Έχουμε δει χιλιάδες χιλιάδων διαδηλώσεις, μέχρι και για της μύγας το ποδάρι, αλλά ούτε μία, ποτέ, από κανέναν, για όσα τραβάνε δεκαετίες τώρα, αιώνες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκιποννήσων, της Ίμβρου και της Τενέδου.
Καμιά διαμαρτυρία, μήπως και μας παρεξηγήσουν κάποιοι που πάνε να βοηθήσουν στο τύλιγμα των πούρων στην Κούβα ή μήπως μας επικρίνουν όσoι -δικαίως- έχουν αποθέματα ευαισθησίας για τα τζαμιά της Ελβετίας αλλά όχι για την απρόσκοπτη λειτουργία των ελληνικών σχολείων στην Πόλη.
Είναι πια λογικά εξωφρενικό. Επισείοντας, ως απειλή του έιτζ, το παλιό παραμύθι περί δήθεν Μεγάλης Ιδέας, κάποιοι έχουν πείσει διά της προπαγάνδας όλους εκείνους που φοβούνται μήπως στιγματιστούν ως δήθεν αντιδραστικοί να μη μιλούν ποτέ για την Πόλη, να βουβαίνονται μπροστά στις διαρκείς τουρκικές αγριότητες, απαιτήσεις και παραβιάσεις. Δεν έχουν πει ποτέ κουβέντα για τα Σεπτεμβριανά του ‘55, τις λεηλασίες, τις δολοφονίες και τις καταστροφές, τις απελάσεις του ’64, και την απαγόρευση λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης το 1971 - πέρα από τις διαρκείς αρπαγές περιουσιών Ελλήνων και ιερών βακουφίων, τις απειλές, τις εκδιώξεις, τον εξαναγκασμό των Ελλήνων σε μαζική έξοδο μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Βούβα. Σιωπή. Δειλία. Η Νικαράγουα μας προκαλεί μεγαλύτερη οδύνη από τους φόνους Ελλήνων στη γείτονα ή από τους 1.400 αγνοούμενους Ελληνοκύπριους. Οι στρουθοκάμηλοι επιμένουν. Κόλλημα σε μεροληπτικές εμμονές της πλατυποδίας του 1920 ανακυκλώνονται διαρκώς με ληγμένα υλικά.
Πόσο βαθιά και ανεξίτηλα όμως υπάρχουν η Πόλη και ο ποντιακός ελληνισμός και η Σμύρνη στην ψυχή του ελληνικού λαού φάνηκε από κάτι απλό: από την τεράστια ανταπόκριση που είχε η ταινία “Πολίτικη κουζίνα”. Οι λοιποί έλληνες σκηνοθέτες, κατά πλειοψηφία, αναμασώντας γνωστά κλισέ, ουδέποτε ασχολήθηκαν με αυτά τα θέματα, μήπως κακοχαρακτηριστούν από τα γνωστά κέντρα. Ακόμη και για τα Σεπτεμβριανά Τούρκος αποτόλμησε να κάνει σχετική ταινία. Εμάς τους μεγάλους προοδευτικούς δεν μας απασχόλησε το θέμα. Διότι είναι εθνικιστικό. Σφάξε με πασά μου ν’ αγιάσω.
Στο μεταξύ, καλλιεργώντας κάποιοι υπερβάλλουσα αντίθεση κατά της εκκλησίας την προεκτείνουν και στο πατριαρχείο, με βάση τα γνωστά στερεότυπα. Κι ενώ γίνεται διαρκώς συζήτηση για τους πρόσφυγες εντός Ελλάδας, δεν λέει καμιά παράταξη να ανοίξει έναν διάλογο για το τι τραβούν οι Έλληνες στη συμπαθή μας γείτονα. Η μόνη κουβέντα που έγινε είναι αν θα στήσουμε και άγαλμα του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη και αν θα μετονομάσουμε την οδό Αγίου Δημητρίου σε λεωφόρο Ατατούρκ. Ηδονικός μαζοχισμός. Ίσως, ανάμικτος με ημιμαθή αφέλεια ή πόζα προοδευτικότητας.
Έπρεπε να βγει ο πατριάρχης Βαρθολομαίος, μην αντέχοντας πια την τουρκική αγριότητα, να κάνει στις ΗΠΑ τις γνωστές καταγγελίες περί διαρκούς σταύρωσής του, για να ξεκουνηθούν πρώτα η διεθνής κοινότητα, η αμερικανική κυβέρνηση, μετά η ελληνική, αλλά καθόλου οι γνωστοί -προγραμματισμένα- ευαίσθητοι, που την ευαισθησία τους την έχουνε μόνο για μακρινούς πάσχοντες. Αλλά, ας μπορέσουμε να σώσουμε πρώτα την αυλή μας και μετά βλέπουμε με τις άλλες μεγάλες ιδέες των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων.
Είναι πια λογικά εξωφρενικό. Επισείοντας, ως απειλή του έιτζ, το παλιό παραμύθι περί δήθεν Μεγάλης Ιδέας, κάποιοι έχουν πείσει διά της προπαγάνδας όλους εκείνους που φοβούνται μήπως στιγματιστούν ως δήθεν αντιδραστικοί να μη μιλούν ποτέ για την Πόλη, να βουβαίνονται μπροστά στις διαρκείς τουρκικές αγριότητες, απαιτήσεις και παραβιάσεις. Δεν έχουν πει ποτέ κουβέντα για τα Σεπτεμβριανά του ‘55, τις λεηλασίες, τις δολοφονίες και τις καταστροφές, τις απελάσεις του ’64, και την απαγόρευση λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης το 1971 - πέρα από τις διαρκείς αρπαγές περιουσιών Ελλήνων και ιερών βακουφίων, τις απειλές, τις εκδιώξεις, τον εξαναγκασμό των Ελλήνων σε μαζική έξοδο μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Βούβα. Σιωπή. Δειλία. Η Νικαράγουα μας προκαλεί μεγαλύτερη οδύνη από τους φόνους Ελλήνων στη γείτονα ή από τους 1.400 αγνοούμενους Ελληνοκύπριους. Οι στρουθοκάμηλοι επιμένουν. Κόλλημα σε μεροληπτικές εμμονές της πλατυποδίας του 1920 ανακυκλώνονται διαρκώς με ληγμένα υλικά.
Πόσο βαθιά και ανεξίτηλα όμως υπάρχουν η Πόλη και ο ποντιακός ελληνισμός και η Σμύρνη στην ψυχή του ελληνικού λαού φάνηκε από κάτι απλό: από την τεράστια ανταπόκριση που είχε η ταινία “Πολίτικη κουζίνα”. Οι λοιποί έλληνες σκηνοθέτες, κατά πλειοψηφία, αναμασώντας γνωστά κλισέ, ουδέποτε ασχολήθηκαν με αυτά τα θέματα, μήπως κακοχαρακτηριστούν από τα γνωστά κέντρα. Ακόμη και για τα Σεπτεμβριανά Τούρκος αποτόλμησε να κάνει σχετική ταινία. Εμάς τους μεγάλους προοδευτικούς δεν μας απασχόλησε το θέμα. Διότι είναι εθνικιστικό. Σφάξε με πασά μου ν’ αγιάσω.
Στο μεταξύ, καλλιεργώντας κάποιοι υπερβάλλουσα αντίθεση κατά της εκκλησίας την προεκτείνουν και στο πατριαρχείο, με βάση τα γνωστά στερεότυπα. Κι ενώ γίνεται διαρκώς συζήτηση για τους πρόσφυγες εντός Ελλάδας, δεν λέει καμιά παράταξη να ανοίξει έναν διάλογο για το τι τραβούν οι Έλληνες στη συμπαθή μας γείτονα. Η μόνη κουβέντα που έγινε είναι αν θα στήσουμε και άγαλμα του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη και αν θα μετονομάσουμε την οδό Αγίου Δημητρίου σε λεωφόρο Ατατούρκ. Ηδονικός μαζοχισμός. Ίσως, ανάμικτος με ημιμαθή αφέλεια ή πόζα προοδευτικότητας.
Έπρεπε να βγει ο πατριάρχης Βαρθολομαίος, μην αντέχοντας πια την τουρκική αγριότητα, να κάνει στις ΗΠΑ τις γνωστές καταγγελίες περί διαρκούς σταύρωσής του, για να ξεκουνηθούν πρώτα η διεθνής κοινότητα, η αμερικανική κυβέρνηση, μετά η ελληνική, αλλά καθόλου οι γνωστοί -προγραμματισμένα- ευαίσθητοι, που την ευαισθησία τους την έχουνε μόνο για μακρινούς πάσχοντες. Αλλά, ας μπορέσουμε να σώσουμε πρώτα την αυλή μας και μετά βλέπουμε με τις άλλες μεγάλες ιδέες των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου