Όποιος θέλει να μάθει να παίζει καλά τη λύρα πηγαίνει κατά τα μεσάνυχτα σ’ ένα έρημο σταυροδρόμι και εκεί χαράζει κάτω στη γη, μ’ ένα μαυρομάνικο μαχαίρι, ένα γύρο (=κύκλο). Μέσα εκεί κάθεται και παίζει.
Σε λίγο έρχονται από παντού νεράιδες και τον περιτριγυρίζουν. Ο σκοπός τους δεν είναι καλός, γιατί θέλουν να τον πατάξουν. Μα αφού δεν μπορούν να μπουν στο γύρο, προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον ξεπλανέψουν και να τον τραβήξουν έξω. Και του λένε γλυκά λόγια και όμορφα τραγούδια και του κάνουν χίλια δυο τσακίσματα. Μα εκείνος, αν είναι φρόνιμος, κάνει πέτρα την καρδιά και εξακολουθεί να παίζει ατάραχος τη λύρα.
«Μα δεν την ξέρεις» του λένε, σαν δουν πως πάνε τα πλανέματά τους χαμένα. «Τί την παίζεις και χάνεις χρόνο;»
«Έτσι την έμαθα, έτσι την παίζω» αποκρίνεται ο λυράρης, «Τι σας νοιάζει»
«Μπά, τίποτα» του λένε, «μόνο αν θέλεις σε μαθαίνουμε να παίζεις λύρα, λύρα που να χορεύουνε και οι πέτρες.» Και τον παρακαλούν να βγει από τον γύρο.
Εκείνος δεν τις ακούει. Ύστερα από πολλά του ζητούν μόνο τη λύρα. Ο λυράρης τη δίνει , μόνο φυλάγεται να μην βγάλει έξω από το γύρο το χέρι του ή άλλο μέρος από το σώμα του, γιατί κόβεται ή τρελαίνεται.
Παίρνει τότε μια νεράιδα τη λύρα, την παίζει λίγες στιγμές, με πολλή τέχνη, και του τη δίνει πίσω πάλι, με δυσαρέσκεια, λέγοντας: «Πάρε την. Εσύ δεν μας πιστεύεις να βγεις έξω και εμείς θα σου μάθουμε;»
Ο λυράρης, όμως, τίποτα, δεν ακούει, και αρχίζει πάλι να παίζει τη λύρα του άτεχνα. Οι νεράιδες που θέλουν να τον βλάψουν, κάνουν πολλές φορές το ίδιο για να ξεγελαστεί κάποια στιγμή και να βγάλει παραέξω το χέρι του.
Στο τέλος, όταν κράξει ο πετεινός, για να μην τους βρει η μέρα, του ζητούν να τους δώσει ένα, ό,τι να ’ναι, προκειμένου να τον μάθουν.
Και εκείνος βγάζει την άκρη από το μικρό του δάχτυλο και αυτές το κόβουν αμέσως. Όμως δεν τον γελούν. Σε λίγο, τον μαθαίνουν να παίζει σαν αυτές και ύστερα χάνονται.
Γι’ αυτό, ένας καλός λυράρης, άμα τον παινούν πως έχει καλές κοντυλιές, λέει καμιά φορά: «Αμ, είντα θαρρείτε; Εγώ την λύρα την έμαθα στο σταυροδρόμι.»
Από τις νεράιδες, σύμφωνα με τον παραπάνω θρύλο της Κρήτης, τον «κύκλο στο σταυροδρόμι» μάθαιναν οι καλοί λυράρηδες την τέχνη της λύρας, γεγονός που επιβεβαιώνει την ευρύτατα διαδεδομένη πίστη των ανθρώπων σε θεούς δασκάλους και πατέρες ή προστάτες των τεχνών.
Στο πλαίσιο της πίστης αυτής, τοποθετείται και η αντίληψη για τη θεϊκή καταγωγή της μουσικής. Η πρώτη λύρα λέγεται ότι φτιάχτηκε από τον Ερμή, από καύκαλο χελώνας, δέρμα βοδιού και έντερα αρνιού, την οποία χάρισε στον Απόλλωνα και αυτός με τη σειρά του στο γιο του Ορφέα που μάγευε τη φύση, τα ζώα και τα φυτά με τη μουσική του.
Κάποιες φορές, τις όμορφες νεράιδες αντικαθιστούν φοβεροί και τρομεροί δαίμονες, οι οποίοι αναλαμβάνουν το έργο της εκπαίδευσης του λυράρη. Στην αρχή χορεύουν όλοι μαζί γύρω του και στο τέλος τον πλησιάζουν και του πιάνουν την κουβέντα. Εκείνος όμως δεν πρέπει να βγάλει άχνα γιατί αν μιλήσει θα του πάρουν τη μιλιά και θα βουβαθεί. Οι δαίμονες ευχαριστιούνται από την εξυπηρέτηση που αυτός τους κάνει , συνοδεύοντας με λύρα το χορό τους και θέλουν να του ανταποδώσουν τη χάρη. Έτσι, πλησιάζει ο αρχηγός, παίρνει τη λύρα από τα χέρια του, την κουρντίζει και την επιστρέφει. Από τη στιγμή αυτή, ο οργανοπαίχτης γίνεται άσσος της λύρας, τόσο, που θα’ λεγε κανείς ότι μόνα τους παίζουν τα δάχτυλά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου