04 Ιανουαρίου 2010

Εμπειριών ανάγνωσμα! .. Σοφία! Πρόσχωμεν!

[...] Ξαφνικά ακούστηκε κάποιος θόρυβος και με κραυγές και γέλια άρχισε γρήγορα να μας πλησιάζει ένα πλήθος κάποιων απαίσιων Όντων.
«Δαίμονες!» σκέφτηκα. Το κατάλαβα μάλιστα πάρα πολύ γρήγορα και με έπιασε κάτι σαν τρόμος πού μέχρι τότε μου ήταν άγνωστος. Δαίμονες! Φαντάζομαι πώς ειρωνευόμουν και γελούσα αν κάποιος, λίγες μέρες, ακόμα και λίγες ώρες, νωρίτερα θα μου έλεγε ότι πιστεύει στην ύπαρξη τους και είδε με τα μάτια του τούς δαίμονες!

'Ως μορφωμένος άνθρωπος του τέλους του δεκάτου ενάτου αιώνα, με το όνομα αυτό, θεωρούσα τις κακές συνήθειες και τα πάθη του ανθρώπου. Γι' αυτό και ή λέξη αυτή δεν ήταν για μένα όνομα αλλά ένας όρος πού δηλώνει κάποια αφηρημένη έννοια και ξαφνικά αυτή «ή αφηρημένη έννοια» παρουσιάστηκε μπροστά μου σαν ζωντανό πρόσωπο! Και σήμερα ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω πώς και γιατί τότε αμέσως χωρίς καμία αμφιβολία αναγνώρισα στο πρόσωπό τους τούς δαίμονες. Είναι όμως σίγουρο ότι ο χαρακτηρισμός τους σαν δαίμονες ήταν για μένα τότε κάτι το τελείως παράλογο διότι, αν έβλεπα ένα τέτοιο θέαμα κάποια άλλη στιγμή, σίγουρα θα έλεγα ότι αυτό είναι μία μορφοποιημένη φαντασία, με απλά λόγια θα έλεγα οτιδήποτε άλλο εκτός από δαίμονες. Και δεν θα τούς καλούσα μ' αυτό το όνομα, επειδή, όπως είπα, δεν το θεωρούσα όνομα αλλά έναν όρο πού δηλώνει κάτι πού ούτε καν μπορούμε να το δούμε. Τότε όμως τόσο γρήγορα κατάλαβα ότι είναι δαίμονες, και το πράγμα αυτό ήταν για μένα τόσο φανερό, πού δεν υπήρξε λόγος ούτε και να το σκεφτώ. Σαν να αντίκρισα κάτι πού το ξέρω πολύ καλά από παλιά. Και επειδή, όπως έλεγα, τότε ο νους μου ενεργούσε πάρα πολύ γρήγορα, γι' αυτό και γρήγορα κατάλαβα ότι αύτή ή απαίσια όψη αυτών των όντων δεν ήταν ο πραγματικός τους εαυτός αλλά ένα τρομερό προσωπείο πού το φορούσαν πιθανώς με σκοπό να με τρομοκρατήσουν περισσότερο. Τότε ξύπνησε ή υπερηφάνειά μου. Αισθάνθηκα ντροπή και για τον εαυτό μου και για τον άνθρωπο γενικά, πού αυτά τα πλάσματα για να τον φοβερίσουν αυτόν πού τόσο μεγάλη ιδέα έχει για τον εαυτό του, χρησιμοποιούν τέτοιους τρόπους πού εμείς τούς χρησιμοποιούμε μόνο για τα μικρά παιδιά. Αφού μας περικύκλωσαν από όλες τις πλευρές οι δαίμονες φώναζαν και απαιτούσαν από τούς αγγέλους να με παραδώσουν σ' αυτούς. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να με αρπάξουν από τα χέρια τους, αλλά δεν τολμούσαν να το κάνουν. Από τις αισχρές κραυγές και τα ουρλιάσματα πού έβγαζαν ξεχώριζα κάποιες λέξεις και μερικές φορές και ολόκληρες τις φράσεις. - Είναι δικός μας, αρνήθηκε τον Θεό, - ξαφνικά φώναξαν όλοι με μία φωνή και ταυτόχρονα όρμησαν πάνω μου. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου. «Είναι ψέμα! αυτό δεν είναι αλήθεια!», ήθελα να τούς απαντήσω. Όταν ξαναβρήκα τον εαυτό μου, και όμως ή μνήμη μου έδεσε την γλώσσα. Με έναν τρόπο ακατανόητο θυμήθηκα ξαφνικά ένα ασήμαντο περιστατικό πού συνέβη τόσο παλιά, την εποχή πού ήμουν νέος, και πού το ξέχασα σχεδόν εντελώς.[...]



2
Στην Καλύβα «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» της Αγίας Άννης Αγίου Όρους ασκήθηκε με άκρα υπακοή και ταπείνωση ο μοναχός Ευλόγιος ο οποίος τελειώθηκε στα 1885 σε ηλικία 95 ετών. Κατά κοινή ομολογία των Πατέρων της Σκήτης ο Γέρο-Ευλόγιος, πριν ακόμη παραδώσει την ψυχή του, δέχθηκε τα εναέρια πνεύματα σε μία φρικτή απολογία, ή όποία διήρκεσε 24 ώρες. Οι πάντες έβλεπαν τον μελλοθάνατο αδελφό να κινεί το κεφάλι του πότε δεξιά και πότε αριστερά και συγχρόνως ν' απολογείται στις εναντίον του κατηγορίες των δαιμόνων με τις ερωτήσεις: «Που, πότε; Πού, πότε;». Αυτό γινόταν συνέχεια χωρίς διακοπή. Πολλοί από τούς παριστάμενους δοκίμασαν να κρατήσουν το κεφάλι του, ώστε να μη κινείται συνεχώς, αλλά στάθηκε αδύνατον. Πολλές φορές έλεγε: «Όχι, δεν έγινε Αυτό, λέτε ψέματα, για εκείνο πού με κατηγορείτε, έκανα μετάνοια. και πάλι συνέχιζε: «Που, πότε;». Έτσι, χωρίς να ειπεί τίποτε στους άλλους μοναχούς, παρέδωσε το πνεύμα, χωρίς καμία άλλη πληροφορία.



3
Από το βίο του αγίου Αντωνίου

Κάποια μέρα, στις τρεις το απόγευμα, ο άγιος, Αντώνιος ετοιμαζόταν να φάει. Καθώς σηκώθηκε να προσευχηθεί, ένιωσε τον εαυτό του ν' αρπάζεται νοερά και το περίεργο είναι ότι, ενώ στεκόταν, έβλεπε την ψυχή του σαν να έχει βγει από το σώμα και να οδηγείται από κάποιους στον αέρα. Έπειτα έβλεπε άλλους, φοβερούς και μοχθηρούς, να στέκονται στον αέρα και να θέλουν να εμποδίσουν τη διάβασή του. Εκείνοι όμως πού τον οδηγούσαν αντιδικούσαν μ' αυτούς πού ζητούσαν λόγο, μήπως ήταν υπεύθυνη απέναντί τους για κάτι. και ενώ ήθελαν να κάνουν έλεγχο της ζωής του από τον καιρό πού γεννήθηκε, οι οδηγοί του Αγίου Αντώνιου τούς εμπόδιζαν, λέγοντας:
- ο Κύριος του έσβησε όλες τις αμαρτίες από τη γέννησή του. Μπορείτε να λογαριάσετε μόνο όσα έπραξε αφότου έγινε μοναχός και αφιερώθηκε στό Θεό.
Τότε, επειδή τον κατηγορούσαν χωρίς να μπορούν ν' αποδείξουν τις κατηγορίες, ο δρόμος του έγινε ελεύθερος και ανεμπόδιστος και αμέσως είδε την ψυχή του να επιστρέφει, κι ένιωσε να συνέρχεται και να γίνεται πάλι ο 'Αντώνιος, όπως ήταν πρώτα.
Ξέχασε τότε να φάει και πέρασε την υπόλοιπη μέρα κι όλη τη νύχτα με στεναγμούς και προσευχές. Έμενε εκστατικός, καθώς αναλογιζόταν με πόσους έχουμε να παλέψουμε και με τι κόπους πρέπει κανείς να περάσει την εναέρια διάβαση (ώσπου να φτάσει στον ουρανό). και σκεφτόταν ότι αυτό εννοούσε ο απόστολος Παύλος όταν έλεγε, «κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος» (Έφ. 2:2). Γιατί ή εξουσία του εχθρού αυτή είναι να πολεμάει και να προσπαθεί να εμποδίσει όσους περνούν από τον εναέριο αυτό δρόμο. Συμβούλευε λοιπόν συνεχώς: "Φορέστε την πανοπλία του θεού, για να μπορέσετε ν' αντισταθείτε την πονηρή μέρα, ώστε να καταντροπιαστεί ο εχθρός, αφού δεν θα έχει να πει κανένα κακό εναντίον μας" (Έφ. 6:13. τι τ. 2:8).


4
Του αββά Ισαάκ

Ο Σωτήρας ονομάζει «πολλάς μονάς Του Πατρός» (πρβλ. !ω. 14:2) τις πνευματικές βαθμίδες αυτών πού κατοικούν σ' εκείνη τη χώρα, δηλαδή τις ποικιλίες (των πνευματικών χαρισμάτων) πού απολαμβάνει ο νους τους. με τη φράση «πολλάς μονάς» (ο Κύριος) μίλησε όχι για τη διαφορά των τόπων, αλλά για την τάξη των χαρισμάτων. και όπως ο καθένας απολαμβάνει τον αισθητό ήλιο ανάλογα με την καθαρότητα πού έχει ή οπτική του δύναμη και αντίληψη, (και όπως από ένα λυχνάρι πού φέγγει σ' ένα σπίτι ή λάμψη φαίνεται διαφορετική στον καθένα) χωρίς το φως νά μοιράζεται σε πολλές λάμψεις, έτσι και στον μέλλοντα αιώνα όλοι οι δίκαιοι θα μένουν μαζί σ' έναν τόπο, αλλά ο καθένας θα φωτίζεται και θα ευφραίνεται από τον νοητό Ήλιο, ανάλογα με την αξία και τα μέτρα της δικής του καθαρότητας

5
Έλεγε ο μακάριος Θεόφιλος ο αρχιεπίσκοπος.
Πόσο φόβο και τρόμο και βία δοκιμάζει ή ψυχή όταν χωρίζεται από το σώμα! Γιατί καταφτάνουν σ' αυτήν τότε όλοι οι άρχοντες και οι εξουσιαστές τού σκοτεινού κόσμου και της παρουσία ζουν όσα αμαρτήματα έκανε - συνειδητά ή από άγνοια - από τη γέννησή της μέχρι την τελευταία εκείνη στιγμή πού φεύγει από το σώμα. Στέκονται λοιπόν και την κατηγορούν με δριμύτητα.
Αντιμέτωπες σ' αυτούς όμως στέκονται και οι άγιες δυνάμεις, αντιπροτείνοντας τα καλά έργα πού τυχόν έκανε ή ψυχή. Σ' αυτή τη μεγάλη στενοχώρια, μπροστά σ' ένα τέτοιο αδέκαστο κριτήριο και σε μία τόσο φοβερή εξέταση, φαντάζεσαι τι τρόμο και αγωνία θα έχει ή ψυχή; δεν μπορεί λόγος να διηγηθεί ή νους να συλλάβει το φόβο εκείνο της ψυχής, ώσπου νά τελειώσει ή δίκη και να βγει ή απόφαση από τον δίκαιο Κριτή.
Κι αν μεν της δοθεί ελευθερία, αμέσως οι εχθροί ντροπιάζονται και ή ψυχή αρπάζεται απ' αυτούς και χωρίς κανένα εμπόδιο οδηγείται και τοποθετείται στην ανεκλάλητη εκείνη χαρά και δόξα. Αν όμως έζησε με αμέλεια και δεν κριθεί άξια για την ελευθερία, θ' ακούσει τη φρικτή εκείνη φωνή: «Άρθήτω ο ασεβής, ίνα μη Ίδη την δόξα Κυρίου» «Ης. 26:10). Τότε αρχίζει γι' αυτήν ή ήμέρα της οργής, της θλίψεως και της ατέλειωτης οδύνης. Παραδίνεται ατό σκότος το εξώτερο, βυθίζεται στον Άδη, καταδικάζεται στην αιώνια φωτιά, όπου θα κολάζεται στους απέραντους αιώνες. που είναι τότε οι κοσμικές επιδείξεις και οι κομπασμοί; που ή κενοδοξία και ή καλοπέραση και ή απόλαυση της μάταιης και ακατάστατης αυτής ζωής; που είναι τα χρήματα; που ή σπουδαία καταγωγή; που Ο πατέρας η ή μητέρα η οι αδελφοί η οι φίλοι; Ποιος απ' αυτούς θα μπορέσει νά γλιτώσει την ψυχή πού κατακαίγεται στη φωτιά και δεινοπαθεί από τόσες απερίγραπτες τιμωρίες;



6
Ο θάνατος δεν συγκλονίζει τον πιστό χριστιανό, αλλά τον κάνει περισσότερο προσεκτικό στην επίγεια ζωή του με τη διαφύλαξη στην καρδιά του των εντολών του Θεού. Διότι γνωρίζει ότι εκείνος που τηρεί το θέλημα του Θεού θα αντικρίσει το Φως του Θεού για να ξεκουράσει την ψυχή του από τις επιθέσεις του διαβόλου και τις συνεχείς για τη διατήρηση του καλού μάχες του εαυτού του. Δεν αγωνιά μπροστά στο θάνατο του άλλου, αλλά συναισθάνεται το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού σε εκείνον που έχει μετάνοια και ταπείνωση στη ζωή του.


7
[...]από το Νου του Θεού (Ο) εισερχόμαστε στο 4 (τον χωροχρόνο) και εξερχόμενοι από τον χωροχρόνο (4) είθε να μην εξέλθουμε κενοί από σταυρικά - αναστάσιμα βιώματα, αλειτούργητοι, ασυγχώρητοι και ακοινώνητοι, ώστε να επανεισαχθούμε πλήρεις στην Αγάπη Του Θεού, σωσμένοι – ολοκληρωμένοι (Ο). Γι' αυτό και ορίζονται με πλήρη και αναφαίρετη γνώση και ελπίδα τα μεσοδιαστήματα προς πλήρη ένταξη στη μία και στην άλλη κατάσταση, με τα 40 του νεογέννητου και τα 40 του νεκρού, ενθυμούμενοι πως αν πεθάνουμε πριν πεθάνουμε, δεν θα πεθάνουμε όταν θα πεθάνουμε. …και αγιογραφικά, …ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνει ζήσεται…

Είθε ο καλός Θεός να μας προσθέτει πίστη, η καλή μας Παναγία να μας νουθετεί (εμάς τους συληθέντας το νου…) και ο Τίμιος Πρόδρομος να μας παράσχει αφορμές μετανοίας… προσ-ήλωσης (σταύρωσης) στα άνω που αναλόγως αυτής ακινητοποιείται η δράση του νόμο της φθοράς στα μέλη μας, ώστε να μην ενεργείται δι ημών και κατά ημών, η φαντασία και η αμαρτία…, στενοχωρώντας και σταυρώνοντας (με την άτακτη ζωή μας) Τον Κύριο, που αίρει από μακροθυμία τα αμαρτήματά μας. Αμήν

8
Ο μοναχός ζούσε αμελέστατα, χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για την ψυχή του. Κάποτε όμως αρρώστησε τόσο βαριά πού έφτασε στο σημείο να φαίνεται νεκρός για μία ώρα περίπου. Μετά συνήλθε και παρακάλεσε όσους ήταν εκεί να φύγουν και να τον αφήσουν μόνο. Έκτισε τότε την πόρτα τού κελιού του κι' έμεινε κλεισμένος μέσα δώδεκα oλόκληρα χρόνια, χωρίς να μιλήσει ποτέ με κανένα και χωρίς να φάει τίποτ' άλλο πέρα από ψωμί και νερό. Συλλογιζόταν ακατάπαυστα εκείνα πού είδε στην έκστασή του την ώρα πού φαινόταν σαν νεκρός. Μόνο σαν πλησίασε η ώρα τού θανάτου του, οι άλλοι αδελφοί γκρέμισαν τη χτισμένη πόρτα και μπήκαν μέσα. Η έκφραση τού προσώπου του δεν άλλαξε όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν συνεχώς σαν αφηρημένος, κι' από τα μάτια του έτρεχαν θερμά δάκρυα. Μετά από πολλές ικεσίες, κατόρθωσαν να τού πάρουν αυτά τα λόγια: «Συγχωρέστε με, αδελφοί! Όποιος γνώρισε τι σημαίνει μνήμη θανάτου δεν θα μπορέσει πια να αμαρτήσει!». Οι αδελφοί θαύμαζαν, βλέποντας τον άλλοτε αμελέστατο Ησύχιο να έχει μεταμορφωθεί τόσο ανέλπιστα. Όταν πια ξεψύχησε, τον έθαψαν στο κοιμητήρι. Μα ύστερα από λίγες μέρες το λείψανό του είχε εξαφανιστεί. Με το θαυμαστό αυτό σημείο τής σωματικής μεταστάσεως, o Κύριος φανέρωσε σε όλους, όσους θα αποφασίσουν να διορθωθούν μετά από μεγάλη αμέλεια, πόσο ευάρεστα δέχτηκε την μετάνοιά του.

ιστορία τού Ησυχίου τού Χωρηβίτη, για τον oποίον γράφει o άγιος Ιωάννης τής «Κλίμακος» στον έκτο λόγο του

9
Ο Θεός δεν επιθυμεί το θάνατο του αμαρτωλού, όπως ομολογεί δια του στόματος του προφήτη Ιεζεκιήλ «Ου βούλομαι τον θάνατον του ασεβούς» (λγ΄ 11), αλλά ζητά την επιστροφή του ως του τελώνη και του ασώτου, για να ζήσει αιώνια στους κόλπους του παραδείσου και να ευφρανθεί με τα ουράνια αγαθά αυτού. Γι’ αυτό ο Κύριος μας παρακαλεί με αγάπη: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ια΄ 28). Ο θείος λόγος Του είναι γεμάτος έλεος, που μας τονίζει να μην απελπιζόμεθα από τις αμαρτίες μας, αλλά να τρέχουμε σ’ Αυτόν όπως ο ασθενής στον καλό γιατρό για να τον θεραπεύσει. Η θεία χάρη νικά οποιαδήποτε αμαρτία αν υπάρχει ειλικρινής μετάνοια, απομακρύνει τον άνθρωπο από την κόλαση και δεν τον αφήνει να αμαρτάνει πλέον.

10
Φθάσαμε σε μια λαμπρή τοποθεσία. Υπήρχε εκεί ένα άλλο θαυμαστό παραπέτασμα, πού έμοιαζε με πολύ λαμπρό και καθαρό ήλεκτρο. Κάποιο χέρι το παραμέρισε και μας έδειξε να περάσουμε. Μέσα σ' αυτό συναντήσαμε αναρίθμητο πλήθος αγίων αγγέλων. Τα πρόσωπα τούς φλογερά, έλαμπαν από μακριά πιο πολύ από τον ήλιο. Είχαν σταθεί με ταξί και πολλή κοσμιότητα με τα άϋλα αναστήματα τους, μετέωροι σ' εκείνο το τρομερό ύψος. Στα χέρια κρατούσαν φοβερά σκήπτρα. Σχημάτιζαν αναρίθμητες λεγεώνες παρατεταγμένες δεξιά και αριστερά. «Όταν σηκωθεί κι αυτό το παραπέτασμα, μου είπε ο οδηγός μου δείχνοντας το, θα δεις τον Υιό του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Πατρός. Να πέσεις να τον προσκύνησης. Ό νους σου να είναι όλος προσηλωμένος σ' Εκείνον, για ν' ακούσης Τι θα σου πει».

Ενώ άκουγα τις συμβουλές του, κοιτάζω το παραπέτασμα και βλέπω ένα μεγαλόπρεπο περιστέρι να κατεβαίνει και να κάθεται πάνω σ' αυτό. Το κεφάλι του ήταν σαν από χρυσάφι, το στήθος πορφυρό, τα φτερά λαμπερά σαν φλόγα, τα πόδια λευκά, ενώ τα μάτια τόξευαν φωτεινές ακτίνες. Καθώς απολάμβανα την ομορφιά του, ξαφνικά πέταξε στα ύψη. Ενώπιος ενωπίω Παραμερίσθηκε κι αυτό το παραπέτασμα, και βλέπω τότε στο αχανές εκείνο ύψος, πού καταπλήττει κάθε νου και διάνοια, θρόνο φοβερό, υπερυψωμένο. Κανείς δεν τον κρατούσε, κρεμόταν μετέωρος. Από μέσα έβγαιναν φλόγες πιο λευκές κι από το χιόνι. Επάνω στον θρόνο άστραφτε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Φορούσε βαθυκόκκινα και ολόλευκα ενδύματα. Ή λαμπρότης του όμως από συγκατάβαση στη δική μου αδυναμία- ήταν περιορισμένη. Είδα λοιπόν την θεανθρώπινη ευπρέπεια και ωραιότητα Του.

Ήταν σαν να βλέπει κανείς τον ήλιο να σκορπίζει χαρούμενα τις πρώτες ακτίνες της ανατολής. "Έπεσα και τον προσκύνησα τρεις φορές. Προσπάθησα ν' ανασηκωθώ και ν' αντικρίσω πάλι την ωραιότητα Του, την πύρινη λαμπρότητα της δυνάμεως Του, αλλά δεν μπόρεσα. Με είχε κυριεύσει ανέκφραστος φόβος, φρίκη και χαρά. Μέσα άπ' αυτό το φως ακούσθηκε μια φωνή, πού με τον δυνατό της ήχο έσχιζε τον αέρα. Ήταν μελιστάλακτη, ήμερη και γλυκεία. Μου είπε τρεις λέξεις. Το νόημα τους το κατάλαβα και δοκίμασα πρωτόγνωρη πνευματική ηδονή. Σε λίγο μου είπε άλλες τρεις λέξεις, πού μόλις τις άκουσα γέμισε ή καρδιά μου από θεϊκή χαρά. Κατόπιν μου είπε για τρίτη φορά άλλες τρεις και ξαφνικά ακούσθηκε ισχυρή δοξολογική κραυγή από τα αγγελικά στρατεύματα: "Άγιος, "Άγιος, "Άγιος.

Κατάλαβα ότι αυτό έγινε για μένα. Ή δοξολογία τους βέβαια είναι ακατάπαυστη. Εκείνη όμως ή εξαίσια μελωδική κραυγή ήταν για την εύνοια, πού τόσο πλούσια έδειξε σ' έμενα ο Δεσπότης Χριστός. Μόλις άκουσα αυτές τις ανέκφραστες και θεϊκές λέξεις, κατέβηκα αμέσως με τον ίδιο τρόπο πού ανέβηκα. Ήρθα πάλι στον εαυτό μου και είδα πώς βρέθηκα στον κήπο, άπ' οπού είχε γίνει ή αρπαγή μου. Αναλογιζόμουν με απορία τα όσα μου συνέβησαν. Που ήμουν και που βρέθηκα! Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς πήγα σ' εκείνον τον θεϊκό τόπο. Φέρνοντας στον νου μου όσα είδα εκεί και άκουσα, μονολογούσα: «"Άραγε έχει έρθει και άλλος εδώ ή μόνο εγώ;».

ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου