04 Νοεμβρίου 2010

Κι όλα γύρω σου είναι φως...

 
Νερά σμαραγδένια, βαθυκύανα, ρυτιδωμένα απ’ το αεράκι ή καθρέφτες, παραλίες αγκαλιές θηλυκές, και βράχοι αγέρωχοι αρσενικοί, στις αμμοθίνες θυμάρια και μυρωδάτες λυγαριές, καπαριές να χύνονται απ’ την πέτρα και να αιωρούνται πάνω απ’ το κύμα, βότσαλα λευκόγκριζα γλυμμένα κόκαλα αρχαίων ζώων, και άμμος χρυσή, άμμος λευκή, ρυζάτη, πούδρα, και πάντα φως, όλα γύρω λιώνουν στο φως.
Αυτός ο παράδεισος παραδίδεται κάθε καλοκαίρι στον Ελληνα. Ακόμη κι ο έσχατος, ο μπατίρης, ο καταφρονεμένος, έχει την ευκαιρία του στη δημοκρατία του φωτός, ίση με όποιου άλλου προνομιούχου: να κολυμπήσει σε αυτά τα νερά, να λουστεί στο φως, να αφήσει τη θάλασσα την ανετυμολόγητη να μπει δριμεία στα ρουθούνια του, να ψηθεί στην αρμύρα, να θαμπώσει. Και να πιει ένα ποτήρι κρασί, ένα ούζο κάτω απ’ την καλαμιά, να γευτεί ένα ψαράκι. Και να υψωθεί. Για δυο στιγμές, ένα απομεσήμερο, ένα πρωινό, ένα απόγευμα. Να υψωθεί μες στην ευδαιμονική, τη μεταφυσική Δημοκρατία του Καλοκαιριού.
Γυρνούσαμε τα παράλια της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου. Διαπλέαμε ελιές και πέτρες, θάλασσες και κυπαρίσσια, τα πολλά πράσινα και τα πολλά γαλάζια, κι ανάμεσά τους τα γαιώδη του χώματος και της πέτρας. Ευλογημένοι τόποι, ιστορημένοι, περήφανοι, και τώρα ανυπεράσπιστοι, παραδομένοι όχι στην αμεριμνησία, αλλά στην απονιά και την απληστία. Ακούγαμε τους φίλους που μας φιλοξενούσαν και μας οδηγούσαν: πού αποβιβάστηκαν οι Βενετοί, πού έγινε η πολιορκία του τουρκόκαστρου, πού ήταν τα Μαυρομιχαλαίικα, από πού φόρτωναν σταφίδα, σύκα, λάδι, μετάξι, πρινοκούκκι, από πού ξεφόρτωναν βελούδα και καθρέφτες. Κάθε γωνιά, ιστορία. Κι όλη η θηλυκότητα των κάμπων και της θάλασσας, σκεπασμένη απ’ τον Ταΰγετο, ρωμαλέο, πλούσιο, αφειδώλευτο.
Πλούσιος πάντα ο τόπος, γενναιόδωρος. Δημοκρατικός. Δίνεται σε όλους, δίνει τα ουσιώδη: ομορφιά και συνείδηση. Δίνει· μα πρέπει να μπορείς να λάβεις. Να μπορείς να αναγνωρίσεις το δόσιμο, να αντιληφθείς το δώρο, να λάβεις τη χάρη· για να απολαύσεις και να ταπεινωθείς, για να χαρείς και να υψωθείς. Και να σκεφτείς.
Να σκεφτείς τη χάρη και το προνόμιο αυτής της φυσικής δημοκρατίας. Και να σκεφτείς τι κάνεις για να τη στερεώσεις και να τη βαθύνεις, να τη σώσεις ακέραια, όσο γίνεται, για να την παραδώσεις στους άλλους που ακολουθούν. Σαστίζεις με τον πλούτο, ευφραίνεσαι με τις εναλλαγές του ανέμου, δεν χορταίνεις να παρακολουθείς τη θάλασσα ν’ αλλάζει χρώματα και διαθέσεις, ρουφάς τη νυχτερινή αύρα στο μπαλκόνι των Κιτριών, κι όμως πίσω από την ευφορία ένα κεντρί: πώς ζουν οι Ελληνες αυτή την Ελλάδα; Γιατί ξέρεις, το ’χεις δει να ξετυλίγεται φλεγόμενο το σενάριο σε άλλα μέρη: το σενάριο της υπερανάπτυξης, της εκμετάλλευσης, της τάχα μου αξιοποίησης, της οικοπεδομανίας, όλα τσιμέντο και άσφαλτος, επιδοτούμενα, με δανεικά, με μαύρη εργασία, με ξεπούλημα.
Ο χειρότερος εχθρός αυτού του γενναιόδωρου τόπου είναι οι άνθρωποί του, αυτοί που απολαμβάνουν τα δώρα του. Οι μισοί απ’ αυτούς έχουν συνωστιστεί σε ένα λεκανοπέδιο, σε έναν τόπο θείο κάποτε, τσιμεντωμένο τώρα και εχθρικό. Ζουν κλεισμένοι σε αυτοκίνητα, με τεχνητό φωτισμό, αποκομμένοι από ρίζες και μέλλον, αποκομμένοι από την ενδοχώρα, τα νησιά, τους ανέμους και τα βουνά· o τόπος είναι τοπίο πια, αισθητικοποιημένο πακέτο προς κατανάλωση· ο τόπος άψυχος, άσαρκος, χωρίς ιστορίες και μύθους· ο τόπος είναι real estate: Εδώ πόσο πάει το στρέμμα; Ρωτάει τον ταβερνιάρη καθώς ρεύεται.
Ακόμη κι όταν θαυμάσει τον τόπο - τοπίο, όταν γευτεί προσώρας τα δώρα του, αυτός ο άνθρωπος σκέφτεται αμέσως πώς να ’χε ένα οικόπεδο να χτίσει, όχι πώς να χαρεί αυτό που του προσφέρεται δωρεάν· σκέφτεται να επιβληθεί, να γίνει κυρίαρχος, σπιτούχος, ιδιοκτήτης θέας. Δεν μπορεί να αρκεστεί στα μοναδικά δώρα του καλοκαιριού, να χορτάσει μες στην απλοχωριά της αυγουστιάτικης δημοκρατίας· δεν θέλει να είναι, θέλει να έχει.
Γυρνάμε την πέτρινη έξω Μάνη, γυρνάμε τη θηλυκή Φοινικούντα, γυρνάμε τα ανάλαφρα Κυκλαδονήσια, παντού αντικρίζουμε οικοδόμηση, γιαπιά, μπετά, αναμονές, καφετέριες, αυτοκίνητα, δρόμους για αυτοκίνητα. Και αγωνία για τη σεζόν, την τουριστική βεβαίως. Μετά την αισθητικοποίηση, ο τουρισμός: ο τόπος είναι για πούλημα.
Εδώ παραπάνω ο οικισμός λέγεται Γερμανικά, μας λένε. Οι Γερμανοί ήρθαν κι αγόρασαν χωράφια και ελαιώνες, έχτισαν σπίτια, οργανώθηκαν, ζουν εδώ. Οι ξένοι χτίζουν ωραία σπίτια, αρμονικά, αναστηλώνουν τα παλιά. Οπως στη Νάξο, όπως στην Πάρο, όπως στα Δωδεκάνησα... Φαίνεται ότι οι ξένοι αγαπούν τον τόπο σαν τόπο, όχι σαν τοπίο ή σαν οικόπεδο.
Γυρνάμε στην Αθήνα. Ευγνώμονες για τα δώρα που μας χαρίστηκαν, αλλά και μ’ ένα κέντρισμα. Είμαστε κατώτεροι του τόπου· ανάξιοι να τον αφουγκραστούμε και να τον ζήσουμε, αρμονικά, δημιουργικά, ευφορικά. Είμαστε ικανοί μόνο να τον καταναλώσουμε βουλιμικά, αρπακτικά, κυριαρχικά, ανηδονικά εντέλει. Σαν αδιάφοροι τουρίστες ή σαν άπληστοι οικοπεδούχοι. Και στις δύο περιπτώσεις, μοιραίοι. Και χαμένοι: η ομορφιά περνάει πλάι μας και δεν τη γευόμαστε· η ομορφιά δίδεται δωρεάν, αρκεί να την αναγνωρίζεις και να τη δρέπεις, όσο κρατάει, όσο δίδεται.
Γιατί γέρνουμε σε μια εκ των υστέρων μεμψιμοιρία μετά την ευδαιμονία της μεσσηνιακής γης; Να, μήπως και αναλογιστούμε τι έχουμε μες στα χέρια μας, και τ’ αφήνουμε να γλιστράει.
Γιατί γράφουμε; Γιατί είναι η δουλειά μας. Οπως το λέει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, που μας συντρόφευε πνευματικά στις μανιάτικες περιπλανήσεις: «Τη ζωή τη ζούμε, ο καρπός της τρώγεται και το πολύ που κάνεις με το γράψιμο αναμασάς τα φλούδια της. Η ζωή δεν είναι δουλειά, το γράψιμο είναι δουλειά». Κι αφού τα είπε έτσι, προλογίζοντας το πατριδογνωστικό του βιβλίο «Στου τιμονιού τ’ αυλάκι», ύστερα, υπέροχα ανακόλουθος, έγραψε για τη ζωή, όπως την αντίκρισε σ’ ένα νησί τ’ Αρχιπελάγους το 1975, ήδη πολύ παλιά... Ιδού:
«Φουντάραμε αρόδο στην αγκάλη Αγιος Νικόλαος, κολυμπήσαμε, ξεμεσημεριάσαμε, το απόγεμα μπήκαμε στο λιμάνι της Φολέγανδρος και ανεβήκαμε στο διπλό χωριό, ένα από τα ωραιότερα στις Κυκλάδες. Το βράδι ζυμωτό ψωμί, ρετσίνα σπιτικιά, κατσίκι στα κάρβουνα, σκόρδο, ντοματοσαλάτα με κρεμμύδι, γιδίσιο τυρί, αυγά μάτια με λάδι - ο πολιτισμός μας στα μονιμότερα συστατικά του. Η κηπουρική ένα με την ψαρική, αυτή ένα με την αρχιτεκτονική, αυτή ένα με την υφαντική και όλα ένα με τη θρησκεία, με τη γλώσσα, με τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, με τον ουρανό και τη γη. Ο κρίκος ατόφιος: φίδι ουροβόρο. Κανένα κυκλαδίτικο χωριό για μένα σαν τη Φολέγανδρο, τέτοια αρχοντιά, ταπείνωση, πάστρα (και είναι τα περισσότερα ανάλογα). Μερικά μαγαζιά και σπίτια ξέχωρα. Μερικές φυσιογνωμίες αξέχαστες, καθώς εκείνη η λιανοκόκαλη μαντιλωμένη γριούλα με τα μενεξεδένια μάτια και το κοριτσίστικο πρόσωπο, που με ρώτησε στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού της: “Σας άρεσε το νησάκι μας;”. Ανέγγιχτο νησί, νησί του μέτρου σε όλα· τελειότητα που της αρέσει να μη φαίνεται και που μήτε το ξέρει, για τούτο και δεν κατέχει απλά και μόνο τη γνώση, αλλά είναι γνώση. Μακαρισμένοι όσοι κρατούν τέτοια μυστικά, πιστοί στο λόγο της ζωής τους.»

Νικος Γ. Ξυδακης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου