04 Ιανουαρίου 2010

Η πάλη με το σκοτεινό αίνιγμα



Πώς παρηγοριέται ο θάνατος ενός εικοσιεφτάχρονου παλικαριού; Επιτέλους, αν αιτία είναι ο αδυσώπητος παραλογισμός της φύσης, σφίγγεις τα δόντια και σκύβεις το κεφάλι στην αμείλικτη νομοτέλεια. Αλλά όταν ο θάνατος έρχεται από το χέρι ανθρώπου, αδίστακτου φονιά, από ποια λογική να αρπαχτείς, πώς να αντιπαλαίψεις τον ίλιγγο του πανικού;
Θα ήθελα -ο καθένας θα ήθελε- μιαν απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα ικανή να κριθεί για τον ρεαλισμό της από το κυρίως θύμα, που είναι ο γονιός. Τι θα είχαν να πουν οι γλαφυροί ιεροκήρυκες, οι ρήτορες ηθικολόγοι, οι σοφοί των σπουδαστηρίων της μεταφυσικής. Πώς παρηγοριέται ένας τέτοιος θάνατος με γλώσσα ανοιχτή στη δυνατότητα της εμπειρικής επαλήθευσης - όχι με νοησιαρχικές κατασκευές και παραμυθένιες διαφυγές στην ψυχολογική παραίσθηση.
Ας προσπαθήσει ο τολμητίας της απάντησης να βιώσει, έστω σαν άθικτος τρίτος, την εμπειρία που συμπυκνώνει αυτή η εξωφρενική απώλεια. Προτού αρθρώσει λόγο να βλέπει με ενάργεια μπροστά του ολόκληρη τη διαδρομή της βιωμένης σχέσης που βίαια και αναίτια διακόπηκε: Τη χαρά από την πρώτη αίσθηση της σύλληψης του παιδιού. Την προσμονή των μηνών της κύησης ώσπου να αναδυθεί στον κόσμο μας μια καινούργια ύπαρξη με τη δική της απόλυτη ετερότητα. Το πρώτο χαμόγελο, τα πρώτα τρεμάμενα βήματα, τα πρώτα στραπατσαρισμένα μιλήματα. Το ξεπροβόδισμα κάθε πρωί για το σχολειό, το ανέβασμα, χρονιά τη χρονιά, από τάξη σε τάξη, την αγωνία για τις δυσκολίες, τη χαρά για τις προόδους. Την έγνοια μετά για τις καίριες επιλογές, την είσοδο στο πανεπιστήμιο, τη μέρα που πήρε το πτυχίο, το άνοιγμα στις μεταπτυχιακές σπουδές. Ως τη στιγμή που το λεπίδι του φονιά μηδένισε αυτήν τη ζωή, τη ζυμωμένη, στιγμή προς στιγμή, με την ψυχή σου. Kαι έχεις μπροστά σου άψυχο κέλυφος την ύπαρξη που ανθοβολούσε.
Δεν έχει παρηγόρια ο θάνατος, είναι αδύνατο και αφύσικο να συμβιβαστούμε μαζί του. Σοφά οι πολύπειρες πνευματικές παραδόσεις συμβουλεύουν το πένθος, την άμεση αισθητή έκφραση της ανυπόφορης οδύνης. Είναι σκέτη παθολογία οι στωικοί παλικαρισμοί, η δήθεν ορθολογική ψυχραιμία. Αν υπάρχει απάντηση στη φρικτή αλογία, αν στο αδιαπέραστο σκοτάδι υπάρχει ενδεχόμενο να αναδυθεί φωτισμός, η πιθανότητα δεν βρίσκει ερείσματα στη διάνοια ούτε στον ναρκισσισμό της μηδενιστικής «αξιοπρέπειας».
Σε άλλους καιρούς οι άνθρωποι «ήξεραν» περισσότερα από μας για τον θάνατο και τη γνώση την αντλούσαν από τη σχέση, όχι από τη διάνοια. Ο Μακρυγιάννης μιλούσε με τους αγίους σαν να ήταν γειτόνοι του, τους ζήταγε ρουσφέτια και τους έταζε ανταλλάγματα. Ζούσε τη στέρεα σιγουριά ότι η ύπαρξή μας δεν καταλύεται με τον θάνατο, ότι η επίγεια βιοτή είναι μόνο πρόγευση της ολόκληρης σχέσης, της απερίσταλτης ζωής. Kαι αυτή την εμπειρικά βεβαιωμένη βιωματική σιγουριά την έζησαν γενιές γενεών. Σήμερα ο δικός τους τρόπος (να αντλούν γνώση από τη σχέση, από την έμπρακτη εμπιστοσύνη-πίστη, από την αυτοπροσφορά και αγάπη), μοιάζει για μας απροσπέλαστος. Είναι σα να σου λείπουν τα πόδια και να θέλεις να τρέξεις, σα να σου λείπει η γλώσσα και θες να τραγουδήσεις.
Πώς ξανασυλλαβίζει κανείς τη σχέση, πώς παραδίνεται δίχως αντιστάσεις στην εμπειρία της αυταπάρνησης που ίσως να ρίχνει φως στο σκοτάδι του θανάτου; Περισσότερο και από την αφελή αλλά εξουσιαστική της νοο-τροπίας φυσιοκρατία της νεωτερικότητας, μας εγκλώβισαν στην άσχετη επιβίωση οι γλαφυροί ιεροκήρυκες και οι ρήτορες ηθικολόγοι.
Αλλοτρίωσαν βάναυσα τον προβληματισμό για την ύπαρξη σε προβληματισμό για τη συμπεριφορά, υποκατέστησαν την οντολογία με τα ψυχολογήματα. Ακύρωσαν τη γλώσσα που προϋποθέτει τη σχέση και παραπέμπει στη σχέση, επέβαλαν τη γλώσσα που εξουσιάζει νοήματα. Μας έφτιαξαν βουβούς μπροστά στον θάνατο. Γιατί στα χείλη τους η «αγάπη» είναι ηθική εντολή για βολικότερη επιβίωση, όχι ενδεχόμενος τρόπος της ύπαρξης, όχι πιθανή ελευθερία της ύπαρξης από τις νευτώνειες αναγκαιότητες. (Δεν μας άφησαν ούτε τα περιθώρια ανυποταξίας στον χρόνο και στον χώρο που έχει μια «υπερχορδή» στο κβαντικό πεδίο).
Πριν από μια εβδομάδα υποτίθεται ότι «γιορτάζαμε» στον τόπο μας τα Φώτα: τον φωτισμό του σκοτεινού αινίγματος της ύπαρξής μας, όπως εμπειρικά τον μεταγγίζει από γενιά σε γενιά η βιωματική συνέχεια της πίστης. Kαι άκουγα τον προεστώτα της σύναξης, που υποτίθεται ότι λειτουργεί αυτήν τη μετάγγιση, να μας εξηγεί ποιον λέμε «Μεγάλο» Αγιασμό και ποιον «Μικρό» Αγιασμό, ποια τα νομικά προαπαιτούμενα για την πόση του αγιασμού και πότε παρέχεται «κατά συγκατάβασιν».
Νήπιος εγώ στην ανοχή ήθελα να κραυγάσω το ερώτημα που με έκανε να βρίσκομαι εκεί: «Πώς παρηγοριέται ο θάνατος ενός εικοσιεφτάχρονου παλικαριού, ποια γλώσσα μπορεί να δηλώσει εμπειρία νίκης καταπάνω στον θάνατο. Kαι όποιος δεν ξέρει να μιλήσει τέτοια γλώσσα, ας περιοριστεί ταπεινά στη σιωπή.
Δεν υπάρχει ίσως τραγικότερη επιλογή από το να εκπροσωπείς κατ’ επάγγελμα τη μεταφυσική. Να είσαι ένστολος φορέας απαντήσεων σε υπαρξιακά ερωτήματα που εσένα δεν σε βασανίζουν.
Τις προσδοκίες που οι άλλοι έχουν επενδύσει στο λειτούργημά σου να τις εκλαμβάνεις ως προνόμιο εξουσίας, και χρυσοστολισμένος να θεατρίζεσαι μαζί με τις κοσμικές εξουσίες, σε φολκλορικές φιέστες, όπου χειμερινοί κολυμβητές διαγωνίζονται να αλιεύσουν το άλλοτε σύμβολο κατάλυσης του θανάτου. Το μόνο ένδυμα που δικαιολογεί η πάλη με τα μεταφυσικά ερωτήματα, είναι το μαύρο του πένθους για τη φρικτή αλογία του θανάτου και για το δυσπρόσιτο της ρεαλιστικής πίστης στην αναίρεσή του. Τα χρυσοστόλιστα ενδύματα γίνονται γλώσσα και φανέρωση γιορτής, μόνο όταν η γιορτή είναι φωτισμός των σκοτεινών μας αινιγμάτων. Οταν δεν λειτουργεί γλώσσα που να απαντάει στον γονιό εικοσιεφτάχρονου αδικοχαμένου παλικαριού, ο χρυσοστολισμός είναι απάτη.
Αν το καλοσκεφθεί κανείς, θάνατος δεν είναι μόνο το μαχαίρι του αδίστακτου φονιά, είναι και η νέκρα των στερεότυπων συμβάσεων, η κατάποση της ζωής από τα ψυχολογικά παραισθησιογόνα. Kαι, δυστυχώς, από τον ίλιγγο της φρίκης μοιάζει πιθανότερο να φτάσεις στο άθλημα της σχέσης που κυοφορεί ελπίδα. Από τα ψυχολογικά παραισθησιογόνα των ρητορικών βεβαιοτήτων δεν φτάνεις ποτέ στον ρεαλισμό της πίστης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου