναέριων τελωνίων είναι ότι το πρώτο παρέχει ικανοποίηση στο Θεό μέσω τού σωματικού μαρτυρίου, ενώ το δεύτερο Τού παρέχει την αναγκαία γι' Αυτόν ικανοποίηση μέσω τού ψυχικού μαρτυρίου»46.47 Ο επικριτής αποκαλεί την περιγραφή της διέλευσης της αγ. Θεοδώρας από τα τελώνια ως «μία ιστορία που βρίθει από αιρετικά στοιχεία»48, βασισμένη σε μία «παραίσθηση»49 κάποιου ανθρώπου τον οποίο, στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, «θα τον είχαν δικαίως σύρει έξω και πετροβολήσει» επειδή «βρισκόταν σε μία κατάσταση αξιοθρήνητης πνευματικής πλάνης».50 Ο λόγος για τον οποίο ο επικριτής είναι τόσο εξοργισμένος με τη διήγηση της αγ. Θεοδώρας δεν είναι σαφής• είναι μόνο μία ανάμεσα σε πολλές παρόμοιες διηγήσεις και δε διδάσκει τίποτε το διαφορετικό από αυτές, τόσο που δεν το θεώρησα αναγκαίο να την παραθέσω στο περί τελωνίων κεφάλαιο.
Αυτές οι ακραίες κατηγορίες συνιστούν προσωπικές απόψεις τού επικριτή οι οποίες ασφαλώς δεν υποστηρίζονται από αποδεικτικά στοιχεία. Διερωτάται κανείς για ποιο λόγο εμμένει στη διαμόρφωση της δικής του ερμηνείας περί των τελωνίων και αρνείται να τα κατανοήσει με τον τρόπο που ανέκαθεν τα έχει κατανοήσει η Εκκλησία, η γελοία απομίμηση κατά της οποίας καταφέρεται δεν έχει ποτέ αποτελέσει διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και σαστίζει κανείς προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή από την οποία έχει αντλήσει τις παράλογες ερμηνείες του.
Εδώ και δεκαέξι περίπου αιώνες οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφέρονται στα τελώνια ως τμήμα της Ορθόδοξης ασκητικής διδασκαλίας, το τελικό και καθοριστικό στάδιο τού «αόρατου πολέμου» που κάθε Χριστιανός διεξάγει στην επίγεια ζωή του. Κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων πολυάριθμοι Βίοι Αγίων και άλλα Ορθόδοξα κείμενα περιγράφουν τις πραγματικές εμπειρίες Ορθόδοξων χριστιανών, αγίων καθώς και αμαρτωλών, οι οποίοι έχουν συναντήσει αυτά τα τελώνια μετά - και, μερικές φορές, πριν - το θάνατο τους. Μόνο τα μωρά παιδιά δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι ο όρος «τελώνιο» δεν πρέπει να εκλαμβάνεται με την κυριολεκτική του έννοια, είναι μία μεταφορά την οποία οι Ανατολικοί Πατέρες θεώρησαν κατάλληλη για να περιγράψουν την πραγματικότητα που συναντά η ψυχή μετά το θάνατο. O καθένας επίσης μπορεί να αντιληφθεί ότι μερικά στοιχεία στις περιγραφές αυτών των τελωνίων είναι μεταφορικά η συμβολικά. Οι ίδιες οι διηγήσεις, ωστόσο, δεν είναι ούτε «αλληγορίες» ούτε «μυθεύματα,» αλλά ειλικρινείς διηγήσεις προσωπικών εμπειριών στην πιο ικανοποιητική γλώσσα που διαθέτει ό διηγούμενος. Εάν οι περιγραφές των τελωνίων φαίνονται πολύ «ζωντανές» για κάποιους, αυτό οφείλεται πιθανώς στο ότι δεν έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως την πραγματική φύση τού αόρατου πολέμου ο οποίος διεξάγεται στην επίγεια ζωή. Τώρα, επίσης, πολιορκούμαστε μονίμως από δαιμονικούς πλανευτές και κατήγορους, όμως, οι πνευματικοί οφθαλμοί μας είναι σφαλισμένοι και βλέπουμε μόνον τα αποτελέσματα των ενεργειών τους, δηλαδή τις αμαρτίες στις οποίες υποπίπτουμε, τα πάθη τα οποία αναπτύσσονται εντός μας. Αλλά μετά το θάνατο, οι οφθαλμοί της ψυχής ανοίγονται στην πνευματική πραγματικότητα και βλέπουν, συνήθως για πρώτη φορά, τα πραγματικά όντα τα οποία μας επιτίθονταν κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής μας.
Δεν υπάρχει ούτε παγανισμός, ούτε αποκρυφισμός, ούτε «ανατολική αστρολογία», ούτε οποιοδήποτε «καθαρτήριο» στις περιγραφές των Ορθόδοξων πηγών για τα τελώνια. Αντιθέτως, αυτά τα τελώνια μας διδάσκουν ότι ο καθένας μας είναι υπόλογος για τις δικές του αμαρτίες, ότι στο θάνατο γίνεται αναμφισβήτητα μία συγκεφαλαίωση της επιτυχημένης ή αποτυχημένης πορείας του στον αγώνα κατά της αμαρτίας - η Μερική Κρίση - και τέλος ότι οι δαίμονες που τον παραπλανούσαν σε όλη τη διάρκειά της ζωής του κάνουν την τελική τους επίθεση στο τέλος αυτής της ζωής, αλλά έχουν εξουσία μόνο πάνω σε όσους δε διεξήγαγαν με επιτυχία τον αόρατο πόλεμο κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής τους.
Όσον αφορά τις κυριολεκτικές μορφές με τις οποίες εκφράζονται, τα τελώνια εμφανίζονται με την ίδια μορφή στις θείες λειτουργίες της Εκκλησίας - την ποίηση της Εκκλησίας -, στα ασκητικά κείμενα των Πατέρων, καθώς και στους Βίους Αγίων. Κανείς Ορθόδοξος δεν ερμηνεύει οποιοδήποτε από αυτά τα κείμενα με τον χονδροειδώς κυριολεκτικό τρόπο με τον οποίο τα έχει ερμηνεύσει ο επικριτής, αλλά τα προσεγγίζει με σεβασμό και φόβο Θεού, αναζητώντας πνευματικό όφελος. Κάθε πνευματικός πατέρας ο οποίος έχει προσπαθήσει να καλλιεργήσει στα πνευματικά του παιδιά την πανάρχαιη παράδοση της Ορθόδοξης ευλάβειας είναι σε θέση να επιβεβαιώσει το ευεργετικό αποτέλεσμα των Ορθόδοξων πηγών οι οποίες αναφέρουν τα τελώνια, μάλιστα, ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Ανδρέας τού Νόβο-Ντιβέγιεβο, ένας ιδιαιτέρως αγαπητός και σεβαστός πνευματικός πατέρας, χρησιμοποιούσε ακριβώς τα είκοσι τελώνια, από τα οποία περιγράφεται ότι διήλθε η Θεοδώρα, ως βάση μίας πολύ αποτελεσματικής προετοιμασίας των πνευματικών παιδιών του για το μυστήριο της εξομολόγησης. Εάν υπάρχει κάποια «δυσαρμονία» μεταξύ των κειμένων αυτών και τού σύγχρονου ανθρώπου, το σφάλμα οφείλεται στην τρυφηλή και επιτρεπτική εποχή μας, η οποία ενθαρρύνει την έλλειψη πίστης και τη χαλαρή στάση απέναντι στις αληθινά φοβερές πραγματικές καταστάσεις τού άλλου κόσμου, και ειδικά την κόλαση και την κρίση.
Η διδασκαλία περί τελωνίων στις Ορθόδοξες πηγές δεν έχει ποτέ ορισθεί ως «δόγμα», αφού μάλλον ανήκει στην παράδοση της Ορθόδοξης ευσέβειας, αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρόκειται για κάτι «ασήμαντο» ή για θέμα «προσωπικής άποψης». Έχει διδαχθεί παντού και πάντοτε στην Εκκλησία, οπουδήποτε έχει μεταβιβασθεί η Ορθόδοξη ασκητική παράδοση. Το ότι το συγκεκριμένο θέμα βρίσκεται έως τώρα εκτός τού πεδίου ενδιαφερόντων πολλών σύγχρονων Ορθόδοξων θεολόγων, οφείλεται στο ότι οι θεολόγοι αυτοί ανήκουν πρωτίστως στον ακαδημαϊκό κόσμο και όχι στον κόσμο της ασκητικής παράδοσης. Ωστόσο, οι θεολόγοι μίας πιο παραδοσιακής τάσης, καθώς κι εκείνοι που θεωρούν την Ορθόδοξη ασκητική παράδοση ως ζωντανή παράδοση, έχουν αντιμετωπίσει το θέμα με ιδιαίτερη προσοχή. Εντός της Ρωσικής Εκκλησίας, η περί τελωνίων διδασκαλία έχει ευρέως συζητηθεί και υποστηριχθεί από τον Επίσκοπο Ιγνάτιο Μπριαντσιανίνωφ, τον Επίσκοπο Θεοφάνη τον Έγκλειστο, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Μόσχας, τον άγ. Ιωάννη της Κρονστάνδης, τον Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη Μαξίμοβιτς, τον Πρωτοπρεσβύτερο Μιχαήλ Πομαζάνσκυ, και πολλούς άλλους διδάσκαλους και θεολόγους. Αλλά και εκτός της Ρωσικής Εκκλησίας, η διδασκαλία περί τελωνίων είναι μία διδασκαλία στην οποία αποδίδει ιδιαίτερη σπουδαιότητα η Σερβική Εκκλησία, αφού καταλαμβάνει μία σεβαστή θέση στη Δογματική Θεολογία τού αείμνηστου Αρχιμανδρίτη Ιουστίνου Πόποβιτς (τόμος III).
38. Στο ίδιο 6:8-9, σελ. 18.
39. Στο ίδιο 6:8-9, σελ. 24.
40. Στο ίδιο 7:1, σελ. 33.
41. Στο ίδιο 7:1, σελ. 23.
42. Στο ίδιο 6:2, σελ. 22.
43. Στο ίδιο 6:2, σελ. 26.
44. Στο ίδιο 7:1, σελ. 23.
45. Στο ίδιο 6:8-9, σελ. 24.
46. Στο ίδιο 6:12, σελ. 23.
47. Η σύγκριση των τελωνίων με το «καθαρτήριο» είναι ασφαλώς υπερβολική. Τα τελώνια αποτελούν τμήμα της Ορθόδοξης ασκητικής διδασκαλίας και αφορούν αποκλειστικά τη «δοκιμασία» που περνά ο άνθρωπος για τις αμαρτίες που έχει διαπράξει: δεν παρέχουν καμία «ικανοποίηση» στο Θεό και σκοπός τους σίγουρα δεν είναι ό «βασανισμός». Από την άλλη, το «καθαρτήριο» είναι μία νομικίστικη παρερμηνεία εκ μέρους των Λατίνων μίας τελείως διαφορετικής πλευράς της Ορθόδοξης εσχατολογίας - της κατάστασης των ψυχών στην κόλαση (μετά τη δοκιμασία των τελωνίων) η οποία ωστόσο μπορεί να βελτιωθεί μέσω των προσευχών της Εκκλησίας. Οι ίδιες οι πηγές των Λατίνων δεν παρέχουν καμία ένδειξη περί οιασδήποτε απολύτως συμμετοχής των δαιμόνων στις οδύνες όσων βρίσκονται στο «καθαρτήριο».
48. The Tlingit Herald, 6:8-9, σελ. 24.
49. Στο ίδιο 7:2, σελ. 14.
50. Στο ίδιο 6:6-7, σελ. 28.
π.Seraphim Rose
Απόσπασμα από το βιβλίο:
Η Ψυχή μετά το Θάνατο (The Soul After Death)- Ε’ Έκδοση -2004
Η Ψυχή μετά το Θάνατο (The Soul After Death)- Ε’ Έκδοση -2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου