04 Οκτωβρίου 2011

Το 1204 και ο νεώτερος Ελληνισμός

1204
  

Το «1204 – Η διαμόρφωση του νεότερου ελληνισμού» είναι χωρίς καμμία διάθεση υπερβολής ένα πραγματικό ευαγγέλιο, σε μία εποχή που η σύγχυση στα μυαλά των νεοελλήνων βρίσκεται στο απόγειό της. Πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν παρέχει μόνο πολύτιμες και δυσεύρετες πληροφορίες στον αναγνώστη αλλά μία καθολική θέα της συλλογικής μας ταυτότητας και των περιπετειών της τα τελευταία 1.000 (χονδρικά) χρόνια. Τι ισχυρίζεται ο Καραμπελιάς στο βιβλίο; Τα αυτονόητα, όπως λέει κι ο ίδιος στον επίλογο, που όμως στην Ελλάδα σήμερα δεν είναι καθόλου αυτονόητα και χρήζουν επανατεκμηρίωσης. Σε γενικές γραμμές λοιπόν έχουμε τις κάτωθι βασικές θέσεις:

Πρώτον ότι η νεοελληνική ταυτότητα, όπως την ξέρουμε σήμερα, αρχίζει να διαμορφώνεται ξεκάθαρα ήδη από τον 11ο αιώνα, κάπου μεταξύ 1071 και 1261, γύρω από την χρονολογία – σταθμό της Άλωσης της Πόλης από τους Φράγκους.

Δεύτερον ότι αυτή η ταυτότητα συγκροτείται με ένα πνεύμα διπλής αντίστασης τόσο έναντι της λατινικής Δύσης, η οποία εγκαινιάζει την αποικιοκρατική της περίοδο δια των ιταλικών πόλεων στο Βυζάντιο, όσο και έναντι της τουρκικής Ανατολής που κομίζει την βαρβαρότητα και την καθυστέρηση της στέπας.

Τρίτον ότι η ελληνική, πολιτισμική τουλάχιστον, συνέχεια δια μέσω των βυζαντινών χρόνων είναι μία πραγματικότητα που έχει αναδειχθεί μέσα από άπειρα τεκμήρια διαφορετικής προέλευσης και εξασφαλίζει την ελληνικότητα και την αυτοτέλεια του σύγχρονου έθνους μας.

Τέταρτον ότι τα χρόνια του Βυζαντίου δεν ήταν μία σκοταδιστική περίοδος καλογεροκρατίας και ανθελληνικού μένους αλλά μία πολύχρονη άνθιση ενός κράτους προνοίας με το πιο δημοκρατικό πολίτευμα στον τότε κόσμο, που μάλιστα τους τελευταίους αιώνες της ζωής του είχε εξελληνισθεί μέχρι τα νύχια.(…) Η συλλογή όλων αυτών των μαρτυριών και των στοιχείων δεν είναι μια άσκοπη επίδειξη ευρυμάθειας, η οποία άλλωστε δεν αμφισβητείται, αλλά είναι μία επιτυχημένη προσπάθεια ανατροπής μιας σειράς από ριζωμένους προϊδεασμούς ή αμφιβολίες μας για ένα πλήθος θεμάτων. Σημειώνω ενδεικτικά:

 Για την ελληνικότητα των βυζαντινών

. Το απόσπασμα του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη για την μετωνυμία των Ελλήνων στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Την αναφορά του Λέοντος Στ του Σοφού στον εξελληνισμό των Σλάβων (με τη φράση «γραικώσας») Την μαρτυρία του Ιωάννη Ζωναρά (12ος αιώνας) για την ασυνείδητη διατήρηση εθνικών εθίμων. Τις μεταγενέστερες λόγιες μαρτυρίες για την ταύτιση των όρων Ρωμαίος-Γραικός-Έλλην (από τον επίσκοπο Μυρέων Ματθαίο το 1619). Την διατήρηση της ίδιας, ελληνικής συνείδησης και μέσα στον λαό (βλ. παραδείγματα Νικήτα Μάγιστρου, Άννας Κομνηνής, Νικήτα Χωνιάτη, Ιωάννη Βατάτζη, Θεόδωρου Λάσκαρι, Νικηφόρου Βλεμμύδη, Δημητρίου Κυδώνη, Γρηγορίου του Κυπρίου, Νικολάου Καβάσιλα κτλ κτλ). Το εκπληκτικό παράδειγμα του Πλήθωνος – Γεμιστού. Την Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής, με τις 88 αναφορές στον Όμηρο και τους άλλους αρχαίους συγγραφείς. Την εισαγωγή πολύ πάνω του 75% των ελληνικών κειμένων στη Δύση από το Βυζάντιο – όχι από τους Άραβες. 

Για το πνευματικό – πολιτιστικό επίπεδο των βυζαντινών

. Τους 23.000 στίχους της Παλατινής Ανθολογίας όπου συγκεντρώθηκαν ποιήματα από τον 7ο έως τον 10ο μ.Χ. αιώνα. Την Βελισαριάδα, ένα έμμετρο λαϊκό έργο του 14ου αιώνα που μιλά για την αξιοσύνη ενός λαϊκού ήρωα και την φαυλότητα των ευγενών. Την ερωτική και σατιρική ποίηση που φτάνει και ξεπερνάει τα όρια της ελευθεροστομίας. Την πρώτη εμφάνιση του μυθιστορήματος. Την διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου από τον Γρηγορά. Την διεξαγωγή του διαλόγου πλατωνιστών – αριστοτελικών στη Φλωρεντία αποκλειστικά μεταξύ Ελλήνων στη Φλωρεντία μέχρι το 1470. Και λίγο αργότερα, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, τις 80 επανεκδόσεις δύο Γραμματικών, του Θεοδώρου Γαζή και του Κων/νου Λάσκαρι, μέσα στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα!

Για τη φύση του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους

. Την χιλιόχρονη λειτουργία του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, ανεξάρτητα από την Εκκλησία και τις εκκλησιαστικές σπουδές, τις οποίες εξυπηρετούσε η Πατριαρχική Ακαδημία. Την δήλωση του Μανουήλ Μοσχόπουλου ότι «το κοινόν είναι αποτέλεσμα συμβολαίου μεταξύ ισότιμων συμβαλλόμενων, που ελεύθερα αποφασίζουν να ορίσουν τον μονάρχη τους», ενώ οι πολίτες «είναι υποχρεωμένοι να τον υπακούουν μόνο στον βαθμό που εκπροσωπεί και προστατεύει το κοινόν». Την κατάργηση της θανατικής ποινής για εγκλήματα κατά της περιουσίας (η οποία ίσχυε στη δυτική Ευρώπη μέχρι τον 19ο αιώνα). Την πρώτη ιστορικά θεσμοθέτηση κράτους πρόνοιας με πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, νοσοκομεία. (…)
Με την ευκαιρία, αξίζει πραγματικά να σταθούμε σε δύο παραδείγματα που αλιεύω από το βιβλίο, και τα οποία αποδεικνύουν κατά τη γνώμη μου το αθηναϊκό μισελληνικό σύνδρομο που έχουμε περιγράψει στον «Αντιφωνητή» με άλλη, ανάλογη αφορμή. Το πρώτο αφορά τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο και την βυζαντινότητα της τέχνης του. Το δεύτερο αφορά την ελληνική συνέχεια, ιδίως στα χρόνια του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας.
Αναφορικά με τον Θεοτοκόπουλο πρώτα. Μέχρι πρόσφατα η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι αυτός ο άφταστος ζωγράφος ήταν απλώς κρητικής καταγωγής και πριν τα 19 του πήγε στη Δύση και σπούδασε την ζωγραφική της στην Ιταλία πρώτα και στην Ισπανία έπειτα. Με λίγα λόγια ότι ως ζωγράφος γεννήθηκε στη Δύση και άρα η ελληνική του καταγωγή ελάχιστη σημασία είχε. Έλα όμως που πλέον έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο Θεοτοκόπουλος πήγε στην Ιταλία κάπου 27 ετών, ήδη φτασμένος ζωγράφος και μάλιστα με διαφορά ο πιο ακριβοπληρωμένος του νησιού! Άρα βρέθηκε στη Δύση ως ζωγράφος που είχε ήδη χωνέψει την βυζαντινή παράδοση και, όπως αποδεικνύει το έργο του, την διατήρησε ανανεώνοντάς την μάλιστα ώς το τέλος. Έχει κάποια σημασία να διεκδικήσεις ως Έλλην έναν από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών, του οποίου η αξία ανακαλύφθηκε μόλις πρόσφατα; Να δεχθείς δηλαδή όσα μαρτυρούν πλέον οι Μάγιερ, Ράις, Βίλουμσεν, Κέλεμεν, Χάντερμαν κλπ για την βυζαντινότητα του έργου του; Η κοινή λογική λέει, βεβαίως, ναι! Κι όμως! Ο Γιάννης Μηλιάδης αρνείται ρητά την βυζαντινότητα της ισπανικής περιόδου του ζωγράφου. Ο Μαρίνος Καλλιγάς δεν βρίσκει καμμία σχέση μεταξύ της τέχνης του Ελ Γκρέκο και της βυζαντινής. Ο Μανώλης Χατζηδάκης επίσης. Και ο νεώτερος Νίκος Χατζηνικολάου, που βλέπει τον βυζαντινισμό του Θεοτοκόπουλου ως μανιερισμό (αγνοώντας ακόμη και την αποκαλυπτική τοποθέτηση του ζωγράφου στην επιστολή του προς τον Βαζάρι), τους δικαιώνει όλους, απονέμοντάς τους μάλιστα και το δαφνοστέφανο για τη «νηφάλια αντίστασή τους στο ρεύμα» και στη «στενόμυαλη εθνικιστική διεκδίκηση»!

Το άλλο παράδειγμα αφορά την εθνική μας συνέχεια. Δεν πρόκειται για ένα ήσσονος σημασίας ζήτημα αλλά για ένα κομβικό σημείο: Έχουμε κάποια σχέση με τους Έλληνες των προηγούμενων εποχών ή είμαστε μόνο παράγωγα του κρατιδίου που στήσανε οι Μεγάλες Δυνάμεις και της …εκπαιδευτικής του πολιτικής;! Δεν θα αναφερθώ στους Βρετανούς ή άλλους αμφισβητίες αλλά θα περιοριστώ στους δικούς μας. Ο Αδαμάντιος Κοραής, η «Ελληνική Νομαρχία», ο Κ. Σχινάς, ο Νικ. Σαρίπολος, ο Στέφανος Κουμανούδης και άλλοι μιλούσαν για την σκλαβιά των Ελλήνων υπό τον βυζαντινό ζυγό. Κι ας γράφαν επιστήμονες του επιπέδου ενός Κρουμπάχερ (ή ενός Ράνσιμαν αργότερα) για τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική γλώσσα και τους ελληνικούς θεσμούς του Βυζαντίου… Μα και στον 20ο αιώνα άλλοι, σαν τον Πασχάλη Κιτρομηλίδη, ψάχνουν να βρουν πού οφείλεται η ταύτιση μαρξιστών και μη ιστορικών στο ζήτημα της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού (το να την αναζητήσουν στα πραγματικά γεγονότα ούτε που τους περνάει από το νου…). Άλλοι πάλι σαν τον Αντώνη Λιάκο τα βάζουν με τους νομπελίστες ποιητές μας και τη γενιά του ΄30 που έθεσε ζητήματα ελληνικότητας στην Τέχνη και κάποιοι ακόμη τολμηρότεροι χαρακτηρίζουν για τον ίδιο λόγο «φασίστες» κι «εθνικιστές» τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη, τον Ρίτσο και τον …Θεοδωράκη!
Εδώ νομίζω ότι το βιβλίο, που όντως μπορεί να λειτουργήσει ως αληθινό φάρμακο κατά της άγνοιας και της σύγχυσης, αποτυγχάνει. Κι αποτυγχάνει για δύο λόγους που θα εξηγήσω παρακάτω.
Πρώτον γιατί τίποτε δεν μπορεί να θεραπεύσει αυτόν που βασίζει όλα του τα συμφέροντα, στην ακαδημαϊκή και άλλη προώθηση των γνωστών κυκλωμάτων. Όταν κάποιος είναι τόσο δειλός ή τόσο εξαρτημένος από το σύστημα που ελέγχει τον δημόσιο λόγο, δεν πρόκειται να παραδεχτεί τίποτε, ό,τι επιχειρήματα και να του κομίσεις. Αυτό είναι το κυρίαρχο ρεύμα στις ιστορικές σπουδές σήμερα και έτσι γίνεσαι κάποιος.
Και δεύτερον γιατί δεν έχει ακόμη βρεθεί το φάρμακο κατά της βλακείας. Αυτός είναι ένας παράγοντας που δεν λαμβάνεται συνήθως υπ’ όψιν, αλλά παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στα ανθρώπινα πράγματα. Και βεβαίως το γεγονός ότι κάποιος υπογράφει βιβλία ή διδάσκει στο Πανεπιστήμιο δεν σημαίνει ότι δεν είναι και ιδεοληπτικός ή/και βλαξ. Δεν πειράζει όμως, σε μια αποικιοποιημένη, παρηκμασμένη χώρα το να βρίσκει κανείς αποικιοποιημένα, παρηκμασμένα μυαλά δεν είναι έκπληξη. Το ζήτημα είναι να προκύπτουν και δουλειές σαν αυτήν που παρουσιάζουμε απόψε εδώ, και που θα δείξουν στην πλειοψηφία των Ελλήνων τον δρόμο προς την αυτοσυνειδησία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου