Πολυαγαπημένο μου
σήμερα θα σου εξομολογηθώ ότι άργησα απίστευτα να καταλάβω ποια είναι η μία μεγαλύτερη μετά το σεξ (που δεν παχαίνει κιόλας) σωματική ανθρώπινη απόλαυση.
-Διατί υπήρξα again and again τόοοσον ζώον;
-Λόγω προβληματικής παιδικής ηλικίας, και βιωμάτων -ρε βόδιιιι!
-Βιωμάτων;
Δηλαδή;
Τι εννοείτε μανδάμ Σαλογραία μουουου!!!;
-Δεν ήτο ιερά και απαραβίαστος, και χαρωπή, η ώρα του οικογενειακού φαγητού εν τη πατρική υμών οικία;
(Εδώ η γραία γουρλώνει τα μάτια και πέφτει τ'ανάσκελα που έλεγε η μάνα της- βαστώντας την κοιλιά της απ' τα γέλια- χτυπιέται, κοπανιέται λίγα δευτερόλεπτα, μετά σηκώνεται, τινάζει με αξιοπρέπεια-πάνω απ'όλα- το μακρύ φουστάνι, κάθεται απέναντί μου, χαλαρή- σαν μην μεσολάβησε το προηγούμενο... σαλεμένο σκηνικό- και συνεχίζει):
-Ιερά και απαραβίαστος η ώρα του οικογενειακού φαγητού εν τη πατρική μου οικία;
Χαχαχα! ας ξαναγελάσω με γεύση κινίνου στα χείλη, αυτήν την φοράν...αχ λατρεμένο!
Όστις δεν το έχει ζήσει, δεν το έχει νιώσει το οδυνηρότατο σκηνικό.
Πώς δηλαδή, στήνεται, ώρες με τις ώρες, μεσημέρι με το μεσημέρι, βδομάδα με τη βδομάδα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, και πώς σου κατασκευάζει αρνητικά εξαρτημένα ανακλαστικά πάνω στο θέμα της λήψης τροφής- το βεβαίωσε και ο μακαριτάκος ο Παβλώφ ότι υπάρχουν- περιγράφοντας εκείνα τα κλασσικά, ντε, με τους σκύλους, τα κουδούνια και τις μπριζόλες, πειράματά του.
Λοιπόν, αφότου θυμάμαι τον εαυτόν μου, περιστεράκι μου για μένα η ώρα του φαγητού υπήρξε μια κ ό λ α σ η!
Βεβαίως για να αποφεύγω αυτή την κόλαση, έβγαινα ενίοτε στο δρόμο με κανα ψωμοτύρι στο χέρι και το έτρωγα παίζοντας "κουτσό" με τις καλές φιλενάδες, όμως...όλο και κάποια στιγμή, αναγκαζόμουν να μπω στο σπίτι για φαγητό, διάβασμα-ελάχιστο-και ύπνο, το μεσημέρι , ή το βράδυ.
Η μάνα μου- ευτυχώς που δούλευε κιόλας- τότε με έβλεπε- και με... περιάδραχνε!
-Ελα εδώ να σε περιαδράξω-με αγριοκοίταγε.
Το "περιαδράξω", βεβαίως και δεν ακουγόταν με ευχαρίστηση απ' το μισόκουφο αυτάκι μου
(ναι, από τότε, γιατρέ μου, είχα ένα αυτί μισόκουφο, το έπαθα από φρικτά επώδυνη παιδική ωτίτιδα, ήτις εγκαίρως δεν θεραπεύτηκε.)
Δεν το είχα ψάξει σε λεξικό, αλλά η εμπειρία, μου εξηγούσε πολύ καλά, της λέξης το οδυνηρό νόημα.
Ο τούρμπο πατήρ έλειπε και αυτός σε "δουλειές"τον περισσότερο καιρό, ήταν χαμένος, τηλέφωνα δεν είχαμε - τρέχα γύρευε- εν πολλοίς αυτός όλο και κάτι γλύτωνε από γυναικομουρμούρα, σε μένα όμως-το μοναχοπαίδι και τον άτυπο ψυχοθεραπευτή της μανούλας...
- Αλίμονο και γραψαλίμονο!
Η μαμά ψυχοθεραπεύονταν ασυνείδητα, κάνοντας -με ιδία έμπνευση- screaming therapy που λένε οι πσυχίατροι- κατ'εξοχήν και κυρίως στην ώρα του φαγητού!
Καθόμουν, που λες, να φάω, το έρημο, και ενώ είχα μπροστά μου το πιάτο με το λιτό έδεσμα, ρύζι-και των κινέζων- ή πατάτες ή μακαρόνια-όλα τα ...θρεπτικά - η μανούλα -δι ασήμαντον αφορμήν άρχιζε τον "εξάψαλμο".
Κάθε φορά, η αφορμή ήταν και άλλη.
Κάθε φορά η ευρηματικότητα της φαντασίας της, ανεξάντλητη...
-Βρέ τέρας της Κοινωνίας Των Εθνών,(ΚΤΕ όπως είναι σήμερα ο ΟΗΕ περίπου) μωρή άχρηστη, μωρή άταρη -που ό,τι πιάνεις σου πέφτει από τα χέρια - όρνιο, καθίκι κωθώνι, δεν σου είπα, μωρήηηη, ότι το ποτήρι με το νερό ΔΕΝ το βάζουνε ,μωρή, στην άκρη του τραπεζιού, γιατί μπορεί να το σπρώξεις,να πέσει να σπάσει και τι θα γίνει, μωρή, άμα σπάσει το ποτήρι; θα κινδυνέψουμε από τα γυαλιά και δεν έχω, μωρή χαμένη, λεφτά να πάρω άλλο ποτήρι, αει να χαθείς και να χάνεσαι, ζώον ε ζώον, απρόκοφτη, ανοικοκύρευτη, γαιδούρα ε γαιδούρα , που δε σέβεσαι τον κόπο μου, κτήνος , ίδια μωρή είσαι, όλόϊδια με τον πατέρα σου, τον Παναγή από τα Μέγαρα, το νταβατζή το... σκατάααα!!!!
(όντως έγινε "σκατάς" μερικές δεκαετίες αργότερα όταν της άλλαζε με χριστιανική αγάπη και αφοσίωση- πραγματικά αγόγγυστα και θαύμαζα- τα πάμπερς τότε που τη φρόντισε τριάμισι χρόνια κατάκοιτη)
τον αλήτηηηη! που μου 'φαγε τη ζωή μου την κατάστρεψε, μαύρη η ώρα και η στιγμή που πήγα και τον παντρεύτηκα, ανάθεμα την ώρα που τον παντρεύτηκα, ανάθεμαααα!
Έτσι γινόταν πάντα.
Ξεκίναγε από το μοναχοπαίδι της, την ασήμαντον αφορμήν και καταλήγαμε στο
(μή Ορθόδοξον ) ανάθεμα!
(να δώσω σημαντικές αφορμές για μάλωμα ούτε κατά διάνοιαν ούτε κατα φαντασίαν, περιστεράκι μου...άψογη στα περί ηθικής, άψογη στα σχολεία μου...αλίμονο, αν έδινα αφορμή και σε τέτοια θα με ανασκολόπιζε ευχαρίστως η καλή η γυναίκα, με τα τέρατα της οργής που την παίδευαν...)
Καταλήγαμε, λοιπόν, στου πατέρα μου το ανάθεμα σε φοβερές "ευχές" και κατάρες "να γκρεμοτσακιστεί ο παλιάνθρωπος- όπου γυρίζει με το αυτοκίνητο με τις γκόμενες, να μη σώσει να ξαναγυρίσει πίσω να γλυτώσουμε!"
Όλα αυτά, τα φοβερά- με τσιρίδες που ακούγονταν ένα χιλιόμετρο τουλάχιστον μακριά από το σπίτι και με έκαναν να ντρέπομα αφορητα να θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί,
εκτοξεύονταν μπροστά σε ένα πιάτο γιαχνιστές πατάτες, ή λίγο ρύζι πιλάφι, σπάνια λίγο κοτόπουλο...
Καταλαβαίνεις , λοιπόν, ακόμα και συ, ανυποψίαστε, μεγαλωμένε με πλούσια γονεϊκή αγάπη, περαστικέ, ευλαβικέ αναγνώστη, γιατί το στομάχι μου δενόταν σαράντα κόμπους, γιατί χόρταινα τρώγοντας μόνο τρεις μπουκιές και μετά έφευγα τρέχοντας , έξω απ' το σπίτι, να βρω τις καλές φιλενάδες, ή τα περιστέρια μου, επάνω στη γέρικη ελιά, να τους δώσω -και να πάρω από τα γουργουρητά τους - μια σταλιά τρυφερότητα που εκφραζόταν με φιλικά τσιμπηματάκια τους πάνω στα παιδικά, τρυφερά δάχτυλά μου...
(Ω ναι...τα περιστέρια μου με αγαπούσαν, με παρηγορούσαν
κ υ ρ ί ω ς γι αυτό και θρήνησα πολύ όταν λείποντας κάποιο διήμερο -η μικρούλα με τη μαμά στην Αθήνα- και επιστρέφοντας κατάλαβα πως η κακιά Φρικαντέλα (βλέπε Ε.Τριβιζά) σπιτονοικοκυρά του καιρού εκείνου -επειδή της χαλούσαν -λέει- τον κόσμο με τα πετάγματα και τις κουτσουλιές τους- αδίστακτα από προσώπου γης, και αέρος, τα εξαφάνισε.)
Σε όλη την παιδική ηλικία και την εφηβική , τη νεανική και αρκετό χρόνο μετά το γάμο μου- όπου με πετύχαινε ...εύκαιρη- το ίδιο σκηνικό με τη μανούλα και το γεμάτο κόμπους στομάχου, φαί, λατρεμένο μου.
Μονάχα μια φορά είχε καλή διάθεση η μανούλα θυμάμαι.
Μια μοναδική φορά, με καλοπήρε.
Στη μικρή πόλη που μέναμε τότε, είχε πανήγυρη μέρες.
Μαζί με τους πάγκους των μικροπωλητών, κάποιος πουλούσε και "γουρνοπούλα"!
(Ήτανε... δεσποινίς το γουρούνι και το ονόμαζαν έτσι; πώς πήγαινε η κλίση; ο γουρούνος , η γουρούνα και το παιδί τους η γουρνοπούλα; αδιευκρίνιστη η απορία μου από τότε πλανάται...ωστόσο συμφώνησα να φάμε το χοιρινούλι).
Αγόρασε, λοιπόν, η καλή μου μητέρα δυο μερίδες ξεροψημένη γουρνοπούλα, τις αλάτισε και τις σέρβιρε ήρεμα, πρώτη φορά στα χρονικά , να τις φάμε..
Δοκιμάζω την πρώτη μπουκια, θεόπικρη.
Δοκιμάζω τη δεύτερη, το ίδιο.
Δοκιμάζει η μανούλα την τρίτη, την έφτυσε.
Δεν ήταν της μοίρας μου να φάω γλυκό ψωμί σε τραπέζι.
Ούτε καν γλυκειά γουρνοπούλα.
Τι είχε συμβεί;
Απάνω στη σύγχυση αντί για αλάτι , την είχε "αλατίσει" με "Κλιν" το λευκό απορρυπαντικό της εποχής, που πουλιόταν και αυτό σε διάφανο πλαστικό σακκουλάκι -όπως το αλάτι!
Πάλι το φαγητό κατάντησε πικρότατο.
"Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον" έλεγον οι αρχαίοι.
Το δικό μου φαί, έπρεπε να είναι αλατισμένο με θλίψη, με ύβρεις και πίκρα.
.....................................................................................
Με έβλαψε, μακροπρόθεσμα, άραγε, αυτή η εμπειρία;
Νομίζω , όχι, ευλαβικέ αναγνώστη.
Με δίδαξε πως η γονεϊκή φροντίδα δεν είναι ούτε δεδομένη, ούτε αυτονόητη.
Με κατέστησε προσεκτική.
Με έκανε βαθύτατα ευγνώμονα για όποια ευλογία υλική και πνευματική, μου χάρισε ο Τρισάγιος Θεός, στη συνέχεια....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου