30 Οκτωβρίου 2010

“Νέο Λύκειο”: από την παιδεία των αξιών και της ελευθερίας στη δουλεία των “δεξιοτήτων”

Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς
Κατά Ἰωάννην 8, 32
Α
Το σχέδιο επί χάρτου και η αντίδραση του Υπουργείου


Με μεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθούμε τις τελευταίες ημέρες τον καταιγισμό αντιδράσεων για το “σχέδιο” που αφορά στο “νέο Λύκειο”. Φυσικά δεν μπορούμε να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα για τις προθέσεις του Υπουργείου, δοθέντος ότι το τελευταίο σε σχετικό με το θέμα δελτίο τύπου (7-10-2010) φαίνεται να κρατάει αποστάσεις από τους εισηγητές του “σχεδίου”. Λέει λοιπόν το Υπουργείο:
“Το κείμενο σχετικά με τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στο Λύκειο που είδε το φως της δημοσιότητας, αποτελεί πρόταση μιας Επιτροπής και όχι απόφαση του Υπουργείου Παιδείας.
Οι προτάσεις του Υπουργείου Παιδείας για το Νέο Λύκειο, οι οποίες είναι υπό διαμόρφωση,  θα δοθούν προς  διαβούλευση – όπως γίνεται και με κάθε νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου- εντός του Οκτωβρίου”.

Β’
Ο μεταπρατικός χαρακτήρας του σχεδίου


Επειδή όμως “όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά” ο εφησυχασμός δεν είναι καλός σύμβουλος. Ας ξεκινήσουμε από τον οφθαλμοφανή μεταπρατικό χαρακτήρα του σχεδίου. Η Π. Στεφανάκου (στο άρθρο ” Εκτός Λυκείου η γενική παιδεία“, εφημ. “Αυγή”, 5-10-2010) παρατηρεί μεταξύ άλλων τα εξής:
“Την κατάργηση του Λυκείου ως αυτόνομης εκπαιδευτικής βαθμίδας με τη δική της αποστολή προωθεί το υπουργείο Παιδείας με το νέο σχέδιο προγράμματος για το νέο σχολείο που δημοσιοποιήθηκε με τη γνωστή μέθοδο των διαρροών. Η γενική παιδεία στην ουσία σταματά στο Γυμνάσιο, όπου η παρεχόμενη εκπαίδευση είναι υποχρεωτική. Το Λύκειο θα είναι πλέον προπαρασκευαστικό κέντρο που θα λειτουργεί με ελάχιστα υποχρεωτικά μαθήματα, κοινά για όλους τους μαθητές, και πολλά μαθήματα επιλογής. Ολόκληροι επιστημονικοί κλάδοι εξοβελίζονται ουσιαστικά από το πρόγραμμα καθώς ένας μαθητής μπορεί να φοιτήσει στο Λύκειο και να ολοκληρώσει τις σπουδές του χωρίς να επιλέξει κανέναν απ’ αυτούς. Το Λύκειο γίνεται πλέον σχολείο εξειδίκευσης, όπου οι μαθητές σε πολύ νεαρή ηλικία θα είναι υποχρεωμένοι να κάνουν επιλογές ζωής.
Το πρόγραμμα, που σχεδιάζεται από την Θ. Δραγώνα, αποτελεί στην ουσία αντιγραφή του Ιντερνάσιοναλ Μπακαλορεά, το οποίο λειτουργεί σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία προκειμένου οι γόνοι των οικονομικά εύπορων οικογενειών να εξασφαλίσουν θέση σε πανεπιστήμια του εξωτερικού χωρίς να περάσουν από την ψυχοφθόρα διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων, όπου μένεις εκτός για ένα μόριο”.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά. Ας δούμε μερικά:
1. Ποιόν ή ποιούς “ενοχλεί” η Γενική Παιδεία και η στοιχειώδης καλλιέργεια;
2. Τι τύπο σχολείου θέλουμε; Ένα σχολείο που θα μορφώνει το νέο άνθρωπο και θα τον καθιστά ολοκληρωμένη προσωπικότητα ή ένα σχολείο “εξειδίκευσης”, ένα σχολείο “δεξιοτήτων” και δουλοπρεπούς αμάθειας;
3. Ταιριάζει η μεταπρατική υιοθέτηση του μοντέλου “Ιντερνάσιοναλ Μπακαλορεά” με τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος;
4. Με ποιά λογική επιλέχθηκαν τα συγκεκριμένα “υποχρεωτικά μαθήματα” και για ποιό λόγο υποβαθμίζονται τόσοι επιστημονικοί κλάδοι (Βιολογία, Χημεία,  Πληροφορική, Ιστορία);
5. Για ποιο λόγο το μάθημα των Θρησκευτικών σχεδόν εξοβελίζεται από το “νέο Λύκειο”;
Γ’
Η καταστρατήγηση της ελευθερίας του προσώπου
και το ευρωπαϊκό πρόταγμα


Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι “τίποτα δεν είναι σίγουρο“, θα πρέπει το όλο θέμα να μας προβληματίσει. Το πρόταγμα του φερόμενου “νέου Λυκείου” φαίνεται να είναι όχι η ελευθερία του προσώπου και η καλλιέργεια αξιών και κριτικής σκέψης, αλλά η χρησιμοθηρία και η γονιμοποίηση των “δεξιοτήτων”, που θα καταστήσουν το νέο άνθρωπο έρμαιο στις ορέξεις αδηφάγων “εργοδοτών”, που δεν θα προσφέρουν “εργασία”, αλλά “απασχόληση”. Σας φαίνεται περίεργο; Τότε γιατί μεταξύ των υποχρεωτικών μαθημάτων προτείνεται η Φυσική Αγωγή; Για…λόγους υγείας; Ας μην γελιόμαστε! Είναι φανερό ότι στους χαλεπούς καιρούς μας κάποιοι “χρειάζονται” άβουλα άτομα και όχι ελευθέρως σκεπτόμενα πρόσωπα. Τα θέλουν “γυμνασμένα” για ν’ “αντέχουν” τις άπειρες ώρες απασχόλησης με μισθό πείνας και με γνώση “ξένων γλωσσών” για να’ ναι τα γκαρσόνια των ευρωπαίων εύπορων “εταίρων”.
Αλλά για ποια “Ευρώπη” μιλάμε; Στο σημείο αυτό το λόγο  θα πάρει ο μεγάλος σλοβένος στοχαστής Σλ. Ζίζεκ:
Η Ευρώπη είναι νεκρή- εντάξει, αλλά ποια Ευρώπη; Η απάντηση είναι: η μετα- πολιτική Ευρώπη της προσαρμογής στην παγκόσμια αγορά, η Ευρώπη που επανειλημμένα «μαυρίστηκε» στα δημοψηφίσματα, η Ευρώπη της τεχνοκρατίας των Βρυξελλών. Η Ευρώπη που παριστάνει τον εκπρόσωπο του ψυχρού, ευρωπαϊκού Λόγου απέναντι στο ελληνικό πάθος και την ελληνική διαφθορά, το μαθηματικό πνεύμα απέναντι στη συγκινησιακή μέθη. Ωστόσο, όσο ουτοπικό κι αν ακούγεται, το έδαφος είναι ακόμη ελεύθερο για μια άλλη Ευρώπη: μια εκ νέου πολιτικοποιημένη Ευρώπη, θεμελιωμένη πάνω σε ένα συλλογικό σχέδιο χειραφέτησης (Σλ. Ζίζεκ, Μόνιμη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, στο περιοδικό New Left Review No 64, Ιούλιος- Αύγουστος 2010, μετάφραση Πέτρος Παπακωνσταντίνου).
Λίγη προσοχή αν δώσουμε στα λόγια του Ζίζεκ βλέπουμε ότι η διαφορά νοοτροπίας Ανατολής-Δύσης καλά κρατεί. Στη δύση το πρόταγμα είναι η δια της cogito εργαλειακή σκέψη (“ψυχρό Λόγο” και “μαθηματικό πνεύμα” το λέει ο Ζίζεκ σε αντιδιαστολή -κι εδώ είναι το σημαντικό -με το “ελληνικό πάθος”, που είναι ο λόγος του λόγου).
Λίγο παρακάτω ο Ζίζεκ κάνει την εξής σημαντικότατη διαπίστωση, που νομίζω εξηγεί πολλά και για το θέμα που μας απασχολεί:
Ένα πράγμα είναι σαφές: Μετά από δεκαετίες κράτους πρόνοιας, κατά τις οποίες οι περικοπές ήταν σχετικά περιορισμένες και συνοδεύονταν από την υπόσχεση ότι τα πράγματα θα επέστρεφαν σύντομα στη φυσιολογική τους κατάσταση, μπαίνουμε τώρα σε μια περίοδο όπου ένα ορισμένο είδος οικονομικής κατάστασης εκτάκτου ανάγκης γίνεται μόνιμο καθεστώς, σταθερά της ύπαρξης, τρόπος ζωής. Φέρνει μαζί της την απειλή πολύ περισσότερο άγριων μέτρων λιτότητας, ακρωτηριασμών κατακτήσεων, συρρίκνωσης των υπηρεσιών υγείας και παιδείας, περισσότερο προσωρινής απασχόλησης (βλ. Σλ. Ζίζεκ, ό. π).
Και ο Ζίζεκ καταλήγει:
Σήμερα δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε, αλλά οφείλουμε να δράσουμε τώρα, γιατί οι επιπτώσεις της μη δράσης θα είναι ολέθριες. Θα αναγκαστούμε να δράσουμε «σαν να είμαστε ελεύθεροι». Θα χρειαστεί να ρισκάρουμε κάνοντας βήματα στην άβυσσο, σε εντελώς απρόσφορες συνθήκες. Θα πρέπει να επανεφεύρουμε πλευρές του καινούργιου, μόνο και μόνο για να συντηρήσουμε τη λειτουργία του μηχανισμού και να διασώσουμε ότι καλό υπήρχε στο παλιό- εκπαίδευση, σύστημα υγείας, βασικές κοινωνικές υπηρεσίες(Ζίζεκ,ό.π.).
Δεν τα λέμε εμείς, δεν τα λένε οι “ταλιμπάν”, δεν τα λένε οι «νεορθόδοξοι» (τι αδόκιμος όρος κι αυτός!) τα λέει ένας ουδέτερος παρατηρητής, ένας αδέσμευτος στοχαστής.
Δ’
Ο εξοβελισμός της συλλογικής μνήμης

Ο αείμνηστος Κώστας Αξελός έλεγε παλιότερα ότι από τον Έλληνα” φαίνεται να λείπει η σκέψη”. Αν η διαπίστωση του μεγάλου φιλοσόφου ισχύει, τότε φαίνεται ότι το επόμενο “θύμα” θα πρέπει να είναι η συλλογική μνήμη. Πως αλλιώς να εξηγήσει κανείς τον εξοβελισμό της νεώτερης ιστορίας του λαού μας, που επιχειρεί το εν λόγω “σχέδιο” για το “νέο Λύκειο”; Χωρίς όμως συλλογική μνήμη η εθνική μας επιβίωση διακυβεύεται. Μπορεί σε κάποιους αυτές οι σκέψεις να φαίνονται “εθνοκεντρικές”. Δικαίωμα τους, ο καθένας μπορεί να έχει την άποψη του. Όμως η πραγματικότητα είναι αμείλικτη: το γεωπολιτικό τοπίο γνωστό, οι αξιώσεις κυριαρχίας δεδομένες (βλ. ιδεολόγημα Νταβούτογλου). Καλοί λοιπόν οι θεωρητικοί “μεταμοντερνισμοί” και οι άκριτες υιοθετήσεις των χομπσμπαουμικών ιδεολογημάτων τύπου “έθνους-ονείρου”, καλλίστη όμως η πραγματικότητα: δεν είμαστε ούτε Ελβετία, ούτε Σουηδία. Η στρατηγική θέση της χώρας “ανοίγει την όρεξη” σε πολλά συμφέροντα. Αλλά ας αφήσουμε τις γεωπολιτικές αναλύσεις στους ειδικούς επιστήμονες και στους διπλωμάτες και ας επανέλθουμε με μερικά  ερωτήματα:
  • Τελικά ποιοι είμαστε;
  • Έχουμε ταυτότητα, ρίζες, ιστορία, πολιτισμό, ορθοδοξία;
  • Αν ναι, γιατί δεν τα αναδεικνύουμε; Τι φοβόμαστε;
  • Υπάρχει ανθρωποκεντρικό κεκτημένο, οικουμενικό, συλλογικό, ναι ή όχι;
Μια παρατήρηση του Θ.Ι. Ζιάκα ίσως διαφωτίσει κάπως το θέμα μας:
Σταθερός άξονας της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας είναι ο εκνεωτερισμός, ενώ η νοηματοδότησή της προσλαμβάνει διαδοχικά τις τρεις γενικές μορφές: Στην ηρωική εποχή κυριαρχεί η Μεγάλη Ιδέα: Απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Η Ελλάδα “πρότυπο βασίλειο στην ανατολή”. Φάρος εκνεωτερισμού. Μετά την εθνική καταστροφή του 1922 και ως την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο, το 1974, κυριαρχεί ο εθνοφυλετισμός. Είμαστε Έλληνες γιατί ρέει ελληνικό αίμα στις φλέβες μας. Όχι γιατί μετέχουμε ελληνικής παιδείας. Από το 1974 και έπειτα κυριαρχεί ο εθνομηδενισμός.(Θ. Ι. Ζιάκας, Η εξ ανατολών απειλή και οι δυνατότητες μας, στην ιστοσελίδα του Αντιφώνου. Πρβλ. και Σπ. Κουτρούλη, Οι ιδεολογικές διαστάσεις του εθνομηδενισμού, στην ιστοσελίδα του συγγραφέα).
Ε’
Οι αιτίες του εξοβελισμού του θρησκευτικού μαθήματος


Είναι προφανές ότι το μάθημα των Θρησκευτικών «ενοχλεί» και γι’ αυτό έχει «επικηρυχθεί» από πολλούς και διάφορους, αλλά ουχί «αδιάφορους», εδώ και αρκετά χρόνια. Τι να πρωτοθυμηθούμε; Τη συστηματική προσπάθεια υποβάθμισης του με ποικίλους τρόπους (μείωση ωρών, εγκύκλιοι -εν μέσω θερινής ραστώνης- περί «εύκολης» απαλλαγής, πλημμελής διδασκαλία του στο Δημοτικά, νέο-«εικονομαχικά» φαινόμενα κ. α. π.); Την περίφημη «θέση» της ΟΛΜΕ πρόπερσι το Σεπτέμβρη; Από πού κι ως αποφαίνεται η ΟΛΜΕ για τα θέματα αυτά; Με ποια αρμοδιότητα και με ποια επιστημονική βάση; Συνδικαλιστικό σωματείο είναι, όχι επιστημονική ομάδα. Και γιατί ειδικά για τα Θρησκευτικά; Οι θεολόγοι δεν θεωρούνται συνάδελφοι τους; Ας το ξεκαθαρίσουν… Η ΕΛΜΕ Χανίων, από την άλλη, ξαφνικά «έλυσε»… όλα τα προβλήματα του κλάδου και ασχολείται πλέον μόνο με… τις «απαλλαγές»; Πότε επιτέλους θα σοβαρευτούμε σ’ αυτό τον τόπο; Μια ζωή θα ισχύει το «είσαι ό,τι δηλώσεις;».
Ας πάμε όμως παρακάτω. Δεν θα μείνω στη θλιβερή επικαιρότητα. Το είπαμε και παραπάνω: το μάθημα εξοβελίζεται τελείως από το Λύκειο, ύστερα από την αποτυχημένη προπέρσινη προσπάθεια των «αρμοδίων» να το καταστήσουν «επιλεγόμενο», μέσω των γνωστών τριών εγκυκλίων. Τώρα βιώνουμε τα χειρότερα… Το μάθημα καθίσταται οιονεί «επιλεγόμενο» και στην πράξη «καταργούμενο».
Ο στόχος της σύνολης πολεμικής κατά του μαθήματος (αλλά και κατά της γενικής παιδείας ευρύτερα) είναι καθαρά ιδεολογικός. Με άλλα λόγια υπάρχει διακύβευμα: η ελευθερία του προσώπου, η ελευθερία του ανθρώπου. Είναι ξεκάθαρο. Ο χριστιανισμός έχει πρόταση ζωής, που νικά το θάνατο. Η ελευθερία του προσώπου είναι το βασικό πρόταγμα του. Από το Σάρτρ μάθαμε κάποτε ότι «ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος». Υπάρχει στις μέρες μας ελευθερία; Ή οι καιροί απαιτούν την ανάσχεση της, χάριν της «ασφάλειας»; (Ξέρω, ξέρω είμαι «ρομαντικός», «εκτός τόπου και χρόνου», «εκτός εποχής», «οπισθοδρομικός».).
Από την άλλη πλευρά στην ύστερη νεωτερικότητα βιώνουμε την «έκλειψη του υποκειμένου» (κατά την ορθή ορολογία του Θ. Ι. Ζιάκα), τη λογική της ισχύος και της επικράτησης των «νικητών», την απροκάλυπτη απεμπόληση της ιδιοπροσωπίας, της παράδοσης, της τοπικής, εθνικής και προσωπικής ετερότητας, τη συστημική και θεσμική απροσωπία, την αποθέωση του «ατόμου», τη «βιταλιστική» επιβολή των ολίγων εις βάρος των πολλών, την αποδόμηση κάθε κοινωνικού και κοινωνιοκεντρικού πόλου από τη σύγχρονη πολιτική, την επιβολή εν τέλει των προταγμάτων της «αγοράς» ως απολύτου δόγματος καθολικής και αδιαμφισβήτητης αξίας.
Η ελευθερία, η εργασία, η παιδεία, τα δικαιώματα του ανθρώπου, η εθνική κυριαρχία μπαίνουν με κάθε τρόπο (θεμιτό και αθέμιτο) σε δεύτερη μοίρα. Σημασία έχει η ισχύς και το κέρδος. Μας λένε: «Να είσαι ο εαυτός σου», και εννοούν «ό,τι προτάσσει το συμφέρον σου». Προσπαθούν να αποκόψουν την κοινωνία από τις διαχρονικές πανανθρώπινες αξίες προκειμένου να τους κάνουν όλους «ίδιους»: να διαμορφώσουν άβουλους (άρα υπάκοους) καταναλωτές, ανθρώπους χωρίς σκέψη και όραμα.  Μπορεί όλα αυτά να φαίνονται «θεωρητικά». Ωραία λοιπόν. Για να δούμε τι λένε επ’ αυτών καταξιωμένοι στοχαστές.
Ο Μαξ Χορκχάιμερ στο γνωστό έργο του Η Έκλειψη του Λόγου (εκδ. Κριτική, Αθήνα 1987,μετάφραση: Θ. Μίνογλου) αναφέρει μεταξύ άλλων:
Η ατομικότητα προϋποθέτει την εκούσια θυσία της άμεσης ικανοποίησης χάριν της ασφάλειας, της υλικής και πνευματικής συντήρησης της ίδιας της ύπαρξης(…) Επομένως, η ατομικότητα στις μάζες είναι σαφώς λιγότερο ολοκληρωμένη και λιγότερο διαρκής απ’ όσο είναι στη λεγόμενη ελίτ. Από την άλλη πλευρά, η ελίτ πάντα ήταν πολύ πιο απορροφημένη από στρατηγικές για την απόκτηση και τη διατήρηση δυνάμεως. Η κοινωνική ισχύς σήμερα περισσότερο παρά ποτέ διαμεσολαβείται από την επιβολή πάνω στα πράγματα (μν. έργον, σελ. 160-161).
Για το θέμα της «εξατομίκευσης» στο χριστιανισμό ο Χορκχάιμερ αποφαίνεται τα ακόλουθα:
«Στον χριστιανισμό το ανθρώπινο εγώ και η πεπερασμένη φύση δεν βρίσκονται σε διαφωνία όπως ήσαν στον αυστηρό εβραϊκό μονοθεϊσμό.(…). Ο Χριστιανισμός, σε έντονη αντίθεση με τις αντίπαλες του θρησκείες και με τις ελληνιστικές ηθικές φιλοσοφίες, συνδέει την απάρνηση, την τιθάσευση των φυσικών ορμών, με την οικουμενική αγάπη, η οποία κατακλύζει κάθε πράξη.(…)»(μν. έργον, σελ. 169).
Και λίγο παρακάτω:
«Με την άρνηση ακριβώς της θέλησης για επίγεια αυτοσυντήρηση χάριν της συντήρησης της αιώνιας ψυχής ο Χριστιανισμός υποστήριξε την άπειρη αξία του κάθε ανθρώπου, μια ιδέα που διείσδυσε ακόμη και σε μη χριστιανικά ή αντιχριστιανικά συστήματα του δυτικού κόσμου» (ο.π.,σελ.171).
Αυτοί δεν είναι λόγοι ενός χριστιανού «απολογητή» αλλά του Μ. Χορκχάιμερ, γνωστού θεωρητικού της «σχολής της Φραγκφούρτης».
Κάνοντας ένα βήμα παρακάτω βλέπουμε ότι στη σκέψη του μεγάλου φιλοσόφου Β. Μπένγιαμιν, αλλά και του μαθητή του Giorgio Agamben, το καπιταλιστικό σύστημα έχει και «θρησκευτικές» προκείμενες. Με τα λόγια του Agamben:
Ο καπιταλισμός ως θρησκεία (Kapitalismus als Religion) είναι ο τίτλος ενός από τα διευσδυτικότερα θραύσματα, που δημοσιεύθηκαν μετά θάνατον,  του Μπένγιαμιν. Κατά τον Μπένγιαμιν, ο καπιταλισμός δεν αντιπροσωπεύει μόνο, όπως στον Max Weber, μία εκκοσμίκευση της προτεσταντικής πίστης, αλλά αυτός ο ίδιος συνιστά ουσιαστικώς ένα θρησκευτικό φαινόμενο, που αναπτύσσεται παρασιτικώς αρχής γενομένης από τον χριστιανισμό. Ως τέτοιος, ως θρησκεία της νεωτερικότητας, αυτός προσδιορίζεται από τρία χαρακτηριστικά:
(1) Είναι μια λατρευτική θρησκεία, ίσως η πιο ακραία και απόλυτη που υπήρξε ποτέ. Τα πάντα σε αυτήν έχουν νόημα μόνο όταν αναφέρονται στην επιτέλεση μιας λατρείας, όχι εν σχέσει προς ένα δόγμα ή μια ιδέα.
(2) Αυτή η λατρεία είναι διηνεκής, είναι “ο εορτασμός και η ιερουργία μιας λατρείας sans treve et sans merci“(«δίχως διακοπή και δίχως οίκτο, αδιάκοπη και ανελέητη»). Δεν είναι δυνατόν να διακρίνουμε εδώ μεταξύ ημερών εορτής και ημερών εργασίας, αλλά υφίσταται μια μοναδική, ατελεύτητη ημέρα γιορτής, όπου η εργασία ταυτίζεται με τον εορτασμό της λατρείας.
(3)  Η καπιταλιστική λατρεία δεν αποβλέπει στη λύτρωση, ή στην εξιλέωση για μια ενοχή, αλλά στην ίδια την ενοχή. (…)
(…)Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο καπιταλισμός αποσκοπεί με όλες τις δυνάμεις του όχι στη λύτρωση, αλλά στην ενοχή, όχι στην ελπίδα, αλλά στην απελπισία. Ο καπιταλισμός ως θρησκεία δεν στοχεύει στον μετασχηματισμό του κόσμου, αλλά στον αφανισμό του, στον όλεθρο. Και η κυριαρχία του στην εποχή μας είναι σε τέτοιο βαθμό ολοκληρωτική, ώστε ακόμη και οι τρεις μεγάλοι προφήτες της νεωτερικότητας (Νίτσε, Μάρξ και Φρόυντ) συνωμοτούν, σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν, μαζί του, είναι αλληλέγγυοι, κατά κάποιο τρόπο προς τη θρησκεία της απόγνωσης (Giorgio Agamben, Βεβηλώσεις, μετάφραση: Π. Τσιαμούρας, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2006, σελ.131-133).
Με το κομμάτι του  “κεκτημένου της Ευρώπης”, που κάποιοι ανενημέρωτοι επικαλούνται εντελώς άκαιρα δεν θα ασχοληθούμε. Διαφωτιστική είναι η εργασία της Όλγας Γριζοπούλου με τίτλο Η Θρησκευτική Εκπαίδευση (ΘΕ) και το Μάθημα των Θρησκευτικών (ΘΜ) στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου και παραπέμπουμε. Αλλού λοιπόν αυτά τα δικολαβίστικα: “μα έτσι γίνεται στην Ε.Ε.”. Άλλη είναι η πραγματικότητα στην Ευρώπη,τελεία και παύλα.
Αλλά ας πάμε και στη  Γαλλία, τη χώρα  της ουδετεροθρησκίας και του -για πάνω απο 100 χρόνια – εκκοσμικευμένου λαϊκού κράτους.  Βλέπουμε τον πρόεδρο Σαρκοζύ να κάνει άνοιγμα στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία και να αμφισβητεί το κεκτημένο της etat laique. Όπως παρατηρεί ο Κ. Χολέβας στο άρθρο του  με τίτλο Κλονίζεται το Ουδετερόθρησκο Οικοδόμημα στη Γαλλία:
“Αμφισβητώντας τα θεμέλια του ουδετερόθρησκου κράτους ο Σαρκοζί έκανε ομολογία πίστεως εκ μέρους της Γαλλίας προς την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Χαρακτήρισε την χώρα του ως πιστή θυγατέρα της Εκκλησίας εκπλήσσοντας όλους όσοι γνωρίζουν ότι ο νόμος του 1905 είχε ενοχλήσει και συνεχίζει να ενοχλεί το Βατικανό. Τόνισε ότι οι ρίζες του γαλλικού πολιτισμού είναι Χριστιανικές και κατηγόρησε τους οπαδούς του ουδετερόθρησκου κράτους ότι επεχείρησαν, χωρίς επιτυχία πάντως, να αποκόψουν αυτές τις ρίζες”.
Αλλά θα αντιτείνει κάποιος ότι αυτό είναι μια επικοινωνιακού τύπου πολιτική επιλογή, που εξυπηρετεί ίσως συγκεκριμένα συμφέροντα. Ωραία λοιπόν. Ας αφήσουμε τους πολιτικούς και ας πάμε στους ανθρώπους του πνεύματος. Μια σημαντική προσωπικότητα της γαλλικής διανόησης ο Ρεζίς Ντεμπρέ, σύντροφος του Τσε Γκεβάρα, κάνει λόγο για την ανάγκη στοιχειώδους “θρησκευτικού εγγραματισμού” σε υπόμνημα του στον Υπουργό Παιδείας της Γαλλίας Ζακ Λάνγκ (2002). Το υπόμνημα κυκλοφορεί και στη χώρα μας υπό τον τίτλο Η διδασκαλία της θρησκείας στο ουδετερόθρησκο σχολείο (εκδ. Βιβλ. της Εστίας, Αθήνα 2004).
Γράφει λοιπόν ο Ντεμπρέ:
Η αποπομπή του θρησκευτικού φαινομένου εκτός των τειχών της  ορθολογικής και της δημοσίως ελεγχόμενης μετάδοσης των γνώσεων ευνοεί την παθολογία του πεδίου αντί την εξυγίανση του.Η αγορά της ευπιστίας, ο Τύπος και τα βιβλιοπωλεία διογκώνουν με τη σειρά τους το κύμα του εσωτερισμού και του ανορθολογισμού” (μν. έργον, σελ.26).
Λίγο παρακάτω:
“Όσο ο επιστήμονας και ο πιστός δεν ακυρώνουν ο ένας τον άλλον άλλο τόσο η αντικειμενικοποιούσα και η ομολογιακή προσέγγιση δεν ανταγωνίζονται η μια την άλλη, δεδομένου ότι και οι δυο μπορούν να υπάρχουν και να ευδοκιμούν συγχρόνως (…)
Απόδειξη αυτού είναι ότι και οι δυο προσεγγίσεις μπορούν να συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο (ένας ερμηνευτής ιερών κειμένων μπορεί να διαθέτει πνεύμα κριτικό και οργανωμένο). Η οπτική της πίστης και η οπτική της γνώσης δεν συνιστούν παίγνιο μηδενικού αθροίσματος“(ό.π.,σελ. 27-28).
Ας πάμε και στην πρόταση του Ντεμπρέ (ό.π.,σελ.44):
Τώρα φαίνεται έφτασε η ώρα για τη μετάβαση από την ουδετεροθρησκία της αναρμοδιότητας (“η θρησκεία δεν μας αφορά, εκ συστάσεως”) σε μια ουδετεροθρησκία της κατανόησης (“είναι χρέος μας να κατανοήσουμε περί τινος πρόκειται”).
Όπως σωστά παρατηρεί ο Π. Καλαϊτζίδης  “ο Ντεμπρέ εντάσσει ρητώς τη θρησκεία ως πολιτισμικό γεγονός στη δημόσια σφαίρα και προσδίδει στη μελέτη της (στο δημόσιο σχολείο) υποχρεωτικό χαρακτήρα, εν αντιθέσει πρός τη θρησκεία ή την πίστη ως λατρευτικό γεγονός, που εμπεριέχει μια προσωπική απόφαση και επιλογή και για τούτο εντάσσεται στην ιδιωτική σφαίρα” (ό.π.,σελ.84).
Τι ωραία! Στη Γαλλία (το προπύργιο της ουδετεροθρησκίας) προτείνεται ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της μελέτης του θρησκευτικού φαινομένου, έστω και με τους περιορισμούς που προαπαιτεί ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους.
Και στην “ορθόδοξη” Ελλάδα τι γίνεται; Ούτε καν υιοθετείται -έστω και κατ’ αντιγραφήστη χειρότερη περίπτωση- ένα ανάλογο μοντέλο, αλλά υιοθετείται ο πλήρης εξοβελισμός της διδασκαλίας της θρησκείας και φυσικά καταργείται το υποχρεωτικόν της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Στην “προοδευτική” Γαλλία διαπιστώνουμε μια “αναθεμελίωση”  προς την κατεύθυνση της αξίας της μελέτης του θρησκευτικού φαινομένου. Μάλιστα αυτό είναι επιτακτική ανάγκη, κατά τον Ντεμπρέ. Στην  Ελλάδα- με σαφώς άλλα δεδομένα και άλλες προκείμενες σε σχέση με τη Γαλλία- διαπιστώνουμε “υποστροφή” πρός μια κατεύθυνση άκαιρη, ξεπερασμένη και σαφώς αταίριαστη με τις “ρίζες”, το πολιτισμικό και θρησκευτικό περιβάλλον και τις αξίες της χώρας μας.
ΣΤ’
Δια ταύτα…
Θα μπορούσαν να παρατεθούν πολλές ακόμα αναφορές. Σταματάμε κάπου εδώ με την ελπίδα ότι δώσαμε κάποιους βασικούς άξονες για ένα ευρύτερο προβληματισμό. Το θέμα έχει πολλές διαστάσεις και δεν πρέπει να το δούμε στενά «συντεχνιακά». Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξει μια συνεννόηση για κοινή γραμμή αντίδρασης τόσο μεταξύ των θεολόγων, όσο και μεταξύ των θιγομένων από τις φερόμενες νέες ρυθμίσεις καθηγητών όλων των ειδικοτήτων. Φυσικά στον αγώνα αυτό η Εκκλησία δεν μπορεί να μείνει αμέτοχη. Υπάρχει διακύβευμα, ας το καταλάβουμε όλοι. Νομίζω πως ένα πρώτο θετικό βήμα αντίδρασης στα επερχόμενα αποτελεί το κείμενο της ανακοίνωσης του Παγκρητίου Συνδέσμου Θεολόγων, χωρίς βεβαίως να παραθεωρώ τα κείμενα, τις απόψεις και τις επισημάνσεις των συναδέλφων απ’ όλη τη χώρα. Θα πρέπει να το καταλάβουμε όλοι: σ’ αυτήν τη δύσκολη συγκυρία δεν μας «περισσεύει» κανείς…

13-10-2010
Γ. Μ. Βαρδαβάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου