01 Οκτωβρίου 2010
maniaki beach
Ύστατο μετερίζι! Νά σπρώχνεις τήν Ζωή μέ τόν θάνατό σου,
έκει πού τήν όνειρεύτηκες!
ΠΕΖΑ ΔΡΑΜΑΤΑ
ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ, Ο ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ ΤΩΝ
ΨΥΧΩΝ
(Ἱστορικὸ δράμα σὲ μέρη τρία καὶ εἰκόνες ἕντεκα)
[Ὑπόθεση τοῦ ἔργου εἶναι ἡ τρικυμιώδης ζωὴ τοῦ Παπαφλέσσα. ῾Η εὐφυΐα του, ἡ παλικαριά του, ἡ φιλοπατρία του, καὶ ἡ ἄμετρη φιλοδοξία του τὸν ἀνέδειξαν ἀπὸ ταπεινὸ καλόγηρο, πρωταγωνιστὴ τῆς ῾Ελληνικῆς ᾽Επαναστάσεως. Ἡ δράση του παρουσίασε στιγμὲς θαυμαστοῦ μεγαλείου ἀλλὰ καὶ στιγμὲς ἠθικοῦ ξεπεσμοῦ, ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποφάσισε νὰ ἀναμετρηθῆ στὸ Μανιάκι μὲ τὸν ᾽Ιμπραήμ.]
ΕΙΚΟΝΑ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
[νύχτα, πλαγιὰ βουνοῦ, ψηλὰ ἀπ’ τὸ Μανιάκι.]
ΣΚΗΝΗ Δ΄
ΦΛΕΣΣΑΣ - ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ
[μπαίνει ἀπὸ δεξιὰ ὁ Παπαγιώργης.]
ΦΛΕΣΣΑΣ - Ζύγωσε, Παπαγιώργη, νὰ πυρωθῆς, ἄρχισε νὰ τσούζη ὁ βοριάς. [ὁ Παπαγιώργης κάθεται σιωπηλός.] Ἄκου Παπαγιώργη· μὴ σοῦ φανῆ παράξενο αὐτό, ποὺ θὰ σοῦ πῶ. Πές, πὼς δὲν εἶμαι οὔτε μινίστρος, οὔτε ἀρχιμαντρίτης, οὔτε ἀρχηγός σου, οὔτε τίποτε. Πές, πὼς εἶμαι ἕνας ἁπλός... μιὰ ψυχὴ μὲς στὸ ποίμνιο.
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Γιατί μοῦ τὰ λὲς αὐτὰ;
ΦΛΕΣΣΑΣ - Πές, πὼς δὲν εἶναι πόλεμος· πὼς δὲν εἴμαστε στὸ
Μανιάκι· πὼς δὲν εἴμαστε κλεισμένοι σὲ ταμπούρι. Πές, πὼς εἶσαι
στὸ ἱερὸ κι ἐγὼ εἶμαι ἕνας πιστός... ποὺ σὲ ζυγώνει... δειλὸς καὶ ντρο-
πιασμένος,
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Μὰ γιατί νὰ βάλω μὲ τὸ νοῦ μου οὗλα
αὐτά;
ΦΛΕΣΣΑΣ - [ζεστά.] Γιατὶ ἔτσι εἶναι...
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - [σὲ μεγάλη ἀπορία καὶ συγκίνηση.] Μὰ τί
γυρεύεις ἀπὸ μὲνα;
ΦΛΕΣΣΑΣ - Τίποτα· νὰ ξομολογηθῶ.
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Ἀλήθεια, φέρνεσαι σὰ χριστιανὸς τὴν ὥρα
τούτη... Δὲν ξαίρομε τί μᾶς βρίσκει...
ΦΛΕΣΣΑΣ - Στάθηκα ἕνας ἁμαρτωλός, Παπαγιώργη...
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Ἔ, καλά, καὶ ποιός δὲν εἶναι; ῎Ετσι εἴμαστε
ὅλοι.
ΦΛΕΣΣΑΣ - Ὄχι, Παπαγιώργη, μέσα μου ἡ λάσπη ἤτανε πάντα πλησμονή, ὅσο κι ἂν πάσκιζα νὰ τὴ νικήσω. Ὁ Θεὸς κι ὁ διάολος παλεύανε, νύχτα μέρα, μέσα στὴν ψυχή μου· κι ἤτανε πάντα ὁ σατα- νάς, ποῦχε τὸν τελευταῖο λόγο.
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Μεγάλο βάσανο καὶ τοῦτο, τὸ δικό σου,
δηλαδή !
ΦΛΕΣΣΑΣ - Μάταια πάλευα γιὰ κάτι, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μὲ γαληνέψη. Θεοῦ πρόσωπο δὲν εἶδα παρὰ μονάχα τρεῖς στιγμές... τρεῖς στιγμὲς μονάχα...
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Δὲ σὲ καταλαβαίνω, βρὲ παιδί μου... ποιές
στιγμές.
ΦΛΕΣΣΑΣ - Ἡ μιά, ὅταν πρωτομπῆκα στὸ μυστήριο τῆς
Ἑταιρίας.
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Ἡ δεύτερη;
ΦΛΕΣΣΑΣ - ῞Οταν κατεβαίναμε μὲ τὸν Κολοκοτρώνη νὰ
βαρέσωμε τὸ Δράμαλη.
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Κι ἡ τρίτη;
[ἀρχίζει νὰ ξημερώνη σιγὰ σιγά.]
ΦΛΕΣΣΑΣ - Ἐτούτη ἡ ἀποψινή. Σὰ νὰ σκίζεται κάθε φορὰ τὸ καταπὲτασμα τ’ οὐρανοῦ ἄνωθεν ἕως κάτω καὶ σὰ ν’ ἀντικρίζω φῶς ἀπ’ τὸν Παράδεισο.
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Δὲ σὲ καταλαβαίνω! Γιατί αὐτὲς τὶς τρεῖς
στιγμὲς μονάχα;
ΦΛΕΣΣΑΣ - Γιατὶ αὐτὲς τὶς τρεῖς στιγμὲς μονάχα, Παπαγιώρ- γη μου, δόθηκα σ’ ὅ,τι δὲν εἶναι μικρὸ σὰν τὸν ἑαυτούλη μας, πρό- σκαιρο σὰν τὴ ζωούλα μας, στενὸ σὰν τὸν ἐγωισμό μας. Μ’ αὐτὲς ἦταν τρεῖς στιγμὲς μονάχα, σ’ ὁλάκερη ζωή· κὶ ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ νά τρέχης πίσω ἀπὸ λάμψεις, θέσεις, ἀξιώματα, μικρόχαρες φρο- ντίδες καὶ λογαρισαμούς. Πόσο εὔκολα ξεχνούσαμε κάθε φορὰ τοὺς φρικτούς μας ὅρκους νὰ ὑπηρετήσωμε μὲ πίστη τὸν τρανὸν ἀγώνα. Καὶ νά ποιό εἶναι τὸ κατάντημα. Ἀπὸ τὶς ἀνομίες μας νὰ κινδυνεύη ἡ λευτεριά μας.
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Ὁ θεὸς εἶναι μεγάλος· θὰ μᾶς συγχωρέση
ὅλους.
ΦΛΕΣΣΑΣ - Ἀκόμα χτὲς ἔφτασα δῶ μὲ τὸ κεφάλι μου γεμάτο στοχασμοὺς ἀκάθαρτους· ἦρθα νὰ δώσω καὶ νὰ κερδίσω μιὰ μάχη, μονάχα γιὰ ψευτοπολιτική· νὰ πάρω καινούργια δύναμη ἀπὸ τὴ νίκη· νὰ λευτερώσω φυλακισμένους καπετάνιους... Κι ὅλα αὐτὰ γιατί; γιὰ ποιόν; Γιά μένα! Γιὰ νὰ γίνη ὁ Παπαφλέσσας ἀπὸ μινίστρος πρόεδρος. [περιπαίζοντας.] Μικρόχαρες φροντίδες. Ἂς εἶναι εὐλογημένο τ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ποὺ τὶς ἔσβησε μὲ τὴ θεία βουλή του καὶ μὲ χέρι σταθερὸ μ’ ἔφερε ν’ ἀντικρίσω τὸ μεγάλο μου χρέος· καὶ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπ’ αὐτό· νὰ πεθάνω! Πρόσεξε καλά· δὲν τὸ λέω στὸν καπετάνιο τὸν Παπαγιώργη ἀπ’ τὸ Περθώρι· τὸ λέω στὸν πνευματικό, ποὺ δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ τὸ ξαναπῆ σὲ κανένα...
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Γιατί τὸ λὲς αὐτό; Τὴν ὥρα του κανένας δὲν
τὴν ξέρει.
ΦΛΕΣΣΑΣ - ῎Οχι ξέρω καλά. [ἐμπιστευτικὰ καὶ θλιμμένα.] Βοήθεια δὲν προσμένω ἀπὸ πουθενά. ῞Ολοι μᾶς πρόδωσαν, ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ δικοί μας, Παπαγιώργη... Δὲν εἶμαι σίγουρος οὔτε γιὰ τὸν Πλαπούτα... Καταλαβαίνεις;
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Τότε τί στέκεις νὰ πολεμήσης τί στεκόμα-
στε;
ΦΛΕΣΣΑΣ - Γιὰ νὰ πέσωμε... Πρέπει νὰ πέσωμε, γιὰ ν’ ἀναστηθοῦμε στὴν ψυχή τοῦ ῎Εθνους καὶ νὰ τὴν ἀναστήσωμι... Κατάλαβέ το, Παπαγιώργη... τ’ ὄμορφο παραμύθι ποὺ μᾶς ἕνωσε καὶ μᾶς ξεσήκωσε στὸ μεγάλο ξεκίνημὰ μας, ξεθώριασε καὶ θέλει αἶμα, γιὰ νὰ ζωντανέψη. Πρέπει νὰ πεθὰνωμε, γιὰ νὰ τὸ θρέψωμε· νὰ γίνωμε κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι παραμύθι... Καὶ δῶ εἶναι, Παπαγιώργη,
τὸ ἄλλο βαρὺ ἁμάρτημα, ποὺ ξομολογιέμαι στὸν πνευματικό: ἡ δική μου ἡ ζωὴ εἶναι δική μου καὶ μπορῶ νὰ τὴν ἀποφασίσω... Μὰ ἔχω τὸ δικαίωμα να μαντρώνω ἔτσι ὅλα τοῦτα τὰ παλικάρια καὶ νὰ τοὺς κρύβω την ἀλήθεια, πὼς εἶναι βέβαιος ὁ χαμός; [ὁ Παπαγιώργης σωπαίνει ὁ Φλέσσας τὸν κοιτάζει στὰ μάτια.] Γιατί δὲ μοῦ κραίνεις;
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - [μὲ μεγάλη συγκίνηση καὶ μὲ τὰ χέρια κατὰ τὸν οὐρανό.] Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς συγχωρέση, ἐσένα, κι ἀπὸ τούτη τὴ στιγμὴ καὶ μένα!...
ΦΛΕΣΣΑΣ - [μ’ ἄξαφνη ἔντονη χαρά.] Μοῦ δίνεις ἄφεση; [σκύβει
τὸ κεφάλι μπροστά του.]
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - [ἁπλώνει τὸ χέρι του ἐπάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι
του μὲ μεγάλη συγκίνηση.] Ἀφοῦ εἶναι γιὰ Θεὸ καὶ γιὰ Πατρίδα!
[ἔχει ξημερώσει τέλεια· οἱ πρῶτες ἀχτίνες τοῦ ἥλιου χτυποῦν στὰ
κλαριὰ τῆς γκορτσᾶς*.]
ΦΛΕΣΣΑΣ - [φιλώντας τὸ χέρι τοῦ Παπαγιώργη.] Σ’ εὐχαριστῶ. Μ’ ἀνοίγεις τὸν Παράδεισο... Εἶμαι πιὸ ἀλαφρὸς κι ἀπ’ τὸ πουλί, ὅταν αὐγὴ ἀφήνη τὸ κλαρὶ γιὰ τὸ ξέγνοιαστο πέταγμά του, [ὄρθιος.] Εὐλογημένη μέρα αὐτή, ποὺ ξημερώνει, κι ἂς εἶναι ἡ στερνὴ μας. ῎Ε! σεῖς, ἀπάνω! σηκωθῆτε! [τοὺς ξεκουνάει· αὐτοὶ ξυπνοῦν· στὸν Πα- παγιώργη.] Μιλιὰ γιὰ ὅσα εἴπαμε... ἔχω τὸ λόγο σου. [στοὺς ἄλλους ποῦχαν ἀνακαθίσει.] ῎Ε! σύ, ὀρὲ Τισαμενέ*, σύρτε μὲ τὸ Δημήτρη νὰ ποτίστε τ’ ἄλογα. [ὁ Τισαμενὸς κι ὁ Δημήτρης φεύγουν.] Καὶ σύ, ὁρὲ Λεβιδιώτη, σύρε νὰ πῆς στοὺς Καπεταναίους νάρθουνε στὴ στιγμὴ σὲ μένα. Ἔχω νὰ τοὺς μιλήσω.
ΛΕΒΙΔΙΩΤΗΣ - Στὶς προσταγές σου.
[ὁ Λεβιδιώτης φεύγει.]
ΣΚΗΝΗ Ε΄
ΦΛΕΣΣΑΣ, ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ καὶ σὲ λίγο ΚΕΦΑΛΑΣ
ΦΛΕΣΣΑΣ - [στὸν Παπαγιώργη.] Αὐτὸν τὸν Τισαμενὸ θέλω νὰ τονὲ διώξω, Παπαγιώργη, ἀπὸ δῶ πέρα. Τὸν λυπᾶμαι! Τί νὰ τόν κάνουμε; Καλαμαρὰς κι ἔχει ἕνα σωρὸ ψυχὲς ἀπάνω του. Μονάχα πρέπει νάβρω τρόπο. [κοιτάζοντας ἀριστερά.] Κάποιος ἔρχεται. [φωνάζει.] Ἐσύ ’σαι, ὀρὲ Κεφάλα; Τί χαμπέρια φέρνεις;
ΚΕΦΑΛΑΣ - [μπαίνοντας ἀριστερὰ λαχανιασμένος.] ῾Ο Ἀράπης
φάνηκε.
ΦΛΕΣΣΑΣ - Κατὰ ποῦ, ὀρέ;
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Εἶναι κοντά;
ΚΕΦΑΛΑΣ - Ἀπάνω ἀπ’ τὴ Σκάρμιγκα κι ἀπὸ τὸ Κεφαλόβρυσο...
Σύγνεφο τὰ μπαϊράκια* του... Γεράκια ἀμέτρητα, ποὺ φτερακᾶνε
στὸν ἀγέρα...
ΦΛΕΣΣΑΣ - Οἱ στρατοὶ δὲν πολεμᾶνε μὲ τὰ μπαϊράκια*, ὀρὲ
Κεφάλα... παρακάτω...
ΚΕΦΑΛΑΣ - Εἶναι χιλιάδες ἡ πεζούρα κι ἡ καβάλα...
ΦΛΕΣΣΑΣ - Θέλω νὰ ξέρω, πῶς τοὺς μέτρησες; Γιατὶ τὸ μάτι τὸ
σκιαγμένο τοὺς πέντε, ὀρέ, τοὺς κάνει χίλιους· παρακάτω...
ΚΕΦΑΛΑΣ - Μ’ ἔστειλες νὰ δῶ αὐτὸ ποὺ εἶδα, γιὰ αὐτὸ ποὺ
θέλει ἡ ἀφεντιά σου; Ὁ κάμπος γιόμισε ἀπ’ τ’ ἄλογά τους.
ΦΛΕΣΣΑΣ - Ταχιὰ θὰ τὰ καβαλικεύουν τὰ παλικάρια μας σὰν
τ’ ἄλογα τοῦ Δράμαλη... Παρακάτω!...
ΚΕΦΑΛΑΣ - Μαυρίζει ὁλοῦθε ὁ τόπος ἀπ’ τὰ φουσάτα* τους.
ΦΛΕΣΣΑΣ - Μαυρίζει, γιατὶ εἶναι μαῦρα τ’ ἀντράποδα ὀρὲ Κε-
φάλα... Παρακάτω!...
ΚΕΦΑΛΑΣ - ῾Ολοῦθε ἀστράφτει ὁ τόπος ἀπ’ τὶς ἁρματωσιές
τους!
ΦΛΕΣΣΑΣ - Οἱ στρατοὶ δὲν πολεμᾶνε μὲ τ’ ἀτσάλι καὶ τὸ σί- δερο· πολεμᾶνε μὲ τοῦτο, ὀρὲ Κεφάλα! [χτυπάει τὴν καρδιά του. ] Παρακάτω!...
ΚΕΦΑΛΑΣ - Παρακάτω! Δὲν ἔχει παρακάτω... Θὰ τοὺς δῆς μονάχος σου, γιατὶ ὅπου καὶ νάναι, φτάνουν, ἐδῶ, μπροστά μας, στὰ ριζά.
[ἀπὸ δεξιὰ κι ἀριστερὰ μπαίνουν ἄτακτα μὲ θόρυβο οἱ
καπεταναῖοι.]
ΣΚΗΝΗ ΣΤ΄
ΟΙ ΑΠΑΝΩ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΠΕΤΑΝΑΙΟΙ Δ. ΦΛΕΣΣΑΣ, ΠΙΕΡΡΟΣ,
ΒΟΪΔΗΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ, ΚΟΡΜΑΣ, ΤΣΑΛΑΦΑΤΙΝΟΣ
Δ. ΦΛΕΣΣΑΣ - Ὁ Μπραΐμης εἶν’ ἀπὸ κἀτω. Παίρνει ξυστὰ τὰ
ριζοβούνια.
ΚΟΡΜΑΣ - Ἔβγα νὰ δῆς· μὲ τὸ μάτι φαίνεται· νά, καθρέφτης!...
ΒΟΪΔΗΣ Μ. - Δυὸ κολόνες ἡ πεζούρα καὶ μιὰ καβαλαραῖοι.
ΤΣΑΛΑΦΑΤΙΝΟΣ - Καὶ μιὰ κολόνα ἔχει ξεκόψει ἀπὸ δεξά·
πάει νὰ μᾶς πάρη τὶς πλάτες.
ΚΕΦΑΛΑΣ - Νὰ φύγωμε ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Ἁγιᾶς.
ΦΛΕΣΣΑΣ - [ἄγρια.] Τί;
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Θάχωμε τὸ βουνὸ βοηθό.
Β0ΪΔΗΣ Μ. - Ἐδώ ’μαστε κλεισμένοὶ σὰν τὰ ποντίκια στὴν τρύπα τους· ἐκεῖ στεκόμαστε καὶ πολεμᾶμε στἀ ριζά... Κι ἅμα δοῦμε τὰ στενά, γλιστρᾶμε καὶ γλιτώνομε.
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Καὶ γλιτώνομε καὶ σένα πούσαι χρήσιμος
γι’ ἄλλη περίσταση στὸ Ἔθνος...
ΦΛΕΣΣΑΣ - Καὶ σύ, ὀρὲ Παπαγιώργη; καὶ σύ; ποὺ τὰ μιλήσαμε καλὰ καὶ ξέρεις, πὼς ἡ νίκη μας εἶναι σίγουρη; [τὸν πιάνει ἀπ’ τὰ γένεια.] Γιατί μοῦ τὰ ντροπιάζεις αὐτὰ τὰ γένεια, Παπαγιώργη, δὲ μοῦ λές; Γιὰ ποιάν ἄλλη περίσταση χρειάζομαι, ὁρέ, ἂν μὴ γιὰ τούτη; [Στὸν Κεφάλα.] Καὶ σένα ἀλλιῶς σ’ ἐχτίμαγα, ὀρὲ Κεφάλα· σὲ εἶχα γιὰ καλύτερο. [στοὺς ἄλλους.] Ποῦ νὰ φύγωμε, ὀρέ, καὶ ποῦ νὰ πᾶμε; Εἴμαστε ταχτικό, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ πισωγυρίζωμε συ- νταγμένοι; Ἅμα βγοῦμε ἀπὸ τοῦτα τὰ λιθάρια, θὰ σκορπίσωμε κι οἱ καβαλάρηδες τοῦ ᾽Ιμπραὴμ θὰ μᾶς λιανίζουν ἕναν ἕνα... βγάλτε ἀπ’ τὸ μυαλό σας τὴ φευγάλα... Ἐδῶ θὰ μείνωμε καὶ θὰ νικήσωμε. [ἀπὸ δεξιὰ μπαίνει ὁ Μπιτσιάνης.] Τί εἶναι, ὀρὲ Μπιτσιάνη;
ΣΚΗΝΗ Ζ΄
ΟΙ ΑΠΑΝΩ ΚΑΙ ΜΠΙΤΣΙΑΝΗΣ
ΜΠΙΤΣΙΑΝΗΣ - Ἅμα φάνηκαν οἱ Ἀραπάδες; τρία τέσσερα μπουλούκια, παλικάρια ἀπὸ τὰ δυὸ ταμπούρια τ’ ἀκρινά, ἀρχίσανε πρῶτα νὰ μουρμουρίζουνε: Ἐσεῖς οἱ καπεταναῖοι ἔχετε ἀλόγατα κι ἅμα στενέψουνε τὰ πράματα, τὸ σκᾶτε... Ἐμᾶς ὅμως θὰ μᾶς βροῦν ἐδωπέρα. Κι ἄρχισαν ἀμέσως νὰ πέφτουν λίγοι λίγοι μέσα στὴ ρεματιὰ κι ὕστερα τὸ κακὸ δυνάμωσε καὶ τώρα φεύγουν...
ΦΛΕΣΣΑΣ - Εἶναι πολλοί, ὀρέ;
ΜΠΙΤΣΙΑΝΗΣ - Ὡς χίλιοι... Δὲ θέλει ἡ ἀφεντιά σου νὰ τοὺς
μιλήσης τίποτε;
ΦΛΕΣΣΑΣ - [θυμωμένα.] Ὄχι· δὲ μοῦ χρειάζονται ψοφίμια... θέλω ἄντρες καὶ ἔχω, δόξα σοι ὁ Θεός· μοῦ μένουνε ἀπάνω κάτω ἄλλοι χίλιοι. [πηδάει σὲ μιὰ πέτρα, γιὰ νὰ βλέπῃ ἔξω αὐτοὺς ποὺ φεύγουν, φωνάζει.] Κιοτῆδες! Ἔ! Κιοτῆδες! Ἄντε. Τραβᾶτε μὲ τὴ μουντζούρα στὸ κούτελο καὶ μὲ τὸ θάνατο πιὸ σίγουρο ἀπ’ τὸ σπαθὶ τοῦ καβαλάρη! [ἀπ’ ἀριστερὰ μπαίνουν ὡχροὶ ὁ Τισαμενὸς μὲ τὸ Δημήτρη τὸ σημαιοφόρο.] Τί εἶναι, ὀρὲ Τισαμενέ;
ΣΚΗΝΗ Η΄
ΟΙ ΑΠΑΝΩ, ΤΙΣΑΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Ο ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΟΣ
ΤΙΣΑΜΕΝΟΣ - [τρομαγμένος.] Τούτη τὴ στιγμὴ μᾶς κουλουριὰζει ὁ Ἀράπης· ἀνεβαίνοντας ἀπ’ τὸ νερὸ μὲ τ’ ἄλογα ἀπ’ τὴ ραχούλα εἶδα μιὰ κολόνα καβαλάρηιδες, ποὺ πάει κατὰ τὸ Μαργιέλι.
ΦΛΕΣΣΑΣ - [μὲ ἄγρια χαρά,] Γειά σου, ἀσίκη! Αὐτὸ θέλω κι
ἐγὼ νὰ κάνης... Τώρα θὰ πολεμήσωμε σὰν τὰ θεριά...
ΚΕΦΑΔΑΣ - Κι ἐγὼ σοῦ λέω νὰ φύγωμε, ἀνοίγοντας τὸ δρόμο
μὲ τὰ σπαθιά!
ΒΟΪΔΗΣ Μ. - Μιὰ φωτιὰ θὰ φᾶμε... Πόσοι θὰ σκοτωθοῦμε;
Πενήντα; ἑκατό; Οἱ ἄλλοι θὰ γλιτώσωμε.
ΦΛΕΣΣΑΣ - Πάρε τ’ ἄλογό μας, ὀρὲ Τισαμενέ, καὶ τράβα μὲ τοὺς
σεΐζηδες* νὰ κολῆστε στὸ βουνό...
ΤΙΣΑΜΕΝΟΣ - [μὲ μεγάλη συγκίνηση.] Καταλαβαίνω! Μοῦ κάνεις ὅ,τι καὶ στ’ Ἀνάπλι... Σὲ κάθε δύσκολη στιγμὴ μ’ ἔστελνες νὰ φουμάρω ἕνα τσιμπούκι...
ΦΛΕΣΣΑΣ - Ναί! Τράβα καὶ τώρα νὰ φουμάρης ἕνα τσιμπούκι, καλαμαρά, γιὰ νὰ καταλάβουν ὅλοι τους, πὼς τ’ ἄλογα δὲν τάχομε γιὰ τὴ φευγάλα. Καὶ πὴρα ἀπὸ ’κεῖ ψηλά, ποὺ θάσαι, νὰ τὰ δῆς ὅλα καλά, γιά νὰ μᾶς κάνης τὸν ἱστορικὸ τῆς μάχης. Ἄντε, τράβα!
ΤΙΣΑΜΕΝΟΣ - [τὸν φιλεῖ.] Ὁ Θεὸς κοντά σου.
ΦΛΕΣΣΑΣ - Στὸ καλό! [ὁ Τισαμενὸς φεύγει.]
ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΟΣ - Νὰ πάω κι ἐγώ;
ΦΛΕΣΣΑΣ - Τί λές, ὀρέ, πάρε τὸ μπαϊράκι καὶ βάστα το κοντά
μου· νὰ ξέρη ὁ βρωμάραπας, ποῦ βρίσκομαι.
[ὁ σημαιοφόρος ἐκτελεῖ. Ἀπὸ μακριὰ ἀκούγονται σαλπίσματα
καὶ ταμποῦρλα.]
Νά τους! Καλῶς ὁρίσατε, μουσαφιραῖοι, Ἀκοῦτε; Τοὺς συνάζει, γιὰ νὰ τοὺς ρίξη ἀπάνω μας. [προσταχτικά.] Οἱ προσταγές μου εἶναι τοῦτες: Οὔτε ἕνα βόλι δὲ θὰ ρίξετε, ἂν δὲν ἀκοῦστε τὸ δικό μας τὸ ταμπούρι... Καὶ νὰ ξέρετε ἀπὸ τώρα· θὰ τοὺς ἀφῆστε νὰ ζυγώσουν σὲ μισὸ τίρο* ντουφεκιοῦ. Ἀκοῦτε; σὲ μισὸ τίρο ντουφεκιοῦ... Τραβᾶτε! Καὶ γιὰ τὴ νίκη νάστε σίγουροι... Ὁ ῾Υψηλάντης μὲ διακόσιους, ὀρέ, κράτησε τὸ Δράμαλη στὸ Ἄργος· ἐμεῖς εἴμαστε πέντε φορὲς τόσοι κι ἀπόξω φτάνει ὥρα τὴν ὥρα βοήθεια. Κι ἂν οὗλοι οἱ ἄλλοι δὲν ἐρθοῦν, ὁ ἀδελφός μου ὁ Νικήτας δὲ θὰ μᾶς ἀφήση· κι ἂν αὐτὸς δὲν ἔρθη, ὁ Πλαπούτας δὲ θὰ λείψη· σὲ λίγο θάχομε πάρει τὶς πλάτες τοῦ Ἰμπραὴμ καὶ θὰ τονὲ βαροῦμε...
ΤΣΑΛΑΦΑΤΙΝΟΣ - Κι ἂν ὅλοι μᾶς ἀφήσουνε;
ΒΟΪΔΗΣ - Κι ἂν δὲν ἐρθῆ κανένας;
Δ. ΦΛΕΣΣΑΣ - Τί γινόμαστε, δὲ μοῦ λές;
ΦΛΕΣΣΑΣ - Κι ἂν ὅλοι μᾶς ἀφήσουνε... κι ἂν ὅλοι σκοτωθοῦμε, στὸν τόπο τοῦ κάθε σκοτωμένου θὰ φυτρώσουν χίλιοι, καὶ δῶ καὶ στὴ Ρούμελη. Κι ὁ Ἀράπης θὰ χαθῆ. Καταλαβαίνω, ὀρέ· μᾶς πονάει νὰ μὴ ζήσωμε καὶ ν’ ἀπολάψωμε τὸ Ἔθνος λεύτερο. Μὰ δὲν ξεχνάω, παιδὶ σὰν ἤμουνα, μιὰ μέρα, ποὺ ὁ παππούλης μου, ὀγδόντα χρονῶν γέρος, φύτευε μὲ τὸ χέρι του κάτι δεντράκια τόσα δά. Καὶ τὸν ἀναγελοῦσα μέσα μου, γιατὶ οὔτε τὸν ἴσκιο τους θὰ χαιρότανε ποτές, οὔτε τὸν καρπό τους θὰ γευόταν. Κατάλαβα τί ἔκανε, μονάχα σὰ μεγάλωσα καὶ κάθισα ἑγὼ στὸν ἴσκιο τους κι ἔφαγα τοὺς καρπούς τους.
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Τί γυρεύουν ἐδῶ οἱ ἱστορίες τοῦ παπ·ποῦ
σου;
ΦΛΕΣΣΑΣ - Τὴν ἴδια δουλειὰ κάνομε κι ἐμεῖς, ὀρέ, σ’ αὐτὰ τὰ βράχια... Δέντρο φυτεύομε, κι ἂς μὴν εἶναι γιὰ μᾶς, ποὺ θὰ γενῆ θεόρατο, γιὰ νάρχωνται γενιὲς καὶ γενιὲς νὰ κάθωνται στὸν ἴσκιο του καὶ νὰ μᾶς βλογᾶνε.
ΒΟΪΔΗΣ - [στοὺς καπεταναίους.] Πᾶμε στὰ ταμπούρια μας, ὀρέ.
Κι ὅποιος ζήση ἀπὸ μᾶς, ἂς ἀκούη τῶν γυναικῶν τὰ μοιρολόγια!
[τὴν ὥρα τούτη φεύγουν, ὁ Βοϊδὴς Μαυρομιχάλης, ὁ Κορμάς, ὁ
Μπιτσιάνης καὶ ὁ Κεφάλας.]
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ - Ἐγὼ θὰ κάτσω δῶ κι ἂς μοῦ ’βρισες τὰ γέ-
νεια.
Δ. ΦΛΕΣΣΑΣ - Κι ἐγώ.
ΤΣΑΛΑΦΑΤΙΝΟΣ - Κι ἐγώ. Ἂν μὲ θές.
ΦΛΕΣΣΑΣ - Πιάστε ντουφεκίστρες. [στὸ σημαιοφόρο του.] Ἐδῶ τὸ μπαϊράκι, ὀρέ, νὰ ξέρη ὁ βρωμάραπας ποῦ βρίσκομαι. [ὁ σημαιοφόρος ἐκτελεῖ, μπαίνει ὁ Λεβιδιώτης.]
ΛΕΒΙΔΙΩΤΗΣ - ᾽Εδῶ μπροστὰ στὸ σύδεντρο μαζώχτηκαν˙ οἱ
ἀκροβολιστές τους εἶναι κιόλας ἀπὸ κάτω.
ΦΛΕΣΣΑΣ - Σκασμός. Στὴν ντουφεκίστρα σου! [πηδάει σ’ ἕνα λιθάρι ἀγναντεύοντας μὲ τὸ χέρι.] Μωρὲ στὰ βουβὰ γλιστρήσανε οἱ μουσαφιραῖοι! [φωνάζει.] Βαρῆτε!! [μπαταριές, σαλπίσματα, τυμπανοκρουσίες˙ γυρίζοντας στὸ σημαιοφόρο του, χαμηλά, βραχνά.] Σκίσ’ τὸ μπαϊράκι, χῶστο στὸν κόρφο σου καὶ φεύγα! Νὰ γλιτώσης τὸ σταυρό!
ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΟΣ - [ἐκτελεῖ ἀστραπιαΐα μὲ μεγάλη συγκίνηση.]
Καλὸ βόλι, καπετάνιο!
ΦΛΕΣΣΑΣ - Ἀμήν!!
[μπαταριές, σαλπίσματα, πανδαιμόνιο, φωνές. Αὐλαία κλείνει καὶ ἀνοίγει ἀμέσως... ἡσυχία, σκοτάδι ἀπόλυτο... μπαίνουν δυὸ χωρι- άτες μὲ φαναράκια καὶ δυὸ στρατιῶτες τοῦ ᾽Ιμπραΐμ καὶ πίσω του
ὁ Ἰμπραΐμ ὁ ἴδιος.]
Α΄ ΧΩΡΙΚΟΣ - Ὁ Πασὰς προστάζει νὰ βρεθῆ τὸ κουφάρι του.
[Ψάχνουν.]
Β΄ ΧΩΡΙΚΟΣ - Νά το. ᾽Εδῶ ’ναι.
ΙΜΠΡΑΪΜ - [ἀράπικα.] Ἐρ φαοῦ μὲν ὰ ὰ λάλ, ἄριτ οὐὰ κιφού.
Β΄ ΧΩΡΙΚΟΣ - Τί λέει;
Α΄ ΧΩΡΙΚΟΣ - Νὰ τὸν σηκώσωμε ὀρθόν.
[ἐκτελοῦν οἱ δυὸ χωριάτες καὶ οἱ δυὸ στρατιῶτες ὁ Ἰμπραΐμ
ζυγώνει καὶ τὸν φιλεῖ στὸ σκοτάδι.]
Α΄ ΧΩΡΙΚΟΣ - Τὸν φίλησε;
Β΄ ΧΩΡΙΚΟΣ - Ναί.
ΙΜΠΡΑΪΜ - Χουὰ κάαν ράγκελ σάαλιχ οὐὰ σουγκάαα!
Β΄ ΧΩΡΙΚΟΣ - Τί εἶπε, ὀρέ;
Α΄ ΧΩΡΙΚΟΣ - Εἶπε, ὅτι αὐτὸς ἤτανε ἕνας ἄντρας ἀληθινός...
Αὐτὸ εἶπε.
(ΑΥΛΑΙΑ)
« Παπαφλέσσας »
Σπύρος Μελὰς
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου