17 Φεβρουαρίου 2011

Πολεμιστής


Άφησε την ασπίδα του και το κοντάρι μαλακά να πέσουν δίπλα του, στο χλωρό παχύ χορτάρι που φύτρωνε γύρω απ τα γκρεμισμένα τείχη. Σκοτωμένος ή κοιμισμένος; Δεν φαινόταν από μακριά. Ξαφνικά στήριξε το κεφάλι του χαλαρά, λυγίζοντας το ένα του χέρι και το έριξε πίσω. Ο χαλασμός είχε σταματήσει και μόνο οι καπνοί που ανέβαιναν αργά στον ουρανό μαρτυρούσαν την μάχη. Κατά τα άλλα οι ήχοι της φύσης επανήλθαν, σα να μην είχε συμβεί τίποτα, ποτέ. Το άλογό του έπινε ήρεμα νερό και το ρυάκι εξακολουθούσε να κυλά, διάφανο και καθαρό, όπως πάντα. Ο χλιαρός ήλιος του χάιδευε τις πληγές, και το κορμί του σιγά σιγά λυνόταν σ’ έναν αθέλητο σχεδόν ύπνο. Του παραδόθηκε ανήμπορος κι αποκαμωμένος, βυθίζοντας το κορμί του στη νάρκη. Σαν μεθυσμένος, ένιωσε τους αρμούς του να λιώνουν.

Ξύπνησε με την δροσιά της νεαρής νύχτας. Άνοιξε τα μάτια του έξαφνα, μα όχι τρομαγμένα, και είδε από πάνω του απλωμένο τον έναστρο θόλο. Το αίμα στις πληγές του είχε ξεραθεί κι όταν κινήθηκε τον πόνεσαν τα χτυπημένα του μέλη. Παρ’ όλα αυτά σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος. Η κουκουβάγια έκρωξε δυο συλλαβές και σώπασε, κοιτώντας τον στα μάτια. «Ξέρω», της απάντησε, «κι εγώ νιώθω τυχερός». Περπάτησε αργά ως το φωτεινό ποτάμι. Ένα δαγκωμένο φεγγάρι το γέμιζε ασήμι. Στην μαλακή του όχθη βούλιαξε το πόδι του. Έπλυνε τις πληγές του. Ρυτιδιασμένος καθρέφτης. Το πρόσωπό του γνώριμο, του έγνεφε φευγαλέα. «Κι όμως άλλαξα». Η κουκουβάγια στον ώμο του ράμφισε τα μαλλιά. Ένιωθε ελαφρύς, σαν χνούδι στο ανοιξιάτικο αεράκι. Το άλογό του κοιμόταν όρθιο, πάντα έτοιμο. Κάτι τον βάραινε. Έβγαλε την παλιά πανοπλία του και την πέταξε μακριά. Κοίταξε τα ματωμένα του ρούχα, την ασπίδα και το κοντάρι του, κι ακόμη πιο πέρα, τα γκρεμισμένα τείχη και τους ψηλούς καπνούς, το άλογό του. Όλα περίμεναν. Εκείνον. Κοίταξε το γρήγορο, λευκό ποτάμι και το αποφάσισε. Γυμνός, κολύμπησε στην άλλη όχθη και χάθηκε ήρεμα στο πυκνό δάσος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου