30 Απριλίου 2012

Έκλογές Μαή 2012


«Ποίηση είναι το χρυσό δίχτυ όπου τα πράγματα σπαρταρούν σαν ψάρια»



Καλώς ήρθατε στο FACEBOOK!


Καλώς ήρθατε στο FACEBOOK! Όπου όλες οι αγάπες είναι “TEΛEIEΣ”.. Όπου οι περισσότεροι το παίζουν κάποιοι, ότι ζούνε “καλά” και μερικοί πως ειναι “ερωτευμένοι”.. Όπου οι εχθροί είναι αυτοί που επισκέπτονται περισσότερο το profile σου.. Όπου οι ΠΡΩΗΝ φίλοι σας κάνουν block.. Όπου οι παλιές αγάπες, σβήνονται απλά με ένα delete..Και όσοι σε κάνουν add στο παίζουν συμπαθητικοί μα στο δρόμο ούτε καν “ΓΕΙΑΑ!!” Όπου ένα απλό γειά και ένα απλό comment γίνετε μια καινούργια σχέση..

 
Νεο Facebook: Η δικαίωση του Όργουελ!

Σίγουρα οι πιο πολλοί θα έχετε ακούσει σχετικά με τη νέα εμφάνιση του Facebook που έρχεται σ’ ελάχιστες ημερες. Όλο αυτό έρχεται συσκευασμένο με μια σχετικά νέα εμφάνιση, ιδιαίτερα στο προφίλ, καθώς στο επανω μέρος θα υπάρχει πλέον μια μεγάλη εικόνα, επιλογή του χρήστη και με αλλαγές στις πλαινές του στήλες (side bars). Αυτά βέβαια είναι στην ουσία προς εντυπωσιασμό των χρηστών και κατ’ ουσία να τους κάνουν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το Facebook και μαλιστα ακομα περισσότερο, παρακινώντας τους εμμέσως πλην σαφώς, να δημοσιεύουν περισσότερα προσωπικά δεδομένα.
Προφητικά, δεκαετίες πριν, όταν ο Όργουελ, έγραφε για τον Μεγάλο Αδελφό, σίγουρα δεν εννοούσε την τηλεοπτική εκπομπή, μα αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει πλέον. Υπηρεσίες όπου οι χρήστες οικειοθελώς θα παραχωρούν προσωπικά τους δεδομένα και με δεδομένο πως αυτοί οι άνθρωποι στην συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα πως όλα αυτά τα δεδομένα τους, μπορεί να καταλήγουν σε τρίτα πρόσωπα και μαλιστα με τον οποιοδήποτε τρόπο.
Αυτό κάνει λοιπόν και η νέα “αναβάθμιση” του Facebook. Έχει την εντυπωσιακή ονομασία TimeLine, τ’ οποίο είναι μια συνολική επισκόπηση των κινησεών μας.
 
 TimeLine? Τι είναι αυτό?
Πριν πούμε αναλυτικότερα τι ακριβώς είναι, πιστευω πως θα το καταλάβετε, όσοι έχετε δει την ταινία The Network, θα θυμόσαστε πως ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ δημιούργησε την πλατφόρμα του Facebook ωστε να παρακολουθεί την γκόμενά του.
Πολύ λογικό αν το σκεφτείτε έτσι? Το έναυσμα δηλαδη, για την δημιουργία του Facebook ήταν εμμέσως πλην σαφώς η ρουφιανιά (και τα παράγωγα της, βέβαια).
Ωραία, τώρα θα καταλάβετε και τον τρόπο του TimeLine, έχοντας κατά νου το παραπάνω.
Ας δούμε πως το ωραιοποίησε ο ίδιος ο Ζούκερμπεργκ, σε πρόσφατη παρουσίαση των νέων χαρακτηριστικών του Facebook:
«Πολλοί άνθρωποι ξοδεύουν χρόνια από τη ζωή τους καταγράφοντας την ιστορία της ζωής τους και δεν έχουν τρόπο να την μοιραστούνε».
Παρακαλώ? Δεν κατάλαβα…
Nα το πούμε πιο απλά, το TimeLine, έρχεται για να καταγράψει τόσο προηγούμενες δημοσιεύσεις μας και multimedia αρχεία που έχουμε σηκώσει (φωτογραφίες, βιντεο, ηχητικά).
Και ακομα πιο απλά, θα κάνει μια συνολική καταγραφή και επισκόπηση των κινήσεών μας, έτσι ωστε να είναι συγκεντρωμένη ολοκληρη η πορεία μας (και η ζωή κάποιων, ίσως?).
Σε αυτό θα βοηθήσουν και τα νέα Lifestyle Αpps (πού πήγα, πού βρίσκομαι τώρα και με ποιόν, τι είδα, τι άκουσα, τι διάβασα, κλπ) τα οποία σαν ενσωματωμένα στο Timeline θα μπορούν αργότερα να συνοψίσουν την ιστορία της ζωής μας.
«Είναι ένα δοχείο αρκετά μεγάλο για να κρατήσει όλη τη ζωή σας», λέει ο αντιπρόεδρος του Facebook, Κρις Κοξ, όλο περηφάνια, νομίζοντας πως αυτό μας κάνει να χοροπηδάμε από την χαρά μας.
Άρα? Τι κανουμε? Δεν χρησιμοποιούμε το Facebook?
Αυτό σίγουρα δεν μπορώ εγώ η κάποιος άλλος να σας το προτείνει. Άλλωστε υποτίθεται πως είμαστε νοήμονες άνθρωποι και εμείς κανονίζουμε την χρήση του κάθε εργαλείου η υπηρεσίας. Το Facebook, κάλλιστα μπορεί να είναι ένα εργαλείο, ωστε να έχουμε μια επαφή με φίλους, συγγενείς δικούς μας ανθρώπους που βρίσκονται μακρυά. Και αυτό βέβαια μπορεί να γίνει σε εντελώς ιδιωτικό πλαίσιο, χωρίς να το βλέπουν όλοι.
Η αν είσαστε διασημότητες (η όσοι νομίζουν πως είναι), σαφώς και δεν θα έχουν καποιο πρόβλημα να δημοσιεύουν όποια προσωπικά τους δεδομένα θέλουν.
Να έχετε υπόψη σας και καποια δεδομένα όμως το Facebook, τα εκμεταλλεύεται και σίγουρα με τρόπους που του αποδίδουν τεράστια κέρδη.
Ο πιο “αθώος” είναι η πώληση των στοιχείων σας σε διαφημιστικές εταιρείες, προκειμένου να σας παρέχουν στοχευμενες διαφημίσεις.
Βέβαια αθώος δεν είναι καθώς ήδη τα στοιχεία σας έχουν κυκλοφορήσει και είναι πλέον ανεξέλεγκτη η διάδοση τους και του σε ποια χέρια θα βρεθούν. Άλλωστε κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι κρύβεται πίσω από την βιτρίνα μια διαφημιστικής εταιρείας.
 
 
Θεωρίες συνωμοσίας, δηλαδη?
Καθόλου θεωρίες. Ήδη με το Facebook, έχουν την πιο άριστη σχέση οι μυστικές υπηρεσίες όλου του κόσμου και των καθεστώτων.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σε αυτό. Άλλωστε το Facebook, είναι ένας κολοσσός με στρατιές νομικών και τεχνικών. Για θυμηθείτε, μόλις αποχώρησε η Google, από την Κίνα, λόγω των διαφωνιών με την Κινεζική Κυβέρνηση για άμεση παραβίαση προσωπικών δεδομένων (τα χαλασανε στη πορεία βέβαια, αφου στην αρχή τα είχαν βρει), έσπευσε το Facebook!
Το τι συμφωνίες έχει κάνει το Facebook, με την (μη δημοκρατική) Κινεζική κυβέρνηση, δεν ξέρω αν θα το μάθουμε κάποτε, μα κάνεις δεν αμφιβάλλει πως έχει κάνει συμφωνίες οι οποίες στην ουσία βοηθούν το εκεί καθεστώς στους σκοπούς του.
Ζώντας σε εποχές όπου το ζητούμενο είναι η πληροφορία και οι βάσεις δεδομένων, αναλογιστείτε αυτήν του Facebook, όταν έχει800 εκατομμύρια χρήστες και οι περισσότεροι από τους μισούς εξ’ αυτόν είναι καθημερινοί χρήστες και έχουν κατά μέσο όρο 130-140 φίλους.
Θυμηθείτε και τι (καθόλου τυχαία), συμβαίνει σε κάθε αναβάθμιση του Facebook. Χάνονται εντελώς οι ρυθμισεις ασφαλείας που έχουμε κάνει και μόνο αυτές, αφήνοντας το προφίλ μας με όλα τα δεδομένα εκτεθειμένα. Όχι λίγες φορές έχει συμβεί τα προφίλ να είναι ορατά σε όλους, ακομα και αν οι χρήστες δεν το έχουν επιλέξει. Άλλωστε πάντα αυτό συμβαίνει εν’ άγνοια των χρηστών.
Ανησυχητική ιδιαίτερα είναι και η ενεργή ανάμειξη της Microsoft στο Facebook και πολύ ενεργά τελευταία.
Το ειπαμε και πριν. Το παν είναι τα δεδομένα. Οι τεράστιες βάσεις δεδομένων.
Εμείς ας πούμε σαν osarena, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια μεγάλη βάση δεδομένων για τον χώρο μας (Ανοιχτό Λογισμικό, Linux, Android). Το ίδιο και άλλες σελίδες στο είδος της η κάθε μια. Αυτό βέβαια το κανουμε με τ’ αρθρα μας (κειμένου η multimedia).
H διαφορά όμως είναι πως το Facebook, Microsoft, κλπ, ΔΕΝ κάνουν το ίδιο. Μα συλλέγουν τα προσωπικά δεδομένα μας, δημιουργώντας με αυτόν το τρόπο τεράστιες βάσεις δεδομένων, με ΟΧΙ δικό τους υλικό η την όποια ιδιοκτησία. Και χωρίς την άδεια μας φυσικά (συνδεθείτε με τα Windows στο web για παράδειγμα και δείτε σε ποιους και πόσους σερβερ αποστέλλονται τα δεδομένα σας. Θα εκπλαγείτε).
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές οι πρώτες αλλαγές στο Facebook, έχουν αρχισει να γίνονται.
H γνώμη μου είναι να ρίξετε μια ματιά σε παλιά σας multimedia αρχεία και δημοσιεύσεις και ν’ αρχίσετε να διαγράφετε (αν και στο Facebook, στην βάση του έστω, τα πάντα μένουν, άρα μην εκπλαγείτε αν καποια στιγμη τα δείτε να εμφανίζονται “δια μαγείας”).
Οι καιροί είναι πονηροί. Αν δείτε πιο προσεκτικά τα πάντα έχουν έχουν μια τάση να συσσωρεύονται σε λίγους (χρήμα, δεδομένα, εξουσία).
Η δημοκρατία μας (σε παγκόσμιο επίπεδο), απέδειξε πως είναι κούφια και ψεύτικη. Οι κυβερνώντες των τελευταίων ετων στην ουσία είναι πιόνια των λίγων. Και τα πιόνια αυτό θα κάνουν τα πάντα να διατηρήσουν τα προνόμια τους.
Πλέον η δίκη μας “δημοκρατία”, έβγαλε την μάσκα της και φέρεται σαν καθεστώς. Κοινοβουλευτικό καθεστώς, καθώς δεν μιλάμε μόνο για την αυτή τη στιγμη κυβέρνηση.
Σίγουρα θα βρουν τρόπο να επιβάλλον καποια φίμωση στο Internet (αν και ειναι δυσκολο να υπαρξει και η απόλυτη φίμωση. Στο editorial Οκτωβρίου, σε λίγες ημερες, θα διαβασετε μια ενδιαφέρουσα ιστορία, σχετική με το θέμα).
Γι’ αυτούς είμαστε ασήμαντοι και απλά προιόντα εκμετάλλευσης. Υπηρεσίες όπως του Facebook που έχουν συσσώρευση πλούτου και δεδομένων θα είναι στο πλευρό των καθεστώτων, δίνοντας τα οποιαδήποτε στοιχεία, τα οποία στην πορεία ο καθένας μπορεί να τα χρησιμοποιήσει και ερμηνεύσει όπως θέλει.
-Άλλωστε ποτέ το Facebook δεν έκανε και ούτε θα κάνει τόσο γνωστά τα δικαιώματα των χρηστών (υπαρχουν άραγε?), ούτε ποτέ θα τους πει πως με αυτά τα διάσπαρτα στο Internet κουμπάκια Like και Follow, παρακολουθεί (και) την πλοήγηση τους (δείτε το και απαλλαγείτε από αυτό, μ’ ένα add-on).
Άλλωστε το Facebook, ενδιαφέρεται ακομα και για την παραμικρή λεπτομέρεια για εμάς (δείτε πως).
-Απαλλαγείτε και από τις εφαρμογές που παραβιάζουν το απόρρητο που έχετε ορίσει, εν γνώση φυσικά του Facebook.
Εν κατακλείδι:
Ανωνυμία στο Internet έτσι κι’ αλλιώς δεν υπάρχει. Αλλιώς όμως να είμαστε έρμαια παρακολούθησης από μυστικές υπηρεσίες, διάφορες εταιρείες, με κίνδυνο υπαρκτό να μπλεξεις από τη μια στιγμη στην άλλη και αλλιώς να διαχειριζόμαστε εμείς τα δεδομένα μας όπως θελουμε.
 

Δεν ξέρουμε αν κατάλαβε ο… «πειραστής» ξένος την απάντηση του ποιητή, ο οποίος εξυμνεί την μάνα τη Ρωμηά και την οικογένεια, πριν αυτή ανοίξει τα πορτοπαράθυρά της και εισβάλλουν στο ευλογημένο καταφύγιο του Γένους, ο μαγαρισμένος αγέρας του δήθεν εξευρωπαϊσμού μας. Και η κρίση «τηγανίζει» και ταλανίζει κυρίως την οικογένεια...


Κάποτε πλησίασε τον τροπαιούχο νομπελίστα μας ποιητή Γιώργο Σεφέρη, ένας ξένος διαπρεπής συνομιλητής, «πειράζων αυτόν και λέγων»:

«Μα πιστεύετε σοβαρά ότι είστε πραγματικά απόγονοι του Λεωνίδα και του Θεμιστοκλή;».

Απαντά ο Σεφέρης:


«Όχι, είμαστε απόγονοι μονάχα της μάνας μας, που μας μίλησε Ελληνικά, που προσευχήθηκε ελληνικά, που μας νανούρισε με παραμύθια για τον Οδυσσέα, τον Ηρακλή, τον Λεωνίδα και τον Παπαφλέσσα, και ένιωσε την ψυχή της να βουρκώνει την Μεγάλη Παρασκευή, μπροστά στο ξόδι του νεκρού Θεανθρώπου»

Η αρραβωνιατικιά του Α. Διάκου


Είναι γνωστό σε όλους μας η παλικαριά, η λεβεντιά κι η ομορφάδα όσο και η προσφορά του ήρωα Θανάση Διάκου στον μεγάλο αγώνα για την Πατρίδα. Νεαρός εγκατέλειψε το ψαλτήρι και βγήκε στο κλαρί μαζί με άλλους αρματολούς και κλέφτες για τη λευτεριά της Δωρίδας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Νικόλαος Μασσαβέτας.
Για την «προσωπική ζωή» του ήρωα της Αλαμάνας έχουν γραφτεί πολλά ως τώρα. Όχι μονάχα από τους παλιούς μα κι από τους νεότερους και γραφτές μαρτυρίες, στοματικές παραδόσεις, ακόμα και δημοτικά τραγούδια μας κάνουν να πιστεύουμε πως ο Διάκος είχε αρκετές επιτυχίες στο γυναικόκοσμο! «Ηγάπα τας γυναίκας και ηγαπάτο ένεκα της ωραιότητός του πολύ παρ αυτών», γράφει ο σύγχρονός του ποιητής Ζαμπέλιος. Μα εκτός από την ομορφιά τον βοηθούσανε και τα ψυχικά του χαρίσματα, ο θρύλος γύρω από το όνομά του για τα κατορθώματα, την παλικαριά του και τον κλέφτικό βίο του.
Έτσι λοιπόν μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, ανασύραμε από τις κιτρινισμένες σελίδες κάποιων ιστορικών βιβλίων το «βίο και τα κατορθώματα» του ήρωα. Χρονική περίοδος 1807-1813. Ο Σκαλτσοδήμος γίνεται καπετάνιος και αρματολός της Δωρίδας και παίρνει στον Νταϊφά του (μπουλούκι του) τα πρωτοπαλίκαρα Θανάση Διάκο και Γούλα. Ο μεν Σκαλτσοδήμος φύλαγε και φρουρούσε το κομμάτι εκείνο της διάβασης προς Επακτό, οι δε άλλοι δύο, Διάκος και Γούλας ανέλαβαν να φυλάνε το άλλο κομμάτι της περιοχής που ήταν προς το Λιδορίκι. Οι Τούρκοι και οι Ρωμιοί προύχοντες δεν τον ήθελαν τον Σκαλτσοδήμο για αρματολό της Δωρίδας. Για να τους «αναγκάσει» ο Σκαλτσοδήμος τους προκρίτους να βάλουν νερό στο κρασί τους, στέλνει και κλέβει την όμορφη Κρουστάλλω που ήταν κόρη του πρωτόγερου Αναγνωστάκη Μπαμπαλή από την Κωστάρτσα. Μερικοί υποστηρίζουν πως το κλέψιμο της Κρουστάλλως δεν γίνηκε για εκβιασμό του αρματολικιού, αλλά γιατί ο καπετάνιος ήταν ερωτευμένος μαζί της! Ο ιστορικός αναφέρει πως «η Κρουστάλλω δεν έστεργε το αίσθημα στου Σκαλτσά που ήταν δυσειδέστατος την μορφή, σκληρόκαρδος και σφόδρα λάγνος». Στο διάστημα αυτό της αιχμαλωσίας στάθηκε αιτία για την όμορφη Κρουστάλλω να γνωριστεί και να συνδεθεί με το Διάκο. Ο Διάκος όμορφος, λυγερόκορμος και ατρόμητος όπως ήταν δεν άργησε να συγκινήσει την πεντάμορφη κοντζαμπασοπούλα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ψυχρανθούν οι σχέσεις των δύο ανδρών και τούτο στάθηκε αφορμή για να χωρίσουν. Όταν κάποτε ο Διάκος συναντήθηκε στο πανηγύρι της Αρτοτίνας με τον Σκαλτσοδήμο τον ρώτησε γιατί ήταν θυμωμένος μαζί του. Ο Σκαλτσοδήμος του απάντησε: «Τι τα θες ρε Διάκο, δύο άτια σε ένα ταβλά δεν κάνουν, ή εγώ θα φύγω ή εσύ». Ο Διάκος πικραμένος έφυγε και πήγε πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου που δέσποζε στ αρματολίκι της Λιβαδειάς. Η λαϊκή μούσα ερμηνεύοντας τα γεγονότα των ηρώων μας και θέλοντας να διασώσει τις προσωπικές τους στιγμές, τους έπλασε το δημοτικό τραγούδι, που κάτω από το μπαρουτοκαπνισμένο ράσο και τη «βρώμικη» φουστανέλα η καρδιά του σκληρού ήρωα έβρισκε χρόνο ναγαπήσει και ναγαπηθεί.
Το δημοτικό τραγούδι που ανιστορεί τον έρωτα και τον καημό του ήρωα ακόμα αντηχεί
στα χαροκόπια της Δωρίδας.
"Μες την καρυά στον έλατο κάθετ' ο Σκαλτσοδήμος
με την Κρουστάλλω στο πλευρό την κοτσαμπασοπούλα.
Ο Διάκος απτην μια μεριά κι ο Γούλας απτην άλλη
Κέρνα Κρουστάλλω κέρνα μας μ ένα ασημένιο τάσι.
Όσο να σκάσει ο Αυγερινός, να πάει η πούλια γιόμα,
να παν τ αηδόνια στις φωλιές κι όμορφες να πλύνουν.
Εγώ κερνάω Διάκο μου κι εγώ σας τραγουδάω."

Οι αισθηματικές ιστορίες, σύμφωνα με τον ιστορικό δεν σταματούν εδώ για τον ήρωα, στην ανήσυχη εκείνη εποχή που είχε φουντώσει ο αγώνας για λευτεριά. Ο Διάκος και ο Γούλας έτυχε ναγαπήσουν την ίδια γυναίκα, την ωραία Κατερίνη από τη Σέλιανη, χωριό της Φθιώτιδας, σήμερα το λένε Μάρμαρα. Το πραγματικό της όνομα ήταν Κατερίνη Σπύρου ή Ξυστρή. Νέα, μόλις 18 χρονών είχε ξετρελάνει τα παλικάρια της περιοχής, ένας απαυτούς ήταν και ο Γούλας, πρωτοπαλίκαρο του Σκαλτσά που ζήτησε να την παντρευτεί. Αλλά τον ίδιο καιρό την πολιορκούσε και ο Διάκος που ήταν όπως είπαμε πολύ όμορφος, κατά τις αντιλήψεις της ανδρικής ομορφιάς της εποχής εκείνης. Η Κατερίνη προτίμησε φυσικά το Διάκο και έγινε ο αρραβώνας τους. Ο Γούλας όμως «μένεα πνέοντας» για τη περιφρόνηση γύρευε αφορμή για να εκδικηθεί όπως και έκανε με άνανδρο και μπαμπέσικο τρόπο. Τη συκοφάντησε και την διέσυρε ηθικά με σκηνοθετημένη πλεκτάνη στο Διάκο, την ξευτέλισε με δόλιο και πανούργο τρόπο, έτσι ώστε ο Διάκος να τον πιστέψει και να την εγκαταλείψει. Άδοξο ήταν το τέλος της πανέμορφης Κατερίνης, η οποία από τον καημό της τρελάθηκε και της κόλλησαν το εξευτελιστικό παρατσούκλι «παλιοκατερίνη». Ξεφυλλίζοντας τις προσωπικές στιγμές του ήρωα συναντάμε το Διάκο λίγο πριν το ολοκαύτωμα της Αλαμάνας να έχει συνδεθεί με την όμορφη κόρη της Λιβαδειάς που την έλεγαν Βενετσάνα. Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για αυτήν. Είναι όμως ιστορικά εξακριβωμένο ότι λίγο πριν την έκρηξη της Επανάστασης ήταν επίσημα αρραβωνιασμένος με μια κοντζαμπασοπούλα της Λιβαδειάς, τη Ρόζα ή Ρωξάνη, κόρη του άρχοντα Γιάννη Φίλυνα που αργότερα, όταν σκοτώθηκε ο Διάκος, παντρεύτηκε ένα πλούσιο Αθηναίο, τον Σπύρο Ζαχαρίτσα.

Στα σύννεφα πετάς και περιμένεις.


Η ψήφος στην κατάσταση της ανελευθερίας



Ένας μπακάλης είχε στο βαρέλι του λαδιού  δυο κάνουλες, μία που έγραφε από πάνω "Α΄ ποιότητα" και μία που έγραφε  "Β΄ ποιότητα". Ο μπακάλης ήταν ευχαριστημένος με την έμπνευσή του. Έδινε στους πελάτες του την ικανοποίηση ότι με μια μικρή διαφορά στην τιμή επιλέγουν το λάδι της προτίμησής τους.
       Όταν ο γιος του μπακάλη  έγινε δικηγόρος ,ο πατέρας του τον συμβούλεψε να σκεφτεί κάτι παρόμοιο να κάνει με τους πελάτες του. Ο δικηγόρος βασάνισε το μυαλό του ώσπου βρήκε τη λύση: Έβαλε στο γραφείο του δυο βιβλία με δερμάτινη ράχη, ένα μεγάλο κι ένα μικρό.
       Όταν κάποιος πελάτης ερχόταν στο γραφείο του για να κάνει μήνυση, ο δικηγόρος ακουμπούσε το δεξί του χέρι επάνω στο μεγάλο βιβλίο και το αριστερό του επάνω στο μικρό  και τον ρωτούσε παίρνοντας το ανάλογο ύφος, σαν να  κρέμονταν τα πάντα από την απάντηση που θα έδινε ο ξαφνιασμένος πελάτης του:
              -Θέλεις  μήνυση απ΄  το μικρό βιβλίο ή απ΄ το μεγάλο;
              -Υπάρχει διαφορά στη μήνυση;
              -Και βέβαια υπάρχει. Κατ΄ αρχήν υπάρχει διαφορά στην τιμή;
              -Άφησε την τιμή. Το αποτέλεσμα μετράει; Θέλω να μπει στη φυλακή.
              -Εσύ τί λες; ρωτούσε ο δικηγόρος, σπρώχνοντας τον πελάτη να γίνει θύμα από μόνος του.
 
        Ο  πελάτης που δεν κάτεχε τα νομικά  και  συνάμα δεν είχε εμπιστοσύνη στο δικηγόρο του, ταλαντευόταν μεταξύ της μήνυσης του μεγάλου βιβλίου και της μήνυσης του μικρού.
     Τελικά υπερνικούσε τους δισταγμούς του το πάθος του της εξουθένωσης του αντιδίκου και επέλεγε τη μήνυση απ΄ το μεγάλο βιβλίο. Τουλάχιστον είχε τη χαρά ότι έκανε το καλύτερο δυνατό για να κερδίσει την υπόθεση. Δεν θα τά βαζε με τον εαυτό του αν το αποτέλεσμα δεν τον ικανοποιούσε.
     Στη φυλακή οι φυλακισμένοι έχουν ένα όνειρο,  την απελευθέρωσή τους. Είναι τόση η λαχτάρα τους για την ελευθερία που τίποτε άλλο δεν έχει σημασία γι΄ αυτούς. Γελάνε με τους υπουργούς που πιστεύουν πως αν επιτρέψουν στους φυλακισμένους να συνδικαλίζονται και να ψηφίζουν, θα αλλάξει η ζωή στη φυλακή.
     Οι φυλακισμένοι έχουν το μεγάλο πλεονέκτημα να διακρίνουν το πολυτιμότερο από το ευτελέστερο. Το ίδιο πλεονέκτημα έχουν επίσης οι πολίτες στην κατάσταση της ανελευθερίας.  Μερικοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι μόνο οι φυλακισμένοι είναι αληθινοί άνθρωποι. Ότι μόνο η φυλακή και το στρατόπεδο συγκέντρωσης διδάσκει τον άνθρωπο ότι  εκτός από την ελευθερία του, όλα τα άλλα πράγματα που κυνηγάει ο κόσμος είναι μάταια.
    Θυμάμαι τα λόγια ενός έμπειρου δικαστή, του μακαρίτη Άγγελου, ο Θεός να αναπαύει την ψυχή του! Ο Άγγελος είχε ζήσει στη Βουλγαρία και γνώριζε μερικές βουλγαρικές παροιμίες. "Η ψήφος στους φυλακισμένους " έλεγε "είναι "ζαγκούμπινι μπαρί", δηλαδή "χαμένο χρήμα". Δεν θεραπεύει τίποτε."
    Η Εκκλησία μας, την παρασκευή της Β΄εβδομάδος αναγιγνώσκει την παρακάτω περικοπή απ΄ το ευαγγέλιο του Λουκά: "Τω καιρώ εκείνω, έστη ο Ιησούς επί τόπου πεδινού, και όχλος πολύς μαθητών αυτού και πλήθος πολύ του λαού από πάσης Ιουδαίας και Ιερουσαλήμ, και της παραλίου Τύρου και Σιδώνος, οι ήλθον  ακούσαι αυτού , και ιαθήναι  από των νόσων αυτών." ( Είχαν πάει να ακούσουν τον Ιησού και να γιατρευτούν απ΄ τις αρρώστιες τους.). "Πας ο όχλος εζήτει άπτεσθαι αυτού, ότι δύναμις παρ΄ αυτού εξήρχετο  και ιάτο πάντας". (Όλος ο όχλος ζητούσε να αγγίξει τον Ιησού, επειδή δύναμη εξήρχετο από αυτόν  και  τους θεράπευε όλους).

 Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου

Ή έλπίδα άκόμα είναι ζωντανη!


Θέλω υψηλό έρωτα κι ελευθερία στο νου και στην καρδιά.

Θέλω μεταμόρφωση. Και θέλω και δύναμη. Τα θέλω όλα και δεν θέλω τίποτα.

Κι ακριβώς αυτό είσαι εσύ για εμένα, εσένα που σε θέλησα πολύ:

τα πάντα και το τίποτα μαζί.

Όλοι οι δρόμοι που περπάτησα, ξεκίνησαν για να οδηγήσουν κάποτε σε σένα...

Και από εδώ και στο εξής, εσύ μου δείχνεις κι εγώ ακολουθώ.

Εύχομαι πάντοτε να μου μιλάς και να σ'ακούω το ίδιο όμορφα. Η καρδιά μου στη θέα σου να χτυπάει πάντα με το πιο γιορτινό της τραγούδι. Οι σιωπές μας να πλουτίζουν στα χρόνια.

Εl hontero entusiasta


Δίψα για σένα που με κυνηγάει στις πεινασμένες νύχτες
τρεμάμενο κόκκινο χέρι, που ως τη ζωή σου υψώνεται
μεθυσμένη δίψα, τρελλή δίψα, δίψα του δάσους στην ξηρασία
Δίψα του μετάλλου, δίψα των αχόρταγων ριζών

Προς τα που λοιπόν τραβάς τα βράδια που δεν με πάνε τα μάτια σου
ταξίδι προς τα δικά μου, ενώ σε περιμένω..

Είσαι γεμάτη από όλες τις σκιές που με παραμονεύουν
με ακολουθείς όπως ακολουθούν τα αστέρια την νύχτα

Η μητέρα μου με έδωσε γεμάτο από αιχμηρά ερωτήματα,
εσύ απαντάς σε όλα. Είσαι γεμάτη από φωνές.
Λευκή άγκυρα που πέφτει πάνω στην θάλασσα που διαβαίνουμε
Αυλάκι για τον θολό σπόρο του ονοματός μου
να υπήρχε λέει μία γή που να μην την σκέπαζε το αχνάρι σου
χωρίς τα ταξιδιάρικα μάτια σου μες την νύχτα να προβαίνουν..

Για αυτό είσαι η δίψα μου και ότι πρέπει να χορτάσω
πώς μπορώ να μην σε αγαπάω, αν πρέπει να σε αγαπάω για αυτό
Αν αυτό είναι το παλαμάρι πως μπορώ να το κόψω, πώς;
Πώς αν και ακόμα και τα δικά μου οστά διψάνε για τα δικά σου οστά;
Δίψα για σένα, δίψα από εσένα, γιρλάντα τρομερή και γλυκιά

Δίψα για σένα που τις νύχτες με δαγκώνει σαν σκύλος,
τα μάτια σου διψάνε γιατί είναι τα μάτια σου,
το στόμα σου διψάει γιατί είναι τα φιλιά σου
Η ψυχή είναι αναμμένη από αυτήν την χόβολη που σε αγαπάει
Το σώμα μου, ζωντανή πυρκαγιά που πρέπει να κάψει το σώμα σου

Διψασμένος. Ατέλειωτη δίψα. Δίψα που αναζητάει την δίψα σου
και μόνο σ' αυτήν εκμηδενίζεται σαν το νερό στην φωτιά..

Δύσκολες οί ίσορροπίες άλλά άπαραίτητες μερικές φορές!


Καθετί που συμβαίνει έχει ένα λόγο..


Tίποτα δε γίνεται τυχαία, ούτε τ' άσχημα ούτε τα ωραία... Για όλα υπάρχει κάποιος λόγος, και την απάντηση την δίνει ο χρόνος... ;)

Μια θάλασσα είμαι.


Είσαι ποτάμι, μια θάλασσα είμαι
Και πάντα κυλάμε μαζί
Κι αν με ρωτήσουν θα πω πως κοντά σου
Αξίζει κανένας να ζει

Αγάπη της καρδιάς μου δακρυσμένη
Παράπονο τ' αγέρα στα νησιά
Την νύχτα σαν ανοίγει η αγκαλιά σου
Στην έρημο ανοίγει εκκλησιά
Αγάπη της καρδιάς μου δακρυσμένη
Παράπονο τ' αγέρα στα νησιά

Είσαι ποτάμι, μια θάλασσα είμαι.
Και πάντα κυλάμε μαζί
Κι αν με ρωτήσουν θα πω πως κοντά σου
Αξίζει κανένας να ζει

Αγάπη της καρδιά μου δακρυσμένη
Ο κόσμος κι ας μου βάζει τα καρφιά
Στο κρύο με ζεσταίνεις σαν τη μέρα
Μου διώχνεις κάθε μαύρη συννεφιά
Αγάπη της καρδιάς μου δακρυσμένη
Μου διώχνεις κάθε μαύρη συννεφιά

Είσαι ποτάμι, μια θάλασσα είμαι.
Και πάντα κυλάμε μαζί
Κι αν με ρωτήσουν θα πω πως κοντά σου
Αξίζει κανένας να ζει

Αμ, είντα θαρρείτε; Εγώ την λύρα την έμαθα στο σταυροδρόμι.


Όποιος θέλει να μάθει να παίζει καλά τη λύρα πηγαίνει κατά τα μεσάνυχτα σ’ ένα έρημο σταυροδρόμι και εκεί χαράζει κάτω στη γη, μ’ ένα μαυρομάνικο μαχαίρι, ένα γύρο (=κύκλο). Μέσα εκεί κάθεται και παίζει.
Σε λίγο έρχονται από παντού νεράιδες και τον περιτριγυρίζουν. Ο σκοπός τους δεν είναι καλός, γιατί θέλουν να τον πατάξουν. Μα αφού δεν μπορούν να μπουν στο γύρο, προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον ξεπλανέψουν και να τον τραβήξουν έξω. Και του λένε γλυκά λόγια και όμορφα τραγούδια και του κάνουν χίλια δυο τσακίσματα. Μα εκείνος, αν είναι φρόνιμος, κάνει πέτρα την καρδιά και εξακολουθεί να παίζει ατάραχος τη λύρα.
«Μα δεν την ξέρεις» του λένε, σαν δουν πως πάνε τα πλανέματά τους χαμένα. «Τί την παίζεις και χάνεις χρόνο;»
«Έτσι την έμαθα, έτσι την παίζω» αποκρίνεται ο λυράρης, «Τι σας νοιάζει»
«Μπά, τίποτα» του λένε, «μόνο αν θέλεις σε μαθαίνουμε να παίζεις λύρα, λύρα που να χορεύουνε και οι πέτρες.» Και τον παρακαλούν να βγει από τον γύρο.
Εκείνος δεν τις ακούει. Ύστερα από πολλά του ζητούν μόνο τη λύρα. Ο λυράρης τη δίνει , μόνο φυλάγεται να μην βγάλει έξω από το γύρο το χέρι του ή άλλο μέρος από το σώμα του, γιατί κόβεται ή τρελαίνεται.
Παίρνει τότε μια νεράιδα τη λύρα, την παίζει λίγες στιγμές, με πολλή τέχνη, και του τη δίνει πίσω πάλι, με δυσαρέσκεια, λέγοντας: «Πάρε την. Εσύ δεν μας πιστεύεις να βγεις έξω και εμείς θα σου μάθουμε;»
Ο λυράρης, όμως, τίποτα, δεν ακούει, και αρχίζει πάλι να παίζει τη λύρα του άτεχνα. Οι νεράιδες που θέλουν να τον βλάψουν, κάνουν πολλές φορές το ίδιο για να ξεγελαστεί κάποια στιγμή και να βγάλει παραέξω το χέρι του.
Στο τέλος, όταν κράξει ο πετεινός, για να μην τους βρει η μέρα, του ζητούν να τους δώσει ένα, ό,τι να ’ναι, προκειμένου να τον μάθουν.
Και εκείνος βγάζει την άκρη από το μικρό του δάχτυλο και αυτές το κόβουν αμέσως. Όμως δεν τον γελούν. Σε λίγο, τον μαθαίνουν να παίζει σαν αυτές και ύστερα χάνονται.
Γι’ αυτό, ένας καλός λυράρης, άμα τον παινούν πως έχει καλές κοντυλιές, λέει καμιά φορά: «Αμ, είντα θαρρείτε; Εγώ την λύρα την έμαθα στο σταυροδρόμι.»

Από τις νεράιδες, σύμφωνα με τον παραπάνω θρύλο της Κρήτης, τον «κύκλο στο σταυροδρόμι» μάθαιναν οι καλοί λυράρηδες την τέχνη της λύρας, γεγονός που επιβεβαιώνει την ευρύτατα διαδεδομένη πίστη των ανθρώπων σε θεούς δασκάλους και πατέρες ή προστάτες των τεχνών.
Στο πλαίσιο της πίστης αυτής, τοποθετείται και η αντίληψη για τη θεϊκή καταγωγή της μουσικής. Η πρώτη λύρα λέγεται ότι φτιάχτηκε από τον Ερμή, από καύκαλο χελώνας, δέρμα βοδιού και έντερα αρνιού, την οποία χάρισε στον Απόλλωνα και αυτός με τη σειρά του στο γιο του Ορφέα που μάγευε τη φύση, τα ζώα και τα φυτά με τη μουσική του.

Κάποιες φορές, τις όμορφες νεράιδες αντικαθιστούν φοβεροί και τρομεροί δαίμονες, οι οποίοι αναλαμβάνουν το έργο της εκπαίδευσης του λυράρη. Στην αρχή χορεύουν όλοι μαζί γύρω του και στο τέλος τον πλησιάζουν και του πιάνουν την κουβέντα. Εκείνος όμως δεν πρέπει να βγάλει άχνα γιατί αν μιλήσει θα του πάρουν τη μιλιά και θα βουβαθεί. Οι δαίμονες ευχαριστιούνται από την εξυπηρέτηση που αυτός τους κάνει , συνοδεύοντας με λύρα το χορό τους και θέλουν να του ανταποδώσουν τη χάρη. Έτσι, πλησιάζει ο αρχηγός, παίρνει τη λύρα από τα χέρια του, την κουρντίζει και την επιστρέφει. Από τη στιγμή αυτή, ο οργανοπαίχτης γίνεται άσσος της λύρας, τόσο, που θα’ λεγε κανείς ότι μόνα τους παίζουν τα δάχτυλά του.

Αbout Musses


Για τον Ελικώνα μονοπάτι πήρα
κι όταν ο Απόλλωνας θα παίζει λύρα
μέσ' τη νύχτα ευκαιρία θα γυρέψω
τα εννιά κορίτσια που φυλάει να του κλέψω.

Θα κλέψω την Καλλιόπη, θα πάρω την Κλειώ
χαρτί και καλαμάρι να μάθω να κρατώ.
Θα πάρω την Ευτέρπη, να 'ρθεί κι η Ερατώ
το ποίημα της αγάπης να μάθω σα νερό.
Να παίζει η κωμωδία κι η Θάλεια θα 'ρθεί,
η Μελπομένη μόνη αν μείνει θα χαθεί.

Κάτω από τον θρόνο το λαμπρό του Δία
ζουν εννιά κορίτσια από την Πιερία
ο Απόλλωνας για ύπνο σαν πλαγιάσει
τα εννιά κορίτσια που φυλάει θα τα χάσει.

Για τον Ελικώνα μονοπάτι πήρα
κι όταν ο Απόλλωνας θα παίζει λύρα
μέσ' τη νύχτα ευκαιρία θα γυρέψω
τα εννιά κορίτσια που φυλάει να του κλέψω.

Μα και την Τερψιχόρη ν' αφήσω δεν μπορώ
γιατί στα βήματά της θα μάθω το χορό.
Πολύμνια την λένε και είναι ευβλαβική,
θα 'ρθεί για να με μάθει ζωή ασκητική.
Κοντά μου η Ουρανία στ' αστέρια θα βρεθεί,
θα κλέψω εννιά κορίτσια το χρόνο που θα 'ρθεί.



I took the path for Elikonas
And when Apollo will play his lyra
In the night I will try to find an opportunity
To go and take the nine girls his is watching

I will steal Kalliopi, I will take Kleio
and she will teach me how to hold a paper and a pen
If a take Efterpi, Erato will come as well
and I will learn the poem of love
The comedy will play and Thalia will come
If Melpomeni stays alone, she will be lost

Above the glorious throne of Zeus
Nine girls from Pieria are living
When Apollo will go to sleep
He will lose the nine girls he is watching.
But I can't leave Terpsihoi, because with her help
I will learn how to dance
Polimnia is called and she is divine
She will come to teach me how to live a holy life
Close to me, Ourania will find herself up to the stars
I will steal nine girls the next year.

Δέν άρκεί νά έχεις στόχους πρέπει νά ξέρεις καί σημάδι!


Αυτό δεν είναι εικόνα, είναι στάση ζωής


Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ .......

♥ επειδή ο καρχαρίας είναι το πιο άγριο και ανθεκτικό ζώο του πλανήτη ο Καββαδίας προτρέπει τους αναγνώστες ή τους ακροατές να τον δαμάσουν και να χορέψουν πάνω στο φτερό του...

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ' είδες;
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

Νύχτες άμέτρητες


Νύχτες άμέτρητες τήν άναζητούσε μέ σπαραγμό, και ρωτούσε τά νυχτοπούλια: Μή λάθεψε τό δρόμο μου; Μή τήν τρομάζουν οί μυστικές άποθυμιές μου;

Δώσε μου την ευκή σου!



Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα στο σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.

Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει δε θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.

Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιόν ν’αποχαιρετίσω; τι ν’αποχαιρετίσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.

Σε ποιόν να εμπιστευτώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιόν να πω πόσες φορές σκαρφάλωνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν’ανηφορίζω;

Πού να βρώ μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου, το κρατούσα το χώμα ετούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το’σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σαν να’σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σαν να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν’αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα’μια αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.

Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα ετούτη το χώμα! Ζυμώθηκε μ’αίμα, δάκρυο κι ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει-που να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, άπλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του.

Κι όταν, τα ολοστερνά ετούτα χρόνια, απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο, τι καινούριος, όλο αναίδεια και τρόμο, αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο-το πρόσωπό του!

Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου, ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα, είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και χτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.
Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Εχετε γειά!

Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γής, ν’ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο, δύσκολο, δύσκολο πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ’αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα το κόσμου λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω, μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει:
“Στάσου ακόμα!»

Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σαν σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σαν βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει:
«Στάσου ακόμα!»
Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστέκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε, γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα: "Eλα… έλα… έλα…"

Με κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύννεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο Θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.
Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. Εκαμα να σου πω: «Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
Άπλωσες τότε το χέρι, σαν να πνίγουμουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. Άγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω:
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’μου μια προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σαν να’βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!

Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο, είχε πια ξημερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν, τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Ήταν η φωνή σου, κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε έναν τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου; Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;
To λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο Θεός, το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο Θεός, πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις; Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου, η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε, πρέπει να’ρθει πάλι ο Νούς ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους, πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.
Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ’έσπρωχνες πάντα, άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου, μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου, αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. Όρθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.
Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου, να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λιποτάχτησα, τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ’ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
Ένα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν’απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν’αλαφρώσω, θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν’αλαφρώσω.
Άκουσέ το λοιπόν, Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση, άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, και αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό,
Δώσε μου την ευκή σου!


A man has only one escape from his old self: to see a different self—in the mirror of some woman’s eyes.


Ένας άντρας έχει μόνο μία διαφυγή από τον παλιό εαυτό του: να δει ένα διαφορετικό έαυτο-στον καθρέφτη των ματιών κάποιας γυναίκας.


29 Απριλίου 2012

♥ Καληνύχτα Ούτοπία μου!


Πάντα ταξιδευω προς την Άνατολή και το φώς και πάντα σου χαράζω τον δρόμο και πάντα τον χάνεις. Συνήθισα να ζώ στους βυθούς άνάμεσα στα κοχύλια και στα κοράλια. Έκεί πού με καταδίκασες να ζώ, στην σιωπή και στο όνειρο!


Αγοράζω παλιά… Σκονισμένες ιδέες, παρωπίδες, χαρτιά, βουλωμένα αυτιά!..


Αγοράζω παλιά!..
Ντεμοντέ, μπαλωμένα,
σκουριασμένα μυαλά,
αγοράζω παλιά!..

Αγοράζω παλιά!..
Το σεντούκι ανοίχτε,
τρέξετε νοικοκυρές,
δεν περνώ δυο φορές!.

Μασκαράδικες στολές -- Παλιατζή πάρτα όλα
και παλιές περγαμηνές -- Παλιατζή πάρτα όλα
και ποδιές μεταξωτές -- Παλιατζή πάρτα όλα
πέρνα κι από δω, κάνε ένα κόπο,
πάρτα να χαρείς να μην πιάνουν τόπο!

Αγοράζω παλιά…
Σκονισμένες ιδέες,
παρωπίδες, χαρτιά,
βουλωμένα αυτιά!..

Αγοράζω παλιά!..
Φέρ΄το τζάκι σου, φίλε,
μούχλα έπιασε πια,
και για πέταμα είναι!..

Μασκαράδικες στολές -- Παλιατζή πάρτα όλα
και παλιές περγαμηνές -- Παλιατζή πάρτα όλα
και ποδιές μεταξωτές -- Παλιατζή πάρτα όλα
πέρνα κι από δω, κάνε ένα κόπο,
πάρτα να χαρείς να μην πιάνουν τόπο!

Αγοράζω παλιά!...
Μυωπίας γυαλιά
αλυσίδες καρδιάς
και παλιά λεξικά!..

Αγοράζω παλιά!..
Χαλινάρια, λουριά,
και κλουβιά για πουλιά
αγοράζω παλιά!..

Μασκαράδικες στολές -- Παλιατζή πάρτα όλα
και παλιές περγαμηνές -- Παλιατζή πάρτα όλα
και ποδιές μεταξωτές -- Παλιατζή πάρτα όλα
πέρνα κι από δω, κάνε ένα κόπο,
πάρτα να χαρείς να μην πιάνουν τόπο!

--Αγοράζω παλιά!..
--Αγοράζω παλιά!..

Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν εχεις.


Πως οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

Α! πώς είχα σα μάνα κ΄εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κ΄΄εμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ΄άλλα σου αδέρφια να σ΄είχα γεννήσει
κι΄από δόξες αλάργα κι αλάργ΄από μίση!

Ένα κόκκινο σπίτι σ΄αυλή με πηγάδι...
και μιά δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Κι άμ΄ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεματα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν΄ανασενει βαθιά τ΄όλο κέδρον αγέρι.

Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγαίνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν΄αρχίσει.

Κι ο κατάχρονος θάνατος θα΄τανε μέλι
και πολλή φύτρα θ΄άφηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ΄αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρη ομπόλια,
γιά να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ΄αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φευγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν εχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη γιέ μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της πέρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυό σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τα στήθια, που βύζαξες γάλα.

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιό τ΄όνομά σου!

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ΄άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά΄ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ΄οι φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι΄ακόμα,
σα ρωτήσανε:"Ποίος ο Χριστός;" τ είπες"Να με"!
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ΄έμαθ΄ακόμα!

Ένα κλωνάρι άγάπης


Θέλω να σου προσφέρω
Ένα κλωνάρι άγάπης
Μπορώ πάντα να σου προσφέρω
Ένα κλωνάρι άγάπης
Τι έχω άλλωστε να σου προσφέρω
Περ’ άπό ένα κλωνάρι άγάπης
Κάθε μερα
Είναι μια χαραμάδα ευλογίας
Κάθε μερα
Είναι μια κηλίδα χαρωπής λαχτάρας
Κάθε μερα
Είναι ένα αστρο στην χουφτα μου
Ένα λουλουδι στα δακτυλά μου για σενα
Κάθε μερα
Ο κοσμος μου
Δεν διαλέγει άλλους δρόμους
Παρα μονο αυτούς που όδηγούνε
Στα ματόκλαδα σου

Τι δεν θα ψηφίσουμε στις επερχόμενες εκλογές


Ταλαντούχος της πένας, δεινός σαρκαστής και «αδέσποτος» της νεοελληνικής πνευματικής ζωής, ο Εμμανουήλ Ροϊδης, μας άφησε στα κείμενά του - «κλαυσιγελώτων» θα έλεγαν οι αρχαίοι – και μια παραστατική εξεικόνιση του ελληνικού κομματισμού.

Γράφει: 
«Οι Έλληνες διαιρούνται εις τρεις κατηγορίας: 
α) εις συμπολιτευομένους, ήτοι έχοντας κοχλιάριον να βυθίζωσιν εις την χύτραν τον προϋπολογισμού
 β) εις αντιπολιτευομένους, ήτοι μη έχοντας κοχλιάριον (= κουτάλι) και ζητούντας παντί τρόπω να λάβωσι τοιούτον
γ) εις εργαζομένους, ήτοι (= δηλαδή) ούτε έχοντας κοχλιάριον ούτε ζητούντας, αλλ’ επιφορτισμένους να γεμίζωσι την χύτραν διά του ιδρώτος αυτών». («Τα Ανθελληνικά», εκδ. «Ροές»).

Εκλογές, λοιπόν. Αλλά τι εκλογές; Εν μέσω πολέμου. 
«Πόλεμο της γενιάς του» δεν ονόμασε την κρίση ο θλιβερός δημαγωγός του ΠΑΣΟΚ; Και επειδή «πόλεμος πάντων μεν πατήρ, πάντων δε βασιλεύς», ο πόλεμος, κατά τον Ηράκλειτο, είναι δημιουργική πηγή αξιών, οι«πολεμικές εκλογές» της 6ης Μαϊου είναι μια λαμπρή ευκαιρία να ποδοπατηθεί και να εξαφανιστεί η άρχουσα, διεφθαρμένη, υποκριτική και ανίκανη, τάξη από εμάς, τους εσαεί κοχλιαροφόρους πολίτες. Τουλάχιστον σ’ αυτές τις εκλογές γνωρίζουμε τι δεν θα ψηφίσουμε.





Επειδή χρωστάμε σ’ όσους πέρασαν, θα ‘ρθούνε, θα περάσουν, στους αγέννητους και σ’ αυτούς που μας παρέδωσαν, με το αίμα και τον τίμιο ιδρώτα τους, την Ελλάδα, που είχε καμάρι της τα Εικονοστάσια των αγίων και των ηρώων της, πρέπει στις επερχόμενες εκλογές να διαπομπευτούν οι ορδές των λαφυραγωγών, οι απομυζητήρες των κόπων του λαού, οι πολύχρωμες κουρελούδες, τα κόμματα εξουσίας και παραεξουσίας.







Ποιοί κυβέρνησαν τον τόπο από το 1981 κυρίως και εντεύθεν; Το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ (εσχάτως μαζί με τον καρατζαφέρειο τυχοδιωκτισμό) και οι αριστεροί. Οι αριστεροί που μετά το ’90 και την πτώση του υπαρκτού, περιστρέφονται γύρω ...από τον άταφο νεκρό, τον σοσιαλισμό, που κανείς δεν τολμάει να θάψει, ελπίζοντας ίσως στο θαύμα της νεκροφάνειας. Αρκετοί αρνήθηκαν να παραδεχτούν πως αυτό που είχαν εκλάβει σαν ενσάρκωση της Ιδέας και του αφιέρωσαν την μοναδική και ανεπανάληπτη ζωή τους, αποδείχτηκε όχι απλώς πελώριο φιάσκο – «πουκάμισο αδεινό» – αλλά σωστή τερατογονία. Αυτοί - και είναι βαθύτατα ανθρώπινο- για να συνεχίσει να έχει νόημα η ζωή τους, παρέμειναν και πυκνώνουν τις τάξεις του ΚΚΕ. Με την ίδια αόριστη, ξύλινη και αμήχανη πολλές φορές γλώσσα, επιμένουν στην ιδεοπενία τους, ελπίζουν στα αποκαϊδια των συνθημάτων τους. Είναι παρελθόν.

Οι περισσότεροι, όσοι αυτοπροσδιορίζονται, με το εν είδει φωτοστεφάνου επίθετο, αριστεροί (ή προοδευτικοί) ανήκουν στους λιμασμένους για χρήμα, μεγάλη ζωή και δόξα Γραικύλους της σήμερον, που αναρριχήθηκαν «σαλιγκαροειδώς». Γνωστό το ανέκδοτο για τον σαλίγκαρο που βρέθηκε στη σκεπή του υψηλότερου μεγάρου της πρωτεύουσας. Πώς βρέθηκες εσύ εδώ πάνω; Τον ρωτούν. Και εκείνος εξομολογείται: Έρποντας, γλείφοντας και με τα κέρατά μου!...

Αυτοί έγιναν συνδικαλιστές, καθηγητές Πανεπιστημίου, πολιτευτές του ΠΑΣΟΚ, μεγαλοστελέχη της δημόσιας διοίκησης, «διανοούμενοι», μαγαρίζοντας με τις τιποτένιες ιδεοληψίες τους τα πάντα. Κατέστρεψαν την Παιδεία, μετατρέποντας τα σχολεία σε εκκολαπτήρια κουκουλοφορίας, αποκόπτοντας ταυτόχρονα τις ρίζες που άρδευαν το σχολείο με τα ζωηφόρα νάματα της εξόχου παράδοσής μας, κατασπίλωσαν και συκοφάντησαν την μάνα του λαού μας, την Ορθόδοξη Εκκλησία, για να χαθεί ο εσωτερικό έλεγχος, να καταντήσουν όλοι εικόνα και ομοίωση δική τους. (Πριν από τον κοινωνικό εκφαυλισμό, το ηθικό δίλημμα ήταν «κλέβω ή δεν κλέβω». Τα τελευταία χρόνια, μετά το «προοδευτικό» μπάζωμα της συνείδησης, το δίλημμα είναι «θα με πιάσουν ή δεν θα με πιάσουν». Η διαφορά είναι τεράστια). Μετέτρεψαν την πατρίδα μας σε ανθρώπινη χωματερή, με την ελπίδα ότι κάποτε από τους λαθρομετανάστες θα εξασφαλίζουν την είσοδό τους στην Βουλή. Πράκτορες προδοτικών ιδεών και εισπράκτορες των γενναίων επιχορηγήσεων. ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜΑΡ και εκείνο το οικολογικό απόστημα στοιβάζουν την κυρίαρχη τάξη της πατρίδας. (Και αναφέρομαι στην κορυφή, στους επαϊοντες, στους δανειοσυντήρητους θολοκουλτουριάρηδες του Κολωνακίου τύπου Ρεπούση και Τατσόπουλου και όχι στους απλούς ψηφοφόρους - κοχλιαροφόρους τους). Και το νοσηρό φαινόμενο, «Χρυσή Αυγή», σ’ αυτούς οφείλεται, για να δυσφημιστεί η χώρα μας. Η Αστυνομία είναι καθηλωμένη. Τρέμουν οι αστυνομικοί μην τους βρει κανένα κακό και τους κατασπαράξουν οι επαγγελματίες αριστεροί των ΜΚΟ. (Πότε θα μάθουμε πόσα εκατομμύρια και ποιοι οι «υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» που τα ροκάνισαν;).

Πριν καταπιαστώ με τα δύο κομματικά «παχνιά» που μετέτρεψαν την πολιτική από άσκηση θυσίας σε άσκηση ληστείας, παραθέτω τον περίφημο ορισμό-μαστίγωμα των κομμάτων από τον Παπαδιαμάντη:  
«Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνήσια κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου. Τότε και τώρα πάντοτε η αυτή. Τότε διά της βίας, τώρα διά του δόλου και διά της ...βίας. Πάντοτε αμετάβλητοι οι σχοινοβάται ούτοι οι Αθίγγανοι, οι γελωτοποιοί ούτοι πίθηκοι (καλώ δε ούτω τους λεγόμενους πολιτικούς). Μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες δεσμά διά τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίων των...». (εκδ. «Βαλέτας», Δ, 134). 
Όλο το συνονθύλευμα των μετρίων και των αθλίων, που μώρανε την ζύμη και αλλοίωσε το φύραμα, επιζητά την συνενοχή μας στο διαρκές έγκλημα. Να νομιμοποιήσουμε με τις κάλπες και την ψήφο μας την καταστροφή της πατρίδας μας, του εξευτελισμού του λαού μας. Και εν πρώτοις, η ΝΔ του κ. Σαμαρά. (Ομολογώ «εν συντριβή και μετανοία» ότι έσπευσα να τον ψηφίσω στις κομματικές εκλογές για να μην εκλεγεί η κυρία Ντόρα. Λάθος. Καλύτερα το γνήσιο, ο απροκάλυπτος νεοταξικός κανιβαλισμός, παρά το κακέκτυπο, κρυμμένο κάτω από το κέλυφος της δήθεν αντίστασης στα Μνημόνια, καρυκευμένο με πατριωτικές κορώνες). 
Γιατί να ψηφίσουμε την ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ; Για να το εκλάβουν οι «εταίροι» και το ΔΝΤ ως επιβράβευση των ληστρικών μέτρων;  
Για ποιό μετεκλογικό χάος μιλούν, όταν βιώνουμε ήδη το χάος και τα ερείπια;  
Ακούμε ότι οι Ευρωπαίοι θα χαρούν με την ανάδειξη των «δύο» σε κυβερνητική συμμαχία. Μα αυτό αρκεί για να μην τους ψηφίσουμε.  
Οι σοφοί μας πρόγονοι έλεγαν: «Επαινούμενος γαρ υπό των εναντίων αγωνιώ μη τι κακόν είργασμαι», όταν σε επαινούν και χαίρονται οι εχθροί σου, πρέπει να αγωνιάς, να σκέφτεσαι τι κακό πράττεις. 
Για ποια ανανέωση ομιλούν, όταν οι νέας εσοδείας υποψήφιοι είναι ή πορφυρογέννητοι γόνοι κομματικών δεινοσαύρων ή άβουλα κομματικά μειράκια; 
Ποιος πιστεύει τις πομφολυγώδεις μεγαλοστομίες και αερολογίες του αρχηγού του κόμματος που υπήρξε από το ‘81, η «νόσος της πόλεως»; 
Του κόμματος που εξέθρεψε όλα τα κοινωνικά αποβράσματα, τους καταχραστές και τους λωποδύτες; 
Γιατί να ψηφίσουμε τα κόμματα που μας φτύνουν κατάμουτρα, τιμώντας με την συμπερίληψή τους στα ψηφοδέλτια, ονόματα όπως Παπακωνσταντίνου, Μ. Βαρβιτσιώτης, Διαμαντοπούλου, Μπουμπούκος, Πρωτόπαπας ή Σηφουνάκης και πολλών άλλων δημοπιθήκων; 
Γι’ αυτά τα δύο κόμματα, για τους ανθρώπους που τα ενσαρκώνουν, ισχύει αυτό που έγραφε ο Φώτης Κόντογλου, πριν από 50 περίπου χρόνια, και περιέχονται στο θαυμάσιο βιβλίο του «Μυστικά Άνθη», σελίδα 338:

«Τίμια αδέρφια μου, Έλληνες καθαρογεννημένοι, ξερριζώστε αυτά τα φαρμακερά βρωμοχόρταρα... Καθαρίστε από την πνευματική πανούκλα την δυστυχισμένη την Ελλάδα, για να μπορέσουμε να δουλέψουνε οι άξιοι δουλευτάδες. Τα σκουλήκια, για να σώσουνε την τιποτένια ύπαρξή τους, δεν αφήνουνε καμμία άξια ψυχή να ορθοποδήσει, από συμφέρον κι από φθόνο. Όλοι τούτοι οι πνευματικοί σαλταδόροι έχουνε πιάσει τα πόστα, όλα τα πόστα, κι η δύναμή τους είναι η ιερή συμμαχία που έχουνε κάνει μεταξύ τους, ενώ ο καθένας είναι σαν μία μυτζήθρα που παριστάνει το κάστρο. Αλλά είναι δεμένοι μεταξύ τους, όπως είναι οι κάμπιες κολλημένες η μία στον πισινό της άλλης. Μόλις τις χωρίσει κανένας ψοφάνε. Έτσι πρέπει να γίνει μ’ αυτούς τους νεκροθάφτες κάθε αξίας, τις ανθρωποκάμπιες που μαραζώνουνε το πνευματικό ολόδροσο δέντρο της φυλής μας...».
Δημήτρης Νατσιός
 Δάσκαλος Κιλκίς

http://aktines.blogspot.com/2012/04/blog-post_8012.html

Αν οι πονηροί νικήσουν;

Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου
moschoblog
         Είναι τόσο περίπλοκη η πολιτική κατάσταση, που όπως δείχνουν τα πράγματα οι πονηροί που έκαναν τους νόμους θα νικήσουν πάλι, όπως γίνεται πάντα. 
Στο ερώτημα αν  θα πέσουμε στην μαύρη απελπισία,  αν οι πονηροί νικήσουν κι αυτή τη φορά , στις προσεχείς εκλογές , η απάντηση είναι οπωσδήποτε όχι. 
Η απελπισία στους χριστιανούς είναι αμαρτία. 
Δείχνει άγνοια και υπερηφάνεια. 
Άγνοια ότι ο Ιησούς μετατρέπει τις ήττες σε νίκες και υπερηφάνεια διότι ο υπερήφανος στηρίζεται στον εαυτό του και όχι στο Χριστό.
      Απ΄  το Ευαγγέλιο θα επιλέξουμε τους στίχους εκείνους που κατά τη γνώμη μας περιγράφουν την κατάσταση κι αυτούς που τη δημιούργησαν. 
Πριν όμως ανοίξουμε το Ευαγγέλιο θα παραθέσουμε τα λόγια του στάρετς Αμβροσίου της Όπτινα, τα οποία διαβάσαμε στο βιβλίο του Παύλου Ευδοκίμωφ, Η Πάλη με τον Θεό. Ο στάρετς Αμβρόσιος έλεγε: "Κάθε μέρα να διαβάζετε ένα κεφάλαιο των Ευαγγελίων, κι αν σας πιάνει αγωνία να διαβάζετε εκ νέου έως ότου σας περάσει. Αν σας ξανάρθη, διαβάστε και πάλι το Ευαγγέλιο."
      Παραθέτουμε τους στίχους που ακολουθούν απ΄  την επιστολή του Ιούδα  (όχι του Ισκαριώτη) γιατί  χαρακτηρίζουν αυτούς που  έφεραν τη χώρα μας στη σημερινή αθλιότητα   και προσπαθούν να την οδηγήσουν σε ακόμα χειρότερη κατάσταση: 
 "Ο μη ων μετ΄ εμού κατ΄ εμού εστί. και ο μη συνάγων μετ΄ εμού σκορπίζει."
      Δεν χωρεί αμφιβολία πως αυτοί που κατέλαβαν την εξουσία και που κατά πάσα πιθανότητα θα την διατηρήσουν οπωσδήποτε δεν είναι με το Χριστό αλλά κατά του Χριστού και δεν συνάγουν με το Χριστό, αλλά σκορπίζουν. Δεν το κρύβουν ότι ο στόχος τους είναι να επιβάλουν στην Ελλάδα τον αθεϊσμό αρχίζοντας από το κράτος.
      Συνεχίζουμε την ανάγνωση από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου. Για να κατανοήσουμε το νόημα της παραγράφου που ακολουθεί  πρέπει να διαβάσουμε τα λόγια του Κυρίου έχοντας υπόψη ότι η ενανθρώπιση του Κυρίου απέβαλε τον δαίμονα μέσα απ΄  την καρδιά  του ανθρώπου και την έκανε καθαρή για να έρθει να κατοικήσει μέσα της η Θεία Χάρη.
      Είπε ο Κύριος " Όταν δε το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από του ανθρώπου, διέρχεται δι΄ ανύδρων τόπων  ζητούν ανάπαυσιν και ουχ ευρίσκει.  τότε λέγει. εις τον οίκον μου επιστρέψω όθεν εξήλθον. και ελθόν ευρίσκει σχολάζοντα και σεσαρωμένον και κεκοσμημένον. τότε πορεύεται και παραλαμβάνει  μεθ΄ εαυτού  επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισλθόντα κατοκεί εκεί, και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων. ούτως έσται και τη γενεά τη πονηρά ταύτη."
     Αν το στρατόπεδο συγκεντρώσεως της τραπεζικής κατοχής δεν μπορεί να σ΄ εμποδίσει να είσαι μέλος του σώματος του Χριστού τί έχεις να φοβηθείς;  
Μη φοβάστε αυτούς που μπορούν να σκοτώσουν το σώμα, αλλά δεν μπορούν να σ΄  εμποδίσουν να είσαι μέλος του σώματος του Χριστού.
    Ποιο πράγμα είναι πολυτιμότερο απ΄  το να είσαι μέλος του σώματος του Χριστού;  
Ελεύθερος από όλες τις δεσμεύσεις που το σύστημα επέβαλε, όσο έκρυβε το αληθινό του πρόσωπο.
 Ο Χριστός συμβαδίζει με την αποθάρρυνση και μετατρέπει τις ήττες σε νίκες. Η ήττα μετατρέπεται σε νίκη. Το σύστημα αποκαλύπτεται αυτό που είναι. Κανέναν δεν μπορεί να ξεγελάσει και κανέναν δεν μπορεί να εμπιστευθεί.
      Από δω και πέρα το σύστημα θα είναι σε διαρκή κατάσταση συναγερμού. Όταν θριαμβεύει παθαίνει  πανωλεθρία . Φοβάται ακόμα και εκεί όπου δεν υπάρχει φόβος. Το βαθύτατο υπαρξιακό του άγχος κατασκάπτει τον αμυντικό του μηχανισμό κι η αρρώστια το καταβάλει . Αυτή είναι η μοίρα αυτών που διώχνουν τη χάρη του Θεού απ΄  την καρδιά τους.  

Τί; Πῶς; Ποιούς θά ψηφίσουμε;



Ἐπί τέλους μέσα στό «δημοκρατικό καθεστώς» πού ζοῦμε ὁρίστηκε ἡμερομηνία ἐκλογῶν, ἡ 6η Μαΐου, ἡμέρα Κυριακή.  
Ἡ περίοδος πού διανύουμε εἶναι Ἀναστάσιμη.  Ἀσφαλῶς τί­ποτα δέν εἶναι τυχαῖο, ὑποστηρίζει ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος. 
Μέσα στήν τεσσαρακονθήμερη ἀναστάσιμη περίοδο ἐμεῖς οἱ ὀρ­θόδοξοι πιστοί διακατεχόμενοι ἀπό τό μοναδικό, παγκόσμιο, δια­χρονικό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ θεανθρώπου Κυρίου, θά προσέλθουμε στίς κάλπες γιά νά ψηφίσουμε χωρίς φόβο, πάθος καί ἰδιοτέλεια.  

Αὐτές οἱ ἐκλογές ἀπαιτοῦν ἀπό ὅλους μας ἰδιαιτέρα σύνεση καί διάκριση, ἀφοῦ καλούμαστε νά ἐκλέξουμε ἐκπροσώπους μας μέ ξεχωριστή ἀγάπη στούς Ἕλληνες πολῖτες, ἀδιάφθορους, ἔντιμους, φιλοπάτριδες, μέ ἐγνωσμένη, εἰ δυνα­τόν, ὀρθόδοξη φιλοθεΐα καί θυσιαστική φιλανθρωπία.  

Ἀνθρώπους μέ ἁπλῆ ἀνθρωπιά πρός τούς ξένους καί μέ ἀκέραιο σεβασμό στήν ὑπερτρισχιλιετῆ ἱστορία τῆς χώρας μας, πού καταξιώθηκε ἀπό τούς ἐξαίρετους θεανθρώπινους θησαυρούς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς και Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μας.
 
Μέχρι τώρα ἔχει συσσωρευθεῖ στή μαρτυρική Ἑλλάδα ἀσύλ­ληπτο βάρος προδοσίας, μισοθεΐας ἀπό τούς φανερούς ἤ κρυπτο­μένους ἀγνωστικιστές, ἀθέους ἤ καί πολεμίους τῆς ἁγίας ἑλληνορθο­δόξου παραδόσεώς μας. 

Ἔχει ἐκτονωθεῖ ἀπό τίς ψυχές μας ἕνα ὀγκωδέστατο πλέγμα ἀπό ὕβρεις, κατάρες, ἀγανάκτηση, ἄσπονδο - κοσμικά δικαιολογημένο ­- μῖσος, ἰδίως ἐκ τῶν κατατρεγμένων συμπολιτῶν μας ἐναντίον τῶν μή σπλαχνικῶν διαχειριστῶν τοῦ Ἔθνους μας, τῶν «ἀρχόντων» ἐχθρῶν μας.
 
Βάναυσα ὅλοι μας ἀπειλούμαστε ἀπό τόν ἄμβωνα τῆς Νέας Ἐποχῆς, τήν τηλεόραση μέ τά ἐπιτελεῖα της, γιά ἀκόμα πιό σκληρά μέτρα καί χαράτσια πού δέν ἔχουν προηγούμενο στήν ἱστορία μας καί τήν ἀρχαία καί τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐνῷ ἑτοιμαζόμαστε, ὑπο­τίθεται, γιά ἐκλογές. 
Ἐπιτρέπει βέβαια ὁ Κύριός μας, ὅπως ὁ Ἴδιος προτίμησε νά σταυρωθεῖ ὅλως ἐξευτελιστικά ἀπό τά ἄπονα καί ἀνυπότακτα πλά­σματά Του καί νά μή τά σταυρώσει παραδειγματικά, ἐπιτρέπει νά ὑφιστάμεθα ὡς Ἑλληνική κοινωνία πανδημία ἑκατομμύριων ἀνέργων ἀπολυθέντων καί ἀστέγων, παραδομένων πιά μόνο στό ἔλεος τοῦ Σταυρωθέντος ἀλλά καί Ἀναστάντος Κυρίου μας.   Ἐπιτρέπει νά μειώνονται δραματικά θέσεις ἐργασίας καί στόν δημόσιο καί στόν ἰδιωτικό τομέα, νά πα­ροπλίζονται ὅσοι παρέχουν ἰατροφαρμακευτική περίθαλψη στούς πολῖτες.  Ἐπιτρέπει ὁ μόνος Φιλάνθρωπος νά περικόπτονται μισθοί καί συντάξεις καί νά γίνονται αὐτόχειρες ὄχι λίγοι, ἀλλά χιλιάδες ἀδύ­νατοι στήν πίστη καί ἀπελπισμένοι συνάνθρωποί μας.  
Ἦταν πανεύκολο στό Χριστό μας νά ἀποφύγει τό μαρτύριό Του καί πρώιμα καί στό τέλος.  Στόν Πέτρο ὅμως εἶπε «βάλε τήν μάχαι­ραν σου εἰς τήν θήκην».  Μήπως δέν μπορῶ νά πῶ στόν Οὐράνιο Πατέρα Μου νά στείλει λεγεῶνες ἀγγέλων ὑπερασπιστῶν τῆς ζωῆς μου; 
Ἐπίσης ὅταν οἱ σταυρωτές Του περιγελώντας Τουἔλεγαν: «εἰ Υἱός εἶ τοῦ θεοῦ, κατάβηθι ἀπό τοῦ Σταυροῦ ἵνα πιστεύ­σωμεν», ὅμως ὁ Παντοδύναμος, ὁ «δρακί κρατῶν τά σύμπα­ντα» δέν ξεκρεμάστηκε ἀπό τό σταυρικό ἰκρίωμα ἐνῷ ἄνετα, θεϊκά μποροῦσε νά γλυτώσει.  Δέν θά γλύτωνε ὅμως τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν αἰώνια καταδυναστεία τοῦ θανάτου.  Ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου διά τοῦ θανάτου Αὐτοῦ ἐπάτησε τόν θάνατον.
Ἔτσι καί σήμερα ὁ Κύριος ἐπιτρέπει τή σταύρωσή μας ἀπό τούς συγχρόνους σταυρωτές, γιά νά σταυρώσουμε ὅλα τά βδελυκτά σαρκικά πάθη καί μίση καί νά βγοῦμε ἀπό τίς ἀπίστευτες καί «ἀμετάκλητες» δοκιμασίες κεκαθαρμένοι, ὅπως τό χρυσάφι μετά τή δοκιμασία πού ὑφίσταται στή δυνατή πυρά τῆς καμίνου. 
Ὀφείλουμε πάντως ὡς δικά Του τέκνα, τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, νά ἀποβάλουμε κάθε ἀντιπάθεια ἐναντίον τῶν σταυρωτῶν μας καί νά μεταστρέψουμε τήν ἀγανάκτηση σέ προ­σευχή.  Τά τελευταῖα ἐπίγεια λόγια τοῦ Κυρίου μας ἦταν: «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι».  
Πράγματι δέν ξέρουν τί κάνουν, ἀφοῦ ἡ κομματική πειθαρχία εἶναι ἡ πρώτη καταστατική, ὅπως φαίνεται, ὑποχρέωση γι’ αὐτούς, ὅπως καί ἡ ἄγνοια τοῦ περιεχομέ­νου τῶν συμβάσεων πού ὑπέγραψαν καί … ἴσως κάποια bonus.  Νά παρακαλέσουμε ἐπί πλέον νά τούς χαρίσει ὁ Σταυρωθείς Κύριος μετάνοια καί ἐν μετανοίᾳ ἀπολογία στή Μέλλουσα Κρίση.
Αὐτή ἡ ἐν Χριστῷ ὑπέρβαση τοῦ ἀτομισμοῦ μας θά πλημ­μυρίσει τήν ψυχή μας μέ ὠκεανούς θείας ἀγάπης πού θά συμπα­ρασύρει ἑαυτούς καί ἀλλήλους σέ εὐχές καί ὄχι κατάρες καί σέ συναγωνισμό προσευχῶν ὑπέρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας καί σωτηρίας ὅλων μας, τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν.
Τό θέμα μας ὅμως εἶναι οἱ ἐπικείμενες ἐκλογές.  Τί θά κάνουμε; 
Ἡ ἀπάντηση εἶναι πάρα πολύ δύσκολη. 
 Μποροῦμε ὅμως νά σκεφθοῦμε τά ἑξῆς: 
1.       Ὅσοι ὑπέγραψαν, οἱ διακόσιοι περίπου βουλευτές, τίς συμβάσεις πού παραδίδουν «ἀμετάκλητα» στούς δανειστές τῆς χώρας μας ἔδαφος, ὑπέδαφος, ὀρυκτό πλοῦτο, ἐναέ­ριο χῶρο, παραθαλάσσιο, δημόσια καί ἰδιωτική περιουσία, πολιτιστική κληρονομιά κ.τ.λ., κ.τ.λ., μποροῦν νά θεω­ροῦ­νται ὑποψήφιοι ἐκπρόσωποί μας στίς ἐπικείμενες ἐκλογές;  Εἶναι δυνατόν;;;
2.      Ὑπάρχουν κόμματα, τά ὁποῖα ἔχουν κάνει ἀναλυτική κρι­τική τῶν μεθοδεύσεων τοῦ πλαστοῦ χρέους, τῶν ἐπαχθῶν ὑποχρεώσεων τῆς πατρίδος μας πρός τό Δ.Ν.Τ., τήν Εὐρω­παϊκή Ἕνωση, τούς δανειστές.  Ἔχουν ἀποδείξει ὅτι ἡ μέχρι τώρα διετής οἰκονομική πολιτική δέν βοηθάει τή χώρα μας, ἀλλά ἀκόμα περισσότερο ὑποθηκεύει τό μέλλον γενιῶν καί γενιῶν μετά ἀπό μᾶς, ἀφήνοντας ἐρείπια στούς μεταγενεστέρους μας σέ ὅλα τά ἐπίπεδα ζωῆς. 
Ἀπό αὐτά τά ἀντιμνημονιακά κόμματα ὠφεληθήκαμε μέ τίς ἐμπερι­στατωμένες ἀναλύσεις πού ἔχουν κάνει γύρω ἀπό τό ἐπονείδιστο χρέος, ἀπό τούς δυσβάστακτους τόκους γιά τήν ἀποπληρωμή τοῦ χρέους καί γύρω ἀπό τή γενικότερη φθίνουσα κατάσταση τῆς χώρας μας, πού εἶναι ἀποτέ­λεσμα τῶν «ἀμετά­κλη­των» δανειακῶν συμβάσεων πού τελικά ὑπέγραψαν οἱ διακόσιοι βου­λευτές. 
Λυπούμαστε ὅμως ὑπερβολικά γιατί, ἐνῷ οἱ γνώσεις τους, ἡ δράση τους, ἡ μαχητικότητά τους ἔδειχναν τήν ἀγάπη τους γιά τήν πατρίδα μας, τήν Ἑλλάδα, ὡστόσο δειλά – δειλά ἤ μερικοί πιό φανερά, δηλώνουν ἄθεοι.  Ἐνδεχομένως καί κάποιες ἄλλες σκοπιμό­τητες, συμβατές μέ τήν ἀθεΐα τους, νά ἔρθουν στό φῶς τότε πού θά καθήσουν στούς βουλευτικούς θώκους.  Ἡ περίπτωσή τους μᾶς παραπέμπει στή νοοτροπία καί στή δράση τοῦ Ἀδαμάντιου Κοραῆ, ὁ ὁποῖος θαμπώθηκε ἀπό τόν εὐρωπαϊκό ἀθεϊστικό οὐμα­νισμό, ἀρνήθηκε τήν ἐκλεκτή ἑλληνορθόδοξη Παρά­δοση καί ἀγωνίστηκε νά ἐγκαθιδρύσει στήν πατρίδα μας τήν ἄψυχη εὐρωπαϊκή κουλτούρα, τῆς ὁποίας τά ἀποτελέ­σματα δυστυχῶς εἰσπράττουμε ὅλοι μας.
3.      Ὅσους ἀπό τούς ἀντιμνημονιακούς δέν ἔχουν ξεκαθαρίσει τό θέμα τῆς Κάρτας τοῦ Πολίτη πῶς μποροῦμε νά τούς ἐμπιστευθοῦμε; Ἡ Κάρτα τοῦ Πολίτη θά εἶναι τό δηλητη­ριῶδες κερασάκι πάνω στήν τούρτα τῆς ἠλεκτρονικῆς φυλακῆς, πού ἀπό δεκαετίες ἑτοιμάζει ἡ Νέα Ἐποχή σέ βάρος μας.  Ἄν καί αὐτοί ἀδιαφοροῦν στήν καταδυνά­στευ­ση τῆς ἐλάχιστης ἐλευθερίας μιᾶς ἀναπνοῆς, μιᾶς ἀνάσας πού ἀπέμεινε ἀκόμα στόν Ἕλληνα πολίτη, πῶς μποροῦμε νά τούς δώσουμε τήν ἐξουσιοδότηση νά προετοιμάσουν μιά πραγματική καί ὄχι εἰκονική σεισά­χθεια;
4.      Τίς ἡμέρες αὐτές πού μέ διάφορα παραπλανητικά διλήμ­ματα προσπαθοῦν οἱ ἐπαγγελματίες πολιτικοί νά μᾶς ξεγε­λάσουν, ἄς κλείσουμε τά αὐτιά μας νά μήν ξαναμολυνθοῦν ἀπό τίς πλάνες ὑποσχέσεις τους.  Ἄς κλείσουμε τόν ἄμβωνα τῆς Νέας Ἐποχῆς, τήν τηλεόραση, γιά νά μή ρυπαίνει μέ  τό συστηματικό ψεῦδος τίς ψυχές μας.  Μυθομανεῖς θά καταντήσουμε, ἄν ἐξακολουθοῦμε νά τεί­νουμε εὐήκοα ὦτα σ’ αὐτούς.
5.      Ἄς ἐπιμεληθοῦμε τήν ἐν Χριστῷ πνευματική μας ζωήΤό κομποσχοίνι, τήν εὐχή, τίς ἱερές Ἀκολουθίες, γιά νά μπο­ρέσουμε νά ἀνακαλύψουμε ἔστω καί ἕνα Χριστιανό Ἕλλη­να πού πονάει γιά τήν κατάσταση τῆς χώρας μαςἌν πραγματικά πονᾶμε γιά τήν πατρίδα μας, εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ Χριστός θά δείξει, θά ἀναδείξει ἄνδρα ἐν Χριστῷ πνευματικῶν ἐπιθυμιῶν, ἄνδρα θυσίας καί προσφορᾶς καί θά δώσει ἐλπίδα σωτηρίας. Εἴμαστε σίγουροι ὅτι ὄχι μόνο ἕνας, ἀλλά ἀρκετοί νέοι ὑποψήφιοι ἔχουν ὀρθόδοξη παιδεία, ἔμπνευση, πίστη Χριστοῦ καί ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα.
6.      Στήν περίοδο τῆς ἀρχεγόνου Ἐκκλησίας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τότε πού ὁ Ἰουδαϊκός λαός ἦταν σκλαβωμένος στούς εἰδωλολάτρες καί ἀναγκά­ζονταν ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι νά προσκυνήσουν τόν πανίσχυρο Ναβου­χοδονόσορα, οἱ τρεῖς νέοι Ἀνανίας, Ἀζαρίας καί Μι­σαήλ δέν ἀρνήθηκαν τόν ἀληθινό Θεό καί δέν προσκύνησαν τά εἴδωλα.  Ἐκβιάσθηκαν καί ρίχτηκαν στήν κάμινο τοῦ πυ­ρός.  Βάδιζαν ἀτρόμητοι μέσα στήν πυρακτωμένη κάμινο δοξολογοῦντες τόν ἀληθινό Θεό καί μετανοοῦντες γιά λογαριασμό ὅλης τῆς γενιᾶς τους πού ἀπομακρύνθηκε πνευματικά ἀπό τόν ἀληθινό Θεό.  Καταξιώθηκαν τοῦ πα­σίγνωστου θαύματος τῆς σωτηρίας τους ἀπό τήν κατα­στρε­πτική δύναμη τοῦ πυρός.  Οὔτε τρίχα τῆς κεφαλῆς τους δέν ἐνοχλήθηκε, δέν πειράχθηκε ἀπό τή φωτιά, ἀλλά μέσα στήν πυρένδροσο κάμινο ἀπεκαλύφθη ἡ μελλοντική σά­ρ­κωση καί ἐνανθρώπιση τοῦ ἀσάρκου Λόγου, φαινομένου ὡς λευχείμονος καί ἀστραφτεροῦ ἀγγέλου πού τούς ἐνδυ­νάμωνε, τούς θεοεμψύχωνε καί τούς πλήρωνε μέ τήν ἐμπει­ρία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ μαρτυρήσαντος, Σταυρωθέντος καί Ἀναστάντος Κυρίου μας.  Ἔγιναν μάρτυρες τῆς λαμπροφόρου Ἀνα­στάσεως τοῦ Χριστοῦ, πρό Χριστοῦ.  Εἶναι ἀδύνατο σήμερα καί μεῖς, οἱ κληρικοί καί λαϊκοί τῶν ἐσχάτων χρόνων, ζῶντες ἐν μετανοίᾳ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ νά μήν ἀποκτήσουμε ἐμπειρία Ἀναστάσεως  καί σωτηρίας τῆς πατρίδος μας ἀπό τήν ἡτοιμα­σμένη νέα κάμινο πυρός ἀπό τούς ἡγέτες τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τούς συνεργούς τους.


π. Σαράντης Σαράντος 
ἐφημέριος Ἱ.Ν.Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου