03 Οκτωβρίου 2011

Ο Καίσαρας, ο Θεός και ο Ευκλείδης


Η συνέπεια είναι η σηµαντικότερη από τις εσωτερικές απαιτήσεις οποιουδήποτε αξιωµατικού συστήµατος. Ισχύει το ίδιο και για τη Δηµοκρατία;
ΘA ξεκινήσω µε ένα τεστ. Εχουµε δυο περιπτώσεις. Πρώτη: ο Πρόεδρος της Δηµοκρατίας δηλώνει σε συνέντευξή του: «Δεν αισθάνοµαι Έλληνας, αλλά Νορβηγός» — αν θέλετε µάλιστα, αντί «Νορβηγός», βάλτε «Αµερικάνος» ή «Τούρκος», να γίνει πιο ζωντανό. Περίπτωση δεύτερη: ο Πρόεδρος, ερωτώµενος «ποιό είναι το νόηµα της ζωής», απαντά: «Η ζωή είναι η εξέλιξη των ειδών. Άλλο αν πρέπει να της δώσουµε εµείς ένα νόηµα. Όχι όµως ότι υπάρχει νόηµα που πρέπει να το ανακαλύψουµε.» Πόσο σας σοκάρει η πρώτη δήλωση; Και πόσο η δεύτερη; Όσους ρώτησα εγώ, είπαν ότι θεωρούν την πρώτη δήλωση απαράδεκτη, αιτία παραίτησης ενός Προέδρου από το
αξίωµά του: δεν µπορεί ο Πρώτος Πολίτης της χώρας να αρνείται την ιδιότητα που µας χαρακτηρίζει ως έθνος, δηλαδή ότι είµαστε Έλληνες! Η δεύτερη όµως δεν σόκαρε σχεδόν κανέναν. Μάλιστα, οι περισσότεροι απόρησαν: γιατί φανταζόµουν ότι θα µπορούσε να τους ενοχλήσει.
Η πρώτη δήλωση είναι φανταστική. Η δεύτερη όχι. Ανήκει στον απελθόντα Πρόεδρο, κ.
Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, και έγινε σε µαθητικό περιοδικό τον περασµένο Δεκέµβριο.
Σχολιάζοντάς την, σε άρθρο του στην κυριακάτικη «Κ», ο Χρήστος Γιανναράς έγραψε ότι η θέση πως η ζωή δεν έχει βαθύτερο νόηµα έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση µε την οµολογία πίστεως «σε έναν Θεό πατέρα παντοκράτορα, ποιητή ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων» που έκανε ο Πρόεδρος κάθε Κυριακή της Ορθοδοξίας, δέκα φορές στη διάρκεια της θητείας του. Θεωρώ ότι η επισήµανση του κ. Γιανναρά – κι ας φαίνεται σε κάποιους ακραία, ή άσχετη — παραπέµπει σε µια βαθύτερη αλήθεια, που θέλω να σχολιάσω. Να το ξεκαθαρίσω όµως: σέβοµαι και εκτιµώ ιδιαιτέρως τον κ. Στεφανόπουλο – όπως και τον κ. Γιανναρά άλλωστε. Και δεν πιστεύω ότι το εν λόγω άρθρο της «Κ», ούτε όσα λέω εδώ, τον θίγουν προσωπικά, όσο ότι επισηµαίνουν µιαν αλήθεια για την πολιτεία µας. Έτσι ή αλλιώς, σε καµία περίπτωση δεν ισχυρίζοµαι ότι ο απελθών Πρόεδρος ή ο καινούργιος, που διάβασε µε εµφανή δυσκολία το «Πιστεύω» στην παρθενική του εµφάνιση στη Μητρόπολη– έδειχνε να το αντικρύζει για πρώτη φορά ύστερα από τα Θρησκευτικά του σχολείου, ίσως και καµιά βάφτιση – πάνε να µας γελάσουν οµολογώντας, ως ύπατοι εκπρόσωποί µας, την ορθόδοξη πίστη. Απλώς, κάνουν αυτό που απαιτείται βάσει δυο αρχών: α) ο Πρόεδρος είναι η κεφαλή του Κράτους και, β) η Εκκλησία εκφράζει την
επικράτουσα θρησκεία του. Από εκεί και πέρα, πολύ καλά κάνουν και έχουν – όπως κάθε πολίτης της χώρας–, τις όποιες προσωπικές πεποιθήσεις τους. Δεν προτείνω ούτε να τις αλλάξουν, ούτε φυσικά να τους φιµώσουµε! Αλλού το πάω.

Με αφορµή τη δήλωση του Προέδρου, θέλω να κοιτάξω το θέµα της σχέσης Εκκλησίας-Κράτους από τη δική µου, ιδιότροπη σκοπιά, που βασίζεται στο ότι το Σύνταγµα είναι για µια χώρα ότι είναι για µια µαθηµατική θεωρία τα αξιώµατα. Την έννοια την πρωτοσυναντάµε στα ευκλείδεια Στοιχεία, ένα οικοδόµηµα χτισµένο µε συνδετικό υλικό την απόδειξη, δηλαδή τη µέθοδο που συνάγει λογικά κάθε αλήθεια από άλλες, πιο απλές, που έχουν µε τη σειρά τους κι αυτές συναχθεί από απλούστερες. Έξυπνος άνθρωπος καθώς ήταν, ο Ευκλείδης είδε ότι αυτή η διαδικασία δεν µπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον: από κάπου πρέπει να ξεκινάει– αλλιώς οδηγείται σε φαύλους κύκλους. Κι έτσι πρόταξε στα Στοιχεία πέντε αξιώµατα (εκείνος τα είπε αιτήµατα), δηλαδή βασικές αρχές που τις δέχεται χωρίς απόδειξη, ώστε να στηρίξει πάνω τους λογικά όλες τις υπόλοιπες. Γενάται το ερώτηµα, όµως: αφού τα αξιώµατα δεν αποδεικνύονται, γιατί τα θεωρούµε αληθινά; Για τον Ευκλείδη, τα αξιώµατα είναι διαπιστώσεις τόσο προφανείς που δεν χρειάζονται απόδειξη. Κι αυτή η άποψη κυριαρχεί για πάνω από δυο χιλιετίες. Μάλιστα, ο κορυφαίος φιλόσοφος του Διαφωτισµού, ο Καντ, προτάσσει την ευκλείδεια γεωµετρία ως πρότυπο της a priori, απόλυτης, αλήθειας.
όπως συµβαίνει στα µαθηµατικά, το όποιο Σύνταγµα επιλέγεται είναι απαραίτητο να είναι εσωτερικά συνεπές, ώστε να µην οδηγεί σε αντιφάσεις, που µπορούν στην προοπτική του χρόνου να υπονοµεύσουν µια πολιτεία δικαίου
Όµως, τον 19ο αιώνα, η µοναδικότητα της αλήθειας του Ευκλείδη –και άρα των αξιωµάτων του, αφού κανείς δεν αµφισβητεί τη µέθοδο της λογικής απόδειξης – υπονοµεύεται. Μια σειρά τολµηρών µαθηµατικών, ο Μπόλιαϊ, ο Λοµπατσέφσκι, ο Γκάους κι ο Ρίµαν, δείχνουν ότι εγκαταλείποντας το Πέµπτο αξίωµα (ταυτόσηµο µε το «εκ σηµείου εκτός ευθείας, άγεται µία και µόνον µία παράλληλος προς αυτήν») δηµιουργούνται άλλες γεωµετρίες, που ενώ αρχικά αντίκεινται στη διαίσθηση, είναι µαθηµατικά άρτιες. Έτσι, η ιστορία των ιδεών οδηγεί στην εγκατάλειψη της έννοιας ότι το αξίωµα είναι αλήθεια αυταπόδεικτη. Στα σύγχρονα µαθηµατικά, τα αξιώµατα µιας θεωρίας είναι αυθαίρετες επιλογές, η αναγκαία βάση για να µην πέφτουµε σε συλλογιστικούς φαύλους κύκλους. Αυτό που ζητάµε πια από ένα αξιωµατικό σύστηµα δεν είναι να είναι «αληθινό», αλλά να υπακούει σε κάποιες εσωτερικές απαιτήσεις. Κυριότερη είναι η συνέπεια: να αποκλείεται δηλαδή η δυνατότητα να οδηγήσει σε αντιφάσεις, τα λεγόµενα «παράδοξα». (Για παράδειγµα, δεν επιτρέπεται βάσει των αξιωµάτων µιας θεωρίας να συνάγεται ότι κάποιο χ είναι µεγαλύτερο και ταυτόχρονα µικρότερο του 10.) Γιατί αν µια θεωρία περιέχει έστω κι ένα παράδοξο, τότε καταρρέει ολοκληρωτικά.
Και επιστρέφουµε στην πολιτική. Κι εδώ, όπως στα µαθηµατικά, οι σύγχρονοι λαοί του Δυτικού κόσµου επιλέγουν τα Συντάγµατά τους –τα αξιώµατά τους δηλαδή – µε τρόπο «αυθαίρετο»: χωρίς άνωθεν ή έξωθεν αυθεντία, δεν υπάρχει πια αντικειµενικά σωστό ή λάθος. Έτσι, για παράδειγµα, κάποιες ευρωπαϊκές χώρες έχουν βασιλιά, άλλες όχι, µε µόνη αιτία, και στη µια και στην άλλη περίπτωση, ότι οι πολίτες το αποφάσισαν. Διαλέγετε και παίρνετε: αυτή είναι η Δηµοκρατία! Όµως, και πάλι όπως συµβαίνει στα µαθηµατικά, το όποιο Σύνταγµα επιλέγεται είναι απαραίτητο να είναι εσωτερικά συνεπές, ώστε να µην οδηγεί σε αντιφάσεις, που µπορούν στην προοπτική του χρόνου να υπονοµεύσουν µια πολιτεία δικαίου. Κι όµως, το ελληνικό Σύνταγµα, στο θέµα της θρησκείας φάσκει και αντιφάσκει: µε το άρθρο 13 εγγυάται τη θρησκευτική ελευθερία των Ελλήνων. Αλλά το άρθρο 3 – από εδώ πηγάζει η προνοµιακή σχέση της Εκκλησίας µε το Κράτος –
ορίζει ως επικρατούσα θρησκεία την Ορθοδοξία.

η ταύτιση του Καίσαρα µε τον Θεό, τον Καίσαρα τον κολακεύει. Αλλά τον Θεό τον δυσφηµεί.
Πάνω κάτω δηλαδή όπως στη Φάρµα των Ζώων του Όργουελ. Εκεί το πρώτο άρθρο του Συντάγµατος λεει: «Όλα τα ζώα είναι ίσα». Και το επόµενο: «Μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα»! Αλλά πέρα από την εσωτερική του συνέπεια, ένα Σύνταγµα πρέπει να είναι συνεπές µε την αλήθεια που ενσαρκώνει, δηλαδή τις βασικές πεποιθήσεις των πολιτών για την κοινή ζωή. Και η περίπτωση του Προέδρου, µε την οποία ξεκίνησα, απλώς σηµαίνει µε συµβολικό τρόπο µια γενικότερη αλήθεια που την ξέρουµε όλοι: ότι ένα µεγάλο ποσοστό των σηµερινών Ελλήνων – το ποιό ακριβώς είναι προς συζήτηση – είναι µόνο κατ’ όνοµα ορθόδοξοι. Φυσικά, αυτό είναι απόλυτο δικαίωµά τους. Και πολύ σωστά το Σύνταγµά µας κανένα δεν υποχρεώνει να θρησκεύει µε την έννοια, ας πούµε, που απαιτεί να σεβόµαστε τη σωµατική ακεραιότητα του διπλανού. Θεσπίζοντας όµως ταυτόχρονα και κάτι διαφορετικό – κάτι που οδηγεί, µεταξύ άλλων, έναν έντιµο Προέδρο να αντιφάσκει, αρνούµενος προσωπικά την πίστη που επισήµως οµολογεί – θεσπίζει ουσιαστικά τη διάσταση ανάµεσα σε αυτό που είµαστε και σε αυτό που λέµε ότι είµαστε. Δίνει δηλαδή συνταγµατικό έρεισµα στην υποκρισία. Η επισήµανση της αντίφασης, αλλά και των κινδύνων που εγκυµονεί, είναι αντικειµενική. Και πιστεύω ότι κάτι πρέπει να γίνει για να τη θεραπεύσουµε – χωρίς να είµαι ειδικός, ίσως το σωστότερο είναι να τεθεί το θέµα σε δηµοψήφισµα.
Αλλά ταυτόχρονα δηλώνω τη θέση µου, που βέβαια είναι υποκειµενική: προσωπικά, είµαι υπέρ του διαχωρισµού Εκκλησίας και Κράτους. Αντίθετα όµως από µερικούς που υποστηρίζουν την ίδια θέση ή λόγω ευθυγράµµισης µε τα κρατούντα στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες ή πολεµώντας ανύπαρκτα φαντάσµατα –µάλιστα, νεόκοπος ηγέτης της Αριστεράς δήλωσε, προφανώς ευρισκόµενος σε κατάσταση µετρίας συγχύσεως, ότι «τη χώρα την κυβερνούν σήµερα οι ρασοφόροι»(!) – εγώ αιτιολογώ την άποψή µου και από τη σκοπιά του ανθρώπου που τιµά τη θρησκεία (του καθενός τη θρησκεία) αλλά και την Ορθόδοξη Εκκλησία, ιδιαιτέρως. Τάσσοµαι δηλαδή υπέρ του διαχωρισµού όχι µόνο για τον λόγο της συνεπέστερης λειτουργίας της Δηµοκρατίας µας, αλλά και για την απελευθέρωση της πνευµατικής ζωής πίστης από κρατικούς εναγκαλισµούς, που δεν της ταιριάζουν.
Έτσι κι αλλιώς, η ταύτιση του Καίσαρα µε τον Θεό, τον Καίσαρα τον κολακεύει. Αλλά τον Θεό τον δυσφηµεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου