24 Νοεμβρίου 2010

Η κριτική την εποχή της κρίσης ή η απαξίωση των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών


Στο πλαίσιο των μεταρρυθμιστικών πολιτικών που κατακλύζουν τα πανεπιστήμια της Ευρώπης τα τελευταία χρόνια, οι κοινωνικές και οι ανθρωπιστικές σπουδές, και μάλιστα αυτές που επιμένουν να διεκδικούν ένα πανεπιστήμιο-φορέα δημοκρατικής, συμμετοχικής και ελεύθερης παραγωγής νέας γνώσης και κριτικού στοχασμού, μετατρέπονται στον «εσωτερικό εχθρό» της προωθούμενης επιχειρησιακής «αναμόρφωσης».

Σε μια τέτοια τροχιά κινείται και το «κείμενο διαβούλευσης για την έναρξη διαλόγου» για τη λεγόμενη «μεταρρύθμιση» του πανεπιστημίου, που παρουσίασε πρόσφατα η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας. Είχε προηγηθεί μια συστηματική παραγωγή λόγων που καλλιεργούσαν ένα κλίμα καχυποψίας απέναντι στους πανεπιστημιακούς και παρουσίαζαν το πανεπιστήμιο σαν έναν ακόμη «μύθο της Μεταπολίτευσης», ξεπερασμένο και ενοχλητικό.
Την ίδια στιγμή, κάθε εκφορά κριτικού λόγου εξομοιώνεται με νοσταλγική υπεράσπιση αρχαϊκών τυπολογιών και κλαδικών κατεστημένων. Επομένως, η ρητορική προώθησης της «μεταρρύθμισης» --περιβεβλημένη την αύρα του αναπόφευκτου και του αυτονόητου εν ονόματι της κρίσης-- έχει ως συστατική της όψη την εκ των προτέρων ακύρωση της κριτικής: «It’s the economy, stupid!» Πρόκειται για τη συνήθη στρατηγική μονοπώλησης του νοήματος -- ίδιον, άλλωστε, κάθε εξουσιαστικού λόγου. Στο πλαίσιο αυτό, ενισχύεται δραματικά η ρητορική που συκοφαντεί την ερμηνευτική και κριτική κοινωνική σκέψη, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες εκφυλίζονται εξαιτίας της αμφίβολης χρησιμότητάς τους, της εσωστρέφειας, αλλά και του περίπλοκου κριτικού στοχασμού που ενθαρρύνουν.
***
Το ελληνικό πανεπιστήμιο χρειάζεται να αλλάξει, επειγόντως και ριζικά. Το κρίσιμο ερώτημα είναι σε ποια κατεύθυνση. Πρέπει να καλύψει ελλείμματα, ανεπάρκειες και αγκυλώσεις που αφορούν τη σύνδεση διδασκαλίας και έρευνας, τις δυνατότητες των μελών ΔΕΠ να διεξάγουν έρευνα, τον ορισμό των γνωστικών κλάδων --σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο-- με ανανεωμένες, διεπιστημονικές προοπτικές, το σύστημα υποτροφιών για εκπόνηση διδακτορικής διατριβής, τους τρόπους υλοποίησης της συμμετοχής στη διοίκηση, τη χρηματοδότηση και την οικονομική διαχείριση, την οργάνωση βιβλιοθηκών και εργαστηρίων, την κτιριακή υποδομή, την καλλιέργεια διαπανεπιστημιακών σχέσεων με ιδρύματα του εξωτερικού, κ.τ.λ.
Όμως η προωθούμενη «μεταρρύθμιση» υπάγει αυτή την ανάγκη για ριζικές και ουσιαστικές αλλαγές σε μια αντι-ακαδημαϊκή, αντι-διανοητική, τεχνοκρατική λογι(στι)κή. Συνοψίζει, έτσι, την πολιτική συνθήκη της ιστορικής απόσυρσης (προγραμματικής, αυτή τη φορά, και όχι με τη μορφή απλώς της de facto αδράνειας) του κράτους από την ευθύνη οικονομικής στήριξης της ανώτατης εκπαίδευσης. Ωστόσο, το κράτος αποσύρεται από την ευθύνη, και όχι από τον έλεγχο του πανεπιστημίου.
Παρά τον ηγεμονικό λόγο περί «μεταρρύθμισης», το υπό σχεδίαση πανεπιστήμιο δεν αποτελεί τομή ως προς το «παραδειγματικό» πανεπιστήμιο του 19ου αιώνα· αποτελεί, αντίθετα, μια στρατηγική αναδιατύπωσή του, με γνώμονα τη νεοφιλελεύθερη κυβερνητικότητα και με άξονα τον σχιζοειδή συνδυασμό κρατικού ελέγχου και επιχειρησιακής εμπορευματοποίησης.1
Το πανεπιστήμιο καλείται σήμερα να αναλάβει μια ιστορική ευθύνη: να απαγκιστρωθεί από τη θεολογική, ουμανιστική του κληρονομιά, χωρίς να παραδοθεί άνευ όρων στους όρους μιας άλλης αυθεντίας -- της επιχειρησιακής λογικής και του λαϊκισμού της αγοράς. Η υπαγωγή στα αντανακλαστικά και στους όρους της αγοράς δεν μπορεί να «περνάει» για άνοιγμα στην κοινωνία· είναι συρρίκνωση του κοινωνικού --και κοινωνικά αναστοχαστικού-- ρόλου του πανεπιστημίου. Ο νεοφιλελευθερισμός επανατοποθετεί το πανεπιστήμιο σε ρόλο πειθαρχικού μηχανισμού άκριτης αναπαραγωγής μιας νέας ορθοδοξίας, μιας νέας «μεγάλης αφήγησης» --της αγοράς-- μέσω της οργάνωσης μιας ολόκληρης γραφειοκρατικής μηχανής οικονομικών συμβούλων, εργολάβων, εμπειρογνωμόνων, εταίρων, αξιολογητών. Αυτή η νέα λογιστική μηχανή επιτήρησης και αυτοπειθαρχίας, που η ανθρωπολόγος Μαίριλυν Στράδερν έχει ονομάσει «audit culture», στήνεται για να ελέγξει το «ρίσκο» --οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό-- που αντιπροσωπεύει σήμερα το πανεπιστήμιο.2
Αν όμως οι αυτοματισμοί της αγοράς μετατρέπονται ολοένα και περισσότερο σε αυτό που ο Πιέρ Μπουρντιέ ονόμαζε «αυτοματισμούς της κοινής λογικής», το πανεπιστήμιο καλείται να αντισταθεί στη μετατροπή του σε think tank της αγοράς, και να διεκδικήσει έναν χώρο ενεργούς αντιπαράθεσης με αυτήν την «κοινοτοπία». Είναι γνωστό, βέβαια, ότι η αγορά δεν τα πάει πολύ καλά με τη δημοκρατία. Γι’ αυτό και η έννοια του δημοκρατικού πανεπιστημίου, ως ανεξάρτητου φορέα ανανέωσης και όχι ως εξαρτήματος συντήρησης του υπαρκτού, συγκρούεται δομικά με την επιχειρησιακή λογική: γιατί άλλο ανταγωνισμός και άλλο άμιλλα· άλλο πριμ παραγωγικότητας και άλλο μόχθος της έρευνας, της συγγραφής και της κριτικής παιδαγωγικής· άλλο εγκλωβισμός στις απαιτήσεις της αγοράς και άλλο άνοιγμα στην κοινωνία· άλλο παροχή υπηρεσιών και άλλο συμμετοχική διαδικασία παραγωγής της γνώσης· άλλο καταναλωτές υπηρεσιών και άλλο μέλη μιας δημοκρατικής ακαδημαϊκής κοινότητας.
Σε ένα πλαίσιο οιονεί ευγονικής καταμέτρησης της βιωσιμότητας που απαιτεί λίγους, καθαρούς, χρηστικούς και προσοδοφόρους ακαδημαϊκούς κλάδους, όπου δεσπόζουν οι όροι της ανταγωνιστικής ποσοτικοποίησης και της τυποποιημένης εφαρμοσιμότητας, ιδιαίτερα οι ανθρωπιστικές και οι κοινωνικές σπουδές περιπίπτουν εκ των πραγμάτων σε μια κατάσταση διαρκώς διακυβευόμενης και αμφίβολης «βιωσιμότητας». Έτσι, μετατρέπονται σε αυτό εναντίον του οποίου αγωνίζονται για δεκαετίες οι πρωτοπορίες των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών: νοσταλγικά και κλασικιστικά κατάλοιπα ενός μακρινού παρελθόντος -- σεβαστού μεν αλλά ξεπερασμένου, συμπαθούς πλην όμως κορεσμένου: μια περιττή πολυτέλεια. Ποια αδιάφορη μετρησιμότητα και ποιοι «δείκτες ποιότητας» (που, ειρωνικά, είναι αυστηρά ποσοτικοί) μπορούν να αποτιμήσουν πόσο «χρήσιμο» είναι ένα μάθημα για την Χάνα Άρεντ ή για τον Μισέλ Φουκώ σε ένα Τμήμα Φιλοσοφίας ή ένα μάθημα για το φύλο σε ένα Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας;
***
Η σχεδιαζόμενη από την κυβέρνηση «μεταρρύθμιση» είναι πέρα για πέρα συντηρητική και βαθιά λαϊκιστική. Παρά τις ασάφειες και τις εκκρεμότητες (όπως είπε η A. Διαμαντοπούλου, «ζητήματα συνταγματικά, νομικά, ακαδημαϊκά θα αναλυθούν κατά τη διαβούλευση»), το «κείμενο διαβούλευσης» αποτυπώνει τους βασικούς πυλώνες της «μεταρρυθμιστικής» στρατηγικής της κυβέρνησης: μετατροπή του πανεπιστημίου σε επιχείρηση παροχής υπηρεσιών κατάρτισης με γνώμονα τις ανάγκες της οικονομίας της αγοράς, παγίωση και νομιμοποίηση της περικοπής της κρατικής χρηματοδότησης, κατάργηση του αυτοδιοίκητου, συγκεντρωτική λογική διοίκησης, ενίσχυση των τεχνοκρατικών και συρρίκνωση των ακαδημαϊκών κριτηρίων διοίκησης και οργάνωσης, ιεραρχικές δομές που ευνοούν τα πελατειακά δίκτυα και καλλιεργούν την πειθάρχηση των κατώτερων βαθμίδων.
Τα πολλά προβλήματα, οι αρρυθμίες, οι αδράνειες και οι αγκυλώσεις --προβλήματα συσσωρευμένα μέσα από τη χρόνια εγκατάλειψη και απάθεια-- χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για την επιχειρούμενη συντηρητική αναδίπλωση του πανεπιστημίου: Δεν δουλεύει η φοιτητική συμμετοχή, ευκαιρία να την καταργήσουμε εντελώς. Υπόκεινται σε πιέσεις οι πρυτανικές αρχές, γι’ αυτό λοιπόν διορίζουμε μάνατζερς. Αντιμετωπίζουν πρόβλημα ανεργίας οι απόφοιτοι κάποιων πανεπιστημιακών τμημάτων, ας τα καταργήσουμε ως αντι-παραγωγικά.
Οι σχεδιαζόμενες αλλαγές στη διοίκηση των πανεπιστημίων είναι χαρακτηριστικές: Σχεδιάζεται ένα επιτελικό σύστημα μάνατζμεντ των ιδρυμάτων από διορισμένα συμβούλια που θα ασκούν τη διοίκηση των πανεπιστημίων. Τα «Συμβούλια Διοίκησης» καταργούν το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων σε πολλαπλά επίπεδα: στη χρηματοδότηση, στην πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών από ξένα ΑΕΙ, στον ορισμό του πρύτανη. Πρόκειται για ένα υπερ-όργανο γραφειοκρατικής διοίκησης, συγκεντρωτικού και ολοκληρωτικού χαρακτήρα, όπως αποτυπώνεται στο ευρύτατο φάσμα αρμοδιοτήτων του: ακαδημαϊκά θέματα, διαχείριση κονδυλίων, έγκριση της στρατηγικής του κάθε ιδρύματος και του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας, διορισμός ή παύση του/της πρύτανη, ένταξη των φοιτητών/φοιτητριών στα επιμέρους προγράμματα σπουδών μετά το τέλος του πρώτου έτους. Στο κείμενο διαβούλευσης, η σύνθεσή τους είναι ασαφής, όπως και ο τρόπος ορισμού-διορισμού των εξωτερικών μελών (τα συμβούλια αποτελούνται από εκλεγμένα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και εξωτερικά μέλη τα οποία διορίζονται ως άτομα).
Αλλά και η αξιολόγηση διέπεται από αυτή τη λογική --ποσοτικοποίηση, εφαρμοσιμότητα, «δείκτες απήχησης»-- κι έτσι εφαρμόζεται ως μέθοδος ανταγωνιστικής πειθάρχησης και όχι ουσιαστικής λογοδοσίας και ποιοτικής ανανέωσης. Ένας από τους περίφημους «δείκτες ποιότητας» στη βάση των οποίων θα χρηματοδοτούνται τα ΑΕΙ είναι η επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων. Δηλαδή, τα ιδρύματα ενοχοποιούνται για την ανεργία και την επισφάλεια. Δεν βρίσκουν δουλειά οι απόφοιτοι Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Σπουδών Φύλου, ή Φιλοσοφίας, κόβεται η χρηματοδότηση των αντίστοιχων τμημάτων. Τα τμήματα και τα γνωστικά αντικείμενα που δεν «πουλάνε» ωθούνται στο περιθώριο, ενώ το διδακτικό προσωπικό, οι φοιτητές/φοιτήτριες και οι απόφοιτοί τους συγκροτούν το νέο «πρεκαριάτο» [precariat: επισφαλώς απασχολούμενο εργατικό δυναμικό] της πανεπιστημιακής μετα-φορδικής επιχείρησης. Στο περιβάλλον της «φυσικής επιλογής» των audit cultures, αυτά τα γνωστικά αντικείμενα και αυτές οι επιστημολογίες είναι κατεξοχήν όσες δεν προσαρμόζονται εύκολα στη διεκπεραιωτική βιασύνη και στις τεχνοκρατικές δεξιότητες της αγοράς, και, πάνω απ’ όλα, όσες δεν εμπίπτουν στο επιστημολογικό mainstream του θετικισμού. Προκειμένου να χρηματοδοτηθεί, η κοινωνική έρευνα θα υπάγεται στα ενδιαφέροντα και συμφέροντα των χορηγών και της αγοράς. Πώς διασφαλίζεται εδώ η ακαδημαϊκή ελευθερία, αλλά και η διαφάνεια και η ανεξαρτησία από πελατειακά δίκτυα και οικονομικές-πολιτικές ελίτ στο πεδίο της έρευνας;
***
Αλλά αν η επίθεση τείνει να κινητοποιεί αμυντικά --ενίοτε πατριωτικά-- αντανακλαστικά, οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές σπουδές πρέπει να αντισταθούν στην οποιαδήποτε προσφυγή σε στρατηγικές άμυνας μέσω της υπεράσπισης των παραδοσιακών χαρακτηριστικών της φυσιογνωμίας ή της ορθοδοξίας τους. Το ζητούμενο δεν είναι η υπεράσπιση του υπαρκτού και του καθιερωμένου (ένας αγώνας υπέρ «βωμών και εστιών»), αλλά η αντιπαράθεση με την επιχειρούμενη εμπέδωσή του. Οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές θα ηττηθούν πραγματικά όταν απεμπολήσουν τον κριτικό, διαλογικό και πειραματικό τους χαρακτήρα, και μετατραπούν σε μονοφωνική, νοσταλγική ορθοδοξία· όταν από πειραματική ανησυχία που παραμένει ανοιχτή στην έκπληξη μετατραπούν σε αμυνόμενη κανονιστική εθιμοτυπία.
Έτσι, στη θέση μιας επιστημολογικής πολιτικής της ταυτότητας που απαιτεί την καθαρή οριοθέτηση γνωστικών επικρατειών, θα πρέπει να προκρίνουμε μια διεπιστημονικότητα-εργαστήριο, μια διεπιστημονικότητα που δεν καλλιεργεί αμοιβαίες μυθολογίες και οντολογικές βεβαιότητες, αλλά επιτελεί τις ανήσυχες διασυνδέσεις και τα απροσδόκητα ανοίγματα που καθίστανται δυνατά στο πλαίσιο δυναμικών και νομαδικών διακλαδώσεων.3 Ενδεικτικές είναι εδώ οι διεπιστημονικές συναρθρώσεις μεταξύ κοινωνικής ανθρωπολογίας, φεμινιστικής θεωρίας, ψυχανάλυσης, λογοτεχνικής κριτικής και μετααποικιακών σπουδών.
Ας μην ξεχνάμε ότι τα τελευταία χρόνια, πανεπιστημιακά τμήματα, κέντρα ή προγράμματα ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών στην Ευρώπη και στην Αμερική έχουν φιλοξενήσει κριτικές και ριζοσπαστικές επιστημολογίες -- όπως είναι ο μεταδομισμός, οι φεμινιστικές σπουδές, οι μετααποικιακές σπουδές, οι σπουδές διασποράς. Αυτές οι επιστημολογίες χρησιμοποιούν τον όρο «ανθρωπιστικές σπουδές» ως πεδίο κριτικής στον κλασικό, δυτικό ουμανισμό (της εθνοκεντρικής, ευρωκεντρικής αυθεντίας της «υψηλής κουλτούρας») και όχημα ανοίγματος σε «άλλους», εναλλακτικούς ανθρωπισμούς και άλλες κριτικές γενεαλογίες -- των ηττημένων ή μη-αναγνωρισμένων «άλλων».4 Αυτές οι κριτικές μετα-ανθρωπιστικές επιστημολογίες έφεραν τη σφραγίδα της κριτικής που ασκούσε ο Μισέλ Φουκώ στον κλασικό ανθρωπισμό, χαρτογραφώντας την «αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου».5 Σε αυτή την κριτική παράδοση απο-αποικιοποίησης της γνώσης ανάγεται και το νόημα που δίνει ο Κώστας Δουζίνας στον όρο «humanities of resistance».6
Έτσι, το ζητούμενο δεν είναι η προάσπιση του υπαρκτού, αλλά η κατάδειξη της συντηρητικής, αναχρονιστικής λογικής που διέπει το σχέδιο αναμόρφωσης και η διεκδίκηση για ένα πανεπιστήμιο πραγματικά «νέο»: για ένα πανεπιστήμιο-χώρο ελεύθερης και απροϋπόθετης παραγωγής, φιλοξενίας και συνάντησης κριτικών επεξεργασιών και ερευνητικών πειραματισμών, που θα λαμβάνει υπόψη τις νέες ανάγκες χωρίς να υποτάσσεται στον εκβιασμό των ηγεμονικών κοινοτοπιών της εποχής.7

Η Αθηνά Αθανασίου διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Μαξ Ερνστ, "Προσεγγίζοντας την εφηβεία ή οι Πλειάδες", 1921
Ρενέ Μαγκρίτ, "Διαπερνώντας τον χρόνο", 1938
1 Chris Shore, «Beyond the multiversity: Neoliberalism and the rise of the schizophrenic university», Social Anthropology (2010) 18, 1: 15-29.
2 Marilyn Strathern (επιμ.), Audit Cultures: Anthropological Studies in Accountability, Ethics and the Academy. Λονδίνο: Routledge, 2000.
3 Βλ. και Donna Haraway, «Situated knowledges: The science question in feminism and the privilege of partial perspectives», Feminist Studies, 1988, σ. 575-599.
4 Eleni Varikas, Les Rebuts du Monde: Figures du Paria. Παρίσι: Stock, 2007.
5 Μισέλ Φουκώ, Οι λέξεις και τα πράγματα: Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου, μετάφραση Κωστή Παπαγιώργη. Αθήνα: Γνώση, 2008.
6 Ημερίδα με τίτλο «What are the humanities for?» στο Birkbeck Institute for the Humanities, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, 19 Νοεμβρίου 2009.
7 Βλ. και Ζακ Ντεριντά, Απροϋπόθετο ή κυριαρχία: Το πανεπιστήμιο στα σύνορα της ευρώπης, μετάφραση Βαγγέλη Μπιτσώρη / Λευκής Μολφέση / Αλίκης Κεραμίδα. Αθήνα: Πατάκης, 2002.
 
ΑΘΗΝΑ  ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου