03 Νοεμβρίου 2010

Αισχρολογία: η κουλτούρα της ντροπής


Αναμφισβήτητα μία από τις παραμέτρους της νεανικής βίας είναι το βίαιο λεξιλόγιο, η αισχρολογία, που η σημερινή νεολαία σε συντριπτικό ποσοστό έχει υιοθετήσει ως κώδικα επικοινωνίας. Το επιθετικό λεξιλό­γιο αυξάνει την επιθετικότητα. Διότι στη βρισιά αναγκάζεται κανείς συχνά ν' απαν­τήσει με μια γροθιά. Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να προσεγγίσουμε το ζήτημα αυτό από μια γενικώτερη παιδαγωγική σκοπιά.
Είναι γεγονός ότι το υβριστικό, το χυδαίο λεξιλόγιο συνιστά μία μορφή λε­κτικής βίας, που συχνά είναι πιο οδυνηρή και από τη σωματική. Κι ακόμη είναι αδιαμφισβήτητο ότι πολύ συχνά η λεκτική βία αναπαράγει τη σωματική. Αποτελεί τρόπον τινά, το έναυσμα για τη γενικώτερη εκδήλωση της βίας. Συμβαίνει και στην περίπτωση αυτή ό,τι και στην κακοκαιρία: πρώτα ακούγεται η βροντή και μετά ακολουθεί η αστραπή. Η βρισιά έχει σαν συνεπακόλουθο τη γροθιά.   Διότι οι υβριστικές και χυδαίες εκφράσεις έχουν σαν αποτέλεσμα τη διέγερση του ενστίκτου και τη συσκότιση της λογικής. Ο υβριζόμενος άνθρωπος σχηματίζει, όχι πάντα άδικα την αντίληψη, ότι μια γροθιά είναι πιο πειστι­κή από μια ευπρεπή συμπεριφορά. Δυστυ­χώς στις ύβρεις δεν μπορείς ν' απαντήσεις με επιχειρήματα. Ούτε πάλι είναι δυνατόν να κατέβει κανείς στο επίπεδο του υβριστή και στις ύβρεις ν' απαντήσει με ύβρεις.
Αυτά ίσχυαν σ' όλες τις εποχές. Στη δική μας εποχή όμως η αισχρολογία έγινε συρμός και φυσικά διασυρμός. Μερικοί, που θέλουν όλα να τα δικαιολογούν και να τα ιδεολογικοποιούν, καταφεύγουν στον Αριστοφάνη ή στους περίφημους «γεφυρισμούς», στις ύβρεις και τα σκαμπρόζικα πειράγματα που αντήλλασσαν οι Αθη­ναίοι κατά την επιστροφή τους από τα Ελευσίνια Μυστήρια στο γεφύρι του Κηφισού. Λησμονείται όμως μια «λεπτο­μέρεια»: οι αρχαίες θεατρικές παραστάσεις —άρα και οι κωμωδίες— ήταν μέρος θρη­σκευτικών τελετών κι είχαν έναν καθαρτι­κό χαρακτήρα. Το ίδιο και οι «γεφυρισμοί». Ό,τι δεν έπρεπε οι άνθρωποι να λένε στην καθημερινή ζωή τους, το έλεγαν σε κάποια γιορτή, όπως συνέβαινε σε νεώ­τερη εποχή με το καρναβάλι. Ασφαλώς, κύριο στοιχείο των αρχαίων Αθηναίων ήταν η ευτραπελία, που έδειχνε ανεβασμένο κοινωνικό επίπεδο, κάτι που μόνο η ζωή στο άστυ μπορούσε να εξασφαλίσει. Από εδώ προέκυψαν και οι όροι «αστείος» και «αστείο». Η τελευταία λέξη σε νεώτε­ρη εποχή λέγεται «χωρατό», που πιθανόν να προέρχεται από τη λέξη χώρα, που σημαίνει την πόλη. Αυτό που εμείς λέμε «αστείο», οι αρχαίοι το έλεγαν ευτραπελία. «Ἡ γάρ εὐτραπελία πεπαιδευμένη ὕβρις ἐστίν», λέγει ο Αριστοτέλης (Ρητορ. 1389,b18). Το «πεπαιδευμένη ὕβρις» απο­δίδεται σήμερα διεθνώς με τον όρο «χιού­μορ», που αποτελεί εξευρωπαϊσμένη έκφραση της ελληνικής «χυμός»! Εκ­φράζει, δηλαδή, κάτι χυμώδες, όχι θυμώδες.
Το πόσο αποστρέφονταν οι αρχαίοι την αισχρολογία φαίνεται από το γεγονός ότι στο πρώτο και κορυφαίο ποιητικό δημιούργημα όλων των αιώνων, την Ιλιά­δα, που είναι περιγραφή συγκρούσεων κατά πρώτο λόγο λεκτικών και ακολούθως στρατιωτικών, οι ανταλλασσόμενες ύβρεις, ακόμη και αυτές ανάμεσα στον Αγαμέ­μνονα και τον Αχιλλέα, δεν ξεφεύγουν από τα πλαίσια της ευπρέπειας. Γι' αυτό άλλωστε η ραψωδία αυτή πάντα διδασκόταν στα σχολεία μας. Εξαίρεση μέσα στην Ιλιάδα αποτελεί η περίπτωση του Θερσίτη, που μιλάει με απρεπείς εκφράσεις κατά του Αγαμέμνονα, πράγμα που υποχρεώνει τον Οδυσσέα να τον «καταχερίσει» για να τον συνετίσει. Από τ' όνομα του Θερσίτη γενικά ο άκοσμος τρόπος ομιλίας ονομά­σθηκε «θερσιτισμός».
Θα πίστευε κανείς, ακούγοντας σήμε­ρα τα Ελληνόπουλα, πως δεν είναι απόγο­νοι του Νέστορα «τοῦ δ’ ἀπό στόματος μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδής»  (από το στό­μα του οποίου έρρεε λόγος γλυκύτερος από μέλι) (Α, 249), αλλά του Θερσίτη. Η αισχρολογία είναι πια κάτι πολύ συνηθι­σμένο μεταξύ των νέων, κάτι που όμως δεν άφορα στους νέους αλλά ενδιαφέρει άμεσα όλους μας. Είναι γεγονός ότι το σημερινό ελληνόπουλο δεν Έχει γλωσσική παιδεία, δεν έχει γλωσσική κουλτούρα. Αγνοεί τον πολιτισμό της γλώσσας, που μόνη της συνιστά έναν ολόκληρο πολιτισμό. Οι νέοι μας μπορούν να συνεννοούνται με ένα πενιχρό λεξιλόγιο 1000 περίπου λέξεων, που οι περισσότερες ανήκουν στα λεγόμενα «ιδιόλεκτα» και γεωγραφικώς τοποθε­τούνται από τον αφαλό και κάτω. Η λέξη με τα τρία άλφα έχει γίνει πλέον ταυτότητα. Δεν είναι ότι η λέξη αυτή κά­νει τα παιδιά μας συνονόματα αλλά έχει γίνει συνώνυμη και της χώρας μας, παρ' όλο που αυτή στην δημοτιστική έκφρασή της έχει μόνο δύο άλφα. Ο γράφων έχει προτείνει η πρωτεύουσα της χώρας να μεταφερθεί στη ...Μαλακάσα.
Οι νέοι είναι από τη φύση τους ορμη­τικοί. Η ορμή συχνά τους κάνει βίαιους και αυτή η βιαιότητα εκφράζεται από μια λεκτική ακράτεια. Σήμερα όμως δεν εθίζε­ται ο νέος, όπως παλιά, ούτε στο σπίτι, ούτε στο σχολείο, στο να χαλιναγωγεί τη γλώσσα του. Ουδόλως νοιάζεται για το «ποῖον ἔπος φύγεν ἔρκος ὀδόντων», ποια λέξη δηλαδή φεύγει από το φράγμα των δοντιώντου. Οι παλιές συμβουλές του τύπου «ἔν ὀργῇ μήτε τι λέγειν, μήτε τι πράττειν» θεωρούνται «ντεμοντέ». Ούτε πια τέ­τοιες φράσεις μπαίνουν σαν θέματα έκθεσης στα σχολεία. Θα το θεωρούσαν ανα­χρονισμό κάποιοι «προοδευτικοί». Όμως η λεκτική χυδαιότητα έχει συχνά ως αποτέ­λεσμα την επιθετικότητα. Ερεθίζει το επιθετικόένστικτο του υβριζόμενου ή των αλληλοϋβριζομένων και η συμπλοκή γίνεται αναπόφευκτη.
Οι αιτίες που δημιούργησαν αυτή την «κουλτούρα της ντροπής» είναι κατά κύριο λόγο κοινωνικές. Οι ευθύνες της κοι­νωνίας για την ενεργοποίηση των επιθε­τικών τάσεων του σημερινού ανθρώπου είναι αναμφισβήτητες. Η λανθασμένη δια­δικασία εκκοινώνησης (κοινωνικοποίησης) και η παράλληλη αλλαγή του ρόλου των παραδοσιακών φορέων αγωγής, σχολείου και οικογένειας, καθώς και η εμφάνιση νέων φορέων αγωγής, όπως η τηλοψία, συμβάλλουν καθοριστικά στην αρνητική διαμόρφωση της ιδεολογικής ταυτότητας των νέων, σε μια ηλικία όπου κάθε παιδί αναζητεί το δικό του ιδεολογικό στίγμα.
Οι απόψεις ειδικών παιδοψυχολόγων και παιδαγωγών συμπίπτουν σε μια κύρια θέση: η τηλοψία και τα διάφορα «περιο­δικά για νέους» (που γράφονται όχι από νέους) ενοχοποιούνται σε μεγάλο βαθμό για την έξαρση της λεκτικής βίας. Περιο­δικά και μικρή οθόνη έχουν μετα­βληθεί σε φροντιστήρια αισχρολο­γίας.  Η γοητεία, μάλιστα της εικόνας κάνει τον αισχρολογούντα «ήρωα» μιας ταινίας, ήρωα στη συνείδηση του αδιαμόρ­φωτου πνευματικά παιδιού, που πιστεύει πως μια βαριά λέξη είναι επίδειξη ανδρισμού και αντίδραση στον κονφορμισμό του υποκριτικού «καθωσπρεπισμού». Τα παι­διά μιμούνται τους «ήρωες» αυτούς και, χωρίς συχνά να το συνειδητοποιούν, ταυτί­ζονται ψυχικά μαζί τους. Βέβαια εδώ παί­ζει το ρόλο του και το στοιχείο του ξενομανούς μιμητισμού. Αφού το κάνουν οι Αμερικανοί, που έχουν αναχθεί σε λαό-πρότυπο, πρέπει να το κάνουμε κι εμείς. Όπως είναι γνωστό, η ταύτιση και η μίμη­ση, ως ασυνείδητοι μηχανισμοί του πνεύ­ματος, οδηγούν το νέο όχι λίγες φορές στην αισχρολογία και γενικώτερα στην επιθετι­κή συμπεριφορά.
Βέβαια τα πρώτα μαθήματα αισχρο­λογίας διδάσκεται σήμερα το παιδί «κατ' οίκον» από τους οικείους. Η «μοντέρνα» οικογένεια θέλησε να αποτινάξει το «ζυγό» της καλής συμπεριφοράς, των καλών τρό­πων, που τα μέλη της είχαν —και μάλιστα με αυστηρές τιμωρίες— διδαχθεί παλιά, για να μάθουν να λένε μόνο «καλά λόγια». Σήμερα στο οικογενειακό πλαίσιο κυριαρ­χούν, σε μεγάλο βαθμό, τα «κακά λόγια». Ένας περίπατος με τ' αυτοκίνητο του μπα­μπά δίνει την ευκαιρία στο μικρό παιδί να πλουτίσει το «θρησκευτικό» και σεξουαλι­κό λεξιλόγιό του. Τον μπαμπά ακολουθεί κατά πόδας και η μαμά. Διότι η σύγχρονη γυναίκα, για να δείχνει χειραφετημένη, πρέπει να αισχρολογεί σαν παλαιός καραγωγέας. Σήμερα τα κορίτσια ανταγωνίζον­ται σε αισχρόλογα τ' αγόρια. Η αιδώς ανή­κει πλέον στο παρελθόν.
Οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις και ο ασφυκτικός τρόπος ζωής έχουν προδια­γράψει σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά των νέων. Ο παθογενής πολιτισμός μας, με την αγωνία, την ένταση και την ανομία που γεννά, είναι παράγοντας που ευνοεί την εκρηκτική λεκτική συμπεριφορά. Όταν δεν έχεις λόγο να ευχαριστήσεις, σου έρχεται να βλαστημήσεις. Ο νέος συμπιέζεται. Από πολλούς η βλαστήμια θεωρείται σαν εντύπωση, κάτι σαν δικλίδα ασφαλείας. Ανακουφίζει, λένε, ψυχικά. Είναι η σύγχρονη μορφή εξομολόγησης. Γι’ αυτό άλλωστε έχει τόσες ...θρησκευτικές αναφορές!
Κοντά σ' αυτό έρχεται να προστεθεί και η διάψευση των νεανικών ελπίδων, το συναίσθημα της απογοήτευσης και της απελπισίας, που ανοίγει το δρόμο σε μια αρνητική, επιθετική συμπεριφορά, με κύριο χαρακτηριστικό τη βλαστήμια. Αυτό ενι­σχύεται και από την συμβολή άλλων, που θεωρούν την αισχρολογία σαν απελευθέρω­ση και σαν πράξη αντίδρασης κατά του κοινωνικού και πνευματικού κατεστημέ­νου. Η μοντέρνα λογοτεχνία, κυρίως αυτή που γράφεται από νέους και απευθύνεται σε νέους, έχει σαν βασικό γνώρισμα την αισχρολογία, σήμα κατατεθέν μιας νέας εκφραστικής φόρμας, που θα μπορούσε να ονομασθεί «Επανάσταση της Γλώσ­σας». Έτσι η γλώσσα των μαστροπών καθορίζει το σύγχρονο νεανικό γλωσσάρι. Μερικοί νεαροί —και νεαρές— χρησιμο­ποιούν το βορβορώδες αυτό λεξιλόγιο σαν αυτοεπιβεβαίωση. Είναι, κατά την άποψή τους, δείγμα ωριμότητας!
Όμως η «τριτοβάθμια εκπαίδευση χυδαιολογίας» συντελείται στα γήπεδα, κυρίως καλαθόσφαιρας και ποδοσφαίρου. Οι νέοι εδώ εθίζονται να υβρίζουν χορω­διακά, ομαδικά, ωσάν ν' αποτελούν μέλη μιας απέραντης συμφωνικής ορχήστρας, από την όποια δεν λείπουν ούτε οι «μαέ­στροι», ούτε οι «σολίστες», ούτε φυσικά τα κρουστά και πνευστά όργανα. Οι ανταλλα­γές ύβρεων, που θα έκαναν κι έναν μαρκή­σιο ντε Σαντ να ερυθριάσει, μέσω της τηλοψίας, μεταφέρονται και στα σπίτια μας. Έτσι το νέο παιδί έχει την ευκαιρία να γνωρίσει κάθε νέα λεκτική επίδοση στον τομέα της χυδαιολογίας. Οι λεξικογράφοι στο μέλλον θα διαπιστώσουν ότι η τρέχου­σα ελληνική συρρικνώνεται σε λέξεις που αναφέρονται σε αφηρημένες ή ηθικές έννοι­ες, ενώ αντίθετα εμφανίζει πλούτο σε λέ­ξεις ύβρεως, χλεύης και χυδαιότητας σημαντικές.
Για να περιοριστεί το κακό πρέπει να γίνουν πολλά. Πρώτα-πρώτα να πάψει να θεωρείται η αισχρή λέξη «μαγκιά» και η «μαγκιά» να πάψει να ταυτίζεται με το ελληνικό ήθος. Διότι «μάγκας» ονομαζό­ταν κάποτε αυτός που εξασφάλιζε τα προς το ζην από την «εργασία» γυναικών υπό­πτου ηθικής και από την παροχή προστα­σίας σε όχι ιδιαίτερα ευηπόληπτους οίκους. Είναι επίσης αναγκαίο να τεθεί κάποιος φραγμός στη λεκτική ρύπανση που εκπέμ­πουν διάφορα Μ.Μ.Ε. και να μη θεω­ρείται μορφή λογοτεχνικής πρωτοπορίας ό,τι μπορεί να έχει γράψει κι ένας επαγγελ­ματίας προαγωγός. Ας προσεχθεί από τους νέους αυτό: δεν είναι δείγμα λαϊκότη­τας το να αισχρολογεί κανείς. Είναι δείγμα λαϊκισμού, και ο λαϊκισμός είναι επίφαση λαϊκότητας ή μια ανάπηρη λαϊκότητα. Ο λαός μας στις καλές στιγμές του είναι σε­μνός. Στα δημοτικά τραγούδια μας λείπουν οι αισχρές λέξεις. Μόνο σε κάποια περιθω­ριακά άσματα, που σπάνια λέγονταν δημό­σια, μπορεί να βρει κανείς αφοδευτικό λεξιλόγιο. Συχνά βέβαια άνθρωποι του λαού βρίζουν ή βλαστημούν, αλλ' υπό ειδι­κές συνθήκες ή υπό το κράτος οργής. Η συχνή χρήση των ύβρεων και των αισχρολογιών τις αποδυναμώνει σημασιολογικά. Τις κάνει ρουτίνα. Έτσι χάνουν την εκρηκτικό­τητά τους, όταν λέγονται σε κάποιες κατα­στάσεις που δικαιολογούνται να λέγονται.
Ακόμη η γλωσσική συμπεριφορά δεν μπορεί να καθορίζεται από τους νόμους της αγοράς. Ήδη η αγορά έχει αρχίσει να νοσταλγεί την ευγενική συμπεριφορά. Οι επιχειρήσεις ζητούν νέους ευπρεπείς, ευ­γενείς, που να μπορούν να χρησιμοποιούν ένα εκλεπτυσμένο λεξιλόγιο. Το δήθεν μον­τέρνο τραγούδι που έκανε —και αναχρονι­στικά εξακολουθεί να κάνει— έμβλημα την αισχρολογία, περνάει κρίση και αντιμετω­πίζεται με ειρωνεία. Είναι πολλοί περισσό­τεροι αυτοί που νοσταλγούν και αναζη­τούν τον κομψό στίχο και τη μελωδία. Όχι την κραυγή που δήθεν εκφράζει μια εξεγερτική στάση ζωής. Βέβαια η μεγάλη ευθύνη πέφτει στην οικογένεια και στο σχολείο. Απαιτείται όχι απλώς γλωσσική απορρύ­πανση αλλά μια σταυροφορία για μια νέα γλωσσική παιδεία. Απαιτείται ένα κίνημα κοινωνικο-πολιτιστικό, για να σωθεί η κουλ­τούρα της γλώσσας, πράγμα που θα οδηγήσει σε μια άλλη γλωσσική συμπεριφορά.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η κατά­σταση θα βελτιωθεί με την αναβάθμιση της γλωσσικής παιδείας. Αν μείνουμε στους τύπους, τότε μπορεί τα παιδιά να αισχρολογούν σε πιο προχωρημένο γλωσσικό επί­πεδο, όπως συνέβη με την εκμάθηση της αγγλικής. Σήμερα όλα τα αισχρά «γκράφιτι» —κυρίως στους τοίχους των σχολείων— είναι γραμμένα σε σχεδόν άψογη αγγλική. Μερικά ελληνικά είναι ανορθόγραφα.
Όταν, λοιπόν, μιλάμε για πολιτική γλωσσικής παιδείας, εννοούμε μία οικείωση του γλωσσικού ήθους, που συνιστά μορ­φή πολιτισμού. Η γλώσσα δεν μαθαίνεται αποκλειστικά με κανόνες, αλλά —κυ­ρίως— μέσω μιας πνευματικής συμπε­ριφοράς. Το ελληνόπουλο έχει μια παράδο­ση παλληκαριάς. Πρέπει να του εξηγηθεί πειστικά ότι η αισχρολογία και η βρισιά είναι το καταφύγιο του δειλού.

Σαράντος Ι. Καργάκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου