Να ζούμε την κάθε στιγμή
Ο θάνατος είναι το κριτήριο που δοκιμάζει τη στάση μας για τη ζωή. Οι άνθρωποι που φοβούνται τον θάνατο, φοβούνται τη ζωή. Είναι αδύνατον να μήν αισθάνεται κανείς φόβο για τη ζωή με όλη την πολυπλοκότητα και τους κινδύνους της, αλλά να φοβάται τον θάνατο. Γι’ αυτό τον λόγο δεν είναι πολυτέλεια ν’ ασχοληθούμε με το ζήτημα του θανάτου. Εάν μας τρομάζει ο θάνατος δεν θα βρούμε ποτέ την ετοιμότητα να αναλάβουμε μια διακινδύνευση, αλλά θα σπαταλήσουμε τη ζωή μας με δειλό, περιδεή και φοβισμένο τρόπο.
Μόνο εάν μάθουμε ν’ αντιμετωπίζουμε τον θάνατο, εάν βρούμε το νόημά του και καθορίσουμε τη θέση του στη ζωή μας, θα μπορέσουμε να ζήσουμε άφοβα και με πληρότητα. Συχνά περιμένουμε να φθάσουμε στο τέλος της ζωής μας για να σκεφθούμε τον θάνατο, ενώ θα είχαμε ίσως διαγράψει μία εντελώς διαφορετική ζωή εάν τον αντιμετωπίζαμε νωρίτερα.
Μία πατερική νουθεσία, που επαναλαμβάνεται μέσα στους αιώνες, λέει ότι θα πρέπει να νήφουμε έχοντας καθημερινά τη μνήμη του θανάτου. Μόνο που η απλή αναφορά αυτής της αλήθειας στον σύγχρονο άνθρωπο που υποφέρει από ανασφάλειες και έλλειψη πίστης και βιώματος, θα τον κάνει να σκεφτεί ότι καλείται να ζήσει στη σκιά του θανάτου, σε μια κατάσταση μελαγχολίας.
Θα νομίσει ότι ο θάνατος τον περιμένει σε κάθε του βήμα και ότι η ζωή δεν έχει πια κανένα νόημα. Η σταθερή και βαθειά μνήμη του θανάτου θα λειτουργήσει γι’ αυτόν σαν Δαμόκλειος σπάθη που επικρέμαται πάνω του, στερώντας του κάθε απόλαυση και χαρά της ζωής.
Μία τέτοια κατανόηση βέβαια δεν έχει νόημα. Χρειάζεται να καταλάβουμε την έννοια που έχει η μνήμη του θανάτου σε όλη της τη σημασία: ως την καταξίωση της ζωής, όχι την απαξία της.
Τον περισσότερο χρόνο της ζωής μας τον περνούμε καταστρώνοντας σχέδια σαν να πρόκειται να ζήσουμε μία άλλη ζωή σε έναν μεταγενέστερο χρόνο.
Δεν ζούμε με τρόπο αποφασιστικό, αλλά φευγαλέο. σαν να προετοιμαζόμαστε για τη μέρα που πραγματικά θ’ αρχίσουμε να ζούμε. Μοιάζουμε με εκείνους τους ανθρώπους που φτιάχνουν ένα πρόχειρο περίγραμμα με την πρόθεση να το ολοκληρώσουν αργότερα.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι πώς αυτή η τελική εκδοχή δεν έρχεται ποτέ.
Ο θάνατος μας προλαβαίνει πρίν βρούμε τον χρόνο, ή ακόμα και πρίν να οριστικοποιήσουμε την επιθυμία μας με μία πιο συγκεκριμένη μορφή.
Μεταθέτουμε συνεχώς την απόφασή μας για την επαύριο. Κι άς γνωρίζουμε καλά ότι αυτό το αύριο δεν έρχεται ποτέ.
Η προτροπή για επαγρύπνιση μπροστά στον θάνατο δεν μας προσκαλεί σε μια ζωή γεμάτη από την αίσθηση του τρόμου, μήπως ο θάνατος μας προφτάσει ξαφνικά, απροετοίμαστα. Αλλά, μάλλον μας καλεί σε εγρήγορση για την κάθε πράξη, τα λόγια, τα ακούσματα και τις αντιδράσεις μας που ανά πάσα στιγμή μπορεί να είναι η τελευταία εμπειρία της επίγειας ζωής μας.
Εάν μ’ αυτή τη σκέψη στο νού συνδιαλεγόμασταν με τα πρόσωπα που βρίσκονται απέναντί μας, θα είμασταν πολύ πιο προσεχτικοί στον λόγο και τη στάση μας.
Εάν είχαμε ασκηθεί να αντιλαμβανόμαστε την σπουδαιότητα κάθε στιγμής ως τελευταίας, ολόκληρη η ζωή μας θα άλλαζε ριζικά. Ο αργός λόγος που το Ευαγγέλιο επικρίνει, όλες εκείνες οι επιλογές και ενέργειες που στερούνται νοήματος και αποβαίνουν κάποτε καταστροφικές, θα είχαν αποφευχθεί.
Θα ζυγίζαμε τους λόγους και τις πράξεις μας ώστε να οδηγούν τη ζωή προς μια κορύφωση και να εκφράζουν την τελειότητα της σχέσης –τίποτε λιγότερο.
Μόνο η σκέψη του θανάτου μπορεί να δώσει στη ζωή αυτή τη νήψη και το βάθος, να ενεργοποιήσει την ίδια τη ζωή. Μόνο ο θάνατος μπορεί να κάνει τη ζωή τόσο έντονη ώστε κάθε στιγμή του παρόντος να περικλείει ολόκληρη τη ζωή.
Αυτός είναι στην πραγματικότητα ο τρόπος με τον οποίο οι ασκητές και ερημίτες πολέμησαν ενάντια στην ακηδία, την αργία και την αμέλεια, ενάντια δηλαδή σε όλες εκείνες τις συμπεριφορές που μας κλέβουν την εύκαιρη στιγμή και μας εκτρέπουν σε αδιαφορία. Ένα από τα βασικά πράγματα που καλούμαστε να μάθουμε είναι η εγρήγορση, τόσο απέναντι στον εαυτό μας όσο και απέναντι στην κατάσταση του άλλου.
Αυτή είναι η στάση που θα αντέξει τη δοκιμασία τόσο της ζωής όσο και του θανάτου. Ολόκληρη η ζωή σε κάθε στιγμή είναι μία έσχατη πράξη.
Φόβος θανάτου, προσδοκία θανάτου
Γνωρίζουμε από την προσωπική μας εμπειρία αλλά και από μαρτυρίες άλλων, ότι απέναντι στον θάνατο αισθανόμαστε φόβο και ανασφάλεια. Για να είμαστε ακριβείς, αυτό που πιο πολύ μας φοβίζει είναι η διαδικασία του θανάτου παρά το ίδιο το γεγονός.
Η πλειοψηφία των ανθρώπων θα αποδεχόταν τον θάνατο εάν είχε την βεβαιότητα ότι θα έρθει όπως ο ύπνος, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιο διάστημα φόβου ή αβεβαιότητας.
Η αλήθεια είναι ότι συχνά ο θάνατος περικλείεται από ένα είδος γοητείας, σχεδόν θελκτικότητας. Πολλοί είναι εκείνοι που εύχονται «να είχαν πεθάνει».
Αυτό που πραγματικά επιθυμούν είναι ν’ απαλλαγούν από κάθε ευθύνη απέναντι στον εαυτό τους, τον Θεό, ή τον πλησίον τους και να επιστρέψουν στην βρεφική ηλικία του ανέμελου παιχνιδιού.
Πολλοί από μας θα προτιμούσαν να βλέπουν τη ζωή σαν παιχνίδι παρά να ζούν με υπευθυνότητα. Συνεπώς, ο θάνατος λογίζεται σαν τον τρόπο απελευθέρωσης από τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις της ζωής.
Αυτή ωστόσο δεν είναι παρά η αρνητική πλευρά του θανάτου, αφού έτσι γίνεται ο δρόμος μέσα από τον οποίο κανείς, πλανώμενος, απομακρύνεται από όσα προσφέρει η ζωή στο επίπεδο της πρόκλησης και της σχέσης.
όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι δεν φοβάται τον θάνατο θα πρέπει να τον καλέσουμε να αναρωτηθεί μήπως η αποδοχή ή ακόμα και η προσδοκία του θανάτου εκ μέρους του κρύβει μέσα της τον φόβο για τη ζωή.
Η στάση μας απέναντι στον θάνατο άς μήν είναι ρομαντική.
Εάν κοιτάξουμε το βίο των αγίων θα ανακαλύψουμε μία εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση του θανάτου. Η αγάπη τους για τον θάνατο δεν θεμελιώνεται στον φόβο τους για τη ζωή. όταν ο απόστολος Παύλος γράφει «Εμοί γαρ το ζήν Χριστός και το αποθανείν κέρδος», εκφράζει την απόλυτη καταλλαγή του με τον θάνατο.
Ο θάνατος εμφανίζεται στον απόστολο εν είδει θύρας που θα τον οδηγήσει στην αιωνιότητα και θα του δείξει τον δρόμο για την πρόσωπο προς πρόσωπο συνάντηση με τον Κύριο που αγαπά.
Αλλά αυτό δεν επιτυγχάνεται με ελπιδοφόρες σκέψεις και ευχολόγια. Για να λαχταρά κανείς τον θάνατο με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο και για να μπορεί να τον βλέπει ως το επιστέγασμα της ζωής του θα πρέπει να βιώνει την αιωνιότητα από τούτη τη ζωή.
Δεν θα πρέπει να σκεφτόμαστε την αιωνιότητα σαν κάτι που θα έλθει μεταγενέστερα, σαν ένα είδος μελλοντικής ευτυχίας ή μελλοντικής εξασφάλισης.
Οι απόστολοι έγιναν άφοβοι μόνο όταν οι ίδιοι απ’ αυτή τη ζωή έγιναν μέτοχοι της αιώνιας ζωής. όσο ακόμα δεν είχαν γίνει μάρτυρες της Ανάστασης του Χριστού και παρέμεναν άγευστοι του Πνεύματος, ήταν αγκιστρωμένοι στον φόβο της εφήμερης ζωής τους.
Αλλά τη στιγμή που έζησαν την εμπειρία του μέλλοντος αιώνος, ο φόβος της απώλειας της επίγειας ζωής τους εξαφανίστηκε. Γιατί γνώριζαν πώς ο φθόνος, οι διωγμοί και ο θάνατος δεν θα έκαναν τίποτε άλλο παρά να τους ελευθερώσουν από τους περιορισμούς της ζωής και να τους εισάγουν στο ατέλεστο βάθος της αιωνιότητας, της «αεικίνητης στάσης» κατά την παράδοξη φράση του αγ. Μαξίμου του Ομολογητή.
Κι αυτή η αιωνιότητα ήταν γνώριμη ως παρούσα εμπειρία, όχι απλά σαν μέρος της πίστης. Η ίδια αλήθεια ίσχυε και στους μάρτυρες. ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν για να μετέχουν στην απόλυτη ελευθερία της αυταπάρνησης, γιατί είχαν ήδη γευτεί την αιωνιότητα από τούτη τη ζωή.
Ο θάνατος ως καθημερινό γεγονός
Θα μαθαίναμε περισσότερα για τον θάνατο εάν μπαίναμε στον κόπο να εξετάσουμε την προσωπική μας εμπειρία. Ο θάνατος μας είναι πολύ πιο οικείος απ’ όσο φανταζόμαστε και όλοι είμαστε σε θέση να μιλήσουμε για κάποια εμπειρία «θανάτου» που όμως πολύ απέχει από οποιαδήποτε αίσθηση φόβου.
Κατά μία πρακτική έννοια, «πεθαίνω» σημαίνει «χάνω την αυτοσυνειδησία μου και περιπίπτω σε μία κατάσταση λήθης». Αυτή η προοπτική προξενεί σε πολλούς ανθρώπους φόβο. Κι όμως, ο καθένας από μας παραδίδεται στον ύπνο κάθε βράδυ, βυθίζεται ολοκληρωτικά στη λήθη, χωρίς κανέναν φόβο. Γιατί; Διότι αισθανόμαστε βέβαιοι –σε μεγάλο βαθμό αδικαιολόγητα βέβαιοι- πώς το επόμενο πρωί θα ξυπνήσουμε.
Ελπίζουμε ότι το επόμενο πρωί θα ξημερώσει και για μας κι ότι ο ύπνος δεν είναι παρά μία προσωρινή εμπειρία.
Ας παραβάλλουμε αυτή τη διαδικασία με εκείνη του θανάτου και της αφύπνισης στην αιωνιότητα. Γιατί στην πραγματικότητα παίρνει κανείς μεγάλο ρίσκο όταν κλείνει τα μάτια και αποκοιμιέται.
Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνος τόπος από το κρεβάτι μας, αν ακούσουμε την ιστορία του ναυτικού και του βοσκού που συγκρίνουν τους κινδύνους της προσωπικής τους βιωτής.
Ο βοσκός επιμένει ότι ουδέποτε θα ριψοκινδύνευε να ζήσει στη θάλασσα.
Ο ναυτικός που έχει διαφορετική άποψη ρωτά τον βοσκό: «Πώς πέθανε ο πατέρας σου;» «Πέθανε στο κρεβάτι του». «Κι ο δικός του πατέρας;» «Κι εκείνος στο κρεβάτι του». Και έκπληκτος ο ναυτικός: «Και τολμάς να ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου κάθε βράδυ;»
Με αυτή την έννοια αντικρύζουμε τον θάνατο κάθε βράδυ, με εμπιστοσύνη και σιγουριά. Κι όταν αυτού του είδους ο προσωρινός θάνατος δεν έρχεται τόσο εύκολα, καταφεύγουμε ακόμα και σε τεχνητές μεθόδους για να τον συναντήσουμε.
Δεν είναι περίεργο που δεν βγάζουμε συμπεράσματα από τα πιο απλά πράγματα στη ζωή;
Αλλά και μ’ έναν άλλο τρόπο η εμπειρία του θανάτου μας είναι οικεία, καθώς στη διάρκεια του βίου «πεθαίνουμε» με πολλούς τρόπους.
όταν περνούμε από τη βρεφική στην παιδική ηλικία και κατόπιν στη νεότητα και την εφηβεία κι από κεί στην ωριμότητα και τα γειρατιά, φανταζόμαστε ότι απλά μεταβαίνουμε από το ένα στάδιο στο άλλο.
Κι όμως, εφόσον εξελισσόμαστε, μια σειρά από πράγματα που είχαμε πρίν οικειοποιηθεί πεθαίνουν μέσα μας. Γιατί αλλιώς, εάν ως νέοι ή ενήλικες διατηρήσουμε τα χαρακτηριστικά της νηπιότητάς μας, θα γίνουμε παιδαριώδεις.
Προκειμένου να αποκτήσουμε την ωριμότητα κάθε επόμενου σταδίου της εξέλιξής μας, πρέπει να αποδεχτούμε ότι κάποια πράγματα μέσα μας πεθαίνουν, τα αποχωριζόμαστε για πάντα.
Κι αυτός ο αποχωρισμός μπορεί να είναι μία επίπονη και δύσκολη διαδικασία, κατά κάποιον τρόπο τόσο δύσκολη όσο και ο σαρκικός θάνατός μας.
Πολλοί γονείς έχουν παρόμοια εμπειρία: λαχταρούν για το παιδί τους να παραμείνει μικρό αγόρι και στο βάθος ενοχλούνται από τη θέα του νέου ενήλικα που απεκδύεται τη νεότητά του.
Η διαδικασία του θανάτου μέσα στη ζωή μας ακολουθεί κάθε στιγμή. Αυτό οφείλουμε να το συνειδητοποιήσουμε και να το αποδεχτούμε πιο ενεργά. έτσι, ώστε να φοβόμαστε λιγότερο τον θάνατο ως τελεσίδικη απώλεια.
Θα μάθουμε μάλλον να τον θεωρούμε ως αναπόφευκτο μέρος της διαδικασίας εκείνης με την οποία ωριμάζουμε προς την πληρότητα της ζωής.
Ο θάνατος του εαυτού
Ο Χριστός μας καλεί να απωλέσουμε τον εαυτό μας. Πρόκειται για φράση διφορούμενη, όπως κάθε τι που λέγεται για τον θάνατο. Μήπως σημαίνει την αυτοκαταστροφή; Πολλοί είναι εκείνοι που δέχονται αυτή την ερμηνεία και επιχειρούν να την εφαρμόσουν. Συνήθως ευτυχώς αποτυγχάνουν, αλλά τους απομένει η πληγή της τρομακτικής τους απόπειρας.
Ο λόγος του Κυρίου σημαίνει στην πραγματικότητα την αποδοχή εκείνης της διαδικασίας απέκδυσης έως ότου φτάσουμε στο σημείο να βρούμε ότι μέσα μας υπάρχει ένας αληθινός και βαθύς εαυτός που ανήκει στην αιωνιότητα κι ένα άλλο ρηχό «εγώ» που πρέπει ν’ αποβάλλουμε.
Χρειάζεται να απωλέσουμε αυτόν τον εξωτερικό εαυτό προκειμένου να ζήσουμε με πληρότητα.
Πολλοί νομίζουν oτι αποκτούν τη συνείδηση της ύπαρξής τους μέσα από την αυτοεπιβεβαίωση και γι’ αυτό απαιτούν αναγνώριση από τους άλλους.
Και οι άλλοι βέβαια αντιδρούν, προσπαθώντας να υπερασπιστούν τον εαυτό τους απέναντι σ’ αυτού του είδους την επίθεση. ένας τρόπος υπάρχει για να αποδεχτούμε τη μη αυτο-δικαίωση και να σταματήσουμε να υπογραμμίζουμε την ύπαρξή μας απέναντι στους τρίτους: Μόνο εάν πιστέψουμε -με τη δύναμη της εμπειρίας- ότι οι άλλοι πράγματι δέχονται την ύπαρξή μας και μας αγαπούν.
Δεν μας αρκεί ότι ο Θεός μας γνωρίζει και μας αγαπά. έχουμε ανάγκη την επιβεβαίωση του πλησίον, έστω ενός ανθρώπου, που θα μας πεί «είσαι μοναδικός για μένα».
Ο GabrielMarcel επιμένει σ’ ένα από τα βιβλία του ότι το να πεί κάποιος σ’ ένα πρόσωπο «σ’ αγαπώ» είναι σαν να του λέει «δεν θα πεθάνεις ποτέ» ή αλλιώς «είσαι τόσο πολύτιμος για μένα που θα σε αναγνωρίσω ενώπιον του Θεού, έστω κι αν κανείς άλλος δεν το κάνει, εκτός από τον Θεό και μένα».
Θα πετυχαίναμε πολλά εάν είμασταν πρόθυμοι να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλον, έστω κι αν η άλλη ύπαρξη αποτελεί για μας μία πρόκληση, ενίοτε και μία αντιπαλότητα, και μας φέρνει φόβο.
Με αυτόν τον τρόπο θα οδηγούμασταν προς την ωριμότητα που θα μας επέτρεπε να αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον και να μαρτυρούμε την μοναδικότητά του, ανεξαρτήτως κόστους.
Θα πρέπει να βρούμε το κουράγιο να πολεμήσουμε ενάντια στον φόβο που μας αποθαρρύνει από την αναγνώριση του άλλου και να τον ξεπεράσουμε.
Σε κάθε βήμα θα πρέπει να αποποιούμαστε τον εαυτό μας, για να αφήνουμε χώρο στο είναι του άλλου.
Καλούμαστε σταδιακά να θανατώσουμε τον εαυτό μας ώστε ο πλησίον μας να ζήσει, κατά τον λόγο του αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή: «εκείνον δή αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι». έτσι, ο θάνατος του εαυτού σημαίνει ότι αφήνουμε μέσα μας μόνο ό,τι είναι ουσιώδες για να ζήσουμε με πληρότητα.
Ο θάνατος ως εχθρός και φίλος
Κι όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Είναι αλήθεια ότι, όπως λέγει ο απ. Παύλος, η ζωή είναι Χριστός και ο θάνατος είναι κέρδος. Είναι αλήθεια ότι θάνατος δεν είναι η αποχώρηση από την εφήμερη ζωή, αλλά η ένδυση της αιωνιότητας. Αλλά υπάρχει κι ένα άλλο σημείο που υπογραμμίζεται από τον απ. Παύλο, κι από το σύνολο των Γραφών.
Ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε για να πεθάνει.
Η κλήση του είναι για την αιώνια ζωή. Ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα της αμαρτίας, με την έννοια της απομάκρυνσης από τον Θεό, της διάστασης από το πλησίον, του διχασμού του από τον αληθινό και βαθύτερο εαυτό του.
Με αυτή την έννοια, «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος».
Ο θάνατος είναι ο εχθρός, τόσο του Θεού όσο και δικός μας.
Πράγματι, είναι εχθρός του Θεού κατά τον πιο οδυνηρό και δραματικό τρόπο, αφού εκτείνεται ακόμα και πάνω στον ίδιο τον Χριστό. Παρόλο όμως που είναι τόσο τρομερός εχθρός, το γεγονός ότι σ’ αυτόν παραδίδεται ακόμα κι ο Χριστός που είναι τέλειος Θεός και άνθρωπος, φανερώνει ότι ο θάνατος δεν υπάρχει χωρίς νόημα.
Ο θάνατος μπορεί να είναι συνέπεια της αμαρτίας αλλά δεν υπάρχει κάτι κακό καθαυτό μέσα στον ίδιο τον θάνατο που να βεβηλώνει το πρόσωπο του αποθανόντος.
Ο Χριστός πέθανε πάνω στον Σταυρό και κατήλθε στον άδη, αλλά δεν αμαυρώθηκε από την κοινωνία του με το μυστήριο του θανάτου.
Έτσι υπάρχει εδώ μία αντίφαση. Από τη μια μεριά ο θάνατος ως συνέπεια του κακού δεν θα έπρεπε να υπάρχει, κι οφείλουμε να τον νικήσουμε.
Από την άλλη μεριά μόνον ο θάνατος μας δίνει τη δυνατότητα να σπάσουμε τον αέναο κύκλο του διηνεκούς –και το διηνεκές είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την αιωνιότητα.
Εάν δεν υπήρχε θάνατος σ’ αυτόν τον κόσμο της αμαρτίας, του κακού και της φθοράς, σιγά-σιγά θα καταλήγαμε στον μαρασμό και την αποσύνθεση χωρίς να είμαστε σε θέση να ξεφύγουμε από τον τρόμο μιας τέτοιας καταστροφής.
Κάθε χρόνο το βράδυ της Ανάστασης και τις σαράντα μέρες που ακολουθούν ψάλλουμε «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας». Αλλά τι βλέπουμε;
Τον θάνατο ελεύθερο και ενεργό, τους ανθρώπους να πεθαίνουν όπως πρίν.
Δίνεται η εντύπωση ότι κηρύττουμε κάτι που γνωρίζουμε ότι είναι αναληθές.
Ωστόσο, καλό είναι να έχουμε κατά νού ότι ο θάνατος έχει δύο όψεις.
Από τη μια έχουμε τον σαρκικό θάνατο, αλλά έχουμε επίσης και τον θάνατο που νοείται ως χωρισμός από τον Θεό, ώς κάθοδος στον τόπο εκείνο όπου ο Θεός είναι απών, τον τόπο της οριστικής και ριζικής του απουσίας.
Αυτή η δεύτερη όψη του θανάτου είναι οπωσδήποτε η πιο οδυνηρή και σκληρή.
Ο Κύριος βίωσε και τις δύο όψεις του θανάτου. Επέλεξε να συμμεριστεί μαζί μας όλες τις συνέπειες του κακού –ακόμα και τον πλήρη χωρισμό του από τον Θεό.
Και παρόλο που ενσκήπτει στον τόπο όπου κατέρχονται όλοι όσοι έχουν απωλέσει τον Θεό, φέρει μαζί του την πληρότητα της θείας παρουσίας. έτσι, δεν υπάρχει πλέον τόπος όπου ο Θεός είναι απών.
Αυτό το γεγονός μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πώς μορφώνεται και η δική μας κατάσταση μετά τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού.
Μπορεί να πρέπει να υποστούμε έναν θάνατο προσωρινό, αλλά ο απόστολος Παύλος τον περιγράφει ως κοίμηση.
Δεν υπάρχει πλέον εκείνος ο θάνατος που ήταν ο τρόμος του ανθρώπου, ο οριστικός χωρισμός από τον Θεό.
Κατά αυτή την έννοια πράγματι ο θάνατος έχει νικηθεί από τον θάνατο. Ακόμα και τώρα –έστω δισταχτικά και σε στάδιο εμβρυακό- γινόμαστε κληρονόμοι της αιωνιότητας.
Όταν ανακαλούμε το παρελθόν, συχνά θλιβόμαστε γιατί στερήσαμε από την αγάπη μας πρόσωπα που πλέον δεν βρίσκονται δίπλα μας να αγαπήσουμε.
Υιοθετούμε αυτή την εντύπωση γιατί απλά στρεφόμαστε προς λάθος κατεύθυνση.
Εάν ο Θεός δεν είναι ο Θεός των νεκρών αλλά των ζώντων, τότε όλοι όσοι έφυγαν από τούτη τη γή, είναι ζωνταντοί εν Χριστώ.
Κι εμείς μπορούμε να στραφούμε προς αυτούς για συγχώρεση και μεσιτεία. Δεν είναι ποτέ αργά εάν αληθινά πιστεύουμε τον Θεό ως Θεό των ζώντων.
Και ποτέ δεν θα πρέπει να μιλούμε για την αγάπη μας σε χρόνο παρελθόντα.
Ο θάνατος του σώματος δεν διασπά την σχέση, αφού αυτή ήταν, είναι και θα παραμείνει ζωντανή ανάμεσα σε ανθρώπους που συναντήθηκαν και αγαπήθηκαν σε τούτη τη ζωή.
Ο θάνατος δεν είναι ποτέ το τέλος.
Συνεχίζουμε να ζούμε όταν πεθαίνουμε, ακόμα και σε τούτη τη γή, αφού κληρονομούμε τους καρπούς της επίγειας ζωής και ύπαρξής μας σε όσους ακολουθούν.
Και συνεχίζουμε να φέρουμε πάντοτε ευθύνη για την απήχηση της βιωτής μας.
Μητρ. Άντονυ του Σουρόζ
Ο θάνατος είναι το κριτήριο που δοκιμάζει τη στάση μας για τη ζωή. Οι άνθρωποι που φοβούνται τον θάνατο, φοβούνται τη ζωή. Είναι αδύνατον να μήν αισθάνεται κανείς φόβο για τη ζωή με όλη την πολυπλοκότητα και τους κινδύνους της, αλλά να φοβάται τον θάνατο. Γι’ αυτό τον λόγο δεν είναι πολυτέλεια ν’ ασχοληθούμε με το ζήτημα του θανάτου. Εάν μας τρομάζει ο θάνατος δεν θα βρούμε ποτέ την ετοιμότητα να αναλάβουμε μια διακινδύνευση, αλλά θα σπαταλήσουμε τη ζωή μας με δειλό, περιδεή και φοβισμένο τρόπο.
Μόνο εάν μάθουμε ν’ αντιμετωπίζουμε τον θάνατο, εάν βρούμε το νόημά του και καθορίσουμε τη θέση του στη ζωή μας, θα μπορέσουμε να ζήσουμε άφοβα και με πληρότητα. Συχνά περιμένουμε να φθάσουμε στο τέλος της ζωής μας για να σκεφθούμε τον θάνατο, ενώ θα είχαμε ίσως διαγράψει μία εντελώς διαφορετική ζωή εάν τον αντιμετωπίζαμε νωρίτερα.
Μία πατερική νουθεσία, που επαναλαμβάνεται μέσα στους αιώνες, λέει ότι θα πρέπει να νήφουμε έχοντας καθημερινά τη μνήμη του θανάτου. Μόνο που η απλή αναφορά αυτής της αλήθειας στον σύγχρονο άνθρωπο που υποφέρει από ανασφάλειες και έλλειψη πίστης και βιώματος, θα τον κάνει να σκεφτεί ότι καλείται να ζήσει στη σκιά του θανάτου, σε μια κατάσταση μελαγχολίας.
Θα νομίσει ότι ο θάνατος τον περιμένει σε κάθε του βήμα και ότι η ζωή δεν έχει πια κανένα νόημα. Η σταθερή και βαθειά μνήμη του θανάτου θα λειτουργήσει γι’ αυτόν σαν Δαμόκλειος σπάθη που επικρέμαται πάνω του, στερώντας του κάθε απόλαυση και χαρά της ζωής.
Μία τέτοια κατανόηση βέβαια δεν έχει νόημα. Χρειάζεται να καταλάβουμε την έννοια που έχει η μνήμη του θανάτου σε όλη της τη σημασία: ως την καταξίωση της ζωής, όχι την απαξία της.
Τον περισσότερο χρόνο της ζωής μας τον περνούμε καταστρώνοντας σχέδια σαν να πρόκειται να ζήσουμε μία άλλη ζωή σε έναν μεταγενέστερο χρόνο.
Δεν ζούμε με τρόπο αποφασιστικό, αλλά φευγαλέο. σαν να προετοιμαζόμαστε για τη μέρα που πραγματικά θ’ αρχίσουμε να ζούμε. Μοιάζουμε με εκείνους τους ανθρώπους που φτιάχνουν ένα πρόχειρο περίγραμμα με την πρόθεση να το ολοκληρώσουν αργότερα.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι πώς αυτή η τελική εκδοχή δεν έρχεται ποτέ.
Ο θάνατος μας προλαβαίνει πρίν βρούμε τον χρόνο, ή ακόμα και πρίν να οριστικοποιήσουμε την επιθυμία μας με μία πιο συγκεκριμένη μορφή.
Μεταθέτουμε συνεχώς την απόφασή μας για την επαύριο. Κι άς γνωρίζουμε καλά ότι αυτό το αύριο δεν έρχεται ποτέ.
Η προτροπή για επαγρύπνιση μπροστά στον θάνατο δεν μας προσκαλεί σε μια ζωή γεμάτη από την αίσθηση του τρόμου, μήπως ο θάνατος μας προφτάσει ξαφνικά, απροετοίμαστα. Αλλά, μάλλον μας καλεί σε εγρήγορση για την κάθε πράξη, τα λόγια, τα ακούσματα και τις αντιδράσεις μας που ανά πάσα στιγμή μπορεί να είναι η τελευταία εμπειρία της επίγειας ζωής μας.
Εάν μ’ αυτή τη σκέψη στο νού συνδιαλεγόμασταν με τα πρόσωπα που βρίσκονται απέναντί μας, θα είμασταν πολύ πιο προσεχτικοί στον λόγο και τη στάση μας.
Εάν είχαμε ασκηθεί να αντιλαμβανόμαστε την σπουδαιότητα κάθε στιγμής ως τελευταίας, ολόκληρη η ζωή μας θα άλλαζε ριζικά. Ο αργός λόγος που το Ευαγγέλιο επικρίνει, όλες εκείνες οι επιλογές και ενέργειες που στερούνται νοήματος και αποβαίνουν κάποτε καταστροφικές, θα είχαν αποφευχθεί.
Θα ζυγίζαμε τους λόγους και τις πράξεις μας ώστε να οδηγούν τη ζωή προς μια κορύφωση και να εκφράζουν την τελειότητα της σχέσης –τίποτε λιγότερο.
Μόνο η σκέψη του θανάτου μπορεί να δώσει στη ζωή αυτή τη νήψη και το βάθος, να ενεργοποιήσει την ίδια τη ζωή. Μόνο ο θάνατος μπορεί να κάνει τη ζωή τόσο έντονη ώστε κάθε στιγμή του παρόντος να περικλείει ολόκληρη τη ζωή.
Αυτός είναι στην πραγματικότητα ο τρόπος με τον οποίο οι ασκητές και ερημίτες πολέμησαν ενάντια στην ακηδία, την αργία και την αμέλεια, ενάντια δηλαδή σε όλες εκείνες τις συμπεριφορές που μας κλέβουν την εύκαιρη στιγμή και μας εκτρέπουν σε αδιαφορία. Ένα από τα βασικά πράγματα που καλούμαστε να μάθουμε είναι η εγρήγορση, τόσο απέναντι στον εαυτό μας όσο και απέναντι στην κατάσταση του άλλου.
Αυτή είναι η στάση που θα αντέξει τη δοκιμασία τόσο της ζωής όσο και του θανάτου. Ολόκληρη η ζωή σε κάθε στιγμή είναι μία έσχατη πράξη.
Φόβος θανάτου, προσδοκία θανάτου
Γνωρίζουμε από την προσωπική μας εμπειρία αλλά και από μαρτυρίες άλλων, ότι απέναντι στον θάνατο αισθανόμαστε φόβο και ανασφάλεια. Για να είμαστε ακριβείς, αυτό που πιο πολύ μας φοβίζει είναι η διαδικασία του θανάτου παρά το ίδιο το γεγονός.
Η πλειοψηφία των ανθρώπων θα αποδεχόταν τον θάνατο εάν είχε την βεβαιότητα ότι θα έρθει όπως ο ύπνος, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιο διάστημα φόβου ή αβεβαιότητας.
Η αλήθεια είναι ότι συχνά ο θάνατος περικλείεται από ένα είδος γοητείας, σχεδόν θελκτικότητας. Πολλοί είναι εκείνοι που εύχονται «να είχαν πεθάνει».
Αυτό που πραγματικά επιθυμούν είναι ν’ απαλλαγούν από κάθε ευθύνη απέναντι στον εαυτό τους, τον Θεό, ή τον πλησίον τους και να επιστρέψουν στην βρεφική ηλικία του ανέμελου παιχνιδιού.
Πολλοί από μας θα προτιμούσαν να βλέπουν τη ζωή σαν παιχνίδι παρά να ζούν με υπευθυνότητα. Συνεπώς, ο θάνατος λογίζεται σαν τον τρόπο απελευθέρωσης από τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις της ζωής.
Αυτή ωστόσο δεν είναι παρά η αρνητική πλευρά του θανάτου, αφού έτσι γίνεται ο δρόμος μέσα από τον οποίο κανείς, πλανώμενος, απομακρύνεται από όσα προσφέρει η ζωή στο επίπεδο της πρόκλησης και της σχέσης.
όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι δεν φοβάται τον θάνατο θα πρέπει να τον καλέσουμε να αναρωτηθεί μήπως η αποδοχή ή ακόμα και η προσδοκία του θανάτου εκ μέρους του κρύβει μέσα της τον φόβο για τη ζωή.
Η στάση μας απέναντι στον θάνατο άς μήν είναι ρομαντική.
Εάν κοιτάξουμε το βίο των αγίων θα ανακαλύψουμε μία εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση του θανάτου. Η αγάπη τους για τον θάνατο δεν θεμελιώνεται στον φόβο τους για τη ζωή. όταν ο απόστολος Παύλος γράφει «Εμοί γαρ το ζήν Χριστός και το αποθανείν κέρδος», εκφράζει την απόλυτη καταλλαγή του με τον θάνατο.
Ο θάνατος εμφανίζεται στον απόστολο εν είδει θύρας που θα τον οδηγήσει στην αιωνιότητα και θα του δείξει τον δρόμο για την πρόσωπο προς πρόσωπο συνάντηση με τον Κύριο που αγαπά.
Αλλά αυτό δεν επιτυγχάνεται με ελπιδοφόρες σκέψεις και ευχολόγια. Για να λαχταρά κανείς τον θάνατο με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο και για να μπορεί να τον βλέπει ως το επιστέγασμα της ζωής του θα πρέπει να βιώνει την αιωνιότητα από τούτη τη ζωή.
Δεν θα πρέπει να σκεφτόμαστε την αιωνιότητα σαν κάτι που θα έλθει μεταγενέστερα, σαν ένα είδος μελλοντικής ευτυχίας ή μελλοντικής εξασφάλισης.
Οι απόστολοι έγιναν άφοβοι μόνο όταν οι ίδιοι απ’ αυτή τη ζωή έγιναν μέτοχοι της αιώνιας ζωής. όσο ακόμα δεν είχαν γίνει μάρτυρες της Ανάστασης του Χριστού και παρέμεναν άγευστοι του Πνεύματος, ήταν αγκιστρωμένοι στον φόβο της εφήμερης ζωής τους.
Αλλά τη στιγμή που έζησαν την εμπειρία του μέλλοντος αιώνος, ο φόβος της απώλειας της επίγειας ζωής τους εξαφανίστηκε. Γιατί γνώριζαν πώς ο φθόνος, οι διωγμοί και ο θάνατος δεν θα έκαναν τίποτε άλλο παρά να τους ελευθερώσουν από τους περιορισμούς της ζωής και να τους εισάγουν στο ατέλεστο βάθος της αιωνιότητας, της «αεικίνητης στάσης» κατά την παράδοξη φράση του αγ. Μαξίμου του Ομολογητή.
Κι αυτή η αιωνιότητα ήταν γνώριμη ως παρούσα εμπειρία, όχι απλά σαν μέρος της πίστης. Η ίδια αλήθεια ίσχυε και στους μάρτυρες. ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν για να μετέχουν στην απόλυτη ελευθερία της αυταπάρνησης, γιατί είχαν ήδη γευτεί την αιωνιότητα από τούτη τη ζωή.
Ο θάνατος ως καθημερινό γεγονός
Θα μαθαίναμε περισσότερα για τον θάνατο εάν μπαίναμε στον κόπο να εξετάσουμε την προσωπική μας εμπειρία. Ο θάνατος μας είναι πολύ πιο οικείος απ’ όσο φανταζόμαστε και όλοι είμαστε σε θέση να μιλήσουμε για κάποια εμπειρία «θανάτου» που όμως πολύ απέχει από οποιαδήποτε αίσθηση φόβου.
Κατά μία πρακτική έννοια, «πεθαίνω» σημαίνει «χάνω την αυτοσυνειδησία μου και περιπίπτω σε μία κατάσταση λήθης». Αυτή η προοπτική προξενεί σε πολλούς ανθρώπους φόβο. Κι όμως, ο καθένας από μας παραδίδεται στον ύπνο κάθε βράδυ, βυθίζεται ολοκληρωτικά στη λήθη, χωρίς κανέναν φόβο. Γιατί; Διότι αισθανόμαστε βέβαιοι –σε μεγάλο βαθμό αδικαιολόγητα βέβαιοι- πώς το επόμενο πρωί θα ξυπνήσουμε.
Ελπίζουμε ότι το επόμενο πρωί θα ξημερώσει και για μας κι ότι ο ύπνος δεν είναι παρά μία προσωρινή εμπειρία.
Ας παραβάλλουμε αυτή τη διαδικασία με εκείνη του θανάτου και της αφύπνισης στην αιωνιότητα. Γιατί στην πραγματικότητα παίρνει κανείς μεγάλο ρίσκο όταν κλείνει τα μάτια και αποκοιμιέται.
Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνος τόπος από το κρεβάτι μας, αν ακούσουμε την ιστορία του ναυτικού και του βοσκού που συγκρίνουν τους κινδύνους της προσωπικής τους βιωτής.
Ο βοσκός επιμένει ότι ουδέποτε θα ριψοκινδύνευε να ζήσει στη θάλασσα.
Ο ναυτικός που έχει διαφορετική άποψη ρωτά τον βοσκό: «Πώς πέθανε ο πατέρας σου;» «Πέθανε στο κρεβάτι του». «Κι ο δικός του πατέρας;» «Κι εκείνος στο κρεβάτι του». Και έκπληκτος ο ναυτικός: «Και τολμάς να ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου κάθε βράδυ;»
Με αυτή την έννοια αντικρύζουμε τον θάνατο κάθε βράδυ, με εμπιστοσύνη και σιγουριά. Κι όταν αυτού του είδους ο προσωρινός θάνατος δεν έρχεται τόσο εύκολα, καταφεύγουμε ακόμα και σε τεχνητές μεθόδους για να τον συναντήσουμε.
Δεν είναι περίεργο που δεν βγάζουμε συμπεράσματα από τα πιο απλά πράγματα στη ζωή;
Αλλά και μ’ έναν άλλο τρόπο η εμπειρία του θανάτου μας είναι οικεία, καθώς στη διάρκεια του βίου «πεθαίνουμε» με πολλούς τρόπους.
όταν περνούμε από τη βρεφική στην παιδική ηλικία και κατόπιν στη νεότητα και την εφηβεία κι από κεί στην ωριμότητα και τα γειρατιά, φανταζόμαστε ότι απλά μεταβαίνουμε από το ένα στάδιο στο άλλο.
Κι όμως, εφόσον εξελισσόμαστε, μια σειρά από πράγματα που είχαμε πρίν οικειοποιηθεί πεθαίνουν μέσα μας. Γιατί αλλιώς, εάν ως νέοι ή ενήλικες διατηρήσουμε τα χαρακτηριστικά της νηπιότητάς μας, θα γίνουμε παιδαριώδεις.
Προκειμένου να αποκτήσουμε την ωριμότητα κάθε επόμενου σταδίου της εξέλιξής μας, πρέπει να αποδεχτούμε ότι κάποια πράγματα μέσα μας πεθαίνουν, τα αποχωριζόμαστε για πάντα.
Κι αυτός ο αποχωρισμός μπορεί να είναι μία επίπονη και δύσκολη διαδικασία, κατά κάποιον τρόπο τόσο δύσκολη όσο και ο σαρκικός θάνατός μας.
Πολλοί γονείς έχουν παρόμοια εμπειρία: λαχταρούν για το παιδί τους να παραμείνει μικρό αγόρι και στο βάθος ενοχλούνται από τη θέα του νέου ενήλικα που απεκδύεται τη νεότητά του.
Η διαδικασία του θανάτου μέσα στη ζωή μας ακολουθεί κάθε στιγμή. Αυτό οφείλουμε να το συνειδητοποιήσουμε και να το αποδεχτούμε πιο ενεργά. έτσι, ώστε να φοβόμαστε λιγότερο τον θάνατο ως τελεσίδικη απώλεια.
Θα μάθουμε μάλλον να τον θεωρούμε ως αναπόφευκτο μέρος της διαδικασίας εκείνης με την οποία ωριμάζουμε προς την πληρότητα της ζωής.
Ο θάνατος του εαυτού
Ο Χριστός μας καλεί να απωλέσουμε τον εαυτό μας. Πρόκειται για φράση διφορούμενη, όπως κάθε τι που λέγεται για τον θάνατο. Μήπως σημαίνει την αυτοκαταστροφή; Πολλοί είναι εκείνοι που δέχονται αυτή την ερμηνεία και επιχειρούν να την εφαρμόσουν. Συνήθως ευτυχώς αποτυγχάνουν, αλλά τους απομένει η πληγή της τρομακτικής τους απόπειρας.
Ο λόγος του Κυρίου σημαίνει στην πραγματικότητα την αποδοχή εκείνης της διαδικασίας απέκδυσης έως ότου φτάσουμε στο σημείο να βρούμε ότι μέσα μας υπάρχει ένας αληθινός και βαθύς εαυτός που ανήκει στην αιωνιότητα κι ένα άλλο ρηχό «εγώ» που πρέπει ν’ αποβάλλουμε.
Χρειάζεται να απωλέσουμε αυτόν τον εξωτερικό εαυτό προκειμένου να ζήσουμε με πληρότητα.
Πολλοί νομίζουν oτι αποκτούν τη συνείδηση της ύπαρξής τους μέσα από την αυτοεπιβεβαίωση και γι’ αυτό απαιτούν αναγνώριση από τους άλλους.
Και οι άλλοι βέβαια αντιδρούν, προσπαθώντας να υπερασπιστούν τον εαυτό τους απέναντι σ’ αυτού του είδους την επίθεση. ένας τρόπος υπάρχει για να αποδεχτούμε τη μη αυτο-δικαίωση και να σταματήσουμε να υπογραμμίζουμε την ύπαρξή μας απέναντι στους τρίτους: Μόνο εάν πιστέψουμε -με τη δύναμη της εμπειρίας- ότι οι άλλοι πράγματι δέχονται την ύπαρξή μας και μας αγαπούν.
Δεν μας αρκεί ότι ο Θεός μας γνωρίζει και μας αγαπά. έχουμε ανάγκη την επιβεβαίωση του πλησίον, έστω ενός ανθρώπου, που θα μας πεί «είσαι μοναδικός για μένα».
Ο GabrielMarcel επιμένει σ’ ένα από τα βιβλία του ότι το να πεί κάποιος σ’ ένα πρόσωπο «σ’ αγαπώ» είναι σαν να του λέει «δεν θα πεθάνεις ποτέ» ή αλλιώς «είσαι τόσο πολύτιμος για μένα που θα σε αναγνωρίσω ενώπιον του Θεού, έστω κι αν κανείς άλλος δεν το κάνει, εκτός από τον Θεό και μένα».
Θα πετυχαίναμε πολλά εάν είμασταν πρόθυμοι να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλον, έστω κι αν η άλλη ύπαρξη αποτελεί για μας μία πρόκληση, ενίοτε και μία αντιπαλότητα, και μας φέρνει φόβο.
Με αυτόν τον τρόπο θα οδηγούμασταν προς την ωριμότητα που θα μας επέτρεπε να αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον και να μαρτυρούμε την μοναδικότητά του, ανεξαρτήτως κόστους.
Θα πρέπει να βρούμε το κουράγιο να πολεμήσουμε ενάντια στον φόβο που μας αποθαρρύνει από την αναγνώριση του άλλου και να τον ξεπεράσουμε.
Σε κάθε βήμα θα πρέπει να αποποιούμαστε τον εαυτό μας, για να αφήνουμε χώρο στο είναι του άλλου.
Καλούμαστε σταδιακά να θανατώσουμε τον εαυτό μας ώστε ο πλησίον μας να ζήσει, κατά τον λόγο του αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή: «εκείνον δή αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι». έτσι, ο θάνατος του εαυτού σημαίνει ότι αφήνουμε μέσα μας μόνο ό,τι είναι ουσιώδες για να ζήσουμε με πληρότητα.
Ο θάνατος ως εχθρός και φίλος
Κι όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Είναι αλήθεια ότι, όπως λέγει ο απ. Παύλος, η ζωή είναι Χριστός και ο θάνατος είναι κέρδος. Είναι αλήθεια ότι θάνατος δεν είναι η αποχώρηση από την εφήμερη ζωή, αλλά η ένδυση της αιωνιότητας. Αλλά υπάρχει κι ένα άλλο σημείο που υπογραμμίζεται από τον απ. Παύλο, κι από το σύνολο των Γραφών.
Ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε για να πεθάνει.
Η κλήση του είναι για την αιώνια ζωή. Ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα της αμαρτίας, με την έννοια της απομάκρυνσης από τον Θεό, της διάστασης από το πλησίον, του διχασμού του από τον αληθινό και βαθύτερο εαυτό του.
Με αυτή την έννοια, «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος».
Ο θάνατος είναι ο εχθρός, τόσο του Θεού όσο και δικός μας.
Πράγματι, είναι εχθρός του Θεού κατά τον πιο οδυνηρό και δραματικό τρόπο, αφού εκτείνεται ακόμα και πάνω στον ίδιο τον Χριστό. Παρόλο όμως που είναι τόσο τρομερός εχθρός, το γεγονός ότι σ’ αυτόν παραδίδεται ακόμα κι ο Χριστός που είναι τέλειος Θεός και άνθρωπος, φανερώνει ότι ο θάνατος δεν υπάρχει χωρίς νόημα.
Ο θάνατος μπορεί να είναι συνέπεια της αμαρτίας αλλά δεν υπάρχει κάτι κακό καθαυτό μέσα στον ίδιο τον θάνατο που να βεβηλώνει το πρόσωπο του αποθανόντος.
Ο Χριστός πέθανε πάνω στον Σταυρό και κατήλθε στον άδη, αλλά δεν αμαυρώθηκε από την κοινωνία του με το μυστήριο του θανάτου.
Έτσι υπάρχει εδώ μία αντίφαση. Από τη μια μεριά ο θάνατος ως συνέπεια του κακού δεν θα έπρεπε να υπάρχει, κι οφείλουμε να τον νικήσουμε.
Από την άλλη μεριά μόνον ο θάνατος μας δίνει τη δυνατότητα να σπάσουμε τον αέναο κύκλο του διηνεκούς –και το διηνεκές είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την αιωνιότητα.
Εάν δεν υπήρχε θάνατος σ’ αυτόν τον κόσμο της αμαρτίας, του κακού και της φθοράς, σιγά-σιγά θα καταλήγαμε στον μαρασμό και την αποσύνθεση χωρίς να είμαστε σε θέση να ξεφύγουμε από τον τρόμο μιας τέτοιας καταστροφής.
Κάθε χρόνο το βράδυ της Ανάστασης και τις σαράντα μέρες που ακολουθούν ψάλλουμε «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας». Αλλά τι βλέπουμε;
Τον θάνατο ελεύθερο και ενεργό, τους ανθρώπους να πεθαίνουν όπως πρίν.
Δίνεται η εντύπωση ότι κηρύττουμε κάτι που γνωρίζουμε ότι είναι αναληθές.
Ωστόσο, καλό είναι να έχουμε κατά νού ότι ο θάνατος έχει δύο όψεις.
Από τη μια έχουμε τον σαρκικό θάνατο, αλλά έχουμε επίσης και τον θάνατο που νοείται ως χωρισμός από τον Θεό, ώς κάθοδος στον τόπο εκείνο όπου ο Θεός είναι απών, τον τόπο της οριστικής και ριζικής του απουσίας.
Αυτή η δεύτερη όψη του θανάτου είναι οπωσδήποτε η πιο οδυνηρή και σκληρή.
Ο Κύριος βίωσε και τις δύο όψεις του θανάτου. Επέλεξε να συμμεριστεί μαζί μας όλες τις συνέπειες του κακού –ακόμα και τον πλήρη χωρισμό του από τον Θεό.
Και παρόλο που ενσκήπτει στον τόπο όπου κατέρχονται όλοι όσοι έχουν απωλέσει τον Θεό, φέρει μαζί του την πληρότητα της θείας παρουσίας. έτσι, δεν υπάρχει πλέον τόπος όπου ο Θεός είναι απών.
Αυτό το γεγονός μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πώς μορφώνεται και η δική μας κατάσταση μετά τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού.
Μπορεί να πρέπει να υποστούμε έναν θάνατο προσωρινό, αλλά ο απόστολος Παύλος τον περιγράφει ως κοίμηση.
Δεν υπάρχει πλέον εκείνος ο θάνατος που ήταν ο τρόμος του ανθρώπου, ο οριστικός χωρισμός από τον Θεό.
Κατά αυτή την έννοια πράγματι ο θάνατος έχει νικηθεί από τον θάνατο. Ακόμα και τώρα –έστω δισταχτικά και σε στάδιο εμβρυακό- γινόμαστε κληρονόμοι της αιωνιότητας.
Όταν ανακαλούμε το παρελθόν, συχνά θλιβόμαστε γιατί στερήσαμε από την αγάπη μας πρόσωπα που πλέον δεν βρίσκονται δίπλα μας να αγαπήσουμε.
Υιοθετούμε αυτή την εντύπωση γιατί απλά στρεφόμαστε προς λάθος κατεύθυνση.
Εάν ο Θεός δεν είναι ο Θεός των νεκρών αλλά των ζώντων, τότε όλοι όσοι έφυγαν από τούτη τη γή, είναι ζωνταντοί εν Χριστώ.
Κι εμείς μπορούμε να στραφούμε προς αυτούς για συγχώρεση και μεσιτεία. Δεν είναι ποτέ αργά εάν αληθινά πιστεύουμε τον Θεό ως Θεό των ζώντων.
Και ποτέ δεν θα πρέπει να μιλούμε για την αγάπη μας σε χρόνο παρελθόντα.
Ο θάνατος του σώματος δεν διασπά την σχέση, αφού αυτή ήταν, είναι και θα παραμείνει ζωντανή ανάμεσα σε ανθρώπους που συναντήθηκαν και αγαπήθηκαν σε τούτη τη ζωή.
Ο θάνατος δεν είναι ποτέ το τέλος.
Συνεχίζουμε να ζούμε όταν πεθαίνουμε, ακόμα και σε τούτη τη γή, αφού κληρονομούμε τους καρπούς της επίγειας ζωής και ύπαρξής μας σε όσους ακολουθούν.
Και συνεχίζουμε να φέρουμε πάντοτε ευθύνη για την απήχηση της βιωτής μας.
Μητρ. Άντονυ του Σουρόζ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου