24 Φεβρουαρίου 2011

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ

Την διήγησιν ταύτην ήκουσα εκ στόματος της κυρα-Ρήνης Ελευθέραινας, του ποτέ Ροδίτη, σεβασμίας γερόντισσας Αθηναίας.

Είχαμε ένα χρόνο στεφανωμένοι με τον μπαρμπα-Λευθέρη, αυτόν που βλέπεις, και όλον τον χρόνον δεν έπαυσε να είναι άρρωστος. Σου έχω ειπεί πώς με είχεν ελκύσει με τα χάδια του, ενώ ήτον αυτός τριαντάρης, κι εγώ ήμουν δώδεκα χρονών τρελοκόριτσο, που να μην πήγαινα παραπάνω.

Σαν ήτον άρρωστος, ένα χρόνο και παραπάνω δεν του έλειπεν ο πυρετός, όλη η γειτονιά, και οι συγγένισσές μου, και οι κουμπάρες μου, έλεγαν πως εί­χε καταντήσει να γένει φτισικός. Είχε χτικιάσει, μου είπαν. Ω, συφορά μου. Γιατροί, γιάτρισσες, γιατρικά, μαντζούνια, τίποτε δεν ωφέλησαν. Η φτώ­χεια μάς έδερνε. Να δουλέψει ο ίδιος, δεν μπορούσε. Ο Θεός ξέρει πώς τα ’φερνα βόλτα, με ψέματα, με αλήθεια.

Μου είπε η κουμπάρα μας μια γνώμη, να τάξω στην Καισαριανή, μεγάλ’ η χάρη της, να σηκωθώ να τον πάω, ίσως λυπηθεί η Παναγία και τον κάμει καλά. Χάρες μεγάλες ακούονταν πως γίνονταν τον καιρό εκείνο. Εγώ σαν τ’ άκουσα, να τι είπα μέσα μου, σου ξομολογούμαι· «Καλά, αν ίσως δεν τον κάμει καλά η χάρη της, μπορεί, το ελάχιστο, να πεθάνει κει δα, να τον θάψω, στο βουνό, για να γλυτώσω από έξοδα που δεν έχω, κι από άλλα βάσανα και μπελάδες». Το χειρότερο, εφοβούμουν, αν πέθαινε στο σπίτι, μην κολλήσει τίποτε στα ρούχα, και κολλήσω κι εγώ. Όλοι μου λέγανε πώς το χτικιό κολλάει.

Λεφτό δεν είχα, ούτε πολύτιμο κανένα μες στην κασέλα μου, έξω απ’ το δαχτυλίδι του αρραβώνα που φορούσα. Είχα μερικά χαλκώματα. Επήρα ένα ταψί που είχα, καινούριο, κατακόκκινο, να το, εκεί βρίσκεται — έδειξε προς ένα ράφι, επί του οποίου ήσαν ολίγα χάλκινα σκεύη — κι επήγα στην γειτόνισσά μας, την Παναγίνα.

— Κυρα-Παναγίνα, πάρε αυτό το ταψί, αμανάτι, να με δανείσεις τέσσερα σβάντζικα· θέλω να πάω τον άνδρα μου, που τον έχω άρρωστο, στη χάρη της, στην Καισαριανή, και λεφτά δεν έχω.

— Να, πάρε δυο σβάντζικα, είπεν η Παναγίνα, αυτά μου βρίσκονται. Άσε το ταψί σου εδώ, και, σαν ευκολυθείς, φέρε τα δυο σβάντζικα να το πάρεις.

Επήρα τα δυο σβάντζικα, αν και λίγα μου έπεφταν για το ταξίδι που ήθελα να κάμω, άφησα το ταψί μου, και είπα κι ευχαριστώ. Εκινήσαμε με τον άνδρα μου, παραμονή της Αναλήψεως, βράδυ-βράδυ. Στο δρόμο ηύραμ' έναν καροτσέρη, κουμπάρο μιανής συγγένισσάς μου. Τον επερικάλεσα κι επήρε το Λευθέρη στο κάρο του, τον πλιότερο δρόμο. Εγώ επήγα με τα πόδια.

Ενύχτωνε όταν φτάσαμε στην Καισαριανή. Πριν φτάσουμε στην εκκλησιά, μες στο ρέμα, ηύραμ' ένα τσέλιγκα μ' ένα κοπάδι πρόβατα. Καθίσαμ' εκεί κοντά, να ξαποστάσουμε και να συγυρισθούμε, πριν πάμε στην εκκλησιά. Η γυναίκα τού τσέλιγκα μας είδε που καθίσαμε, κι ήρθε κοντά μας. Ο Λευθέρης, που από βδομάδες μπροστά ήτον κομμένη η όρεξή του και δεν έτρωγε τίποτε, σαν εκαθίσαμε, μου λέει:

— Πείνασα, καημένη γυναίκα. Κόψε μου λίγο ψωμί.

Του έκοψα ψωμί, κι άρχισε να τρώει με τόσην όρεξη που απόρησα κι εγώ. Του είχα κόψει μικρή φέτα, ξεύροντας πως δεν μπορούσε να φάει. Στη στιγμή την έφαε, και μου γύρεψε να του κόψω κι άλλο.

Η τσοπάνισσα που ήρθε κοντά μας, μου λέει:

—Άνδρας σου είναι, τσούπα; Σαν ζαμπούνη τον γλιέπω... Πίνει γάλα, να σας φέρω;

— Πίνει, είπα εγώ, γιατί είναι άρρωστος.

Εννοούσα που ήτον Τετράδη. Μας έφερ' ένα μεγάλο μπρίκι γεμάτο γάλα. Ο Λευθέρης εβουτούσε το ψωμί του μέσα, εμάσαε τις μπουκιές, κι ερροφούσε το γάλα. Εγώ έτρωγα ψωμί κι ελιές.

Η τσοπάνισσα τότε, σαν είδε που το ψωμί μας ήτον μπαγιάτικο, δυο-τριών ημερών, μας έφερε μια μεγάλη πλακόπιττα ανεβατή, φρέσκη, της ημέρας, και μου την έδωκε.

—Τί πειράζεσαι; είπα.

Κι έβαλα την πίττα μες στο ταγαράκι μου.

Ο άνδρας της ήρθε και μας έφερε δυο μεγάλα κομμάτια χλωρό τυρί, αλατισμένο.

— Να, πάρε, τσούπα, για να φάτε αύριο, μου λέει. Το πουρνό, που θα ‘χουμε σφαχτά στη σούβλα, περνάτ’ απ’ αυτού και σας φιλιεύω καμιά πλάτη.

Εγώ έβγαλα κάτι πεντάρες που είχα, τα ρέστα απ’ το ένα σβάντζικο, που το είχα χαλάσει, και του είπα να κρατήσει ο,τι θέλει για το τυρί. Εκεί­νος τα έσπρωξε πίσω, με τη ράχη του χεριού του, κι είπε:

— Δε χρειάζονται λιεφτά... Κράτα τα να κολλήσεις καμιά λιαμπάδα στη χάρ' τς, για τον μορφονιό σ’, που ’ναι ζαμπούνης.

Σαν παράξενα σου φαίνονται αυτά; — απέστρεψεν αίφνης τον λόγον προς εμέ η αφηγήτρια. —Τότε ήτον άλλος κόσμος. Οι άνθρωποι είχαν πόνο, είχαν αγάπη αναμεταξύ τους. Εύρισκες πολλούς καλούς ανθρώπους, κι εδώ μέσα, και στα βουνά έξω. Το είχαν σε καλό τους να δίνουνε. Γι αυτό ο Θεός τούς ευλογούσε, κι είχαν μπερικέτια... Άλλος κόσμος τότε! Πού κείνα τα χρόνια;

Πήγαμε στην εκκλησιά, προσκυνήσαμε, κολλήσαμε μια λαμπαδίτσα. Ύστερα ο Λευθέρης εκάθισε κοντά στην αγίαν εικόνα, μέσα στην εκκλησιά, και σαν να ενύσταζε. Εγώ εβγήκα να πιω νερό, στην περίφημη, την αθά­νατη βρύση...

Ήτον ως τρεις ώρες νύχτα. Δροσιά, αστροφεγγιά, χαρά Θεού. Εκεί αντίκρυ πέρ' απ’ τα πλατάνια, στο ξέφαντο, είχαν αρχίσει να παίζουν λαλούμενα, φλογέρες, νταούλια, ζουρνάδες, και μερικοί είχαν στήσει χορό. Εγώ, σαν τρελοκόριτσο που ήμουν ακόμα, είχα πανδρευθεί πολύ μικρή, κα­θώς σου είπα, και τώρα δεν θα ήμουν παραπάνω από δεκαεφτά χρονών — ξέχασα και άνδρα άρρωστον, και τάξιμο, κι εκκλησιά, κι επήγα ίσα προς το μέρος που έπαιζαν τα λαλούμενα, κι εγινόταν ο χορός, για να κάμω χάζι.

Εστάθηκα εκεί ολίγην ώρα, ύστερ’ απόστασα να στέκομαι, κι εκάθησα στα χορταράκια. Εύρισκα μεγάλη διασκέδαση. Εκεί, ακούω από μερι­κές γυναίκες κάτι φωνές, που έλεγαν η μία με την άλλη:

— Στην Εύρεση!... είναι ώρα... πάνε στην Εύρεση!

— Η Περιστέρα... στην Εύρεση... στην σπηλιά.

Εκείνες που το έλεγαν αυτό, η μία με την άλλη, είχαν έρθει τώρα κοντά, εκεί, στο μέρος που ήτον το γλέντι το νυχτερινό, κι εφώναζαν άλλες να τις ακολουθήσουν... Κι έφευγαν όλες μαζί, η μία κατόπι της άλλης, κι ά­δειασε πολύς τόπος. Γυναίκες πάρα πολλές, και καμπόσοι άνδρες και παιδιά, μονοκοπανιά έφυγαν από κει που ήμουν, κι άρχισαν να τρέχουν τον ανήφορο. Εγώ δεν ήξευρα καλά καλά τι ήτον η Εύρεση, και σχεδόν δεν είχ’ α­κούσει ποτέ μου για Περιστέρα. Αυτή τη στιγμή θυμήθηκα που η κουμπάρα μας, εκείνη που πρώτη μου είχε βάλει στο νου για να τάξω στην Καισαριανή, μου είχε πει ότι η χάρη της περισσότερο ενεργάει στην Εύρεση, που είναι στη σπηλιά, κι ότι εκεί κατεβαίνει, τινάζοντας τα φτερά της, μία περιστέρα...

Τότε μία που με μισογνώριζε, και μας είχε ιδεί αρχύτερα με τον άνδρα μου στο δρόμο, κι είχε καταλάβει πώς ο άνδρας μου ήτον άρρωστος, καθώς εσηκώθηκε να φύγει, γυρίζει και μου λέει:

— Δεν έρχεσαι κι ελόγου σου στην Εύρεση;... Πάρε τον άνδρα σου κι ελάτε.

Εσηκώθηκα εγώ, έτρεξα κατά τη βρύση, ξαναήπια νερό, ύστερα 'μβαίνω στην εκκλησιά, και βρίσκω το Λευθέρη, που τον είχε πάρει καλά ο ύπνος, δίπλα στο Προσκυνητάρι που καθότανε. Επήγα κοντά, τον έσεισα, κι άνοιξε τα μάτια.

— Δεν ξεκολλάς από κοντά μου; μου λέει. Τώρα εγώ λιανονυστάζω. Σύρε έξω στη βρύση, να πάρεις τον αέρα σου.

—Πάμε στην Εύρεση! του λέω.

— Στην Εύρεση;... τί Εύρεση;

Τον έσεισα πάλι, τον ετράβηξα βιαστικά με το χέρι μου, και τον εσήκωσα. Τότε μου είχε έρθει η στόχαση πώς έπρεπε να κάμω γλήγορα, για να προφτάσω τ' ασκέρι που έτρεχε τον ανήφορο, γιατί δεν ήξευρα αν ήτον πολύ κοντά ή μακριά, και τον δρόμο εγώ δεν τον ήξευρα. Έπειτα έπρεπε να προφτάσω να ιδώ την Περιστέρα, καθώς μισοθυμούμουν που μου είχε πει η κουμπάρα πως τίναζε τα φτερά.

Έσυρα τον Λευθέρη κι εβγήκαμε απ’ το μοναστήρι.

—Η χάρη της, του είπα, θα σε κάμει καλά.

Εκινήσαμε, καταπόδι σ’ άλλους, που τους βλέπαμε να τρέχουν μπροστά. Ήτον μεσάνυχτα. Περπατήσαμε κάμποσο ανήφορο, και σε λίγην ώρα φτάσαμε στη σπηλιά.

Ήτον μία σπηλιά ωραία, στο βράχο τον θεόρατο, με χρώμα σταχτερό, που έσταζε δροσιές ολόγυρα. Μοσχοβολούσε ο τόπος από θυμάρια, από σκίνους κι αγριοδυόσμο. Κόσμος ένα πλήθος, γυναίκες ένα σωρό, άνδρες πολλοί και παιδιά ένα μελίσσι, άλλοι ορθοί, άλλοι καθισμένοι, μερικοί άρ­ρωστοι, από διάφορες ασθένειες, μισεροί και σακατεμένοι, βρίσκονταν εκεί, κι έκαναν το σταυρό τους. Ένας παπάς με το πετραχήλι έστεκε στη μέση· είχε κάμει Παράκληση, και τώρα ήτον στο τέλος. Έψελναν «Την πάσα ολπίδα μου», κι έκαναν μετάνοιες. Σαν είπε το «Δι’ αυκών» ο παπάς πάλι άρχισε να ψέλνει Αγιασμό, μέσα σε μια λεκάνη μεγάλη σαν κολυμβήθρα, φυσικά φτιασμένη στο βράχο, θεόχτιστη, ως φαίνεται.

Σαν άρχισε ο Αγιασμός, οι γυναίκες εψιθύριζαν η μια με την άλλη:

—Η Περιστέρα... τώρα θα φανεί!

— Τώρα θα κατεβεί η Περιστέρα!

— Να, τώρα... τώρα θα βγει η Περιστέρα.

Σε λίγην ώρα, κοντά στο τέλος του Αγιασμού, την στιγμή που ήθελε να βαφτίσει ο παπάς το Σταυρό στην λεκάνη, ακούστηκ’ έξαφνα ένα φρου-φρου, κι εβόιξ’ η σπηλιά, κι επαρουσιάστηκε για μια στιγμή, για όσην ώρα σας το λέγω, ένα ωραίο πουλί, μια περιστέρα, με άσπρα και σταχτιά και χρυσά φτερά, κι εφτερούγιασε, φρστ!... φρστ!,.. κι ετίναξε τα φτερά της, κι εχτύπησε με τα φτερά της το νερό, που ήτον μέσα στη λεκάνη του Αγια­σμού, κι αμέσως έγινε άφαντη... Για δυο-τρεις στιγμές εξακολουθούσε, απ’ το θόλο της σπηλιάς, να πέφτει νερό μες στη λεκάνη, ύστερα έπαψε. Ο κόσμος εκοίταζε χωρίς φωνή, χωρίς πνοή... Ύστερα μονομιάς από πολ­λών τα στήθια εβγήκ’ ένα «Μέγας ει Κύριε!» και δυο-τρεις χωριάτισσες είπαν «Χριστός δε σερ-Μαρία! Χριστός δε σερ-Μαρία».

Την ίδια στιγμή εβούτηξ' ο παπάς το Σταυρό, κι έψαλε «Σώσον, Κύ­ριε, τον λαόν σου», κι υστέρα όλος ο λαός, παιδιά, άνδρες, γυναίκες, έπεσαν με τα μούτρα στην αγιαστούρα του παπά και μέσα στη λεκάνη, κι έπαιρναν αγίασμα με τα φλασκιά τους, με τα τασάκια τους, κι έπιναν, κι εξεφωνούσαν: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι!»

Με πολύν κόπο, επήρα κι εγώ αράδα, κι έσυρα σπρώχνοντας με όλη την δύναμη μου το Λευθέρη απ’ το μπράτσο κι απ’ τις πλάτες, και μπορέ­σαμε με πολλά βάσανα να πλησιάσουμε τον παπά, και μας φώτισε με την αγιαστούρα του· ύστερα έσκυψα με το στόμα κι ήπια αγίασμα· ύστερα εγέμισα τις δυο φούχτες και τις έφερα στο στόμα του ανδρός μου να πιει.

Ήτον δροσερό, γλυκό νερό, αγίασμα· είχε μια δροσούλα και μια μοσκοβολιά που δεν ξανάγινε.

Κατόπι γυρίσαμε πάλι, με όλο το μελίσσι μαζί, κι εφτάσαμε στην εκκλησιά.

Το πουρνό, αφού ελειτουργηθήκαμε, δεν ξεχάσαμε να περάσουμε απ’ το μέρος όπου είχε τη στάνη του προσωρινά ο ψεβραδινός ο τσέλιγκας.

Μας έδωκε γάλα, γιαούρτι, χλωρό τυρί· υστέρα, σαν εψήθηκαν τ’ αρ­νιά, μας εφίλεψ’ ένα μεγάλο κομμάτι από παγίδια κι από πλάτη, κι εξεφαντώσαμε. Μία φαμίλια απ’ την Πλάκα, που κάθισαν εκεί κοντά να ξεφαν­τώσουν, μας εγνώριζαν· μας έστειλαν ένα φλασκί γεμάτο κρασί, κι ήπιαμε στην υγειά τους.

Περάσαμε πολύ καλά ολημέρα. Το βράδυ γυρίσαμε στο σπίτι μας. Στη στράτα που γυρίζαμε, δεν είχε νυχτώσει ακόμα πολύ, και βλέπω ένα μικρό κομπόδεμα χάμου. Σκύφτω, το μαζεύω, τ' ανοίγω, και βλέπω που είχε μέσα τρία σβάντζικα. Η φαμίλια η Πλακιώτικη, που μας είχε φιλέψει το κρασί, μια γυναίκα με τον άνδρα της και με δυο παιδιά, είχαν ξεκινήσει κι εκείνοι πεζοί ολίγο μπροστά από μας, κι είχαν προπεράσει ως μια τουφεκιά τόπο. Κατ’ αρχάς έκαμα να βάλω το κομπόδεμα στην τσέπη μου, ύστερα είπα: «κι αυτοί φτωχοί σαν εμάς είναι, μην τους έπεσε, κι είναι κρίμα να το κρατήσω». Τους φωνάζω:

— Μη σας έπεσε κανένα κομπόδεμα !; Τί λογής ήτον, και πόσα λεφτά είχε μέσα;

Εψάχτηκαν.

—Όχι, μου είπαν δεν μας έπεσε τίποτε.

Τότε είπα κι εγώ, μπορεί να ’πεσε καμμιανής που να ’χει τον τρόπο της· κισμέτι ήταν· ας το κρατήσω.

Ο Λευθέρης ήτον πολύ καλύτερα. Εγύρισε όλο το δρόμο με τα πόδια. Η όψη του εκαλυτέρεψε πολύ. Είχε γυρίσει η όρεξή του, κι έφαε κι ήπιε καλά στο πανηγύρι. Σε λίγον καιρό έγινε καλά, εδυνάμωσε, κι έζησε, κι είναι τώρα ογδοντάρης, όπως τον βλέπεις. Το πρωί της άλλης ημέρας πηγαίνω στην Παναγίνα την γειτόνισσα.

— Να, πάρε κυρα-Παναγίνα, τα δυο σβάντζικά σου, και δώσε μου τ' αμανάτι μου.

Είχα χαλάσει το ένα σβάντζικο απ’ τα δυο πού με είχε αυτή δανείσει, έκαμα όλα τα έξοδα του ταξιδιού, έφαγα και ήπια καλά, έφερα και δυο με­γάλα κομμάτια τυρί στο σπίτι, καθώς και μισό καρβέλι από μαύρο ψωμί χωριάτικο, έδωσα τα δυο σβάντζικα τα δανεικά, και μου περίσσεψαν και δυο ακόμα σβάντζικα.

— Να, πάρ' το, κυρα-Λευθέραινα, το ταψί σου, μου λέει η Παναγίνα, αφού επήρε τα δυο σβάντζικα. Επήρα το ταψί μου, και να το, αυτό είναι!

Βρίσκετ' ακόμα, ύστερ’ από σαρανταοχτώ χρόνια.

Εσηκώθη, ύψωσε την χείρα εις το ράφι και μου επαρουσίασε χάλκινον αγγείον παλαιόν, ολίγον τρύπιον εις την μίαν άκρην.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου