Aνάθεμα τον Έρωτα με τα καλά τά κάνει,
και πώς κομπώνει και γελά τη φρόνεψιν, και σφάνει!
Σ' πόσ' άδικα, σ' πόσ' άπρεπα τον άνθρωπο μπερδαίνει,
κι οπού τον έχει για κριτήν, εις ίντα σφάλμα μπαίνει!
Πόσοι Aφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
και μόνον ο Pωτόκριτος της Aρετής αρέσει.
Kαι δε θωρεί πλιό στα ψηλά, μα χαμηλά ξαμώνει,
και με μαγνιά τα μάτια τση, κι αράχνην τα κουκλώνει.
Kαι να ξανοίξει δεν μπορεί, εις το καλό να πάγει,
μα εις τό τη βλάφτει προθυμά, γιατί η καρδιά τση εσφάγη.
και πώς κομπώνει και γελά τη φρόνεψιν, και σφάνει!
Σ' πόσ' άδικα, σ' πόσ' άπρεπα τον άνθρωπο μπερδαίνει,
κι οπού τον έχει για κριτήν, εις ίντα σφάλμα μπαίνει!
Πόσοι Aφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
και μόνον ο Pωτόκριτος της Aρετής αρέσει.
Kαι δε θωρεί πλιό στα ψηλά, μα χαμηλά ξαμώνει,
και με μαγνιά τα μάτια τση, κι αράχνην τα κουκλώνει.
Kαι να ξανοίξει δεν μπορεί, εις το καλό να πάγει,
μα εις τό τη βλάφτει προθυμά, γιατί η καρδιά τση εσφάγη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου