Ο Μπαρμπαγιάννης – η μαμή του Μεγάλου Κάστρου – αισθάνεται την παρουσία του Αγίου σαν γεγονός καθημερινό.
Σήκωσε μ’ ευλάβεια τα μάτια, είδε, από την άκρα του δρόμου φάνηκε, μέσα στο σκοτάδι, να φεγγοβολάει, καβάλα στο χρυσοχάμουρο ντορή του με το κόκκινο κοντάρι ακουμπισμένο στον ώμο, με τα ψαρά του κοντόσγουρα γένια, με τα ασημένια διχτάτα άρματα του, ο λεβεντόγερος προστάτης του Μεγάλου Κάστρου, ο Αι- Μηνάς. ΄Εκανε κι απόψε τη βόλτα του. Κάθε μεσάνυχτα, την ώρα που ‘ναι χαμένη στον ύπνο η πολιτεία, ο Αι- Μηνάς κατεβαίνει αθόρυβα από το κόνισμά του, παίρνει σβάρνα τα μουράγια, διαβαίνει στις ρωμέικες γειτονιές, αν έχουν ξεχάσει καμιάν πόρτα ανοιχτή, τη σφαλνάει, αν κανείς χριστιανός είναι άρρωστος κι είναι φωτισμένο το παραθύρι του, στέκεται και παρακαλάει το Θεό να τον γιάνει. Μάτι ανθρώπου δεν έχει τη δύναμη να τον δει, μονάχα τα σκυλιά κουνούν τις ουρές τους, κι από τους ανθρώπους δυο μονάχα σε ολάκερη την πολιτεία: Ο Μπαρμπαγιάννης ετούτος κι η Εφεντίνα Καβαλίνα, ο παρακούζολος χότζας. Κι άμα τελέψει τη βόλτα του, χαράματα πια, γυρίζει πάλι στο κόνισμα του, και κανένας δε θα καταλάβαινε τι μυστήρια γίνουνται την πάσα νύχτα,
αν δεν έβρισκε ο καντηλανάφτης ο Μούρτζουφλος, το πρωί που πάει να συγυρίσει την εκκλησία, το άλογο του Αι- Μηνά ιδρωμένο.
Ο Μπαρμπαγιάννης κοίταζε τον άγιο να αλαγαίρνει και να λιώνει μέσα στο σκοτάδι κι έκαμε το σταυρό του.
- Τον είδα πάλι απόψε, μεγάλη η χάρη του, καλά θα πάνε οι δουλειές μου, μουρμούρισε.»
Εδώ ο Άγιος εμφανίζεται ως προστάτης που έχει την ευθύνη της πόλης και περιφέρεται τα βράδια καβαλάρης για να κλείσει κάποια ξεχασμένη ανοιχτή πόρτα ή να μεσολαβήσει στο Θεό για κάποιον άρρωστο. Ο Μπαρμπαγιάννης καθώς αισθάνεται την παρουσία του τον καλησπερίζει, κάνει το σταυρό του και χαίρεται γιατί θα πάει καλά η μέρα του.
Η Ρεθυμνιώτισσα Πηνελόπη που έχει μείνει χωρίς παιδιά εξαιτίας του ανεπρόκοπου Δημητρίου σταυροκοπιέται έξω από τον ναό του Αγίου Μηνά.
« Αι-Μηνά μου μουρμούρισε, κατέχεις εσύ τη όρεξή μου, βοήθα!»
Για τους Τούρκους αντίθετα ο Άγιος είναι ο φόβος και ο τρόμος. Μόνο η αναφορά στο όνομα του τους κάνει να φεύγουν περίτρομοι, ενώ καθόλου δεν αμφισβητούν την παρουσία του και τη θαυματουργή του δύναμη.
«Έκαμαν κορδόνι και του ‘φραξαν το δρόμο. Η Εφεντίνα στάθηκε, ξεγλωσσισμένη απελπισμένος… θα ‘χει φτάσει πια ο Αράπης, θα ΄χει σπάσει την πόρτα, θα ‘χει σφάξει τον καπετάν Μιχάλη.
– Δεν έχετε, μωρέ, Θεό απάνω σας; κλαψούρισε. Αφήστε με να περάσω. Βιάζουμαι, μωρέ αδέρφια!
- Ποιος σε κυνηγάει, Εφεντίνα Καβαλίνα; Αυτό να μας πεις, να περάσεις!
Το μυαλό της Εφεντίνας άστραψε. Κοίταξε πίσω του, έσυρε φωνή:
-Ο Αι- Μηνάς!
Οι τουρκαλάδες ξέσπασαν στα γέλια.
- Τι γελάτε, μωρέ αθεόφοβοι; Δεν ακούτε τα πέταλα του αλόγου του; Τον είδα να βγαίνει από την εκκλησία, τον είδα! Και με πήρε ξοπίσω . Δεν ακούτε; Νάτος! ζυγώνει!
Οι τουρκαλάδες ένιωσαν να σηκώνεται η τρίχα τους. Σα ν΄άκουσαν, αλήθεια, πεταλιές αλόγου. Κάποιος καβαλάρης ζύγωνε!
- Νάτον! φώναξε πάλι η Εφεντίνα και τα μάτια της γούρλωσαν τρομαγμένα. Νάτος! Νάτος!
Μα οι τουρκαλάδες που να γυρίσουν να δουν! πήραν δρόμο κι αφανίστηκαν.
Ως τους είδε η Εφεντίνα να φεύγουν αλαφιασμένοι, κοκάλωσε. «Μωρέ, έχει το χάζι του να ΄ναι αλήθεια!» συλλογίστηκε με τρόμο. Κι άλλη φορά, στην άλλη Επανάσταση, δεν τον είχε δει να χιμάει καβαλάρης και να κυνηγάει τους Τούρκους που ήθελαν να πατήσουν την εκκλησία του; Κρύος σπυρωτός ιδρώτας τον έκοψε…πεντακάθαρα τώρα γρικούσε το άλογο που ζύγωνε.
- Αλλάχ! Αλλάχ! ξεφώνισε, ανασκουμπώθηκε πάλι και έβαλε τις φτέρνες στον ώμο.
Έτρεχε, έτρεχε αλαλιασμένος. Ως ξεπρόβαλε στου Ιδομενέα τη βρύση, ξέκρινε απόξω από του καπετάν Μιχάλη τον αράπακα και τους συντρόφους του να βαρούν την πόρτα, να τη σπάσουν. Χύθηκε καταπάνω τους.
- Βάρδα, παιδιά φώναξε, βάρδα και θα μας φάει! Έρχεται καβαλάρης!
– Ποιος, μωρέ κουζούλακα; ούρλιασε ο Αράπης.
- Ο γείτονας
- Ποιος γείτονας;
- Ο Αι- Μηνάς, νάτος!
Όλοι στράφηκαν. Τα μάτια τους πεταλούδιζαν, δε διάκριναν τίποτα.
- Νάτος! Νάτος! φώναζε η Εφεντίνα κι ακούμπησε στην πόρτα του καπετάν Μιχάλη αλλοπαρμένος
Κόλλησε πιτακώθηκε απάνω στην πόρτα, σα να ‘θελε να κρυφτεί και να περάσει ο Αϊ Μηνάς, χωρίς να τον αρπάξει το μάτι του. Είχε προβάλει τώρα στου Ιδομενέα τη βρύση, τον έβλεπε καθαρά, ο ίδιος απαράλλαχτος όπως ήταν στο κόνισμα: ηλιοκαμένος, ψαροσγουρογένης, απάνω σε μούρτζινο άλογο και χρυσά σελοχάλινα. Όλος ο αέρας μπροστά από του Ιδομενέα τη βρύση γέμισε ψαρά γένια, μούρτζινο άλογο και σελοχάλινα.
- Νάτος! Νάτος! φάνηκε μουρμούριζε και το κατωσάγονό του καταχτυπούσε.
- Που ‘ναι, μωρέ; τα μάτια μου θάμπωσαν!
- Δεν τον θωράς; νάτος! νάτος! μαύρος ψαρογένης, μ’ ένα κόκκινο κοντάρι… Μας είδε, χύνεται καταπάνω μας!
Έδωσε ένα σάλτο, ξεκόλλησε από την πόρτα, πήρε κατά το λιμάνι. Πίσω του φυσομανώντας, έτρεχαν πιλάλα κι οι Τούρκοι άκουγαν τώρα κι αυτοί το άλογο που τους είχε πάρει του κυνήγου, κι ο Αράπης, που στράφηκε μια στιγμή, ξέκρινε από πάνω του, στον αέρα, έναν καβαλάρη:
- Γρήγορα πόδια, μωρέ πόδια! φώναξε κι είχε κυλήσει το κίτρινο μπουρνούζι του χάμω – μα που να σταθεί να το περιμαζώξει, πιλαλούσε τώρα ολόγυμνος,
Ξεπνεμένοι έφτασαν στο λιμάνι. Σφούγγιξαν τον ιδρώτα τους, κουκούβισαν στον ίσκιο, έβγαλαν έξω τις γλώσσες τους κι αναβόλιαζαν σα σκύλοι. Η Εφεντίνα είχε πέσει μπρούμυτα κάτω στις πέτρες και σπάραζε. Κάμποσην ώρα δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Τέλος ο Αράπης άνοιξε το στόμα:
- Φτηνά τη γλιτώσαμε, είπε.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου