29 Οκτωβρίου 2010

ΕΞΗΓΗΣΗ ΝΕΚΡΩΣΙΜΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ


 
 Ο ΑΜΩΜΟΣ (ψαλμός 118).
Στάση πρώτη.
 Όσοι είναι άμωμοι στο δρόμο της ζωής τους, ας υμνούν τον Κύριον. Ευλογητός είσαι Κύριε, δίδαξέ με τις εντολές σου. Μεγάλο πόθο έχει η ψυχή μου να επιθυμεί και να θέλει τα κρίματά σου σε κάθε καιρό. Καταλήφθηκε από νυσταγμό η ψυχή μου λόγω χαλάρωσης, στερέωσέ με στα λόγια σου. Κάνε την καρδιά μου να στραφεί στα μαρτύριά Σου και όχι στην πλεονεξία. Η ψυχή μου γέμισε από αθυμία από τους αμαρτωλούς που εγκαταλείπουν τον νόμο Σου. Επικοινωνώ με εκείνους που σε σέβονται και φυλάσσουν τον νόμο Σου.
 Στάση δεύτερη.
Τα χέρια Σου με δημιούργησαν και με έπλασαν, δώσε μου σύνεση και θα μάθω τις εντολές σου. Γιατί γεννήθηκα σαν ασκί στην παγωνιά, αλλά τα δικαιώματά Σου δεν λησμόνησα. Δικός σου είμαι Κύριε σώσε με, τα δικαιώματά σου ζήτησα. Από τα κρίματά σου δεν παρεξέκλινα, γιατί Συ έκαμες νόμο για μένα. ,ελέησέ με Κύριε. Στράφηκα με την καρδιά μου στο να πράττω τις εντολές Σου με σκοπό να πάρω την ανταμοιβή. Είναι καιρός Κύριε να σώσεις τους δούλους Σου επειδή οι ασεβείς παραβίασαν τον νόμο Σου. 
Στάση τρίτη.
Ελέησέ με αλληλούια. Κοίτα με και ελέησέ με με την κρίση Σου να προστατεύεις αυτούς που αγαπούν το όνομά Σου. Γιατί είμαι νέος και περιφρονημένος, αλλά δεν ξέχασα τα δικαιώματά Σου. Άκουσε τη φωνή μου σύμφωνα με το έλεός Σου και με την κρίση Σου δώσε μου ζωή. Άρχοντες με εκδίωξαν άδικα και εγώ δείλιασα εξαιτίας των λόγων Σου. Θα ζήσει η ψυχή μου και θα σε υμνήσει και οι κρίσεις Σου θα με βοηθήσουν. Πλανήθηκα σαν το χαμένο πρόβατο, ζήτησε να με βρεις γιατί τις εντολές Σου δεν λησμόνησα.
 ΕΥΛΟΓΗΤΑΡΙΑ
Είσαι ευλογητός Κύριε διδαξέ με τα δικαιώματά σου. Ο χορός των Αγίων βρήκε την πηγή της ζωής και την πόρτα του Παραδείσου, θα βρω και εγώ αυτή την οδό με την μετάνοια, γιατί είμαι το χαμένο πρόβατο, ξανακάλεσέ με και σώσε με.
 Εσύ που με έπλασες από το μηδέν και με τίμησες με την θεία σου εικόνα, αφού παρέβηκα την εντολή Σου με γύρισες πάλι στην γη από την οποία προέρχομαι, επανέφερέ με στο καθ ομοίωσιν για να ξαναβρώ την παλαιά ομορφιά. Είμαι εικόνα της δόξας Σου αν και φέρω σημάδια της αμαρτίας Λυπήσου το πλάσμα Σου Δέσποτα και καθάρισέ το με την ευσπλαχνία Σου. Δώσε μου την πατρίδα που ποθώ κάνοντάς με ξανά πολίτη του Παραδείσου. Ανάπαυσε ο Θεός τον δούλο Σου και τοποθέτησέ τον στον Παράδεισο όπου βρίσκονται χοροί των Αγίων και οι δίκαιοι θα λάμψουν ως φωστήρες.
  Ανάπαυσε τον δούλον Σου παραβλέποντας όλα τα αμαρτήματα. Το τριλαμπές της μίας Θεότητας ας υμνήσουμε με ευσέβεια λέγοντες Άγιος είσαι ο Πατέρας ο άναρχος, ο συνάναρχος Υιός και το Θείο Πνεύμα. Φώτισέ μας που σε λατρεύουμε με πίστη και γλύτωσέ μας από το αιώνιο πύρ της κόλασης. Χαίρε σεμνή Συ που γέννησες κατά σάρκα τον Θεό για την σωτηρία των ανθρώπων, δια της οποίας το γένος μας βρήκε την σωτηρία, με Σένα θα βρούμε τον Παράδεισο, Θεοτόκε, αγνή, ευλογημένη. 
 

ΚΟΝΤΑΚΙΟ
Μαζί με τους Αγίους ανάπαυσε Χριστέ την ψυχή του δούλου Σου. εκεί που δεν υπάρχει πόνος ή λύπη ή στεναγμός, αλλά μόνο ζωή ατελείωτη.
 

ΝΕΚΡΩΣΙΜΑ ΙΔΙΟΜΕΛΑ
Ποια απόλαυση της ζωής βρίσκεται αμέτοχη λύπης; Ποια δόξα γήινη μένει σταθερή και αμετάθετη; Όλα είναι ασθενέστερα από την σκιά και απατηλότερα από το όνειρο, μια στιγμή και όλα τα διαδέχεται ο θάνατος. Αλλά ανάπαυσε Χριστέ στο φως του προσώπου Σου και στη γλυκύτητα της ομορφιάς Σου αυτόν που εξέλεξες σήμερα ως φιλάνθρωπος.

Σαν το λουλούδι μαραίνεται και σαν όνειρο φεύγει και διαλύεται κάθε άνθρωπος. Όταν (στην δευτέρα Παρουσία) ηχήσει η σάλπιγγα όλοι οι νεκροί σαν να γίνεται σεισμός, θα αναστηθούν από τα μνήματα για να Σε συναντήσουν Χριστέ. Τότε Δέσποτα αυτόν που πήρες από εμάς να κατατάξεις στις σκηνές των Αγίων Σου, αναπαύων εκεί το πνεύμα του δούλου Σου.

Αλίμονο πόσο αγώνα έχει η ψυχή όταν παλεύει να βγει από το σώμα, πόσα δάκρυα χύνει τότε και δεν υπάρχει κανείς να την ελεήσει. Βλέπει προς τους Αγγέλους, χωρίς όμως ανταπόκριση. Προς τους ανθρώπους τείνει τα χέρια χωρίς να την βοηθήσει κάποιος. Γι αυτό αγαπητοί μου αδελφοί αφού κατανοήσουμε το μικρό διάστημα της ζωής μας, ας παρακαλέσουμε τον Χριστό να χαρίσει ανάπαυση στην ψυχή του μεταστάντος και στις ψυχές μας το μεγάλο Του έλεος.

Όλα τα ανθρώπινα πράγματα είναι παροδικά και δεν υπάρχουν μετά τον θάνατο, ούτε τα πλούτη παραμένουν, ούτε η δόξα μας συνοδεύει. Γιατί όταν έρχεται ο θάνατος όλα αυτά θα εξαφανιστούν. Γι αυτό ας φωνάξουμε στον αθάνατο βασιλιά και Χριστό μας, αυτόν που πήρε από εμάς ας αναπαύσει εκεί που υπάρχει η κατοικία όλων αυτών που γεύονται την ευφροσύνη της βασιλείας Του.

Είναι πράγματι φοβερό το μυστήριο του θανάτου, το πως η ψυχή βίαια χωρίζεται από την αρμονική της σχέση με το σώμα και κόβεται ο φυσικός της δεσμός με αυτό με την απόφαση του Θεού. Γι αυτό Σε παρακαλούμε τον δοτήρα της ζωής και φιλάνθρωπο ,τον μεταστάντα ανάπαυσε στις σκηνές των δικαίων Σου.

Θυμήθηκα τα λόγια του Προφήτη που έλεγε ότι εγώ είμαι χώμα και στάχτη και είδα με το νου μου τα μνήματα και είδα τα άσαρκα οστά και είπα. Άρα ποιος είναι ( ο νεκρός ) βασιλιάς ή στρατιώτης; πλούσιος ή πτωχός; δίκαιος ή αμαρτωλός; Αλλά ανάπαυσε Κύριε με τους δικαίους τον δούλο Σου, ως φιλάνθρωπος.

Αρχή για την ύπαρξή μου έγινε το δημιουργικό Σου πρόσταγμα, γιατί να με πλάσεις ζώο ανάμικτο από ορατή και αόρατη φύση, το μεν σώμα μου το πήρες από την γη, μου έδωσες δε ψυχή με την θεία και ζωαρχική Σου έμπνευση. Γι αυτό Χριστέ ανάπαυσε τον δούλο Σου στη χώρα των ζώντων και στις σκηνές των δικαίων.

Ανάπαυσε Σωτήρα μας που δίνεις την ζωή, τον αδελφό μας που μετέστησες από τα πρόσκαιρα, ο οποίος βοά δόξα σε Σένα.

Θρηνώ και κλαίω όταν εννοήσω τον θάνατο και δω στους τάφους την δική μας ωραιότητα που πλάστηκε κατ εικόνα Θεού, χωρίς μορφή, χωρίς δόξα, χωρίς είδος. Πόσο μεγάλο θαύμα. Γιατί έγινε για εμάς αυτό το μυστήριο; Πως παραδοθήκαμε στην φθορά και συζευχθήκαμε με τον θάνατο. Αλήθεια αυτό έγινε με πρόσταγμα Θεού, όπως λέγει η Γραφή, ο οποίος παρέχει στους μεταστάντας την ανάπαυση.

Ο θάνατός Σου Κύριε έγινε πρόξενος αθανασίας, διότι αν δεν ενταφιαζόσουν στο μνήμα, ο παράδεισος δεν θα ανοιγόταν. Έτσι τον μεταστάντα ανάπαυσε ως φιλάνθρωπος.

Αγνή Παρθένε, η πύλη από την οποία πέρασε ο Θεός Λόγος στον κόσμο, η μητέρα του Θεού, ικέτευε να ελεηθεί η ψυχή του.

 

ΟΙ ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ
Θυμήσου μας Κύριε στη βασιλεία Σου, ευτυχισμένοι είναι αυτοί που έχουν φτωχό πνεύμα, γιατί σε αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών. Ευτυχισμένοι είναι αυτοί που πενθούν, γιατί θα παρηγορηθούν, οι ήρεμοι και πράοι γιατί θα κληρονομήσουν την γη, αυτοί που πεινούν και διψούν την δικαιοσύνη γιατί θα χορτάσουν.
 Ευτυχισμένοι οι ελεήμονες γιατί θα ελεηθούν. Τον ληστή πάνω στο Σταυρό που σου φώναξε το θυμήσου με, τον έκαμες πρώτο πολίτη του Παραδείσου, την μετάνοιά του αυτή αξίωσε και μένα να την βρω.
 Ευτυχισμένοι είναι αυτοί που έχουν καθαρή καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό. Συ Θεέ που κυριεύεις την ζωή και τον θάνατο, ανάπαυσε στις αυλές των Αγίων Σου, αυτόν που διάλεξες από τα πρόσκαιρα, ο οποίος βοά θυμήσου με στην βασιλεία Σου. Ευτυχισμένοι είναι αυτοί που κάνουν ειρήνη, γιατί θα ονομαστούν παιδιά του Θεού. Συ Κύριε, που δεσπόζεις στις ψυχές και τα σώματα και που κρατάς στα χέρια Σου την πνοή μας και είσαι η παρηγοριά των θλιβομένων, ανάπαυσε στην χώρα των δικαίων τον μεταστάντα δούλο Σου.
 Ευτυχισμένοι είναι αυτοί που διώκονται εξαιτίας της δικαιοσύνης, διότι σε αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών. Ο Χριστός ας σε αναπαύσει στην χώρα των δικαίων και να σου ανοίξει τις πύλες του Παραδείσου και να σε αναδείξει πολίτη της βασιλείας Του και να σου δώσει άφεση αμαρτιών που έπραξες στη ζωή σου, φιλόχριστε. Ευτυχισμένοι είστε όταν σας κατηγορήσουν οι άνθρωποι και σας διώξουν και σας συκοφαντήσουν με ψεύδη εξαιτίας Μου. Ας βγούμε και να δούμε στους τάφους ότι ο άνθρωπος είναι γυμνά οστά, τροφή για τα σκουλήκια και δυσοσμία και να σκεφτούμε ποια αξία έχει ο πλούτος, η ομορφιά, η δύναμη και η ευπρέπεια.
 Να είστε χαρούμενοι, γιατί ο μισθός σας είναι μεγάλος στον ουρανό. Ας ακούσουμε τι λέγει ο Παντοκράτορας Θεός, αλίμονο σε σας που ζητάτε να δείτε την φοβερή ημέρα της κρίσεως. Αυτή είναι σκοτάδι και η φωτιά θα δοκιμάσει τα σύμπαντα. Στην άναρχη γέννηση της Τριάδας, Πατέρα προσκυνώ που γέννησε τον Υιό, τον Υιό δοξάζω που γεννήθηκε από τον Πατέρα και ανυμνώ το Άγιο Πνεύμα που συνεκλάμπει μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό.
 Πως από τους μαστούς Σου πηγάζεις γάλα Παρθένε; Πως τρέφεις Αυτόν που τρέφει την κτίση; Ασφαλώς όπως γνωρίζει αυτός που πήγασε νερό από την πέτρα και άνοιξε τις φλέβες των νερών για να ξεδιψάσει τον λαό, όπως λέει η Γραφή. 
 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ( ΘΕΣΣ. Α Δ,13-17)
Αδέλφια μου δεν θέλω να αγνοείται σχετικά με τους κεκοιμημένους, για να μη λυπάσθε όπως οι υπόλοιποι που δεν έχουν ελπίδα (αναστάσεως).Αν πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, έτσι και ο Θεός τους κοιμηθέντες με πίστη θα τους φέρει στην αιώνια ζωή με τον Ιησού. Γιατί σας λέμε τα λόγια του Κυρίου, ότι εμείς οι ζωντανοί δεν θα προφθάσουμε τους νεκρούς, οι οποίοι θα μας προλάβουν στην προϋπάντηση του Κυρίου. Γιατί ο ίδιος ο Κύριος με πρόσταγμα, με φωνή αρχαγγέλου και με σάλπισμα Θεού θα κατέβει από τον ουρανό και οι νεκροί που κοιμήθηκαν με πίστη στον Χριστό θα αναστηθούν πρώτοι. Έπειτα εμείς οι ζωντανοί, μαζί με αυτούς θα αρπαγούμε σε νεφέλες για να συναντήσουμε στον αέρα τον Κύριο και έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί Του.
 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ( ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ε 24-30 )
Είπε ο Κύριος στους Ιουδαίους που ήλθαν να Τον συναντήσουν. Σας βεβαιώνω ότι εκείνος που ακούει τον λόγο μου και πιστεύει σε αυτόν που με έστειλε, έχει αιώνια ζωή και δεν κρίνεται, αλλά μετέβη από τον θάνατο στη ζωή. Σας βεβαιώνω ότι έρχεται ώρα, κοντά, στην οποία οι νεκροί θα ακούσουν την φωνή του Υιού του Θεού και αυτοί που την άκουσαν θα ζήσουν. Γιατί, όπως ο Πατέρας έχει στην φύση Του ζωή, έτσι έδωσε και στον Υιό ζωή και εξουσία να κάνει κρίση, αφού είναι Υιός ανθρώπου. Μην απορείτε γι αυτό, γιατί πλησιάζει ώρα κατά την οποία όλοι οι νεκροί στα μνημεία θα ακούσουν την φωνή Του και αυτοί που έκανα τα αγαθά θα αναστηθούν στην αιώνια ζωή, ενώ αυτοί που έκαναν φαύλα πράγματα θα αναστηθούν σε αιώνια κρίση. Δεν μπορώ από μόνος Μου να κάνω τίποτα. Όπως ακούω, κρίνω και η κρίση Μου είναι δίκαιη, γιατί δεν επιζητώ το θέλημά Μου, αλλά το θέλημα του Πατέρα Μου που Με έστειλε.  

ΕΥΧΕΣ ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΕΣ
Εσύ που είσαι Θεός των πνευμάτων και κάθε σαρκικής φύσεως, που καταπάτησες τον θάνατο και κατάργησες τον διάβολο και χάρισες ζωή στον κόσμο, Εσύ Κύριε ανάπαυσε την ψυχή του δούλου Σου σε τόπο φωτεινό, σε τόπο χλοερό, σε τόπο αναψύξεως, όπου δεν υπάρχει, οδύνη, λύπη και στεναγμός. Κάθε αμάρτημα που έκαμε με λόγια ή έργα ή με την σκέψη, ως αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός συγχώρεσέ το. Διότι δεν υπάρχει άνθρωπος που θα ζήσει στην γη και δεν θα αμαρτήσει, Εσύ μόνο είσαι εκτός της αμαρτίας ,η δικαιοσύνη Σου είναι αιώνια και ο λόγος Σου αλήθεια.
 

ΕΥΧΗ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΤΑΡΑΣ
Κύριε και Θεέ μας, Εσύ που με την άρρητή Σου σοφία δημιούργησες τον άνθρωπο από το χώμα και του έδωσες ωραία μορφή και ομορφιά, τον στόλισες με τα χαρίσματά Σου σαν τίμιο και ουράνιο κτήμα Σου για να σε δοξάζει, επειδή τον έπλασες κατά την εικόνα και το ομοίωμά Σου.
 Αυτός όμως παρέβη την εντολή και το πρόσταγμά Σου και την εικόνα Σου που δέχτηκε δεν τήρησε όπως την παρέλαβε. Έτσι για να μη μείνει αθάνατο το κακό που μπήκε στον κόσμο, από φιλανθρωπία διέταξες να διαλύεται η κράση και η μίξη αυτή και να κόβεται ο άρρηκτος δεσμός σώματος και ψυχής, ώστε η ψυχή να πηγαίνει εκεί από όπου προήλθε μέχρι την ημέρα της κοινής ανάστασης (των σωμάτων),το δε σώμα να διαλύεται εκεί από όπου δημιουργήθηκε (χώμα).
 Γι αυτό και εμείς σε παρακαλούμε τον άναρχο Πατέρα και τον μονογενή σου Υιό και το πανάγιο και ομοούσιο και ζωοποιό Άγιο Πνεύμα Σου, να μη παραβλέψεις το πλάσμα Σου, ώστε να απολεσθεί, αλλά το μεν σώμα του να διαλυθεί, η δε ψυχή να καταταχθεί στον χορό των δικαίων.
 Ναι Κύριε ας νικήσει το αμέτρητο έλεός Σου και η φιλανθρωπία Σου. Και είτε ο δούλος Σου αυτός υπέπεσε σε κατάρα του πατέρα ή της μητέρας του ή σε δικό του ανάθεμα, ή με την συμπεριφορά του λύπησε κάποιον Ιερέα, ο οποίος του έβαλε άλυτο δεσμό ή έπεσε σε βαρύ αφορισμό από Αρχιερέα και από αμέλεια ή ραθυμία του δεν συγχωρήθηκε όσο ζούσε, συγχώρησέ τον από εμένα, αν και είμαι ανάξιος και αμαρτωλός. Και το μεν σώμα του διέλυσε την δε ψυχή του κατάταξε στις σκηνές των Αγίων Σου. Ναι Κύριε ο Θεός, συ που έδωσες την εξουσία αυτή στους Αγίους Σου Μαθητές και Αποστόλους, ώστε να δίνουν άφεση, λέγοντάς τους: Όσα αν δέσετε και λύσετε, να είναι δεμένα και λυμένα ,δι αυτών και σε μας, αν και ανάξιους, την ίδια εξουσία έδωσες, λύσε τον κοιμηθέντα δούλο Σου από το ψυχικό και σωματικό αμάρτημα και ας είναι συγχωρημένος και σε αυτόν τον αιώνα και στον μελλοντικό, με τις πρεσβείες της Παναγίας και όλων των Αγίων Σου. 
 

ΑΛΛΗ ΕΥΧΗ
Δέσποτα του ελέους Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μας, Συ που έδωσες τα κλειδιά της ουράνιας βασιλείας στους Αγίους μαθητές και Αποστόλους και με την χάρη Σου τους έδωσες την εξουσία να δένουν και να λύνουν τις αμαρτίες των ανθρώπων, ώστε να είναι δεμένα στον ουρανό όσα έχουν δεθεί στην γη και λυμένα στον ουρανό όσα έχουν λυθεί στη γη. Εμάς τους ευτελείς και ανάξιους δούλους Σου αξίωσες να γίνουμε διάδοχοι της υπεραγίας δωρεάς και χάριτος με την φιλανθρωπία Σου, ώστε παρόμοια να δένουμε και να λύνουμε όσα συμβαίνουν στο λαό Σου. Αυτός αγαθέ βασιλιά συγχώρησε δι εμού του ταπεινού και ανάξιου δούλου Σου τον δούλο σου (κοιμηθέντα) αν κάτι ως άνθρωπος έκανε στην ζωή του. Και δώσε άφεση σε όσα ή με λόγια ή με έργα ή με το μυαλό του αμάρτησε, λύνοντας τον δεσμό με τον οποίο ή ο ίδιος σε στιγμή απροσεξίας ή από άλλη αιτία έδεσε τον εαυτό του ή δέθηκε από Αρχιερέα ή από κάποιον άλλο έπεσε σε αυτό το ολίσθημα από φθόνο και συνεργασία του διαβόλου. Ευδόκησε η ψυχή του να καταταχθεί με τους Αγίους, που από την αρχή ευαρέστησαν ενώπιόν Σου, το δε σώμα του να δοθεί στην φύση που Συ δημιούργησες. 
 

ΕΥΧΗ ΣΕ ΙΕΡΕΑ
Σε ευχαριστούμε Κύριε και Θεέ μας γιατί σε εσένα ανήκει η αθάνατη ζωή και η δόξα και το αμέτρητο έλεος και η φιλανθρωπία και η βασιλεία που δεν έχει διαδοχή και δεν υπάρχει προσωποληψία ενώπιόν Σου. Γιατί σε όλους τους ανθρώπους όρισες το κοινό χρέος του βίου (το θάνατο) όταν έλθει η ώρα. Γι αυτό σε παρακαλούμε Κύριε και Θεέ μας τον δούλο Σου Ιερέα, αδελφό και συλλειτουργό μας και ο οποίος κοιμήθηκε με την ελπίδα της αναστάσεως στην αιώνια ζωή, ανάπαυσε στους κόλπους Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ. Και όπως στην γη τον αξίωσες να γίνει λειτουργός Σου, έτσι ανάδειξέ τον λειτουργό και στο ουράνιο θυσιαστήριό Σου. Και όπως μεταξύ των ανθρώπων τον εκόσμησες με το αξίωμα της ιερατικής Σου χάριτος, έτσι και μεταξύ των αγγέλων παράλαβέ τον ακατάκριτον στην Τριαδική δόξα Σου. Εσύ που έκανες ένδοξη την ζωή του στη γη, κάνε με τον θάνατό του να μπει στον τόπο των Αγίων Σου και τοποθέτησε το πνεύμα του μεταξύ εκείνων που από την αρχή Σε ευαρέστησαν. 

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ
Ελάτε να δώσουμε τον τελευταίο ασπασμό στον νεκρό ευχαριστούντες το Θεό. Αυτός έφυγε από την συγγένειά του και προς τον τάφο πηγαίνει, μη φροντίζοντας πλέον τα μάταια της ζωής και του σώματος.
Που θα είναι τώρα συγγενείς και φίλοι; Τώρα χωριζόμαστε και ας παρακαλέσουμε τον Κύριο να τον αναπαύσει.



Ἱερεύς: Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Λαός: Ἀμήν.
ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ
Ἀπὸ Ψαλμὸν 118 Ἦχος πλ. β'
Ἄμωμοι ἐν ὁδῷ, ἀλληλούϊα.
Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου. Ἀλληλούϊα.
Ἐπεπόθησεν ἡ ψυχή μου τοῦ ἐπιθυμῆσαι τὰ κρίματά σου ἐν παντὶ καιρῷ. Ἀλληλούϊα.
Ἐνύσταξεν ἡ ψυχὴ μου ἀπὸ ἀκηδίας, βεβαίωσόν με ἐν τοῖς λόγοις σου. Ἀλληλούϊα.
Κλῖνον τὴν καρδίαν μου εἰς τὰ μαρτύριά σου, καὶ μὴ εἰς πλεονεξίαν. Ἀλληλούϊα.
Ἀθυμία κατέσχε με ἀπὸ ἁμαρτωλῶν, τῶν ἐγκαταλιμπανόντων τὸν νόμον σου. Ἀλληλούϊα.
Μέτοχος ἐγώ εἰμι πάντων τῶν φοβουμένων σε, καὶ τῶν φυλασσόντων τὰς ἐντολάς σου. Ἀλληλούϊα.
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἷς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Ἀλληλούϊα.
Ἱερεύς: Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, δεόμεθά σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.
Ἐτι δεόμεθα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) τοῦ Θεοῦ (Ν), καὶ ὑπὲρ τοῦ συγχωρηθῆναι αὐτῷ (αὐτῇ) πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καὶ ἀκούσιον.
Ὅπως Κύριος ὁ Θεός, τάξῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἔνθα οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται, τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ, τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ ἄφεσιν τῶν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἁμαρτιῶν, παρὰ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν αἰτησώμεθα.
Ἱερεύς: Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Λαός: Κύριε, ἐλέησον.
Ἱερεύς: Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωή, καὶ ἡ ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ, καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Λαός: Ἀμήν.
ΣΤΑΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
Ἦχος πλ. α'
Αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με, συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς ἐντολάς σου. Ἐλέησόν με, Κύριε.
Ὅτι ἐγενήθην ὡς ἀσκὸς ἐν πάχνῃ, τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην. Ἐλέησόν με, Κύριε.
Σός εἰμι ἐγώ, σῶσόν με, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐξεζήτησα. Ἐλέησόν με, Κύριε.
Ἀπὸ τῶν κριμάτων σου οὐκ ἐξέκλινα, ὅτι σὺ ἐνομοθέτησάς με. Ἐλέησόν με, Κύριε.
Ἔκλινα τὴν καρδίαν μου, τοῦ ποιῆσαι τὰ δικαιώματά σου εἰς τὸν αἰῶνα δι' ἀντάμειψιν. Ἐλέησόν με, Κύριε.
Καιρὸς τοῦ ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ, διεσκέδασαν τὸν νόμον σου. Ἐλέησόν με, Κύριε.
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Ἐλέησόν με, Κύριε, Κύριε.
ΣΤΑΣΙΣ ΤΡΙΤΗ
Ἦχος πλ. δ'
Καὶ ἐλέησόν με. Ἀλληλούϊα.
Ἐπίβλεψον ἐπ' ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με, κατὰ τὸ κρῖμα τῶν ἀγαπώντων τὸ ὄνομά σου. Ἀλληλούϊα.
Νεώτερος ἐγώ εἰμι, καὶ ἐξουδενωμένος, τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην. Ἀλληλούϊα.
Τῆς φωνῆς μου ἄκουσον, Κύριε, κατὰ τὸ ἔλεός σου, κατὰ τὸ κρῖμα σου ζῆσόν με. Ἀλληλούϊα.
Ἄρχοντες κατεδίωξάν με δωρεάν, καὶ ἀπὸ τῶν λόγων σου ἐδειλίασεν ἡ καρδία μου. Ἀλληλούϊα.
Ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει σε, καὶ τὰ κρίματά σου βοηθήσει μοι.
Ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός, ζήτησον τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου, ὅτι τὰς ἐντολάς σου οὐκ ἐπελαθόμην.

ΕΥΛΟΓΗΤΑΡΙΑ
Ἦχος πλ. α'
Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
Τῶν Ἁγίων ὁ χορός, εὗρε πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ θύραν Παραδείσου, εὕρω κἀγώ, τὴν ὁδὸν διὰ τῆς μετανοίας, τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον ἐγώ εἰμι· ἀνακάλεσαί με, Σωτήρ, καὶ σῶσόν με.
Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
Ὁ πάλαι μέν, ἐκ μὴ ὄντων πλάσας με, καὶ εἰκόνι σου θείᾳ τιμήσας, παραβάσει ἐντολῆς δὲ πάλιν με ἐπιστρέψας εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθην, εἰς τὸ καθ' ὁμοίωσιν ἐπανάγαγε, τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμορφώσασθαι.
Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
Εἰκών εἰμι, τῆς ἀρρήτου δόξης σου, εἰ καὶ στίγματα φέρω πταισμάτων, οἰκτείρησον τὸ σὸν πλάσμα, Δέσποτα, καὶ καθάρισον σῇ εὐσπλαγχνίᾳ, καὶ τὴν ποθεινὴν πατρίδα παράσχου μοι, Παραδείσου πάλιν ποιῶν πολίτην με.
Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
Ἀνάπαυσον, ὁ Θεὸς τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου, καὶ κατάταξον αὐτόν (αὐτήν) ἐν Παραδείσῳ, ὅπου χοροὶ τῶν Ἁγίων, Κύριε, καὶ οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς φωστῆρες, τὸν κεκοιμημένον δοῦλόν (τὴν κεκοιμημένην δούλην) σου ἀνάπαυσον, παρορῶν αὐτοῦ (αὐτῆς) πάντα τὰ ἐγκλήματα.
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.
Τριαδικὸν
Τὸ τριλαμπὲς τῆς μιᾶς Θεότητος, εὐσεβῶς ὑμνήσωμεν βοῶντες· Ἅγιος εἶ, ὁ Πατὴρ ὁ ἄναρχος, ὁ συνάναρχος Υἱὸς καὶ θεῖον Πνεῦμα· φώτισον ἡμᾶς πίστει σοι λατρεύοντας, καὶ τοῦ αἰωνίου πυρὸς ἐξάρπασον.
Καὶ νῦν...
Χαῖρε σεμνή, ἡ Θεὸν σαρκὶ τεκοῦσα, εἰς πάντων σωτηρίαν, δι' ἧς γένος τῶν ἀνθρώπων εὕρατο τὴν σωτηρίαν, διὰ σοῦ εὕροιμεν Παράδεισον, Θεοτόκε, ἁγνὴ εὐλογημένη.
Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα. Δόξα σοι ὁ Θεός. (3)
Ἦχος πλ. δ'
Μετὰ τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον, Χριστε, τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου (τῆς δούλης) σου, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος.
Ἦχος α'
Ποία τοῦ βίου τρυφὴ διαμένει λύπης ἀμέτοχος; Ποία δόξα ἕστηκεν ἐπὶ γῆς ἀμετάθετος; Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα· μία ῥοπὴ καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται. Ἀλλ' ἐν τῷ φωτί, Χριστέ, τοῦ προσώπου σου, καὶ τῷ γλυκασμῷ τῆς σῆς ὡραιότητος, ὅν (ἥν) ἐξελέξω ἀνάπαυσον ὡς φιλανθρωπος.
Ἦχος β'
Ὡς ἄνθος μαραίνεται, καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται, καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος, πάλιν δὲ ἠχούσης τῆς σάλπιγγος, νεκροί, ὡς ἐν συσσεισμῷ, πάντες ἀναστήσονται πρός τὴν σὴν ὑπάντησιν, Χριστὲ ὁ Θεός· τότε, Δέσποτα, ὅν (ἥν) μετέστησας ἐξ ἡμῶν, ἐν ταῖς τῶν Ἁγίων σου κατάταξον σκηναῖς, τὸ πνεῦμα τοῦ σοῦ δούλου (τῆς σῆς δούλης) Χριστέ.
Ἄλλο ἐκτὸς τοῦ Τυπικοῦ. Ἦχος β'
Οἴμοι, οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχή, χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Οἴμοι, πόσα δακρύει τότε, καὶ οὐχ ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν αὐτήν! Πρὸς τούς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει, πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα. Διό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐννοήσαντες ἡμῶν τὸ βραχὺ τῆς ζωῆς, τῷ μεταστάντι (τῇ μεταστάσῃ) τὴν ἀνάπαυσιν, παρὰ Χριστοῦ αἰτησώμεθα, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἦχος γ'
Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον, οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα·ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται. Διό, Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ βοήσωμεν· Τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἐξ ἡμῶν ἀνάπαυσον, ἔνθα πάντων ἐστὶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία.
Ἦχος δ'
Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον, πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας, καὶ τῆς συμφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται. Διό σε ἱκετεύομεν· Τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἀνάπαυσον, ἐν σκηναῖς τῶν δικαίων σου, ζωοδότα φιλάνθρωπε.
Ἄλλο ἐκτὸς τοῦ Τυπικοῦ. Ἦχος δ'
Ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια; Ποῦ ἐστιν ἡ των προσκαίρων φαντασία; Ποῦ ἐστιν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος; Ποῦ ἐστι τῶν ἱκετῶν ἡ πλημμύρα καὶ ὁ θόρυβος; Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά. Ἀλλὰ δεῦτε βοήσωμεν τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ· Κύριε, τῶν αἰωνίων σου ἀγαθῶν ἀξίωσον τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἐξ ἡμῶν, ἀναπαύων αὐτόν (αὐτήν) ἐν τῇ ἀγήρῳ μακαριότητι.
Ἦχος πλ. α'
Ἐμνήσθην τοῦ Προφήτου βοῶντος· Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός, καὶ πάλιν κατενόησα ἐν τοῖς μνήμασι καὶ εἶδον τὰ ὀστᾶ τὰ γεγυμνωμένα καὶ εἶπον: Ἄρα τὶς ἐστι, βασιλεύς ἢ στρατιώτης, ἢ πλούσιος ἢ πένης, ἢ δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός; Ἀλλὰ ἀνάπαυσον, Κύριε, μετὰ δικαίων τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου ὡς φιλάνθρωπος.
Ἦχος πλ. β'
Ἀρχὴ μοι καὶ ὑπόστασις, τὸ πλαστουργόν σου γέγονε πρόσταγμα· βουληθεὶς γὰρ ἐξ ἀοράτου τε, καὶ ὁρατῆς με ζῷον συμπῆξαι φύσεως, γῆθεν μου τὸ σῶμα διέπλασας, δέδωκας δὲ μοι ψυχήν, τῇ θείᾳ σου καὶ ζωοποιῷ ἐμπνεύσει. Διό, Χριστέ, τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου, ἐν χώρᾳ ζώντων, ἐν σκηναῖς δικαίων ἀνάπαυσον.
Ἦχος βαρὺς
Ἀνάπαυσον, Σωτὴρ ἡμῶν ζωοδότα, ὃν μετέστησας ἀδελφόν (ἣν μετέστησας ἀδελφήν) ἡμῶν, ἐκ τῶν προσκαίρων, κράζοντα (κράζουσαν) δόξα σοι.
Ἄλλο ἐκτὸς τοῦ Τυπικοῦ. Ἦχος βαρὺς
Κατ' εἰκόνα σὴν καὶ ὁμοίωσιν, πλαστουργήσας κατ’ ἀρχὰς τὸν ἄνθρωπον, ἐν Παραδείσῳ τέθεικας κατάρχειν σου τῶν κτισμάτων, φθόνῳ δὲ διαβόλου ἀπατηθείς, τῆς βρώσεως μετέσχε, τῶν ἐντολῶν σου παραβάτης γεγονώς· διὸ πάλιν εἰς γῆν ἑξ ἧς ἐλήφθη, κατεδίκασας ἐπιστρέφειν, Κύριε, καὶ αἰτεῖσθαι τὴν ἀνάπαυσιν.
Ἦχος πλ. δ'
Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον , καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ’εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μὴ ἔχουσαν εἶδος. Ὢ τοῦ θαύματος! Τὶ τὸ περὶ ἡμᾶς τοῦτο γέγονε μυστήριον; Πῶς παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ , καὶ συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ; Ὄντως Θεοῦ προστάξει, ὡς γέγραπται, τοῦ παρέχοντος τοῖς μεταστᾶσι τὴν ἀνάπαυσιν.
Δόξα...
Ὁ θάνατός σου, Κύριε, ἀθανασίας γέγονε πρόξενος· εἰ μὴ γὰρ ἐν μνήματι κατετέθης, οὐκ ἂν ὁ Παράδεισος ἠνέῳκτο, διὸ τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἀνάπαυσον ὡς φιλάνθρωπος.
Καὶ νῦν...
Ἁγνὴ Παρθένε τοῦ Λόγου Πύλη, τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Μήτηρ, ἱκέτευε ἐλεηθῆναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ (αὐτῆς).
ΟΙ ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ
Ἐν τῇ βασιλείᾳ σου, μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε.
Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία των οὐρανῶν.
Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακλήθησονται.
Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν.
Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται.
Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται.
Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.
Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται.
Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία των οὐρανῶν.
Μακάριοί ἐστε, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα, καθ' ὑμῶν ψευδόμενοι, ἕνεκεν ἐμοῦ.
Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
Προκείμενον Ἦχος γ'
Ἀναγνώστης: Μακαρία ἡ ὁδός, ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως.
Ἱερεύς: Πρόσχωμεν.
Ἀναγνώστης: Πρὸς σέ, Κύριε, κεκράξομαι, ὁ Θεός μου.
Ἱερεύς: Σοφία.
Ἀναγνώστης: Πρὸς Θεσσαλονικεῖς Α' Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ἀνάγνωσμα. (Κεφ. 4, 13-17)
Ἱερεύς: Πρόσχωμεν.
Ἀναγνώστης: Ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὀς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ. Τοῦτο γὰρ ὑμῖν λέγομεν ἐν λόγῳ Κυρίου, ὅτι ἡμεῖς οἱ ζῶντες, οἱ περιλειπόμενοι εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου, οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας, ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος, ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ, καταβήσεται ἀπ' οὐρανοῦ καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον, ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι, ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα.
Ἱερεύς: Εἰρήνη σοι.
Λαός: Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα.
Ἱερεύς: Σοφία· ὀρθοί. Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Εἰρήνη πᾶσι.
Λαός: Καὶ τῷ Πνεύματί σου,
Ἱερεύς: Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην ἁγίου Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα. (Κεφ. 5, 24-30)
Λαός: Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.
Ἱερεύς: Πρόσχωμεν.
Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με, ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν. Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται· ὥσπερ γὰρ ὁ Πατὴρ ἔχει ζωὴν ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκε καὶ τῷ Υἱῷ ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ καὶ ἐξουσίαν ἔδωκεν αὐτῷ καὶ κρίσιν ποιεῖν, ὅτι υἱὸς ἀνθρώπου ἐστι. Μὴ θαυμάζετε τοῦτο, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ἐν ᾖ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσονται, οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως, οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν ἀπ' ἐμαυτοῦ οὐδέν. Καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστίν, ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμὸν ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός.
Λαός: Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.
Ἱερεύς: Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, δεόμεθά σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.
Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) τοῦ Θεοῦ (Ν) καὶ ὑπὲρ τοῦ συγχωρηθῆναι αὐτῷ (αὐτῇ) πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καὶ ἀκούσιον.
Ὅπως Κύριος ὁ Θεὸς τάξῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἔνθα οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται, τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ, τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καὶ ἄφεσιν τῶν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἁμαρτιῶν, παρὰ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν αἰτησώμεθα.
Ἱερεύς: Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Λαός: Κύριε, ἐλέησον.
Ἱερεύς: ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός, ὁ τὸν θάνατον καταπατήσας τὸν δὲ διάβολον καταργήσας καὶ ζωὴν τῷ κόσμῳ σου δωρησάμενος, αὐτός, Κύριε, ἀνάπαυσον καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός. Πᾶν ἁμάρτημα τὸ παρ’ αὐτοῦ (αὐτῆς) πραχθὲν ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ διανοίᾳ, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς συγχώρησον· ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ὅς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει· σὺ γὰρ μόνος, Κύριε, ἐκτὸς ἁμαρτίας ὑπάρχεις, ἡ δικαιοσύνη σου, δικαιοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ λόγος σου ἀλήθεια.
Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωὴ καὶ ἡ μακαρία ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ καί, ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Λαός: Ἀμήν.
Ἱερεύς: Δόξα σοι ὁ Θεός, ἡ ἐλπὶς ἡμῶν, δόξα σοι.
Ὁ καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων ὡς ἀθάνατος Βασιλεύς, καὶ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν, Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν, ταῖς πρεσβείαις τῆς παναχράντου ἁγίας αὐτοῦ Μητρός, τῶν ἁγίων ἐνδόξων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, τῶν ἁγίων ἐνδόξων Προπατόρων Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, τοῦ ὁσίου καὶ δικαίου φίλου αὐτοῦ Λαζάρου τοῦ τετραημέρου, καὶ πάντων των Ἁγίων, τὴν ψυχὴν τοῦ ἐξ ἡμῶν μεταστάντος δούλου (τῆς ἐξ ἡμῶν μεταστάσης δούλης) αὐτοῦ (Ν), ἐν σκηναῖς δικαίων τάξαι, ἐν κόλποις , Ἀβραὰμ ἀναπαύσαι, καὶ μετὰ δικαίων συναριθμήσαι ἡμᾶς δ' ἐλεήσαι καὶ σώσαι ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεός.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστε καὶ ἀείμνηστε ἀδελφὲ ἡμῶν. (3)
Γιὰ γυναίκα: Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστος καὶ ἀείμνηστος ἀδελφὴ ἡμῶν. (3)
Λαός: Αἰωνία ἡ μνήμη. (3)
Ἦχος β'
Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σε νεκρὸν
Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν, δῶμεν ἀδελφοὶ τῷ θανόντι (τῇ θανούσῃ), εὐχαριστοῦντες Θεῷ· οὗτος (αὗτη) γὰρ ἐξέλιπε τῆς συγγενείας αὐτοῦ (αὐτῆς), καὶ πρὸς τάφον ἐπεὶγεται, οὐκ ἔτι φροντίζων (φροντίζουσα), τὰ τῆς ματαιότητος καὶ πολυμόχθου σαρκός. Ποῦ νῦν συγγενεῖς τε καὶ φίλοι; Ἄρτι χωριζόμεθα ὅνπερ (ἥνπερ), ἀναπαῦσαι Κύριος εὐξώμεθα.
Ποῖος χωρισμός, ὦ ἀδελφοί, ποῖος κοπετός, ποῖος θρῆνος, ἐν τῇ παρούσῃ ῥοπῇ ! Δεῦτε οὖν ἀσπάσασθε τόν (τήν) πρὸ μικροῦ μεθ' ἡμῶν· παραδίδοται τάφῳ γάρ, καλύπτεται λίθῳ, σκότει κατοικίζεται, νεκροῖς συνθάπτεται· πάντες συγγενεῖς τε καὶ φίλοι, ἄρτι χωριζόμεθα ὅνπερ (ἥνπερ), ἀναπαῦσαι Κύριος εὐξώμεθα.
Δόξα... Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Σῷζε τοὺς ἐλπίζοντας εἰς σέ, Μήτηρ τοῦ ἀδύτου Ἡλίου, Θεογεννήτρια, αἴτησαι πρεσβείαις σου τὸν Ὑπεράγαθον, ἀναπαῦσαι δεόμεθα, τὸν νῦν μεταστάντα (τὴν νῦν μεταστᾶσαν), ἔνθα ἀναπαύονται αἱ τῶν δικαίων ψυχαί, θείων ἀγαθῶν κληρονόμον, δεῖξον ἐν αὐλαῖς τῶν δικαίων εἰς μνημόσυνον, Πανάμωμε, αἰώνιον.
Ἱερεύς: Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰωνων. Ἀμήν.
Δι' εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου