«Κάτω τα ξερά σας απ’ τους Έλληνες» γρύλιζε με μιαν αλλόκοτη αγριάδα το σύνθημα, φερμένο προφανώς από μια κάποια ακροδεξιά ρητορική, στην αντίστιξη ακριβώς του «κάτω τα ξερά σας απ’ τους μετανάστες», μιας άλλης «αριστερής» ρητορικής. Κι’ ένοιωσα με μιας, την ευρύχωρη ελληνικότητα μας, στριμωγμένη κάπου ανάμεσα στα Εξάρχεια και στο Κολωνάκι. Μια ολόκληρη οικουμένη, «συνωστισμένη» κι αυτή, σε δυό τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Μιά στενασιά, σα δυαράκι διαμέρισμα του ’75, φορτωμένο με όλα τα κομφόρ του 2010, που ανεβαίνει στο λαιμό και γυρεύει να σε πνίξει.
Κι έτσι, κατά πως λένε οι σεξιστές ότι ο πνιγμός είναι μονάχα ένα μικρό σκαλί πριν τη απόλυτη ηδονή, αράδιασα στο μυαλό μου ένα μάτσο ανακατωμένα κριτήρια-ερωτήματα ζωής. Πρόχειρα κριτήρια ή μαρτυρίκια ελληνικότητας. Τέτοιος οργασμός !
Τί να είναι άραγε λοιπόν αυτό, που κάποιοι ανησυχούν μη τύχει κι απλώσουν απάνω του τα ξερά του οι «βάρβαροι»; Τί είναι αυτό που οι άλλοι τρέμουν μην ανοίξει αυτό τις χερούκλες του και τους καταπιεί; Ποιά είναι τα κριτήρια για να ξεδιακρίνει κανείς αν θα καρφιτσώσει ή όχι στο πέτο του το μαρτυρίκι της βάφτισης στην ελληνικότητα;
Είναι, ας πούμε, ελληνικότητα η χοντροπετσιά ή μήπως είναι η ευαισθησία; Είμαστε πιο πολύ στραμμένοι προς τον εαυτό μας, ενδοσκοπώντας, ή είμαστε πιο παρατηρητικοί προς το περιβάλλον μας; Αποκτήσαμε σιγά-σιγά την τάση να επιλέγουμε -ακόμη και στα μικρά- γεμάτοι προσήλωση και μεγάλη προσοχή ή βαστήξαμε ένα μικρό κομμάτι ευέλπιδος απερισκεψίας; Είναι ελληνικότητα να σκέφτεται κανείς πιο πολύ τα δεδομένα ή μήπως τις επιθυμίες; Στις δύσκολες καταστάσεις είμαστε -τις πιο πολλές φορές- περισσότερο άπονοι ή γινόμαστε συμπονετικοί; Θέλουμε οι δραστηριότητες μας να είναι αυστηρά προγραμματισμένες ή κρατάμε οικειοθελώς απ’ έξω ένα μικρό κομμάτι «έκπληξης»; Μας αρέσουν οι συγγραφείς που λένε ξεκάθαρα τι εννοούν ή αυτοί που χρησιμοποιούν αλληγορίες και συμβολισμούς; Θεωρούμε αναγκαίο να είμαστε βέβαιοι ότι όλα τα πράγματα είναι τακτοποιημένα ή μπορούμε να αφήνουμε και κάποια πράγματα να συμβαίνουν φυσικά; Γουστάρουμε τον εαυτό μας για τον ισχυρό έλεγχο που έχει πάνω στην πραγματικότητα ή για τη ζωηρή φαντασία του; Είναι πιο ελληνικό να είναι κανείς περισσότερο δίκαιος ή μάλλον φιλεύσπλαχνος; Γυρεύουμε από τον εαυτό μας περισσότερη δύναμη στη θέληση ή μεγαλύτερη αντοχή στα συναισθήματα; Γίναμε πια κάπως επιφυλακτικοί απέναντι στους Άλλους ή είμαστε «εύκολοι» να μας προσεγγίσουν; Προτιμάμε να εργαζόμαστε με τα «μαστίγια» των ορίων και των προθεσμιών ή μπορούμε και χωρίς αυτά; Είμαστε πλέον -όλο και πιο συχνά- εντελώς πρακτικοί άνθρωποι ή είναι στιγμές που είμαστε και κάπως ευφάνταστοι; Νιώθουμε πιο άνετα όταν κριτικάρουμε τους άλλους ή όταν αξιολογούμε τα πράγματα γύρω μας; Αν πρέπει να είμαστε κάτι απ’ τα δυο, τί είναι προτιμότερο να είμαστε, σκληροί ή εύπιστοι; Η αλληλεπίδραση με άγνωστους και ξένους μας επιβαρύνει με επιφυλάξεις ή μας ενεργοποιεί; Νοιώθουμε περισσότερο ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα μιας δουλειάς ή με μια δουλειά σε εξέλιξη; Έχουμε την τάση να είμαστε περισσότερο πραγματιστές ή περισσότερο θεωρητικοί; «Πατάμε διαρκώς στη γή» ή είναι κάποιες φορές που αισθανόμαστε κάπως αφηρημένοι; Στις έντονες συζητήσεις μας, «στηλώνουμε τα πόδια» ή ψάχνουμε το κοινό έδαφος; Επηρεαζόμαστε περισσότερο από τα πειστικά αποδεικτικά στοιχεία ή από μια αληθινή και συγκινητική έκκληση; Θεωρούμε τον εαυτό μας καλό ακροατή ή καλό συνομιλητή; Πιστεύουμε ότι, όταν τα παιδιά μας παίζουν χάνουν την ευκαιρία να κάνουν χρήσιμα και ωφέλιμα πράγματα ή ότι εξασκούν τη φαντασία τους; Στη δουλειά μας, θεωρούμε πιο φυσικό να εντοπίζουμε τα λάθη των Άλλων ή να τους ευχαριστούμε; Τί μας χαρακτηρίζει περισσότερο, η λογική σκέψη μας ή το βιωμένο μας συναίσθημα; Προτιμάμε οι συμφωνίες μας να σφραγίζονται και να υπογράφονται ή να στηρίζονται απλά σε μια χειραψία; Μας ενδιαφέρει περισσότερο τί είναι πραγματικό ή τι είναι δυνατόν; Εμπιστευόμαστε περισσότερο ότι αντιλαμβάνεται ο νους μας ή ότι βεβαιώνει η εμπειρία μας; Όταν πρόκειται να απογοητεύσουμε κάποιον, είμαστε «ειλικρινείς» και σταράτοι ή «ζεστοί» και διακριτικοί; Ποιό είναι πιο μεγάλο σφάλμα; Να είμαστε πολύ απαθείς ή πολύ συμπονετικοί; ΟΙ ενέργειες μας είναι πάντα προετοιμασμένες ή υπάρχουν και περιπτώσεις που είναι ακόμη αυθόρμητες; Η κοινή λογική είναι συνήθως αξιόπιστη ή συχνά αμφισβητήσιμη; Ποιά είναι καλύτερη φιλοφρόνηση; Αυτός είναι ένας λογικός άνθρωπος ή αυτός είναι ένας άνθρωπος με συναίσθημα; Θέλουμε συνήθως πράγματα που είναι παγιωμένα και αποφασισμένα ή πράγματα που βρίσκονται στην αρχή του σχεδιασμού τους; Τί θεωρούμε σημαντικότερο στον εαυτό μας; Ότι είμαστε λογικοί ή ότι είμαστε αφοσιωμένοι; Είμαστε επιρρεπείς στο να μας καταβάλλουν οι καταστάσεις και τα πράγματα ή στο να αναζητούμε δυνατότητες; Πιστεύουμε ότι οι οραματιστές και οι θεωρητικοί είναι επικίνδυνοι και κάπως «ενοχλητικοί» ή ότι είναι συναρπαστικοί άνθρωποι; Θεωρούμε τον εαυτό σας συνηθισμένο ή έναν ιδιαίτερο και μοναδικό άνθρωπο; Τί είναι χειρότερο; Να είσαι σ’ ένα τέλμα ή να «πετάς στα σύννεφα»; Έχουμε την τάση να είμαστε περισσότερο βιαστικοί παρά χαλαροί ή περισσότερο χαλαροί παρά βιαστικοί; Σχολάζομεν ίνα ασχολούμεθα ή ασχολούμεθα ίνα σχολάζομεν; Θεωρούμε τον εαυτό μας, περισσότερο ορθολογιστή ή περισσότερο καλόκαρδο; Τα πραγματικά περιστατικά φτάνουν και περισσεύουν από μόνα τους ή απεικονίζουν απλά τις βασικές αρχές; Έχουμε την τάση να προσέχουμε την αποδιοργάνωση ή την ευκαιρία για τις αλλαγές; Πιστεύουμε πως πρέπει παντού να ζητάμε το χρήσιμο και το αναγκαίο ή υπάρχουν και υπέρτερα πράγματα; Με λίγα λόγια, φτιάχνουμε απλώς societas ή κοινωνούμε σαν Έλληνες; Από το αγγλοσαξωνικό custom γινόμαστε customers ή οικοδομούμε από το ήθος-έθος το Έθνος μας; Οι βεβαιότητες μας στηρίζονται στον τύπο της οργάνωσης μας (in-form-ation) ή στην πληρότητα που φέρουμε (πληρο-φορία); Μας φτάνουν οι ατομικές συσχετίσεις και συγκρίσεις ή κατορθώνουμε προσωπικές σχέσεις με τους απέναντι Άλλους; Το επάγγελμα μας, εξέπεσε σε δουλειά-δουλεία ή πράγματι επαγγέλλεται κάτι; Η Δημιουργία μας είναι ευκαιρία ματαιόδοξης αυταρέσκειας ή είναι Έργο του Δήμου; Το νόμισμα μας είναι όργανο αυθαιρεσίας των αγορών ή αποτέλεσμα του πόσο «νομίζουμε» ότι αξίζει ο μόχθος μας; Το σύμβολο μας είναι αφορμή διαχωρισμών ή ευκαιρία να συν-βάλλουμε; Η αμαρτία μας είναι η απόκλιση από έναν κανόνα ή η αστοχία απ’ την αλήθεια μας; Η αλήθεια μας έχει να κάνει με την καθαρότητα και τη γνησιότητα του verus, verita,ή με ότι δεν περνάει απαρατήρητο; Η αλήθεια έχει να κάνει με το «αντικειμενικό» και «μεγαλειώδες» του very ή με ότι όλοι έχουν την ίδια γνώμη και ο καθένας είναι έτοιμος να την επιβεβαιώσει; Οι νόμοι μας είναι law δηλαδή lay, δηλαδή υποτάσσουν, βάζουν κάτω ή ως νόμοι νέμουν, κατανέμουν, απονέμουν; Είμαστε άτμητα άτομα ή πρόσωπα με την όψη στραμμένη προς τον απέναντι Άλλο; Η Δημοκρατία μας απλά res publica (δημόσιο πράγμα) ή είναι κράτος-εξουσία του Δήμου; Η λειτουργία μας είναι function-fungi (εκτέλεση-επίδοση) ή έργο του Λαού; Κι εν τέλει, είναι ο φόβος συνομήλικος του θάνατου και του έρωτα μισητός εχθρός ;
Ανεξάντλητος ο κατάλογος των ερωτημάτων, με τη θετική απάντηση στο δεύτερο σκέλος των ερωτήσεων να σηματοδοτεί αψευδείς –κατά την ταπεινότητα μου- καταφάσεις ελληνικότητας.
Αφήνω στον αναγνώστη την εφαρμογή των κριτηρίων –και τη συναγωγή των αποτελεσμάτων-και στη δική του αλλά και στη δική μου περίπτωση.
Είμαστε λοιπόν αληθινοί ή ψευτίσαμε στη διαδρομή απ΄ το δυάρι των Εξαρχείων στο ρετιρέ του Κολωνακίου...σ’ ένα τσιγάρο δρόμο. Και να σκεφτεί κανείς, πως κάποιοι, οι πιο πολλοί, αυτή τη διαδρομή δεν την κάναμε ποτέ! Δε βάλαμε ποτέ τον εαυτό μας σ’ αυτή τη μέγκενη με τα ξερά χέρια! Εμείς δεν γυρέψαμε ποτέ, βαστώντας στα κουλά χέρια μας το Έθνος, να ξεραθούν τα χέρια των Άλλων. Εμείς δεν γυρέψαμε ποτέ, βαστώντας στα κουλά μας χέρια το διεθνισμό, να ξεραθούν τα χέρια τα δικά μας. Εμείς «το μόνο» που ζητήσαμε ήταν «με τα πόδια στη γη, να φτάσουν τα κουλά μας χέρια ως στον ουρανό»...τέτοια απλοχωριά...τέτοια ελληνικότητα!
Μα πολύ φοβάμαι, πως τώρα, στο άλλο σύνθημα «είμαστε όλοι μετανάστες» πρέπει να απαντήσουμε «μη στεναχωριέστε, κανείς δεν είναι Έλληνας». Ίσως έτσι, καταφέρουμε να ξανακάνουμε τη διαδρομή απ’ την αρχή. Ναι, αυτήν τη διαδρομή που κάποιοι δεν κάναμε ποτέ. Κολωνάκι – Εξάρχεια. Άλλο ένα τσιγάρο-δρόμος. Απαγορευμένο μάλιστα αυτή τη φορά. Να ξαναβρούμε το δυαράκι του ’75, απαλλαγμένο απ’ τα φρού-φρού του 2010. Εκεί που κάποιος γκρεμισμένος φούρνος θα ροδίζει το ψητό της Κυριακής, μέσα στο καπνισμένο ταψί του. Και ποιος ξέρει, όπως λέει ο λαός μας, τα πιο απίθανα πράγματα έχουν συμβεί, όταν γκρεμίζεται ένας φούρνος. Ίσως να ‘ναι επειδή θα καταφέρουμε «το μόνο» που ζητήσαμε!
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου