19 Ιουλίου 2011

Εθνικισμός η ιδεολογική μεταμφίεση της κακίας ως υποκατάστατο της χριστιανικής αλήθειας



                      1) Πανθεϊσμός και εθνικισμός
                      2) Φιλελευθερισμός και εθνικισμός

                 Α. Η πολιτική του κράτους
                     α) Το σχολείο και ο στρατός
                 Β. Μια άνιση ηθική
                     α) Από το έθνος στη ράτσα
                  Α. Η επίκληση στο παράλογο
                     α) Ο Νίτσε, άθελα του

                   α) Ο σιωνισμός
                   β) Ο ισλαμισμός
                   Α. Ο γκολισμός, πολιτική ηθική
                      α) Η παλινόρθωση του κράτους
                      β) Η δημοκρατική μοναρχία
                      γ) Ο πολιτικός ρεαλισμός



ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Όπως πολλοί όροι που περιγράφουν μια πολιτική ιδέα μεγάλου εύρους, ο εθνικισμός είναι... ασαφής ως προς το τι σημαίνει και διφορούμενος ως προς τη χρήση του. Με τον όρο «εθνικισμός» ορισμένοι εννοούν τον πατριωτισμό, δηλαδή τη φυσική αγάπη για την πολιτική κοινότητα στην οποία γεννιέται, ζει και παίρνει την περίπλοκη πολιτιστική κληρονομιά του κάθε άνθρωπος. Καθώς οι πατρίδες πήραν τη μορφή εθνών στην ευρωπαϊκή ιστορία, εθνικισμός ήταν αρχικά η αγάπη του καθενός προς το έθνος του. Άλλοι θεωρούν τον εθνικισμό ως ένα οξυμένο πατριωτικό αίσθημα, μια παροδική συλλογική πάθηση που εκφράζεται μέσω μιας διεκδίκησης όταν ένα έθνος δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί ή όταν απειλείται η ανεξάρτητη ύπαρξη του. Σύμφωνα με τη δεύτερη έννοια, ο εθνικισμός αντιστοιχεί σε αποσπασματικά γεγονότα. Κατ’ άλλους, τέλος, ο εθνικισμός είναι ένα πολιτικό δόγμα που διατείνεται ότι συνιστά ένα καθοριστικό μέσο για τη λύση και την εξήγηση των προβλημάτων της ανθρωπότητας: η εθνική πραγματικότητα είναι η κεντρική και αποφασιστική αξία.
Σ’ αυτό το βιβλίο θα κρατήσουμε την τελευταία έννοια, υπονοώντας με την κατάληξη «-ισμός» που προσκολλάται στον όρο «εθνικός» μια έλλειψη μέτρου, μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο σκοπό και τα μέσα. Πρόκειται λοιπόν για μια προσπάθεια θεωρητικού και ιστορικού χαρακτηρισμού, την οποία το πρώτο κεφάλαιο αναφέρει ως «ιδεολογικό εθνικισμό». Η σκοπιμότητα αυτής της επιλογής είναι διπλή. Με αυτό τον τρόπο το πεδίο έρευνας δεν αποκλείει τις δύο πρώτες έννοιες του εθνικισμού που αναφέραμε παραπάνω. Αντιθέτως, επιχειρεί να δείξει πώς ο εθνικός πατριωτισμός και η ενίοτε παθιασμένη έκφραση του απορροφώνται από ένα σύστημα λογικό και αποτελεσματικό το οποίο έχει ως στόχο τη νομιμοποίηση μιας εξουσίας χωρίς μέτρο, πως η αγάπη για την πατρίδα μπορεί στην υπηρεσία του ολοκληρωτισμού να εκφυλιστεί σε λατρεία του έθνους και του τριπτύχου κράτος-αυτοκρατορία-φυλή.
Ο άλλος λόγος αυτής της επιλογής είναι το γεγονός ότι αυτό το ιδεολογικό φαινόμενο με την ευρεία του έννοια επηρεάζει και άλλα πολιτικά ρεύματα. Μπορούμε να παρατηρήσουμε, να χαρακτηρίσουμε και να συγκρίνουμε μια παρόμοια διαδικασία στο σοσιαλισμό και στον φιλελεύθερο ατομικισμό, που αποκαλείται κοινώς φιλελευθερισμός. Τα τρία αυτά ρεύματα της σύγχρονης πολιτικής σκέψης μάχονται και ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να επεκτείνουν την ηγεμονία τους στο πνεύμα και στις κοινωνικές συμπεριφορές.
Η ιστορική ανάπτυξη του ιδεολογικού εθνικισμού υπακούει σε ένα νόμο, από τη γεμάτη σφρίγος και ενθουσιασμό γέννηση του ως τον γεροντικό μαρασμό του ύστερα από το απόγειο και την κατάρρευση της προσπάθειας για την εφαρμογή του. Όμως δεν άγγιξε όλους τους λαούς με την ίδια δύναμη ούτε την ίδια στιγμή. Οι διαφορετικές καταστάσεις παρέχουν ποικιλία από ενσαρκώσεις του εθνικισμού, εμφανίζοντας συχνά αρκετά μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στους ισχυρισμούς της ρητορικής που τον νομιμοποιεί και την εφαρμογή της εξουσίας που νομιμοποιείται.
Η διάδοση του εθνικισμού αυτού υπακούει στο νόμο της αυξανόμενης εξάπλωσης, κερδίζοντας από λαό σε λαό ολόκληρη την ανθρωπότητα μέσω του ανταγωνισμού ή της κυριαρχίας. Η Γαλλία, μέσω του πνεύματος που διέπει την Επανάσταση, ξεκινάει τη διαδικασία και οι αυτοκρατορικοί πόλεμοι τη διαδίδουν στο σύνολο της Ευρώπης (κεφ. Α΄). Τα ευρωπαϊκά έθνη, από τα μισά του 19ου αιώνα ως τα μισά του 20ού, φέρουν εξολοκλήρου τα χαρακτηριστικά του ιδεολογικού εθνικισμού και τα μεταδίδουν στον υπόλοιπο κόσμο σύμφωνα με την εντελώς εθνικιστική λογική του αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού (κεφ. Β΄). Η αυτοκαταστροφή του ανθρώπου και των ίδιων των ευρωπαϊκών εθνών, στην οποία καταλήγει η πλήρης ολοκλήρωση της διαδικασίας, προκαλεί τη σύγχρονη αντίδραση εναντίον του εθνικισμού, δανειζόμενη παράλληλα ορισμένα χαρακτηριστικά από αυτόν για να τον καταπολεμήσει (κεφ. Γ΄).

Κεφάλαιο 1

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ

Ο εθνικισμός, που διαχωρίζεται από τον πατριωτισμό και το εθνικό αίσθημα, έχει μια γέννηση, μια φύση και μια ανάπτυξη που σημαδεύτηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση και τις ευρωπαϊκές προεκτάσεις της. Το πρώτο στάδιο του εθνικισμού καταλήγει σε μια διπλή επιτυχία, τη μετατροπή του ιταλικού και του γερμανικού εθνικού συνόλου σε κράτη το 1870 και το 1871.

Ι. - Από το έθνος στον εθνικισμό: το Παλαιό Καθεστώς και η Επανάσταση
Για να κατανοήσουμε την αλλαγή περιεχομένου που υφίσταται η έννοια του έθνους με τη Γαλλική Επανάσταση, πρέπει πρώτα να υπενθυμίσουμε τι σήμαινε αυτός επί Παλαιού Καθεστώτος.

1. Η έννοια του έθνους επί Παλαιού Καθεστώτος.
Στη Δυτική Ευρώπη, από τον 12ο έως τον 13ο αιώνα, το έθνος υπήρξε η πολιτική οργάνωση της κοινωνίας που επέτρεψε σταδιακά και ανομολόγητα την επανεμφάνιση της κρατικής μορφής της εξουσίας. Ως τότε το κράτος ενσαρκωνόταν ουσιαστικά στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διατηρώντας επί σχεδόν χίλια χρόνια -από την πτώση της τον 5ο αιώνα ως την εμφάνιση των ευρωπαϊκών εθνών- μια μόνιμη νοσταλγία και φιλοδοξία για μια νέα αυτοκρατορία.
Η φιλοδοξία για τη δημιουργία ενός κράτους δεν πραγματοποιήθηκε παρά τον 15ο και τον 16ο αιώνα για τη Γαλλία, τη Βρετανία και την Ισπανία, ενώ άλλα ευρωπαϊκά έθνη χρειάστηκε να περιμένουν ως τον 19ο και τον 20ο αιώνα για να αναγνωριστεί η εθνική τους ταυτότητα υπό τη μορφή κράτους. Η αναγέννηση του κράτους πραγματοποιήθηκε σε πολλές χώρες γύρω από ένα τρίτο στοιχείο: τη βασιλεία. Με τρόπο εντελώς υποδειγματικό στη Γαλλία και στη Βρετανία, το έθνος και το κράτος αναπτύχθηκαν γύρω από τον Βασιλιά. Το πρόσωπο και ο θεσμός του Βασιλιά ενσάρκωσαν το έθνος, οικοδομώντας παράλληλα σταδιακά το κράτος.
Η έλευση του βασιλικού-εθνικού κράτους, που αντιστοιχεί στο αποκαλούμενο Παλαιό Καθεστώς στη Γαλλία, διατηρεί ένα μείγμα στοιχείων προσωπικών (ιδιωτική έννοια της εξουσίας) και θεσμικών (δημόσια έννοια της εξουσίας) όσον αφορά τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και τον ορισμό της βασιλικής εξουσίας: το πρόσωπο όπως και ο βασιλικός θεσμός, ο Βασιλιάς και το Στέμμα, αποτελούν το έθνος.
Στη Γαλλία, η θρησκευτική νομιμοποίηση της εξουσίας κατέληξε στον μυστικιστικό γάμο ανάμεσα στο πρόσωπο του βασιλιά και το έθνος, σε μια αδιάλυτη ένωση που δεν πέθαινε με το θάνατο του προσώπου: οι θεσμικοί κανόνες της διαδοχής στη βασιλική εξουσία φανερώνουν άλλωστε μια αδιάκοπη κληρονομική συνέχεια (ο βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο βασιλιάς).
Ο βασιλικός θεσμός που συνιστά το Στέμμα εκπροσωπεί από μόνος του το γενικό συμφέρον, δηλαδή τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του έθνους: η φυσική οντότητα του βασιλιά συμβολίζει την ηθική οντότητα του εθνικού κοινωνικού σώματος, το οποίο εκφράζει την ποικιλία των ιδιαίτερων συμφερόντων του μέσω της σύνθεσης του σε εδαφικά ή λειτουργικά σώματα (επαρχίες, πόλεις ή επαγγέλματα). Με αυτό τον τρόπο νομιμοποιείται στα πλαίσια της γαλλικής απόλυτης μοναρχίας το μονοπώλιο της εθνικής πολιτικής εξουσίας προς όφελος του Βασιλιά ενώ τα μέλη και τα σώματα του έθνους περιορίζονται στην τοπική ή την περιφερειακή εκπροσώπηση.

2. Η Γαλλική Επανάσταση και η γέννηση του εθνικισμού. - Η σύλληψη αυτή θα ανατραπεί πλήρως σε διάστημα λίγων ετών, κυρίως σε δυο σημεία: την εκπροσώπηση και τη νομιμότητα.
Ο Βασιλιάς αμφισβητείται αρχικά όσον αφορά το μονοπώλιο του στην εκπροσώπηση του έθνους. Ήδη από τις 3 Μαρτίου 1766, ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ το παραδέχτηκε σε συνεδρίαση της Βουλής του Παρισιού (που αποκαλείται της «Μαστίγωσης»), δηλώνοντας ότι «τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του έθνους, το οποία τολμούν κάποιοι να θεωρήσουν ως σώμα χωριστό από τον μονάρχη, είναι αναγκαστικά ενωμένα με τα δικά μου και δεν βρίσκονται παρά μόνο στα χέρια μου». Πιο συγκεκριμένα, το 1788, βλέπουμε την εμφάνιση ενός κόμματος πατριωτών ή εθνικού κόμματος το οποίο ζητούσε καλύτερη εκπροσώπηση του λαού απέναντι στο κόμμα των αριστοκρατών. Όμως η καθοριστική στιγμή ήταν η περίφημη ψηφοφορία στις 17 Ιουνίου 1789, στη διάρκεια της οποίας, με 491 ψήφους υπέρ και 89 κατά, ο λαός ανακήρυξε μια Εθνοσυνέλευση και συγχρόνως δήλωσε ότι επιτρεπόταν προσωρινά η συλλογή φόρων. Έκτοτε ο Βασιλιάς δεν είναι πια ο μόνος εκπρόσωπος του έθνους και δεν είναι ούτε μονάρχης: όπως δηλώνουν λίγες εβδομάδες αργότερα η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη και τελικά το Σύνταγμα του 1791, «Το δόγμα κάθε κυριαρχίας βρίσκεται ουσιαστικά στο έθνος» (άρθρο 3, Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη), «το έθνος, από το οποίο προκύπτουν όλες οι εξουσίες...» (άρθρο 2, παράγραφος Γ, 1791). Αυτή η αλλαγή εκπροσώπησης βασίζεται σε μια μεταβίβαση της νομιμότητας.
Η μεταβίβαση αυτή είναι περίπλοκη λόγω της σύγχυσης μεταξύ της οντολογικής νομιμότητας και της πολιτικής νομιμότητας. Επί Παλαιού Καθεστώτος, η πολιτική εξουσία δεν έπαυε να χρησιμοποιεί τη θρησκεία όσο το δυνατόν περισσότερο και για δικό της όφελος προκειμένου να νομιμοποιείται ως οντότητα και ως προς τις λειτουργίες της. Σύμφωνα με τη φόρμουλα της απόλυτης μοναρχίας του θεϊκού δικαίου, ο Βασιλιάς της Γαλλίας λάμβανε απευθείας από τον Θεό, δημιουργό και υπέρτατο άρχοντα, την πολιτική κυριαρχία επί του γαλλικού έθνους. Αυτή η θεωρία ήταν καθαρά πολιτική και όχι θρησκευτική (1): το ότι ο Θεός θεωρείται ο λόγος ύπαρξης κάθε πράγματος δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ότι αποτελεί την αποκλειστική δικαιολογία για την εκάστοτε ιστορική μορφή της πολιτικής εξουσίας. Η έννοια που θριάμβευσε από το 1789 υπό την έμπνευση του αβά Σιεγέ διατηρεί αυτή την αμφισημία ανάμεσα στις δυο νομιμότητες, αλλά προς διαφορετική κατεύθυνση. Η σύγχυση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και οντολογικής εξουσίας διατηρείται προς όφελος, αυτή τη φορά, του έθνους. Στο πολιτικό πεδίο, η αφηρημένη έννοια του έθνους σύμφωνα με τον Σιεγέ οδήγησε στη συγκεκριμένη εκπροσώπηση, που ήταν διπλή κατά το Σύνταγμα του 1791: οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι στη νομοθετική εξουσία, ο κληρονομικός Βασιλιάς στην εκτελεστική. Έτσι ο Βασιλιάς έπαψε να είναι μονάρχης και μοναδικός εκπρόσωπος ενός έθνους με συγκεκριμένη μορφή και έγινε ο δευτερεύων εκπρόσωπος (2) ενός έθνους κυρίαρχου αλλά και αόρατου. Ένα χρόνο αργότερα, το 1792, με την πτώση της βασιλείας και τη διακήρυξη της δημοκρατίας, το έθνος είχε πλέον μόνο μία εκπροσώπηση, τους βουλευτές που εκλέγονταν από ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος εκείνων τους οποίους κυβερνούσαν. (3) Ενδεικτικά αυτής της μετάβασης είναι τα ίδια τα λόγια του Ροβεσπιέρου που ζητούσε την κεφαλή του βασιλιά: «Ο Λουδοβίκος πρέπει να πεθάνει διότι η πατρίδα πρέπει να ζήσει».

Αριστερά: Βυζαντινή άποψη του Αριστοτέλη [Ο σοφός Αριστοτέλης]

Λογικά, αυτή η πολιτική δεν θα έπρεπε να επηρεάσει καθόλου την καθολική οντολογική νομιμότητα που αποδιδόταν στον Θεό απεικονίζοντας εκ νέου το περίφημο «opnis potestas a Deo», «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Θεό». Αλλά γιατί οι συγγραφείς της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη στις 26 Αυγούστου 1789 αναφέρονται στην «παρουσία» και στην «προστασία του ανώτατου Όντος»; Όμως αυτός εδώ ο Θεός δεν είναι πια ο χριστιανικός Θεός, ούτε καν εκείνος του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. Είναι ο Θεός-ρολογάς του Βολτέρου ανθρωπομορφικά περιορισμένος στη φιγούρα ενός αόριστου πνεύματος που ξεχνά το προϊόν των δημιουργημάτων του. Λίγα ακόμη χρόνια και δεν θα τίθεται πια ζήτημα. Δειλά το 1789, πολύ σαφέστερα το 1793, εμπεδώνεται από τους γάλλους επαναστάτες η άποψη ότι το έθνος, ως τμήμα της ανθρωπότητας οργανωμένο σε κοινότητα, σε ενσωματωμένο σύνολο, αποτελεί όχι μόνο τον άμεσο λόγο ύπαρξης της πολιτικής εξουσίας αλλά και τη μακρινή και απόλυτη δικαιολόγηση της. Η εθνικιστική ρητορική παίρνει μορφή από πολιτική άποψη (4): δεν υπάρχει τίποτε πάνω από τον ανθρώπινο νου και, όπως έγραψε ο Φόιερμπαχ λίγα χρόνια αργότερα, η ιδέα ότι «ο άνθρωπος είναι το ανώτατο Ον για τον άνθρωπο» άρχισε να σχηματίζεται σε ορισμένα πνεύματα. Έκτοτε, η μόνη οντότητα που μπορεί να ξεπεράσει τον άνθρωπο είναι το πολιτικά οργανωμένο ανθρώπινο σύνολο. Για την ώρα, το σύνολο αυτό είναι το έθνος ή ο λαός και όχι η κοινωνική τάξη.

Στο ελληνικό έθνος και στον ελληνικό εθνικισμό που αναπήδησε μέσα από την Ελληνική Επανάσταση, η Χριστιανική Θρησκεία δεν εδιώχθη αμέσως από τα εθνικά σύμβολα, αν και προσπάθειες έγιναν και γίνονται μέχρι πλήρους αποχριστιανοποιήσεως της Ελληνικής κοινωνίας. Αυτό οφείλεται στο ότι στην Ελλάδα, η εθνική επανάσταση ήταν αμάλγαμα εισαγόμενων διαφωτιστικών προσπαθειών και εσωτερικού θρησκευτικού συναισθήματος. Τα εισαγόμενα και ξένα αντιχριστιανικά πρότυπα της «Εσπερίας» που έτι εξακολουθούν χάρη στις προσπάθειες νεοπαγανιστών και νεοδιαφωτιστών, δεν έχουν καταφέρει ακόμη να προσβάλλουν επιτυχώς την Ορθοδοξία. Περισσότερα στον τομέα «ελληνική σημαία».

Οι έννοιες του λαού και του έθνους χρησιμοποιούνται με τρόπο ουσιαστικά εναλλάξιμο στα επαναστατικά συντάγματα, κυρίως του 1793, για να δηλώσουν το σύνολο στο οποίο αναφέρονται και που αποτελεί την ανώτατη νομοτέλεια, όχι πια μόνο της δημόσιας ευτυχίας ή δυστυχίας, όπως το 1789, αλλά της ευτυχίας και της δυστυχίας του κόσμου. (5) Όμως οι αναφορές στο έθνος επικρατούν των αναφορών στο λαό όταν δείχνουν αυτή τη θρησκεία και τη λατρεία του συνόλου: το επίθετο εθνικός εισβάλλει σε όλες τις όψεις της κοινωνικής ζωής. Οι εθνικές εορτές τείνουν να αντικαταστήσουν τις θρησκευτικές με σύμβολα όπως η σημαία, ο ύμνος, η γλώσσα. Ανατίθεται στον πολίτη Νταβίντ να σχεδιάσει μια εθνική στολή για να σβήσει τις ιδιαιτερότητες των παλαιών επαρχιών και χωρών. Η παιδεία με τα σχέδια του Κοντορσέ θεωρείται εθνική, το ίδιο συμβαίνει και με τη δημοσιογραφία, που κάνει τότε την εμφάνιση της. Το Παρίσι της Επανάστασης βλέπει τους τόπους και τα μνημεία του να ξαναβαπτίζονται επηρεασμένα από τη νέα τάση: το Τουιλερί και το Λούβρο γίνονται αντίστοιχα Εθνικός Κήπος και Μέγαρο και η εκκλησία της Σε-ντ-Ζενεβιέβ Εθνικό Πάνθεον. (6)
Η λατρεία αυτή του εθνικού, η οποία σχετίζεται με την πολιτική θρησκεία που περιγράφει ο Ζαν-Ζακ Ρουσό στο τέλος του Κοινωνικού Συμβολαίου, έπρεπε λογικά να απαιτεί θυσίες, όπως όλες οι θρησκείες. Η υποχρεωτική στράτευση και κατόπιν ο μαζικός ξεσηκωμός του λαού το 1793 υπό την παρακίνηση του Καρνό θα ανοίξουν το δρόμο για έναν εθνικό στρατό: έκτοτε, απαιτείται από τον πολίτη να δίνει, εκτός από μέρος της περιουσίας του μέσω των φόρων, και τον ίδιο του τον εαυτό, το αίμα του, με κίνδυνο της ζωής του. Με την έκφραση «Το έθνος στα όπλα», ο πόλεμος γίνεται υπόθεση ολόκληρου του λαού. (7) Σαράντα χρόνια αργότερα, ο γερμανός στρατηγός Κλαούζεβιτς (1780-1831) στο βιβλίο του De la guerre (Περί πολέμου) διέκρινε στα χαρακτηριστικά της συμβατικής Γαλλίας τη γέννηση μιας νέας μορφής πολέμου και μιας νέας διάρθρωσης του στρατού: τον εθνικό στρατό που οδηγεί στον ολοκληρωτικό πόλεμο, διότι στο όνομα του έθνους εμπλέκεται ολόκληρο το σύνολο και ολόκληρος ο άνθρωπος. Ανάμεσα στον στρατιώτη του έτους 2 και του 1914 υπάρχει μια ομοιότητα και μια συνέχεια που δεν εξηγούνται παρά μόνο σε σχέση με την εθνικιστική διάσταση, που ήταν καινούργια για το στρατό και τον πόλεμο.
Αυτή η γρήγορη και εμφανής μετάλλαξη της εθνικής ιδέας σε εθνικισμό μετά τη Γαλλική Επανάσταση δείχνει το ουσιαστικό πρόβλημα της προέλευσης και του χαρακτηρισμού ενός φαινομένου που μοιάζει να ταυτίζει συνεχώς την πολιτική με τη θρησκευτική συμπεριφορά: με την εκκόλαψη του εθνικισμού, η εθνική ιδέα γίνεται ιδεολογία.


II. - Η ιδεολογική φύση του εθνικισμού

Ο εθνικισμός συμμετέχει στο πέρασμα από την ετερονομία στην αυτονομία, το οποίο αποτελεί στοιχείο του αποκαλούμενου «μοντερνισμού». Όπως ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός, έτσι και αυτός οργανώνεται σε μια ιδεολογία.

1. Το πέρασμα από την ετερονομία στην αυτονομία.
Η μετατροπή της εθνικής ιδέας, που πραγματοποιήθηκε κοινωνικά από τη Γαλλική Επανάσταση, φαίνεται ως το αποτέλεσμα μιας ανατροπής των εννοιών του ανθρώπου και της κοινωνίας στους κόλπους της σκεπτόμενης ελίτ της Δυτικής Ευρώπης. Αυτή η «επανάσταση των πνευμάτων» είναι αργή και διακριτική αλλά προοδεύει και καταλήγει να επικρατήσει: χαρακτηρίζεται από την επιθυμία συμβάλει ώστε να θριαμβεύσουν σε όλους τους τομείς δράσης του ανθρώπου νέα ήθη, καθοδηγούμενα από την αρχή της ενύπαρξης ή της αυτονομίας, στη θέση της αρχής της υπέρβασης ή της ετερονομίας.
Οι αποκαλούμενες ετερόνομες κοινωνίες λειτουργούν στη βάση ενός συστήματος αξιών που προκύπτουν από μια αρχή η οποία είναι συγχρόνως εξωτερική και ανώτερη: οι νόρμες της ατομικής και κοινωνικής ζωής έχουν σκοπό διαφορετικό από την κοινωνία, τις ομάδες ή τα άτομα που την αποτελούν. Οι κοινωνίες που οργανώνονται με τρόπο ετερόνομο, μακράν οι περισσότερες στο χρόνο και στο χώρο, είναι κοινωνίες που βασίζονται στη θρησκεία: χαρακτηρίζονται από την υπέρβαση του θεϊκού στην ανθρώπινη ζωή και στην κοινωνική οργάνωση. Αυτή η υπέρβαση εγγράφεται στο πλέον μύχιο σημείο της ενυπάρχουσας πραγματικότητας, διότι η θεότητα που έχει δημιουργήσει τους νόμους αυτούς έχει δημιουργήσει επίσης ό,τι υπάρχει. Τέτοια ήταν η περίπτωση, για παράδειγμα, των πολιτικών κοινωνιών της χριστιανικής Ευρώπης τον 12ο και 13ο αιώνα.
Στους κόλπους αυτών των κοινωνιών της Δυτικής Ευρώπης αναπτύχθηκε από τον 16ο αιώνα ένα σχέδιο αυτονομίας, όχι μόνο της πολιτικής εξουσίας σε σχέση με την εκκλησιαστική αλλά, πολύ πιο ουσιαστικά, και της ανθρώπινης κοινωνίας. Εμφανής στόχος ήταν η μετάβαση της απολυτότητας της θρησκευτικής υπέρβασης προς όφελος της πολιτικής και κοινωνικής ενύπαρξης, η αντικατάσταση ενός προτύπου βασισμένου στη θρησκευτική ανομοιότητα με ένα καθαρά ανθρώπινο, επιθυμώντας να αυτονομιμοποιηθεί είτε μέσω της ατομικής λογικής είτε μέσω της κοινωνικής τάξης πραγμάτων.

Αριστερά: Ο βασιλιάς Ερρίκος Η΄ βασιλιάς της Αγγλίας από τις 21 Απριλίου 1509 μέχρι τις 28 Ιανουαρίου 1547 (Πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/Henry_VIII_of_England)

Η επιθυμία για μια τέτοια αυτονομία αποτελεί ένα νέο φαινόμενο: μέχρι τότε η πολιτική εξουσία προσέτρεχε συχνά στη θρησκεία για να ενισχύσει τη νομιμότητα της ή για να ενισχύσει την υπακοή των υπηκόων, μεταχειριζόμενη προς όφελος της τη δύναμη της θρησκευτικής ηθικής υποχρέωσης. Ενίοτε, όποιος κατείχε την πολιτική εξουσία ισχυριζόταν ότι είχε θεϊκή καταγωγή, όπως συνέβαινε συχνά στις πολυθεϊστικές θρησκείες της αρχαιότητας: ο αιγύπτιος φαραώ, ο πέρσης βασιλιάς, ο ρωμαίος αυτοκράτορας Όμως σε καμιά από αυτές τις περιπτώσεις η πολιτική εξουσία δεν ισχυριζόταν ότι έπαιρνε τη θέση της θρησκείας αρνούμενη την ύπαρξη αυτής. Αυτό αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό του σχεδίου της αυτονομίας στην οποία ο άνθρωπος οικειοποιείται τα πάντα, αυτοανακηρυσσόμενος δημιουργός και κυρίαρχος στη θέση του μοναδικού Θεού της χριστιανικής θρησκείας. θεοποιούνταν μόλις ανέβαιναν στην εξουσία και εντάσσονταν στο σύνολο των διάφορων θεοτήτων που προϋπήρχαν. Ενίοτε, εκείνος που κατείχε την πολιτική εξουσία αυτοανακηρυσσόταν θρησκευτικός ηγέτης, όπως ο Ερρίκος Η΄ της Αγγλίας τον 16ο αιώνα, ή απευθείας επιλεγμένος από τον Θεό για να ασκήσει την πολιτική εξουσία, όπως είδαμε στην περίπτωση της απόλυτης μοναρχίας του Παλαιού Καθεστώτος στη Γαλλία.
Η επί καιρό λανθάνουσα άρνηση της θρησκείας συνοδεύτηκε από μια άρνηση ή τουλάχιστον μια μετάλλαξη ενός σημαντικού μέρους της φιλοσοφικής δουλειάς που αποτελεί την οντολογία και τον κύριο λόγο ύπαρξης της (8). Οι πνευματικές διαδικασίες των φιλοσόφων και των σκεπτόμενων ανθρώπων που υποστηρίζουν το σχέδιο αυτονομίας οδηγούν στις τρεις ακόλουθες καταστάσεις: είτε το οντολογικό πρόβλημα δεν τίθεται και συνεπώς δεν επιλύεται είτε μπαίνει στο περιθώριο a priori από τον υλισμό είτε προτείνεται ως λύση ο πανθεϊσμός.
Οι διαφορετικές μεταξύ τους απόψεις του Μακιαβέλι και του Ρουσό μας προσφέρουν μια απεικόνιση της πρώτης κατάστασης, δηλαδή του να αγνοείται απλώς το πρόβλημα. Ο Μακιαβέλι οικοδομεί το σύστημα ερμηνείας της πολιτικής επάνω σε μια κεντρική έμφυτη αρχή: στην απόκτηση και διατήρηση της πολιτικής εξουσίας, πράγμα που την καθιστά την υπέρτατη και απόλυτη αξία της ανθρώπινης ζωής. Το επιθυμητό αγαθό είναι η εξουσία, και η ηθική των ανθρώπων που είναι ικανοί να την καταλάβουν συνοψίζεται στην ηθική της επιτυχίας: καλό είναι ό,τι ενισχύει τη διατήρηση της πολιτικής εξουσίας, κακό ό,τι τη θέτει σε κίνδυνο. Ομοίως, ο Ζαν-Ζακ Ρουσό θεοποιεί την πολιτική εξουσία στη δημοκρατική της άσκηση: το αποτέλεσμα της πολιτικής διαδικασίας, η πλειοψηφική ψήφος, επεκτεινόμενη στο σύνολο των μελών του κοινωνικού σώματος, έχει όλα τα χαρακτηριστικά της θεότητας: αλήθεια, καλοσύνη και ιερότητα. Έτσι η πολιτική εξουσία γίνεται πρωταρχικός στόχος και ο απώτερος σκοπός των ανθρώπινων πράξεων και η φιλοσοφική σκέψη περιορίζεται σε ιστορική ηθική.
Άλλοι στοχαστές εξίσου σημαντικοί, όπως ο Τόμας Χομπς, αλλά κυρίως, τον 18ο αιώνα, μεγάλο μέρος των Εγκυκλοπαιδιστών (Ντ’ Αλαμπέρ, Λα Μετρί, Ντιντερό, Ελβέτιος, Χόλμπαχ) όπως και η αγγλική Ωφελιμιστική Σχολή με τον Μπένθαμ και τον Τζέιμς Μιλ απομακρύνουν το πρόβλημα, υποστηρίζοντας a priori τον υλισμό: οι πράξεις του ανθρώπου αντιμετωπίζονται σύμφωνα με έναν ηθικό νόμο που διέπεται από δυο αρχές: την αναζήτηση της ευχαρίστησης, η οποία θεωρείται ότι από μόνη της αποτελεί την ευτυχία, και την αποφυγή του πόνου και του θανάτου, που θεωρούνται ως τα μόνα κακά. Το πολιτικό σύστημα ή η κοινωνική οργάνωση περιέχουν τη συλλογική ρύθμιση αυτής της ηθικής σύμφωνα με το νόμο των αριθμών και την πρόθεση των νομοθετών-κυβερνητών για χειραγώγηση.

Η «βαλσαμωμένη» μούμια του υλιστή φιλόσοφου Jeremy Bentham. Παρά τις όποιες προσπάθειές του για συσσώρευση υλικών αγαθών προς επίτευξη ευτυχίας απεβίωσε και αυτός, εγκαταλείποντας τον «μάταιο» τούτο κόσμο άνευ ουδενός υλικού αγαθού εις συνοδεία του. Κατά παράδοξο τρόπο «ευαισθησίες» νεοπαγανιστών κατά Ορθοδόξων λειψάνων προσπερνούν αδιάφορα τέτοια φαινόμενα υλιστικής μουμιοποίησης και εξαναγκασμένης «ιεροποίησης» προσώπων-ατόμων. (Πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/Image:Jbentham.600px.jpg)

Μπροστά στη φιλοσοφική ανεπάρκεια αυτών των συστημάτων, ορισμένοι πρότειναν, τέλος, τον πανθεϊσμό ως καθολική νομιμοποίηση της αρχής της αυτονομίας. Οι πανθεϊστές φιλόσοφοι απαντούν θεωρητικά στην αρχή του λόγου ύπαρξης, δηλώνοντας ότι ο Θεός δεν είναι τίποτε παραπάνω από το σύμπαν και ό,τι αυτό περιέχει. Τα πάντα είναι Θεός, συνεπώς τα πάντα εμπεριέχουν το λόγο ύπαρξης τους, και ιδίως η ανθρώπινη κοινωνία, που θεωρείται γενικώς το πιο συνειδητό τμήμα του σύμπαντος, άρα και της θεότητας. Η θεοποίηση της κοινωνίας και της διακυβερνητικής της δραστηριότητας, της πολιτικής, βρίσκει με αυτό τον τρόπο μια λογική δικαιολογία, κυρίως με τη γερμανική σχολή των Φίχτε, Σέλινγκ και Χέγκελ.
Τα τρία αυτά ρεύματα σκέψης με διαφορετική φιλοσοφική παράμετρο γέννησαν τα τρία μεγάλα ρεύματα της πολιτικής σκέψης τα οποία κυριαρχούν επί σχεδόν δυο αιώνες στον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό -το φιλελευθερισμό, τον εθνικισμό και το σοσιαλισμό- και λειτούργησαν ως πνευματική νομιμοποίηση τους. Η θεοποίηση του κοινωνικού πεδίου στα τρία αυτά ρεύματα αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο άτομο και στο σύνολο. Αν συγκρίνουμε το φιλελευθερισμό με τον εθνικισμό κατά τη γέννηση τους τον 18ο αιώνα, μπορούμε να διακρίνουμε ομοιότητες στα δυο πρώτα στάδια της ανάπτυξης τους. Σε πρώτη φάση, η δήλωση της αυτονομίας παίρνει τη μορφή μύθου ή ανόσιου μυστηρίου: κατά τον Άνταμ Σμιθ, η θεμελιώδης τάξη της κοινωνίας βασίζεται στην πλήρη ελευθερία επιλογών και στρατηγικών των ατόμων που αποσκοπούν πάντα στην ευτυχία όλων, σύμφωνα με το περίφημο παράδειγμα του αόρατου χεριού, (9) στην πραγματική θεοποίηση της κοινωνίας. Από την πλευρά του ο Σιεγέ εφευρίσκει, όπως είδαμε, μια μυθολογία του συλλογικού γύρω από την έννοια του έθνους. Το έθνος κατέχει την κυριαρχία, γίνεται η ανώτατη αρχή αναφοράς υποσκελίζοντας τη θρησκευτική νομιμότητα και είναι ικανό να δικαιολογεί κάθε πολιτική απόφαση. Τα κοινωνικά ήθη που προκύπτουν, απαλλαγμένα από κάθε αναφορά στη θρησκεία και στην παράδοση, βασίζονται έκτοτε μόνο στην εθνική επιθυμία, που εκφράζεται μέσω των εκπροσώπων της, των βουλευτών, οι οποίοι ενεργούν ως χρησμοί αυτής της νέας θεότητας. (10)
Σε δεύτερη φάση, η μυθολογία του αόρατου χεριού μοιάζει ανεπαρκής και χρειάζεται μια λογική εξήγηση για το φιλελευθερισμό και τον εθνικισμό. Και στις δυο περιπτώσεις, τα κοινωνικά μαθηματικά της αρχής της πλειοψηφίας που εφαρμόζονται στο σύνολο του λαού και στους εκπροσώπους του εξηγούν και νομιμοποιούν το σύνολο της κοινωνικής οργάνωσης. Ο εθνικισμός της 1ης Δημοκρατίας της Γαλλίας (1982-1799) όπως και ο αγγλικός ακραίος φιλελευθερισμός του Τζέρεμι Μπένθαμ και του Τζέιμς Μιλ βασίζονται στον δημοκρατικό μηχανισμό για να κατακτήσουν τη μοναδική ευτυχία του ανθρώπου, το κοινό καλό, που εκλαμβάνεται ως το αριθμητικό άθροισμα των επιμέρους καλών. Με τη Συμβατική Εθνοσυνέλευση, το έθνος στη Γαλλία πήρε το συλλογικό πρόσωπο, που είναι έκτοτε ορατό, ενός λαού ο οποίος υποτίθεται ότι αποφασίζει για την τύχη του διά των οδών της ημιάμεσης δημοκρατίας, (11) ενώ στην πραγματικότητα οι Ιακωβίνοι στην εξουσία ήδη εφάρμοζαν την ιδεολογική νομιμότητα μιας πεφωτισμένης μειοψηφίας που αποφασίζει στο όνομα του. Το έθνος δεν έχει πια μυστήρια, είναι το ένα από τα τρία «υπέρτατα όντα» του σχεδίου αυτονομίας και ενύπαρξης μαζί με το άτομο και την κοινωνική τάξη.

Η πρώτη ημέρα της συνέλευσης των τριών τάξεων. (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, σελ. 21)

2. Ο εθνικισμός ως ιδεολογία.
Το φαινόμενο αυτό της θρησκευτικότητας που διέπει μονίμως και βαθιά τις πολιτικές ιδέες και συμπεριφορές στο τέλος του 18ου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη, κυρίως με τον εθνικισμό, οι Ζιλιέν Μπεντά και Ρεμόν Αρον το χαρακτήρισαν «θρησκεία του προσωρινού» ή «κοσμική θρησκεία» -και πολλοί άλλοι σύγχρονοι τους το αποκάλεσαν «ιδεολογία». Στο βιβλίο του La trahison des clercs (12) που κυκλοφόρησε το 1927, (13) ο Μπεντά περιγράφει αυτό που αποκαλεί «θρησκείες του προσωρινού»: «Σήμερα βλέπω κάθε πολιτικό πάθος να είναι εξοπλισμένο με ένα ολόκληρο δίκτυο ισχυρά δομημένων δογμάτων, των οποίων η μοναδική λειτουργία είναι να εκπροσωπούν, υπό όλες τις οπτικές γωνίες, την υπέρτατη αξία της δράσης του και στα οποία προβάλλεται, δεκαπλασιάζοντας φυσικά την ισχύ του». Λιγότερα από 20 χρόνια αργότερα, (14) ο Ρεμόν Αρόν πέρασε από την περιγραφή στον σαφή χαρακτηρισμό του φαινομένου: «Προτείνω να ονομαστούν "κοσμικές θρησκείες" τα δόγματα που παίρνουν στις ψυχές των συγχρόνων μας τη θέση της εξαφανισμένης πίστης και τοποθετούν εκεί τη σωτηρία της ανθρωπότητας, στο απώτερο μέλλον και υπό τη μορφή μιας κοινωνικής τάξης πραγμάτων που πρέπει να δημιουργηθεί».
Ο τελευταίος αυτός ορισμός έχει την αξία ότι φέρνει στο προσκήνιο τις τρεις λειτουργίες κάθε ιδεολογίας όταν αυτή φτάνει στην ολοκλήρωση της: υποκατάσταση, ενύπαρξη και σωτηρία. Το έχουμε αναφέρει και πρωτύτερα, η υποκατάσταση προκύπτει από την επιθυμία να αντικατασταθεί η θρησκευτική λειτουργία από την πολιτική λειτουργία επιβάλλοντας εμφανώς στον άνθρωπο, είτε με τρόπο φυσικό είτε παθολογικό (15), μια μόνιμη και άσβεστη ανάγκη του απόλυτου. Η ενύπαρξη είναι απόρροια της υποκατάστασης: ο ορίζοντας του ανθρώπου μειώνεται στην επίγεια ζωή, το εδώ κάτω αντικαθιστά το υπερπέραν. Η σωτηρία που έκτοτε περιλαμβάνεται στο εδώ κάτω συνδέεται με την ιστορική πραγματικότητα -δηλαδή την ιδεολογία-, μοναδικό κλειδί της ευτυχίας της ανθρωπότητας, που καθορίζει την κοινωνική τάξη πραγμάτων την οποία η πολιτική εξουσία είναι επιφορτισμένη να συντονίζει.

Βίντεο: Μέγεθος Μέγεθος: 73 Kb - Διάρκεια: 35΄΄: «[Προσεγγίζουμε] την πολιτική, την οικονομία, τον πολιτισμό μας, με ένα δυϊσμό μεταξύ καλού και κακού, και αυτό τι κάνει,.. αυτό ακυρώνει κάθε ορθό λόγο, κάθε κριτική σκέψη, ενός ελεύθερου ατόμου να βρει τα αίτια, που είναι οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά και δεν ανάγονται σε κανένα κακό πνεύμα, διότι εάν δεχτούμε αυτήν την λογική, καταλαβαίνετε πως βολεύονται τα κέντρα εξουσία [εννοεί τις Η.Π.Α. με την δαιμονοποίηση των αντιπάλων] να αποπροσανατολίζουν τον κόσμο, από το σημαντικό, να ασχοληθούν με τα πραγματικά αίτια που είναι εδώ στην γη που ζούμε και δεν έρχονται από κανένα ουρανό...» Περισσότερα. (Πηγή: Χρήστος Πατσός, Κοινωνιολόγος - Μέλος Συλλόγου Ελλήνων Κοινωνιολόγων, Τηλεοπτικός Σταθμός Alter, εκπομπή «Οι Πύλες του Ανεξήγητου», θέμα «Ο χορός των δαιμόνων και οι εξορκισμοί», Σάββατο 05/11/2005)

Ο εθνικισμός που γεννιέται από τη Γαλλική Επανάσταση σχετίζεται με αυτό τον ορισμό της ιδεολογίας; Όχι απολύτως. Η υποκατάσταση της θρησκείας από την πολιτική δεν είναι ολοκληρωτική: η λατρεία του υπέρτατου Όντος που ανταγωνιζόταν επί Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης τη λατρεία της θεάς Λογικής αφήνει να φανούν ψήγματα ετερονομίας. Η σωτηρία γίνεται ουσιαστικά συλλογική και εθνική, χωρίς όμως να απομακρύνει τελείως το υπερπέραν. Αυτή η έλλειψη ολοκλήρωσης είναι ακατανόητη: ο εθνικισμός, όπως οι υπόλοιπες ιδεολογίες, υπακούει σε ένα νόμο ιστορικής προοδευτικότητας που μπορεί σχηματικά να οδηγήσει σε δυο μεγάλα στάδια τα οποία περιλαμβάνουν δυο φάσεις το καθένα.

Οι διαφωτιστές κατά παράδοξο τρόπο προσκύνησαν ως θεά της Λογικής μιας πόρνη, δηλαδή μια γυναίκα που χρησιμοποιεί το σώμα της παράλογα, ακολουθώντας ως σκλάβοι περισσότερα τα ανθρώπινα φθηνά πάθη τους παρά την ίδια την λογική. Στην φωτογραφία σύμπλεγμα Αφροδίτης και Πάνα.

Το πρώτο ιστορικό στάδιο χαρακτηρίζεται από την απουσία ομοιογένειας του ιδεολογικού φαινομένου και από τον αδύναμο χαρακτηρισμό του: χαρακτηρίζεται κυρίως από την επιθυμία να θεοποιηθεί το σύνολο του κοινωνικού πεδίου και πρωτίστως το διευθυντικό του στοιχείο, δηλαδή η πολιτική εξουσία. Πραγματοποιείται σε δυο χρόνους, σύμφωνα με δυο ρήξεις και δυο επιτεύγματα: πρώτα, μια ιδεολογική ρήξη με την ετερονομία, που πραγματοποιείται σταδιακά από τον 16ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη και καταλήγει στη θεωρητικοποίηση ή πνευματική νομιμοποίηση της αυτονομίας με τη δημιουργίας της ιδεολογίας. Ο Νικολό Μακιαβέλι τον 16ο αιώνα, ο Τόμας Χομπς τον 17ο και ο Ζαν-Ζακ Ρουσό τον 18ο μοιάζουν σαν οι πρώτοι ιδεολόγοι στο μέτρο που θεοποιούν τη συλλογικότητα γύρω από τον κυβερνώντα (Il principe (16)), το κράτος (Leviathan (17)), το λαό (La Contrat social(18)) αρνούμενοι ανεπιφύλακτα τη θρησκεία ή κάνοντας τη να εξαρτάται από την πολιτική συγκυρία. Σε δεύτερο χρόνο, η ιδεολογία στοχεύει στη μαζική πραγματοποίηση μέσω μιας κοινωνικής και θεσμικής ρήξης (Γαλλική Επανάσταση). Ο εθνικισμός που γεννιέται μοιάζει να είναι μια από τις επικρατούσες φόρμες στη Γαλλία μετά το 1789, που προέκυψαν από την επίτευξη του πρώτου ιδεολογικού μη ομογενούς σταδίου, της αγιοποίησης του συνόλου του κοινωνικού πεδίου.

Η θεοποίηση της πολιτικής κοινωνίας απέδωσε και ένα ακόμη «κατόρθωμα» στους πολιτικούς. Την δυνατότητα της «τέλεσης μυστηρίων» ως άλλοι, πολιτικοί, ιερείς εις αντίπραξη των πραγματικών θρησκευτικών ιερέων. Από κει και έπειτα η πορεία προς το θρησκευτικά ανήθικο και ανόητο επιταχύνθηκε, όπως δηλαδή οι πολιτικοί γάμοι ομοφυλοφίλων εις την Ευρώπη [Σας ονομάζω «άνδρα» και «γυναίκα». Τέτοιες πρακτικές δεν απέχουν και πολύ από την μαγεία ή την δεισιδαιμονία, όταν δηλαδή κανείς μετατρέπει ή εξαναγκάζει με τα λόγια ένα ανδρικό κορμί να γίνει γυναικείο και ένα γυναικείο να γίνει ανδρικό] (Πηγή: Τηλεοπτικός Σταθμός NET, εκπομπή Transit, Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2004)

Αλλά τη στιγμή που αρχίζει να πραγματοποιείται η τελευταία φάση του πρώτου σταδίου, το δεύτερο ιστορικό στάδιο έχει ήδη ξεκινήσει. Διαφοροποιείται από το πρώτο με την ομοιογένεια των ιδεολογιών που το συνθέτουν. Η ιδεολογική ρήξη με την ετερονομία ολοκληρώνεται πλήρως από τους υλιστές και πανθεϊστές φιλοσόφους του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου. Παράλληλα αρχίζουν να εμφανίζονται ιδεολογίες επικεντρωμένες σε μια συγκεκριμένη και ευνοούμενη διάσταση του κοινωνικού πεδίου (το άτομο, το έθνος, η τάξη). Έκτοτε διαρθρώνονται φιλοσοφικά με τρόπο που προωθούν μια απόλυτη γνώση, μια μοναδική αλήθεια από την οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η σωτηρία της ανθρωπότητας. Η φιλελεύθερη ιδεολογία συντίθεται πνευματικά στο τέλος του 18ου αιώνα, ενώ ο εθνικισμός αναπτύσσεται στις αρχές του 19ου αιώνα και σχεδόν συγχρόνως ο σοσιαλισμός.
Οι τρεις αυτές έκτοτε κυρίαρχες πολιτικές ιδεολογίες ολοκληρώθηκαν θεσμικά και συλλογικά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους ανάλογα τη χώρα, πρώτα στη Δυτική Ευρώπη, λίκνο της γέννησης τους, και μετά στον υπόλοιπο κόσμο λόγω της ευρωπαϊκής ηγεμονίας. Για την Ευρώπη, η πλήρης κοινωνική ολοκλήρωση της εθνικιστικής ιδεολογίας που σφυρηλατήθηκε πνευματικά με αυτό τον τρόπο εκτείνεται σε λίγο λιγότερο από έναν αιώνα, από τα μέσα του 19ου ως τα μέσα του 20ού αιώνα. (19)
Απέναντι στις ανταγωνιστικές ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, ο εθνικισμός παρουσιάζει τόσο ομοιότητες όσο και διαφορές. Όπως στην περίπτωση του σοσιαλισμού, ο εθνικισμός είναι μια συλλογική ιδεολογία: ο κάθε άνθρωπος καλείται να αφομοιωθεί μέσα σε ένα θεοποιημένο κοινωνικό και συλλογικό σύνολο που τον ξεπερνά από άποψη μεγέθους και δύναμης. Σύμφωνα με αυτό το κοινό χαρακτηριστικό, ο εθνικισμός και ο σοσιαλισμός βλέπουν στην κατάκτηση και στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας την απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη ολοκλήρωση του σχεδίου τους. Ο φιλελευθερισμός αντιθέτως, που οργανώνεται μόνο γύρω από το άτομο ως υπέρτατη και μοναδική αξία, δεν αντιμετωπίζει την κοινωνία παρά ως ένα αρμονικό σύνολο ατομικιστικών στρατηγικών. Ορισμένοι συγγραφείς αυτού του ρεύματος δίνουν στην πολιτική εξουσία έναν συμπληρωματικό και περιορισμένο ρόλο σ’ αυτή την αυθόρμητη αρμονία που πηγάζει από την κοινωνία των πολιτών. Μην έχοντας ως στόχο την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, η πραγματοποίηση της φιλελεύθερης ιδεολογίας μπορεί να μοιάζει πιο διαδεδομένη και λιγότερο εντυπωσιακή από την περίπτωση του εθνικισμού και του σοσιαλισμού.
Αντιθέτως, όσον αφορά τη δομή της ιδεολογίας, ο εθνικισμός διακρίνεται με αρκετή σαφήνεια από τους δυο ανταγωνιστές του. Μιμούμενος τη θρησκεία που απευθύνεται συγχρόνως στην καρδιά και στο μυαλό του ανθρώπου, οι ιδεολογίες απασχολούν με τρόπο άνισο τα δυο αυτά πεδία, το συναισθηματικό και το λογικό. Ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός, που προέκυψαν εν πολλοίς από την πνευματική ελίτ των ευρωπαϊκών κοινωνιών, προτάσσουν τη λογική (20), τουλάχιστον σε πρώτη φάση και με τρόπο σχεδόν αποκλειστικό. Ο εθνικισμός αντιθέτως δανείζεται πολλά από το συναισθηματικό στοιχείο. Η γρήγορη επιτυχία του εθνικισμού στους λαούς μπορεί να βρει εδώ μια εξήγηση, καθώς η χρήση των συναισθημάτων δεν απαιτεί να έχουν περίπλοκη παιδεία οι λαοί, όπως το απαιτούν τα αφηρημένα πνευματικά οικοδομήματα.


«Η γρήγορη επιτυχία του εθνικισμού στους λαούς μπορεί να βρει εδώ μια εξήγηση, καθώς η χρήση των συναισθημάτων δεν απαιτεί να έχουν περίπλοκη παιδεία οι λαοί, όπως το απαιτούν τα αφηρημένα πνευματικά οικοδομήματα.». (Πηγή Φώτο: http://www.historyofmacedonia.org/ConciseMacedonia/images/map_of_macedonia.jpg)


III. - Η άνοδος του εθνικισμού: πρώτες εφαρμογές και νέες θεωρητικοποιήσεις

Η ιστορική αλληλεπικάλυψη των δυο σταδίων του εθνικισμού αντιστοιχεί στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Την ώρα που ο εθνικισμός που γεννήθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση έβρισκε την κρατική του πραγματοποίηση στη ναπολεόντεια Αυτοκρατορία και στις διστακτικές αρχές μιας αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας, σφυρηλατήθηκε το πνευματικό οπλοστάσιο του ιδεολογικού εθνικισμού, που επιχειρεί έκτοτε, σ’ αυτό το δεύτερο στάδιο, να φέρει μια συνολική εξήγηση για την ανθρωπότητα και την ιστορία της.

1. Οι εφαρμογές του πρώτου σταδίου του εθνικισμού
Συνοψίζονται στον όρο «αυτοκρατορία», τόσο ως αύξηση της κυριαρχίας της πολιτικής εξουσίας στην κοινωνία όσο και ως γεωγραφική επέκταση της ίδιας εξουσίας, και στις δυο περιπτώσεις, στο όνομα του έθνους.

Α) Οι γαλλικές αυτοκρατορίες και η αρχή των εθνικοτήτων
«Πολίτες, η Επανάσταση βασίζεται στις αρχές που την ξεκίνησαν: έχει τελειώσει». Σηματοδοτεί αυτή η καταληκτική φράση της περίφημης δήλωσης των υπάτων της Δημοκρατίας στις 15 Δεκεμβρίου 1799 το τέλος του επαναστατικού εθνικισμού με την έλευση της προσωπικής εξουσίας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και την επαναφορά της κληρονομικής μοναρχίας το 1804; Μέσα στην πληθώρα νομιμοτήτων που έχαιρε ο πρώτος ύπατος και σύντομα αυτοκράτορας, οι επαναστατικές αναφορές επικράτησαν κατά πολύ εκείνων στο Παλαιό Καθεστώς. Η εθνική αναγνώριση, την οποία ο Ναπολέων επιχειρεί τεχνηέντως να αποκτήσει προς όφελος του, εγγράφεται πολύ περισσότερο στην επέκταση του καθεστώτος της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης και των Ιακωβίνων της 1ης Δημοκρατίας παρά σε μια επιστροφή στο μονοπώλιο της εκπροσώπησης του έθνους από έναν απόλυτο μονάρχη. Η συμμετοχή των πολιτών μέσω της Ψηφοφορίας αλλά και κυρίως μέσω των στρατιωτικών υποχρεώσεων παραπέμπει στη λογική της θυσίας του ατόμου για το εθνικό σύνολο των Ιακωβίνων. Το στρατιωτικό σύστημα της θητείας ήταν όλο και περισσότερο αναγκαίο για τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις, τόσο σε αριθμούς όσο και όσον αφορά την επέκταση του σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, όπως ήταν αναμενόμενο, ενώ η προσφυγή στις κάλπες και στο εκλογικό σύστημα γνώρισε γρήγορη ύφεση. Ο μύθος του Ναπολέοντα στη γαλλική επαρχία την εποχή της Παλινόρθωσης και της Μοναρχίας του Ιουλίου συνέδεσε εν πολλοίς την τύχη του εθνικισμού με το βοναπαρτισμό. Από το 1848 ο Λουδοβίκος-Ναπολέων Βοναπάρτης δεν έκανε τίποτα άλλο από το να συλλέγει τους καρπούς αυτού και, από τις 2 Δεκεμβρίου 1851, να παρατείνει τις επιπτώσεις. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι από το 1799 ως το 1870, από το κατώφλι μιας Αυτοκρατορίας ως την αγωνία για μια άλλη, οι ναπολεόντειες εμπειρίες εφαρμόζουν εντός της Γαλλίας ένα μέρος της εθνικής ιδεολογίας χωρίς το πρώτο της στάδιο που προέκυψε από την Επανάσταση.

Μέσα στα πλαίσια του εθνικισμού και της Γαλλικής Επανάστασης γίνεται κατανοητή η εμφάνιση των ελλήνων αρχαιόθρησκων - παγανιστών: «Αν υπάρχει ένας θεσμός που τιμά παγκοσμίως την Ελλάδα, αυτός είναι οι Ολυμπιακοί αγώνες και αυτό οφείλεται σε μας (παγανιστές) και στους αγώνες που κάναμε με την λέσχη Ιακωβίνων, κατά τα 2 χρόνια της θρησκευτικής μας ελευθερίας εις το νησί της Κεφαλληνίας». Περισσότερα. (Πηγή: Εκπομπή Αθέατος Κόσμος, Σάββατο 07/02/2004, Σταθμός Alter, Παναγιώτης Μαρίνης, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Αρχαιοφίλων)

Πιο καθαρά απ’ όσο στο εσωτερικό, οι Γαλλικές Αυτοκρατορίες και κυρίως η Πρώτη πέτυχαν τη διάδοση του επαναστατικού εθνικισμού στο εξωτερικό. Οι ναπολεόντειες κατακτήσεις έσπειραν στη Γαλλία την αρχή των εθνικοτήτων, που κυριάρχησε όλο τον αιώνα. Οδήγησε σε μια αναδιοργάνωση του χώρου και της εξουσίας ανάλογα με την εθνική διάσταση και συγκρούστηκε με τη σειρά της με την ίδια αυτή πρώτη αρχή.
Οι ναπολεόντειες βλέψεις για κατακτήσεις προσέκρουσαν αρχικά σε ευρωπαϊκά έθνη που είχαν ήδη συγκροτηθεί σε κράτη, όπως η Βρετανία και η Ισπανία. Η πρώτη χρωμάτισε το φιλελευθερισμό της με έναν εθνικισμό απέναντι στη Γαλλία, καθώς ένιωθε να απειλείται η επιθυμία της για κυριαρχία και πλειοδοτούσε όσον αφορά τις γαλλικές φιλοδοξίες. Η δεύτερη εκδήλωσε μέσω μιας λαϊκής αντίστασης την άρνηση της προς μια ξένη εθνικιστική κυριαρχία, όμως ως αποτέλεσμα υπέστη πλήγμα, χάνοντας την αποικιοκρατική της αυτοκρατορία, σύμφωνα με την ίδια λογική του κυρίαρχου έθνους.
Εκεί όπου το έθνος δεν είχε εξελιχθεί σε κράτος, η συμπεριφορά των λαών γνώρισε δυο συγκυρίες φαινομενικά αντιφατικές αλλά σχετικές μέσω της εθνικής λογικής: ενώ αρχικά χαιρετίστηκαν σαν ελευθερωτές και φορείς νέων ιδεών (21), οι στρατιώτες της αυτοκρατορίας γνώρισαν αρκετά σύντομα την απόρριψη, η οποία είχε τις ρίζες της στην ιδέα του έθνους, μια ιδέα στην εξάπλωση της οποίας είχαν συμβάλει και οι ίδιοι. Έτσι το γερμανικό και το ιταλικό έθνος, που ήταν διασπασμένα σε πληθώρα κρατιδίων (ιταλικές Δημοκρατίες, Συνομοσπονδία του Ρήνου, διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Γερμανία), έλαβαν συνείδηση της ανάγκης για κρατική οντότητα. Η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία αντιθέτως, σύμφωνα με την ίδια αρχή των εθνικοτήτων, είχε διαφορετική τύχη: ξεκίνησε γι’ αυτή μια διαδικασία διάσπασης που κατέληξε το 1919 στην κρατική αναγνώριση των εθνών που την αποτελούσαν. Και εδώ το κράτος δεν συνέπιπτε με το έθνος, όμως, αντί να βρίσκεται σε υποεθνικό επίπεδο, όπως στη Γερμανία και στην Ιταλία, αφορούσε ένα υπερεθνικό σύνολο. Στη μια και στην άλλη περίπτωση, ο εθνικισμός δεν έπαυε να διεκδικεί την κατάργηση αυτής της ανακολουθίας μεταξύ έθνους και κράτους.

Για τον ελληνικό λαό η περιφρόνηση των εθνικιστών Γάλλων λίγο αργότερα από την είσοδό τους στα Επτάνησα, δεν επήλθε μόνο εκ του ελληνικού εθνικισμού αλλά επί του ξενόφερτου και αλλότριου αντικληρικαλισμού και γενικά αντιχριστιανικού τους βίου: «Περί το έτος 1797 ο λαός της Κερκύρας ενθουσιωδώς υποδέχθηκε τους Δημοκρατικούς Γάλλους ως ελευθερωτές. Εν τούτοις ο ίδιος λαός δεν δίστασε, μετά πάροδο δύο μόλις ετών, να σύμπραξη με τους Ρώσους διά την αποπομπή των Γάλλων. Εις τούτο συντέλεσε κυρίως ο χλευασμός και η ασέβεια των Γάλλων προς το ιερό Λείψανο [του Αγίου Σπυρίδωνα]. Προκαλούσε φρίκη στον ευσεβή κερκυραϊκό λαό η ασεβής συμπεριφορά των ξένων, τους όποιους έβλεπαν «νὰ χλευάζωσι τὰς θρησκευτικάς των πεποιθήσεις καὶ τὴν λατρείαν των. Καὶ αὐτοὶ οὗτοι οἱ ἀρχηγοί,... δὲν ἔπαυον τοὺς σαρκασμούς διὰ τὴν εὐλάβειάν των (τῶν Κερκυραίων) πρὸς τὸν «παλαιὸν σκελετὸν» τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος». (Πηγή: Από της εκδόσεως της Ακολουθίας του αγίου Σπυρίδωνος, επιμελεία Ιω. Τζεϊμπέντη, εν Κερκύρα το έτος 1847 (εκδ. 12η), συνεκδίδεται και ο Βίος του Μεταφραστή εις όλες τις επόμενες εκδόσεις, εις γλωσσική έκφραση απλούστερη, σσ. 105-129.) Στην φωτογραφία: Βικέντιος Βοκατσιάμπης: Η λάρνακα του Αγίου Σπυρίδωνος. 1883. Ιδιωτική συλλογή: 64×44cm (Πηγή: Arte Bizantina e Post-Bizantina a Corfu. Monumenti, Icone, Cimeli, Civilta.Corfu 1994, σελ. 205)


Β) Το πλαίσιο της αποικιοκρατίας
Ο επαναστατικός εθνικισμός ολοκληρώθηκε όταν συναντήθηκαν η φιλοδοξία ενός άντρα -του Ναπολέοντα- και η γαλλική επιθυμία για ηγεμονία στην ευρωπαϊκή ήπειρο αλλά και στα σχέδια κυριαρχίας στις υπόλοιπες ηπείρους: η εκστρατεία της Αιγύπτου (1798-1799), η προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας Αυτοκρατορίας της Καραϊβικής (1802), οι σχεδιαζόμενες στρατιωτικές αποστολές στην Ινδία (1807-1808) και στην Αυστραλία (1804-1805) προήλθαν από τον ανταγωνισμό με τη Βρετανία, του οποίου το λιγότερο ή περισσότερο ανομολόγητο αντικείμενο ήταν η εμπέδωση της εθνικής παρουσίας σε πλανητικό επίπεδο. Οι αποικίες που ήδη κατείχαν τα δυο αυτά έθνη-κράτη λειτούργησαν σαν σημεία εκκίνησης για τα σχέδια ελέγχου των θαλασσών και της εδαφικής επέκτασης. Στην ίδια λογική με την υπό γέννηση εθνική ιδεολογία, η οποία έτεινε να θεοποιεί το έθνος, το κράτος που το ενσαρκώνει αναπτύσσει μια στρατηγική ισχύος κυρίως μέσω των στρατιωτικών και οικονομικών οργάνων: η αρίστευση του έθνους απαιτεί τον αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό ή αποικιοκρατία.
Η Παλινόρθωση, η Μοναρχία του Ιουλίου, η 2η Δημοκρατία και η Δεύτερη Αυτοκρατορία παρουσιάζουν, όσον αφορά τις αποικίες, μια λανθάνουσα αλλά συνεχή πολιτική ανάπτυξης, πράγμα που φανερώνει τον μη συγκυριακό χαρακτήρα του φαινομένου: η κατάκτηση και κατόπιν η εγκατάσταση σημαντικού ευρωπαϊκού πληθυσμού στην Αλγερία παρέχει το καλύτερο παράδειγμα αυτής της συνέχειας πέρα από τις αλλαγές καθεστώτος, εφόσον άλλωστε παρέχει και στους στρατιωτικούς τις δυνατότητες προαγωγής που τους είχε στερήσει η διακοπή των εχθροπραξιών στην Ευρώπη. Η εξάπλωση του αποικιοκρατικού φαινομένου στη Γαλλία κατέληξε το 1858 στην πολύ αποκαλυπτική δημιουργία ενός Υπουργείου Αλγερίας και Αποικιών (22). Την ίδια περίοδο στην Αφρική, η παλαιά αποικία της Σενεγάλης επεκτάθηκε, κυρίως υπό τη διεύθυνση του Φεντέρμπ από το 1854 ως το 1865. Η Γουινέα και η Γκαμπόν έγιναν γαλλικές αποικίες το 1843-1844. Στην Ωκεανία, το ίδιο συνέβη με τις νήσους Μαρκέσας και την Ταϊτή. Οι αποικίες στην Ινδοκίνα ήταν έργο της Δεύτερης Αυτοκρατορίας.

Αριστερά: Το Βρετανικό μνημείο του πολέμου των νησιών Φώκλαντς. Πόλεμος - κατάλοιπο - φάντασμα του παλαιού αποικιοκρατικού εθνικισμού. (Πηγή: http://www.7is7.com/otto/travel/photos/20040209/ushuaia_malvinas1.html)
Μέσο Αριστερά: Ο Βρετανός στρατιώτης Simon Weston που υπέστη βαριά εγκαύματα κατά την διάρκεια βομβαρδισμού ελλιμενισμένου πλοίου από μαχητικά των Αργεντινών κατά τον πόλεμο των Φώκλαντς. (Πηγή: http://www.caerphilly.gov.uk/chronicle/diggingdeeper/famousfaces/simonweston.htm)
Μέσο Δεξιά: Μνημείο των Αργεντινών για τον πόλεμο. Στο τέλος της αφιέρωσής τους αναγράφουν «Volveremos» [θα επιστρέψουμε]. (Πηγή: http://journals.worldnomads.com/will/post/1531.aspx)
Δεξιά: Τα νησιά Φώκλαντ. (Πηγή: Google Earth 2007, κλικ για πλοήγηση. Σημ.: απαιτεί το Google Earth εγκαταστημένο στον υπολογιστή του χρήστη.)

Παράλληλα, παρόμοια γεγονότα εξελίσσονται στη Βρετανία. Όντας ισχυρό λόγω της οικονομικής του ανάπτυξης που συνδεόταν με τη βιομηχανική επανάσταση, το βρετανικό έθνος ακολούθησε μια πολιτική παγκόσμιας εξάπλωσης που είχε ως πρώτο στόχο να ενισχύσει την οικονομική και στρατηγική κυριαρχία του στις θαλάσσιες οδούς (Σιγκαπούρη 1819, νήσοι Φόκλαντ 1833, Άντεν 1839, Χονγκ Κονγκ 1841). Αλλά την ίδια στιγμή, η Βρετανία, απέναντι στον γαλλικό ανταγωνισμό, στόχευε στην κατάκτηση αποικιοκρατικών εδαφών στην Αφρική (Γκάμπια, Σιέρα Λεόνε, Χρυσή Ακτή) και στην Ωκεανία (δυτική Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία). Όπως η Γαλλία της Επανάστασης, η Αγγλία στα μέσα του 19ου αιώνα γνωρίζει με τη σειρά της, κυρίως στα γραπτά του Τόμας Καρλάιλ (1795-1881), την ανάπτυξη μιας ρητορικής που υμνεί το έθνος με τρόπο που το ιδεολογικοποιεί: εκεί όμως που η γαλλική σκέψη θέτει το γραπτό στη βάση της πράξης, η αγγλοσαξονική σκέψη χρησιμοποιεί το γραπτό ως εκ των υστέρων νομιμοποίηση μιας ήδη πραγματοποιημένης δράσης.

2. Η ιδεολογική θεωρητικοποίηση του δεύτερου σταδίου του εθνικισμού

Λογικά πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα προς την Ιταλία και τη Γερμανία για να βρούμε τις πιο ομοιογενείς ιδεολογικές φόρμουλες που γέννησαν το δεύτερο στάδιο του εθνικισμού: στην προσπάθεια τους να κατακτήσουν όσο το δυνατό γρηγορότερα την κρατική ταυτότητα του έθνους, και προσπαθώντας επίσης να καλύψουν την καθυστέρηση που τις χώριζε από τη Βρετανία και τη Γαλλία, ο ιταλικός και ο γερμανικός εθνικισμός κατέληξαν σε μια καθαρά ιδεολογική θεωρητικοποίηση. Μόνο η γερμανική σκέψη έφθασε στην πλήρη λογική της υποκατάστασης της θρησκείας. Ο ιταλικός εθνικισμός έφθασε μόνο ως το σημείο της σύνθεσης ανάμεσα στην εθνική ιδεολογία και τη χριστιανική θρησκεία.

Α) Ο ιταλικός εθνικισμός του θεϊκού δικαίου
Οι δυο πιο γνωστοί στοχαστές του «Risorgimento» [σσ: της Αναγέννησης] (23), ο Τζιομπέρτι (1801-1852) και ο Ματσίνι (1805-1872), συγκλίνουν στην άποψη ότι το έθνος τους, η Ιταλία, καλείται σε ένα ιστορικό καθήκον για πρωτοκαθεδρία έναντι των υπόλοιπων εθνών που συνθέτουν την ανθρωπότητα. (24) Η ιουδαιο-χριστιανική ιδέα του «εκλεκτού λαού» επανέρχεται προς όφελος του εθνικιστικού πολιτικού σχεδίου. Το ιταλικό έθνος, όπως και ο εβραϊκός λαός ή οι χριστιανοί, έχουν τη θεϊκή προτίμηση και την αποστολή να καθοδηγούν τους λαούς. Αυτή η κυρίαρχη θέση δεν θεωρείται πολεμική αλλά μια πολιτιστική και ηθική ακτινοβολία.
Ο ιταλικός εθνικισμός παρουσιάζεται ως συνέχεια της χριστιανικής θεϊκής αποκάλυψης: δεν υπάρχει υποκατάσταση αλλά ενσωμάτωση στη θρησκεία για να καταλήξει σε ένα είδος εθνικισμού θεϊκού δικαίου. Αυτή είναι η άποψη του Τζιομπέρτι, ενώ ο Ματσίνι καταλήγει στο εξής: ο Ματσίνι αναμένει μια νέα θρησκευτική αποκάλυψη που ξεπερνά το χριστιανισμό. Όπως και ο εβραϊκός λαός, η Ιταλία είναι αυτό το ανώτερο έθνος που επελέγη ανάμεσα στα υπόλοιπα και από την οποία θα προέλθει η νέα σωτηρία, ενώ ο Ματσίνι θεωρούσε εαυτόν ως προάγγελο.
Αυτή η συνέχεια ή πολιτική μίμηση του χριστιανισμού δίνει τη θέση της στη Γερμανία σε έναν πολιτικό πανθεϊσμό.

Β) Ο παν-γερμανισμός ή η πληρότητα της εθνικής ιδεολογίας
Ο φιλοσοφικός ιδεαλισμός της γερμανικής σκέψης τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα στην απόλυτη μορφή του με τον πανθεϊσμό του Φίχτε, του Σέλινγκ και του Χέγκελ. Μέσω της φιλοσοφικής του επίφασης επιχειρεί να αντικαταστήσει τη θρησκεία, το ιδανικό υπόβαθρο για τις πολιτικές ιδεολογίες υπό γέννηση, με πρώτο τον εθνικισμό. Οι πολιτικές και οικονομικές πρακτικές που κατευθύνονται από το φιλελευθερισμό επανερμηνεύονται παράλληλα από τον Λιστ με τρόπο που αναδεικνύει την υπεροχή του εθνικού στοιχείου.

α) Πανθεϊσμός και εθνικισμός
Ο Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε (1762-1814) είναι αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του ιδεολογικού εθνικισμού. Καθηγητής φιλοσοφίας και μαθητής του Καντ, είναι ένας από τους πρώτους που έφθασε στην απόλυτη μορφή της τη λογική της ιδεολογικής σχολής: σύμφωνα με αυτόν, το ανθρώπινο πνεύμα είναι ο δημιουργός των πάντων, περιλαμβανομένων των κανόνων στους οποίους μοιάζει να υπόκειται. Έτσι, η ιερότητα της θεολογίας (25) διαλύεται σε έναν πανθεϊσμό επικεντρωμένο στο «εγώ», το οποίο σκέφτεται και επιθυμεί τον κόσμο και κατόπιν τον δαμάζει με την επιστήμη και τη δράση. Τα γεγονότα (η στρατιωτική συντριβή της Πρωσίας το 1805 από τον Ναπολέοντα) καθώς και η μελέτη (Μακιαβέλι στο Κένιγκσμπεργκ) οδηγούν τον Φίχτε να μεταφέρει τη θεοποίηση του «εγώ» στο συλλογικό και εθνικό «εμείς». Με τις 14 διαλέξεις που έδωσε στο Βερολίνο το χειμώνα του 1807-1808 και που αποτέλεσαν το περίφημο έργο Reden an die deutsche Nation (Ομιλίες προς το γερμανικό έθνος), η εξύμνηση του φιλοσοφικού «εγώ» μετατράπηκε σε εξύμνηση του γερμανικού έθνους. Τρία στοιχεία χαρακτηρίζουν αυτή τη διαδικασία: η νομιμότητα, η οριστικότητα και τα μέσα του γερμανικού εθνικισμού.
«Το πνεύμα που θέλει να ανθήσει πρέπει αναγκαστικά να επιδεικνύει ανώτερη αγάπη για την πατρίδα. Συλλαμβάνει την επίγεια ζωή σαν μια αιώνια ζωή και την πατρίδα σαν την επίγεια εκπροσώπηση αυτής της αιωνιότητας» (26). Το έθνος γίνεται η θεότητα διότι παίρνει τα στοιχεία της. Και γιατί είναι θεϊκό το γερμανικό έθνος; Διότι διατήρησε την αρχική του αγνότητα και μια φρεσκάδα που οφείλεται κυρίως στον πολιτισμό και τη γλώσσα του, τα μόνα στοιχεία που μπορούσαν προς το παρόν να ορίσουν τη γερμανικότητα σε αναζήτηση κράτους. Ο Φίχτε υμνεί αυτό τον πολιτισμό και τη γλώσσα που ξεπηδούν από το λαό, πρωτόγονα και αμόλυντα από τα λατινικά. Η Γαλλία αντιθέτως είναι τέλεια λατινική και κοσμοπολίτικη, με ελιτίστικη κουλτούρα και εκλέπτυνση σε βαθμό προσποίησης. Αυτές οι έμφυτες αρετές του γερμανικού λαού-έθνους βασίζονται στις έννοιες του «αίματος» και της «φυλής», τις οποίες χρησιμοποιεί ο Φίχτε με την εμπειρική μυθολογική σημασία τους αλλά αργότερα θα μεταχειριστεί και ο παν-γερμανισμός για ρατσιστικούς σκοπούς.

Αριστερά: «Σκεπτικοί» Διανοητές και λοιποί «Διανοούμενοι». Πολλοί από αυτούς μέσα στην φιλοσοφική τους αυταρέσκεια γέννησαν σπέρματα τεράτων που προσπάθησαν να αντικαταστήσουν ανεπιτυχώς την χριστιανική θρησκεία, όπως αυτή είχε εκφραστεί κακώς από τον παπισμό και τις αιρέσεις του. (Πηγή Φώτο: http://www.shoaheducation.com/nazibeliefs.html)
Δεξιά: Τα αποτέλεσμα των θεωριών και των ιδεολογημάτων περί συνέχειας «αίματος και γης» του Γερμανικού εθνικισμού, ήσαν ο φασισμός και ο ναζισμός. Εθνικιστικές θεωρίες πλαισιωμένες από ψευδεπίγραφα βιολογικά μοντέλα επηρεασμένα από τις καινοφανείς θεωρίες του Δαρβίνου για τα είδη, έφεραν μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσα θύματα (περίπου 72 εκατομμύρια Πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/World_War_II_casualties), όσα όλοι οι άλλοι πόλεμοι μαζί από την απαρχή της ιστορίας της ανθρωπότητας. Πάρα ταύτα σήμερα, εθνικιστές, φασίστες και αναγνώστες του Δαυλού, μιλούν για δήθεν «εκατομμύρια» θύματα της αποβολιμαίας Δυτικής Ιεράς Εξέτασης ή γενικόλογα του Χριστιανισμού, όταν η εθνικιστική διανόηση και οι θεωρίες της ευθύνονται για ασύγκριτο αριθμό εγκλημάτων και για την ιδεολογική τους στήριξη και υποστήριξη. (Πηγή: http://www.fronta.cz/plakat/blut-und-boden)

Από αυτά προκύπτει μια παγκόσμια αποστολή που έχει αναλάβει το γερμανικό έθνος. Το έμφυτο πνεύμα που έχει εξαπλωθεί στην ανθρωπότητα έχει επίσης εξαπλωθεί και στους κόλπους του: ο γερμανικός λαός είναι εκείνος που ανάμεσα σε όλους τους σύγχρονους λαούς διαθέτει «πιο καθαρά το σπόρο της ανθρώπινης τελειότητας και έχει τη δύναμη για την ανάπτυξη της ανθρωπότητας». Το μεσσιανικό θέμα που αναπτύσσει ο ιταλικός εθνικισμός βρίσκει εδώ μια διάσταση πλήρους υποταγής: «Αν χαθείτε» έγραψε ο Φίχτε στους συμπατριώτες του «ολόκληρο το ανθρώπινο είδος θα χάσει την ελπίδα να μπορέσει να σωθεί κάποια μέρα από τα βάθη των δεινών του».
Για να σωθεί η ανθρωπότητα πρέπει να ανακάμψει το γερμανικό έθνος μέσω της εκπαίδευσης, την οποία ο Φίχτε συλλαμβάνει ως πλήρη παιδεία των ατόμων. Πρέπει να δημιουργηθεί ένας νέος άνθρωπος στο επίπεδο του έθνους-κράτους και, για να γίνει αυτό, ο Φίχτε θεωρεί ότι πρέπει τα παιδιά να χωριστούν από τους γονείς τους για να επιτευχθεί μια ρήξη με το παρελθόν και την αναπαραγωγή του. Μόνο το κράτος είναι ικανό να αντιτάξει αρκετή δύναμη στην αντίσταση των γονέων και να χρηματοδοτήσει ένα πρόγραμμα στο οποίο τα παιδιά και των δυο φύλων μεγαλώνουν μαζί και στο πλαίσιο του οποίου τα παιδιά αναλαμβάνουν καθηγητές που έχουν ως μόνιμο καθήκον τη συνολική παιδεία τους. Απηχώντας πέρα από τον Ρήνο τα σχέδια των Ιακωβίνων, γεννιέται με αυτό τον τρόπο η εθνική παιδεία ως μονοπώλιο του κράτους. Οι σύγχρονες εφαρμογές της (η νεολαία στο φασισμό και ναζισμό, η εμπειρία των Κόκκινων Χμερ κτλ.) επιβεβαίωσαν τον ολοκληρωτικό σπόρο της.
Περισσότερο ακόμη και από τον Φίχτε, στον Γκέοργκ Βίλχελμ Χέγκελ, (1770-1831) η εκπληκτική ρασιοναλιστική επίφαση - η οποία οδηγεί τον φιλόσοφο στην ανάπτυξη μιας απόλυτης γνώσης και ενός καθολικού πανθεϊσμού που ενσωματώνει το χρόνο και την ιστορία- καταλήγει πολιτικά και παραδόξως σε έναν από τους πιο απόλυτους εθνικισμούς: η τύχη του σύμπαντος και της ανθρωπότητας βρίσκεται στο έλεος του πρωσικού Κράτους, της πολιτικής ενσάρκωσης του Πνεύματος του κόσμου στο έσχατο διαλεκτικό του στάδιο. Το κράτος προς το οποίο τείνει το γερμανικό έθνος αποτελεί το ανώτατο στάδιο όπου πραγματώνεται το πνεύμα και, καθώς δεν εξαρτάται από κανένα, είναι πραγματικά κυρίαρχο. Η καθολική κυριαρχία, χαρακτηριστικό του θεού, συγχέεται εδώ με την πολιτική κυριαρχία, χαρακτηριστικό του κράτους, διότι κράτος και Θεός είναι ένα και το αυτό σύμφωνα με τον πανθεϊσμό. Όμως δεν υπάρχει μόνο ένα και μοναδικό κράτος.
Χάρη στον ιδεολογικό του προοδευτισμό, ο Χέγκελ εξηγεί ότι σε κάθε ιστορική περίοδο υπάρχει πάντα ένα κράτος προορισμένο να βγει μπροστά από τα υπόλοιπα και να τους επιβάλει τον δικό του πολιτισμό που θεωρείται «πιο προηγμένος». Για το κράτος αυτό, η κατάκτηση αποτελεί καθήκον και όλοι οι πόλεμοι που επιχειρεί δικαιολογούνται από την επιτυχία τους διότι είναι παράλληλα και επιτυχία της ανθρωπότητας μέσω της προόδου του πολιτισμού. Η διαλεκτική οδηγεί στο να αντιμετωπιστεί το γεγονός ότι οι σχέσεις μεταξύ λαών είναι αναγκαστικά, τη μια στιγμή ή την άλλη, σχέσεις πολέμου που τους ταρακουνούν από την αδράνεια τους και προστατεύουν το κράτος από τα εσωτερικά του προβλήματα. Συνεπώς, όπως προστάζει η διαλεκτική, η ανθρωπότητα γνώρισε τρεις ιστορικές περιόδους: στο δεσποτισμό των μεγάλων ασιατικών αυτοκρατοριών αντιτάχθηκε (αντίθεση) η κυριαρχία της Αθήνας, τόπου ελευθερίας και δημοκρατίας, πορεία που κατέληξε στον χριστιανικό πολιτισμό, η τελειότερη έκφραση του οποίου είναι ο γερμανικός λαός.
Η πνευματική κυριαρχία του χεγκελισμού θα γεννήσει και άλλα ιδεολογικά ρεύματα εκτός από τον εθνικισμό, κυρίως το σοσιαλισμό με τον Μαρξ. Ωστόσο, η πολιτική σύμφωνα με τον Χέγκελ αποτελεί μαζί με το έργο του Φίχτε μια εκπληκτική δεξαμενή επιχειρημάτων και ιδεών ικανών να εμπνεύσουν τον εθνικισμό και τον κρατισμό πολύ πέρα από τον παν-γερμανισμό.

β) Φιλελευθερισμός και εθνικισμός
Όλες οι ιδέες στις οποίες βασίστηκε ο φιλελευθερισμός στη Βρετανία την ίδια περίοδο θεωρούν το άτομο ως τον μοναδικό παίκτη ενός κόσμου που βρίσκεται στην κατάσταση μιας μόνιμης αγοράς. Όλη η προσπάθεια του Φρίντριχ Λιστ (1798-1846) συνίσταται στο να κάνει να αναδυθούν το έθνος και η ιστορία από αυτή την εκπροσώπηση και την κυρίαρχη κοινωνική οργάνωση. Στο Das nationale System der politischen Ökonomie (Εθνικό σύστημα πολιτικής οικονομίας·) που εκδόθηκε το 1841, αυτός που εργαζόταν στη χώρα του για να πραγματοποιηθεί το Zollverein (τελωνειακή ένωση) υποστηρίζει την πλήρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων κάθε έθνους, τόσο βιομηχανικών όσο και αγροτικών, για δυο λόγους. Πρώτον, για στρατιωτικούς λόγους, διότι τα έθνη οφείλουν να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν έναν πόλεμο για τον οποίο ο Κλαούζεβιτς γράφει την ίδια εποχή ότι γίνεται παγκόσμιος. Δεύτερον, για λόγους συνδεδεμένους με την υπεροχή που δίνεται στην κοινωνική οργάνωση, διότι και εδώ το έθνος θεωρείται οντότητα ανώτερη του ατόμου και τείνει να απορροφήσει με τρόπο συγκεκριμένο την αφηρημένη έννοια της ανθρωπότητας. Από ανθρωπομορφική αναλογία, η ανάπτυξη του έθνους πρέπει να μπορεί να φθάσει το απόγειο της και τη μεγαλύτερη δυνατή ισχύ.
Για να πετύχουν αυτό το σκοπό, τα έθνη -εδώ το γερμανικό έθνος- πρέπει να εγκαταλείψουν προσωρινά το σύστημα των ελεύθερων συναλλαγών όταν αυτό προκαλεί την κυριαρχία ενός έθνους επί των υπολοίπων, λόγω της τεχνικής και οικονομικής του υπεροχής. Ο προστατευτισμός θεωρήθηκε τότε ως μια ιστορική φάση εξίσωσης, με μεγαλύτερη ή μικρότερη διάρκεια, έχοντας ως στόχο να επιτρέψει σε ένα έθνος που υστερεί να φθάσει στο επίπεδο των ανταγωνιστών του. Όταν ο εξοπλισμός και η παραγωγή είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό, οι δασμοί πρέπει να καταργηθούν, παραχωρώντας εκ νέου τη θέση τους στο νόμο του διεθνούς ανταγωνισμού. Ο οικονομικός εθνικισμός του Λιστ προκύπτει λοιπόν από την επιθυμία να γίνει το έθνος ο ρυθμιστής των ατομικών επιλογών στα αμετάβλητα πλαίσια μιας παγκόσμιας αγοράς.


Κεφάλαιο 2

ΤΟ ΑΠΟΓΕΙΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ (1870-1945)


Ως το 1870 ο εθνικισμός είχε ως στόχο να οικοδομηθεί το κράτος (Γερμανία, Ιταλία) ή να επεκταθεί η ισχύς του μέσω των αποικιών (Γαλλία, Βρετανία). Όταν επιτεύχθηκε ο στόχος, κέρδισε σε εύρος μέσω των αντιδράσεων και με δυο διαφορετικούς τρόπους.
Οι εθνικισμοί επιδιώκουν, πρώτα αμοιβαία, τις προσωρινές επιτυχίες ενός ή περισσότερων εθνών εις βάρος ενός ή περισσότερων άλλων, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις λόγω της επιθυμίας για κυριαρχία. Αυτή η αμοιβαία εκτράχυνση αναπτύσσεται σε πρώτη φάση στο πεδίο των αποικιών για να καταλήξει αναπόφευκτα στην άμεση και πλήρη πολεμική σύρραξη. Γι’ αυτό τα 75 αυτά χρόνια δεν είναι παρά διαδοχικοί πόλεμοι και μεσοπόλεμοι, στους οποίους τροφοδοτούνται εναλλάξ οι απογοητεύσεις: η εκδίκηση είναι γαλλική από το 1870 ως το 1914 για να γίνει γερμανική από το 1919 ως το 1939. Την ίδια όμως στιγμή ο εθνικισμός αναπτύσσεται και ως αντίδραση εναντίον των ανταγωνιστικών ιδεολογιών, του σοσιαλισμού και του φιλελευθερισμού. Στη συνοχή του ταξικού κολεκτιβισμού ο εθνικισμός αντιτάσσει έναν αντίθετο κολεκτιβισμό ή, μάλλον, από την ανάποδη, συμπλέει με το σοσιαλισμό στην κριτική του κοσμοπολίτικου και φιλελεύθερου ατομικισμού.
Στην καρδιά αυτής της ιστορικής περιόδου, ο πόλεμος του 1914-1918 μοιάζει να είναι η υποδειγματική πολεμική ολοκλήρωση της κυρίαρχης εθνικιστικής ιδεολογίας. Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ο εθνικισμός κατακτά την κοινωνία και οδηγεί το κράτος σε μια ολοένα αυξανόμενη επιδίωξη της ηγεμονίας και της κυριαρχίας. Μετά τον πόλεμο, η εθνικιστική ιδεολογία στηρίζει την εξουσία και το κράτος σε ένα μέρος των ευρωπαϊκών χωρών. Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος μεταφράζει αντιθέτως το θρίαμβο των φιλελεύθερων και σοσιαλιστικών διεθνών στην εθνικιστική λογική που οδηγείται στα άκρα. Οι δυο αυτοί διεθνισμοί, ανταγωνιστικοί μεταξύ τους, αναγκάστηκαν, είτε για να διατηρηθούν είτε για να εμφανιστούν, να αντιμετωπίσουν στη διάρκεια αυτών των 75 ετών την ισχύ του εθνικισμού, σε σημείο μάλιστα που αναγκάστηκαν να τον ενσωματώσουν στις στρατηγικές προσαρμογές των δικών τους θεωριών.


Ι. - Η αναζήτηση της ηγεμονίας

Καθώς η ουσιώδης λογική του εθνικισμού βασίζεται στη νομιμοποίηση του δικαιώματος κάθε έθνους να κυριαρχήσει επί των υπολοίπων, η πολεμική σύγκρουση αποτελεί αναγκαστική συνέπεια της. Παράλληλα, το ιδεολογικό οπλοστάσιο εμπλουτίζεται με νέες πραγματικότητες οι οποίες οδήγησαν έφθασαν στο απόγειο τους άξονες που πρωτοσχεδιάστηκαν πριν από το 1870.

Αριστερά και Μέσο: Οι τεράστιοι καθεδρικοί ναοί της Ευρώπης, θαύματα αρχιτεκτονικής ισάξια γιγάντων, δεν μπόρεσαν να χωρέσουν ποτέ τα θύματα των Ευρωπαϊκών εθνικιστικών Παγκόσμιων πολέμων. (Πηγή Φώτο: http://rinascente.tripod.com/kumpulan-journey2004/kohln2004.htm)
Δεξιά: «Πέθαναν για την δόξα», οι Πρώσοι και οι Γάλλοι κατά τον πόλεμο του 1870. Δηλαδή για μια αφηρημένη και σχετική έννοια. Ουσιαστική και απόλυτη δόξα αποδίδει μόνον ο Θεός, όχι το κάθε εθνικό κράτος το οποίο αποδίδει βάση της εθνικότητας τις σχετικές, μη απόλυτες, τιμές. (Πηγή Φώτο: http://www.miniatures.de/int/wargame-they-died-for-glory.html)

1. Η λογική της πολεμικής σύγκρουσης
Ο πόλεμος τροφοδοτείται μακροχρόνια από την πολιτική του κράτους. Βασίζεται στην ηθική της ανισότητας.

Α) Η πολιτική του κράτους
Τα κύρια έθνη της Ευρώπης που συγκροτήθηκαν σε κράτη εφαρμόζουν μια πολιτική ιδεολογικού πλαισιώματος των λαών μέσω των σχολικών και στρατιωτικών θεσμών. Η κούρσα των εξοπλισμών και η απήχηση στα συναισθήματα των πολιτών συνοδεύεται από μια ξέφρενη κούρσα για αποικίες με το απόγειο του ιμπεριαλισμού.
α) Το σχολείο και ο στρατός.
Η πολιτική μηχανή μοιάζει να οδηγεί τους δυο αυτούς θεσμούς προς τον ίδιο στόχο: την κινητοποίηση του πνεύματος και της καρδιάς του συνόλου του πληθυσμού με τρόπο βαθύ και μόνιμο, μέσω της οργάνωσης και του ελέγχου του εκπαιδευτικού συστήματος και την κινητοποίηση του σώματος και του υλικού μέσω της σχεδόν γενικευμένης προσφυγής στην υποχρεωτική στράτευση και σε μια μακροχρόνια στρατιωτική θητεία. Το σχολείο τιμά το στρατιωτικό επάγγελμα και προετοιμάζει το σύνολο του πληθυσμού για την περίπτωση που θα το ασκήσει. Σε μεγάλο μέρος των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, παρατηρούμε στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα μια εκούσια επιθυμία από την πλευρά των κρατών να αφαιρέσουν το εκπαιδευτικό καθήκον από τις θρησκευτικές αρχές επεκτείνοντας παράλληλα την εφαρμογή του σε όλα τα μέλη του κοινωνικού σώματος.

Αριστερά: «Ερμής ο Λόγιος». Η Διαφωτιστική ιδεολογική μονομέρεια συνοδεύτηκε με μια συνεχόμενη προσκόλληση εις το αρχαίο και ιδιαίτερα εις τους ειδωλολατρικούς θεούς. Πνευματικοπαίδι αυτής της μονομέρειας είναι η σημερινή κοσμικότητα και η αναπτυσσόμενη ειδωλολατρία στην νεοελληνική κοινωνία. (Πηγή: http://www.elia.org.gr/default.fds?langid=1&pagecode=16.05.01)
Δεξιά: «Ο εθνικισμός και ο πόθος για ελευθερία σαρώνουν την Ευρώπη (Ντελακρουά: Η Ελευθερία οδηγεί το Λαό). »
Ένας άλλος λόγος που προτείνεται ως σημαντικός για την ανάπτυξη του Σχολικού Συστήματος είναι η εμφάνιση των “εθνικών κρατών” και της συνεπακόλουθης εθνικιστικής ιδεολογίας. Από μία πλευρά η εξέλιξη αυτή προέρχεται από τη γαλλική επανάσταση και την καταξίωση της ελευθερίας, από την άλλη όμως είναι μία εξέλιξη που, χρονικά τουλάχιστο, συμπίπτει με τη βιομηχανική επανάσταση. Ο εθνικισμός στην Ευρώπη θεωρείται εν γένει παιδί του “1848”.
Τα εθνικά κράτη εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας υπό την πίεση της αναγκαίας διεύρυνσης των αγορών λόγω της αύξησης της παραγωγής στη βιομηχανική εποχή (Toffler, 1980), ενώ τα ιδανικά του διαφωτισμού εξαπλώνονται και νέα αστικά στρώματα διεκδικούν μερίδιο από την πολιτική εξουσία. Εμφανίζονται από κοινού με ένα καινούριο φαντασιακό: υπάρχουν οι ιδρυτικοί μύθοι, τα ιστορικά γεγονότα που όταν δεν αλλοιώνονται εντελώς επιλέγονται προσεκτικά ώστε να συνθέτουν μία συνεκτική “επίσημη εθνική ιστορία”. Υπάρχει και η γλώσσα, μοναδικό εργαλείο δημιουργίας της εθνικής συνείδησης, της καινούριας “φαντασιακής κοινότητας” (Σχινά, 1997).
Εν πάση περιπτώσει, σε όλες τις περιπτώσεις, η εθνική συνείδηση διαμορφώνεται ως ιστορική- κοινωνική διαδικασία. “Η έννοια “διαδικασία απόκτησης συνείδησης” προϋποθέτει μία δυναμική, ένα φάσμα μέσα από το οποίο θα μπορέσει κανένας να περάσει και να δει τα διάφορα στάδια μέσα από τα οποία προοδευτικά διαμορφώνεται η έννοια “συνείδηση” σ’ οποιοδήποτε κράτος, σ’ οποιοδήποτε έθνος” (Διαμαντούρος, 1983, σελ. 56).
Αντίθετα από την ιδεολογία των ελίτ τους, τα εθνικά κράτη σπανίως αντιστοιχούσαν σε λαούς που να έχουν πλήρως διαμορφωμένη εθνική συνείδηση. Εντός των ορίων τους εν γένει κατοικούσαν πλήθος γλωσσικών, εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων και επιζούσαν πολλαπλές τοπικιστικές συνειδήσεις, διαφορετικές τοπικές ιστορίες και διάλεκτοι. Το σχολείο μετατρέπεται σε εργαλείο ομογενοποίησης, σε σπουδαίο όργανο δημιουργίας ολοκληρωτικών εθνικών συνειδήσεων: η διδασκαλία της επίσημης γλώσσας, της ιστορίας και της γεωγραφίας έχουν την τιμητική τους.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως, στις περισσότερες τουλάχιστο περιπτώσεις, οι εθνικές συνειδήσεις εμφυτεύθηκαν “εν κενώ”. Πολλοί κάτοικοι της Γαλλίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας ένιωθαν πιθανότατα “Γάλλοι”, “Γερμανοί” ή “Ιταλοί” εξ αρχής, από τη συνείδηση όμως αυτή, τουλάχιστο σε πλατειά στρώματα, δεν προέκυπτε μία “κυριαρχική ταύτιση” με το έθνος- κράτος, όπως ήταν το ζητούμενο από τις εθνικιστικές ελίτ: “... η κυριαρχική ταύτιση στο πολιτικό επίπεδο πρέπει, στο σύγχρονο προσδιορισμό της έννοιας “εθνική συνείδηση” να γίνεται με το κράτος- έθνος”, γράφει σχετικά ο Διαμαντούρος (1983, σελ. 56). Το σχολείο έρχεται να επιτελέσει ακριβώς αυτό το έργο.
Μέσω της διδασκαλίας της γλώσσας, επιβάλλεται ένα από τα ομιλούμενα γλωσσικά ιδιώματα του κράτους- έθνους κι εξοβελίζονται οι μειονοτικές γλώσσες. H Mανδενάκη (1997) αναφέρει πως το ότι �η γλώσσα είναι το τέλειο όργανο της αυτοκρατορίας... είχε γίνει συνείδηση ήδη από τον 13ο αιώνα� σε ότι τουλάχιστο αφορά τον αποικισμό των νέων κόσμων που προέκυψαν από την εποχή των ανακαλύψεων: �Το 1492, οι ιεραπόστολοι της Ισπανίας που έτρεξαν στη Νέα Γη για να προσηλυτίσουν τους �πρωτόγονους� ιθαγενείς κρατούσαν ανά χείρας τη γραμματική της ισπανικής γλώσσας, το πρώτο εγχειρίδιο που γράφτηκε ποτέ, από το γλωσσολόγο του μεσαίωνα Αντόνιο ντε Νιρίχα�. (Πηγή: http://www.aegean.gr/ee/studies_pedag_1_text.htm)


Οι νόμοι του 1840 στη Βρετανία μέσω των οποίων η κυβέρνηση επεμβαίνει άμεσα στην οργάνωση των δημοτικών σχολείων και στην απονομή των διπλωμάτων που καταλήγουν το 1870 στην υιοθέτηση της αρχής της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, ο Kulturkampf στη Γερμανία με τους νόμους της αυτοκρατορίας του 1871-1873, η προσωρινή αφαίρεση κάθε εξουσίας από τον Πάπα από το νέο ιταλικό κράτος και ο νόμος για την υποχρεωτική παιδεία του 1879, οι νόμοι Φερί στις αρχές της δεκαετίας του 1880 στη Γαλλία και ο νόμος του διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας το 1905 δείχνουν την υποκατάσταση της θρησκευτικής εξουσίας από την πολιτική όσον αφορά την παιδεία των νέων. Αυτή την κοσμικοποίηση που ανάδευσε η μασονία (πολύ ανοιχτά στη Γαλλία και στη Γερμανία) πραγματοποιήθηκε προς όφελος της κυρίαρχης ιδεολογίας που προωθούσε το κράτος, δηλαδή του εθνικισμού, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα θα στραφεί, από ένα περίεργο παράδοξο, εναντίον της ίδιας της μασονίας. Στην περίπτωση της Γαλλίας, η φαινομενική αυτή αντίφαση λύνεται με την παράλληλη παράθεση των δυο εθνικισμών, εκείνου που προερχόμενος από το συμβατικό πνεύμα θα προσπαθήσει να ολοκληρώσει το πρόγραμμα του μέσω της σχολικής νομοθεσίας και της οριστικής εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας, και του παθιασμένου εθνικισμού μιας νέας δεξιάς που γεννιόταν τότε και ήταν νεο-παγανιστικής έμπνευσης. Ο πρώτος τείνει να λειτουργεί ως δοχείο στο περιεχόμενο του δευτέρου. Και ο ένας και ο άλλος πρεσβεύουν, με παραλλαγές και αποχρώσεις, την ιδέα να υποταχθεί η θρησκεία στην υπηρεσία ενός ανώτερου δόγματος -του εθνικού συνόλου-, καθώς η ανθρωπότητα, που είχε συγκροτηθεί σε έθνη, υμνούσε τον εαυτό της με διάφορα ανταγωνιστικά δόγματα: ένας εθνικιστικός πολυθεϊσμός κατά κάποιον τρόπο.
Ο ρόλος του σχολείου στη συλλογική διείσδυση του εθνικισμού στη Γαλλία έγινε εμφανής από τις εργασίες για τα βιβλία του δημοτικού σχολείου, ιδίως από το έργο του Ραούλ Ζιραρντέ. Η οργανωμένη μεταβίβαση των αξιών στις οποίες βασίστηκε η νέα εκπαίδευση (27) αγκαλιάζει συγχρόνως την κοινωνική ηθική, την αγωγή του πολίτη και την ιστορία. Τα βασικά στοιχεία αυτής της εθνικής «θρησκείας» αποτελούν η ακραία, η συμβολική και η απολογητική ευλάβεια. Η Γαλλία παρουσιάζεται σαν ένα άτομο, μια έμφυτη θεότητα και συλλογική μητρότητα, αντικείμενο της διπλής θρησκευτικής και συλλογικής ευλάβειας: «...Αγαπάτε τη μεγαλόπρεπη, την αγαπημένη πατρίδα μας με όλη τη δύναμη της ψυχής σας. Αγαπήστε τη με μια αγάπη φλογερή, αποκλειστική, σοβινιστική όπως λέγαμε παλαιότερα. Και αν κάποτε ένας σοφός με ισορροπημένη σκέψη κατηγορήσει τα αισθήματα σας ως ακραία, να του απαντήσετε ότι δεν συζητάμε τις αρετές μιας μητέρας, ιδίως όταν έχει χάσει τα παιδιά της...» αναφωνεί το 1880 ο Πολ Μπερ, ένας από τους πατέρες των κοσμικών νόμων (28) μαζί με τον Ζιλ Φερί. Κατ’ αναλογία, το υπέρτατο κακό δεν είναι η θρησκευτική απιστία αλλά ο εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος καταργεί εκ των πραγμάτων το θεωρούμενο ως υπέρτατο καλό της εθνικής ενότητας. (29)

Αριστερά: Η Υπουργός Παιδείας σατιρίζεται πολεμώντας το φίδι του διαφωτισμού: «Επανέρχεται η πολιτικώς ορθή ιστορική αφήγηση για τα Κρυφά Σχολειά, τα Κρυφά Γυμνάσια, αλλά και τα Κρυφά ΙΕΚ, ΑΕΙ και ΤΕΙ, τα οποία είχε ιδρύσει η εκκλησία επί τουρκοκρατίας. Παρατίθενται ιστορικές πηγές για τις κρυφές Πανελλαδικές Εξετάσεις που διεξήχθησαν, καθώς και για τα Κρυφά Μεταπτυχιακά, στους τομείς του μεσαιωνικού σκοταδισμού, των θρησκευτικών προκαταλήψεων και της αποτροπής κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.». Εκείνο που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται οι σύγχρονοι διαφωτιστές είναι δύο σημαντικά στοιχεία της ελληνικής ιστορίας. Πρώτον, ακόμη και αν δεν υπήρξε Κρυφό Σχολείο, εντούτοις είναι πασίγνωστο ότι υπήρξαν φανερά εκκλησιαστικά σχολεία στην Ελλάδα και την μόρφωση των Ελλήνων είχε αναλάβει πάντοτε το ιεράτευμα, μέχρι που οι διαφωτιστές κατάφεραν να το περιορίσουν και να το εξαλείψουν από τον χώρο της παιδείας. Δεύτερον, η απουσία οιονδήποτε κεντρικά ελεγχομένων «πανελλαδικών εξετάσεων» (εθνικών εξετάσεων) από κάποιο παλαιότερο ελληνικό κράτος, ως το σύγχρονο ελληνικό διαφωτιστικό, εξασφάλιζε την ελευθερία της μόρφωσης και της διδασκομένης ύλης, ως οι ποικίλες φιλοσοφικές σχολές της αρχαιότητας. Αντίθετα η παρουσία ολοκληρωτικών μηχανισμών ελέγχου συνειδήσεων από τους διαφωτιστές εις εξασφάλιση των κοσμικών τους αντιλήψεων γύρω από την παρεχόμενη παιδεία, ως οι πανελλαδικές, λειτουργούν αντίθετα με τις όποιες «φιλοσοφικές» τους εξαγγελίες (βλ. κάτωθι) (Πηγή Φώτο: http://salata.wordpress.com/2007/08/page/2/)
Μέσο: «Δε συμφωνώ ούτε με μια λέξη από όλα όσα λες, αλλά θα υπερασπίζω, και με το τίμημα της ζωής μου ακόμα, το δικαίωμά σου ελεύθερα να λες αυτά που πρεσβεύεις». Αυτά είπε ο Βολταίρος, ο φιλόσοφος του Διαφωτισμού για να πείσει. Σήμερα όμως ο Διαφωτισμός και οι οπαδοί του επιδίδονται σε μια συνεχόμενη αντιχριστιανική επίθεση που είναι πολυ-επίπεδη και πολυδιάστατη. Η κατάργηση των όποιων Χριστιανικών σχολείων και η περιχαράκωση της παιδείας σε καθαρά «εθνική» υπόθεση διαψεύδει τις εξαγγελίες τους και το «αγγελικό» τους προσωπείο περί «ελευθερίας» λόγου. (Πηγή: http://filosofia.gr/prosopaen.php?subaction=showfull&id=1114808086&archive=&start_from=&ucat=3&)
Δεξιά: Η μονή Φιλοσόφου, Χριστιανοδιδασκαλείο, κρυφό ή φανερό, αδιάφορο. Οι διαφωτιστές κατάφεραν και το έκλεισαν αφού υποδούλωσαν την εκπαίδευση στον κεντρικό έλεγχο των ποικίλλων εξετάσεων, όχι του καθηγητή, αλλά του «Εθνικού(Πηγή: http://www.xfe.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=489) Υπουργείου Παιδείας».

Το προτιμώμενο σύμβολο του θρησκευτικού τεχνάσματος είναι αναμφισβήτητα η σημαία, που αποτελεί αντικείμενο λατρείας, (30) τόσο πολιτικό όσο και στρατιωτικό. Είναι βέβαιο ότι από το 1870 ως το 1945, χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια άντρες πέθαναν στρέφοντας το τελευταίο τους βλέμμα στα εθνικά χρώματα, από τις πιο απομακρυσμένες αποικίες ως τα ευρωπαϊκά πεδία μάχης. Οι εθνικές εορτές που ανανεώθηκαν σε λάμψη και οι στρατιωτικές παρελάσεις που πραγματοποιούνταν σαν θρησκευτικές πομπές συνέβαλαν επίσης στο αίσθημα της κοινότητας.
Τέλος, το κυριότερο είναι ίσως ότι η διδασκαλία της ιστορίας μετατρέπεται σε απολογία της εθνικής δράσης: η διπλή επιμονή στους ήρωες και στις μάχες έχει ως αντικείμενο να αντικαταστήσει τους αγίους ως κοινωνικά παραδείγματα και να μεγιστοποιήσει το όργανο της σωτηρίας του έθνους, το στρατό. Αυτή η νέα «αγία εθνική ιστορία» φθάνει στο απόγειο της στη Γαλλία με τη λατρεία της Ιωάννας της Λωραίνης, η οποία, μιμούμενη λίγο τον ιταλικό εθνικισμό, αποτελεί το όριο της συμβατότητας ανάμεσα στο χριστιανισμό και τον ιδεολογικό εθνικισμό.

Αριστερά: Έχει αποδειχθεί περίφημα πως τα λείψανα της Ιωάννας της Λωραίνης είναι ένας ωραίος μύθος, αποκύημα της φαντασίας εθνικιστικών κύκλων που όχι μόνο δεν ήθελαν ακόμη να προκαλέσουν το θρησκευτικό συναίσθημα αλλά και το εκμεταλλεύτηκαν, υπονομεύοντάς το αργότερα. Ήταν μια κίνηση που στο σκάκι θα αντιπροσωπεύονταν με Ρουά και ταυτόχρονη απειλή ενός άλλου πιονιού της αντίπαλης παράταξης, πάνω στο δίχρωμο πεδίο μάχης της σκακιέρας. (Πηγή Φώτο: http://www.rsc.org/chemistryworld/News/2007/April/04040702.asp)
Δεξιά: «Η ανατολή δεν θα περάσει. Έλληνες εθνικοί [παγανιστές]» (Πηγή Φώτο: http://athens.indymedia.org/local/webcast/uploads/metafiles/h-anatoli-den-8a-perasei.jpg)

Αυτή η επιμονή στην εκπαίδευση, εθνική με κάθε έννοια του όρου, συνδέεται στενά με το στρατιωτικό ζήτημα. Όπως και στον Φίχτε 65 χρόνια νωρίτερα, η ευθύνη για την ήττα του 1870 αποδίδεται στη Γαλλία στο εκπαιδευτικό σύστημα και όχι στο στρατιωτικό -άλλωστε το σχολείο κάνει το στρατό.
Το εγχειρίδιο γεωγραφίας της πρώτης δημοτικού (Η Γαλλία και οι αποικίες της) αφιερώνει την παραμονή του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου εξελίξεις καθόλου αμελητέες στη στρατιωτική οργάνωση και στην υπεράσπιση των συνόρων. Στα πλαίσια των αρχών που τέθηκαν από το νόμο της 24ης Ιουλίου 1873 που συμπληρώθηκε από εκείνον της 7ης Αυγούστου 1913 επισημαίνεται ότι «Η στρατιωτική θητεία είναι προσωπική, υποχρεωτική και ίση για όλους τους Γάλλους που έχουν συμπληρώσει το 19ο έτος της ηλικίας τους [...] Η διάρκεια της θητείας είναι τριετής στον ενεργό στρατό [...] Οι παλαιοί στρατιώτες, που θα επιστρατευτούν σε καιρό πολέμου, αποτελούν μέρος του ενεργού εφεδρικού στρατού επί 11 χρόνια, του πεζικού επί επτά χρόνια και των εφέδρων του πεζικού επί άλλα επτά. Η ηλικία της απαλλαγής είναι συνεπώς τα 48 χρόνια». Οι ρυθμίσεις αυτές (31) δείχνουν με εύγλωττο τρόπο τη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας η οποία εξελίχθηκε μετά το 1870 (32).
Το σύστημα αυτό, που μιμήθηκε την οργάνωση του πρωσικού στρατού, σύντομα εφαρμόστηκε σε μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών εθνών που είχαν ηγεμονικές βλέψεις. Οδήγησε τη Γερμανία και τη Γαλλία σε έναν αγώνα για ενεργούς στρατιώτες, ιδίως από το 1910, (33) απολύτως συγκρίσιμη σε όγκο και τελειοποίηση με την παράλληλη κούρσα εξοπλισμών και οποία κατέληξε στην αλματώδη αύξηση των στρατιωτικών προϋπολογισμών. Η Γερμανία ανταγωνιζόταν επίσης με τη Βρετανία από άποψη πολεμικού στόλου, καθώς έφθασε, ύστερα από σημαντική προσπάθεια, να κατέχει τη δεύτερη θέση παγκοσμίως στις παραμονές του 1914. Η προώθηση του πολεμικού ναυτικού δεν είναι ίδιον δικό της: κάθε έθνος που έχει αποικιοκρατικές βλέψεις πρέπει να αναπτύξει το στόλο του για να εξασφαλίσει τις επικοινωνίες, τη μεταφορά του αποικιοκρατικού στρατού και τη διατήρηση των εδαφικών κεκτημένων. (34)

β) Ο αποικιοκρατικός ιμπεριαλισμός
Σύμφωνα με τον Σουμπέτερ, ο ιμπεριαλισμός χαρακτηρίζεται από την «αδάπανη τάση ενός κράτους να επεκταθεί δια της βίας χωρίς καθορισμένα όρια». Ο ορισμός αυτός χρειάζεται δυο παρατηρήσεις.
Πρώτον, η τάση για επέκταση όσον αφορά τον αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό δεν είναι καθόλου αδάπανη. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν βασίζεται σε μια λογική οικονομική συμπεριφορά, αντίθετα με την ανάλυση του Λένιν (35). Αντιθέτως, εγγράφεται πλήρως στη λογική του ιδεολογικού εθνικισμού: η διακήρυξη της υπεροχής του έθνους δεν μπορεί παρά να καταλήξει στην υπερτροφία των στοιχείων που το συνθέτουν, κυρίως του εδάφους και του πληθυσμού, εκεί όπου η τεχνική και αριθμητική κατωτερότητα των λαών παρέχει μια ελάχιστη αντίσταση.
Όπως γράφει ο Πολ Λίροϊ Μπογιέ το 1874 στο βιβλίο του De la colonisation chez les peuples modernes (Από την αποικιοκρατία στους σύγχρονους λαούς) «ένα λαός που αποκτά αποικίες είναι ένας λαός που επενδύει στη μελλοντική του μεγαλοπρέπεια και υπεροχή. Όλες οι ζωντανές δυνάμεις του αποικιοκρατικού έθνους οξύνονται λόγω αυτής της δραστηριότητας [...] Όποια άποψη και αν έχει κάποιος... ιδού μια αναμφισβήτητη αλήθεια: ο λαός που αποκτά τις περισσότερες αποικίες είναι ο πρώτος λαός. Αν δεν είναι σήμερα, θα γίνει αύριο» (36). Η σχετική ευκολία των αποικιοκρατικών κατακτήσεων αποτελεί την αρχική φάση στην επιδίωξη καθενός από τα κύρια ευρωπαϊκά έθνη να επικρατήσει επί των υπολοίπων, ενώ η επέκταση στην Ευρώπη μέσω της άμεσης σύρραξης θεωρείτο ότι θα έδινε μείζον πλήγμα στον αντίπαλο.
Ο δεύτερος περιορισμός στον ορισμό του Σουμπέτερ αφορά τα όρια του. Αν δεν μπορούν να καθοριστούν a priori, σύντομα καθορίζονται όταν εξαντληθούν οι δυνατότητες κατάκτησης διαθέσιμων εδαφών. Για να ξαναπιάσουμε τη φόρμουλα του Λένιν αφαιρώντας της τη μαρξιστική σημασία, ο αποικιοκρατικός και πολεμικός ιμπεριαλισμός μπορεί να μοιάσει από πολλές απόψεις ως το ανώτατο στάδιο του εθνικισμού, δηλαδή το εσωτερικό όριο της ίδιας της εθνικιστικής λογικής, που είναι η σύγκρουση πολλών εθνών που έχουν τις ίδιες βλέψεις.
Συνοδεύοντας ακόμη και ακολουθώντας την κούρσα των εξοπλισμών, η κούρσα των αποικιών πραγματοποιείται στο μεγαλύτερο της μέρος την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα. Ο Ζιλ Φερί την περιγράφει με τους εξής όρους στην αρχή αυτής της περιόδου: «Ο ανταγωνισμός είναι όλο και πιο σφοδρός ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έθνη που διεκδικούν μακρινές διεξόδους, σταθμούς στις πύλες των βαρβάρων τους οποίους η παλαιά Ευρώπη θεωρεί ενστικτωδώς ως τους δρόμους του μέλλοντος» (37). Οκτώ χρόνια αργότερα, από την ίδια πένα, το φαινόμενο μοιάζει να φθάνει στον παροξυσμό του: «Ένα ακαταμάχητο κύμα παρασύρει τα μεγάλα ευρωπαϊκά έθνη στην κατάκτηση νέων εδαφών. Μοιάζει σαν ένα τεράστιο αγώνα δρόμου στην οδό του αγνώστου [...] Σήμερα προσαρτούμε ηπείρους, μοιραζόμαστε την απεραντοσύνη και ιδίως την αχανή μαύρη ήπειρο...» (38). Στις 26 Φεβρουαρίου 1885, 14 ευρωπαϊκά έθνη υπέγραψαν τη Γενική Πράξη του Βερολίνου που όριζε τους δύο κυριότερους κανόνες οι οποίοι έπρεπε να διέπουν τις μελλοντικές προσαρτήσεις εδαφών στην Αφρική: η αποτελεσματική κατοχή και η ειδοποίηση των υπόλοιπων δυνάμεων. Από το 1872 ως το 1900 τα ευρωπαϊκά έθνη πέρασαν από την κατοχή του 11% των αφρικανικών εδαφών στο 91%.

ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ, ΘΑ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ!». Αυτό είχε πει ο Σέσιλ (Τζον) Ρόουντς, ο άνθρωπος που μαζί με έναν άλλον Άγγλο, τον Τσαρλς Ρουντ, μονοπώλησε την αφρικανική αγορά (ίδρυσε τη μεταλλευτική εταιρεία De Beers, απέκτησε τον έλεγχο του 90% της παγκόσμιας παραγωγής διαμαντιών και μια από τις μεγαλύτερες περιουσίες του κόσμου) και έδωσε το όνομά του στη Ροδεσία. Ο νεαρός βρετανός αποικιοκράτης ξεκίνησε τη δράση του στη Μαύρη Ηπειρο ως επιχειρηματίας-«μισθοφόρος» και τελικά έγινε πρωθυπουργός της Αποικίας του Ακρωτηρίου το 1890. Η γελοιογραφία αυτή σατιρίζει το «όνειρό» του να οικοδομήσει τις «Ηνωμένες Πολιτείες της Βρετανίας» από το Ακρωτήριο ως το Κάιρο... (Πηγή: http://tovima.dolnet.gr/print.php?e=B&f=13506&m=Y06&aa=1)

Η φρενίτιδα των αποικιοκρατικών κατακτήσεων ουδόλως περιορίζεται στην αφρικανική ήπειρο αλλά οδηγεί στην κατοχή και του παραμικρού κομματιού γης που έχει αβέβαιη εθνική ιδιοκτησία, του παραμικρού ακατοίκητου νησιού, όπως στην αρκετά χαρακτηριστική περίπτωση της νήσου του Κλίπερτον. Απομονωμένη βραχονησίδα στο μέσον του Ειρηνικού, έχοντας ως μόνο πλούτο το γκουανό (λίπασμα από περιττώματα θαλάσσιων πουλιών), το νησί είδε να κυματίζουν επάνω του περισσότερες από μία σημαίες έχοντας ως στόχο να εξασφαλίσουν την ιδιοποίηση του. Αναγνωρίστηκε ως γαλλική (39) και η κατοχή της νομιμοποιήθηκε ως εξής από τον συντάκτη του προϋπολογισμού του 1909 για το γαλλικό Υπουργείο Αποικιών: «Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου το παραμικρό κομμάτι εδάφους έχει σημασία και η περίπτωση της Κλίπερτον, μοναχικής βραχονησίδας που αναδύεται στο μέσο του Ειρηνικού στην πορεία προς Παναμά, μπορεί στο μέλλον να αποκτήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον». Ακόμα και οι εξερευνήσεις και οι επιστημονικές αποστολές εμπίπτουν στους εθνικιστικούς στόχους. Ο Ραούλ Ζιραρντέ. στο έργο του για την αποικιοκρατική ιδέα στη Γαλλία (40), περιέγραψε με σαφήνεια το ρόλο των γεωγράφων στην αποικιοκρατία. Οι εξερευνητές της αφρικανικής ηπείρου Σάνλεϊ. Λίβινγκστον, Σαβορνιάν ντε Μπραζά, Ναστιγκάλ εργάζονται κυρίως για τη δημιουργία των ευρωπαϊκών αυτοκρατορικών αποικιών. Η κατάκτηση των πόλων αποτελεί αντικείμενο σφοδρού ανταγωνισμού με στόχο να στήσει κάποιος πρώτος το σύμβολο του έθνους του, όποιο και αν είναι το τίμημα.

Αριστερά: Η ασήμαντη βραχονησίδα Κλίπερτον, αντικείμενο αποικιοκρατικής επέκτασης. (Πηγή: http://www.autchoz.org/cliperton.jpg, Google Earth 2007, κλικ για πλοήγηση. Σημ.: απαιτεί το Google Earth εγκαταστημένο στον υπολογιστή του χρήστη.)
Δεξιά: Εθνικές σημαίες στον Βόρειο Πόλο. (Πηγή: http://www.metafysiko.gr/textview.php?id=170)

Οι ιεραποστολές ενθαρρύνονται και υποστηρίζονται από τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών εθνών τη στιγμή που στις μητροπόλεις ο ίδιος αυτός ιδεολογικός εθνικισμός οδηγεί τις ίδιες εξουσίες στο να αγωνίζονται εναντίον της θρησκείας για να την περιθωριοποιήσουν: το σχέδιο της αυτονομίας εκμεταλλεύεται προς όφελος του την ετερονομία που υπάρχει στην κοινωνία των πολιτών. Στο σύνολο τους οι ιεραπόστολοι φέρνουν εις πέρας το καθήκον τους να εκχριστιανίζουν χωρίς να τους απασχολούν και πολύ οι προθέσεις της αποικιοκρατικής εξουσίας: η επέκταση της εθνικής γλώσσας αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο της συμβολής τους στα σχέδια των υποστηρικτών του ιμπεριαλισμού. (41) Με τρόπο παρόμοιο προς τη μορφή της Ιωάννας της Λωραίνης που αναπτύχθηκε στη Γαλλία από το σχολείο, οι ιεραποστολές αποτελούν ένα ακόμη σημείο σύγκλισης της χριστιανικής ετερονομίας και της εθνικιστικής αυτονομίας.
Η κούρσα για την απόκτηση όσο το δυνατόν περισσότερων εδαφών προστίθεται σύντομα στην αναζήτηση κάποιας συνοχής για τις αυτοκρατορίες που συστάθηκαν ανάλογα με τις περιστάσεις και τον ανταγωνισμό. Έτσι, κάνουν την εμφάνιση τους σύνολα πότε με πολιτική χροιά, όπως οι ενώσεις (Ένωση Γαλλικής Δυτικής Αφρικής το 1889, Ένωση Ινδοκίνας το 1897, Νοτιοαφρικανική Ένωση μετά το 1902), πότε με οικονομική χροιά, όπως οι εταιρείες (Royal Niger Company από το 1887, Imperial British East Africa Company το 1895).
Η τεράστια μοιρασιά των ηπείρων που προκύπτει δεν είναι ίση. Λόγω του ότι ξεκίνησαν νωρίτερα, η Γαλλία και η Βρετανία είναι οι μόνες που συγκρότησαν πραγματικές αυτοκρατορίες. Ο ανταγωνισμός τους, όχι χωρίς συρράξεις, δημιούργησε ορισμένες συμμετρίες: η ανατολική και η νότια Αφρική είναι περισσότερο αγγλικές (το όνειρο του Σέσιλ Ρόουντς «από το Κέιπ ως το Κάιρο»), ενώ η βόρεια, η δυτική και η ισημερινή Αφρική είναι περισσότερο γαλλικές, με εξαιρέσεις και στις δύο περιπτώσεις. (42) Στην Ασία, η κατάκτηση της Ινδοκίνας από τη Γαλλία μοιάζει αντίγραφο της αγγλικής Ινδίας, ενώ και η Ωκεανία όπως και οι Αντίλλες αντικατοπτρίζουν αυτή τη διπλή παρουσία. Τι απομένει για τα υπόλοιπα έθνη; Η διατήρηση παλαιών αποικιών για την Πορτογαλία και την Ισπανία, η κατάκτηση του Κονγκό από το Βέλγιο. Έχοντας μπει αργά στην κούρσα, η Γερμανία και η Ιταλία δεν μπόρεσαν να αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο. Σχεδόν αποκλειστικά στην Αφρική, οι αποικιοκρατικές κατακτήσεις των δύο νέων κρατών είναι σχετικά περιορισμένες και εφήμερες. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Γερμανία θα χάσει όλες τις αποικίες της, δηλαδή τα νησιά του Ειρηνικού, το Καμερούν και το Τόγκο, τη νοτιοδυτική Αφρική και τη γερμανική ανατολική Αφρική. Όσο για την Ιταλία, γνωρίζει δυσκολίες από την αρχή των κατακτήσεων: η Γαλλία της παίρνει την Τυνησία, η Αιθιοπία αντιστέκεται στις προσπάθειες της και της προκαλεί μια στρατιωτική ήττα στην Άντουα. Εκτός από την Ερυθραία, θα αποκτήσει μόνο τη Σομαλία και την Κυρηναϊκή.
Όταν η κούρσα για αποικίες φθάνει στο τέλος της λόγω της εξάντλησης των δυνατοτήτων για εξάπλωση, οι συγκρούσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών μετατρέπονται σε κατά μέτωπο αναμετρήσεις στην ίδια την Ευρώπη: οι αποικίες δεν ήταν παρά μια ιστορική και γεωγραφική παράκαμψη από την αναπόφευκτη πολεμική λογική του εθνικισμού. Το επεισόδιο της Φασόντα το 1898-1899 είναι μια από τις σοβαρότερες στρατιωτικές συγκρούσεις (χωρίς μάχη) ανάμεσα στη Βρετανία και στη Γαλλία με αντικείμενο την Αίγυπτο, αλλά πρέπει επίσης να αναφέρουμε τον αγγλο-γερμανικό ανταγωνισμό στην Αφρική, την ιταλική απογοήτευση απέναντι στη Γαλλία για το ζήτημα της Τυνησίας και κυρίως τις αντίθετες βλέψεις που είχαν η Γαλλία και η Γερμανία για το Μαρόκο το 1905 και το 1911. Η ανταλλαγή αποικιοκρατικών εδαφών και αντίστοιχων ζωνών επιρροής δίνει μια προσωρινή χροιά σ’ αυτές τις διμερείς αναμετρήσεις: το Καμερούν ή το Μαρόκο δεν έχουν την ίδια αξία με την Αλσατία και τη Λωραίνη ή τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Αυτή η άνιση μεταχείριση των ευρωπαϊκών και των αποικιοκρατικών εδαφών φαίνεται στην περίφημη φράση του Ντερουλέντ: «Έχασα δυο παιδιά και μου προσφέρετε 20 υπηρέτες». Τροφοδοτεί την ιδέα μιας αντίφασης ανάμεσα στον αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό και τον ηπειρωτικό εθνικισμό. Ο Μπίσμαρκ πείστηκε με καθυστέρηση για την αναγκαιότητα αποικιοκρατικής πολιτικής. Στη Γαλλία, οι οπαδοί των αντιποίνων δεν υπήρξαν αντίπαλοι της αποικιοκρατικής πολιτικής του Ζιλ Φερί. Παρά αυτές τις ιστορικές συμπεριφορές, η κατάκτηση του Τόνκιν δεν έστρεψε καθόλου το βλέμμα των Γάλλων μακριά από τη γαλάζια γραμμή των Βοσγίων. Η άσβεστη δίψα για ηγεμονία, η διατήρηση και η ανάπτυξη της στρατιωτικής μηχανής, ο χρήσιμα ανταποδοτικός ρόλος των αποικιών στην περίπτωση της Γαλλίας αποδεικνύουν την ύπαρξη μιας λογικής ενιαίας και κοινής ανάμεσα στους αποικιοκρατικούς και τους ευρωπαϊκούς πολέμους. Η Αλγερία δεν λειτούργησε άλλωστε σαν αποικία μετεγκατάστασης των Γάλλων της Αλσατίας και της Λωραίνης που δεν επιθυμούσαν να γίνουν Γερμανοί μετά το 1870; Τα δημογραφικά επιχειρήματα χρησιμοποιήθηκαν από τον γαλλικό εθνικισμό για να καταστήσουν τον αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό όργανο στην υπηρεσία του σκοπού της επανακατάκτησης της Ευρώπης. Ενώ η Γερμανία μπορούσε να επικαλεστεί την εκπληκτική δημογραφική της αύξηση ως νομιμοποίηση της αποικιοκρατικής μετανάστευσης, η Γαλλία μετερχόταν ως επιχείρημα την αντίστροφη κατάσταση για να δικαιολογήσει, και αυτή, την αποικιοκρατία: να αντισταθμίσει τη σχετική δημογραφική της τελμάτωση με την απόκτηση πρόσθετων πληθυσμών, πάντα εν όψει πιθανού πολέμου. Τα πεδία μαχών του πολέμου του 1914-1918 δικαιολόγησαν το χαρακτηρισμό του ως «παγκόσμιου» μέσω του τιμήματος σε αίμα που έχυσαν οι αποικιοκρατούμενοι πληθυσμοί για χάρη των αποικιοκρατών τους, κυρίως για τη Γαλλία και τη Βρετανία.
Η άνιση συμπεριφορά προς τα μητροπολιτικά και τα αποικιοκρατικά εδάφη συνοδεύεται τέλος από την αντίστοιχα άνιση συμπεριφορά προς τους πληθυσμούς τους. Ενώ οι ιεραπόστολοι διακήρυτταν την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, οι οπαδοί του ιμπεριαλισμού επιχειρούσαν να δικαιολογήσουν την αποικιοκρατία στο όνομα της ανισότητας των φυλών: «...οι ανώτερες φυλές έχουν το δικαίωμα, διότι έχουν ένα καθήκον. Έχουν το καθήκον να εκπολιτίσουν τις κατώτερες ράτσες». Οι δηλώσεις αυτές του Ζιλ Φερί προς τη Βουλή το 1885 (43) που παραπέμπουν σ’ εκείνες του Ρούντιαρ Κίπλινγκ για το «καθήκον του λευκού», αποτελούν μέρος της άνισης ηθικής του ιδεολογικού εθνικισμού.

Β) Μια άνιση ηθική
Ο εθνικισμός εισχωρεί σταδιακά στην κοινωνία μέσω της καθιέρωσης από το κράτος μιας σχολικής, στρατιωτικής και αποικιοκρατικής πολιτικής, αλλά και μολύνοντας την ηθική, νομιμοποιώντας ατομικές συμπεριφορές καθιστώντας τες κοινωνικές συμπεριφορές. Καμία κωδικοποίηση, καμία δέσμη σαφών κανόνων (44) δεν επισημοποιεί αυτή την ηθική που εξαπλώνεται συνεχώς μέσω της ιδεολογίας. Σύμφωνα με αυτή, η σωτηρία της ανθρωπότητας βρίσκεται στην ιστορική ανωτερότητα ενός έθνους επί των υπολοίπων και στο επακόλουθο του, την ανισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους υπέρ των μελών αυτού του έθνους. Η εθνική ανωτερότητα δεν είναι αντικειμενικά προφανής, εφόσον κάθε έθνος διατείνεται ότι την κατέχει, και ακολουθείται από την αμοιβαία έλλειψη ανεκτικότητας σύμφωνα με το κριτήριο της εθνικότητας. Η Summa division αυτής της νέας ηθικής βασίζεται στο διαχωρισμό εθνικού-ξένου και γεννά την ξενοφοβία: το υπέρτατο καλό βρίσκεται στην ολοκλήρωση του έθνους μας και ό,τι μπορεί να το αμφισβητήσει θεωρείται κακό, όπως, π.χ., ο ανταγωνισμός από τα άλλα έθνη ή η παρουσία στο έδαφος του μελών των ανταγωνιστικών εθνών. Από σχετικά αδύναμη και δευτερεύουσα στην κατάταξη της ανθρώπινης αγάπης, η πατρίδα γίνεται αντικείμενο πρωταρχικής και αποκλειστικής αγάπης, ενώ ό,τι της αντιστέκεται ή μοιάζει να της αντιτίθεται γίνεται αντικείμενο ανάλογου μίσους. Το πέρασμα στο ρατσισμό μπορεί τότε να γίνει πολύ εύκολα όταν, βοηθούντος του υλισμού, οι βιολογικές, εθνοτικές και πολιτιστικές διαφορές στους κόλπους του ανθρώπινου είδους επανερμηνεύονται στο πνεύμα ουσιαστικών ανισοτήτων. Με αυτό τον τρόπο πραγματοποιείται η διπλή υποβάθμιση του έθνους σε ράτσα και της θρησκευτικής ηθικής στην κοινωνική ηθική του εθνικού ρατσισμού.

α) Από το έθνος στη ράτσα
Η αντιπαράθεση για την έννοια του έθνους στον 19ο αιώνα έχει μείνει περίφημη. Φέρνει αντιμέτωπες δυο απόψεις που συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε ως «υποκειμενική» και «αντικειμενική». Σε διάλεξη που έδωσε στη Σορβόννη το 1882 με τίτλο «Τι είναι το έθνος;», ο Ερνέστ Ρενάν (1823-1892) έγινε αμύντορας της κυρίαρχης έννοιας στη Γαλλία μετά την Επανάσταση, που ήταν η ελεύθερη ατομική επιλογή, εκείνη που βασίζει το έθνος σε μια πλειάδα εκούσιων πράξεων που εκφράζονται από τους ελεύθερους πολίτες: «Ένα έθνος είναι μια ψυχή, μια πνευματική αρχή. Μια μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων, υγιών στο πνεύμα και ζεστών στην καρδιά, δημιουργεί μια ηθική συνείδηση που ονομάζεται έθνος. Το έθνος είναι ένα καθημερινό δημοψήφισμα». Μετά τον Φίχτε αντιθέτως, η γερμανική διανόηση τείνει να αναπτύσσει έναν ορισμό του έθνους με βάση εξωτερικά χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζονται αντικειμενικά, δηλαδή κριτήρια τελείως ανεξάρτητα από την επιθυμία των ανθρώπων που υπόκεινται σ’ αυτά. Τα κριτήρια αυτά αφορούσαν αρχικά τον πολιτισμικό τομέα, κυρίως την κοινή γλώσσα και ιστορία. Όμως, όπως έγινε εμφανές στις θεωρίες του Φίχτε και του Χέγκελ, η αναφορά στη φυσική και την ανθρώπινη γεωγραφία (εθνοτικές ομάδες) οδηγεί στην απλουστευτική χρήση του όρου ράτσα για να χαρακτηρίσει το σύνολο των δεδομένων αυτών. Με αυτή την έννοια, η ράτσα ισοδυναμεί και με το έθνος που ορίζεται υποτίθεται αντικειμενικά. (45)
Οι διανοητικές ερμηνείες του δαρβινισμού και το πολιτισμικό σοκ της αποικιοκρατίας φέρνουν στα τέλη του 19ου αιώνα μια αντιστροφή της σχέσης μεταξύ έθνους και ράτσας: έκτοτε η ράτσα τείνει να γίνει το αντικειμενικό βιολογικο-εθνοτικό στοιχείο το οποίο δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το έθνος. Η τρέλα με το ρατσισμό τροφοδοτήθηκε από την επιθυμία να παράσχει μια (υποτιθέμενη) επιστημονική βάση στον ιδεολογικό εθνικισμό.
Η ρατσιστική θεωρία του Αρτίρ ντε Γκομπινό (1816-1882), που έγινε πιο γνωστή μετά το θάνατο του, περιέχεται στο μεγαλύτερο μέρος της στο Essai sur l’ inégalité des races humaines (Δοκίμια περί ανισότητας των ανθρώπινων φυλών, 1853-1855). Δυο ουσιαστικές απόψεις δηλώνονται απερίφραστα και λειτουργούν ως βάση για την ερμηνεία του ανθρώπου και της ιστορίας της ανθρωπότητας: ο ντετερμινισμός και η ανισότητα των ράτσων. (46) Ο άνθρωπος ορίζεται από την εθνότητα του (πράγμα που προϋποθέτει, ακόμη και αν ο συγγραφέας δεν το αναφέρει, μια υλιστική θεώρηση) και σύμφωνα με αυτή την εντελώς σωματική συμμετοχή τοποθετείται στην ιεραρχία των ανθρώπινων ρατσών, από τις οποίες κατεξοχήν ανώτερη είναι το γερμανικό παρακλάδι της άριας φυλής.

Αριστερά: Παναγιώτης Μαρίνης, Πρ. Ελληνικής Εταιρίας Αρχαιοφίλων και μέλος της Επιτροπής για την αναγνώριση της Ελληνικής θρησκείας του 12θέου (Πηγή: Τηλεοπτικός σταθμός Alter, εκπομπή «Χωρίς Μοντάζ ΙΙ», Σάββατο 07/02/2004)
Δεξιά: «Ακόμη λατρεύω τον Δία», διατείνεται ο Π. Μαρίνης. (Πηγή: https://www.nationalfilmnetwork.com/store/ProductDetails.aspx?ProductID=182) «Κατ’ αρχάς ας παρατηρήσωμε, ότι δια να στηριχθή κάθε θεωρία περί φυλής χρειάζεται ανθρωπολογικές μελέτες, συγκριτικές μεταξύ των διαφόρων πληθυσμών. Όμως από το 1928 έπαυσε παγκοσμίως να παράγεται ανθρωπολογική έρευνα, εις την Ελλάδα κατηργήθη η υπάρχουσα έδρα Ανθρωπολογίας και σήμερον μέσα εις τις εκατοντάδες πανεπιστήμια, ιδρύματα, σχολές, τα οποία περιέχουν τις πλέον περίεργες και «αδύνατον να τις φαντασθής» έδρες δεν υπάρχει έδρα φυσικής Ανθρωπολογίας,δια να πληροφορηθώμεν εγκύρως ποίοι είμεθα, Ινδοευρωπαίοι ή «ανάδελφοι»; Ποίοι λαοί εγγύς ή μακράν είναι «αδέλφια» μας και ποίοι όχι; Παγκοσμίως από το 1928 εσίγησε η Ανθρωπολογία και την θέσιν της έλαβον δογματικές διακηρύξεις, του τύπου «όλοι είμαστε αδέλφια» και σκοτεινές απειλές καταστροφής κάθε επιστημονικής σταδιοδρομίας, του τύπου «αλλά τι είσαι εσύ και πιστεύεις ότι οι Έλληνες είναι πιο έξυπνοι από τους Μαύρους;» και πανηγυρισμοί του τύπου «κατεστράφησαν όλοι αυτοί οι αχρείοι που επίστευαν στην ανωτερότητα των Αρίων»». (Πηγή: Παν.Μαρίνης, Η ελληνική θρησκεία, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 1996, σελ.126)

Ο συνθέτης Ρίχαρντ Βάγκνερ (1813-1883) και ο αγγλικής καταγωγής γαμπρός του Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν (1855-1927) συνέβαλαν τα μέγιστα στην εξάπλωση της θεωρίας του γάλλου συγγραφέα πέρα από τον Ρήνο. Η απήχηση της είναι τέτοια στη Γερμανία στο τέλος του αιώνα που ιδρύεται ένας σύλλογος και πολλαπλασιάζονται τα κλαμπ Γκομπινό. Στο «Assises du XXe siècle» που δημοσιεύτηκε το 1899, ο Τσάμπερλεν εξετάζει τα ίδια ζητήματα, αλλά επιμένει στον πνευματικό και ηθικό χαρακτήρα της εθνοτικής συμμετοχής πολύ περισσότερο απ’ όσο στα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Σε μια θεώρηση μάλλον διφορούμενη που θα τον κάνει να πλησιάσει στην υποκειμενική έννοια του έθνους, δηλώνει, ενδεχομένως επηρεασμένος από τον Νίτσε, ότι «το σημαντικό είναι να κατέχει κάποιος τη ράτσα του στην ίδια του τη συνείδηση».
Ο παν-γερμανισμός, που συγκροτήθηκε σε λίγκα το 1893, τροφοδοτείται εν πολλοίς από αυτές τις ερμηνείες που είναι κολακευτικές για τη Γερμανία και προήλθαν κυρίως από συγγραφείς από το εξωτερικό. Έτσι ο Ζιλ Λάνγκμπεν, σε βιβλίο του που δημοσιεύτηκε το 1890 (47), επαναλαμβάνει τις θεωρίες του Γκομπινό, διευκρινίζοντας μάλιστα ότι, σύμφωνα με αυτόν, το πιο καθαρό παρακλάδι της άριας φυλής εκπροσωπείται από τη γερμανική ράτσα που ζει δυτικά του Όντερ. Ο βιολογικός ντετερμινισμός του ρατσισμού φθάνει στο απόγειο του με την πρόθεση του Βασέ ντε Λαπούζ να ιδρύσει μια νέα επιστήμη, την ανθρωποκοινωνιολογία. Στο L’ aryen et son rôle social (Η αρεία φυλή και ο κοινωνικός της ρόλος) που δημοσιεύτηκε το 1899, εμπνευσμένο από τις αρχές του Δαρβίνου περί του αγώνα για την επιβίωση του είδους και τον μεταχεγκελικό διαχωρισμό αφέντη/σκλάβου, προτείνει να ορίζεται η ράτσα από την εμφανισιακή μορφολογία των ατόμων που τη συνθέτουν: η άρια ράτσα, του αφέντη, χαρακτηρίζεται από το μεγάλο ύψος, τα ξανθά μαλλιά και το δολιχοκέφαλο κρανίο ενώ οι κοντοί, σκούροι και βραχυκέφαλοι συνθέτουν τη ράτσα των σκλάβων. Πιο διακριτικά τέλος, ο Γκιστάβ Λε Μπον (1841-1931) βασίζει τον ρατσιστικό ντετερμινισμό του στο συλλογικό ασυνείδητο. Η ράτσα συγχέεται εκ νέου με το έθνος, καθώς ξαναγίνεται σημαντική η ιστορία στον καθορισμό των διαδοχικών στοιχείων της: ο ρατσιστικός χαρακτηρισμός εξηγείται από τη μετάδοση, σε κλίμακα μιας ολοκληρωμένης κοινωνίας, παράλογων δομών στις οποίες υπόκεινται τα άτομα.

 

«Η Κλεοπάτρα «αναστημένη με λέιζερ». Όμοια με τις σημερινές Ελληνίδες». Περισσότερα. (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 174, εξώφυλλο)

Ο ρατσισμός αυτός δεν αναπτύχθηκε αποκλειστικά στη Γερμανία. Συνοδεύει παντού τον ιδεολογικό εθνικισμό. Η Γαλλία, παρά τη μη ντετερμινιστική της σύλληψη του έθνους, δεν τον απέφυγε. Κύρια έκφραση του υπήρξε ο αντισημιτισμός, του οποίου κάθε άλλο παρά είχε την αποκλειστικότητα.

β) Ο αντισημιτισμός, χαρακτηριστική παράμετρος της ηθικής του ιδεολογικού εθνικισμού
Ο αντισημιτισμός προϋπάρχει της ανάπτυξης των ρατσιστικών θεωριών. Προέρχεται από τη συνοχή και τη συνεκτικότητα που χαρακτηρίζουν μια κοινωνική ομάδα της οποίας ορισμένες συμπεριφορές κρίνονται ως ετερογενείς προς την καθολική και συναινετική λογική της κοινωνίας στην οποία εντάσσεται αυτή η ομάδα. Η κοινωνική περιθωριοποίηση ή ακόμη ενίοτε και η έλλειψη ανεκτικότητας απέναντι στη θρησκευτική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα των Εβραίων χαρακτήριζε ιστορικά τις πολιτικές κοινωνίες της χριστιανικής και μουσουλμανικής Ευρώπης. Ο αντισημιτισμός στρέφεται προς τη ρατσιστική καταδίωξη από τότε που, με την ανάπτυξη του ιδεολογικού φαινομένου, η πολιτική προσπαθεί να πάρει τη θέση της θρησκείας. Δεδομένου ότι το υπέρτατο καλό παίρνει συγκεκριμένη μορφή, πρέπει κατά συμμετρία να πάρει εξίσου συγκεκριμένη μορφή και το αντίθετο του. Δεδομένου ότι τα δεινά της ανθρωπότητας και του κόσμου δεν αποδίδονται πλέον στον ίδιο τον άνθρωπο αλλά στις κοινωνικές δομές που υποτίθεται ότι τον αποξενώνουν, πρέπει να οριστεί κοινωνικά η αιτία αυτών των δεινών του οποίου οι εκφράσεις επαληθεύονται συνεχώς και παγκοσμίως. Είναι τότε μεγάλος ο πειρασμός, καθώς η εξήγηση είναι απλή και η επιχείρηση εξιλεωτική (48), να αποδοθεί η ευθύνη για τα δεινά που εκλαμβάνονται ως κοινωνικά σε μια ανθρώπινη ομάδα η οποία χαρακτηρίζεται από τα έθιμα και την κουλτούρα της και είναι διασκορπισμένη στις περισσότερες πολιτικές κοινωνίες της Ευρώπης.
Απέναντι στο υπέρτατο καλό που είναι το εθνικό σύνολο, ο εβραϊκός πληθυσμός παρουσιάζεται συγχρόνως ως εμπόδιο στην εσωτερική συνοχή και ενσάρκωση του εξωτερικού εχθρού. Συνεπώς ο Εβραίος γίνεται ο ξένος στον οποίο αποδίδεται μια θέση κυριαρχίας σε σχέση με τον μη ευνοημένο εθνικό, για να νομιμοποιηθεί κατόπιν καλύτερα η υποδούλωση ή η δίωξη την οποία θα υποστεί. Στις χριστιανικές κοινωνίες που απομακρύνονταν από τη θρησκεία, ο Εβραίος ταυτίστηκε με το κακό που είναι η αμαρτία και ο δαίμονας: εδώ υπάρχει μια θρησκευτική μετάβαση την οποία πυροδοτεί και ανακτά η εθνικιστική ιδεολογία. Δεν είναι η μόνη, καθώς η σοσιαλιστική ιδεολογία έχει ενίοτε την τάση να ταυτίζει τον Εβραίο με τον καπιταλιστή για να τον περιβάλει με ένα κοινό μίσος που προκύπτει από τη θεωρία της πάλης των τάξεων.
Ο αντισημιτισμός έφθασε σε σημείο παροξυσμού στη Γερμανία, όπως αποδεικνύει ο όψιμος ναζισμός, αλλά εφαρμόστηκε και στη Γαλλία με τις εθνικές ήττες του 1870 και του 1940. Ένας συγγραφέας, ο Εντουάρ Ντριμόν, και μια υπόθεση, η Υπόθεση Ντρέιφους (που δημοσιοποιήθηκε το 1897), υπήρξαν τα πιο έντονα χαρακτηριστικά του μαζί με την αντισημιτική νομοθεσία του καθεστώτος του Βισί. Ο Ντριμόν δεν είναι ο μόνος συγγραφέας που κατέφυγε στο ρατσισμό κατά των Εβραίων (το ίδιο έκαναν και οι Μπάρες και Μορά), τον έκανε όμως ειδικότητα του ύστερα από την έκδοση το 1886 του La France Juive (Η ιουδαϊκή Γαλλία), το οποίο γνώρισε σημαντική επιτυχία. Τρία χρόνια αργότερα ο ίδιος συγγραφέας ίδρυσε μια «Εθνική γαλλική αντισημιτική λίγκα» και το 1892 το καθημερινό έντυπο «La libre parole» συνέβαλε στην εξάπλωση του φαινομένου. Η παθιασμένη σύγκρουση που προκλήθηκε λίγα χρόνια αργότερα σε κλίμακα ολόκληρου του γαλλικού πληθυσμού από την καθαίρεση και την ισόβια καταδίκη του λοχαγού Ντρέιφους έχει οπωσδήποτε μεγάλη σχέση.

Το σπάσιμο του σπαθιού του Εβραίου Ντρέιφους πριν από την εκτέλεσή του από Γαλλικό στρατιωτικό απόσπασμα. Η συνέχεια της δίκης περί εθνικής προδοσίας ακολουθήθηκε από καταστροφές συναγωγών στην Γαλλία αλλά και επιθέσεις εναντίων Εβραίων. (Πηγή: http://israelvets.com/pictorialhist_nation_reborn.html)

Μεγάλο μέρος των συνθετικών στοιχείων του εθνικισμού αναμειγνύεται στην «υπόθεση»: η θυσία σε άδικη βάση του ατομικού ανθρώπου στο υπέρτατο καλό του εθνικού συνόλου (49) και η άρνηση της ετερόνομης ηθικής προς όφελος μιας αυτόνομης ηθικής που προϋποθέτει μια τέτοια στάση, η ιεροποίηση του στρατού ως προτιμώμενου οργάνου και μικρόκοσμου του θεοποιημένου έθνους και τέλος η κατηγορία για κατασκοπία προς όφελος του εχθρού, της Γερμανίας, από την πλευρά του κατεξοχήν ξένου, του Εβραίου.
Το ρατσιστικό μίσος που αναμοχλεύτηκε και νομιμοποιήθηκε από την ανάγκη για έναν αιώνιο αγώνα ενός καλού, του έθνους, εναντίον ενός κακού, του ξένου που ανήκει σε μια ράτσα θεωρούμενη ως κατώτερη, συντηρεί καθημερινά ένα κλίμα έντασης και κινητικότητας εν όψει της ημέρας της υπέρτατης θυσίας, της ημέρας που θα κηρυχθεί πόλεμος. Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία είναι ένας πόλεμος λέξεων και κοινωνικών συμπεριφορών που προετοιμάζουν και αρχίζουν τον πόλεμο των όπλων. Από αυτή την άποψη, η κατάσταση πολέμου δεν έπαψε να ισχύει στην Ευρώπη από το 1870 ως το 1945.

2. Η ανάπτυξη της εικονικής πραγματικότητας της ιδεολογίας
Το πλεονέκτημα της εθνικιστικής ιδεολογίας επί των αντιπάλων της είναι, όπως είδαμε, η επίκληση στην καρδιά και όχι στο μυαλό. Στο απόγειο της κοινωνικής του πραγματοποίησης, ο εθνικισμός συνεχίζει να αναπτύσσει δυο εικονικές πραγματικότητες: την επίκληση σε ένα παράλογο που ενίοτε παρουσιάζεται σαν να διαθέτει τα μεταλογικά χαρακτηριστικά μιας νέας αποκάλυψης και, την ίδια στιγμή, στον αιώνα του θετικισμού και της επιστήμης, την αναζήτηση παράλληλα μιας δικαιολογίας που να υπόκειται στους νόμους της λογικής.

Α) Η επίκληση στο παράλογο
Πρόκειται για επίκληση στην καρδιά, κυρίως με τον Πεγκί, αλλά κατά βάση για επίκληση στα ένστικτα και στις αισθήσεις, με τον Νίτσε και τον Μπαρές, προκειμένου να βασιστεί ο εθνικισμός, πέρα από την τετράγωνη λογική, σε μια δυναμική και παρορμητική λογική την οποία δεν θα μπορούσε να εξηγήσει η πρώτη. Το έθνος έχει τους λόγους του τους οποίους δεν αναγνωρίζει καθόλου η λογική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου