Πέρασε κύκλους ζωής, από τη μια ως την άλλη άνοιξη, μέχρι την τελική περικύκλωσή του από κτίσματα και το θάνατό του δια της αντιπαροχής: Το θάνατο σε ένα ρευστό περιαστικό χώρο , όπου τα οφέλη της «ευπρεπούς» και «ποιοτικής» κατοίκησης ξεπερνούσαν τα δοσίματα της παλιάς πρόχειρης ζωής. Χωρίς όμως να ακυρώνουν την αξία τους...
O ΠΕΡΙΓΥΡΟΣ
Ήταν ένας από τους πολλούς κήπους των αθηναϊκών περιχώρων, τότε, στη δεκαετία του 50. Η φυσιογνωμία του ήταν υβριδική, με «φαγώσιμη» αλλά και καλλωπιστική βλάστηση, κατά πως συνηθιζόταν στον περίγυρο της πρωτεύουσας, ιδιαίτερα στις ανατολικές περιοχές. Τότε, πολλές από αυτές τις περιοχές δεν ήταν συνέχεια της πόλης, δεν θύμιζαν κάποια σημερινά προάστια, δεν συγκροτούσαν «θυγατρικές» κωμοπόλεις αποστασιοποιημένες από τον κεντρικό αστικό πυρήνα, δεν ήταν χωριά. Πιο πολύ παρέπεμπαν στη δομή της «εξαπλωμένης πόλης», των αμερικανικών περιχώρων τύπου Λος Άντζελες, με τη διάσπαρτη δόμηση, διαθέτοντας ακόμη και ορισμένες πλουσιοκατασκευές και βιλίτσες εδώ κι εκεί, με αυτάρεσκα δηλωμένη την ιδιότητά τους - ΒΙΛΑ ΑΜΑΛΙΑ, ΒΙΛΑ ΡΙΤΑ κλπ - αλλά στο σύνολό τους ήταν περιοχές κυριαρχημένες από τη φτώχεια... Ήταν ένας ασυνάρτητος χώρος φθηνών και πρόχειρων κατασκευών, που θύμιζε έντονα κάποια σκηνικά του Αλέξη του Δαμιανού στην κινηματογραφική «Ευδοκία» - έργο του 1971, που άφησε εποχή στον ελληνικό ρεαλιστικό σινεμά, καθώς «έλαμπε» μέσα σε ένα γκρίζο περίγυρο μικροαστικών ονείρων: όπου το φτωχόπαιδο-πρωταγωνιστής αγαπούσε το πλουσιοκόριτσο ή όπου αντιστρόφως το πλουσιόπαιδο έμπλεκε με το φτωχοκόριτσο, το δε χάπυ έντ ήταν εγγυημένο...
Αυτός ο χώρος μεταγενέστερα, συνδυαζόταν στη σκέψη μου με τις αφηγήσεις του Ντίνου Χριστιανόπουλου για ορισμένα θεσσαλονικιώτικα περίχωρα, σεξουαλικής μάλλον παρά οικιστικής χρήσεως, που είχαν ρέματα, σκοτεινές τοποθεσίες, λόγγους και ακανόνιστες οδεύσεις: «Εδώ δεν είναι τόπος να πλαγιάσουμε - τ' αγκάθια τσιμπούν και τα τριβόλια κολνούν και προδίνουν - το λασπωμένο ρέμα, όλο κουνούπι και κακό - δε μοιάζει τα ολοκάθαρα ρυάκια του χωριού σου» (1).
Εκεί, στον αθηναϊκό περιαστικό χώρο των 50χρονων, τα σπίτια θεμελιώνονταν συχνά πάνω σε σφαγμένα κοκόρια- δίνοντας συνέχεια σε μια δεισιδαιμονία που ίσχυε από την απροσδιόριστη εποχή της θεμελίωσης του γεφυριού της Άρτας : Το γεφύρι είχε χτιστεί πάνω στην όμορφη γυναίκα του πρωτομάστορα και σκοπός της θυσίας ήταν η εξασφάλιση της σταθερότητας της κατασκευής... Στη δεκαετία του 50 οι κατασκευές κρατούσαν εβδομάδες και μήνες, η πελεκητή πέτρα αποτελούσε σημαντικό οικοδομικό υλικό, το πηλοφόρι και το ατομικό καροτσάκι ήταν βασικά εργαλεία. Και όλα αυτά συνυπήρχαν μέσα σε ένα αδιαμόρφωτο πλαίσιο, όπου οι δρόμοι ήταν χωρίς ρείθρα και τα όρια δρόμου και πεζοδρομίου ακανόνιστα. Το καλοκαίρι η σκόνη πήγαινε σύννεφο, κι οι νοικοκυραίοι προσπαθούσαν να την «καταλαγιάσουν» ιδιαίτερα τα απογεύματα, καταβρέχοντας μέχρι και τον έξω από το οικόπεδό τους χώρο, ενώ κάποτε - κάποτε το καθήκον αυτό ανελάμβανε η υδροφόρα της δημοτικής αρχής. Αργότερα έμαθα, από μια αφήγηση του Ηλία Πετρόπουλου (2), ότι η κατάσταση αυτή ήταν γνώριμη ακόμη και στο αθηναϊκό κέντρο της δεκαετίας του 1890, όταν η Αθήνα χαρακτηριζόταν «κονιορτούπολις, γιατί ήτανε πόλη κονιορτόβλητος και κονιορτόπληκτος». Το χειμώνα τα πράγματα άλλαζαν δραματικά: Στον περίγυρο των δικών μου παιδικών χρόνων, μετά τις βροχές, σχηματίζονταν λιμνούλες διάρκειας, ενώ γενικότερα κυριαρχούσε η λάσπη.
«Ασυνάρτητα περίχωρα», θα μπορούσε να πει ο Σαββόπουλος, ίσως με το ίδιο πνεύμα που στιχούργησε «άδεια χωριουδάκια κι ασυνάρτητη επαρχία- κάθε τι μισοχωμένο μεσ' τη γη» (3) ... Εκεί και τότε λοιπόν, υπήρχαν παλιά σιδερικά πεταμένα στις αλάνες, υπήρχαν παρηκμασμένα και χιλιοχρησιμοποιημένα κομμάτια επίπλων, υπήρχαν σκουριασμένα και άκρως κακόφημα κονσερβοκούτια λόγω υποτιθέμενης «προϋπηρεσίας» στον εμφύλιο - χρήσιμα για θανατικές εκτελέσεις «χαμηλού κόστους», λόγω έλλειψης πυρομαχικών, κατά πως ισχυριζόταν η δεξιόστροφη προπαγάνδα ... Υπήρχαν σκελετοί σπιτιών που περίμεναν χρόνια την αποπεράτωσή τους ή που είχαν μερικά προχωρήσει και «μαρμαρωθεί» με κάποιες αδέξιες τοιχοποιίες, υπήρχαν ακόμη διαλυμένες και σκουριασμένες καρότσες παλιών λεωφορείων. Στις αυλές κρέμονταν για στέγνωμα ασπρόρουχα - που ο Πετρόπουλος θεωρούσε στόχο μιας ειδικής κατηγορίας μικρολωποδυτών εκείνης της εποχής, γνωστών ως «ασπρορουχούδων»... Στα ελεύθερα οικόπεδα και στις ανοιχτωσιές έβγαιναν φαγώσιμα χορταρικά που έβαζαν πάντοτε σε σκέψεις τη μητέρα μου για το κατά πόσο είχαν κατουρηθεί από σκυλιά. Υπήρχε άφθονο θυμάρι ως πρώτη ύλη για το διάσημο μέλι του Υμηττού, ενώ εδώ κι εκεί αφθονούσαν τα σπερδούκλια (4) με τη χαρακτηριστική τους μυρωδιά - κάτι μεταξύ φασκόμηλου και σπέρματος... Την άνοιξη το χαμομήλι σχημάτιζε μικρά πανέμορφα λιβάδια, που άξιζαν ίσως ένα τραγούδι (Λιβάδια του χαμομηλιού για πάντα !) σαν εκείνο που έγραψαν οι Beatles για τα λιβάδια της φράουλας - Strawberry fields for ever - αλλά που τότε, από όσο γνωρίζω, δεν είχαν εμπνεύσει παρά μόνο ένα παιδικό μου δάσκαλο, και δεν είχαν ως προϊόν παρά μόνο ένα ταπεινό στιχούργημα του ίδιου: «Στη ψυχή μου φως αφήνει - ένας ήλιος, χίλιοι ήλιοι - χάρη κι ευωδιά που χύνει - ταπεινό το χαμομήλι».
Τα «λιβάδια του χαμομηλιού» εξέπεμπαν τη γλυκιά, διακριτική και κατευναστική τους οσμή, που γινόταν όμως εντονότερη και σχεδόν υπνοφόρα, όταν τα άνθη του ποώδους φυτού συλλέγονταν και αποθηκεύονταν σε εσωτερικό χώρο. Αυτό στο δικό μας σπίτι γινόταν σε ένα υπόγειο - που είχε την πολλαπλή αποστολή της αποθήκης και του «παιχνιδοχώρου». Εκεί είδα τα αδέλφια μου να συναρμολογούν υλικά και να κατασκευάζουν ένα ραδιόφωνο με λυχνία - μια μάλλον πρωτόγονη συσκευή που ήθελε κάποιο χρόνο μέχρι να ζεσταθεί και να πάρει επαφή με τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ήταν ακόμη η προ των τρανζίστορ εποχή...
Ήταν ένας από τους πολλούς κήπους των αθηναϊκών περιχώρων, τότε, στη δεκαετία του 50. Η φυσιογνωμία του ήταν υβριδική, με «φαγώσιμη» αλλά και καλλωπιστική βλάστηση, κατά πως συνηθιζόταν στον περίγυρο της πρωτεύουσας, ιδιαίτερα στις ανατολικές περιοχές. Τότε, πολλές από αυτές τις περιοχές δεν ήταν συνέχεια της πόλης, δεν θύμιζαν κάποια σημερινά προάστια, δεν συγκροτούσαν «θυγατρικές» κωμοπόλεις αποστασιοποιημένες από τον κεντρικό αστικό πυρήνα, δεν ήταν χωριά. Πιο πολύ παρέπεμπαν στη δομή της «εξαπλωμένης πόλης», των αμερικανικών περιχώρων τύπου Λος Άντζελες, με τη διάσπαρτη δόμηση, διαθέτοντας ακόμη και ορισμένες πλουσιοκατασκευές και βιλίτσες εδώ κι εκεί, με αυτάρεσκα δηλωμένη την ιδιότητά τους - ΒΙΛΑ ΑΜΑΛΙΑ, ΒΙΛΑ ΡΙΤΑ κλπ - αλλά στο σύνολό τους ήταν περιοχές κυριαρχημένες από τη φτώχεια... Ήταν ένας ασυνάρτητος χώρος φθηνών και πρόχειρων κατασκευών, που θύμιζε έντονα κάποια σκηνικά του Αλέξη του Δαμιανού στην κινηματογραφική «Ευδοκία» - έργο του 1971, που άφησε εποχή στον ελληνικό ρεαλιστικό σινεμά, καθώς «έλαμπε» μέσα σε ένα γκρίζο περίγυρο μικροαστικών ονείρων: όπου το φτωχόπαιδο-πρωταγωνιστής αγαπούσε το πλουσιοκόριτσο ή όπου αντιστρόφως το πλουσιόπαιδο έμπλεκε με το φτωχοκόριτσο, το δε χάπυ έντ ήταν εγγυημένο...
Αυτός ο χώρος μεταγενέστερα, συνδυαζόταν στη σκέψη μου με τις αφηγήσεις του Ντίνου Χριστιανόπουλου για ορισμένα θεσσαλονικιώτικα περίχωρα, σεξουαλικής μάλλον παρά οικιστικής χρήσεως, που είχαν ρέματα, σκοτεινές τοποθεσίες, λόγγους και ακανόνιστες οδεύσεις: «Εδώ δεν είναι τόπος να πλαγιάσουμε - τ' αγκάθια τσιμπούν και τα τριβόλια κολνούν και προδίνουν - το λασπωμένο ρέμα, όλο κουνούπι και κακό - δε μοιάζει τα ολοκάθαρα ρυάκια του χωριού σου» (1).
Εκεί, στον αθηναϊκό περιαστικό χώρο των 50χρονων, τα σπίτια θεμελιώνονταν συχνά πάνω σε σφαγμένα κοκόρια- δίνοντας συνέχεια σε μια δεισιδαιμονία που ίσχυε από την απροσδιόριστη εποχή της θεμελίωσης του γεφυριού της Άρτας : Το γεφύρι είχε χτιστεί πάνω στην όμορφη γυναίκα του πρωτομάστορα και σκοπός της θυσίας ήταν η εξασφάλιση της σταθερότητας της κατασκευής... Στη δεκαετία του 50 οι κατασκευές κρατούσαν εβδομάδες και μήνες, η πελεκητή πέτρα αποτελούσε σημαντικό οικοδομικό υλικό, το πηλοφόρι και το ατομικό καροτσάκι ήταν βασικά εργαλεία. Και όλα αυτά συνυπήρχαν μέσα σε ένα αδιαμόρφωτο πλαίσιο, όπου οι δρόμοι ήταν χωρίς ρείθρα και τα όρια δρόμου και πεζοδρομίου ακανόνιστα. Το καλοκαίρι η σκόνη πήγαινε σύννεφο, κι οι νοικοκυραίοι προσπαθούσαν να την «καταλαγιάσουν» ιδιαίτερα τα απογεύματα, καταβρέχοντας μέχρι και τον έξω από το οικόπεδό τους χώρο, ενώ κάποτε - κάποτε το καθήκον αυτό ανελάμβανε η υδροφόρα της δημοτικής αρχής. Αργότερα έμαθα, από μια αφήγηση του Ηλία Πετρόπουλου (2), ότι η κατάσταση αυτή ήταν γνώριμη ακόμη και στο αθηναϊκό κέντρο της δεκαετίας του 1890, όταν η Αθήνα χαρακτηριζόταν «κονιορτούπολις, γιατί ήτανε πόλη κονιορτόβλητος και κονιορτόπληκτος». Το χειμώνα τα πράγματα άλλαζαν δραματικά: Στον περίγυρο των δικών μου παιδικών χρόνων, μετά τις βροχές, σχηματίζονταν λιμνούλες διάρκειας, ενώ γενικότερα κυριαρχούσε η λάσπη.
«Ασυνάρτητα περίχωρα», θα μπορούσε να πει ο Σαββόπουλος, ίσως με το ίδιο πνεύμα που στιχούργησε «άδεια χωριουδάκια κι ασυνάρτητη επαρχία- κάθε τι μισοχωμένο μεσ' τη γη» (3) ... Εκεί και τότε λοιπόν, υπήρχαν παλιά σιδερικά πεταμένα στις αλάνες, υπήρχαν παρηκμασμένα και χιλιοχρησιμοποιημένα κομμάτια επίπλων, υπήρχαν σκουριασμένα και άκρως κακόφημα κονσερβοκούτια λόγω υποτιθέμενης «προϋπηρεσίας» στον εμφύλιο - χρήσιμα για θανατικές εκτελέσεις «χαμηλού κόστους», λόγω έλλειψης πυρομαχικών, κατά πως ισχυριζόταν η δεξιόστροφη προπαγάνδα ... Υπήρχαν σκελετοί σπιτιών που περίμεναν χρόνια την αποπεράτωσή τους ή που είχαν μερικά προχωρήσει και «μαρμαρωθεί» με κάποιες αδέξιες τοιχοποιίες, υπήρχαν ακόμη διαλυμένες και σκουριασμένες καρότσες παλιών λεωφορείων. Στις αυλές κρέμονταν για στέγνωμα ασπρόρουχα - που ο Πετρόπουλος θεωρούσε στόχο μιας ειδικής κατηγορίας μικρολωποδυτών εκείνης της εποχής, γνωστών ως «ασπρορουχούδων»... Στα ελεύθερα οικόπεδα και στις ανοιχτωσιές έβγαιναν φαγώσιμα χορταρικά που έβαζαν πάντοτε σε σκέψεις τη μητέρα μου για το κατά πόσο είχαν κατουρηθεί από σκυλιά. Υπήρχε άφθονο θυμάρι ως πρώτη ύλη για το διάσημο μέλι του Υμηττού, ενώ εδώ κι εκεί αφθονούσαν τα σπερδούκλια (4) με τη χαρακτηριστική τους μυρωδιά - κάτι μεταξύ φασκόμηλου και σπέρματος... Την άνοιξη το χαμομήλι σχημάτιζε μικρά πανέμορφα λιβάδια, που άξιζαν ίσως ένα τραγούδι (Λιβάδια του χαμομηλιού για πάντα !) σαν εκείνο που έγραψαν οι Beatles για τα λιβάδια της φράουλας - Strawberry fields for ever - αλλά που τότε, από όσο γνωρίζω, δεν είχαν εμπνεύσει παρά μόνο ένα παιδικό μου δάσκαλο, και δεν είχαν ως προϊόν παρά μόνο ένα ταπεινό στιχούργημα του ίδιου: «Στη ψυχή μου φως αφήνει - ένας ήλιος, χίλιοι ήλιοι - χάρη κι ευωδιά που χύνει - ταπεινό το χαμομήλι».
Τα «λιβάδια του χαμομηλιού» εξέπεμπαν τη γλυκιά, διακριτική και κατευναστική τους οσμή, που γινόταν όμως εντονότερη και σχεδόν υπνοφόρα, όταν τα άνθη του ποώδους φυτού συλλέγονταν και αποθηκεύονταν σε εσωτερικό χώρο. Αυτό στο δικό μας σπίτι γινόταν σε ένα υπόγειο - που είχε την πολλαπλή αποστολή της αποθήκης και του «παιχνιδοχώρου». Εκεί είδα τα αδέλφια μου να συναρμολογούν υλικά και να κατασκευάζουν ένα ραδιόφωνο με λυχνία - μια μάλλον πρωτόγονη συσκευή που ήθελε κάποιο χρόνο μέχρι να ζεσταθεί και να πάρει επαφή με τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ήταν ακόμη η προ των τρανζίστορ εποχή...
ΜΙΑ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΡΙΑ ΟΣΜΗΣτο μικρόκοσμο των οσμών εκείνης της περιόδου, γενικά απουσίαζαν οι τεχνητές μυρωδιές των εμπορικών αρωμάτων. Δεν υπήρχαν τα αποσμητικά χώρων, τα after shave των ανδρών και οι κολόνιες των γυναικών - της φτωχής τουλάχιστον τάξης. Στους εκσυγχρονισμένους αστικούς σχηματισμούς είχε μάλλον ολοκληρωθεί η φυγή από την πολεοδομική αθλιότητα της πρώτης βιομηχανικής περιόδου, από εκείνο το κράμα κατοίκησης και παραγωγής, με τις δυσοσμίες από τα λύματα κάθε είδους, που είχαν εμπνεύσει ένα βιβλίο όπως αυτό του Πατρίκ Ζισκίντ για το «Άρωμα» (5). Η καθαριότητα είχε κατά κάποιο τρόπο μειώσει την οσφραντική «ποικιλότητα» του αστικού χώρου, όσο κι αν από μια άλλη πλευρά προστίθονταν «αρνητικές οσμές» όπως ήταν τα καυσαέρια των αυτοκινήτων, που μεταγενέστερα εξελίχθηκαν στο διάσημο αθηναϊκό «Νέφος». Όμως στη δική μας αθηναϊκή περιφέρεια τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Εδώ το συγκεκριμένο «κράμα» φύσης και «αδέξιας κατοίκησης» χαρακτηριζόταν από μεγάλη οσφραντική ποικιλότητα: Εδώ ήταν τα καυσόξυλα των φούρνων, το ρετσίνι των πεύκων σε διάφορες περιστάσεις - σε βροχερούς ή στεγνούς καιρούς. Ήταν τα γιασεμιά, το αιγόκλημα, οι βασιλικοί, ο δυόσμος, όλα αυτά με τις «θετικές» τους οσμές, που εμπλούτιζαν τη «διαφορετικότητα» στον μικρόκοσμο των αισθήσεών μας, ενώ κάποιες αρνητικές οσμές - όπως αυτή που εξέπεμπε μια ποικιλία χαρουπιάς, ή κάτι παρόμοιο - δεν έκαναν τόσο έντονη την παρουσία τους. Στον κόσμο των οσμών όμως, κατά τη δική μου αίσθηση, «πρωταθλητική» ήταν αυτή που απέπνεαν τα ξύλινα κρασοβάρελα κάθε Σεπτέμβρη, όταν περνούσαν τον τακτικό ετήσιο καθαρισμό τους έξω από τα συνοικιακά μπακάλικα: Ήταν σαν ένα μείγμα από κρασί και ξύδι, αιθέριο για τους περίοικους και κυριολεκτικά «μεθυστικό» για όσους έκαναν αυτή τη δουλειά αρκετή ώρα, ξύνοντας τα μεγάλα βαρέλια με μεγάλες και σκληρές βούρτσες και προετοιμάζοντας το χώρο τους για τον επόμενο μούστο...
Σ' αυτό το παράξενο μόρφωμα, με τις απειράριθμες αλάνες και τους αδιαμόρφωτους χώρους, όπου η διέλευση αυτοκινήτων ήταν εξαιρετικά σπάνια, όπου οι οδικές σημάνσεις και η «διαχείριση της κυκλοφορίας» ήταν ξένη και γνώριμη μόνο από το κέντρο της Αθήνας όπου και διεκπεραιωνόταν κυρίως με το «manual» σύστημα από ευσταλείς τροχονόμους, αραιά και πού μπορούσε κανείς να συναντήσει ιππείς του βασιλικού ιππικού να «προπονούν» πολλές δεκάδες άλογα για τα εορταστικά και τελετουργικά τους καθήκοντα. Άλλοτε πάλι μπορούσε να συναντήσει σχηματισμούς μοτοσικλετιστών της Στρατιωτικής Αστυνομίας να κινούνται σε πυκνή φάλαγγα, κολλητοί ο ένας με τον άλλο, για προπονητικούς επίσης λόγους, ή να βρεθεί μπροστά σε κάποιο κοπάδι προβάτων. Ή την περίοδο πριν από τα Χριστούγεννα, μπορούσε να έρθει αντιμέτωπος με γαλοπούλες, στριμωγμένες σε πυκνούς σχηματισμούς, καθοδηγούμενες από «τσοπάνηδες» με τη βοήθεια ενός μεγάλου καλαμιού, με προορισμό την " live" πώλησή τους για τις γιορτές. Οι γαλοπούλες αγοράζονταν, καλοταΐζονταν και σφάζονταν από τους πιο ευκατάστατους, την περίοδο των Χριστουγέννων. Πάντως οι στάνες των συστηματικών κτηνοτρόφων βρίσκονταν μακριά από τους κατοικημένους χώρους, αν και στα κοντινά διάφοροι, με αγροτικότερη κουλτούρα από αυτή των υπολοίπων κατοίκων, μπορούσαν να «παρκάρουν» κατσίκες για βόσκηση.
Σ' αυτό το παράξενο μόρφωμα, με τις απειράριθμες αλάνες και τους αδιαμόρφωτους χώρους, όπου η διέλευση αυτοκινήτων ήταν εξαιρετικά σπάνια, όπου οι οδικές σημάνσεις και η «διαχείριση της κυκλοφορίας» ήταν ξένη και γνώριμη μόνο από το κέντρο της Αθήνας όπου και διεκπεραιωνόταν κυρίως με το «manual» σύστημα από ευσταλείς τροχονόμους, αραιά και πού μπορούσε κανείς να συναντήσει ιππείς του βασιλικού ιππικού να «προπονούν» πολλές δεκάδες άλογα για τα εορταστικά και τελετουργικά τους καθήκοντα. Άλλοτε πάλι μπορούσε να συναντήσει σχηματισμούς μοτοσικλετιστών της Στρατιωτικής Αστυνομίας να κινούνται σε πυκνή φάλαγγα, κολλητοί ο ένας με τον άλλο, για προπονητικούς επίσης λόγους, ή να βρεθεί μπροστά σε κάποιο κοπάδι προβάτων. Ή την περίοδο πριν από τα Χριστούγεννα, μπορούσε να έρθει αντιμέτωπος με γαλοπούλες, στριμωγμένες σε πυκνούς σχηματισμούς, καθοδηγούμενες από «τσοπάνηδες» με τη βοήθεια ενός μεγάλου καλαμιού, με προορισμό την " live" πώλησή τους για τις γιορτές. Οι γαλοπούλες αγοράζονταν, καλοταΐζονταν και σφάζονταν από τους πιο ευκατάστατους, την περίοδο των Χριστουγέννων. Πάντως οι στάνες των συστηματικών κτηνοτρόφων βρίσκονταν μακριά από τους κατοικημένους χώρους, αν και στα κοντινά διάφοροι, με αγροτικότερη κουλτούρα από αυτή των υπολοίπων κατοίκων, μπορούσαν να «παρκάρουν» κατσίκες για βόσκηση.
ΣΚΙΣΤΕ ΤΟΥΣ ΒΛΑΧΟΥΣ ΤΗΣ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ
Τα «περίχωρα» της Αθήνας ήταν κάτι διαφορετικό από την τυπική αθηναϊκή συνοικία, πριν από την περίοδο της αντιπαροχής: Την περίοδο που εκφράστηκε έντονα στον ελληνικό κινηματογράφο, με λατέρνες, παιδόκοσμο, φτωχομάγαζα, έρωτες, ταβέρνες, ασπρισμένες αυλές, βασιλικούς και μπεκρήδες. Στη συνέχεια ήλθε η περίοδος της αντιπαροχής, που έβαλε τους πολεοδομούντες σε προβληματισμούς διαρκείας. Και που εκφράστηκε αργότερα με μια ενδιαφέρουσα κινηματογραφική «επιτομή» , σε ένα ντοκιμαντέρ για το οικιστικό κύμα, με υλικό διάφορα αποσπάσματα ταινιών, πεντηκονταετίας και βάλε: Ήταν το φιλμ «Για πέντε διαμερίσματα και ένα μαγαζί» , ένα «Ντοκιμαντέρ για την αρχιτεκτονική και την κοινωνία της Αθήνας μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο». Σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σκοπετέα και σενάριο του Δημήτρη Φιλιππίδη.
Όμως ο δικός μας περίγυρος εκείνων των χρόνων ήταν μάλλον τριτοκοσμικός με τα σημερινά κριτήρια, ήταν μια ιδιόμορφη συνθήκη κατοίκησης, μια επαρχία εκτός της επαρχίας. Που δηλωνόταν σαν τέτοια κυρίως μέσα στα πλαίσια διαφόρων τοπικιστικών ανταγωνισμών και αξιολογήσεων, ιδιαίτερα εκεί όπου τα πράγματα λέγονταν «χύμα και τσουβαλάτα», δηλαδή στα γήπεδα. Θυμάμαι ακόμη το σύνθημα που εκτόξευσαν ο οπαδοί της ποδοσφαιρικής ομάδας της Καλλιθέας ενάντια στη δική μας τοπική ομάδα, σε έναν αγώνα του τοπικού πρωταθλήματος: «Σκίστε -τους βλάχους - της Ηλιού-πολης» !
Σ' αυτή την «επαρχία της πρωτεύουσας» τις Κυριακές φορούσαμε τα καλά μας - κατά πως έλεγε ο τίτλος ενός βιβλίου της Μαριέλλης Σφακιανάκη - Μανωλίδου (6) . Κι ακόμη τις Κυριακές γευόμασταν το κρέας σε περίτεχνες συνθέσεις με το ρύζι, τα μακαρόνια ή τις πατάτες, που μας φαινόταν πιο νόστιμο, μάλλον λόγω της σπανιότητάς του. Παρ' όλα αυτά οι Κυριακές ήταν αυτές που έφερναν στο προσκήνιο μια υποβόσκουσα θλίψη: με κάποια απογεύματα του χειμώνα, μετά το συνηθισμένο τοπικό αγώνα στο γήπεδο, ακόμη και μετά τη νίκη της τοπικής ομάδας, να αισθάνεται κανείς βυθισμένος σε μια ακαταμάχητη μελαγχολία, χωρίς έξοδο διαφυγής, χωρίς θεάματα και ακροάματα, χωρίς κοντινούς χώρους συνάντησης. Ίσως για κάποια τέτοια κυριακάτικα απογεύματα να τραγουδήθηκε - μερικά χρόνια αργότερα - το «Σαββατόβραδο» του Καζαντζίδη : «Αχ να' ταν η ζωή μας - Σαββατόβραδο ! - Κι ο χάρος να 'ρχονταν, - μια Κυριακή το βράδυ».(7)
Το αντιστάθμισμα σε αυτή τη βύθιση - σαν ένα φυσικό αγχολυτικό διαρκείας - ήταν οι ανοιχτοί ορίζοντες της ημέρας: Ήταν η θάλασσα που πέντε μόλις χιλιόμετρα μακρύτερα φαινόταν κοντινότερη, όντας αδιαμεσολάβητη από κτίσματα, πυκνή οδοποιία ή δυνατούς θορύβους. Ήταν το φως που έσωζε την αξιοπρεπή μας φτωχοκοινωνία - κατά πως έλεγε η Τατιάνα Γκρίτση Μιλιέξ (8): Οι υπέρλαμπρες μεσημεριάτικες λιακάδες του χειμώνα, που λειτουργούσαν σαν εξαίσιο αντίδοτο στο ημίφως και στην υγρασία που δέσποζε στους οικιακούς χώρους, όπου κυριαρχούσαν τα ανήμπορα μαγκάλια και στη καλύτερη περίπτωση οι σόμπες πετρελαίου, με τη χρήση του ηλεκτρισμού να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και μετρημένη.
Τις άλλες εποχές η κατάσταση άλλαζε προς το καλύτερο. Την Άνοιξη οι μυρωδιές γίνονταν ισχυρές και εκμαυλιστικές, ενώ τα δροσερά πρωινά του καλοκαιριού σε συνάρτηση με το ήπιο ηχητικό καθεστώς, έφερναν στα αυτιά τον ήχο του τραίνου από απόσταση πολλών χιλιομέτρων (9), σκορπώντας γαλήνη σε μικρούς και μεγάλους - παρόλο το άγχος που υπέβοσκε στους τελευταίους εν όψει της εργάσιμης ημέρας. Στους κήπους και στα περιβόλια το φρεσκοσκαμμένο χώμα του Φθινοπώρου ερέθιζε όσο ένα αχνιστό καρβέλι ψωμί, μόλις βγαλμένο από το φούρνο... Τα πρωτοβρόχια άνοιγαν μιαν άλλη γλυκιά ιστορία με το χώμα, με τις σωρευμένες ουσίες στην επιφάνεια της γης να εκτοξεύονται στη συνέχεια στην ατμόσφαιρα - χάρη στο «βομβαρδισμό» των σταγόνων της βροχής. Και αυτή η ευφορική ιστορία με το χώμα και τη γη ολοκληρωνόταν στους κήπους και στα περιβόλια με τα σκαψίματα για τα μαρούλια, τα κρεμμύδια, τα λάχανα..
Ζούσαμε το κλίμα εκείνων των ανατολικών περιοχών του αθηναϊκού λεκανοπεδίου ενήμεροι για την εξαιρετική ποιότητά του, έστω κι αν δεν μετακινούμασταν πολύ ώστε να το συγκρίνουμε με το κλίμα άλλων περιοχών. Εισπράτταμε την ήπια φωτεινότητα του ουρανού στη διάρκεια της ημέρας, αλλά και τις νύχτες τα οφέλη δεν ήταν αμελητέα. Σε μεταγενέστερο χρόνο από εκείνες τις παιδικές και άμεσες εμπειρίες, έμαθα κάτι λίγα από το έργο του συγγραφέα Α.Ν. Βερναρδάκη, «Το μέλλον των Αθηνών» (1902) : «Εν ασελήνω αιθρία νυκτί, το κυανομέλαν χρώμα του ουρανού καθίσταται μυστηριώδες» (10). Ήταν η προ της «φωτορύπανσης» εποχή, προτού οι δορυφορικές λήψεις αποτυπώσουν έναν υπερφωταγωγημένο πλανήτη. Τότε που δεν υπήρχε καν το νόημα της φωτοσκηνοθεσίας, της διαχείρισης του φωτός για τη διαμόρφωση του νυκτερινού αστικού τοπίου. Τότε οι αδύναμοι νυκτερινοί φωτισμοί των σπιτιών και οι αραιοί λαμπτήρες των δρόμων - κι αυτοί ασθενικοί - άφηναν το φυσικό «φωτοσκηνικό» ανέγγιχτο, με το ουράνιο στερέωμα να συναρπάζει, να φαίνεται πιο κοντινό, πιο περιεκτικό, πιο οικείο, όσο κι αν ήταν απόκοσμο και μεγαλειώδες. Είτε είχε φεγγάρι είτε αστροφεγγιά...
Τα «περίχωρα» της Αθήνας ήταν κάτι διαφορετικό από την τυπική αθηναϊκή συνοικία, πριν από την περίοδο της αντιπαροχής: Την περίοδο που εκφράστηκε έντονα στον ελληνικό κινηματογράφο, με λατέρνες, παιδόκοσμο, φτωχομάγαζα, έρωτες, ταβέρνες, ασπρισμένες αυλές, βασιλικούς και μπεκρήδες. Στη συνέχεια ήλθε η περίοδος της αντιπαροχής, που έβαλε τους πολεοδομούντες σε προβληματισμούς διαρκείας. Και που εκφράστηκε αργότερα με μια ενδιαφέρουσα κινηματογραφική «επιτομή» , σε ένα ντοκιμαντέρ για το οικιστικό κύμα, με υλικό διάφορα αποσπάσματα ταινιών, πεντηκονταετίας και βάλε: Ήταν το φιλμ «Για πέντε διαμερίσματα και ένα μαγαζί» , ένα «Ντοκιμαντέρ για την αρχιτεκτονική και την κοινωνία της Αθήνας μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο». Σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σκοπετέα και σενάριο του Δημήτρη Φιλιππίδη.
Όμως ο δικός μας περίγυρος εκείνων των χρόνων ήταν μάλλον τριτοκοσμικός με τα σημερινά κριτήρια, ήταν μια ιδιόμορφη συνθήκη κατοίκησης, μια επαρχία εκτός της επαρχίας. Που δηλωνόταν σαν τέτοια κυρίως μέσα στα πλαίσια διαφόρων τοπικιστικών ανταγωνισμών και αξιολογήσεων, ιδιαίτερα εκεί όπου τα πράγματα λέγονταν «χύμα και τσουβαλάτα», δηλαδή στα γήπεδα. Θυμάμαι ακόμη το σύνθημα που εκτόξευσαν ο οπαδοί της ποδοσφαιρικής ομάδας της Καλλιθέας ενάντια στη δική μας τοπική ομάδα, σε έναν αγώνα του τοπικού πρωταθλήματος: «Σκίστε -τους βλάχους - της Ηλιού-πολης» !
Σ' αυτή την «επαρχία της πρωτεύουσας» τις Κυριακές φορούσαμε τα καλά μας - κατά πως έλεγε ο τίτλος ενός βιβλίου της Μαριέλλης Σφακιανάκη - Μανωλίδου (6) . Κι ακόμη τις Κυριακές γευόμασταν το κρέας σε περίτεχνες συνθέσεις με το ρύζι, τα μακαρόνια ή τις πατάτες, που μας φαινόταν πιο νόστιμο, μάλλον λόγω της σπανιότητάς του. Παρ' όλα αυτά οι Κυριακές ήταν αυτές που έφερναν στο προσκήνιο μια υποβόσκουσα θλίψη: με κάποια απογεύματα του χειμώνα, μετά το συνηθισμένο τοπικό αγώνα στο γήπεδο, ακόμη και μετά τη νίκη της τοπικής ομάδας, να αισθάνεται κανείς βυθισμένος σε μια ακαταμάχητη μελαγχολία, χωρίς έξοδο διαφυγής, χωρίς θεάματα και ακροάματα, χωρίς κοντινούς χώρους συνάντησης. Ίσως για κάποια τέτοια κυριακάτικα απογεύματα να τραγουδήθηκε - μερικά χρόνια αργότερα - το «Σαββατόβραδο» του Καζαντζίδη : «Αχ να' ταν η ζωή μας - Σαββατόβραδο ! - Κι ο χάρος να 'ρχονταν, - μια Κυριακή το βράδυ».(7)
Το αντιστάθμισμα σε αυτή τη βύθιση - σαν ένα φυσικό αγχολυτικό διαρκείας - ήταν οι ανοιχτοί ορίζοντες της ημέρας: Ήταν η θάλασσα που πέντε μόλις χιλιόμετρα μακρύτερα φαινόταν κοντινότερη, όντας αδιαμεσολάβητη από κτίσματα, πυκνή οδοποιία ή δυνατούς θορύβους. Ήταν το φως που έσωζε την αξιοπρεπή μας φτωχοκοινωνία - κατά πως έλεγε η Τατιάνα Γκρίτση Μιλιέξ (8): Οι υπέρλαμπρες μεσημεριάτικες λιακάδες του χειμώνα, που λειτουργούσαν σαν εξαίσιο αντίδοτο στο ημίφως και στην υγρασία που δέσποζε στους οικιακούς χώρους, όπου κυριαρχούσαν τα ανήμπορα μαγκάλια και στη καλύτερη περίπτωση οι σόμπες πετρελαίου, με τη χρήση του ηλεκτρισμού να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και μετρημένη.
Τις άλλες εποχές η κατάσταση άλλαζε προς το καλύτερο. Την Άνοιξη οι μυρωδιές γίνονταν ισχυρές και εκμαυλιστικές, ενώ τα δροσερά πρωινά του καλοκαιριού σε συνάρτηση με το ήπιο ηχητικό καθεστώς, έφερναν στα αυτιά τον ήχο του τραίνου από απόσταση πολλών χιλιομέτρων (9), σκορπώντας γαλήνη σε μικρούς και μεγάλους - παρόλο το άγχος που υπέβοσκε στους τελευταίους εν όψει της εργάσιμης ημέρας. Στους κήπους και στα περιβόλια το φρεσκοσκαμμένο χώμα του Φθινοπώρου ερέθιζε όσο ένα αχνιστό καρβέλι ψωμί, μόλις βγαλμένο από το φούρνο... Τα πρωτοβρόχια άνοιγαν μιαν άλλη γλυκιά ιστορία με το χώμα, με τις σωρευμένες ουσίες στην επιφάνεια της γης να εκτοξεύονται στη συνέχεια στην ατμόσφαιρα - χάρη στο «βομβαρδισμό» των σταγόνων της βροχής. Και αυτή η ευφορική ιστορία με το χώμα και τη γη ολοκληρωνόταν στους κήπους και στα περιβόλια με τα σκαψίματα για τα μαρούλια, τα κρεμμύδια, τα λάχανα..
Ζούσαμε το κλίμα εκείνων των ανατολικών περιοχών του αθηναϊκού λεκανοπεδίου ενήμεροι για την εξαιρετική ποιότητά του, έστω κι αν δεν μετακινούμασταν πολύ ώστε να το συγκρίνουμε με το κλίμα άλλων περιοχών. Εισπράτταμε την ήπια φωτεινότητα του ουρανού στη διάρκεια της ημέρας, αλλά και τις νύχτες τα οφέλη δεν ήταν αμελητέα. Σε μεταγενέστερο χρόνο από εκείνες τις παιδικές και άμεσες εμπειρίες, έμαθα κάτι λίγα από το έργο του συγγραφέα Α.Ν. Βερναρδάκη, «Το μέλλον των Αθηνών» (1902) : «Εν ασελήνω αιθρία νυκτί, το κυανομέλαν χρώμα του ουρανού καθίσταται μυστηριώδες» (10). Ήταν η προ της «φωτορύπανσης» εποχή, προτού οι δορυφορικές λήψεις αποτυπώσουν έναν υπερφωταγωγημένο πλανήτη. Τότε που δεν υπήρχε καν το νόημα της φωτοσκηνοθεσίας, της διαχείρισης του φωτός για τη διαμόρφωση του νυκτερινού αστικού τοπίου. Τότε οι αδύναμοι νυκτερινοί φωτισμοί των σπιτιών και οι αραιοί λαμπτήρες των δρόμων - κι αυτοί ασθενικοί - άφηναν το φυσικό «φωτοσκηνικό» ανέγγιχτο, με το ουράνιο στερέωμα να συναρπάζει, να φαίνεται πιο κοντινό, πιο περιεκτικό, πιο οικείο, όσο κι αν ήταν απόκοσμο και μεγαλειώδες. Είτε είχε φεγγάρι είτε αστροφεγγιά...
Ο ΚΗΠΟΣ
Ο περίγυρος ήταν περίπου έτσι, στην Ηλιούπολη, στην Ανατολική Αττική, στην περιαστική κατάσταση πραγμάτων της δεκαετίας του 50. Και στο υποκειμενικό «επίκεντρο» αυτής της κατάστασης ήταν ο κήπος μου: κάτι λιγότερο από μισό στρέμμα. Τόσο λίγο, αλλά για μένα πολύ.
Στην άκρη του δέσποζαν δύο μεγάλες συκιές και από κάτω υπήρχε ένα προχειροφτιαγμένο κοτέτσι. Οι «ένοικοί» του δεν ήταν «κότες αλανιάρες» σύμφωνα με τους κλασικούς ορισμούς, ούτε έμοιαζαν τόσο με εκείνα τα «ελεύθερα κι ωραία» πουλερικά της ελληνικής επαρχίας, με τα επιβλητικά πούπουλα και το μυώδες παράστημα, με την ομορφιά την εφάμιλλη κάποιων τροπικών πουλιών. Παρ' όλα αυτά διατρέφονταν με τις πιο καθαρές τροφές, με σιτάρι, καλαμπόκι και τα υπολείμματα των δικών μας φαγητών, και σχετικά καλοπερνούσαν, μέχρι να καταλήξουν στη διαδικασία της εκτέλεσης... Συνήθης δήμιος ήταν η μητέρα μου, που πάταγε το κορμί της κότας και έκοβε με ένα μαχαίρι της κουζίνας το κεφάλι της, γεμίζοντας το χώμα με αίμα και προκαλώντας για αρκετή ώρα τους σπασμούς και τις αναπηδήσεις του ακέφαλου κορμιού. Το κατάλαβα πολύ αργότερα, πως αυτή η θανατική εκτέλεση, που ήταν ιδιαίτερα δύσκολη στη περίπτωση των θανατοποινιτών ανδρικού γένους (=κόκορες...) και καθόλου ευχάριστη σαν θέαμα, σε συνδυασμό με όσα την ακολουθούσαν - όπως το ξεπουπούλιασμα της κότας μέσα σε μια κατσαρόλα με βραστό νερό - ήταν μια οικείωση με τη φύση, μια «πρωτοβάθμια εκπαίδευση» σχετικά με τους τρόπους επιβίωσης του ανθρώπου. Που διαπαιδαγωγούσε πολύ περισσότερο από τη σημερινή «αποστασιοποιημένη» γνώση των παιδιών.....
Εκεί, παραδίπλα στο κοτέτσι, αναπτύχθηκε μια μεγάλη βερικοκιά που κράτησε όχι λίγα χρόνια. Τα κλαριά της σέρνονταν αλλόκοτα ως το έδαφος, έτσι ώστε μπόρεσαν να δώσουν κάποτε καταφύγιο σε μια κλώσα με τα κλωσόπουλά της, που είχαν ξεχαστεί από τη μητέρα μου το βράδυ εκτός κοτετσιού. Προσπαθήσαμε για πολλή ώρα μέχρι να τα βρούμε, στην αρχή τα θεωρούσαμε χαμένα, έτσι όπως σιγούσαν απόλυτα μέσα στο σκοτάδι. Και που είχαν γίνει, κλώσα και κλωσόπουλα, ένα μεγάλο, ενιαίο, πουπουλένιο σώμα...
Ο περίγυρος ήταν περίπου έτσι, στην Ηλιούπολη, στην Ανατολική Αττική, στην περιαστική κατάσταση πραγμάτων της δεκαετίας του 50. Και στο υποκειμενικό «επίκεντρο» αυτής της κατάστασης ήταν ο κήπος μου: κάτι λιγότερο από μισό στρέμμα. Τόσο λίγο, αλλά για μένα πολύ.
Στην άκρη του δέσποζαν δύο μεγάλες συκιές και από κάτω υπήρχε ένα προχειροφτιαγμένο κοτέτσι. Οι «ένοικοί» του δεν ήταν «κότες αλανιάρες» σύμφωνα με τους κλασικούς ορισμούς, ούτε έμοιαζαν τόσο με εκείνα τα «ελεύθερα κι ωραία» πουλερικά της ελληνικής επαρχίας, με τα επιβλητικά πούπουλα και το μυώδες παράστημα, με την ομορφιά την εφάμιλλη κάποιων τροπικών πουλιών. Παρ' όλα αυτά διατρέφονταν με τις πιο καθαρές τροφές, με σιτάρι, καλαμπόκι και τα υπολείμματα των δικών μας φαγητών, και σχετικά καλοπερνούσαν, μέχρι να καταλήξουν στη διαδικασία της εκτέλεσης... Συνήθης δήμιος ήταν η μητέρα μου, που πάταγε το κορμί της κότας και έκοβε με ένα μαχαίρι της κουζίνας το κεφάλι της, γεμίζοντας το χώμα με αίμα και προκαλώντας για αρκετή ώρα τους σπασμούς και τις αναπηδήσεις του ακέφαλου κορμιού. Το κατάλαβα πολύ αργότερα, πως αυτή η θανατική εκτέλεση, που ήταν ιδιαίτερα δύσκολη στη περίπτωση των θανατοποινιτών ανδρικού γένους (=κόκορες...) και καθόλου ευχάριστη σαν θέαμα, σε συνδυασμό με όσα την ακολουθούσαν - όπως το ξεπουπούλιασμα της κότας μέσα σε μια κατσαρόλα με βραστό νερό - ήταν μια οικείωση με τη φύση, μια «πρωτοβάθμια εκπαίδευση» σχετικά με τους τρόπους επιβίωσης του ανθρώπου. Που διαπαιδαγωγούσε πολύ περισσότερο από τη σημερινή «αποστασιοποιημένη» γνώση των παιδιών.....
Εκεί, παραδίπλα στο κοτέτσι, αναπτύχθηκε μια μεγάλη βερικοκιά που κράτησε όχι λίγα χρόνια. Τα κλαριά της σέρνονταν αλλόκοτα ως το έδαφος, έτσι ώστε μπόρεσαν να δώσουν κάποτε καταφύγιο σε μια κλώσα με τα κλωσόπουλά της, που είχαν ξεχαστεί από τη μητέρα μου το βράδυ εκτός κοτετσιού. Προσπαθήσαμε για πολλή ώρα μέχρι να τα βρούμε, στην αρχή τα θεωρούσαμε χαμένα, έτσι όπως σιγούσαν απόλυτα μέσα στο σκοτάδι. Και που είχαν γίνει, κλώσα και κλωσόπουλα, ένα μεγάλο, ενιαίο, πουπουλένιο σώμα...
ΚΥΡΙΩΣ ΧΡΗΣΙΜΟΘΗΡΙΚΟΣΟ κήπος ήταν γενικά ακανόνιστος, πολυποίκιλος, με αρκετά καλλωπιστικά φυτά να φιλοξενούνται σε πρόχειρες γλάστρες , σε τενεκέδες κάθε είδους και προέλευσης - από τοματοπελτέ, από σαρδέλες, από βούτυρα. Είχε ορτανσίες και γαρδένιες, μπιγόνιες, τριανταφυλλιές και γαρυφαλιές, χρυσάνθεμα και γιασεμιά και γεράνια, όμως κυρίως και προπάντων ήταν χρησιμοθηρικός... Στα όριά του μεγάλωσαν τζανεριές, κορομηλιές, μουσμουλιές, όπως και μια ακόμη συκιά στην άλλη άκρη του οικοπέδου, που έδωσε στον κορμό της χώρο για τη διαμόρφωση ενός ξύλινου «ορόφου», της λεγόμενης «φραντζάτας». Εδώ η παραγωγική λειτουργία δενόταν με την αναψυχή, με τη χαρά, με την παιδικότητα: Ο «όροφος» ήταν ένας παιδότοπος και βασιζόταν στη χωριάτικη τεχνογνωσία της οικογένειας. Ήταν μικρός ,επίπεδος, ούτε ενάμισι τετραγωνικό μέτρο σε έκταση, κι αποτελούσε προϊόν του αμέσως μεγαλύτερου αδελφού μου. Μπορεί να ήταν αδέξιος, όμως ήταν ιδανικός για εκείνα τα παιχνίδια και τις φαντασιώσεις των παιδιών που απαιτούσαν απόσταση από τη ζωή των μεγάλων, που χρειάζονταν χώρους απολύτως οικείους και στα δικά τους μέτρα... Παραδίπλα έστεκε μια χιώτικη μανταρινιά, που με τα ξινόγλυκα μανταρίνια της αρωμάτιζε την αναπνοή μας το φθινόπωρο, τότε που φυτεύονταν τα μαρούλια, τα κρεμμύδια, τα ραπανάκια, τα σκόρδα, κι εν τέλει τα κουκιά, με τον ωραίο ανθό του ύστερου χειμώνα αλλά και το προβληματικό, φασολοειδές και κάποτε δηλητηριώδες προϊόν τους. «Κουκιά τρως - κουκιά μαρτυράς;» , έλεγε το μικροαστικό γνωμικό εκείνης της εποχής, εγκωμιάζοντας το «φαίνεσθαι» της καλοζωϊας σε αντίθεση με την πραγματικά στερημένη ζωή της υποχρεωτικής κατανάλωσης κουκιών σε διάφορες μορφές: Το γνωμικό εννοούσε ότι έστω κι αν έτρωγες κουκιά, έπρεπε να ισχυρίζεσαι ότι τρως μπριζόλες... Ένα κάποιο φθινόπωρο, σε μεγάλη ηλικία πλέον, έτυχα να μπω στο χώρο εργασίας μου έχοντας φάει προηγουμένως ένα δικό μας χιώτικο μανταρίνι, και στη συνέχεια να ακροαστώ στον περίγυρό μου, να περιπλανάται το ερώτημα σχετικά με το τι μυρίζει τόσο ωραία...
Το φθινόπωρο ο χώρος του κήπου γέμιζε σιγά-σιγά από τα φύλλα που έπεφταν, που προηγουμένως είχαν κυριαρχήσει στο οπτικό μας πεδίο με ιμπρεσσιονιστικούς χρωματισμούς, πρωτίστως με παραλλαγές του καφέ και του κίτρινου... Το χειμώνα, με τις γυμνές σιλουέτες των δέντρων και των θάμνων, ο κήπος μίκραινε όπως μια γάτα που μουσκεύεται από τη βροχή, γινόταν κυριολεκτικά αγνώριστος. Τότε ήταν που πασχίζαμε να σώσουμε κάποιες εύρωστες λεμονιές από τις πρωινές παγωνιές, για να μη χάσουμε την πολυτέλεια να γευόμαστε καρπούς χωρίς τη παραμικρή χρονοτριβή - από το κλαδί στο πιάτο! Όμως την άνοιξη όλο αυτό το κακοφορμισμένο και μίζερο σχήμα αναπτερωνόταν φτιάχνοντας μια μικρή ζούγκλα, με τα χόρτα που θέριευαν και καμιά φορά συγκάλυπταν ακόμη και κάποια ψοφίμια . Τότε οι πυκνοί θάμνοι έφταναν μέχρι στο να κλείνουν το ένα από τα δύο οικήματα του οικοπέδου, αφήνοντας να φαίνονται ελάχιστα στοιχεία της όψης του, καμουφλάροντάς το, κάνοντάς το δυσεύρετο έως «αόρατο» ....Μεταγενέστερα διασκέδαζα ιδιαίτερα από αυτή τη μνήμη , καθώς τη συνδύαζα με την ιδέα ενός αρχιτέκτονα, του Μιχάλη Βιδάλη: Για το ότι πιο «οικολογική» κατοικία είναι αυτή που λόγω της προσαρμογής της στο περιβάλλον, γίνεται αόρατη...
Τα καλοκαιρινά βράδια, στην περίοδο με τις μεγάλες ζέστες, τα παιδιά της οικογένειας ξαπλώναμε στην αυλή στρωματσάδα, κάτω από τα φυλλώματα μιας κορομηλιάς, για να ανταλλάξουμε διάφορες κουβέντες μέχρι να καταβυθιστούμε σε εξαιρετικά σύντομους αλλά θεσπέσιους ύπνους, που έμελλαν να μείνουν αξεπέραστοι, οι πιο αναζωογονητικοί της ζωής μου. Τα παιδιά γενικώς συναντιόντουσαν στους κήπους, έπαιζαν, διαμόρφωναν απόκρυφους μικροχώρους, αντάλλασσαν βιβλία, περνούσαν εκεί το χρόνο τους στις αργίες και διακοπές. Είχαν μια διαφορετική αίσθηση του χρόνου, με πολύ μεγαλύτερο υποκειμενικό περιεχόμενο από το βίωμα των μεγάλων για τον δικό τους παράλληλο χρόνο (11). Γενικότερα πάντως, για μικρούς και μεγάλους, υπήρχε χώρος και χρόνος για τις υποθέσεις της γειτονιάς: Δεν υπήρχαν τότε εξοχικά, δεν υπήρχαν μαζικές έξοδοι τα σαββατοκύριακα, οι συνοικίες δεν ήταν απλά υπνωτήρια, ο χώρος αναψυχής δεν είχε διαχωρισθεί από το χώρο κατοικίας. Το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο, γίνονταν μαζικά ανταμώματα γύρω από εκκλησίες και πανηγύρια. Και τελικά η κατοίκηση ήταν «ολικής αλέσεως», παντός καιρού...
Το καλοκαίρι η μητέρα μου φύτευε κοντά στο σπίτι δυο - τρεις ηλίανθους που γίνονταν επιβλητικά μεγάλοι, κι ακόμη καλαμποκιές που υψώνονταν τόσο ώστε να χρειάζονται στήριξη για να μην καταρρεύσουν με τον πρώτο δυνατό άνεμο. Κι από κοντά στα σκόπιμα φυτέματα εμφανίζονταν άλλα είδη βλάστησης, απρόσκλητα αλλά όχι ανεπιθύμητα: Ήταν τα βλίτα που τροφοδοτούσαν τα γεύματα του μεγαλύτερου μέρους του καλοκαιριού, και φυσικά η «αντράκλα» ή «γλιστρίδα», χόρτο που έβγαινε εδώ κι εκεί για να καταλήξει τελικά στις καλοκαιρινές ντοματοσαλάτες. Είχαμε κλήματα με πολλών ειδών σταφύλια, είχαμε το μοσχάτο που σκαρφάλωνε ως την οροφή του σπιτιού για να εκτεθεί στον ήλιο και να πάρει το ξανθοκαφετί χρώμα του, για να γίνει η καλύτερη γεύση από αυτή τη μικρή αλλά επαρκή για μας παραγωγή. Είχαμε μια ροδιά στη καρδιά του κήπου, με άνθη υπέροχα αλλά ρόδια που συνήθως «έσκαζαν» στην περίοδο της ωριμότητάς τους, είχαμε μανιτάρια μετά από περιόδους υγρασίας, είχαμε κάθε άνοιξη κάτι περίεργες ροζ παπαρούνες, που πολλά χρόνια αργότερα με έβαζαν σε σκέψεις για το κατά πόσο ανήκαν στην ίδια οικογένεια με την οπιούχα παπαρούνα... Μια καρυδιά που βγήκε τυχαία, έγινε τόσο ψηλόλιγνη ώστε κατάφερε να συναντήσει τον ήλιο, με τη βοήθεια μιας «σατανικής» ανακάλυψης της μητέρας μου - που μετά τη διαπίστωση ότι η πολύ μικρή εκροή νερού δεν καταγραφόταν από το μετρητή της Εταιρείας Υδάτων, φρόντιζε να ποτίζει το δέντρο σε 24ωρη βάση.... Σε μια άλλη βρύση του κήπου εμφανίστηκε απροσδόκητα μια καστανιά, ίσως από σάπια κάστανα που ο πατέρας μου συνήθιζε να αποθέτει εκεί, ελπίζοντας. Όταν είχε μπει θέμα αντιπαροχής του οικοπέδου, προσπάθησα μάταια να σώσω αυτό το μικροκαμωμένο δένδρο, που κατά παράβαση της φυσικής τάξης πραγμάτων είχε βγει στο ξηροθερμικό περιβάλλον της Αττικής ...
Το φθινόπωρο ο χώρος του κήπου γέμιζε σιγά-σιγά από τα φύλλα που έπεφταν, που προηγουμένως είχαν κυριαρχήσει στο οπτικό μας πεδίο με ιμπρεσσιονιστικούς χρωματισμούς, πρωτίστως με παραλλαγές του καφέ και του κίτρινου... Το χειμώνα, με τις γυμνές σιλουέτες των δέντρων και των θάμνων, ο κήπος μίκραινε όπως μια γάτα που μουσκεύεται από τη βροχή, γινόταν κυριολεκτικά αγνώριστος. Τότε ήταν που πασχίζαμε να σώσουμε κάποιες εύρωστες λεμονιές από τις πρωινές παγωνιές, για να μη χάσουμε την πολυτέλεια να γευόμαστε καρπούς χωρίς τη παραμικρή χρονοτριβή - από το κλαδί στο πιάτο! Όμως την άνοιξη όλο αυτό το κακοφορμισμένο και μίζερο σχήμα αναπτερωνόταν φτιάχνοντας μια μικρή ζούγκλα, με τα χόρτα που θέριευαν και καμιά φορά συγκάλυπταν ακόμη και κάποια ψοφίμια . Τότε οι πυκνοί θάμνοι έφταναν μέχρι στο να κλείνουν το ένα από τα δύο οικήματα του οικοπέδου, αφήνοντας να φαίνονται ελάχιστα στοιχεία της όψης του, καμουφλάροντάς το, κάνοντάς το δυσεύρετο έως «αόρατο» ....Μεταγενέστερα διασκέδαζα ιδιαίτερα από αυτή τη μνήμη , καθώς τη συνδύαζα με την ιδέα ενός αρχιτέκτονα, του Μιχάλη Βιδάλη: Για το ότι πιο «οικολογική» κατοικία είναι αυτή που λόγω της προσαρμογής της στο περιβάλλον, γίνεται αόρατη...
Τα καλοκαιρινά βράδια, στην περίοδο με τις μεγάλες ζέστες, τα παιδιά της οικογένειας ξαπλώναμε στην αυλή στρωματσάδα, κάτω από τα φυλλώματα μιας κορομηλιάς, για να ανταλλάξουμε διάφορες κουβέντες μέχρι να καταβυθιστούμε σε εξαιρετικά σύντομους αλλά θεσπέσιους ύπνους, που έμελλαν να μείνουν αξεπέραστοι, οι πιο αναζωογονητικοί της ζωής μου. Τα παιδιά γενικώς συναντιόντουσαν στους κήπους, έπαιζαν, διαμόρφωναν απόκρυφους μικροχώρους, αντάλλασσαν βιβλία, περνούσαν εκεί το χρόνο τους στις αργίες και διακοπές. Είχαν μια διαφορετική αίσθηση του χρόνου, με πολύ μεγαλύτερο υποκειμενικό περιεχόμενο από το βίωμα των μεγάλων για τον δικό τους παράλληλο χρόνο (11). Γενικότερα πάντως, για μικρούς και μεγάλους, υπήρχε χώρος και χρόνος για τις υποθέσεις της γειτονιάς: Δεν υπήρχαν τότε εξοχικά, δεν υπήρχαν μαζικές έξοδοι τα σαββατοκύριακα, οι συνοικίες δεν ήταν απλά υπνωτήρια, ο χώρος αναψυχής δεν είχε διαχωρισθεί από το χώρο κατοικίας. Το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο, γίνονταν μαζικά ανταμώματα γύρω από εκκλησίες και πανηγύρια. Και τελικά η κατοίκηση ήταν «ολικής αλέσεως», παντός καιρού...
Το καλοκαίρι η μητέρα μου φύτευε κοντά στο σπίτι δυο - τρεις ηλίανθους που γίνονταν επιβλητικά μεγάλοι, κι ακόμη καλαμποκιές που υψώνονταν τόσο ώστε να χρειάζονται στήριξη για να μην καταρρεύσουν με τον πρώτο δυνατό άνεμο. Κι από κοντά στα σκόπιμα φυτέματα εμφανίζονταν άλλα είδη βλάστησης, απρόσκλητα αλλά όχι ανεπιθύμητα: Ήταν τα βλίτα που τροφοδοτούσαν τα γεύματα του μεγαλύτερου μέρους του καλοκαιριού, και φυσικά η «αντράκλα» ή «γλιστρίδα», χόρτο που έβγαινε εδώ κι εκεί για να καταλήξει τελικά στις καλοκαιρινές ντοματοσαλάτες. Είχαμε κλήματα με πολλών ειδών σταφύλια, είχαμε το μοσχάτο που σκαρφάλωνε ως την οροφή του σπιτιού για να εκτεθεί στον ήλιο και να πάρει το ξανθοκαφετί χρώμα του, για να γίνει η καλύτερη γεύση από αυτή τη μικρή αλλά επαρκή για μας παραγωγή. Είχαμε μια ροδιά στη καρδιά του κήπου, με άνθη υπέροχα αλλά ρόδια που συνήθως «έσκαζαν» στην περίοδο της ωριμότητάς τους, είχαμε μανιτάρια μετά από περιόδους υγρασίας, είχαμε κάθε άνοιξη κάτι περίεργες ροζ παπαρούνες, που πολλά χρόνια αργότερα με έβαζαν σε σκέψεις για το κατά πόσο ανήκαν στην ίδια οικογένεια με την οπιούχα παπαρούνα... Μια καρυδιά που βγήκε τυχαία, έγινε τόσο ψηλόλιγνη ώστε κατάφερε να συναντήσει τον ήλιο, με τη βοήθεια μιας «σατανικής» ανακάλυψης της μητέρας μου - που μετά τη διαπίστωση ότι η πολύ μικρή εκροή νερού δεν καταγραφόταν από το μετρητή της Εταιρείας Υδάτων, φρόντιζε να ποτίζει το δέντρο σε 24ωρη βάση.... Σε μια άλλη βρύση του κήπου εμφανίστηκε απροσδόκητα μια καστανιά, ίσως από σάπια κάστανα που ο πατέρας μου συνήθιζε να αποθέτει εκεί, ελπίζοντας. Όταν είχε μπει θέμα αντιπαροχής του οικοπέδου, προσπάθησα μάταια να σώσω αυτό το μικροκαμωμένο δένδρο, που κατά παράβαση της φυσικής τάξης πραγμάτων είχε βγει στο ξηροθερμικό περιβάλλον της Αττικής ...
ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ ΚΑΙ ΓΑΤΕΣ
Κάποια ζεστά αυγουστιάτικα βράδια, εμφανίζονταν αδύναμες πυγολαμπίδες που φέγγιζαν εδώ κι εκεί, συνήθως πάνω σ' ένα υπερυψωμένο παρτέρι του κήπου. Εκεί, στη καρδιά του καλοκαιριού, οι σκιάσεις των δένδρων και των θάμνων πίσω από το θαμπό ημίφως - άλλοτε του φεγγαριού κι άλλοτε του έναστρου ουρανού - ανέδιδαν κάτι το μυστηριακό και υποχθόνια θελκτικό, που όμως δεν προκαλούσε καμιά δεισιδαιμονική ανησυχία.. Κι από κοντά, σ' αυτό το οπτικό καθεστώς με τις ήπιες φωτοχυσίες, όπου όλες οι εστίες φωτός ήταν σχεδόν ισοδύναμες και ισορροπούσαν, έρχονταν τα τρυφερά ηχητικά απομεινάρια απόμακρων λόγων - που άλλοτε ήταν οι ψίθυροι των δικών μου και άλλοτε ομιλίες αγνώστων που βρίσκονταν σε αρκετή απόσταση: Ομιλίες με απροσδιόριστο περιεχόμενο, απίστευτα απαλές και φαντασιογόνες. Ομιλίες που θα ήταν αδύνατο να προσληφθούν μέσα στο σημερινό καθεστώς του διαρκούς ηχητικού βόμβου, με τις ενδιάμεσες εξάρσεις σκληρών ήχων....
Μια γάτα από αυτές τις πολλές ημισπιτικές - ημιαλανιάρες που είχαμε, μου έφερε κάποτε ένα πουλάκι στο στόμα, ίσως σαν αποδεικτικό των υπηρεσιών της. Ήμουν γατόφιλος από τα μικράτα μου, όμως σε μια ενδόμυχη και άρρητη ιεραρχία των όντων τα πουλιά σήμαιναν πολλά για όλους μας, γι αυτό και την έσφιξα στο λαιμό και την έφερα στα πρόθυρα του πνιγμού, μέχρι ν' αφήσει το πουλάκι. Κι όταν τελικά το άφησε, κράτησα το μικρό πλάσμα για λίγο στην παλάμη μου, νομίζοντάς το πεθαμένο, όμως αυτό άνοιξε το ένα του ματάκι που έβλεπε προς το μέρος μου, και στη συνέχεια ζωήρεψε, γι αυτό το ξαπόστειλα στην ταράτσα του σπιτιού - όπου υπολόγιζα να βρίσκεται η μητέρα του. Μια άλλη γάτα νευρίαζε τη χρησιμοθηρική μητέρα μου που προσδοκούσε οφέλη από το οτιδήποτε του κήπου, μέχρι που θέλησα με τη πράξη μου να της αποδείξω το αντίθετο: Παίρνοντας το ανύποπτο ζώο στα χέρια μου και χρησιμοποιώντας το πέρα-δώθε σαν βούρτσα, για τα σκονισμένα παπούτσια μου! Δεν πείσθηκε για τη συνολική χρησιμότητα της γάτας, αλλά πάντως γελάσαμε...
Είχαμε μια μεγάλη τριανταφυλλιά - δένδρο κανονικό που σκαρφάλωνε στη σκεπή του σπιτιού, με τριαντάφυλλα αιματόχροα και κιτρινόχροα, σαν πλάνα του Βισκόντι στον κινηματογραφικό «θάνατο στη Βενετία». Είχαμε μια ακόμη βερικοκιά σε κεντρικότερο σημείο του κήπου, που ήταν δέντρο της «νέας εποχής», τότε που ο κήπος είχε αρχίσει να περικυκλώνεται από υψηλά κτίσματα και να γίνεται όλο και περισσότερο ανήλιαγος. Η βερικοκιά έγινε ασυνήθιστα τεράστια και έζησε απίστευτα πολύ, πάνω από δεκαέξι χρόνια, μέχρι που στη «τελευταία και θανατερή» της περίοδο έκανε αμέτρητα βερίκοκα, παραπανίσια από κάθε άλλη φορά, τα ωρίμασε κανονικά, σχεδόν μας άφησε χρόνο για να τα μαζέψουμε μέχρις ενός, και μετά από λίγες μέρες ξεράθηκε... Φύλαξα το γκριζόμαυρο κορμό της όρθιο και ατόφιο για πολλά χρόνια, μέχρι που κι αυτός κάποτε κατέρρευσε παρασύροντας διάφορα καλώδια, μπροστά στο έντρομο βλέμμα του μικρού παιδιού μου.
Η πόρτα του σπιτιού μας ήταν γενικώς ακλείδωτη. Η ασφάλεια ήταν αυτονόητη, πέραν οποιασδήποτε σύγκρισης με την εποχή των διάσπαρτων εξοχικών, πριν και μετά την μεταναστευτική περίοδο. Κάποιες κυρίες , φίλες της οικογένειας ή απλά και μόνο γνωστές, περνούσαν την αυλόπορτα για να κόψουν ρίζες ή κλαδιά από φυτά, για να τα φυτέψουν στο δικό τους κήπο. Δεν έδιναν λογαριασμό σε κανένα, αλλά ούτε τους τον ζητούσε κανείς...
Κάποια ζεστά αυγουστιάτικα βράδια, εμφανίζονταν αδύναμες πυγολαμπίδες που φέγγιζαν εδώ κι εκεί, συνήθως πάνω σ' ένα υπερυψωμένο παρτέρι του κήπου. Εκεί, στη καρδιά του καλοκαιριού, οι σκιάσεις των δένδρων και των θάμνων πίσω από το θαμπό ημίφως - άλλοτε του φεγγαριού κι άλλοτε του έναστρου ουρανού - ανέδιδαν κάτι το μυστηριακό και υποχθόνια θελκτικό, που όμως δεν προκαλούσε καμιά δεισιδαιμονική ανησυχία.. Κι από κοντά, σ' αυτό το οπτικό καθεστώς με τις ήπιες φωτοχυσίες, όπου όλες οι εστίες φωτός ήταν σχεδόν ισοδύναμες και ισορροπούσαν, έρχονταν τα τρυφερά ηχητικά απομεινάρια απόμακρων λόγων - που άλλοτε ήταν οι ψίθυροι των δικών μου και άλλοτε ομιλίες αγνώστων που βρίσκονταν σε αρκετή απόσταση: Ομιλίες με απροσδιόριστο περιεχόμενο, απίστευτα απαλές και φαντασιογόνες. Ομιλίες που θα ήταν αδύνατο να προσληφθούν μέσα στο σημερινό καθεστώς του διαρκούς ηχητικού βόμβου, με τις ενδιάμεσες εξάρσεις σκληρών ήχων....
Μια γάτα από αυτές τις πολλές ημισπιτικές - ημιαλανιάρες που είχαμε, μου έφερε κάποτε ένα πουλάκι στο στόμα, ίσως σαν αποδεικτικό των υπηρεσιών της. Ήμουν γατόφιλος από τα μικράτα μου, όμως σε μια ενδόμυχη και άρρητη ιεραρχία των όντων τα πουλιά σήμαιναν πολλά για όλους μας, γι αυτό και την έσφιξα στο λαιμό και την έφερα στα πρόθυρα του πνιγμού, μέχρι ν' αφήσει το πουλάκι. Κι όταν τελικά το άφησε, κράτησα το μικρό πλάσμα για λίγο στην παλάμη μου, νομίζοντάς το πεθαμένο, όμως αυτό άνοιξε το ένα του ματάκι που έβλεπε προς το μέρος μου, και στη συνέχεια ζωήρεψε, γι αυτό το ξαπόστειλα στην ταράτσα του σπιτιού - όπου υπολόγιζα να βρίσκεται η μητέρα του. Μια άλλη γάτα νευρίαζε τη χρησιμοθηρική μητέρα μου που προσδοκούσε οφέλη από το οτιδήποτε του κήπου, μέχρι που θέλησα με τη πράξη μου να της αποδείξω το αντίθετο: Παίρνοντας το ανύποπτο ζώο στα χέρια μου και χρησιμοποιώντας το πέρα-δώθε σαν βούρτσα, για τα σκονισμένα παπούτσια μου! Δεν πείσθηκε για τη συνολική χρησιμότητα της γάτας, αλλά πάντως γελάσαμε...
Είχαμε μια μεγάλη τριανταφυλλιά - δένδρο κανονικό που σκαρφάλωνε στη σκεπή του σπιτιού, με τριαντάφυλλα αιματόχροα και κιτρινόχροα, σαν πλάνα του Βισκόντι στον κινηματογραφικό «θάνατο στη Βενετία». Είχαμε μια ακόμη βερικοκιά σε κεντρικότερο σημείο του κήπου, που ήταν δέντρο της «νέας εποχής», τότε που ο κήπος είχε αρχίσει να περικυκλώνεται από υψηλά κτίσματα και να γίνεται όλο και περισσότερο ανήλιαγος. Η βερικοκιά έγινε ασυνήθιστα τεράστια και έζησε απίστευτα πολύ, πάνω από δεκαέξι χρόνια, μέχρι που στη «τελευταία και θανατερή» της περίοδο έκανε αμέτρητα βερίκοκα, παραπανίσια από κάθε άλλη φορά, τα ωρίμασε κανονικά, σχεδόν μας άφησε χρόνο για να τα μαζέψουμε μέχρις ενός, και μετά από λίγες μέρες ξεράθηκε... Φύλαξα το γκριζόμαυρο κορμό της όρθιο και ατόφιο για πολλά χρόνια, μέχρι που κι αυτός κάποτε κατέρρευσε παρασύροντας διάφορα καλώδια, μπροστά στο έντρομο βλέμμα του μικρού παιδιού μου.
Η πόρτα του σπιτιού μας ήταν γενικώς ακλείδωτη. Η ασφάλεια ήταν αυτονόητη, πέραν οποιασδήποτε σύγκρισης με την εποχή των διάσπαρτων εξοχικών, πριν και μετά την μεταναστευτική περίοδο. Κάποιες κυρίες , φίλες της οικογένειας ή απλά και μόνο γνωστές, περνούσαν την αυλόπορτα για να κόψουν ρίζες ή κλαδιά από φυτά, για να τα φυτέψουν στο δικό τους κήπο. Δεν έδιναν λογαριασμό σε κανένα, αλλά ούτε τους τον ζητούσε κανείς...
Η ΑΛΛΗ ΖΩΗ
Η ζωή μας ήταν στερημένη. Ήμασταν πιο φτωχοί από πολλούς σημερινούς φτωχούς. Είχαμε όμως φυτά και ζώα, είχαμε κάποιες χρονιές μέχρι και ένα περιστερώνα με πεντανόστιμα πιτσουνάκια, είχαμε το μαύρο μυώδες κρέας των πουλερικών... Ανταλλάσσαμε περισσευούμενα φαγητά και προϊόντα με τους γείτονες, είχαμε τη κολεκτίβα των παιδιών, των γιορτών, του μικρού ελεύθερου χρόνου - που όμως δινόταν απλόχερα στη κοινωνική ζωή. Πετάγαμε ελάχιστα πράγματα, ο σκουπιδιάρης είχε μια σπάνια παρουσία στη ζωή μας. Και ζούσαμε υπό τη σκέπη του λαμπρού αττικού ουρανού, στα πλαίσια μια φύσης ξηρής αλλά γλυκιάς , που τα παιδιά επιθυμούσαμε να είναι πιο πράσινη και ένυδρη , αν και τελικά βολευόμασταν με αυτό που ήταν...
Από το κήπο μας πέρασαν πολλά φυτά και ζώα, έζησαν μέσα στο πλάτος της δικής μας ζωής, έγραψαν μικρές ιστορίες. Θα μπορούσα να γράψω μια βιογραφία για το καθένα... Πόσα ήταν; Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, σε μια συνάντησή μας στη Θεσσαλονίκη, μου είπε ότι μέτρησε 250 περίπου είδη στον κήπο του. Εγώ ουδέποτε μέτρησα τον πλούτο των τεσσάρων εποχών κι ουδέποτε αναρωτήθηκα αν αυτός ο πλούτος συγκροτούσε ένα «οικο-σύστημα». Το σίγουρο είναι ότι τα πιο πολλά είδη του δικού μου κήπου ταίριαζαν με τα υπόλοιπα, έστω και μέσα σε συνθήκες ανταγωνισμού. Όσον αφορά τα υπάρχοντα «ιμπεριαλιστικά» δένδρα, δηλαδή αυτά που γενικώς αντιμάχονταν οποιοδήποτε γειτονικό φυτό - οι συκιές, οι ελιές και ένα επιβλητικό πεύκο - αυτά βρίσκονταν στην άκρη του οικοπέδου...
Δεν ήμασταν κανονικοί αγρότες, δεν ήμασταν κανονικοί αστοί. Δεν εξαρτιόμασταν απόλυτα από τη γη, ίσως όμως γι αυτό την αγαπούσαμε περισσότερο. Ίσως, γιατί κάθε αγάπη χρειάζεται μια απόσταση για να είναι δυνατή.
Η ζωή μας ήταν στερημένη. Ήμασταν πιο φτωχοί από πολλούς σημερινούς φτωχούς. Είχαμε όμως φυτά και ζώα, είχαμε κάποιες χρονιές μέχρι και ένα περιστερώνα με πεντανόστιμα πιτσουνάκια, είχαμε το μαύρο μυώδες κρέας των πουλερικών... Ανταλλάσσαμε περισσευούμενα φαγητά και προϊόντα με τους γείτονες, είχαμε τη κολεκτίβα των παιδιών, των γιορτών, του μικρού ελεύθερου χρόνου - που όμως δινόταν απλόχερα στη κοινωνική ζωή. Πετάγαμε ελάχιστα πράγματα, ο σκουπιδιάρης είχε μια σπάνια παρουσία στη ζωή μας. Και ζούσαμε υπό τη σκέπη του λαμπρού αττικού ουρανού, στα πλαίσια μια φύσης ξηρής αλλά γλυκιάς , που τα παιδιά επιθυμούσαμε να είναι πιο πράσινη και ένυδρη , αν και τελικά βολευόμασταν με αυτό που ήταν...
Από το κήπο μας πέρασαν πολλά φυτά και ζώα, έζησαν μέσα στο πλάτος της δικής μας ζωής, έγραψαν μικρές ιστορίες. Θα μπορούσα να γράψω μια βιογραφία για το καθένα... Πόσα ήταν; Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, σε μια συνάντησή μας στη Θεσσαλονίκη, μου είπε ότι μέτρησε 250 περίπου είδη στον κήπο του. Εγώ ουδέποτε μέτρησα τον πλούτο των τεσσάρων εποχών κι ουδέποτε αναρωτήθηκα αν αυτός ο πλούτος συγκροτούσε ένα «οικο-σύστημα». Το σίγουρο είναι ότι τα πιο πολλά είδη του δικού μου κήπου ταίριαζαν με τα υπόλοιπα, έστω και μέσα σε συνθήκες ανταγωνισμού. Όσον αφορά τα υπάρχοντα «ιμπεριαλιστικά» δένδρα, δηλαδή αυτά που γενικώς αντιμάχονταν οποιοδήποτε γειτονικό φυτό - οι συκιές, οι ελιές και ένα επιβλητικό πεύκο - αυτά βρίσκονταν στην άκρη του οικοπέδου...
Δεν ήμασταν κανονικοί αγρότες, δεν ήμασταν κανονικοί αστοί. Δεν εξαρτιόμασταν απόλυτα από τη γη, ίσως όμως γι αυτό την αγαπούσαμε περισσότερο. Ίσως, γιατί κάθε αγάπη χρειάζεται μια απόσταση για να είναι δυνατή.
ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Ήμασταν στο μεταίχμιο πόλης και υπαίθριας ζωής, ζούσαμε μια «ισορροπία» που ολοένα έφθινε , προαναγγέλλοντας την κατάλυση της ανοικτότητας του χώρου.
Και πράγματι, είδαμε τα μεγάλα ποδοσφαιρικά γήπεδά μας με τα πρόχειρα γκολ-ποστ να γίνονται οικοδομές. Είδαμε τον εποικισμό του χώρου από νεωτερίζοντες αστούς , αδιάφορους για τους κήπους και εθισμένους στο σουπερμάρκετ. Είδαμε την αυτοκίνηση να αυξάνεται και να πληθύνεται στους παλιούς ορθάνοικτους δρόμους, τις σούστες (12) με τους μανάβηδες να ξεμένουν σε παλιές αναμνηστικές φωτογραφίες. Αργότερα, στη δεκαετία του 70, είδα την ευρύχωρη αυλή του σχολείου μου να υποδέχεται ένα νέο κτίσμα, να τεμαχίζεται και να συρρικνώνεται, να αδυνατεί να φιλοξενήσει τις παλιές λειτουργίες του παιχνιδιού, να στριμώχνει αφόρητα τους νέους τροφίμους του 6τάξιου Γυμνασίου... Είδα τη καταστροφή που προκαλούσε η εκτατική δόμηση, βίωσα τη συρρίκνωση της δυνατότητας για ονειροπόλες βόλτες απλά και μόνο με το πέρασμα της αυλόπορτας του σπιτιού μου, είδα τη βαθμιαία εξάλειψη της ευχέρειας για ανεμπόδιστο βάδισμα στα πεζοδρόμια. Και σε μια από τις πολλές επισκέψεις μου σε ένα μικρό ύψωμα στον Υμηττό, δίπλα στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία, εκεί που αντλούσα απόλαυση και σκέψεις μπροστά στη θέα ενός μεγαλοπρεπούς λεκανοπέδιου με ενδιάμεσους πράσινους χώρους, χωράφια και γήπεδα, με ξεχωριστές συνοικίες, συνειδητοποίησα τη νέα κατάσταση ενός οικιστικού και ασφαλτικού «συνεχούς». Ήταν μια στιγμή οριακή στη ζωή μου, χαρακτηριστική της «διαλεκτικής του χώρου» - καθώς η ποσοτική συσσώρευση μπετόν και ασφάλτου παρήγαγε πλέον, πανηγυρικά και εξόφθαλμα, τη νέα ποιότητα της δύσμορφης και δυσλειτουργικής Αθήνας...
Αρκετά χρόνια αργότερα, προσλάμβανα κι εγώ τη «στερνή γνώση», την περιττή πλέον, σύμφωνα με το γνωμικό: «Στερνή μου γνώση, να σ' είχα πρώτα»... «Κατόπιν αστικοποίησης» δηλαδή, μαζί με αρκετούς άλλους, έβλεπα αυτή τη διαδικασία όχι ως απλή, εκτατική και ποσοτική αλλαγή του χώρου, που διεύρυνε τα όρια της Αθήνας και «ψεύτισε» το όνομα της συνοικίας των «Αμπελοκήπων» (=Αμπέλια + κήποι) ή που στην περίπτωση της Νέας Υόρκης επέκτεινε την πόλη και κατέλυσε την διαφορετικότητά της σε σχέση με την περιβάλλουσα φύση (13). Έβλεπα αυτή τη διαδικασία της αστικοποίησης ως διαδικασία ποιοτικών ανατροπών: ως μια διαδικασία «....κατάλυσης των παλιών νοικοκυριών που χαρακτηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό από την αυτοκατανάλωση, μια συντριπτική αλλαγή στα παραδοσιακά ήθη των μικροκοινοτήτων, στο φυσιοκεντρικό και ‘‘ανιμιστικό'' πνεύμα τους» (14).
Η παλιά πόλη με τα διακριτά αγροτικά περίχωρα εξέπνεε. Ο νέος ουρμπανισμός αποθέωνε την κυριαρχία των «τεχνημάτων», των ανθρωπογενών μορφών, των νεωτερισμών που δεν «υπερέβαιναν» απλώς την παράδοση, αλλά την έσβηναν από τον χάρτη της ζωής. Άλλαζε τους όρους ζωής, τα καταναλωτικά αγαθά, τα αποταμιευτικά πρότυπα, την κατοικία, τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου, με χαρακτηριστικό τρόπο. «Τηλεόραση φτηνή, ψυγεία, δόσεις, γιωταχί -και οικοδομές.- Πριζουνίκ, πρατήρια και χρηματιστήρια -και διακοπές...», στιχουργούσε ο Σαββόπουλος (15).
Ο ακάθεκτος εκσυγχρονισμός σάρωνε πολλά και διάφορα. Σάρωνε ακόμη τις παλιές δοξασίες, αυτές που ήταν φερμένες από την επαρχία και κυριαρχούσαν ανάμεσα στις παλιές γενιές. Όπως σ' αυτήν του πατέρα μου, που εννοούσε να κάνει φυτεύσεις στον κήπο μόνο στην «γέμιση» ή «φέξη» του φεγγαριού - δηλαδή στην ανοδική του φάση... Ή που εννοούσε τα βράδυα να μας εμποδίζει να σφυρίζουμε, γιατί ήταν «γρουσουζιά». Που πίστευε στο «μάτι» και στο «μάτιασμα», εις βάρος ανθρώπων αλλά και φυτών...
Ήμασταν στο μεταίχμιο πόλης και υπαίθριας ζωής, ζούσαμε μια «ισορροπία» που ολοένα έφθινε , προαναγγέλλοντας την κατάλυση της ανοικτότητας του χώρου.
Και πράγματι, είδαμε τα μεγάλα ποδοσφαιρικά γήπεδά μας με τα πρόχειρα γκολ-ποστ να γίνονται οικοδομές. Είδαμε τον εποικισμό του χώρου από νεωτερίζοντες αστούς , αδιάφορους για τους κήπους και εθισμένους στο σουπερμάρκετ. Είδαμε την αυτοκίνηση να αυξάνεται και να πληθύνεται στους παλιούς ορθάνοικτους δρόμους, τις σούστες (12) με τους μανάβηδες να ξεμένουν σε παλιές αναμνηστικές φωτογραφίες. Αργότερα, στη δεκαετία του 70, είδα την ευρύχωρη αυλή του σχολείου μου να υποδέχεται ένα νέο κτίσμα, να τεμαχίζεται και να συρρικνώνεται, να αδυνατεί να φιλοξενήσει τις παλιές λειτουργίες του παιχνιδιού, να στριμώχνει αφόρητα τους νέους τροφίμους του 6τάξιου Γυμνασίου... Είδα τη καταστροφή που προκαλούσε η εκτατική δόμηση, βίωσα τη συρρίκνωση της δυνατότητας για ονειροπόλες βόλτες απλά και μόνο με το πέρασμα της αυλόπορτας του σπιτιού μου, είδα τη βαθμιαία εξάλειψη της ευχέρειας για ανεμπόδιστο βάδισμα στα πεζοδρόμια. Και σε μια από τις πολλές επισκέψεις μου σε ένα μικρό ύψωμα στον Υμηττό, δίπλα στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία, εκεί που αντλούσα απόλαυση και σκέψεις μπροστά στη θέα ενός μεγαλοπρεπούς λεκανοπέδιου με ενδιάμεσους πράσινους χώρους, χωράφια και γήπεδα, με ξεχωριστές συνοικίες, συνειδητοποίησα τη νέα κατάσταση ενός οικιστικού και ασφαλτικού «συνεχούς». Ήταν μια στιγμή οριακή στη ζωή μου, χαρακτηριστική της «διαλεκτικής του χώρου» - καθώς η ποσοτική συσσώρευση μπετόν και ασφάλτου παρήγαγε πλέον, πανηγυρικά και εξόφθαλμα, τη νέα ποιότητα της δύσμορφης και δυσλειτουργικής Αθήνας...
Αρκετά χρόνια αργότερα, προσλάμβανα κι εγώ τη «στερνή γνώση», την περιττή πλέον, σύμφωνα με το γνωμικό: «Στερνή μου γνώση, να σ' είχα πρώτα»... «Κατόπιν αστικοποίησης» δηλαδή, μαζί με αρκετούς άλλους, έβλεπα αυτή τη διαδικασία όχι ως απλή, εκτατική και ποσοτική αλλαγή του χώρου, που διεύρυνε τα όρια της Αθήνας και «ψεύτισε» το όνομα της συνοικίας των «Αμπελοκήπων» (=Αμπέλια + κήποι) ή που στην περίπτωση της Νέας Υόρκης επέκτεινε την πόλη και κατέλυσε την διαφορετικότητά της σε σχέση με την περιβάλλουσα φύση (13). Έβλεπα αυτή τη διαδικασία της αστικοποίησης ως διαδικασία ποιοτικών ανατροπών: ως μια διαδικασία «....κατάλυσης των παλιών νοικοκυριών που χαρακτηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό από την αυτοκατανάλωση, μια συντριπτική αλλαγή στα παραδοσιακά ήθη των μικροκοινοτήτων, στο φυσιοκεντρικό και ‘‘ανιμιστικό'' πνεύμα τους» (14).
Η παλιά πόλη με τα διακριτά αγροτικά περίχωρα εξέπνεε. Ο νέος ουρμπανισμός αποθέωνε την κυριαρχία των «τεχνημάτων», των ανθρωπογενών μορφών, των νεωτερισμών που δεν «υπερέβαιναν» απλώς την παράδοση, αλλά την έσβηναν από τον χάρτη της ζωής. Άλλαζε τους όρους ζωής, τα καταναλωτικά αγαθά, τα αποταμιευτικά πρότυπα, την κατοικία, τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου, με χαρακτηριστικό τρόπο. «Τηλεόραση φτηνή, ψυγεία, δόσεις, γιωταχί -και οικοδομές.- Πριζουνίκ, πρατήρια και χρηματιστήρια -και διακοπές...», στιχουργούσε ο Σαββόπουλος (15).
Ο ακάθεκτος εκσυγχρονισμός σάρωνε πολλά και διάφορα. Σάρωνε ακόμη τις παλιές δοξασίες, αυτές που ήταν φερμένες από την επαρχία και κυριαρχούσαν ανάμεσα στις παλιές γενιές. Όπως σ' αυτήν του πατέρα μου, που εννοούσε να κάνει φυτεύσεις στον κήπο μόνο στην «γέμιση» ή «φέξη» του φεγγαριού - δηλαδή στην ανοδική του φάση... Ή που εννοούσε τα βράδυα να μας εμποδίζει να σφυρίζουμε, γιατί ήταν «γρουσουζιά». Που πίστευε στο «μάτι» και στο «μάτιασμα», εις βάρος ανθρώπων αλλά και φυτών...
ΜΗΠΩΣ ΠΕΡΝΟΥΣΑΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΑΜΕ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ;
Εμείς που μεγαλώσαμε
με σάλτσα στο ψωμί -
και ζάχαρη βρεγμένη -
μονίμως πεινασμένοι
Πιάσαμε τώρα την καλή
Κι η ψάθα έγινε χαλί
Κι οι φίλοι είναι ξένοι
Τίποτε δε μας δένει
Εμείς που μεγαλώσαμε
με σάλτσα στο ψωμί -
και ζάχαρη βρεγμένη -
μονίμως πεινασμένοι
Πιάσαμε τώρα την καλή
Κι η ψάθα έγινε χαλί
Κι οι φίλοι είναι ξένοι
Τίποτε δε μας δένει
Ευτυχώς ή δυστυχώς
Ο άνθρωπος ξεχνάει
Κι από τη φύση δυνατός
Πάντα μπροστά κυττάει
Μα σαν γυρίζει το μυαλό
Σε χρόνους περασμένους
Θυμάμαι ανθρώπους πιο αγνούς
Και πιο ευτυχισμένους!
Ο άνθρωπος ξεχνάει
Κι από τη φύση δυνατός
Πάντα μπροστά κυττάει
Μα σαν γυρίζει το μυαλό
Σε χρόνους περασμένους
Θυμάμαι ανθρώπους πιο αγνούς
Και πιο ευτυχισμένους!
Με αυτό τον τρόπο, εκφράζοντας ιδέες διάχυτες στους απλούς ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας, στιχουργούσε για την «τότε ζωή» ένας τραγουδοποιός σαν τον Γιάννη Μηλιώκα (16). Κι ένας ακόμη γνώριμος της αθηναϊκής γειτονιάς του 50 και κάτι, κατά πως φαίνεται «εμπειρικός θεωρητικός» (!) της αποανάπτυξης, του θεωρήματος που έκανε ιδεολογική «επανεκκίνηση» τα πρόσφατα χρόνια, είπε κάποτε: «περνούσαμε καλύτερα τότε που περνούσαμε χειρότερα» (17). Είχε δίκιο άραγε;
Και δίκιο όμως να είχε, θα είχε άδικο. Γιατί περιοριζόταν σε μια επιφανειακή σύγκριση καταστάσεων. Γιατί θεωρούσε το «τότε» και το «τώρα» ασύνδετα, όπως στα έργα της επιστημονικής φαντασίας και των ταξιδιών στο χρόνο, όπου οι εποχές είναι μεταξύ τους διακριτές, χωρίς να οσμώνονται , χωρίς η πρώτη να υπάρχει στη δεύτερη. Γιατί εγκατέλειπε εκείνο το χρόνο της υποτιθέμενης «παλιάς καλής» εποχής, «των σκυλιών που δένονταν με τα λουκάνικα» (18), θεωρώντας τον ολικά ξεπερασμένο, αν και συμπαθητικό. Γιατί τον άφηνε στην αρμοδιότητα της νοσταλγίας, των γεροντικών αφηγήσεων, των σπαραξικάρδιων αναφορών στην υπεροχή της παρελθούσας ζωής, γιατί τον έβλεπε άσχετο με τις παρούσες ανάγκες, μη «ανα-βιώσιμο».
Με τούτες λοιπόν τις σκέψεις δεσμεύθηκα και δεν αφέθηκα στη στείρα αναπόληση. Δεν παραμυθιάστηκα με την ουτοπία μιας επιστροφής, μιας αναστροφής της ροής του χρόνου... Δεν προσχώρησα στο όραμα της επανόδου στην παραδοσιακή κατάσταση της «υποκινητικότητας» (19) , δηλαδή στην απουσία ταξιδιωτικής δραστηριότητας, στην απουσία εξόδων από την πόλη, στην απουσία εκδρομών, μεγάλων και περιοδικών διακοπών κλπ...
Απλά αναρωτήθηκα για το πώς θα μπορούσαν να ανακτηθούν κάποια από τα «χαμένα» στην πορεία της αστικοποίησης. Πώς θα μπορούσε να έχει μια ιδιαίτερη συνέχεια αυτή η γοητευτική μαθητεία στη γη, στις οσμές , στις εποχές, στις γεύσεις, στα χρώματα, στο ηχητικό καθεστώς, στους ορίζοντες, στις άλλες ζωντανές υπάρξεις του κόσμου.. Πώς θα μπορούσε να επανεισαχθεί στον αστικό χώρο κάτι ανάλογο με την ευωδιά του ώριμου βερίκοκου. Με ποιες συνταγές πολεοδόμων μάγων, με ποιους γητευτές των αστικών επιφανειών θα μπορούσε να μεταφρασθεί σε σύγχρονους όρους η σιωπηλή ομορφιά μιας κότας που κουρνιάζει σε ένα κλαδί δέντρου με τα κλωσόπουλά της, η αίσθηση του πεύκου που θροϊζει στον άνεμο, η οσμή του μετά τα πρωτοβρόχια... Πώς θα μπορούσε , χωρίς νεκραναστάσεις και νεκροφιλίες, χωρίς αποθεώσεις του παρελθόντος, να περιπλανηθεί ξανά το βλέμμα σε έναν εύσχημο, αποτετραγωνισμένο και απορθογωνιοποιημένο, πολυποίκιλο αστικό ορίζοντα... Πώς θα ήταν δυνατό, χωρίς θυσία του αστικού πλουραλισμού, να ανακτηθεί η χαμένη οικειότητα της παλιάς συνοικιακής ζωής. Με ποιες εικαστικές και λειτουργικές αλλαγές θα μπορούσε να επανενταχθεί κάτι από το παρελθόν της περιαστικής Αττικής στην νέα κατάσταση - όχι μουσειοποιημένο, όχι ως απλός κομιστής πληροφορίας και τροφός νοσταλγίας, αλλά ως ενεργός και ζώσα ύπαρξη.
Το 1996, σε μια εργασία για την Αττική (20), σημείωνα τη συγκρουσιακή σχέση αστικού πλουραλισμού και οικειότητας: «...η ζωή των πόλεων εκτοπίζει την οικειότητα προς όφελος της ελευθεριότητας, ο κάτοικος σχετίζεται ελάχιστα με το γειτονικό περίγυρό του, λειτουργεί κυρίως ως καταναλωτής, χρήστης υπηρεσιών, θεατής διερχομένων ανθρώπων, ως διακινούμενος από τόπο σε τόπο, χωρίς βαθύτερο δεσμό με το χώρο. Η ζωή των πόλεων γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρουσα εξαιτίας των διευκολύνσεων και των δυνατοτήτων που αυξάνονται, αλλά ταυτόχρονα διευρύνεται το έλλειμμα αλληλεγγύης, φιλίας, οικειότητας των ανθρώπων μεταξύ τους».
Όμως μια συγκρουσιακή κατάσταση, όπως αυτή μεταξύ πλουραλισμού και οικειότητας, δεν σημαίνει αναγκαστικά αντιπαλότητα μέχρις εσχάτων, δηλ. αντιπαλότητα με έσχατη κατάληξη την εξάλειψη του ενός εκ των δύο πόλων της σύγκρουσης. Η συγκρουσιακή σχέση πλουραλισμού και οικειότητας δεν θα απέκλειε τη διαμόρφωση μιας «χρυσής τομής», με κάποια συνύπαρξη των αντιθέτων. Με μια κάποια δοσολογία των αντιτιθέμενων στοιχείων. Αν ίσχυε το αντίθετο, τότε η πολεοδομία, η χωροταξία, η διαχείριση του περιβάλλοντος, που είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένες να συμβιβάζουν αντίθετες και ανταγωνιστικές επιδιώξεις, που είναι υποχρεωμένες να «μαγειρεύουν» λύσεις με ποικίλες δοσολογίες υλικών, δεν θα έκαναν τίποτε άλλο από το να ακολουθούν τις εξελίξεις παθητικά και να προσαρμόζονται στους υπαρκτούς συσχετισμούς.
Και δίκιο όμως να είχε, θα είχε άδικο. Γιατί περιοριζόταν σε μια επιφανειακή σύγκριση καταστάσεων. Γιατί θεωρούσε το «τότε» και το «τώρα» ασύνδετα, όπως στα έργα της επιστημονικής φαντασίας και των ταξιδιών στο χρόνο, όπου οι εποχές είναι μεταξύ τους διακριτές, χωρίς να οσμώνονται , χωρίς η πρώτη να υπάρχει στη δεύτερη. Γιατί εγκατέλειπε εκείνο το χρόνο της υποτιθέμενης «παλιάς καλής» εποχής, «των σκυλιών που δένονταν με τα λουκάνικα» (18), θεωρώντας τον ολικά ξεπερασμένο, αν και συμπαθητικό. Γιατί τον άφηνε στην αρμοδιότητα της νοσταλγίας, των γεροντικών αφηγήσεων, των σπαραξικάρδιων αναφορών στην υπεροχή της παρελθούσας ζωής, γιατί τον έβλεπε άσχετο με τις παρούσες ανάγκες, μη «ανα-βιώσιμο».
Με τούτες λοιπόν τις σκέψεις δεσμεύθηκα και δεν αφέθηκα στη στείρα αναπόληση. Δεν παραμυθιάστηκα με την ουτοπία μιας επιστροφής, μιας αναστροφής της ροής του χρόνου... Δεν προσχώρησα στο όραμα της επανόδου στην παραδοσιακή κατάσταση της «υποκινητικότητας» (19) , δηλαδή στην απουσία ταξιδιωτικής δραστηριότητας, στην απουσία εξόδων από την πόλη, στην απουσία εκδρομών, μεγάλων και περιοδικών διακοπών κλπ...
Απλά αναρωτήθηκα για το πώς θα μπορούσαν να ανακτηθούν κάποια από τα «χαμένα» στην πορεία της αστικοποίησης. Πώς θα μπορούσε να έχει μια ιδιαίτερη συνέχεια αυτή η γοητευτική μαθητεία στη γη, στις οσμές , στις εποχές, στις γεύσεις, στα χρώματα, στο ηχητικό καθεστώς, στους ορίζοντες, στις άλλες ζωντανές υπάρξεις του κόσμου.. Πώς θα μπορούσε να επανεισαχθεί στον αστικό χώρο κάτι ανάλογο με την ευωδιά του ώριμου βερίκοκου. Με ποιες συνταγές πολεοδόμων μάγων, με ποιους γητευτές των αστικών επιφανειών θα μπορούσε να μεταφρασθεί σε σύγχρονους όρους η σιωπηλή ομορφιά μιας κότας που κουρνιάζει σε ένα κλαδί δέντρου με τα κλωσόπουλά της, η αίσθηση του πεύκου που θροϊζει στον άνεμο, η οσμή του μετά τα πρωτοβρόχια... Πώς θα μπορούσε , χωρίς νεκραναστάσεις και νεκροφιλίες, χωρίς αποθεώσεις του παρελθόντος, να περιπλανηθεί ξανά το βλέμμα σε έναν εύσχημο, αποτετραγωνισμένο και απορθογωνιοποιημένο, πολυποίκιλο αστικό ορίζοντα... Πώς θα ήταν δυνατό, χωρίς θυσία του αστικού πλουραλισμού, να ανακτηθεί η χαμένη οικειότητα της παλιάς συνοικιακής ζωής. Με ποιες εικαστικές και λειτουργικές αλλαγές θα μπορούσε να επανενταχθεί κάτι από το παρελθόν της περιαστικής Αττικής στην νέα κατάσταση - όχι μουσειοποιημένο, όχι ως απλός κομιστής πληροφορίας και τροφός νοσταλγίας, αλλά ως ενεργός και ζώσα ύπαρξη.
Το 1996, σε μια εργασία για την Αττική (20), σημείωνα τη συγκρουσιακή σχέση αστικού πλουραλισμού και οικειότητας: «...η ζωή των πόλεων εκτοπίζει την οικειότητα προς όφελος της ελευθεριότητας, ο κάτοικος σχετίζεται ελάχιστα με το γειτονικό περίγυρό του, λειτουργεί κυρίως ως καταναλωτής, χρήστης υπηρεσιών, θεατής διερχομένων ανθρώπων, ως διακινούμενος από τόπο σε τόπο, χωρίς βαθύτερο δεσμό με το χώρο. Η ζωή των πόλεων γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρουσα εξαιτίας των διευκολύνσεων και των δυνατοτήτων που αυξάνονται, αλλά ταυτόχρονα διευρύνεται το έλλειμμα αλληλεγγύης, φιλίας, οικειότητας των ανθρώπων μεταξύ τους».
Όμως μια συγκρουσιακή κατάσταση, όπως αυτή μεταξύ πλουραλισμού και οικειότητας, δεν σημαίνει αναγκαστικά αντιπαλότητα μέχρις εσχάτων, δηλ. αντιπαλότητα με έσχατη κατάληξη την εξάλειψη του ενός εκ των δύο πόλων της σύγκρουσης. Η συγκρουσιακή σχέση πλουραλισμού και οικειότητας δεν θα απέκλειε τη διαμόρφωση μιας «χρυσής τομής», με κάποια συνύπαρξη των αντιθέτων. Με μια κάποια δοσολογία των αντιτιθέμενων στοιχείων. Αν ίσχυε το αντίθετο, τότε η πολεοδομία, η χωροταξία, η διαχείριση του περιβάλλοντος, που είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένες να συμβιβάζουν αντίθετες και ανταγωνιστικές επιδιώξεις, που είναι υποχρεωμένες να «μαγειρεύουν» λύσεις με ποικίλες δοσολογίες υλικών, δεν θα έκαναν τίποτε άλλο από το να ακολουθούν τις εξελίξεις παθητικά και να προσαρμόζονται στους υπαρκτούς συσχετισμούς.
ΑΝ ΚΑΙ ΑΣΧΗΜΟΣ, ΗΤΑΝ ΟΜΟΡΦΟΣ...
Όλοι όσοι μιλάνε για πλουραλισμό, όλοι όσοι εκθειάζουν τη δυναμική της αστικής ανωνυμίας, της ελευθεριότητας, της αχαλίνωτης καινοτομίας, της ποικιλότητας , της απουσίας ιδιωτικού κουτσομπολιού, του αντικομφορμισμού που χαρακτηρίζει τις μεγάλες ανθρώπινες συνευρέσεις, θα έπρεπε επί πλέον να αναγνωρίσουν την ποιότητα που εμφυτεύει στον αστικό ιστό η οικειότητα. Όλοι όσοι αναφέρονται στο δικαίωμα στη διαφορά, θα έπρεπε να επεκτείνουν αυτό το δικαίωμα προς όφελος του ακανόνιστου, του φυσικού, του ζωικού μέσα στην πόλη... Θα 'πρεπε να στηρίξουν μια νέα συμβιωτική σχέση με τη φύση... Να εντάξουν στους σχεδιασμούς των μεγαπόλεων τις αισθήσεις μιας φθινοπωρινής μπόρας. Να μην κλειδώσουν τις εποχές έξω από τον αστικό χώρο, στο όνομα της βολής, της καθαριότητας, της κυριαρχίας του ανθρωπογενούς στοιχείου. Να δουν τα πάρκα της πόλης σαν μεγάλους συμμετοχικούς κήπους, «εργοτάξια εξαιρετικών αισθημάτων», που θα 'λεγε ο ποιητής Γιώργος Χρονάς, πλαίσια ανάκτησης της κοινωνικότητας.
Να φέρουν τη φύση στην πόλη όχι μόνο σαν ντεκόρ, αλλά και σαν χορηγό προϊόντων, σαν διαπαιδαγωγητική δύναμη. Να προκαλέσουν νέες συνθέσεις του ανθρωπογενούς με το φυσικό περιβάλλον, να αναγνωρίσουν την περιαστική γεωργία ως κέλυφος της αστικής ζωής. Ίσως να ανοίξουν το δρόμο και για μια «ενδοαστική» γεωργία, στις οροφές ή σε ειδικά διαμορφωμένα κτίρια - όπως αυτά του καθηγητή Ντεσπόμιερ (21) - ή ακόμη και στους τοίχους. Να κάνουν τα τοπία της πόλης όχι απλώς θεαματικά, φυσικώς ευσταλή, βαθυπράσινα, αλλά κάτι παραπάνω: «φαγώσιμα»...
Θα έπρεπε να αντισταθούν στον έξαλλο και υπεροπτικό φουτουρισμό, να δώσουν στο παρελθόν κάτι περισσότερο από μια απλή μνημειοποιημένη ύπαρξη, όπως επίσης και να αντισταθούν στις ταριχεύσεις και σε κάθε γεροντοκρατικό εξωραϊσμό. Να αποδεχθούν και να προωθήσουν, εν τέλει, μόνο τις βιώσιμες αναβιώσεις!
Και φυσικά να πάρουν υπόψη ότι όπως οι περισσότεροι κήποι εκείνα τα χρόνια, έτσι και ο δικός μου κήπος, στην Ηλιούπολη της Αττικής, σε μια πορεία εξήντα ενός χρόνων ως την εξάλειψή του(1996), δεν ήταν παράδειγμα προς μίμηση, δεν ήταν ιδιαίτερα καλαίσθητος, δεν είχε εκείνη την «αισθητική ορθότητα» κάποιων σημερινών κήπων... Το ομολογώ, υστερούσε πολύ, τόσο σε σχέση με τους σημερινούς χλιδάτους που χύνουν τη βλάστηση σε καλούπια ανθρωπομορφικά, όσο και με κάποιους πιο επιμελημένα «οικολογικούς», που σέβονται τη πολυμορφία της φύσης.
Όμως ακόμη και στο βαθμό που ήταν άσχημος, ήταν όμορφος , όντας οικείος.
Όλοι όσοι μιλάνε για πλουραλισμό, όλοι όσοι εκθειάζουν τη δυναμική της αστικής ανωνυμίας, της ελευθεριότητας, της αχαλίνωτης καινοτομίας, της ποικιλότητας , της απουσίας ιδιωτικού κουτσομπολιού, του αντικομφορμισμού που χαρακτηρίζει τις μεγάλες ανθρώπινες συνευρέσεις, θα έπρεπε επί πλέον να αναγνωρίσουν την ποιότητα που εμφυτεύει στον αστικό ιστό η οικειότητα. Όλοι όσοι αναφέρονται στο δικαίωμα στη διαφορά, θα έπρεπε να επεκτείνουν αυτό το δικαίωμα προς όφελος του ακανόνιστου, του φυσικού, του ζωικού μέσα στην πόλη... Θα 'πρεπε να στηρίξουν μια νέα συμβιωτική σχέση με τη φύση... Να εντάξουν στους σχεδιασμούς των μεγαπόλεων τις αισθήσεις μιας φθινοπωρινής μπόρας. Να μην κλειδώσουν τις εποχές έξω από τον αστικό χώρο, στο όνομα της βολής, της καθαριότητας, της κυριαρχίας του ανθρωπογενούς στοιχείου. Να δουν τα πάρκα της πόλης σαν μεγάλους συμμετοχικούς κήπους, «εργοτάξια εξαιρετικών αισθημάτων», που θα 'λεγε ο ποιητής Γιώργος Χρονάς, πλαίσια ανάκτησης της κοινωνικότητας.
Να φέρουν τη φύση στην πόλη όχι μόνο σαν ντεκόρ, αλλά και σαν χορηγό προϊόντων, σαν διαπαιδαγωγητική δύναμη. Να προκαλέσουν νέες συνθέσεις του ανθρωπογενούς με το φυσικό περιβάλλον, να αναγνωρίσουν την περιαστική γεωργία ως κέλυφος της αστικής ζωής. Ίσως να ανοίξουν το δρόμο και για μια «ενδοαστική» γεωργία, στις οροφές ή σε ειδικά διαμορφωμένα κτίρια - όπως αυτά του καθηγητή Ντεσπόμιερ (21) - ή ακόμη και στους τοίχους. Να κάνουν τα τοπία της πόλης όχι απλώς θεαματικά, φυσικώς ευσταλή, βαθυπράσινα, αλλά κάτι παραπάνω: «φαγώσιμα»...
Θα έπρεπε να αντισταθούν στον έξαλλο και υπεροπτικό φουτουρισμό, να δώσουν στο παρελθόν κάτι περισσότερο από μια απλή μνημειοποιημένη ύπαρξη, όπως επίσης και να αντισταθούν στις ταριχεύσεις και σε κάθε γεροντοκρατικό εξωραϊσμό. Να αποδεχθούν και να προωθήσουν, εν τέλει, μόνο τις βιώσιμες αναβιώσεις!
Και φυσικά να πάρουν υπόψη ότι όπως οι περισσότεροι κήποι εκείνα τα χρόνια, έτσι και ο δικός μου κήπος, στην Ηλιούπολη της Αττικής, σε μια πορεία εξήντα ενός χρόνων ως την εξάλειψή του(1996), δεν ήταν παράδειγμα προς μίμηση, δεν ήταν ιδιαίτερα καλαίσθητος, δεν είχε εκείνη την «αισθητική ορθότητα» κάποιων σημερινών κήπων... Το ομολογώ, υστερούσε πολύ, τόσο σε σχέση με τους σημερινούς χλιδάτους που χύνουν τη βλάστηση σε καλούπια ανθρωπομορφικά, όσο και με κάποιους πιο επιμελημένα «οικολογικούς», που σέβονται τη πολυμορφία της φύσης.
Όμως ακόμη και στο βαθμό που ήταν άσχημος, ήταν όμορφος , όντας οικείος.
Σημειώσεις
1 Ντίνου Χριστιανόπουλου «Τσαϊράδα», από την ποιητική συλλογή «Ανυπεράσπιστος καημός»
2 Ηλίας Πετρόπουλος, «Οι καταβρεχτήρες της δημαρχίας», Ελευθεροτυπία 7.2.1999
3 «Πρωτομαγιά», στίχοι-μουσική Διονύση Σαββόπουλου.
4 Ασφόδελος ο κοίλος(Asphodelus fistulosus),γνωστός και σαν «σπερδούκλι».Από την «Ελληνική χλωρίδα»
του Έλμουτ Μπάουμαν, έκδοση Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσεως,Αθήνα 1993
5 Πατρίκ Ζισκίντ, «Άρωμα - Η Ιστορία ενός δολοφόνου», βιβλίο του 1985 που έγινε φιλμ και εκδόθηκε στα ελληνικά το 2007
(Εκδόσεις Ψυγογυιός)
6 Εκδόσεις «Κέδρος» 1998
7 Καζαντζίδης - Θεοδωράκης « Το Σαββατόβραδο»
• 8 Γ. Σχίζα, «Οικειότητα και θέαμα», Αυγή 27.10.2004
• 9 Γ.Σχίζα, «Ύψωμα 356», περιοδικό ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ, Ιανουάριος 2002
10 Παναγιώτης Παπαδούκας, «Το λαμπρό φως των Αθηνών», Αθηναϊκό Ημερολόγιο 2002, εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ
11 Γιάννη Σιμωνέτη, «Οι γειτονιές που χάθηκαν», εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, Αθήνα 1991
12 Σούστες : Ειδικά κάρα συρόμενα από ένα άλογο, που χρησιμοποιούντο συνήθως από μανάβηδες
13 Μάρραιη Μπούχτσιν, «Τα όρια της πόλης», εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ Άθήνα 1979
14 Γ.Σχίζα, «Τα χωριά της Αθήνας», περιοδικό ΑΡΔΗΝ, Μάρτιος 2002
15 «Θεία Μάρω», στίχοι-μουσική Διονύσης Σαββόπουλος.
16 Γιάννης Μηλιώκας - Ελένη Βιτάλη, «Ευτυχώς ή δυστυχώς», μουσική - στίχοι Γιάννης Μηλιώκας
17 Αναφέρεται από τον Δημήτρη Γκιώνη στο άρθρο του «Η Δεκαετία του 50 : Η ευκαιρία που χάθηκε» περιοδικό ΛΕΞΗ,
αφιέρωμα στην Αθήνα, Νοέμβριος 200.
18 Λαϊκό τραγούδι , σουξέ της μεταπολεμικής εποχής : «Όμορφη Αθήνα - που' ν τα χρόνια εκείνα -
που' ν τα χρόνια εκείνα τα παλιά - που'ν τα χρόνια που ξηγιόμαστε αλάνικα - και που σέρναν
τα σκυλιά με τα λουκάνικα... »
19 Γ.Σχίζα, «Ο άλλος τουρισμός», Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 1998
20 Γ.Σχίζα, «Αττική», εκδόσεις ΣΑΒΒΑΛΑΣ, Αθήνα 1996
21 Dickson Despomier, «Πολυώροφα αγροκτήματα», περιοδικό "Popular Science", Ιούλιος 2007
1 Ντίνου Χριστιανόπουλου «Τσαϊράδα», από την ποιητική συλλογή «Ανυπεράσπιστος καημός»
2 Ηλίας Πετρόπουλος, «Οι καταβρεχτήρες της δημαρχίας», Ελευθεροτυπία 7.2.1999
3 «Πρωτομαγιά», στίχοι-μουσική Διονύση Σαββόπουλου.
4 Ασφόδελος ο κοίλος(Asphodelus fistulosus),γνωστός και σαν «σπερδούκλι».Από την «Ελληνική χλωρίδα»
του Έλμουτ Μπάουμαν, έκδοση Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσεως,Αθήνα 1993
5 Πατρίκ Ζισκίντ, «Άρωμα - Η Ιστορία ενός δολοφόνου», βιβλίο του 1985 που έγινε φιλμ και εκδόθηκε στα ελληνικά το 2007
(Εκδόσεις Ψυγογυιός)
6 Εκδόσεις «Κέδρος» 1998
7 Καζαντζίδης - Θεοδωράκης « Το Σαββατόβραδο»
• 8 Γ. Σχίζα, «Οικειότητα και θέαμα», Αυγή 27.10.2004
• 9 Γ.Σχίζα, «Ύψωμα 356», περιοδικό ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ, Ιανουάριος 2002
10 Παναγιώτης Παπαδούκας, «Το λαμπρό φως των Αθηνών», Αθηναϊκό Ημερολόγιο 2002, εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ
11 Γιάννη Σιμωνέτη, «Οι γειτονιές που χάθηκαν», εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, Αθήνα 1991
12 Σούστες : Ειδικά κάρα συρόμενα από ένα άλογο, που χρησιμοποιούντο συνήθως από μανάβηδες
13 Μάρραιη Μπούχτσιν, «Τα όρια της πόλης», εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ Άθήνα 1979
14 Γ.Σχίζα, «Τα χωριά της Αθήνας», περιοδικό ΑΡΔΗΝ, Μάρτιος 2002
15 «Θεία Μάρω», στίχοι-μουσική Διονύσης Σαββόπουλος.
16 Γιάννης Μηλιώκας - Ελένη Βιτάλη, «Ευτυχώς ή δυστυχώς», μουσική - στίχοι Γιάννης Μηλιώκας
17 Αναφέρεται από τον Δημήτρη Γκιώνη στο άρθρο του «Η Δεκαετία του 50 : Η ευκαιρία που χάθηκε» περιοδικό ΛΕΞΗ,
αφιέρωμα στην Αθήνα, Νοέμβριος 200.
18 Λαϊκό τραγούδι , σουξέ της μεταπολεμικής εποχής : «Όμορφη Αθήνα - που' ν τα χρόνια εκείνα -
που' ν τα χρόνια εκείνα τα παλιά - που'ν τα χρόνια που ξηγιόμαστε αλάνικα - και που σέρναν
τα σκυλιά με τα λουκάνικα... »
19 Γ.Σχίζα, «Ο άλλος τουρισμός», Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 1998
20 Γ.Σχίζα, «Αττική», εκδόσεις ΣΑΒΒΑΛΑΣ, Αθήνα 1996
21 Dickson Despomier, «Πολυώροφα αγροκτήματα», περιοδικό "Popular Science", Ιούλιος 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου